1
ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΟΛΗΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
ISN 1105-5960 Επεξεργασία Κειμένων και Εξωφύλλου: ΣΠΑ/ΤΕΠ Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
2
ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Carl von Clausewitz
Σμχου (ΥΙ) Αθανάσιου Κωνσταντίνου 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ........................................................ 8 ΑΔΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΦΟΝ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ..........................................................................11 ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ..........................................................................21 * ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΟΜΙΝΊ ................................................39 ** ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΠΌΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΉΝΗ» ΤΟΥ ΛΈΟΝΤΟΣ ΤΟΛΣΤΌΙ ..................................................................44 ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΤΑΤΕΣ ΑΡΧΕΣΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ».......................48 Ι. ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ...........................48 ΙΙ. ΤΑΚΤΙΚΗ Η΄ ΣΠΟΥΔΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ...........................50 1. ΓΕΝΙΚΈΣ ΑΡΧΈΣ...................................................................50 Α. ΓΙΑ ΤΗΝ ΆΜΥΝΑ ...................................................................50 Β. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΊΘΕΣΗ ................................................................54 2. ΑΡΧΈΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΉΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΆΤΩΝ .......................55 3. ΑΡΧΈΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΉΣΗ ΤΟΥ ΕΔΆΦΟΥΣ .................................55 ΙΙΙ. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ..................................................................56 1. ΓΕΝΙΚΈΣ ΑΡΧΈΣ...................................................................57 2. ΆΜΥΝΑ .................................................................................59 3. ΕΠΊΘΕΣΗ..............................................................................60 IV. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.....................................................................61 ΕΠΕΞΗΓΗΤΙΚΕΣ Η΄ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ...................................................................................69 1. ΝΟΣ
2. 3. 4. 5. 6. 8. 4
ΦΡΕΙΔΕΡΊΚΟΣ Ο Β’ ΤΗΣ ΠΡΩΣΣΊΑΣ, Ο ΑΠΟΚΑΛΟΎΜΕ«ΜΈΓΑΣ» .........................................................................69 ΣΙΛΕΣΙΑΚΟΊ (Ή ΚΑΙ ΣΙΛΕΣΙΑΝΟΊ ) ΠΌΛΕΜΟΙ .................75 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΛΏΥΤΕΝ .........................................................77 ΠΛΆΓΙΑ ΤΆΞΗ ΜΆΧΗΣ .....................................................78 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΡΈΓΚΕΝΣΜΠΟΥΡΓΚ .........................................79 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΒΆΓΚΡΑΜ .......................................................80 ΑΡΧΙΔΟΎΚΑΣ ΚΆΡΟΛΟΣ ...................................................84
9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22.
ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΜΊΝΤΕΝ ......................................................87 ΔΟΎΚΑΣ ΦΕΡΔΙΝΆΝΔΟΣ ..............................................88 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΤΑΝΕΝΧΆΟΥΖΕΝ ........................................90 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΡΌΣΣΜΠΑΧ ................................................91 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΛΉΓΚΝΙΤΣ ................................................92 ΜΆΧΗ ΤΟΥ ΧΟΕΝΛΊΝΤΕΝ .............................................92 ΣΤΡΑΤΆΡΧΗΣ ΝΤΑΒΟΎ.................................................93 1812 – ΡΩΣΙΚΌΣ ΣΤΡΑΤΌΣ .......................................95 ΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΕΣ ΤΟΥ ΟΥΈΛΛΙΝΓΚΤΟΝ (1810 –11).96 ΚΟΝΤΈ ........................................................................98 ΒΑΛΛΕΝΣΤΆΙΝ ...........................................................101 ΣΟΥΒΆΡΟΦ ................................................................103 ΆΜΥΝΑ ΤΟΥ ΜΈΝΙΝ ...................................................108 ΣΤΡΑΤΗΓΌΣ ΦΟΝ ΣΆΡΝΧΟΡΣΤ ...................................109
ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» ΜΕΡΙΚΕΣ ΘΕΜΕΛΙΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» ....................................................................111 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.....126 1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ;..........................126 2Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ..153 3Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΔΙΟΦΥΙΑ........................173 4Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ....200 5Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ...................................................................203 6Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ..........206 7Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΤΡΙΒΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.......................210 8Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ 1ΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ..215 ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ....................................................................................................218 1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ...............................................................................................218 ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ.......221 1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ............................................221 2Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ.......227 4Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΗΘΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ............228 ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ...........................230 5
3Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Β ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ........230 6O ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Α ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΣΤΟΧΟ .........................247 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ ..............251 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
6
256
7
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ο Μαξ Βέμπερ έγραψε ευστοχότατα: «Δεν ευθύνεται η πραγματικότητα που είναι διφορούμενη, αλλά οι έννοιές μας που είναι συγκεχυμένες». Σ’ αυτήν την θλιβερή και συνάμα αληθέστατη διαπίστωση μπορεί κανείς να ανάγει την εκκίνηση κάθε ουσιαστικής και αντικειμενικής μελέτης, εξετάζοντας λεπτομερειακά και συστηματικά το εκάστοτε αντικείμενό του, ώστε να προσεγγίσει στον μέγιστο εφικτό βαθμό την πραγματικότητα. Εκφαίνοντας μια γενικότερη παρατήρηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που χάθηκε στην μεταψυχροπολεμική περίοδο είναι ο πόλεμος ως συμπλήρωμα, ως ενδεχόμενη τελειωτική απαρτίωση της πολιτικής. Στις σύγχρονες, ευρωπαϊκές ιδίως, κοινωνίες μας, ο πόλεμος δεν διαθέτει πλέον ουδεμία νομιμοποίηση. Εξοβελίζεται και εξορκίζεται ως η ύπατη φρίκη, δαιμονοποιείται στην σκέψη και στην επιθυμία μας. Είναι έγκλημα καθοσίωσης η οποιαδήποτε ιδεολογική, θρησκευτική και πολιτική σταυροφορία, ενώ βεβαίως ο πόλεμος σε καμία περίπτωση δεν προσμετρείται πλέον ως ακραίο αλλά συνάμα και ως πιθανό φυσιολογικό διπλωματικό μέσο. Ο πόλεμος ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, για να επαναλάβουμε τη πασίγνωστη διατύπωση του Κλάουζεβιτς, ταυτίζεται πλέον πανεύκολα με μία δήθεν πεπερασμένη στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, όπου η διπλωματία είχε ως συμπλήρωμα τον συμβατικό πόλεμο, στηριγμένο στις κλασσικές δυνάμεις. Η φυσική αυτή αλληλουχία τροποποιήθηκε (και για κάποιους έπαψε υφιστάμενη) με την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων. Μέσα στο πλαίσιο της πυρηνικής αποτροπής, του πυρηνικού «Αρμαγεδώνος», ο πόλεμος παρέμεινε μία «εν δυνάμει απειλή», μία τρομερή σκιά στο δήθεν «φωτισμένο» σύγχρονο διπλωματικό παιγνίδι του μεταπολεμικού κόσμου, επ’ ουδενί λόγω όμως το συμπλήρωμά του. Καταργήθηκε με διεθνείς και εθνικούς αφορισμούς, ιδιαιτέρα μεταψυχροπολεμικά. Απαγορεύθηκε να νοείται καν ως εκείνο το νομοτελειακό στάδιο του ιστορικού γίγνεσθαι στο οποίο περνάμε όταν αδυνατούμε να φθάσουμε σε συμφωνία. Στην περίοδο της εν εξελίξει παγκοσμιοποίησης, μέσα στα πλαίσια των διφόρων «αντάρτικων», εθνικοαπελευθερωτικού ή ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα, ή απέναντι στο εκπτυσσόμενο πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο δρώμενο και φαι8
νόμενο της τρομοκρατίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιορισθεί τι είναι όντως πολιτικό και τι όχι, ποιό μερίδιο ευθύνης και συμμετοχής πρέπει να αποδίδεται στα κράτη, στις εγκληματικές οργανώσεις, αλλά και στις ποικίλες αυθόρμητες εκρήξεις λαών, πολιτικών και θρησκευτικών ομάδων. Την 11η Σεπτεμβρίου 2001 είδαμε «αμάχους» να εξοντώνουν μεθοδικά αμάχους. Η διάκριση μεταξύ του «εσωτερικού» και του «εξωτερικού» εχθρού, όσο τα όρια κυριαρχίας του εθνικού κράτους γίνονται ασαφέστερα, γίνεται δυσχερέστερη από οποτεδήποτε άλλοτε, με συνακόλουθο να μην ταυτοποιούμε πλέον σαφώς την διαφορά του πολέμου και της αστυνομικής επιχείρησης. Όμως ο πόλεμος είναι εδώ! Άσχετα με την κλίμακα, την γενεσιουργό αιτία, την επίφασή του, την φρίκη του, παραμένει ένα ενρίζωμα στην ανθρώπινη φύση, άρρηκτα δεμένο με την εγγενή επιθετικότητα του είδους μας. Για τούτο η γνωριμία με την σκέψη του μεγάλου Κλάουζεβιτς και κατόπιν η συστηματική του μελέτη είναι πάντοτε χρήσιμη, όσο και σαγηνευτική. Ως γνωστόν η γερμανική γλώσσα διατηρεί μιαν εξαιρετική κλιτικότητα, καθώς και μια λεπτολόγο σαφήνεια, που σχεδόν προσεγγίζει εκείνη της ελληνικής.(Ο Νότκερ ο Τευτονικός ή «Λαμπέο» (950-1022), ένας μεσαιωνικός Βενεδικτίνος Γερμανός μοναχός απέδωσε τις «Κατηγορίες» και το «Περί Ερμηνείας» του αριστοτελικού «Οργάνου» σε Υψηλά Παλαιογερμανικά, στις πρώτες δεκαετίες του 11ου μΧ. αιώνα). Έως τις ημέρες μας, στην γερμανική είναι σε ισχυρή χρήση η δοτική, το απαρέμφατο, οι μετοχές και μια αφθονία δευτερευουσών αναφορικών και υποθετικών προτάσεων, σε αλληλοδιαπλοκή με τα βοηθητικά ρήματα. Αυτές οι συνιστώσες της γλώσσας είναι εύλογα οξύτερες σε κείμενα που γραφτηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Προσπάθησα ν’ αποδώσω με την μέγιστη εφικτή πιστότητα, ακριβολογία και κυριολεξία τα παρατιθέμενα κείμενα του Κλάουζεβιτς, ακολουθώντας τα κανονιστικά θέσμια του κομβικού λεξικού της γερμανικής Duden, δίχως να παραβλάψω μεταφραστικά την ακρίβεια και ευληπτότητα των νοημάτων, μάλιστα δε με την τρέχουσα χρηστική έλλειψη της γραμματικής του αξέχαστου Αχιλλέα Τζαρτζάνου.
9
10
ΑΔΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΦΟΝ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ Ο Γερμανός Αξιωματικός, στρατιωτικός ιστορικός, «στρατηγιστής» και φιλόσοφος Καρλ φον Κλάουζεβιτς (17801831) έχει αποκληθεί «πατέρας του συγχρόνου πολέμου». Ως μέλος του σώματος των Αξιωματικών του κραταιού πρωσσικού στρατού από την νεαρή του ηλικία, ο Κλάουζεβιτς έγινε μάρτυρας μερικών από τις αποφασιστικότερες ευρωπαϊκές μάχες του αιώνα του και σταχυολόγησε τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών των μαχών, σε ένα κορμό θεωριών, ο οποίος περιγράφηκε καταληκτικά στην πραγματεία του «Περί του πολέμου» το 1832. Η πλέον γνωστή και ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου δήλωσή του : « ο πόλεμος είναι μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και συνάμα έχει παρερμηνευθεί ευρύτατα και βαθύτατα. Το πλήρες ονοματεπώνυμο του Κλάουζεβιτς ήταν Κάρολος Φίλιππος Γκότλημπ φον Κλάουζεβιτς. Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1780 στην πρωσσική πόλη «Μπούργκ μπάϊ Μάγκντεμπουργκ» (Burg bei Magdeburg), πρωτεύουσα της επαρχίας Γεριχόβερ, στο κρατίδιο της Σαξωνίας - Ανχαλτ. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά του Φρειδερίκου Γαβριήλ φον Κλάουζεβιτς, ενός συνταξιούχου Πρώσσου Αξιωματικού, που υπηρέτησε ως Υπολοχαγός στον πρωσσικό στρατό και κατόπιν κατείχε μιαν ελάσσονα θέση στην κρατική «Πρωσσική Οικονομική Εφορία». Πρέπει να τονισθεί ότι κατά την διάρκεια της ζωής του Κλάουζεβιτς, η πατρίδα του Πρωσσία (παρότι δεν υφίσταται πλέον ως κυρίαρχο κράτος), υπήρξε μια από τις τρομερότερες δυνάμεις της Ευρώπης. Η Πρωσσία πρωτοεμφανίστηκε ως αυτόνομο κρατικό μόρφωμα - Δουκάτο, κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα και απέκτησε τελικά αρκετή έκταση και επιρροή, ώστε να στέψει τον ηγεμόνα της Βασιλιά. Στην ιστορική τροχιά της παρέμεινε ανεξάρτητη από την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», αλλά έχαιρε στενών δεσμών προς αυτήν. Επιπλέον, οι νικηφόρες στρατιωτικές εκστρατείες που διενεργήθηκαν από τις στρατιές του ξακουστού Πρώσσου Βασιλιά Φρειδερίκου του Μεγάλου, προσέθεσαν στο έδαφός της μεγάλες κατακτημένες εκτάσεις . Η τυπική στρατιωτική εκπαίδευση του Κλάουζεβιτς άρχισε στην ηλικία των δώδεκα ετών, όταν το 1792 ο πατέρας 11
του τον έφερε στην έδρα του 34ου Συντάγματος Πεζικού, στο Πότσνταμ. Εδώ ξεκίνησε την εκπαίδευσή του ως μαθητής της Σχολής Αξιωματικών. Βεβαίως μια τόσο πρώιμη στρατιωτική εκπαίδευση δεν ήταν διόλου ασυνήθιστη στην Πρωσσία του 18ου αιώνα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Κλάουζεβιτς, ο Γουλιέλμος, ήταν ήδη Ανθυπολοχαγός. Λίγο μετά από την άφιξή του στον στρατώνα, ο Κλάουζεβιτς παρέστη στην πρώτη μάχη του, όταν το Σύνταγμά του εστάλη να απελευθερώσει την καθεδρική πόλη του Μάϊντς από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής. Τα καθήκοντα του Κλάουζεβιτς, ως Σημαιοφόρου του Συντάγματος, περιελάμβαναν εκτός από την μεταφορά του λαβάρου του Συντάγματος στις πορείες, την επίσκεψη των τραυματιών στα νοσοκομεία εκστρατείας και την σύνταξη αναφορών προς τον Διοικητή του σχετικά με αυτούς. Οταν το 1795 ο πρωσσικός στρατός απεσύρθη από την συμμετοχή στους «Γαλλικούς Επαναστατικούς Πολέμους», ο Κλάουζεβιτς τοποθετήθηκε επί αρκετά έτη σε μια μικρή απομακρυσμένη φρουρά στο Νωυρούπιν. Εκεί αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του εξωυπηρεσιακού χρόνου του σε συστηματική ανάγνωση και μελέτη για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην «Γενική Σχολή Πολέμου» (Allgemeine Kriegsschule), ένα στρατιωτικό ίδρυμα στο Βερολίνο για την εκπαίδευση των κατώτερων Αξιωματικών. Το 1801, έδωσε εξετάσεις και έγινε αποδεκτός. Ο τότε διοικητής του, Γκέρχαρτ φον Σάρνχορστ, θα γινόταν μελλοντικά η κομβική φυσιογνωμία στον εκσυγχρονισμό του πρωσσικού στρατού. Αυτός εφάρμοσε τις αλλαγές οι οποίες μετέτρεψαν τον πρωσσικό στρατό σε μια από τις επιτυχέστερες στρατιωτικές δυνάμεις του ερχόμενου αιώνα. Ο Σάρνχορστ αναγνώρισε αμέσως τις εξαιρετικές δυνατότητες του Κλάουζεβιτς και έγινε ο έμπιστος σύμβουλος του νεαρού Αξιωματικού. Διαπίστωσε την σεμνότητα, την μεγαλοφυΐα του, καθώς επίσης και την εσωτερική φλόγα του χαρακτήρα του. Ο Κλάουζεβιτς υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του και κατενόησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο τις ιδέες του μεγάλου δασκάλου του σχετικά με την αλληλεξάρτηση πολιτικής και διεξαγωγής του πολέμου, ιδέες τις οποίες αυτός επεξέτεινε και εξέλιξε επιτυχώς. Εκτός των ιδεών του μέντορά του, ο Κλάουζεβιτς μελέτησε ιδιαίτερα και το έργο του Εμμανουήλ Καντ, ενώ υπήρξε και δραστήριο μέλος της «Στρατιωτικής Εταιρείας», ενός συλλόγου προβληματισμού και συζητήσεων περί την στρατιωτική τέχνη και επιστήμη, όπου μάλιστα 12
παρουσίασε ένα αδημοσίευτο πρωτόλειο χειρόγραφό του, γνωστό σήμερα ως «Στρατηγική του 1804» Το 1804, ο Κλάουζεβιτς απεφοίτησε από το ίδρυμα πρώτος στην τάξη του, με άριστη βαθμολογία, και διορίστηκε ως στρατιωτικός υπασπιστής του νεαρού Πρώσσου διαδόχου του θρόνου, Αυγούστου. Μ’ αυτήν την εκλεκτή τοποθέτηση, εισήλθε στον ολιγομελή κόσμο της βασιλικής αυλής του Βερολίνου, με την επαναλαμβανόμενη σειρά των χοροεσπερίδων, των συμποσίων και των πλουσιοπάροχων επίσημων τελετών. Αυτή η περίοδος ήταν μια φάση ανέλιξης αλλά και δυσχέρειας για τον Κλάουζεβιτς. Τότε ακόμη ήταν ένας χαμηλόβαθμος Αξιωματικός με αντίστοιχες αποδοχές πενιχρής μισθολογικής κλίμακας. Πολλοί από τους συναδέλφους του Αξιωματικούς προέρχονταν από οικογένειες ευγενούς καταγωγής, όπως και αυτός, αλλά ανήκαν στην ανώτερη στιβάδα της πλούσιας αριστοκρατίας και απολάμβαναν υψηλά ανεξάρτητα οικογενειακά εισοδήματα. Παρά ταύτα, ο Κλάουζεβιτς γνωρίστηκε και εξοικειώθηκε με πολλά διάσημα πολιτικά και πολιτιστικά πρόσωπα, σημαντικές μορφές της περιόδου αυτής, ενώ συνάντησε επίσης και την μελλοντική σύζυγό του, σε μία δεξίωση στο Βερολίνο στα τέλη του έτους. Η Κόμισσα Μαρία φον Μπρούλ προέρχονταν από μια παλαιά, διαπρεπή σαξωνική γραμμή αριστοκρατών. Χρειάστηκαν αρκετά έτη μνηστείας στο νεαρό ζευγάρι και η φανατική αφοσίωση της Μαρίας, προτού εν τέλει η οικογένειά της χορηγήσει την οριστική έγκριση για το γάμο της με τον Κλάουζεβιτς. Στα 1805 ανάγεται και η πρώτη του ανώνυμη δημοσίευση, στο περιοδικό «Νέα Μπελλόνα – Συμβολές στην πολεμική τέχνη και στην πολεμική ιστορία», όπου επέκρινε με σφοδρότητα σ’ ένα άρθρο του (με τίτλο «Σχόλια περί της καθαρής και εφαρμοσμένης στρατηγικής του κυρίου φον Μπύλωφ, ή κριτική για τις γνώμες που εμπεριέχει») τον Βαρόνο Ντήτριχ Άνταμ Χάϊνριχ φον Μπύλωφ, (απόστρατο Αξιωματικό, εκκεντρικό αριστοκράτη και στρατιωτικό συγγραφέα έργων στρατηγικής, που ανήγαγε σε λογαριθμικά πρότυπα την επιτυχή δράση των μεγάλων στρατηγών της γαλλικής επανάστασης και επέκρινε τον Μεγάλο Φρειδερίκο για σχολαστικισμό). Στην Γαλλία, ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλαβε την εξουσία δια της βίας, εκμεταλλευόμενος το πολιτικό και οικονομικό χάος των μετεπαναστατικών ετών. Αυτοχρίσθηκε Αυτοκράτορας (1804) και εξαπέλυσε έναν σφοδρό, ταχύ και νικηφόρο πόλεμο, ο οποίος προσέθεσε νέες εκτάσεις στην Γαλ13
λία, παρά την αντίθεση ενός ευρέος συνασπισμού βρετανικών, αυστριακών, ρωσικών, και σουηδικών δυνάμεων. Η Πρωσσία προσεχώρησε στον αντιγαλλικό συνασπισμό το 1806, αλλά υπέστη καταστρεπτικές απώλειες στις «δίδυμες μάχες» της Ιένας και του Άουερστατ, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στην Πρωσσία, συντρίβοντας τον πρωσσο-σαξωνικό στρατό υπό τον Κάρολο Γουλιέλμο Φερδινάνδο, Δούκα του Μπραουνσβάϊκ. Αυτό το γεγονός οριοθέτησε μια κρίσιμη εξελικτική καμπή για τον Κλάουζεβιτς, αλλά και για την Πρωσσία. Ο Κλάουζεβιτς (σε ηλικία είκοσι έξι ετών) και ο Πρίγκηπας Αύγουστος συνελήφθησαν εγγύς του Πρεντσλάου, στις 14 Οκτωβρίου του 1806, και κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου των Γάλλων επί εννέα μήνες, όπως και άλλοι 25.000 νικημένοι Πρώσσοι. Η αιχμαλωσία του Κλάουζεβιτς δεν είχε τιμωρητικό ή σωφρονιστικό χαρακτήρα. Εκείνη την εποχή οι Αξιωματικοί που εκρατούντο υπό επιτήρηση ως αιχμάλωτοι πολέμου από μια ξένη δύναμη, είχαν συνήθως την άδεια να περιφέρονται ελεύθερα. Έπρεπε μόνο να παραδώσουν τα διακριτικά και τα όπλα τους και να ορκιστούν ότι δεν θα έπαιρναν τα όπλα ενάντια στον στρατό που τους έθεσε υπό κράτηση. Έτσι ο Κλάουζεβιτς διήλθε ένα μέρος του 1806 στο Βερολίνο και στο Νωυρούπιν και έπειτα εστάλη με τον Πρίγκηπα Αύγουστο στο Σουασόν της Γαλλίας, όπου πέρασε ένα μέρος του 1807. Τότε ξεκίνησε να συγγράφει διάφορα άρθρα για τις στρατιωτικές καταστροφές του προηγούμενου έτους, με σπουδαιότερο το «Ιστορικά σημειώματα περί τα μείζονα πολεμικά συμβάντα τον Οκτώβριο του 1806», όπου περιγράφει της αιτίες κατάρρευσης του πρωσσικού στρατού. Το 1807 συντελέσθηκε μια μείζων πολιτική συνθηκολόγηση, όταν ο Πρώσσος Βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος υπέγραψε συμφωνία με τον Ναπολέοντα, την γνωστή «Συνθήκη του Τιλσίτ» (7-9 Ιουλίου). Η συνθήκη αυτή παρέδωσε σχεδόν το μισό πρωσσικό έδαφος στους Γάλλους, που χορηγήθηκε στο υπό πολωνική διαχείριση και γαλλική εξουσία «Δουκάτο της Βαρσοβίας». Αυτό θεωρήθηκε (εύλογα) από μεγάλο μέρος του πρωσσικού λαού ως μια ταπεινωτική και εξευτελιστική ήττα, ενώ πάμπολλοι Αξιωματικοί εξοργίσθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του Κλάουζεβιτς. Όμως η συνθήκη σήμανε επίσης ότι, αυτός και ο Πρίγκηπας απαλλάχτηκαν από την επίσημη κράτηση. Ο Κλάουζεβιτς επέστρεψε στο Βερολίνο για να βοηθήσει τον φίλο και τέως Διοικητή του Σάρνχορστ, ο οποίος είχε πρόσφατα τοποθετηθεί 14
οποίος είχε πρόσφατα τοποθετηθεί επικεφαλής της «Επιτροπής Στρατιωτικής Αναδιοργάνωσης» στο νεοδημιουργηθέν «Υπουργείο Πολέμου» και εργαζόταν σκληρά για να αναδιοργανώσει και να μεταρρυθμίσει τον ηττημένο στρατό. Εκεί ο Κλάουζεβιτς συνδέθηκε με τον στενό κύκλο του δασκάλου του, τους διάσημους «μεταρρυθμιστές» (Αύγουστος Γουλιέλμος Αντώνιος Κόμης φον Νάϊντχαρτ Γκναϊζενάου, Χέρμαν φον Μπόγιεν, Καρλ φον Γκρόλμαν), οι οποίοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν ολοκαίνουργιο πρωσσικό στρατό, στηριγμένο σε νέες ισχυρές διανοητικές, ηθικές και υλικές βάσεις. Κατά την διάρκεια αυτού του χρόνου ο Κλάουζεβιτς συνδέθηκε φιλικά με τον Γκναϊζενάου, (υπό τον οποίο είχε υπηρετήσει κατά την διάρκεια των ναπολεοντείων πολέμων), που τον τίμησε με την αληθινή και διαρκή φιλία του. Αργότερα, ο Γκναϊζενάου, θα γράψει χαρακτηριστικά στον Κλάουζεβιτς για εκείνη την περίοδο : «Εσείς είσαστε ο Ιωάννης του Σάρνχορστ, εγώ ήμουν μόνον ο Πέτρος του». Το 1810, ο Κλάουζεβιτς προήχθη στον βαθμό του Ταγματάρχου, τοποθετήθηκε ως Διευθυντής του γραφείου του Σάρνχορστ και άρχισε να διδάσκει στην «Γενική Σχολή Πολέμου» του Βερολίνου, (το πρόσφατα ανασυγκροτημένο και αναβαθμισμένο ανώτερο στρατιωτικό σχολείο), ενώ παραλλήλως ορίσθηκε εκπαιδευτής των Πρώσσων Πριγκήπων, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα Γερμανός Αυτοκράτωρ Γουλιέλμος ο Α’. Ο μεγαλύτερος πλέον μισθός του και η καλή επαγγελματική φήμη του συνδυάστηκαν και κέρδισε τελικά την έγκριση της οικογένειας φον Μπρούλ. Αυτός και η πιστή του Μαρία φον Μπρούλ παντρεύτηκαν στην εκκλησία της Παρθένου, στο Βερολίνο, στις 17 Δεκεμβρίου του 1810. Στο μεταξύ η ένταση μεταξύ της ταπεινωμένης Πρωσσίας και της νικηφόρας και αλαζονικής ναπολεόντειας Γαλλίας έγινε ανυπόφορα έντονη. Τον Φεβρουάριο του 1812, ο Βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο Γ’, ενέκρινε ένα αίτημα του Ναπολέοντα να αποστείλει έναν πρωσσικό εκστρατευτικό σώμα 20.000 ανδρών, για να ενωθεί με τους Γάλλους εισβάλλοντας στην Ρωσία. Ο Κλάουζεβιτς έγραψε τότε μιαν αυστηρή καταγγελία αυτής της αστόχαστης και εν τέλει προδοτικής πράξης του Βασιλιά, που έμεινε αδημοσίευτη επί αρκετά έτη. Κατόπιν παραιτήθηκε από τον στρατό, (όπως πολλοί άλλοι, κυρίως υψηλόβαθμοι, Αξιωματικοί), και προσεχώρησε στην ρωσική πλευ15
ρά, αφήνοντας την πνευματική του παρακαταθήκη στον δεκαεξάχρονο διάδοχο του θρόνου, Πρίγκηπα Φρειδερίκο Γουλιέλμο (τον οποίο ο Κλάουζεβιτς υπηρέτησε ως στρατιωτικός του προγυμναστής και δάσκαλος). Το κείμενο αυτό, δοκίμιο και συνάμα μνημόνιο, με πλήρη τίτλο «Οι σημαντικότατες αρχές της διεξαγωγής του πολέμου για την συμπλήρωση του μαθήματός μου για την Αυτού Βασιλική Υψηλότητα τον Διάδοχο του Θρόνου», αφέθηκε ως χειρόγραφη παρακαταθήκη του Κλάουζεβιτς πριν από την εκούσια παραίτησή του από τον πρωσσικό στρατό και την αναχώρησή του για την Ρωσία. Περιέχει σε πρωτόλεια μορφή, πολλές από τις θεωρίες του και την γενική άποψή του για την τακτική, υπήρξε δε εν μέρει το σπερματικό μόρφωμα, ο «πρόδρομος» της κατοπινής πραγματείας του «Περί του πολέμου». Συνήθως αναφέρεται με τον συντετμημένο τίτλο «Αρχές του πολέμου» και αντιπροσωπεύει την έως τότε θεωρητική εξέλιξη του Κλάουζεβιτς, μεταπλασμένη σε ευπρόσληπτη για τον νεαρό Διάδοχο - ì αθητή του μορφή. Ατυχώς, αρκετοί εξέλαβαν (και εκλαμβάνουν) το κείμενο ως μια σύνοψη της ώριμης κλαουζεβιτσιανής θεωρίας, σχετικά με την φύση και διεξαγωγή του πολέμου, πράγμα το οποίο επ’ ουδενί λόγω ισχύει, οπότε μέσω της ανακριβούς και ελλειμματικής αυτής προσέγγισης, αυτοπαροτρύνονται σε άτοπα διανοητικά άλματα, εσφαλμένων παραδοχών και πεποιθήσεων. Αντίθετα, οι «Αρχές του πολέμου» είναι μάλλον ένας εισαγωγικός προάγγελος και κατά κάποιο τρόπο «προπομπός» του κατοπινού μείζονος έργου του Κλάουζεβιτς. Κάποιες από τις έννοιες και συλλήψεις οι οποίες αναπτύσσονται στο «Περί του πολέμου», παρουσιάζονται στις «Αρχές του πολέμου», αρκετά καλά μορφοποιημένες (όπως η περιβόητη «τριβή»), ενώ άλλες διαγράφονται εμβρυακά και ορισμένες ελλείπουν τελείως. Ειδικότερα «Οι αρχές του πολέμου», σε μεγάλη αντίθεση με τα επόμενα έργα του, δεν είναι ένα κείμενο αξιοσημείωτα πολύπλοκο σε ιστορικούς όρους ή έμφορτο με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, όπως η πλειονότητα των κειμένων του Κλάουζεβιτς. Βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εμπειρία των εκστρατειών του Μεγάλου Φρειδερίκου και των πολέμων της Πρωσσίας με την επαναστατική Γαλλία και τον Ναπολέοντα προ του 1812.
16
Το συγκεκριμένο έργο, σπάνια προξένησε ενθουσιασμό μεταξύ των προσανατολισμένων (στην πυκνή και δυσχερή θεωρία) μελετητών του Κλάουζεβιτς, καθώς δεν αντανακλά αρκετές από τις σημαντικότατες οψιμότερες και βαθύτερες διορατικές διαπιστώσεις του συγγραφέα. Όμως, οι «Αρχές του Πολέμου» δεν παύουν να είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον καθεαυτό δοκίμιο, ως ένα τεκμαρτό στοιχείο της προσωπικής πνευματικής συγκρότησης και ανέλιξης του Κλάουζεβιτς, ως ένα συμπύκνωμα εμπειρικών κατευθύνσεων τακτικής, αλλά και ως μια μαρτυρία περί των πολέμων της ναπολεοντείου περιόδου, από τον πλέον οξυδερκή της παρατηρητή. Τέλος οι «Αρχές του Πολέμου» αποτελούν μια στοιχειώδη περιληπτική νύξη για το πραγματικό δρώμενο του πολέμου, όπως ο συγγραφέας τον βίωσε στην εποχή του. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί εμφατικά ότι, οι διάφορες απόψεις τις οποίες εκφράζει ο Κλάουζεβιτς στο εν λόγω δοκίμιο, επ’ ουδενί δεν είναι εκείνες του Ναπολέοντα, «αρχιερέας» του οποίου χαρακτηρίστηκε με ειρωνεία και κακεντρέχεια πάμπολλες φορές ο Πρώσσος στοχαστής. Οι απόψεις που απηχούνται στις ακόλουθες γραμμές του Κλάουζεβιτς, προέρχονται, κατά το μάλλον, από τον σοφό και αγαπητό σύμβουλο και φίλο του, Στρατηγό Γκέρχαρντ φον Σάρνχορστ, τον πιο ακλόνητο και ικανότερο ίσως αντίπαλο του μεγάλου Κορσικανού. Κατά την παραμονή του στην Ρωσία, ο Κλάουζεβιτς συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές μάχες ως Επιτελάρχης ενός ρωσικού Σώματος Στρατού. Ο γαλλικός στρατός κατόρθωσε να φθάσει στην Μόσχα, αλλά αποδεκατίστηκε από τον μακρό και δυσβάστακτα σκληρό ρωσικό χειμώνα. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1812, παρουσιάστηκε μια κρίσιμη καμπή όταν οι Γάλλοι έφθασαν υποχωρώντας στον ποταμό Μπερεζίνα, στην Λευκορωσία, όπου συνετρίβησαν, υφιστάμενοι τεράστιες απώλειες, από τις ρωσικές δυνάμεις, υπό τον Στρατάρχη Πρίγκηπα Μιχαήλ Ιλαριόνοβιτς Κουτούζωφ. Στις τελευταίες ημέρες του ημερολογιακού έτους, ο Κλάουζεβιτς αναμείχθηκε στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην Συνθήκη του Ταουρόγκεν. Αυτή η συνθήκη άλλαξε αποφασιστικά την πορεία του πολέμου. Ολόκληρος ο πρωσσικός στρατός ενώθηκε με τους Ρώσους για να αντιμετωπίσει τους Γάλλους και κέρδισε μια σπουδαία νίκη στη Λειψία τον Οκτώβριο του 1813. Το Παρίσι κατελήφθη πέντε μήνες αργό17
τερα και ο Ναπολέων εξορίσθηκε στο μεσογειακό νησί της Έλβας. Μετά από το Ταουρόγκεν, τον Απρίλιο του 1814, ο Κλάουζεβιτς επανήλθε στον πρωσσικό στρατό ως Συνταγματάρχης. Εντούτοις, ο Βασιλιάς τον αντιπαθούσε ακόμη βαθύτατα για την σφοδρή κριτική που του είχε εξασκήσει και επειδή ακολούθησε τους άλλους «Λιποτάκτες» στην Ρωσία, για τούτο και δεν τοποθετήθηκε σε καμία διοικητική θέση. Στο ξεκίνημα του 1815, ο Ναπολέων δραπέτευσε από την Έλβα και για άλλη μια φορά συνέλεξε μια δύναμη με την οποία ανεκατέλαβε το Παρίσι και αγωνίσθηκε ενάντια στις συνασπισμένες δυνάμεις των Πρώσσων, Αυστριακών, Βρετανών και Ρώσων. Ο Κλάουζεβιτς συμμετείχε στις μάχες του Λινύ και της Βαβρ κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Βατερλώ το 1815, ως Επιτελάρχης ενός πρωσσικού Σώματος Στρατού, που διοικούσε ο Γιόχαν φον Τίλμαν. Οι Πρώσσοι συνετρίβησαν στο Λινύ (νότια του όρους Σαιν Ζαν και του χωριού Βατερλώ), από έναν στρατό οδηγημένο προσωπικά από τον Ναπολέοντα. Τα γαλλικά στρατεύματα προξένησαν στους αντιπάλους τους τρομακτικές απώλειες, αλλά η ακόλουθη αποτυχία του μεγάλου Κορσικανού να καταστρέψει ολοσχερώς τις πρωσσικές δυνάμεις οδήγησε στην ήττα του λίγες ημέρες αργότερα, στην τελική μάχη του Βατερλώ, όταν αργά το απόγευμα έφθασαν στο πεδίο της μάχης οι πρωσσικές δυνάμεις υπό τον υπέργηρο και αδάμαστο Στρατάρχη Γκέμπχαρτ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ και επέπεσαν στο δεξιό πλευρό των Γάλλων, ενώ οι αγγλο-ολλανδικές δυνάμεις τους έπλητταν κατά μέτωπο. Τον Οκτώβριο του 1815, ο Κλάουζεβιτς διορίστηκε Επιτελάρχης στην Στρατιά του Ρήνου, την οποία διοικούσε ο Γκναϊζενάου. Ο Κλάουζεβιτς και η σύζυγός του έζησαν στο Κόμπλεντς (που τότε ανήκε στην Γερμανία) επί μία τριετία. Το 1818, ο Κλάουζεβιτς, 38 ετών προήχθη στον Βαθμό του Στρατηγού (γινόμενος ο νεότερος έως τότε Στρατηγός του πρωσσικού στρατού) και τοποθετήθηκε διοικητικός διευθυντής της Σχολής Πολέμου. Για την θέση αυτή τον πρότεινε ο επιστήθιος φίλος του Γκναϊζενάου. Η θέση ήταν μάλλον ανιαρή γι’ αυτόν, καθώς λόγω της συνεχιζόμενης εμπαθούς δυσμένειας του βασιλιά σε βάρος του Κλάουζεβιτς και εξ αιτίας μιας μεταπολεμικής διάθεσης 18
πολιτικού και διανοητικού συντηρητισμού, δεν του επετράπη να διδάξει αυτοπροσώπως (!) και δεν μπόρεσε να εφαρμόσει οποιεσδήποτε από τις καινοτόμες ιδέες του στην Σχολή Πολέμου. Έτσι ο Κλάουζεβιτς σε ολόκληρη την δεκαετία του 1820 επεδίωξε και επέτυχε μιαν εν πολλοίς αφανή παρουσία, με αποτέλεσμα να σχολιάζεται ως «μονόχνωτος». Υπήρξαν επιπλέον φήμες ότι ήταν βαρύς πότης, λόγω της διαρκούς ροδοκόκκινης χροιάς του. Αυτή όμως προκλήθηκε από την δερματολογική βλάβη που υπέστη κατά την διάρκεια του ρωσικού χειμώνα του 1812, όταν αρκετές φορές βρέθηκε επί πολύ σε πεδία μαχών με θερμοκρασίες σαράντα βαθμών υπό το μηδέν. Ο στρατιώτης - στοχαστής αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1820 στην συγγραφή. Το 1823 και 1824 συνέγραψε το έργο του με τίτλο «Παρατηρήσεις περί της Πρωσσίας στην μεγάλη καταστροφή της», βασισμένο στις σημειώσεις του από το 1806. Οι κριτικές του για το πώς είχαν ηττηθεί τα πρωσσικά Συντάγματα στην Ιένα και στο Άουερστατ θεωρήθηκαν τόσον εμπρηστικές, ώστε το έργο του αυτό δεν θα δημοσιευόταν πάλι στην Γερμανία επί επτά δεκαετίες. Παρά ταύτα το 1827, αυτός και ο αδελφός του Γουλιέλμος απέκτησαν επισήμως με βασιλικό διάταγμα και μετά μια λαμπρή τελετή στα ανάκτορα, την επισφράγιση του κληρονομικού τίτλου ευγενείας που διέθετε η οικογένειά τους. Το 1830, μόλις μετατέθηκε στο Μπρεσλάου, ως Αρχιεπιθεωρητής του Πυροβολικού, ξέσπασαν εντάσεις στα σύνορα της Πρωσσίας με την Πολωνία. Σημειώνεται ότι ο Κλάουζεβιτς πάντοτε εξέφραζε με σκληρές λέξεις την υποτίμησή του για τους Πολωνούς, τους οποίους θεωρούσε ανίκανους για αυτοδιακυβέρνηση. Τοποθετήθηκε ως Επιτελάρχης του Στρατάρχου Γκναϊζενάου, Διοικητή της Στρατιάς Ανατολικής Πρωσσίας και ανεχώρησε από το Μπρεσλάου για να λειτουργήσει ως Επιθεωρητής του στρατεύματος κοντά στα σύνορα. Προτού να αναχωρήσει, σφράγισε όλα τα χειρόγραφά του, συμπεριλαμβανομένου και αυτού από το οποίο θα προέκυπτε αργότερα το «Περί του πολέμου». Ο πόλεμος τελικά αποτράπηκε, αλλά μια επιδημία χολέρας που ξεκίνησε από την Ρωσία, έπληξε την περιοχή στο δεύτερο μισό του 1831, και εξόντωσε τον Γκναϊζενάου στο Πόζεν (νυν Πόζναν της Πολωνίας) τον Αύγουστο. Ο Κλάουζεβιτς ανέλαβε για λίγο την διοίκηση των πρωσσικών στρατευμάτων στην θέση του, κατόπιν απομονώθηκε σε καραντίνα επί 19
μικρό διάστημα, αλλά έπειτα του επιτράπηκε να επιστρέψει στο Μπρεσλάου. Δέκα ημέρες αργότερα, στις 16 Νοεμβρίου 1831, πέθανε από χολέρα. Η σύζυγός του επιμελήθηκε τα χειρόγραφά του και τα δημοσίευσε το 1832.
20
ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ Τα στρατιωτικά συγγράμματα του Κλάουζεβιτς, με κορυφαίο το περίφημο βιβλίο του «Περί του Πολέμου», κατέχουν μιαν ολότελα ξεχωριστή θέση στην ιστορία της στρατιωτικής σκέψης. Ο Κλάουζεβιτς αποκαλείται με σεβασμό από κριτές και απολογητές «Κλασικός», αν και απ’ ότι φαίνεται οι περισσότεροι μάλλον παραπέμπουν στο έργο του με αφορισμούς, εξορκισμούς ή ευχολόγια, παρά εν τέλει το μελετούν πραγματικά. Παρ' ότι το ευρύτατο έργο του μεγαλοφυούς Πρώσσου, περιλαμβάνει αρκετά μεγάλα τμήματα (κυρίως εκείνα που εξετάζουν την τακτική ή ευρύτερα το τακτικό επίπεδο του πολέμου), των οποίων ή αξία έχει τροποποιηθεί ή και απομειωθεί με την πάροδο του χρόνου, αποτελεί εντούτοις την πρώτη εκτενή και βαθεία σπουδή του πολέμου, η οποία πραγματικά εξετάζει τόσο τα πολεμικά δρώμενα και φαινόμενα, όσο και τα θεμέλια του θέματος, αλλά συνάμα είναι ή πρώτη που προσφέρει ένα απαρτιωμένο πρότυπο υπόδειγμα λογικής σκέψης, εφαρμόσιμο σ’ όλα τα στάδια της στρατιωτικής ιστορίας και της στρατιωτικής τέχνης και επιστήμης γενικότερα. Το διανοητικό αυτό κατόρθωμα του Κλάουζεβιτς δεν μπορεί βέβαια να εκτιμηθεί εύκολα από τον οποιοδήποτε, και δη από ανθρώπους που αγνοούν το έργο του ή διαθέτουν μια επιδερμική ή και μεριστική του αντίληψη. Το κυριότερο κείμενο του Κλάουζεβιτς «Περί του Πολέμου», είναι ουσιαστικά ημιτελές, καθώς ό πρόωρος θάνατος του συγγραφέα, το 1831, τον εμπόδισε να ολοκληρώσει μία πλήρη αναθεώρησή του, οπότε κάποιες ασάφειες και ανακολουθίες παραμένουν. Συνακόλουθα, οι ποικίλες δυσχέρειες της ανάλυσης και της ερμηνείας του είναι σημαντικές, εν μέρει εξ αιτίας μιας φιλοσοφικής ορολογίας, η οποία σε κάποιους σύγχρονους ακραία χρησιμοθήρες, είτε θετικιστές μελετητές, δείχνει σχεδόν «μεταφυσική». Πιθανώς η σκληρότερη περιληπτική κριτική στον μεγάλο συγγραφέα έγινε από τον Ελβετό σύγχρονο και αντίζηλό του Ζομινί *, ο οποίος απεκάλεσε την γραφίδα του Κλάουζεβιτς «υπερβολική και αλαζονική». Αξίζει όμως να επισκοπήσουμε απανθισματικά και εν τάχει την υποδοχή, αποδοχή και αντανάκλαση του έργου του στις διάφορες χώρες και περιόδους.
21
Αν και η γαλλική στρατιωτική θεωρία του τέλους του 19ου αιώνα απορρόφησε σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση τα διδάγματα του Κλάουζεβιτς, ζυμώθηκε και ωρίμασε με αυτά, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει πραγματικά τα εθνικά και ιστορικά της συμπλέγματα. Χαρακτηριστικότατα κάποιος Γάλλος συγγραφέας, στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ορμώμενος βέβαια εκτός από τα πολιτιστικά εθνικά του χαρακτηριστικά και από τους - πρωτογενείς τότε- γερμανοφοβικούς ή και μισογερμανικούς συναισθηματικούς περιορισμούς, (προκατειλημμένα και ρεβανσιστικά κατάλοιπα της ατίμωσης του 1871), αποκαλεί τον Πρώσο ιθύνοντα : «…ο πιό Γερμανός των Γερμανών» και καταγγέλλει «...κάθε στιγμή στην θέση του αισθάνεσαι να είσαι μέσα στη μεταφυσική ομίχλη» Ποιά ήταν όμως πραγματικά η αποδοχή του Κλάουζεβιτς στην Γαλλία τον 19ο αιώνα; Ακριβώς ανάλογη όπως σε πολλές άλλες χώρες. Στο ξεκίνημα, ήταν πολύ αργή, μάλλον ήρεμη και συναισθηματικά απαθής. Το 1846, πρώτος ο κόμης Λουδοβίκος Σαφράνιετς ντε Μπυστρονόφκι, ένας γερμανοì αθής Πολωνός Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, προέβη σε μία μικρή σύνοψη του κυρίως βιβλίου του Κλάουζεβιτς1, κατά διαταγή του Δούκα της Ορλεάνης, γιού του Βασιλιά Λουδοβίκου – Φιλίππου. Μετά από αυτήν την ατελή προσπάθεια, το 1849, έγινε μια πρώτη πλήρης μετάφραση του «Περί του πολέμου» από έναν Βέλγο Αξιωματικό, τον Ταγματάρχη Ουβέρτο Νώυενς2. Εν τούτοις, ο Νώυενς απέδωσε μια μετάφραση «που τουλάχιστον δεν είναι ατιμωτική», όπως έγραψε πολύ αργότερα η κατοπινή, σύγχρονή μας, πολυτάλαντη μεταφράστρια, η διάσημη σουρεαλίστρια και μαχητική τροτσκίστρια, Ντενίζ Λεβύ–Καν Ναβίλ3, (η οποία επέκρινε σφοδρότατα τους προηγουμένους της μεταφραστές, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο με τους υστερότερους μεταφραστές του ιδίου έργου). Αλλά προφανώς, όσον αφορά στον Νώυενς, η μετάφρασή του είχε ολοκληρωθεί αρκετά γρήγορα, ενώ πράγματι δεν είχε συλλάβει όλο το εύρος του κλαουζεβιτσιανού συστήματος. Κατόπιν, το 1853, εγράφη ένας εκτενέστερος αλλά και επιπόλαιος συνοπτικός σχολιασμός4, από έναν πολυγραφότατο συγγραφέα της «Δεύτερης Αυτοκρατορίας», τον Ταγματάρχη του Μηχανικού Εδουάρδο ντε λα Μπαρ – Ντυπάρκ, καθηγητή της Στρατιωτικής Τέχνης στην «Ανωτέρα Σχολή Πολέμου» του Σαιν–Συρ, ο οποίος διαβάστηκε αρκετά από τους Γάλλους Αξιωματικούς. 22
Όμως, η ιδέα που εκφράζει ακόμη πιο καλά την υπερφίαλη γαλλική στρατιωτική σκέψη στο τέλος του 19ου αιώνα, εκφράστηκε απερίφραστα από τον Διοικητή της «Ανωτέρας Σχολής Πολέμου» Αύγουστο - Αντώνιο Γκρουάρ, ένα από τα μεγάλα ονόματα της γαλλικής στρατιωτικής θεωρίας : «…. ένας στρατός που έχει στην διάθεσή του τον Ναπολέοντα, τον Ζομινί, τον Γκουβιόν–Σαιν–Συρ και τελικά τον Αρχιδούκα Κάρολο και τον Στρατάρχη Μαρμόν, δεν έχει την ανάγκη ενός Πρώσσου στρατηγού για να σφυρηλατήσει την θεωρία του πολέμου του». Μόνον μετέπειτα, ύστερα από το καταστροφικό 1870 ο πολυγραφότατος5 Γκρουάρ προθυμοποιήθηκε να αντιγράψει το ….εξορκισμένο πρωσσικό πρότυπο. Είναι αυτό το ψυχοδιανοητικό φαινόμενο, που ένας ιστορικός των ιδεών έχει αποκαλέσει «η γερμανική κρίση της γαλλικής σκέψης», η υπερβάλλουσα προθυμία για την μελέτη του Κλάουζεβιτς μετά το έτος 1880. Από το 1880 έως το 1905, υπάρχει μια πραγματική κλαουζεβιτσιανή μόδα, που αγγίζει κατ’ αρχήν την Γαλλία. Αυτός που ξαναμεταφράζει το «Περί του πολέμου», (με άλλον… άσχημο τρόπο), είναι ο Αντισυνταγματάρχης Βατρύ6. Εκτός αυτού, μεταφράζει επίσης την πλειοψηφία των μελετών του Κλάουζεβιτς για τις διάφορες κρίσιμες εκστρατείες, επειδή ο Κλάουζεβιτς έχει γράψει αρκετά μεγάλο αριθμό τέτοιων μελετών. Έτσι ο Κλάουζεβιτς διαβάζεται πολύ, αλλά …..σχολιάζεται περισσότερο.Το…«περιττό» έργο του τέως «αλαζονικού Πρώσσου», μεταμορφώνεται σε αντικείμενο σχεδόν υποχρεωτικής μελέτης στην γαλλική «Ανωτέρα Σχολή Πολέμου». Όλες οι διαλέξεις που έγιναν για το έργο του Κλάουζεβιτς στην «Ανωτέρα Σχολή Πολέμου» πριν το 1914, υπήρξαν τμηματικές και μεροληπτικές. Όταν διάβαζαν τον εχθρό για να νικήσουν τον εχθρό, βίωναν ένα οξύμωρο, επειδή Κλάουζεβιτς σημαίνει αντανακλαστικά Γερμανία και μάλιστα Πρώσσος, δλδ. ο πυρήνας του κακού, και εκείνοι ήταν Γάλλοι πριν το 1914, δηλαδή σε μια περίοδο που η στρατιωτική σκέψη ρυθμιζόταν κυριολεκτικά από την ανάμνηση του 1870 και από την ιδέα της εκδίκησης. Τον Κλάουζεβιτς, σήμερα, εκτός από τον χώρο της στρατιωτικής επιστήμης όπου αποτελεί αναγκαιότητα, τον διαβάζουμε επίσης υπό το φώς των κοινωνικών επιστημών, για να βρούμε μιαν απαρτιωμένη επιστημολογία, μιαν ερμηνευτική ικανή να υιοθετήσει όρους στην μέθοδο και με την ορθοτόμο 23
καταλυτική διήθηση της ιστορικής πραγματικότητας. Οι Γάλλοι αξιωματικοί μεταξύ 1880 -1900 τον διάβαζαν για να βρουν το εισιτήριο για την επιτυχία στον ερχόμενο πόλεμο, επειδή η στρατηγική εκείνη την εποχή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, δεν ήταν μια χαριστική και υψιπετής ειδική γνώση, ήταν μια γνώση που έπρεπε να δώσει την πολυπόθητη νίκη. Η φράση «Μελετούν για να νικήσουν», ήταν η επιταγή του Φερδινάνδου Φός και το ρητό της «Ανωτέρας Σχολής Πολέμου». Ο Κλάουζεβιτς διαβάστηκε εκεί, αποκλειστικά και μόνον μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Αυτή η προσέγγιση είναι ακρωτηριαστική για την ουσιώδη κατανόηση του μεγάλου ιθύνοντα. Κάθε στοιχείο που συνιστά την πολυπλοκότητα της κλαουζεβιτσιανής σκέψης, και κυρίως αυτήν την στενή εγγενή σχέση ανάμεσα στην πολιτική και τον πόλεμο, εξαλείφθηκε ώστε να μην προβληθεί στους Γάλλους μελετητές παρά ένας Κλάουζεβιτς - κήρυκας του μεγάλου ελιγμού, ο οποίος πρέπει να καταλήξει στην αποφασιστική νίκη. Είχε μάλιστα αλλοιωθεί το ίδιο το κείμενο του Κλάουζεβιτς : μια κομβική φράση του είχε τροποποιηθεί, με σκοπό να εξαφανιστεί η δεδηλωμένη από τον συγγραφέα προτεραιότητα της πολιτικής κυβέρνησης απέναντι του επικεφαλής στρατιωτικού Διοικητή. Εξ άλλου, στην ίδια την πατρίδα του, στον ευρύτερο χώρο των επαγγελματιών στρατιωτικών, το έργο του Κλάουζεβιτς κατ’ αρχήν κέρδισε ελάχιστη προσοχή. Μόνον ο Αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, ο Χέλμουτ φον Μόλτκε (ο «Πρεσβύτερος») συνέτεινε στην ευρεία αναγνώριση του βιβλίου του «Περί του πολέμου», το οποίο θεωρούσε ως «ευαγγέλιο», αλλά και του λοιπού έργου του. Ο Μόλτκε όμως απομείωσε εν πολλοίς τις θεωρίες του Κλάουζεβιτς, προσαρμόζοντάς τις στην δική του στρατηγική εκτίμηση, κατά την οποία η πολιτική καθορίζει «μόνον την αρχή του πολέμου». Κατά την διάρκεια του πολέμου, σύμφωνα με τον Μόλτκε, η πολιτική πρέπει να υπαχθεί στους στρατιωτικούς. Αυτή η πτυχή έγινε παράδοση στο γερμανικό Γενικό Επιτελείο, ιδίως από την δύση του Μπίσμαρκ (1890) και έπειτα, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, έτσι ώστε η πολιτική κατά την κρίση του Ιουλίου του 1914 καθορίστηκε από το Γενικό Επιτελείο και όχι από την κυβέρνηση. Στην Ράιχσβερ της πρώτης μεσοπολεμικής περιόδου, υπό τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατηγό φον Μπέκ, κάποιοι όχι μόνον απλώς ξανασκέφτηκαν γύρω από την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής εξουσίας επί της στρατιωτικής 24
ηγεσίας, αλλά όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933 ως πολιτικός αρχηγός και από το 1934 επίσης και ως στρατιωτικός αρχηγός του κράτους, οι πολιτικοί στόχοι προφανώς αντιμετωπίσθηκαν πάλι ως τα κυρίαρχα και πρωταρχικά δεδομένα, ως οι απόλυτες ρυθμιστικές οδηγίες για τις παραμέτρους του στρατιωτικού αντικειμενικού σκοπού. Σ’ αυτήν την περίοδο εντούτοις «πολιτική» σήμαινε βεβαίως τις προσωπικές ρυθμίσεις όλων των πολιτικών σκοπών από τον απόλυτο ηγέτη Χίτλερ, άρα και των συνακόλουθων παραμέτρων του στρατιωτικού αντικειμενικού σκοπού, στοιχείων κατά πολύ απρόσιτων σύμφωνα με την κατά Κλάουζεβιτς κατανόησή τους. Εν προκειμένω, (και όχι σε μια κυβερνητική - πολιτευτική αντίληψη της πολιτικής), έγκειται η ασυμφωνία του Χίτλερ με τον παλαιό συναγωνιστή του (από το πραξικόπημα του 1923) Στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ, ο οποίος είχε δηλώσει ήδη από το 1936, (ένα έτος πριν από το θάνατό του): «…όλες οι θεωρίες του Κλάουζεβιτς πρόκειται να ριχτούν στον σωρό. Επομένως η πολιτική πρέπει να εξυπηρετεί την διεξαγωγή του πολέμου.»7. Και οι δύο απόψεις αντιστοιχούσαν κατ’ ελάχιστο στην κλαουζεβιτσιανή σύλληψη. Ίσως επίσης ο «πραγματικός», ο «απόλυτος» πόλεμος του Κλάουζεβιτς, ποτέ άλλοτε δεν προσεγγίστηκε τόσο έντονα στην πράξη, δεν βιώθηκε, όπως στην περίοδο 1939 1945 και ιδιαίτερα μετά το 1943, στην φάση του «ολοκληρωυικού πολέμου». Έχει λοιπόν αναφερθεί εσφαλμένα πως ο Κλάουζεβιτς συνδέθηκε ιδεολογικά από τους εθνικοσοσιαλιστές με την κοσμοθεώρησή τους, οι οποίοι τον προέβαλαν ως ένα μεγάλο χαρακτηριστικό γερμανικό πρότυπο στρατιώτη και στοχαστή, αλλά και ότι το έργο του γνώρισε εκλεκτικά μεγάλη προβολή στα χρόνια του Γ’ Ράιχ. Στην πραγματικότητα, η χρήση του δεν υπήρξε στρεβλή ούτε προσβλητική για το περιεχόμενο του, εντάχθηκε απλά στα πλαίσια της ευρύτερης προπαγανδιστικής παραγωγής και κατανάλωσης του καθεστώτος. Πράγματι ο εθνικοσοσιαλισμός προέβαλε πολλούς μεγάλους άνδρες της γερμανικής ιστορίας, τους περισσότερους από αυτούς μεγάλα ονόματα του πρωσσικού πανθέου ηρώων και πνευματικών δημιουργών, συναρτώντας τους με την κοσμοθεώρησή του και την αντίληψή του για το γερμανικό πνεύμα, χωρίς τελικά να υπερβάλλει ειδικότερα με τον Κλάουζεβιτς. Το έργο του Κλάουζεβιτς αναδημοσιεύθηκε σε αρκετές επαναλήψεις στο Γ’ Ράιχ, επρόκειτο δε μάλιστα να παραχθεί μετά από κρατική εντολή μια πληρέστατη έκδοση των έργων του, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω του πολέμου. 25
Όμως και η Σοβιετική Ένωση έχει επίσης κάνει ευρεία χρήση του έργου του και μάλιστα περισσότερο απ’ ότι η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Κατά την δεκαετία του 1930, κάθε χρόνο εκδίδονταν αναδημοσιεύσεις του έργου του στα ρωσικά, αλλά παρήχθησαν και αξιόπιστες μεταφράσεις στα ουκρανικά και στα λευκορωσικά. Μάλιστα είχε μεταφραστεί η πλειοψηφία των μελετών του για τις αξιοσημείωτες εκστρατείες ποικίλλων μεγάλων ηγετών. O πολύς Λένιν κατά την διάρκεια της εξορίας του στην Ελβετία παρήγαγε ένα εκτενέστατο σημειωματάριο8 σχετικό με το έργο του Κλάουζεβιτς «Περί του πολέμου», προκειμένου να προετοιμαστεί για την επανάσταση. Οι προτεραιότητες του ενδιαφέροντος του Λένιν για το κλαουζεβιτσιανό έργο αφορούσαν στην σχέση του πολέμου και της πολιτικής, στην επίθεση και στην άμυνα, καθώς επίσης και στο ηθικό. Η σημαντικότερη παράγραφος την οποία και σχολίασε περισσότερο αναφέρεται στο τμήμα εκείνο του «Περί του πολέμου», στο οποίο ο Κλάουζεβιτς εκφράζει ρητά την υπαγωγή του πολέμου στην πολιτική. Ανάλογη μνεία του Κλάουζεβιτς κάνει και ο Τρότσκυ9 στις αναφορές του στον νεογέννητο τότε Ερυθρό Στρατό. Εντούτοις υπό το μετέπειτα σταλινικό καθεστώς η επίδραση του Κλάουζεβιτς στην ανάπτυξη της στρατιωτικής θεωρίας του μαρξισμού λενινισμού αμφισβητήθηκε, καθώς η αποδοχή ενός Γερμανού στοχαστή ως πρωτοπόρου καθοδηγητή, γινόταν ολοένα πιο ασύμβατη με την κλιμακούμενο «εκρωσισμό» της ΕΣΣΔ. Μετασταλινικά, η στρατιωτική σοβιετική σκέψη και γενικότερα εκείνη του ανατολικού συνασπισμού ενέκυψε με πάθος σε βαθεία σπουδή του Πρώσσου Δασκάλου. Σημειωτέον πως μέχρι σήμερα δεν υπάρχει σε καμία χώρα ή γλώσσα, μία πλήρης και συγκεντρωτική έκδοση των έργων του. Βέβαια πρέπει να ομολογηθεί έντιμα, πως πέρα από τις υπάρχουσες ή εκάστοτε χαλκευόμενες ιδεολογικοθεωρητικές συγγένειες και συσχετίσεις ο Κλάουζεβιτς διαθέτει ένα ιδιαίτερα περίπλοκο ύφος, στοιχείο που εξ ορισμού περιορίζει το ενδεχόμενο αναγνωστικό κοινό και μειώνει εύλογα τον συνακόλουθο εκδοτικό ζήλο. Ιδιαίτερα η πεμπτουσία του έργου του, το «Περί του πολέμου», είναι ένα εκτεταμένο βιβλίο, δυσπρόσιτο στον μέσο αναγνώστη, με βαθύ στρατιωτικό και συνάμα φιλοσοφικό αντικείμενο. Μόνο παρά πολύ πρόσφατα έχει διακριθεί σαφώς ανάμεσα στις γραμμές του το έμβρυο ενός λογικού συστήμα26
τος, το οποίον όμως δεν είναι μόνον στρατιωτικό ή φιλοσοφικό. Μήπως δεν χαρακτηρίστηκε ο Κλάουζεβιτς «Μάχντι της μάχης», «σατανική μεγαλοφυΐα της στρατιωτικής σκέψης» και «απόστολος του ολοκληρωτικού πολέμου» από τον σερ Μπάζιλ Λίντελ – Χάρτ, τον Βρετανό στρατιωτικό θεωρητικό και κριτικό. Σε όλη την συγγραφική του σταδιοδρομία, ο Λίντελ – Χάρτ ήταν διαρκώς και εμπαθώς επικριτικός κατά του Κλάουζεβιτς10, απεικονίζοντας τον ως ανηλεή συνήγορο της στρατιωτικής μάζας και της επίθεσης. Μαζί με άλλους επικριτές του, ισχυρίσθηκε επιπλέον με έμφαση πως ή επικράτηση της σκέψης του Κλάουζεβιτς συνέτεινε στην μέχρις αδιαφορίας παραμέληση των διδαγμάτων του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου και οδήγησε σε μία στείρα εμμονοΐδεακή στάση, ή οποία κατέληξε στο αιματηρό αδιέξοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Χαρακτηριστική παραμένει η φράση του Μπάζιλ Λίντελ – Χάρτ (ως Λοχαγού τότε), ενδεικτική της αμφιθυμικής, πικρόχολης και συνάμα ζηλότυπης στάσης του, πως οι στρατηγοί της τότε σύγχρονης εποχής, επί πενήντα χρόνια είχαν «μεθύσει με το αιματοκόκκινο κρασί παραγωγής του Κλάουζεβιτς». Αλλού πάλι ο Λίντελλ – Χάρτ γράφει : «Ούτε ένας αναγνώστης στους εκατό δεν θ’ ακολουθούσε πιθανώς την λεπτότητα της λογικής του (του Κλάουζεβιτς), ή δεν θα διατηρούσε μιαν αληθινή ισορροπία ανάμεσα σε τέτοια φιλοσοφική ταχυδακτυλουργία. Όμως, ο καθένας θα μπορούσε να συλλάβει τέτοιες κουδουνιστές φράσεις ….(ακολουθεί σωρεία αποκομμένων επιλεγμένων φράσεων του Κλάουζεβιτς)….Με το αναμάσημα τέτοιων φράσεων ο Κλάουζεβιτς θόλωσε τα περιγράμματα της ήδη ασαφούς φιλοσοφίας του, και την κατέστησε ένα απλοϊκό εμβατηριακό ρεφραίν, μια πρωσσική «Μασσαλιώτιδα», η οποία πυρπόλησε το αίμα και μέθυσε τον νου. Σε μετάγγιση έγινε ένα δόγμα κατάλληλο να σχηματίζει Δεκανείς, όχι Στρατηγούς…….το ευαγγέλιό του στέρησε την στρατηγική από τις δάφνες της, υποβίβασε την τέχνη του πολέμου σε μηχανική μαζικής σφαγής….. » Εξαίρεση στην συνήθη προκατειλημμένη κριτική εναντίον του Πρώσσου κλασσικού αποτελεί ένα δοκίμιο του Χάνς Ρότφελς (ενός γερμανοεβραίου συντηρητικού ιστορικού, ο οποίος στην εθνικοσοσιαλιστική περίοδο κατέφυγε στις ΗΠΑ) για τον Κλάουζεβιτς, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1943, στο βιβλίο «Οι δημιουργοί της σύγχρονης στρατηγικής»11 (του Εντουαρντ Μηντ Ηρλ σε συνεργασία με τους Γκόρντον Γκραίγκ και Φήλιξ 27
Γκίλμπερτ). Το εν λόγω κείμενο έχει εγκωμιαστεί από το Σερ Μάϊκλ Χάουαρντ (αυτήν την περίοδο είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και επίτιμος πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος Στρατηγικών Μελετών, στου οποίου την ίδρυση συνέτεινε κοìβικά), ως «το πρώτο σοβαρό δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στην αγγλική γλώσσα περί του Κλάουζεβιτς». Στο δοκίμιό του, ο Ρότφελς υποστήριξε ότι οι στρατιωτικές θεωρίες του Κλάουζεβιτς ήταν σαφώς περιπλοκότερες από την ερμηνεία του Κλάουζεβιτς ως «Μάχντι της μάζας», προερχόμενη από ιστορικούς όπως ο Σερ Μπάζιλ Λίντελ – Χαρτ. Ο Ρότφελς υποστήριξε ότι ήταν ολότελα απρόσφορο να κρίνουμε τον Κλάουζεβιτς στα πλαίσια των κατοπινών γεγονότων. Αντ’ αυτού επέμεινε στην κατανόηση του Κλάουζεβιτς και της θεωρίας του περί πολέμου στα πλαίσια των Ναπολεοντείων πολέμων, αλλά επίσης και στην κατανόηση του Κλάουζεβιτς ως ανθρώπου, σαν κλείδα της κατανόησης του Κλάουζεβιτς ως στρατιωτικού στοχαστή και φιλοσόφου. Ο Ρότφελς ισχυρίστηκε πως η προσωπικότητα, το κοινωνικό υπόβαθρο, η πολεμική εμπειρία, καθώς και η διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευσή του Κλάουζεβιτς, όλα έπρεπε να γίνουν πράγματι κατανοητά από κάποιον για να εκτιμήσει δεόντως τις θεωρίες του για τον πόλεμο. Ειδικότερα ο Ρότφελς, απεικόνισε τον Κλάουζεβιτς ως πρόσωπο υπό ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση, προκαλούμενη από την συσχετικά ταπεινή του καταγωγή και την ιδιότητά του ως Αξιωματικού στον, από πλευράς διαστρωμάτωσης, κατά μεγάλο μέρος αριστοκρατικό πρωσσικό στρατό. Αν και ο Ρότφελς υποστήριξε ότι πολλές πτυχές της κλαουζεβιτσιανής θεωρίας του πολέμου ήσαν ξεπερασμένες από τις προόδους στην στρατιωτική τεχνολογία και την τακτική, εντούτοις, θεωρούσε ότι ο Κλάουζεβιτς ήταν ο σημαντικότερος στρατιωτικός φιλόσοφος όλων των εποχών. Ο έγκριτος στρατιωτικός ιστορικός Πέτερ Πάρετ διαφωνεί εν μέρει με την ερμηνεία του Ρότφελς για τον Κλάουζεβιτς, αλλ’ όμως παραδέχεται τον Ρότφελς ως πηγή μείζονος επιρροής στην δική του εργασία για τον Κλάουζεβιτς. Επειδή όπως ευστοχότατα διατυπώνει ο Χιού Σμίθ12, η «διαύγεια του νου του Κλάουζεβιτς μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από πρώτο χέρι», αλλά και επειδή ό ίδιος ο Κλάουζεβιτς σκόπευε με το έργο του να υποκινήσει τους αναγνώστες να διαμορφώσουν τις δικές τους κρίσεις για τα προβλήματα που παρουσιάζει ο πόλεμος, δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο της άμεσης ανάγνωσης του Κλάουζεβιτς, όχι μόνο για το πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο «Περί του Πολέμου», μα και για όλη του την εργογραφία. 28
Έχοντας διερευνήσει τις ερμηνείες του Κλάουζεβιτς από συμπαθούντες ή απολογητές μελετητές, όπως οι Πέτερ Πάρετ13, Μάικλ Χάουαρντ14, Μπέρναρντ Μπρόντυ15, Μάικλ Χάντελ16 και Κρίς Μπάσφορντ 17, καθώς και εκείνες των επικριτών ή πολεμίων του, από τον εμμονοιδεακό Λίντελ Χαρτ (κουραστικά παθιασμένο με λογικοφάνεια και κομψεπίκοì ψους φραστικούς ακροβατισμούς), έως τους σύγχρονους Μάρτιν φαν Κρέφελντ και Τζων Κήγκαν, μπορούμε να επισημάνουμε με μετρητή σαφήνεια και ακρίβεια ορισμένες παρατηρήσεις : Αφ' ενός, ο μεγάλος θεωρητικός υπήρξε στρατιώτης από την νεαρή ηλικία των 12 ετών μέχρι το θάνατό του στα 51 του χρόνια, το 1831. Έως ότου γίνει 35 ετών, είχε ήδη συμμετάσχει σε 5 εκστρατείες ενάντια στη Γαλλία, ενώ από το 1790 έως το 1820, η ηπειρωτική Ευρώπη είχε βιώσει περίπου 713 μάχες. Αφ' ετέρου, το μεγάλο του έργο δεν περιέχει ουσιαστικά καμία αναφορά στον ναυτικό πόλεμο αυτής της περιόδου, ή για την δυνατότητα της τεχνολογίας να μετασχηματίσει την διεξαγωγή του πολέμου έστω κι αν η υποκείμενη φύση του παραμένει αμετάβλητη. Ακολουθώντας τον Κλάουζεβιτς κατανοούμε τον πόλεμο θεμελιωδώς, ως μία διαδικασία μεταξύ στρατών μαχομένων με στρατούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, παραμένουμε μεν πιστοί στο κείμενο των εργασιών του, αλλά επίσης υποτιμούμε την θαλάσσια ισχύ και ρίχνουμε μόνο μια σύντομη ματιά στις αληθινά επαναστατικές εξελίξεις στα μέσα διεξαγωγής του πολέμου μετά από το 1820 (παραδείγματος χάριν : πολυβόλα, μηχανοποίηση, αεροπορική ισχύς και θερμοπυρηνικά όπλα και μη πυρηνικά όπλα υψηλής ακριβείας). Ο Κλάουζεβιτς μπορεί όμως να συγχωρηθεί εύλογα για την παραμέληση της τεχνολογικής διάστασης του πολέμου : Κατά την διάρκεια της εποχής του Κλάουζεβιτς, οι τεχνολογικές αλλαγές στα μέσα του πολέμου ήταν μέτριες ή ασήμαντες, συγκρινόμενες προς εκείνες που επακολούθησαν τον 20ο αιώνα. Όσον αφορά στην θαλάσσια ισχύ, ο Κλάουζεβιτς ήταν στρατιώτης, όχι ναυτικός. Έστω και έτσι πάντως, η εκ μέρους του παραμέληση της θάλασσας, ως πεδίου εκδήλωσης της στρατιωτικής ισχύος και του πολέμου ήταν μια σημαντική παράλειψη. Η επίτευξη της ναυτικής κυριαρχίας της Μεγάλης Βρετανίας στα ευρωπαϊκά και κατόπιν στα παγκόσμια ύδατα κατά την διάρκεια της ζωής του Κλάουζεβιτς ήταν το αποκορύφωμα «του μεγαλύτερου, πιο μακροχρόνιου, πιό σύνθετου, και πιο ακριβού προγράì ματος που αναλήφθηκε ποτέ από το βρετανικό κράτος και την βρετανική κοινωνία»18. Βέβαια πολλοί ιστορικοί του 20ου αιώνα, ακόμη και στην Βρετανία, έχουν υποτιμήσει την σημα29
σία του θριάμβου του Ναυάρχου Νέλσον στο Τραφάλγκαρ τον Οκτώβριο του 1805. Αυτή η νίκη του ατρόμητου ναυμάχου εξασφάλισε την επιβίωση της Μεγάλης Βρετανίας, σε έναν πόλεμο όπου κανένας άλλος έθνος δεν έμεινε αβλαβές, περιέκλεισε τον Βοναπάρτη σε μία χερσαία στρατηγική φυλακή, μέσα από την οποία αγωνίστηκε μάταια στο υπόλοιπο της ηγεμονίας του, αλλά και εγγυήθηκε την μακρόχρονη οικονομική ευημερία της Μεγάλης Βρετανίας. Η έμμονη προσκόλληση των οπαδών του Κλάουζεβιτς στην θεμελιώδη κατανόηση του πολέμου ως διαδικασίας μεταξύ στρατών που μάχονται στρατούς, έχει άλλες συνέπειες για την εκτίμηση της συνάφειας του έργου του με τις σύγχρονες μορφές σύγκρουσης. Φυσικά, το σοβαρότερο κρίσιμο σημείο είναι η διαρκώς διευρυνόμενη αντίληψη της έννοιας της γενικής τριβής, που έθεσε ο μεγάλος Πρώσσος. Κανένας σοβαρός στρατιωτικός μελετητής ή θεωρητικός δεν τολμά να μην αναγνωρίσει την άποψη του Κλάουζεβιτς ότι η γενική τριβή αποτελεί την «μόνη έννοια που αντιστοιχεί λίγο πολύ στους παράγοντες οι οποίοι διακρίνουν τον πραγματικό πόλεμο από τον πόλεμο στα χαρτιά». Μερικοί μελετητές προσκολλώνται επίσης στην παραδοσιακή ανάγνωση, που χωρίζει την πιθανότητα από τη γενική τριβή, αντί να δουν απλά την πιθανότητα ως μια από τις πηγές της τριβής. Αλλά μόνον η τιμιότητα και ο παραδοσιακός σεβασμός των αληθινών μελετητών του έργου του προς το μεγαλειώδες και όχι κάποια διανοητική ανικανότητα ή ημιμάθεια, υπαγορεύουν την άρνηση να προχωρήσει σε περαιτέρω επεξεργασία το ατελές κείμενο του Κλάουζεβιτς, στα θέματα εκείνα που άφησε ανολοκλήρωτα το 1831. Στην δεκαετία του '90 μια σειρά ιδιαίτερα προβεβλημένων βιβλίων στην αγγλική γλώσσα, υποστήριξε ότι το έργο του Κλάουζεβιτς είχε παύσει να είναι σήμερα ένας χρήσιμος οδηγός στον πόλεμο. Η σειρά περιελάμβανε : «Ιστορία του πολέμου» Τζων Κήγκαν19 (1994), «Ο μετασχηματισμός του πολέμου» Μάρτιν φαν Κρέφελντ20 (1991) και «Νέοι και παλαιοί πόλεμοι» - Μαίρη Κάλντορ21 (1999). Ο Κήγκαν υποστήριξε ότι ο πόλεμος είναι περισσότερο ένα ζήτημα του πολιτισμού, παρά της πολιτικής. Οι φαν Κρέφελντ και Κάλντορ, ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι είναι πιθανότερο να εξαπολυθούν από μη-κρατικούς δράστες. Από την πλευρά τους οι υπερασπιστές του Κλάουζεβιτς υποστηρίζουν ότι, στους επικριτές του διαφεύγει εξ ολοκλήρου ο διαλεκτικός χαρακτήρας του έργου του, καθώς εστιάζοντας διαρκώς σε μια πρόταση με σκοπό τον αποκλεισμό της αντίθε30
σής της, παρερμηνεύουν την σύνθεση που επάγει το έργο του Κλάουζεβιτς, ψάχνοντας «απελπισμένα έναν ακόμη Ζομινί» δηλ. ψάχνοντας στρατιωτικές συμβουλές τύπου συνταγολογίου, από τις οποίες ο Κλάουζεβιτς απέχει κατηγορηματικά. Κατ’ αυτήν την έννοια, οι επικριτές έχουν παρερμηνεύσει την ασυγκίνητη και αμερόληπτη περιγραφή της πραγματικότητας από τον Κλάουζεβιτς, ως μια κανονιστική συνταγή, προβάλλοντας με οξύτητα δήθεν εξαιρετικούς ισχυρισμούς για τις περιφρονημένες από τον Κλάουζεβιτς υποκείμενες πολιτιστικές και πολιτικές νοητικές συνιστώσες του πολέμου, με τις οποίες όμως η κλαουζεβιτσιανή προσέγγιση είναι έτσι κι’ αλλιώς εξ ολοκλήρου συμβατή. Οι επικριτές με τη σειρά τους, κατηγορούν τους υποστηρικτές του Κλάουζεβιτς ότι επαναδιατυπώνουν ατέλειωτες φορές αυτά που προσλαμβάνουν ολόψυχα ως αιώνιες αλήθειες, όντας επίσης όλοι τους πανέτοιμοι να μας πουν «γιατί» ο «δάσκαλος» είναι ακόμα αποκαλυπτικός, αλλά όχι «πώς». Εντούτοις και οι δύο πλευρές φαίνονται να συμφωνούν, ότι ο Κλάουζεβιτς είναι ένας, μοναδικός και σημαντικός. Βεβαίως τα υφιστάμενα στρατιωτικά, ιστορικά, και φιλοσοφικά ζητήματα περί τα οποία στροβιλίζεται η διαμάχη είναι πραγματικά κρίσιμα. Ωστόσο τα δύο «στρατόπεδα» φαίνεται ότι σκιαμαχούν συνεχώς, οδηγούμενα σε μιαν όλο και περισσότερο στείρα και μη παραγωγική συζήτηση. Συνεπώς, η αληθινή μελέτη των έργων του Κλάουζεβιτς πρέπει να εστιάσει στην εφαρμογή και την πραγματοποίηση τους σήμερα. Πρώτα πρέπει να πλησιάσουμε την ιστορική, πρακτική και εννοιολογική προκαταρκτική εργασία. Κατόπιν πρέπει να εξετάσουμε την εργασία της μετάφρασης και των αποτελεσμάτων που αυτή είχε στις κατά καιρούς στις ερμηνείες του Κλάουζεβιτς. Ύστερα μπορούμε να επικεντρωθούμε στην εφαρμογή του Κλάουζεβιτς σήμερα, ιδιαίτερα στα παρόντα και επίκαιρα ζητήματα που καθορίζουν τον χαρακτήρα της σύγχρονης ένοπλης σύγκρουσης. Η μετάφραση είναι ερμηνεία. Ως εκ τούτου μπορεί να ειπωθεί ότι, οι τρεις σημαντικές αγγλικές μεταφράσεις του «Περί του πολέμου» του Κλάουζεβιτς αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές ερμηνείες. Η πιό πρόσφατη μετάφραση, δημοσιευμένη από τον Σερ Μάϊκλ Χάουαρντ και τον μαθητή του Πέτερ Πάρετ (1976 και επανέκδοση 1984), είναι η δημοφιλέστερη και η πλέον εμβριθής, προσφέρει δε στους αγγλομαθείς την καλύτε31
ρη νοηματική απόδοση και την περισσότερο υποστηρίξιμη ερμηνεία των ιδεών του Κλάουζεβιτς. Οι παλαιότερες μεταφράσεις (Οτο Γιόλλες 1943 και επανεκδόσεις 1950 και 1953 – και με την επιμέλεια του Συνταγματάρχη Φρέντερικ Νάτους Μώντ 1908 και επανεκδόσεις 1911, 1918, 1940, 1962, 1966 της αρχικής μετάφρασης του Συνταγματάρχη Τζέϊμς Τζόν Γκρέϊαμ του 1873) ενδεχομένως προσφέρουν στους αναγνώστες και άλλα στοιχεία, τα οποία προσθετικά στην θεμελιώδη πρόσφατη μετάφραση, μπορούν να απεικονίσουν τις ιδέες του Κλάουζεβιτς με περισσότερο λεπτοφυή τρόπο. Επίσης πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας το σύνολο των πρωιμώτερων έργων (όπως «Οι αρχές του πολέμου») και των ιστορικοπολιτικών κειμένων του Κλάουζεβιτς για να συνειδητοποιήσουμε ότι, ουδέποτε υπήρξε ένας ανεκδήλωτος κρυπτοφιλελεύθερος, όπως ευχολογιακά υπαινίσσονται διάφοροι αναλυτές του. Ο Πρώσσος στρατιώτης – στοχαστής ήταν ένα σπάνιο ανθρώπινο πνεύμα, θαυμαστό ισορροπημένο κράμα του ρωμαλέου γερμανικού ρομαντισμού και του Διαφωτισμού της εποχής του. Κάθε γενεά έχει τον «δικό της» Κλάουζεβιτς. Αυτός του ψυχρού πολέμου ήταν διαφορετικός από εκείνον της στρατιωτικής σκέψης προ του 1914 ή από τον άλλο της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, αλλά κάθε μια γενεά ήταν σε θέση, γι’ αυτό το οποίο εκάστοτε ισχυριζόταν, να επικαλείται την αυθεντία του, όπως αυτή προέκυπτε με την αυτούσια παράθεση των κειμένων του. Ένα μεγάλο μέρος της παρούσας συζήτησης και του προβληματισμού για την σύγχρονη σχετικότητα του Κλάουζεβιτς ενέχει τον κίνδυνο να καταντήσει αβασάνιστη και στείρα προχειρολογία, είτε παπαγαλίζοντας λογοκοπικά αυτονόητες οιονεί αλήθειες του μεγάλου Πρώσσου, είτε επαναπροσδιορίζοντας τον πόλεμο και τις μεθόδους διεξαγωγής του, με τρόπους που παρακάμπτουν κατηγορηματικά την σαφώς περιγεγραμένη αντίληψη του Κλάουζεβιτς, ενώ συγχρόνως εξαιρούν την δυνατότητα χρησιμοποίησης των κατευθύνσεών του για την μελέτη και ερμηνεία των συγχρόνων συγκρούσεων, εξοβελίζοντας τον κλασικό ιθύνοντα σε ρόλο αξιοπερίεργου και ενδιαφέροντος αναχρονισμού . Με δεδομένη την σχετικά περιορισμένη γερμανομάθεια των μη γερμανόφωνων πληθυσμών, άρα και των συγγραφέων, μελετητών και στοχαστών τους, πρέπει και αρκεί να λεχθεί ότι, 32
οι περισσότεροι σύγχρονοι κλαουζεβιτσιανοί βασίζουν σήμερα την κατανόηση του περιεχομένου του έργου του, περισσότερο σε σχολιασμούς και μεταφράσεις των έργων του Κλάουζεβιτς απ' ότι στα ίδια τα κείμενα του (όπως βέβαια και οι αντίστοιχοι επικριτές του). Η διάκριση των στρατιωτικών φιλοσόφων από τα στρατιωτικά συστήματα είναι εξαιρετικά σημαντική για να αντιληφθούμε τι είναι ένας στρατιωτικός φιλόσοφος σε αντιδιαστολή με έναν στρατιωτικό ηγέτη , όπως π,χ, ο Ναπολέων. Ο Ναπολέων, ο σύγχρονος του Κλάουζεβιτς και ο κορυφαίος εχθρός του εκείνη την περίοδο, υπήρξε τολμηρότατος μαχητής, χαρισματικός στρατιωτικός ηγέτης και ένας από τους μεγαλύτερους και διασημότερους κατακτητές της ιστορίας. Ο Ναπολέων ήταν σαφώς ένα πρόσωπο ανείπωτου θάρρους, θρυλικής κυριολεκτικά- διάνοιας, εξαίρετης ενεργητικότητας και σπανίων ικανοτήτων, αλλά δεν ανέλαβε ποτέ να γράψει μια λεπτομερή συστηματική πραγματεία των εκστρατειών ή των στρατιωτικών θεωριών του. Είναι πολύ εύκολο να βρεθούν εκατοντάδες αυτούσιων αποσπασμάτων του Ναπολέοντα ή άλλων αναλόγων που απλώς αποδίδονται σ’ αυτόν (πρέπει να είναι ένας από τους πλέον συζητημένους και μνημονεύσιμους ανθρώπους ολόκληρης της στρατιωτικής ιστορίας). Όμως αυτά τα αποσπάσματα προέρχονται κατά ένα μεγάλο μέρος από τις επιστολές, τα υπηρεσιακά επείγοντα μηνύματα, τα ημερολόγια, τις εκθέσεις εκστρατείας, και τους απολογισμούς αυτοπτών μαρτύρων και επιλέγονται συχνά αποσπασματικά, ξέχωρα από το γενικό ευρύτερο πλαίσιο του εκάστοτε κειμένου. Ότι γνωρίζουμε για τις θεωρίες και τις μεθόδους του Ναπολέοντα προέρχεται από την μελέτη των επιστολών του και τις ενέργειές του, από τα ιστορικά αρχεία των εκστρατειών του και από τις πραγματείες του Αντουάν Ανρί ντε Ζομινί, που υπηρέτησε επί μικρό χρονικό διάστημα ως Αξιωματικός στον Ναπολεόντειο στρατό, υπό τον Στρατάρχη Μισέλ Νεύ. Όπως έχει επισημανθεί από αρκετούς συγγραφείς, ο Ναπολέων είχε ελάχιστο ενδιαφέρον να καθοδηγήσει τους Διοικητές του, ώστε να είναι εφάμιλλοί του στην στρατιωτική σκέψη (μάλιστα δε το 1813 σχολίασε για την «Πραγματεία περί των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων» του Ζομινί ότι, «διδάσκει ολόκληρο το σύστημα πολέμου μου στους εχθρούς μου»). Στο τέλος, όπως πολλοί έχουν σχολιάσει, αυτή του η κρυψινοϊκή επιλογή υπήρξε η καταστροφή του, καθώς από το 1811 έως το 1813 η εκάστοτε συμμαχία των εχθρών του απέφυγε συστηματικά την άμεση μάχη με τον ίδιο τον Ναπολέοντα 33
και επικεντρώθηκε στην εξάλειψη των δυνάμεων που διοικούνταν από τους (συγκριτικά μ’ εκείνον) λιγότερο ικανούς Στρατάρχες και Στρατηγούς του. Άλλοι στρατιωτικοί Διοικητές πριν από τον Ναπολέοντα και τον Κλάουζεβιτς έγραψαν πραγματείες περί διαφόρων στρατιωτικών θεμάτων που τους ενδιέφεραν. Παραδείγματος χάριν, ο Στρατάρχης Σεβαστιανός λε Πρεστρ - Μαρκήσιος ντε Βωμπάν, ο οποίος δημοσίευσε τέσσερις επαναστατικές πραγματείες γύρω από τις σύγχρονες οχυρώσεις και ο Στρατάρχης Μωρίς ντε Σαξ, του οποίου τα απομνημονεύματα - πραγματεία, «Οι αναπολήσεις μου» (που δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια το 1756), ήταν ο διανοητικός πρόδρομος της «ναπολεόντειας» ή «ì εγάλης» τακτικής. Και οι δύο Στρατάρχες υπηρέτησαν στον στρατό του Λουδοβίκου του ΙΔ’, του «Βασιλιά Ήλιου» της Γαλλίας, στην εποχή που προηγείται αμέσως της ναπολεόντειας περιόδου. Κανένας τους όμως δεν ανέλαβε μια μεγάλη φιλοσοφική εξέταση του πολέμου στην κλίμακα που το έπραξαν μόνον οι Κλάουζεβιτς και Λέων Τολστόι (στο ξακουστό έργο του «Πόλεμος και Ειρήνη»* *), οι οποίοι και οι δύο εμπνεύστηκαν από τα γεγονότα της ναπολεόντειας εποχής, στην οποία έζησαν. Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς υπήρξε ένα άτομο υψηλής διανοίας, συμμετείχε ενεργά σε πολυάριθμες πραγματικές στρατιωτικές εκστρατείες, αλλά ουδέποτε είχε την παρόρμηση να γίνει Αυτοκράτορας του έθνους του και να προσπαθήσει να κατακτήσει τον κόσμο. Αντίθετα, υπήρξε άνθρωπος της σκέψης και συνεπής εκπαιδευτικός, πραγματικός δάσκαλος των επόμενων γενεών στην Ακαδημία Πολέμου, ενδιαφέρθηκε δε για την βαθειά και ενδελεχή εξέταση του πολέμου. Ανέλαβε την ευθύνη να γράψει μια προσεκτική φιλοσοφική και συστηματική εξέταση του πολέμου, σε όλες του τις πτυχές, όπως τον μελέτησε, τον παρετήρησε και τον δίδαξε, με αποτέλεσμα ένα ογκωδέστατο έργο με κορύφωση την κύρια εργασία του «Περί του πολέμου», την αρχαιότερη ευρωπαϊκή εργασία για την φιλοσοφία του πολέμου. Η εξέτασή του ήταν ευρύτατη, λεπτομερής και προσεκτική, θεώρησε δε ότι αυτή μερικώς μόνον ολοκληρώθηκε πριν από το θάνατό του. Ο Ζομινί ήταν ένας σύγχρονος του Κλάουζεβιτς, άμεσος ανταγωνιστής και αντίζηλος του στην μετα-ναπολεόντεια ερμηνεία των Ναπολεοντείων πολέμων. Οι πραγματείες του Ζομινί, που αποτελούνται από πολυάριθμα γεωμετρικά διαγράμματα και δηλώσεις με μορφή φυσικομαθηματικών τύπων, 34
ήταν αρχικά δημοφιλέστερες από την φιλοσοφία του Κλάουζεβιτς, όμως όπως απέδειξε ο αμείλικτος κριτής χρόνος, οι εργασίες του Ζομινί έχουν ξεθωριάσει στην εξέλιξη της ιστορίας, όντας τώρα σχεδόν ξεχασμένες, ενώ ο Κλάουζεβιτς παραμένει εφαρμόσιμος (ακόμη και στην πυρηνική εποχή μας), προκαλεί αντιπαραθέσεις, διαμάχες και συζητήσεις. Όπως επεσήμανε ο Λύν Μόντρος στο βιβλίο του «Ο πόλεμος δια μέσου των αιώνων»22 : «……αυτή η έκβαση... μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο Ζομινί παρήγαγε ένα σύστημα πολέμου, ενώ ο Κλάουζεβιτς μια φιλοσοφία. Ο ένας είναι ξεπερασμένος από τα νέα όπλα, ο άλλος επηρεάζει ακόμα την στρατηγική πίσω από εκείνα τα όπλα.» Είναι αμφισβητήσιμης πρακτικής σκοπιμότητας και πιθανόν δίχως ουσιώδες εννοιολογικό περιεχόμενο, η δυνητική απόπειρα εξομοίωσης του Κλάουζεβιτς με τον αρχαίο Κινέζο φιλόσοφο και δάσκαλο του πολέμου Σουν Τζου. Ανάλογη είναι και η όποια προσπάθεια εξομοίωσης του «Περί του πολέμου» του Πρώσσου με το «Η τέχνη του πολέμου» του Κινέζου, όμως και οι δύο τους αναγνωρίζονται γενικά ως οι μέγιστοι στρατιωτικοί φιλόσοφοι της ιστορίας, τα δε κείμενά τους, ως τα σπουδαιότερα κείμενα της στρατιωτικής φιλοσοφίας. Αυτό που κατόρθωσε αναντίρρητα ο Κλάουζεβιτς ήταν η λειτουργική εισαγωγή της συστηματικής φιλοσοφικής σκέψης στην ευρωπαϊκή στρατιωτική εκπαίδευση και την επιχειρησιακή σχεδίαση. Η ανάγνωση του «Περί του πολέμου» είναι δύσκολη σε οποιαδήποτε γλώσσα. Τα οκτώ επιμέρους βιβλία του έχουν γενικούς ή αόριστους τίτλους, όπως:«Περί της φύσεως του πολέμου», «Η Μάχη», «Άμυνα» και «Πολεμικά Σχέδια».Ο Κλάουζεβιτς θεώρησε ότι οι δοκιμασμένες με τα χρόνια «μαθηματικές» στρατηγικές για την μάχη ήταν ολοένα και περισσότερο άχρηστες στην εποχή του, όπως και οι ποικίλοι «αλγόριθμοι» τακτικής. Ο πόλεμος, αντίθετα από τα μαθηματικά, ήταν συνήθως απρόβλεπτος. Στο γράψιμό του, ο Κλάουζεβιτς βασίζεται στην εμπειρία του των πεδίων μαχών για την λεπτομερή απόδοση των καινοτόμων μεθόδων υποχώρησης, των θέσεων των πλευρών, των πορειών και γενικότερα της διαβίωσης των μαχητών. Έγραψε επίσης επί μακρόν για θεωρητικότερα θέματα, όπως η έννοια αυτού που απεκάλεσε «απόλυτο πόλεμο». Αυτή η έννοια αποτελεί πηγή της πολεμικής εναντίον του και συνιστά την πλέον κακόφημη και παρανοημένη άποψή του. Το έργο του Κλάουζεβιτς ανήκει σε ένα θεματικό και εκφραστικό ύφος μιας ομάδας αμφισβητούμενων εργασιών, οι 35
οποίες κατά περιόδους υπόκεινται σε πολλές και συγκρουόμενες μεταξύ τους ερμηνείες, όπως π.χ. «Ο Πρίγκηπας» του Νικολό Μακιαβέλι και το «Κεφάλαιο» του Καρόλου Μαρξ. Το έργο του Κλάουζεβιτς έχει κερδίσει μια παρόμοια θέση στα ράφια της Ιστορίας. Πράγματι, η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία του πολέμου συγκροτήθηκε κατ’α μείζονα λόγο μέσα από σταχυολόγηση των θεωριών του Κλάουζεβιτς. Το « Περί του πολέμου» παραμένει ένα εξόχως σημαντικό, αν και αμφισβητούμενο κείμενο στους στρατιωτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος κλαδικών και διακλαδικών σπουδών των Αξιωματικών των ΗΠΑ, ως μετατραυματική συνέπεια του πολέμου του Βιετνάμ. Χωρίς υπερβολή το πλείστον της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατιωτικής σκέψης είναι γέννημα του Κλάουζεβιτς ή τροποποιημένο παράγωγό του, ιδίως μετά την ήττα στο Βιετνάμ. οπότε οι Αμεριξανοί στρατιωτικοί στοχαστές ενέκυψαν στο έργο του με πάθος και λεπτομερή σπουδή. Μια από τις βασικές πηγές σύγχυσης σχετικά με την προσέγγιση του Κλάουζεβιτς βρίσκεται στην διαλεκτική μέθοδο έκθεσης των δεδομένων του, στην ιδιαίτερη παρουσίαση του αντικειμένου του. Παραδείγì ατος χάριν, η διάσημη φράση του «ο πόλεμος είναι μόνο μια συνέχιση της πολιτικής», ενώ είναι ακριβέστατη, δεν προορίστηκε ως δήλωση γεγονότος. Είναι η «αντίθεση» σε ένα διαλεκτικό επιχείρημα, η «θέση» του οποίου είναι το σημείο «ο πόλεμος δεν είναι παρά μια πάλη σε μια μεγαλύτερη κλίμακα». Η σύνθεσή τους, που επιλύει τις ανεπάρκειες αυτών των δύο έντονων δηλώσεων, συμπεραίνει ότι ο πόλεμος δεν είναι ούτε αποκλειστικά μια πράξη ωμής βίας, ούτε μόνον μια λογική πράξη της πολιτικής ή των πολιτικών πραγμάτων. Αυτή η σύνθεση βρίσκεται στην «θαυμαστή τριάδα» του Κλάουζεβιτς: στην δυναμική, εγγενώς ασταθή αλληλεπίδραση των δυνάμεων των βιαίων συναισθημάτων, της πιθανότητας, και του λογικού υπολογισμού. Μια άλλη πηγή της σύγχυσης γύρω από τον Κλάουζεβιτς είναι η σφαλερή και επιπόλαιη ιδέα ότι υπήρξε υπέρμαχος του ολοκληρωτικού πολέμου, όπως προβλήθηκε από την προπαγάνδα του Γ’ Ράιχ στα πολεμικά χρόνια της δεκαετίας του '40. Ο Κλάουζεβιτς δεν επινόησε την φράση του ως ιδεολογικό ιδεώδες. Μάλλον, την εξέλαβε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα των συναρτήσεων που αποτελούν την βάση των θεωριών του. Ο πόλεμος δεν μπορεί να διεξαχθεί με κάποιον περιορισμένο τρόπο, καθώς οι κανόνες και οι κλιμάκωση του ανταγωνισμού θα αναγκάσουν τους συì36
μετέχοντες να χρησιμοποιήσουν όλα τα υφιστάμενα στην διάθεσή τους μέσα για να επιτύχουν την νίκη. Αρκετοί Αμερικανοί συγγραφείς του μεσοπολέμου παραπονέθηκαν ότι από τον Κλάουζεβιτς, μέχρι τον Φος και τον Λούντεντορφ, «οι Ευρωπαίοι στρατιωτικοί στοχαστές ταύτισαν με επιμονή την ιδέα του πολέμου με την ιδέα της απόλυτης βίας», ωσάν ο πόλεμος ως δρώμενο και φαινόμενο να μη αποτελεί πράγματι ακρότατη έκφραση απόλυτης βίας, αλλά να είναι δυνητικά εύκολα διαχειρίσιμος και ελατός, στα πλαίσια μιας κοινωνικής ή ιστορικής υπερεθνικής μηχανικής. Παρά τον απρόσμενο θάνατό του, πριν ολοκληρώσει το έργο του, οι ιδέες του Κλάουζεβιτς επέδρασαν ευρέως στην στρατιωτική θεωρία. Οι κατοπινοί Πρώσσοι και Γερμανοί Στρατηγοί και πολέμαρχοι, όπως ο Κόμης Χέλμουτ φον Μόλτκε, επηρεάστηκαν σαφώς από τον Κλάουζεβιτς (είτε εκ παραλλήλου είτε εξ αντιθέτου) καθώς σχηματοποίησαν και ανέπτυξαν τις έννοιες του ολοκληρωτικού πολέμου. Η ιδέα ότι ο πραγματικός πόλεμος περιλαμβάνει «τριβή», που διαταράσσει και αποδιοργανώνει όλους τους συμμετέχοντες και τις προγενέστερες ρυθμίσεις του πολεμικού δρωμένου, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έχει γίνει πλέον κοινό νόμισμα και σε άλλα πεδία επίσης (π.χ. στρατηγική των συναλλακτικών δραστηριοτήτων). Κάποιοι αξιώνουν ότι η ανακάλυψη και ο συνακόλουθος πολλαπλασιασμός των πυρηνικών όπλων έχει αρχίσει την παρακμή της επικράτησης των κλαουζεβιτσιανών ιδεών, οι οποίες είχαν εξουσιάσει τον κόσμο σε όλο τον 20ο αιώνα. Οταν αναπτύχθηκαν τα πυρηνικά όπλα, οι κρατικοί συμβατικοί στρατοί αφενός τελειοποίησαν τον σκοπό τους (να καταστρέψουν τον αντίπαλο, δηλαδή κατ’ ουσία την κατοπτρική τους εικόνα) και αφετέρου ταυτόχρονα ξεπεράστηκαν από το ιστορικό γίγνεσθαι. Δύο πυρηνικές δυνάμεις δεν έχουν ποτέ αντιπαλέψει, ούτε κάτι τέτοιο φαίνεται πιθανό, καθώς πέρα από μεγαλοστομίες ουδείς «έχων και κατέχων» τέτοια όπλα το τολμά. Όπως έχουμε διαπιστώσει η αρχή του 21ου αιώνα παρουσιάζει πρόδηλα πολλές περιπτώσεις κρατικών στρατών που προσπαθούν μάταια να καταστείλουν την τρομοκρατία, ποικίλες αιματηρές εσωτερικές διαμάχες, ασυνεχείς έκτακτες επιδρομές και άλλες διακρατικές και υπερκρατικές συγκρούσεις. Όμως, η «ομίχλη του πολέμου», η φράση που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον μεγάλο Πρώσσο για να περιγράψει το πόσο χαοτικός μπορεί να φανεί ο πόλεμος σε όποιον βυθίζεται μέσα του, δεν έχει χάσει ούτε στάλα από την κρίσιμη σημασία της. Το ίδιο και 37
ο όρος του «κέντρο βάρους», που χρησιμοποιείται ακόμα «κατά κόρον» από τους σημερινούς στρατιωτικούς σχεδιαστές, αντιπροσωπεύοντας την πηγή από την οποία αντλεί την ισχύ του ένας αντίπαλος. Όσον αφορά στην μελέτη του Κλάουζεβιτς επισημαίνεται ότι : είναι ιδιαίτερα δυσχερές και για τον πιο μεθοδικό ερευνητή ή μελετητή ενός γνωστικού πεδίου να προσεγγίσει απροκατάληπτα και νηφάλια, με κριτικό μεν πνεύμα αλλά και διαλεκτική διάθεση, οποιοδήποτε αντικείμενο αυτού του πεδίου επάγει στον ίδιο τον μελετητή τα οποιαδήποτε δυσφορικά αντανακλαστικά, λόγω εθνικών, κοινωνικοπολιτικών και ιδεολογικών ή κοσμοθεωρητικών προτύπων, εγχαράκτων και ποικιλόμορφων προκαταλήψεων. Εάν θέλουμε να ωφεληθούμε ουσιαστικά από τον Κλάουζεβιτς, οφείλουμε να τον προσεγγίσουμε με την μέγιστη δυνατή απάθεια.
38
* Σημείωμα για τον Ζομινί Ο Βαρόνος Αντουάν Ανρύ ντε Ζομινί (1779-1869), γνωστός παγκοσμίως απλά ως Ζοµινί, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1779 στην ελβετική πόλη Παγιέρν και ήταν γιος του δηµάρχου. Αφού εργάστηκε για λίγο σε µια Τράπεζα, κατετάγη στον ελβετικό στρατό (ο οποίος υπηρετούσε τα γαλλικά συμφέροντα), σε ηλικία δέκα εννέα ετών, και σε διάστημα δύο χρόνων έγινε Διοικητής Ταξιαρχίας. Σύντομα αναδείχθηκε σε σηµαντικό µελετητή της τέχνης του πολέµου, ενώ ξεκίνησε να δηµοσιεύει τις σκέψεις και τις αναλύσεις του σε µια σειρά βιβλίων. Τα πρώτα τέσσερα βιβλία του, που δημοσιεύθηκαν στην διετία 1804-1805, προξένησαν τεράστια εντύπωση στον Στρατάρχη Νεϊ, ώστε διόρισε τον νεαρό Ελβετό ως υπασπιστή του στην διάρκεια της εκστρατείας του Αούστερλιτς, περί τα τέλη του 1805. Επί περισσότερο από δύο γενιές μετά τους Ναπολεοντείους Πολέμους οι στρατιωτικοί ηγέτες και οι σπουδαστές σε όλο τον κόσμο μελετούσαν με πάθος τα έργα του Αντουάν Ανρύ ντε Ζομινί, θεωρώντας τα ως την Πεντάτευχο της στρατιωτικής τέχνης κι’ εκείνον ως τον Μωυσή της. Στα κείμενα του ο Ζομινί προσπάθησε να συνοψίσει την διεξαγωγή του πολέμου σε λίγα καθοδηγητικά αξιώματα, κυριότερο των οποίων ήταν : οι στρατοί πρέπει να επιτίθενται μαζικά στα αδύναμα σημεία του εχθρού για να επιτύχουν μια γρήγορη νίκη. Οι Ευρωπαίοι στρατιωτικοί ηγέτες στους πολέμους των μέσων του 19ου αιώνα, αλλά και οι Στρατηγοί των δύο πλευρών του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου εφήρμοσαν συχνότατα, τουλάχιστον για την διεξαγωγή επιχειρήσεων µεγάλης κλίµακας, τις εν πολλοίς αποτυχημένες λογαριθμικές οδηγίες του βιβλίου του «Σύνοψη της Τέχνης του Πολέµου». Τα στρατιωτικά συγγράμματα του Ζομινί είναι απλοϊκά : υιοθέτησε μια διδακτική, καθοδηγητική μέθοδο, που απεικονίστηκε σε ένα λεπτομερές λεξιλόγιο γεωμετρικών όρων, όπως : βάσεις, στρατηγικές γραμμές και βασικά σημεία. Η επιχειρησιακή του συνταγή ήταν θεμελιωδώς απλή : τοποθετήστε ανώτερη μαχητική ισχύ στο αποφασιστικό σημείο. Στο διάσημο θεωρητικό 25ο κεφάλαιο της «Πραγματείας της μεγάλης τακτικής», τόνισε την βέβαιη και αποκλειστική ανωτερότητα των «εσωτερικών γραμμών».
39
Ο Βοναπάρτης εντυπωσιάστηκε επίσης από τα κείµενά του και το 1805 τον προήγαγε σε Συνταγματάρχη, ενώ λίγο αργότερα τον ενέταξε στο Γενικό Επιτελείο του, στον πόλεµο εναντίον της Πρωσσίας το 1806, οπότε έλαβε µέρος στις µάχες της Ιένας και του Ευλάου, κερδίζοντας μάλιστα το παράσηµο της «Λεγεώνας της Τιµής». Ο Ζοµινί συμμετείχε ακόμη στην ατυχή για τους Γάλλους εκστρατεία της Ισπανίας, και παρ’ ότι υπήρξε σύγκρουση χαρακτήρων µμεταξύ αυτού και του ευεργέτη του Νεϊ, διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Στρατάρχη. Η σχέση των δύο ανδρών είχε αρκετές διακυμάνσεις, εκτεινόμενες από τον αμοιβαίο θαυµασµό έως την ανοικτή ρήξη, µε αποτέλεσµα ο Ζοµινί να απειλήσει ότι θα παραιτηθεί και θα καταταγεί στον ρωσικό στρατό. Ο Αυτοκράτωρ μεσολάβησε «ειρηνευτικά» και προήγαγε τον Ζοµινί σε Στρατηγό, οπότε αυτός συνέχισε να υπηρετεί ως βοηθός του Στρατάρχη και ταυτοχρόνως ανέλαβε µια θέση Στρατηγού στον στρατό του Αλεξάνδρου του Α’ της Ρωσίας. Ο Ζοµινί υπηρέτησε ως Στρατηγός και στους δύο στρατούς (!) µέχρι το 1814. Τότε, ο Αντικοντόσταυλος της Γαλλίας, Επιτελάρχης του Ναπολέοντα, Στρατάρχης Λουϊ Αλεξάντρ Μπερτιέ, η «σκιά του Ναπολέοντα», µματαίωσε την προαγωγή του σε «Στρατηγό Διοικητή Μεραρχίας» και διέταξε την άμεση σύλληψη του, µε την κατηγορία ότι καθυστέρησε να του υποβάλει µιαν αναφορά «κατά τα προβλεπόμενα». Η κατηγορία δεν ήταν σηµαντική, αλλά ο Μπερτιέ είχε ενοχληθεί σοβαρά από την συμφεροντική, υπερφίαλη, ανήθικη και µματαιόδοξη συμπεριφορά του ευκαιριοκράτη και ωφελιμιστή Ζομινί. Ο Ζοµινί δεν ήθελε να υπηρετήσει υπό τον Μπερτιέ (που ήταν ταλαντούχος μαθηματικός και γεωγράφος, με εκπληκτική ικανότητά να αναλύει τις πολυπλοκότερες αναπτύξεις στρατευμάτων και να διεκπεραιώνει μόνος του ολόκληρο τον πολυσύνθετο εφοδιασμό του στρατού), για τούτο λιποτάκτησε από τον γαλλικό στρατό και έσπευσε να τεθεί υπό τις διαταγές του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α’, ο οποίος τον τοποθέτησε ως σύμβουλο και υπασπιστή του για τα επόµενα δύο χρόνια. Ο Ζοµινί αρνήθηκε βέβαια να συμμετάσχει επί του πεδίου στον πόλεµο της Ρωσίας εναντίον της Γαλλίας, ενώ µετά την µάχη του Βατερλό προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να εμποδίσει την εκτέλεση του ΝεΙ από την παλινορθωμένη γαλλική µμοναρχία. Πολλοί από τους παλαιούς Γάλλους συναδέλφους του Ζοµινί τον επέκριναν γιατί «αυτομόλησε» στους Ρώσους, ενώ 40
ο Ναπολέων, από την εξορία του στην Αγία Ελένη, του εμήνυσε μεγαλόψυχα πως κατανοούσε την στάση του µε μόνο γνώμονα το γεγονός ότι ήταν Ελβετός και όχι Γάλλος. Μετά το Βατερλό, ο Ζοµινί συνέχισε το συγγραφικό του έργο µέχρι το 1823, οπότε ο Τσάρος τον ξανακάλεσε στη Ρωσία και του απένειμε τον βαθµό του Στρατηγού. Τα επόµενα δέκα χρόνια ο Ζοµινί ασχολήθηκε µε την οργάνωση της ρωσικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, εκπαίδευσε τον µμελλοντικό τσάρο Νικόλαο, και υπηρέτησε για µμικρό διάστηµα εναντίον των Τούρκων, στην πολιορκία της Βάρνας, στον πόλεµο του 1828. Το 1829, ο παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό, και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στις Βρυξέλλες, όπου εξακολούθησε να καταγράφει τις απόψεις του σχετικά µε την τέχνη του πολέµου (µε μόνη εξαίρεση ένα µμικρό χρονικό διάστηµα, όταν επέστρεψε για να συμβουλεύσει τον Τσάρο στον Πόλεµο της Κριµαίας του 1853-1856). Πέθανε εκεί στις 22 Μαρτίου 1869, σε ηλικία ενενήντα ετών, έχοντας εξασφαλίσει τη γενική αναγνώριση ως η αδιαμφισβήτητη αυθεντία της εποχής στην πολεµική τέχνη. Ο Ζοµινί δηµοσιεύσε περισσότερα από τριάντα βιβλία σχετικά µε την στρατιωτική ιστορία και την θεωρία του πολέµου. Στα έργα του περιλαμβάνονται µελέτες για τον Μεγάλο Φρειδερίκο, την Γαλλική Επανάσταση, τον Επταετή Πόλεµο και τη ζωή του Ναπολέοντα, αλλά η «Σύνοψη της Τέχνης του Πολέµου», (1838) είναι χωρίς αμφιβολία το magnum opus του. Σύντομα µετά από την δημοσίευση του, η «Σύνοψή» του, έγινε το κύριο εγχειρίδιο στην Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ των ΗΠΑ και σε στρατιωτικές σχολές άλλων χωρών. Οι στρατιωτικοί ηγέτες που θαύµαζαν τον Μεγάλο Κορσικανό για τα θρυλικά του επιτεύγματα, πίστευαν αφελώς ότι ο Ελβετός συγγραφέας παρείχε την ανάλυση των µμυστικών μεθόδων του κατακτητή Αυτοκράτορα. Τα κείµενα του Ζοµινί είναι πομπώδη, µμεγαλόστομα και σχολαστικά, είναι δε ιδιαίτερα δύσκολο να συνοψιστούν ή και να εκτεθούν απλώς µε συνοπτικό τρόπο. Ανάλογα µε τις προσωπικές του προθέσεις του εκάστοτε αναγνώστη, µπορεί να χρησιμοποιηθούν με σοφιστικό τρόπο για να αποδειχθούν ή να καταρριφθούν ολότελα αντίθετες απόψεις. Όμως παραμένει ανεπίστρεπτο γεγονός ότι ο Ζοµινί υπήρξε ο πρώτος που συστηματικά έγραψε κείµενα ευρείας κυκλοφορίας για την ανάλυση της πολεµικής τέχνης του Ναπολέοντα. Επίσης, κά41
ποιοι από τους όρους που καθιέρωσε ο Ζοµινί όπως το «θέατρο επιχειρήσεων», (δηλαδή το γεωγραφικό πλαίσιο της στρατιωτικής σύγκρουσης) και οι «κατευθυντήριες γραì μές», (δηλαδή οι άξονες κατεύθυνσης της προέλασης και της επίθεσης), παραμένουν σε χρήση αναλλοίωτοι έως της ημέρες μας. Βεβαίως ο Ζομινί δεν ήταν κάποιος «ανόητος» πιστός μιας θεωρίας ή ρομαντικός ιδεολόγος. Η διεισδυτική νοημοσύνη του, η ευπρόσιτη γραφή του και η πραγματική πολεμική εμπειρία του, κατέστησαν τα γραπτά του πολύ πιό αξιόπιστα και χρήσιμα απ’ όσο μπορεί να ενημερώσει τον αναγνώστη μια λιτή περιγραφή. Μόλις έφυγε από την υπηρεσία του Ναπολέοντα, διατήρησε συστηματικά την φήμη του πρώτιστα μέσω της πεζογραφίας. Το ύφος γραψίματός του, αντίθετα απ’ εκείνο του Κλάουζεβιτς, επεδίωκε συστηματικά την αποδοχή ενός ακροατηρίου. Ασχολήθηκε επί μακρόν με διάφορα πρακτικά θέματα (διοικητική μέριμνα, θαλάσσια ισχύ), τα οποία ο Κλάουζεβιτς είχε αγνοήσει κατά ένα μεγάλο μέρος. Τα στοιχεία της παρουσίασής του (παραδείγματος χάριν, οι παρατηρήσεις του για την Μεγάλη Βρετανία και την θαλάσσια ισχύ, καθώς και η εκ μέρους του συκοφαντική μεταχείρισή του Αρχιδούκα Καρόλου της Αυστρίας) στοχεύουν σαφώς στην προστασία της πολιτικής θέσης του ή στην επέκταση του αναγνωστικού κοινού του. Και, βέβαια αποσκοπούν στην εξουδετέρωση και ελαχιστοποίηση του Κλάουζεβιτς, καθώς ο Ζομινί θεώρησε σαφώς τον μεγάλο Πρώσσο στοχαστή ως τον κυρίαρχο ανταγωνιστή του. Για τον Ζομινί, ο θάνατος του Κλάουζεβιτς, τριάντα οκτώ έτη πριν από τον δικό του, ήρθε πράγματι ως απρόσμενο δώρο μιας εξαιρετικά καλής τύχης. Στη «Σύνοψη της Τέχνης του Πολέµου», ο Ζοµινί τόνισε εμφατικά ότι «το πεζικό είναι χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο όπλο», προσέθεσε όμως ότι ο στρατιώτης του πεζικού χρειάζεται την σωστά συντονισμένη υποστήριξη του πυροβολικού, του ιππικού και της επιμελητείας. Έδωσε επίσης έµφαση στο ηθικό του απλού στρατιώτη, καθώς και στο «εθνικό φρόνηµα» που πρέπει να διαπνέει έναν στρατό στον πόλεμο. Στον πυρήνα της αντίληψης του Ζοµινί για την πολεµική τέχνη, υφίσταται ως πεμπτουσία ένα αυστηρά καθορισμένο σύστηµα σχεδιασµού και δράσης, ανάλογα µε τις περιστάσεις και τα χαρακτηριστικά του εδάφους. Σε πάθε περίπτωση, ο κεντρικός στόχος της σχεδίασης ήταν η συγκέντρω42
ση φιλίων δυνάµεων για την διεξαγωγή µιας επίθεσης στα αδύνατα σηµεία του εχθρού, με σκοπό την ρήξη των γραµµών του, και στην συνέχεια η εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος µε την απηνή καταδίωξη. Η προσεκτική ανάγνωση των έργων του δείχνει ότι ο Ζοµινί είχε µεγαλύτερη ακαμψία απ' ό,τι συνήθως πιστεύεται. Τα σχέδιά του βασίζονται σε γεωμετρικούς σχηματισμούς και σε απόλυτους κανόνες-δόγµατα, τα οποία δεν προέβλεψαν την ανάπτυξη ατοµικών πυροβόλων όπλων µμεγάλου βεληνεκούς, υψηλής ακριβείας και ταχείας βολής, τα οποία είναι ικανά να παρέξουν µεγάλη συγκέντρωση µμαζικών πυρών. Στην διάρκεια της μακράς ζωής του, ο Ζοµινί αναγνωρίσθηκε ως η κυρίαρχη προσωπικότητα της στρατιωτικής θεωρίας. Μπορεί βέβαια ένα μέρος της στρατιωτικής ορολογίας την οποία ο ίδιος καθιέρωσε να επιβιώνει µέχρι σήµερα, όμως τα βασικά του δόγµατα έχουν λησμονηθεί εδώ και πολύ καιρό λόγω αχρηστίας. Είναι συγκινητικά ενδιαφέρον ότι αυτός που κατέλαβε ακλόνητα την θέση του Ζοµινί, ως η κυρίαρχη µορφή της πολεµικής θεωρίας, έζησε την ίδια εποχή με τον Ελβετό και είχε περίπου ανάλογες εμπειρίες. Ο Κλάουζεβιτς (ορμώμενος βέβαια από πατριωτισμό κατά των Γάλλων και έχοντας καταγγείλει τον Βασιλιά του ως ενδοτικό γαλλόφιλο) όπως και ο Ζοµινί (ορμώμενος από μισθοφορική πρόθεση για υψηλότερα αξιώματα και απυρόβλητη αυτεξουσιότητα, δίχως να συσχετίζει την ενέργειά του με την Ελβετία), έφυγαν από τον στρατό που υπηρετούσαν για να υπηρετήσουν τους Ρώσους για λίγο διάστηµα. Και οι δύο συμμετείχαν στις ίδιες εκστρατείες, ενώ φυσικά έγραψαν ο καθένας την δική τους εκδοχή και ερμηνεία περί πολέµου. Ο Ζοµινί υπήρξε ο πρώτος πολυδιαβασμένος συγγραφέας της θεωρίας του πολέµου, καθώς τα βιβλία του διαβάστηκαν ευρύτατα, αλλά προς το τέλος του 19ου αιώνα, οι σπουδαστές των στρατιωτικών σχολών, αρχικά στην Ευρώπη και μετά στην Αμερική, άρχισαν να στρέφονται στα κείµενα του Κλάουζεβιτς. Απλώς ότι χρήσιμο είχε καταγράψει ενωρίτερα ο Κλάουζεβιτς, ορθοτομώντας την πραγματικότητα, το παρέφρασε και το τροποποίησε σε πιο εύπεπτο εκ των υστέρων ο Ζομινί , εξωραΐζοντάς την.
43
** Σημείωμα για το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι Το πρότυπο ρωσικό κείμενο (των 1500 περίπου σελίδων), διαιρείται σε τέσσερα βιβλία (δεκαπέντε μέρη), έχει 365 κεφάλαια και δύο επιλόγους, τον έναν κυρίως αφηγηματικό, τον άλλο πλήρως θεματικό. Ενώ το πρώτο μισό του μυθιστορήματος (κατά προσέγγιση) αναφέρεται αυστηρά στους πλασματικούς χαρακτήρες, τα τελευταία μέρη, καθώς επίσης και ο ένας από τους δύο επιλόγους της εργασίας, αποτελούνται όλο και περισσότερο από ιδιαιτέρως επίμαχα πραγματολογικά δοκίμια για την φύση του πολέμου, της πολιτικής ισχύος, της ιστορίας και της ιστοριογραφίας. Ο Τολστόι διάνθισε στην μυθιστορία του αυτά τα δοκίμια με έναν τρόπο που αψηφά την πλασματική συμβατικότητα. Αρκετές συντομευμένες εκδόσεις αφαίρεσαν αυτά τα δοκίμια εξ ολοκλήρου, ενώ άλλες (που δημοσιεύτηκαν ακόμη και κατά την διάρκεια της ζωής του Τολστόι) απλά μετέθεσαν αυτά τα δοκίμια σε ένα ενιαίο παράρτημα Ο Τολστόι απεικονίζει ζωντανά την αντίθεση μεταξύ του επιτιθέμενου Ναπολέοντα και του αμυνομένου Ρώσου Στρατηγού Κουτούζωφ, και από άποψη προσωπικότητας, αλλά και στην ιστορική σύγκρουση των δύο στρατών. Ο Ναπολέων θεωρεί ότι θα μπορούσε να διευθύνει άμεσα την πορεία μιας μάχης μέσω της ταχείας μετάδοσης των σαφών διαταγών του με αγγελιαφόρους, ενώ αντίθετα ο Κουτούζωφ αναγνωρίζει πως το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να προγραì ì ατίσει την αρχική διάταξη των δυνάμεών του και να αφεθούν οι υφιστάμενοί του να διευθύνουν την δράση. Ο Ναπολέων προβαίνει σε λάθος επιλογή, προκρίνοντας να βαδίσει προς την Μόσχα, την οποία και καταλαμβάνει επί πέντε μοιραίες εβδομάδες, ενώ θα ήταν σαφώς καλύτερο να καταστρέψει τον ρωσικό στρατό σε μιαν αποφασιστική μάχη εκ παρατάξεως. Ο Στρατηγός Κουτούζωφ θεωρεί τον χρόνο ως τον καλύτερο σύμμαχό του και απέχει συστηματικά από την εμπλοκή της μάχης με τους Γάλλους, οι οποίοι τελικά καταστρέφονται, δεδομένου ότι οπισθοχωρούν αργά και με τρομακτική προσπάθεια προς τα γαλλικά σύνορα, βασανιζόμενοι από τον σφοδρό ψύχος, την ολοσχερή έλλειψη εφοδίων και την ακατάπαυστη καταδίωξη των Ρώσων. Ο πραγματολογικός ιστός της αφήγησης λειτουργεί ως υπόβαθρο της πολυεπίπεδης και λεπτομερούς προβληματικής, 44
ρούς προβληματικής, την οποία αναπτύσσει ο Τολστόι για το φαινόμενο, το δρώμενο και την ουσία του πολέμου. «Ο πόλεμος δεν είναι μια ευγενική αναψυχή, αλλά το πλέον αποτρόπαιο πράγμα στη ζωή. Οφείλουμε να το καταλάβουμε και να μην παίζουμε στον πόλεμο. Οφείλουμε να τον αποδεχθούμε άτεγκτα και επίσημα ως τρομακτική ανάγκη. Όλα καταλήγουν σ’ αυτό: έχουμε να κάνουμε με ψεύδη, και εάν είναι πόλεμος, τότε είναι πόλεμος και όχι παιχνίδι, ειδάλλως η διεξαγωγή του πολέμου είναι απλά το αγαπημένο εντρύφημα του οκνηρού και του επιπόλαιου». Ο Τολστόι ενδιαφέρθηκε για τον αγώνα του Ναπολέοντα ενάντια στη Ρωσία και την σχέση του αγώνα αυτού με τα ιστορικά προβλήματα. Η ένταξη της ναπολεόντειας εκστρατείας στο σχέδιο του μυθιστορήματος του, του οποίου αντικείμενο είναι η ανθρώπινη ιστορία, χρησιμοποιείται ως βάθρο για τα εκτενή εδάφια της θεωρητικολογίας για τον πόλεμο, τους ηγέτες του, και τις ιστορικές επιπτώσεις των ενεργειών τους. Ο Τολστόι ήξερε τι είναι πόλεμος από «πρώτο χέρι», καθώς υπηρετώντας ως εθελοντής στο πυροβολικό (1852-1855), πολέμησε εναντίον των Τούρκων στην Βουλγαρία (πολιορκία της Συλιστρίας) και στον Κριμαϊκό Πόλεμο (πολιορκία της Σεβαστούπολης και Μάχη του ποταμού Τσερνάγια). Κανείς κριτής του δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι σκηνές μάχης στο διήγημά του περιγράφονται με αξεπέραστο και μεγαλειώδη τρόπο, όπως και οι χαρακτηρισμοί των ενεργών προσώπων από τους απλούς στρατιώτες έως του Στρατάρχες και τους Αυτοκράτορες είναι αξέχαστοι. Η πεποίθηση του Τολστόι είναι ότι το άτομο ζει συνειδητά για το ίδιο, αλλά συνάμα είναι ένα ασυναίσθητο όργανο, ένα ενεργούμενο, στην επίτευξη των ιστορικών καθολικών στόχων της όλης ανθρωπότητας. Μια τελεσθείσα πράξη, υποστηρίζει ο Τολστόι, είναι αμετάκλητη, και τα αποτελέσματά της, τα οποία συμπίπτουν εγκαίρως με τις ενέργειες εκατοìμυρίων άλλων ατόμων, ενδεχόμενα προσλαμβάνουν μιαν ιστορική σημαντικότητα. Στην ιστορία, οι αποκαλούμενοι μεγάλοι άνδρες είναι μόνον «ετικέτες», που δίνουν ονόματα στα γεγονότα, και όπως οι ετικέτες, οι ίδιοι έχουν πραγματικά την μικρότερη και μόνον σύνδεση με τα γεγονότα. Υπάρχουν δύο είδη ενεργειών, εξηγεί, εκείνες που εξαρτώνται από το άτομο και εκείνες που είναι ανεξάρτητες από αυτό. Στην ιστορική
45
διαδικασία, υποστηρίζει, υπάρχει ένα ελάχιστο όριο στην ελευθερία της δράσης. Ο Κουτούζωφ ως σύμβολο, μέσα στην απλότητα, στην διαισθητική φρόνηση, στην έλλειψη υποκρισίας και επιτήδευσης, καθώς και στην πεποίθησή του για την αδυναμία ελέγχου των γεγονότων, καταλαì βάνει την δική του θέση μαζί με τα αναρίθμητα απλά πατριωτικά μέλη της ρωσικής ανώτερης τάξης και της αγροτιάς, ως αντιπρόσωπος του ασυνείδητου πνεύματος του έθνους, το οποίο ο Τολστόι προσδιορίζει ως την αληθινή ιστορική δύναμη σε εποχή εθνικής κρίσης. Ως υπαρκτό πρόσωπο της αφήγησης ο Κουτούζωφ απεικονίζει αξιοθαύμαστα την θεωρία του Τολστόι περί του πολέμου, επειδή η στρατηγική του είναι βασισμένη στην παραδοχή ότι όλα στον πόλεμο φέρνουν αποτελέσματα σ’ αυτόν που μπορεί να περιμένει. «Η υπομονή και ο χρόνος», δηλώνει ο Κουτούζωφ, «είναι τα πράγματα που κερδίζουν τους πολέμους». «Σε περίπτωση αμφιβολίας, μην ενεργείτε», αυτό είναι το μεγάλο στρατιωτικό αξίωμά του. Και ουσιαστικά ο Τολστόι υπερασπίζει αυτήν την θέση όταν γράφει προς το τέλος του μυθιστορήματος: «Εάν παραδεχόμαστε ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί να κυβερνηθεί από την λογική, η ίδια η δυνατότητα της ζωής καταστρέφεται.»
46
ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΤΑΤΕΣ ΑΡΧΕΣΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» Αυτές οι αρχές, αν και είναι το αποτέλεσμα μακράς σκέψης και συνεχούς μελέτης της ιστορίας του πολέμου, έχουν μολαταύτα συνταχθεί εσπευσμένα, οπότε και δεν θ’ αντέξουν σοβαρή κριτική όσον αφορά στην μορφή τους. Επιπλέον, από μια πλειάδα επιλέχτηκαν μόνο τα σημαντικότατα αντικείμενα, καθώς ήταν αναγκαία μια αναπόφευκτη συντομία. Κατά συνέπεια, αυτές οι αρχές δεν θα παρέξουν τόσο πολύ μια πλήρη διδαχή στην Βασιλική Σας Υψηλότητα, όσο θα διεγείρουν και θα εξυπηρετήσουν ως ένας οδηγός για τους δικούς σας στοχασμούς.
Ι. ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝ ΓΕΝΕΙ
1. Η θεωρία του πολέμου απασχολείται, κατ’ εξοχήν μάλιστα, μ’ αυτό : να ανακαλύψει πως θα μπορούσε κάποιος να διατηρήσει μιαν υπεροχή φυσικών δυνάμεων και πλεονεκτημάτων στα αποφασιστικά σημεία. Μόνον όταν αυτό δεν είναι εφικτό, η θεωρία μας διδάσκει επίσης να υπολογίζουμε στους ηθικούς παράγοντες : στα πιθανά σφάλματα του εχθρού, στην εντύπωση που δημιούργησε μια τολμηρή δράση…κοκ., ναι, ακόμη και στην ίδια μας την απόγνωση. Κανένα απ’ όλα αυτά διόλου δεν βρίσκεται έξω από τον τομέα της τέχνης του πολέμου και της θεωρίας της, αυτής η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εύλογος στοχασμός εφ’ όλων των καταστάσεων στις οποίες μπορεί κάποιος να περιέλθει στον πόλεμο. Πρέπει κανείς να σκέπτεται συχνότατα την κατά το πλείστον επικίνδυνη αυτών των καταστάσεων, πρέπει δε κάλλιστα, μ’ αυτόν τον τρόπο, να γίνεται ένα με αυτήν. Αυτό οδηγεί σε ηρωικές αποφάσεις βασισμένες στην λογική, τις οποίες κανένας ψυχρός επικριτής δεν θα μπορέσει ποτέ κατόπιν να κλονίσει. Όποιος παρουσιάσει ποτέ στην Βασιλική Σας Υψηλότητα αυτό το αντικείμενο διαφορετικά, είναι ένας σχολαστικός, ο οποίος μέσω των απόψεών του μπορεί να είναι για Εσάς μόνον επιζήμιος. Στις μεγάλες στιγμές της ζωής, στον σάλο της μάχης, θα αισθανθείτε κάποτε ξεκάθαρα πως μόνον μια 48
τέτοια άποψη μπορεί να βοηθήσει, εκεί όπου η βοήθεια είναι αναγκαιότατη, κι’ όπου μια ξηρά σχολαστικότητα των μεγεθών μας αφήνει εκτεθειμένους. 2. Φυσικά στον πόλεμο πάντα κανείς αναζητεί να έχει την πιθανότητα, έστω, της επιτυχίας στην πλευρά του, γι’ αυτό υπολογίζει στα φυσικά ή στα ηθικά πλεονεκτήματα. Όμως αυτό δεν είναι πάντα δυνατόν. Συχνά πρέπει κάποιος να ενεργεί ενάντια στην πιθανότητα, δηλαδή εάν πραγματικά δεν μπορεί να πράξει τίποτε καλύτερο. Εάν απελπιζόμασταν εδώ, τότε εξ αυτού θα έπαυε απ’ ευθείας ο λογικός μας στοχασμός, εκεί όπου θα ήταν αναγκαιότατος, όπου όλα φαίνονται να συνωμοτούν εναντίον μας. Επομένως, ακόμα κι’ όταν κάποιος έχει την πιθανότητα της επιτυχίας εναντίον του, δεν πρέπει να θεωρήσει το εγχείρημά του ως αδύνατο ή παράλογο, γιατί είναι πάντα λογικό, και με τα λίγα μέσα που έχουμε να ρυθμίζουμε τα πάντα όσο καλύτερον είναι δυνατόν, εάν δεν γνωρίζουμε να κάνουμε τίποτα καλύτερο. Έτσι ώστε σε μια τέτοια περίπτωση να μην λείπει η αταραξία και η σταθερότητα, οι οποίες πάντα στον πόλεμο επαπειλούνται πρώτιστα και οι οποίες είναι τόσο δύσκολο να διατηρηθούν σε μια τέτοια κατάσταση. Χωρίς αυτές όμως κανείς δεν κατορθώνει τίποτε, ακόμη και με τις λαμπρότατες ποιότητες του πνεύματος. Πρέπει επομένως κάποιος να συνηθίσει στην ιδέα μιας έντιμης ήττας. Πρέπει ακατάπαυστα να την καλλιεργεί μέσα του, να την συνηθίσει εντελώς. Να Είστε πεπεισμένος, Ευγενέστατε Κύριε, ότι χωρίς αυτήν την σταθερή αποφασιστικότητα, δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα μεγάλο, ακόμη και στον επιτυχέστατο πόλεμο, πόσο μάλλον στον πιό ανεπιτυχή. Ο Φρειδερίκος ο Β’ 1 ασφαλώς απασχολήθηκε συχνά μ’ αυτήν την σκέψη κατά την διάρκεια του «Πρώτου Σιλεσιακού Πολέμου» 2 του. Επειδή εξοικειώθηκε μ’ αυτήν, επιχείρησε την επίθεσή του εκείνη την αξέχαστη 5η Δεκεμβρίου στο Λώυτεν, 3 κι’ όχι επειδή θεώρησε ότι με την πλάγια τάξη μάχης 4 πιθανότατα θα κατανικούσε τους Αυστριακούς. 3. Σε όλες τις επιχειρήσεις, τις οποίες Εσείς θα επιλέξετε σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, μ’ όλα τα μέτρα που Εσείς θα μπορείτε να λάβετε, πάντα η επιλογή Σας να παραμείνει μεταξύ του τολμηρότατου και του συνετότατου. Μερικοί άνθρωποι έχουν την γνώμη ότι η θεωρία του πολέμου συμβουλεύει πάντα το συνετότατο. Αυτό είναι εσφαλμένο. Εάν κάτι θα συμβούλευε η θεωρία, αυτό έγκειται στην φύση του πολέμου, ώστε αυτή προ49
φανώς θα υποδείκνυε το αποφασιστικότερο, δηλαδή το τολμηρότατο. Εντούτοις, η θεωρία το αφήνει στον στρατηγό, κατά το μέτρο του ίδιου του θάρρους του, του πνεύματος πρωτοβουλίας, της αυτοπεποίθησής του. Κατά συνέπεια Επιλέξτε κατά το μέγεθος αυτής της εσωτερικής δύναμης, αλλά ποτέ μην Ξεχνάτε πως κανένας στρατηγός δεν έγινε μεγάλος δίχως τόλμη.
ΙΙ. ΤΑΚΤΙΚΗ Η΄ ΣΠΟΥΔΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ο πόλεμος συνίσταται από έναν συνδυασμό πολλών ξεχωριστών μαχών. Αν τώρα ένας τέτοιος συνδυασμός μπορεί να είναι συνετός ή παράλογος, είναι σημαντικό, κι’ η επιτυχία εξαρτάται κατά πολύ απ’ αυτό, όμως πρωτίστως η ίδια η μάχη είναι προς το παρόν ακόμη σημαντικότερη. Γιατί μόνον ο συνδυασμός επιτυχιών δίνει καλά αποτελέσματα. Έτσι, το σημαντικότατο πράγμα στον πόλεμο παραμένει πάντα η τέχνη του να νικήσει κάποιος τον αντίπαλό του στην μάχη. Σ’ αυτό το θέμα η Βασιλική σας Υψηλότητα ποτέ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αρκετή προσοχή και περισυλλογή. Θεωρώ τις ακόλουθες αρχές ως τις σημαντικότατες.
1. Γενικές Αρχές Α. Για την άμυνα 1. (σ.τ.μ. Ο στρατιωτικός ηγέτης) Να διατηρεί τα στρατεύματά του καλυμμένα καθ' όσον είναι δυνατό. Δεδομένου ότι είναι πάντα εκτεθειμένος σε εχθρική επίθεση, κι’ εκτός από την στιγμή που επιτίθεται ο ίδιος βρίσκεται σε άμυνα, γι’ αυτό πρέπει να τοποθετείται πάντα όσο το δυνατόν περισσότερο υπό κάλυψη. 2. Να μην προσάγει ταυτόχρονα όλα τα στρατεύματά του στην μάχη. Έτσι εξαφανίζεται όλη η φρόνηση στην διεξαγωγή της μάχης. Μόνο με διαθέσιμα στρατεύματα μπορεί κανείς να δώσει στην μάχη μιαν άλλη πορεία. 6. Μια κύρια αρχή είναι : να μην παραμένουμε ποτέ απολύτως παθητικοί, αλλά να επιπίπτουμε οι ίδιοι 50
στον εχθρό μετωπικά και πλευρικά, ενώ μας επιτίθεται. Επομένως, υπερασπίζεται κανείς τον εαυτό του σε μιαν ορισμένη γραμμή, μόνο για να προτρέψει τον εχθρό να αναπτύξει τις δικές του δυνάμεις για επίθεση και κατόπιν περνά στην επίθεση του με άλλα στρατεύματα, τα οποία έχει κρατήσει οπίσω. Η τέχνη της οχύρωσης, όπως κάποτε η Βασιλική σας Υψηλότητα εξέφρασε τόσον εξαίσια, δεν πρέπει να χρησιμεύει στον αμυνόμενο για να υπερασπιστεί ασφαλέστερα τον εαυτό του πίσω από ένα τείχος, αλλά για να επιτεθεί στον εχθρό επιτυχέστερα. Αυτό επίσης πρέπει να λέει κανείς για όλες τις παθητικές άμυνες. Αυτή η άμυνα είναι πάντα το μέσο με το οποίο, στην περιοχή την οποία επιλέγω, στην οποία έχω διατάξει τα στρατεύματά μου, τα οποία έχω διευθετήσει, επιτίθεμαι πλεονεκτικά στον εχθρό. 9. Στα σημεία όπου κάποιος παραμένει παθητικός, πρέπει να χρησιμοποιεί την τέχνη της οχύρωσης, αλλά με εντόνως ανεξάρτητα, περίκλειστα οχυρωματικά έργα, με πολύ ισχυρές παρυφές.* 10. Στο σχέδιο το οποίο προετοιμάζει κάποιος για την μάχη πρέπει να θέσει αυτόν τον μεγάλο στόχο : την επίθεση σε μια μεγάλη εχθρική φάλαγγα και την πλήρη καταστροφή της. Εάν ο στόχος του είναι πενιχρός, ενώ εκείνος του εχθρού είναι υψηλός, τότε ξεκάθαρα δεν θα αποκομίσει τίποτα. Είναι σαν να παίζει με πενταροδεκάρες ενάντια σε ασημένια τάλιρα. 11, Έχοντας θέσει κανείς έναν υψηλό σκοπό στο αμυντικό του σχέδιο (την εκμηδένιση μιας εχθρικής φάλαγγας, κ.λπ.), πρέπει να επιδιώξει αυτόν τον σκοπό με την μέγιστη ενέργεια και την ανάλωση και των τελευταίων δυνάμεών του. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο επιτιθέμενος θα επιδιώξει τον σκοπό του σε κάποιο άλλο σημείο. Παραδείγματος χάριν, ενώ εφορμούμε κατά της δεξιάς του πτέρυγας, θα προσπαθήσει να κερδίσει αποφασιστικά πλεονεκτήματα με την αριστερή πτέρυγά του. Συνεπώς, εάν χαλαρώσουμε πριν τον εχθρό, εάν επιδιώξουμε τον σκοπό μας με λιγότερη ενέργεια απ’ ότι αυτός, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί πλήρως το πλεονέκτημά
*
Τα στοιχεία πλάγιας γραφής (italics) και δη σε άλλη γραμματοσειρά, είναι ενδεικτικά της πεπαλαιωμένης αξίας του κειμένου που αποδίδουν, διατηρήθηκαν δε όπως (για τον ίδιο λόγο) υπήρχαν στο πρωτότυπο κείμενο του 1936 51
του, ενώ εμείς θα προσπαθήσουμε να εκμεταλλευθούμε μόνο το μισό δικό μας. Έτσι θα έχει την υπεροχή ισχύος, η νίκη θα είναι δική του και εμείς θα πρέπει να εγκαταλείψουμε ακόμη και τα μισοκερδισμένα οφέλη μας. Διαβάστε με προσοχή, η Βασιλική σας Υψηλότητα, την ιστορία των μαχών του Ρέγκενσμπουργκ 5 και του Βάγκραμ 6 κι αυτό θα Σας φανεί αληθές και σημαντικό. Και στις δύο αυτές μάχες ο Αυτοκράτωρ Ναπολέων επιτέθηκε με την δεξιά πτέρυγά του και προσπάθησε να αντισταθεί με την αριστερή. Το ίδιο έκανε ο Αρχιδούκας Κάρολος7. Αλλά, ενώ ο καθένας θα ενεργούσε με πλήρη αποφασιστικότητα και ενέργεια, αυτός (σ.τ.μ. ο Αρχιδούκας Κάρολος) ήταν αναποφάσιστος και παρέμεινε πάντα στέκοντας μεσοστρατίς. Αυτό που απεκόμισε ο Κάρολος με το νικηφόρο τμήμα του στρατού του ήταν ασήμαντα πλεονεκτήματα, ενώ αυτό που απεκόμισε ο Αυτοκράτωρ Ναπολέων, τον ίδιο χρόνο, στο αντίθετο σημείο, ήταν αποφασιστικά πλεονεκτήματα. 12. Επιτρέψτε μου να συνοψίσω ακόμα μια φορά τις τελευταίες δύο αρχές. Με τον συνδυασμό τους δίνουν ένα παράγωγο που πρέπει να πάρει την πρώτη θέση μεταξύ όλων των αιτίων της νίκης στη σύγχρονη τέχνη του πολέμου, συγκεκριμένα: «Να επιδιώκουμε έναν μεγάλο αποφασιστικό σκοπό με ενέργεια και επιμονή». 13. Ο κίνδυνος σε περίπτωση αποτυχίας αυξάνει, αυτό είναι αληθές. Αλλά δεν συνιστά ουδεμία τέχνη το να αυξάνουμε την προσοχή εις βάρος του τελικού σκοπού. Είναι μια εσφαλμένη επιφύλαξη, η οποία, όπως έχω ήδη πει στις «γενικές αρχές» μου, είναι αντίθετη προς την φύση του πολέμου : Για τους μεγάλους σκοπούς πρέπει κάποιος να τολμά το μεγάλο. Η σωστή προσοχή συνίσταται σ’ αυτό : Όταν κάποιος τολμά κάτι στον πόλεμο, το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο δεν τον εξασθενεί στην επίτευξη του σκοπού του, να μην το παραμελεί και να μην το τροποποιεί από οκνηρία, νωθρότητα, ή απροσεξία. Τέτοια είναι η προσοχή του Αυτοκράτορα Ναπολέοντος, ο οποίος ποτέ μέχρι τώρα δεν επεδίωξε μεγάλους σκοπούς με ένα φοβισμένο ή διστακτικό τρόπο λόγω επιφύλαξης. Σκεφθείτε, Ευγενέστατε Κύριε, τις λίγες αμυντικές μάχες που έχουν κερδηθεί στην ιστορία, και θα Διαπιστώσετε ότι οι κάλλιστες απ’ αυτές έχουν διεξαχθεί στο πνεύμα των αρχών που διατυπώθηκαν εδώ, ενώ επίσης η μελέτη της πολεμικής ιστορίας μας έχει εγχειρίσει αυτές τις αρχές. Στο Μίντεν 8, ο Δούκας Φερδινάνδος 9 εμφανίστηκε ξαφνικά σ’ ένα πεδίο μάχης, όπου δεν τον περίμενε ο εχθρός 52
και προχώρησε στην επίθεση, ενώ στο Τανενχάουζεν 10 υπερασπίστηκε τον εαυτό του παθητικά, πίσω από αμυντικά προχώματα. Στο Ρόσσμπαχ 11 ο Φρειδερίκος ο Β’ ρίχτηκε σε μιαν στιγμή ενάντια στον εχθρό, σε ένα σημείο όπου δεν ήταν αναμενόμενος. Στο Λήγκνιτς 12, οι Αυστριακοί συνάντησαν τον Βασιλιά Φρειδερίκο την νύχτα σε μιαν ολότελα άλλη θέση από αυτήν στην οποία τον είχαν συναντήσει την προηγούμενη ημέρα. Αυτός τότε επέπεσε με ολόκληρο τον στρατό του επάνω σε μιαν φάλαγγα του εχθρικού στρατού και την κατενίκησε, προτού να μπορέσουν οι άλλες να σπεύσουν στην μάχη. Στο Χοενλίντεν 13, ο Μορώ είχε 5 μεραρχίες στο μέτωπό του και 4 στα μετόπισθέν του και πλευρικά πίσω του. Υπερκέρασε τον εχθρό και επέπεσε στην φάλαγγα της δεξιάς του πτέρυγάς, πριν καν αυτή μπορέσει να διενεργήσει την επίθεσή της. Στo Ρέγκενσμπουργκ, ο Στρατάρχης Νταβού 14 υπερασπίστηκε τον εαυτό του παθητικά, ενώ ο Ναπολέων επιτέθηκε στο 5ο και στο 6ο Σώμα Στρατού με την δεξιά του πτέρυγα και τα κατατρόπωσε ολοσχερώς. Αν και οι Αυστριακοί ήσαν οι πραγματικοί αμυνόμενοι στο Βάγκραμ, ωστόσο μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι την δεύτερη ημέρα επιτέθηκαν στον Αυτοκράτορα με το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής τους, επομένως μπορεί κανείς να θεωρήσει κι’ αυτόν επίσης ως αμυνόμενο. Με την δεξιά του πτέρυγα επιτέθηκε, υπερκέρασε και νίκησε την αυστριακή αριστερή πτέρυγα, ενώ συγχρόνως αδιαφόρησε για την ολότελα αδύναμη αριστερή του πτέρυγα, (που αποτελούταν από μια μοναδική Μεραρχία), στον Δούναβη. Όμως μέσω ισχυρών εφεδρειών (σχηματισμού σε βάθος), απαγόρευσε το να έχει οποιαδήποτε επιρροή η νίκη της αυστριακής δεξιάς πτέρυγας στη νίκη του, την οποία επέτυχε στο Ρούσσμπαχ. Μ’ αυτές τις εφεδρείες ανακατέλαβε το Αντερκλάα. Σαφώς, όλες οι προαναφερθείσες αρχές δεν περιλαìβάνονται σε κάθε μια από αυτές τις διεξαχθείσες μάχες, αλλά όμως όλες αυτές οι μάχες είναι μία ενεργός άμυνα. Η κινητικότητα του πρωσσικού στρατού υπό τον Φρειδερίκο τον Β’ ήταν γι’ αυτόν ένα μέσον για την νίκη, στο οποίο δεν μπορούμε πλέον να υπολογίζουμε, δεδομένου ότι οι άλλοι στρατοί είναι τουλάχιστον τόσον ευκίνητοι όσο είμαστε κι’ εμείς. Αφ' ετέρου, η υπερκέραση ήταν λιγότερο γενικευμένη εκείνη την περίοδο κι’ επομένως ο σχηματισμός σε βάθος λιγότερο επιτακτικός 53
Β. Για την επίθεση
1. Αναζητεί κανείς ένα σημείο της διάταξης του εχθρού, δηλαδή ένα τομέα των στρατευμάτων του (μία Μεραρχία, ένα Σώμα), για να του επιτεθεί με μεγάλη υπεροχή, ενώ διατηρεί το υπόλοιπο των στρατευμάτων του εχθρού σε άγνοια, (το απασχολεί). Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να αγωνισθεί με υπεροχή αλλά και με πιθανότητα επιτυχίας, έχοντας ισάξια ή μικρότερη δύναμη προς τον εχθρό. Όσο πιό αδύναμος είναι κανείς, τόσο πολύ λιγότερα στρατεύματα πρέπει να χρησιμοποιεί για την απασχόληση του εχθρού σε άλλα σημεία, προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν ισχυρότερος στο αποφασιστικό σημείο. Ο Φρειδερίκος ο Β’ κέρδισε την μάχη στο Λώυτεν αναμφίβολα και μόνον επειδή είχε τοποθετήσει τον μικρό στρατό του σε μια γεωγραφική κουκίδα, επομένως δε ήταν πολύ συγκεντρωμένος σε σύγκριση με τον εχθρό. 3. Ακόμα κι αν κάποιος είναι ισχυρός, πρέπει ωστόσο να επιλέγει μόνον ένα σημείο όπου θέλει να κατευθύνει το κυρίως πλήγμα του. 7. Όπως στην άμυνα επίσης και στην επίθεση πρέπει κανείς να επιλέξει ως αντικείμενο της επίθεσής του εκείνον τον τομέα του εχθρικού στρατού, η ήττα του οποίου θα δώσει αποφασιστικά πλεονεκτήματα. 12. Μία από τις σημαντικότατες αρχές του επιθετικού πολέμου είναι ο αιφνιδιασμός του εχθρού. Όσο πιο αιφνιδιαστικά διενεργείται η επίθεση, τόσο πιό τυχερός θα είναι κανείς. Τον αιφνιδιασμό, τον οποίον μπορεί να δημιουργήσει ο αμυνόμενος μέσω της μυστικότητας των μέτρων του, μέσω της συγκεκαλυμμένης διάταξης των στρατευμάτων του, ο επιτιθέμενος μπορεί να τον επιτύχει μόνον με μιαν απρόσμενη προέλαση. Τέτοια ενέργεια όμως, είναι πολύ σπάνια στους πρόσφατους πολέμους. Η αιτία έγκειται εν μέρει στις καλύτερες προετοιμασίες ασφαλείας τις οποίες διαθέτει τώρα κανείς, εν μέρει στην ταχεία διεξαγωγή του πολέμου, ώστε σπάνια πλέον προκύπτει μια μακρά αναστολή στις επιχειρήσεις, η οποία θα εφησύχαζε τον ένα και θα έδινε στον άλλο την ευκαιρία να του επιτεθεί απροσδόκητα.
54
2. Αρχές για την χρήση των στρατευμάτων
4. Υπακούοντας αυτούς τους κανόνες λίγο ως πολύ ακριβώς, δεν πρέπει ποτέ να χάνει κάποιος από τα μάτια του την ακόλουθη αρχή, την οποία δεν μπορώ να τονίσω αρκετά : Να μην φέρνει ποτέ όλες τις δυνάμεις του στο παιχνίδι απότομα και στην τύχη, όπου θα χάσει μέσα από τα χέρια του όλα τα μέσα διεύθυνσης της μάχης, αλλά αντίθετα να καταπονεί τον αντίπαλο, όπου είναι δυνατόν, με λίγες δυνάμεις και να διατηρεί μιαν αποφασιστική μάζα για την αποφασιστική στιγμή. Αμέσως μόλις εμπλακεί αυτή η αποφασιστική μάζα, πρέπει να διευθυνθεί με την ύψιστη τόλμη. 5. Πρέπει να σχεδιαστεί μια διάταξη μάχης, δηλαδή μία διευθέτηση των στρατευμάτων πριν από και κατά την διάρκεια της μάχης, για ολόκληρη την εκστρατεία ή ολόκληρο τον πόλεμο. Αυτή η διάταξη θα εξυπηρετήσει σε όλες τις περιπτώσεις, όταν δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για την ανάπτυξη των στρατευμάτων. Πρέπει επομένως, να υπολογιστεί πρώτιστα για την άμυνα. Αυτή η διάταξη μάχης θα εισαγάγει μιαν ορισμένη ομοιομορφία στην μαχητική μέθοδο του στρατού, η οποία θα είναι χρήσιμη και επωφελής. Γιατί παραμένει αναπόφευκτο ότι, ένα μεγάλο μέρος των χαμηλόβαθμων Στρατηγών και άλλων Αξιωματικών, επικεφαλής μικρών αποσπασμάτων, δεν έχουν καμία ειδική γνώση τακτικής και ίσως καμία σπουδαία έφεση για την διεξαγωγή του πολέμου. Κατά συνέπεια αναφύεται μία συγκεκριμένη μεθοδολογία στην διεξαγωγή του πολέμου, η οποία καταλαμβάνει την θέση της τέχνης οπουδήποτε η τελευταία είναι απούσα. Κατά την άποψή μου αυτή είναι, στον ύψιστο βαθμό, η περίπτωση στους γαλλικούς στρατούς.
3. Αρχές για την χρήση του εδάφους
17. Κλείνω αυτές τις παρατηρήσεις για την χρήση του εδάφους, με μιαν αρχή η οποία είναι υψίστης σημασίας για 55
την άμυνα, και που πρέπει να θεωρηθεί ο στυλοβάτης ολόκληρης της αμυντικής θεωρίας, συγκεκριμένα: Ποτέ να μην εξαρτάσθε εντελώς από την δύναμη του εδάφους συνεπώς ποτέ να μην αφήνεστε να δελεαστείτε για παθητική άμυνα από ένα ισχυρό έδαφος. Γιατί εάν το έδαφος είναι πραγματικά τόσο ισχυρό ώστε είναι απίθανο για τον επιτιθέμενο να μας εκδιώξει, αυτός θα το παρακάμψει, πράγμα το οποίο είναι πάντα δυνατό, και έτσι καθίσταται περιττό και το ισχυρότατο έδαφος. Θα εξαναγκαστούμε σε μάχη υπό ολότελα διαφορετικές περιστάσεις, και σε μια απολύτως διαφορετική περιοχή. Αυτό είναι πολύ καλό, εφόσον δεν είχαμε συμπεριλάβει το οποιοδήποτε έδαφος στους συνδυασμούς μας (σ.τ.μ. : στα σχέδιά μας). Αλλά εάν το έδαφος δεν είναι μιας τέτοιας ισχύος, εάν μια επίθεση σ’ αυτό είναι ακόμα δυνατή, τα πλεονεκτήματά του δεν θα μπορούσαν ποτέ ν’ αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα της παθητικής άμυνας. Ως εκ τούτου, όλα τα εδαφικά εμπόδια είναι χρήσιμα, μόνο για μια μερική άμυνα, ώστε να μπορούμε να εγείρουμε μια σχετικά ισχυρή αντίσταση με λίγα στρατεύματα και να κερδίσουμε χρόνο για την επίθεση, μέσω της οποίας αναζητεί κανείς να κερδίσει την πραγματική νίκη σε άλλα σημεία.
ΙΙΙ. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Αυτή είναι ο συνδυασμός ξεχωριστών μαχών, οι οποίες αποτελούν τον πόλεμο, για τον σκοπό της εκστρατείας ή του πολέμου. Αν ξέρει κάποιος να πολεμά, αν ξέρει να νικά, τότε λίγο ακόμη του απομένει να πράξει. Γιατί είναι εύκολο να συνδυάσουμε ευτυχή αποτελέσματα, καθώς αυτό δεν βασίζεται σε ειδική γνώση όπως η διεύθυνση της μάχης, αλλά είναι μία απλή υπόθεση εξασκημένης κρίσης και τίποτα περισσότερο. Οι λίγες αρχές που προκύπτουν εν προκειμένω, και οι οποίες βασίζονται πρωτίστως στην κατάσταση των αντίστοιχων κρατών και στρατών, θα συνοψιστούν με πολύ συντομία στα ουσιώδη μέρη τους:
56
1. Γενικές Αρχές
1. Στην διεξαγωγή του πολέμου υπάρχουν τρεις κύριοι σκοποί: (α) Να κατανικήσει και να εξαλείψει την ένοπλη δύναμη του εχθρού (β) Να θέσει υπό κατοχή τις άψυχες ένοπλες δυνάμεις και τις άλλες πηγές ισχύος του εχθρικού στρατού, και (γ) Να κερδίσει την κοινή γνώμη. . 2. Για να κατορθώσει κάποιος τον πρώτο σκοπό, κατευθύνει πάντα την κυρία επιχείρησή του ενάντια στον κύριο εχθρικό στρατό ή τουλάχιστον ενάντια σε ένα πολύ σημαντικό τμήμα της εχθρικής δύναμης. Γιατί μόνον αν κάποιος ξεκινήσει έτσι, να πλήττει δηλαδή αυτά, μπορεί να ακολουθήσει επιτυχώς τους άλλους δύο σκοπούς. 3. Προκειμένου να κυριεύσει κανείς τις άψυχες δυνάμεις, κατευθύνει τις επιχειρήσεις του ενάντια σε εκείνα τα σημεία, όπου είναι συγκεντρωμένες κατά το πλείστον οι δυνάμεις αυτές : πρωτεύουσες, αποθήκες, μεγάλα φρούρια. Καθ’ οδόν προς αυτά τα σημεία, θα αντιμετωπίσει την κύρια εχθρική δύναμη ή ένα αξιοσημείωτο μέρος του εχθρικού στρατού. 4. Η κοινή γνώμη κερδίζεται μέσω των μεγάλων νικών και της κατοχής της εχθρικής πρωτεύουσας. 5. Η πρώτη και σημαντικότατη αρχή, που πρέπει να πρέπει να θέσει κανείς για την εκπλήρωση κάθε σκοπού, είναι αυτή : να επιστρατεύει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, με την ύψιστη προσπάθεια. Κάθε μετριοπάθεια που δείχνει κάποιος εν προκειμένω, είναι μια οπισθοδρόμηση από τον στόχο. Ακόμη κι’ αν η επιτυχία ήταν σχεδόν πιθανή, τότε είναι πολύ πιο ασύνετο να μην καταβάλλει κάποιος την ύψιστη προσπάθεια, ώστε να είναι η επιτυχία του απόλυτα βέβαιη, επειδή αυτή η ύψιστη προσπάθεια δεν μπορεί ποτέ να έχει ζημιογόνο αποτέλεσμα. Εάν υποτεθεί ότι εξ αυτού η χώρα θα πιεζόταν τόσο πολύ, δεν θα προκύψει κανένα μειονέκτημα, γιατί έτσι με την ύψιστη προσπάθεια, η πίεση θα παύσει το συντομότερο. Η ηθική εντύπωση την οποία δημιουργούν αυτές οι ενέργειες είναι άπειρης αξίας. Ο καθένας πείθεται για την επιτυχία : αυτό είναι το κάλλιστο μέσον για ν’ αναθαρρέψει αναπάντεχα το έθνος.
57
6. Η δεύτερη αρχή είναι : να συγκεντρώνει κάποιος την ισχύ του, πάντα όσο το δυνατόν περισσότερο, εκεί όπου θα επισυμβούν τα κύρια πλήγματα, για να αναστείλει τα μειονεκτήματα σ’ άλλα σημεία, έτσι ώστε να είναι απόλυτα βέβαιος για το κύριο σημείο της επιτυχίας. Αυτή η επιτυχία πάλιν, αίρει όλα τα άλλα μειονεκτήματα. 7. Η Τρίτη αρχή είναι : να μην σπαταλά κάποιος ουδένα χρόνο. Εκτός κι’ αν δεν πρόκειται ν’ αποκομίσουμε ιδιαίτερα σημαντικά πλεονεκτήματα από τον δισταγμό, τότε είναι σημαντικό να προβαίνουμε στο έργο το ταχύτερο δυνατό. Από αυτήν την ταχύτητα, καταπνίγονται στη γένεση τους εκατό εχθρικά μέτρα και πρώτιστα θα κερδηθεί για μας η κοινή γνώμη. Ο αιφνιδιασμός διαδραματίζει έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην στρατηγική απ' ότι στην τακτική. Είναι η αποτελεσματικότατη αρχή για την νίκη. Ο Αυτοκράτωρ της Γαλλίας, ο Φρειδερίκος ο Β’, ο Γουσταύος Αδόλφος, ο Καίσαρ, ο Αννίβας και ο Αλέξανδρος, οφείλουν τις ωραιότατες ακτίνες της φήμης τους στην γρηγοράδα τους. 8. Τέλος, η τέταρτη αρχή είναι : Να χρησιμοποιούμε τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουμε με την υψίστη ενέργεια. Μόνον η καταδίωξη του κατανικημένου εχθρού δίνει τους καρπούς της νίκης. 9. Η πρώτη αυτών των αρχών είναι η βάση των άλλων τριών. Εάν κάποιος την έχει ακολουθήσει, μπορεί μ’ αυτές τις τρείς αρχές να τολμά τα μέγιστα, δίχως να διακινδυνεύει τα πάντα. Γιατί η πρώτη αυτών των αρχών παρέχει το μέσον να δημιουργούμε πάντα νέες δυνάμεις στα μετόπισθέν μας, και με καινούργιες δυνάμεις θεραπεύει κανείς οποιαδήποτε κακοτυχία. Σ’ αυτό έγκειται εκείνη η επιφύλαξη, την οποία μπορεί κανείς ν’ αποκαλέσει φρόνιμη και όχι στ’ άλλο, δηλαδή στο να προχωρά κάποιος με δειλό βήμα. 10. Στην σύγχρονη εποχή τα μικρά κράτη δεν μπορούν να διεξάγουν κατακτητικούς πολέμους. Όμως για τον αμυντικό πόλεμο, ακόμη και τα μέσα των μικρών κρατών είναι απείρως μεγάλα. Για τον λόγον αυτό είμαι σταθερά πεπεισμένος ότι, εάν κάποιος κινητοποιεί όλες του τις δυνάμεις ώστε να επανεμφανίζεται με νέες μάζες στρατευμάτων, εάν χρησιμοποιεί όλα τα πιθανά μέσα προετοιμασίας και κρατά τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες στο κύριο σημείο, κι αν επιδιώκει έναν μεγάλο σκοπό έτσι εξοπλισμένος με αποφασιστικότητα και 58
ενέργεια, έχει κάνει όλα αυτά που μπορούν να γίνουν για την στρατηγική διεύθυνση του πολέμου σε μεγάλη κλίμακα, οπότε εκτός κι αν δεν είναι ολότελα άτυχος στην μάχη, αναπόφευκτα θα είναι νικηφόρος, στην ίδια έκταση που ο αντίπαλός του υστερεί σε προσπάθεια και ενέργεια. 11. Με αυτές τις αρχές, λίγα εξαρτώνται από την μορφή με την οποία θα διενεργηθούν οι επιχειρήσεις.
2. Άμυνα
1. Πολιτικά μιλώντας, αποκαλείται αμυντικός πόλεμος ένας τέτοιος πόλεμος τον οποίο διεξάγει κανείς για την ανεξαρτησία του. Στρατηγικά, αποκαλείται αμυντικός πόλεμος εκείνη η εκστρατεία, στην οποία αυτοπεριορίζομαι να πολεμήσω τον εχθρό στο θέατρο πολέμου το οποίο έχω προετοιμάσει για αυτόν τον σκοπό. Το αν οι μάχες που διεξάγω σ’ αυτό το θέατρο πολέμου είναι επιθετικές ή αμυντικές, δεν αλλάζει τίποτα επ’ αυτού. 2. Επιλέγει κανείς την στρατηγική άμυνα κυρίως όταν ο εχθρός είναι υπέρτερος. Φυσικά, όταν τα φρούρια και τα περιχαρακωμένα στρατόπεδα, που αποτελούν τις πρωτεύουσες προετοιμασίες ενός θεάτρου πολέμου, παρέχουν ασφαλώς μεγάλα πλεονεκτήματα, στα οποία μπορεί να προσμετρηθεί επίσης η γνώση της περιοχής και η κατοχή καλών χαρτών. Μ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, ένας μικρότερος στρατός ή ένας στρατός που βασίζεται σε ένα μικρότερο κράτος και σε πιο περιορισμένους πόρους, θα είναι σε θέση να αντισταθούν στον εχθρό, παρά δίχως αυτά τα μέσα βοηθείας. Επιπλέον, υπάρχουν οι ακόλουθοι δύο λόγοι που μπορούν να μας οδηγήσουν στην επιλογή ενός αμυντικού πολέμου : Κατ' αρχάς, όταν οι επαρχίες που περιβάλλουν το θέατρο του πολέμου μου, επιβαρύνουν εξαιρετικά τις επιχειρήσεις ένεκα του ανεφοδιασμού. Σ’ αυτήν την περίπτωση, αποφεύγω ένα μειονέκτημα, το οποίο ο ίδιος ο εχθρός πρέπει να υποστεί. Αυτή π.χ. είναι τώρα (1812) η περίπτωση του ρωσικού στρατού. 15 Δεύτερον, όταν ο εχθρός είναι υπέρτερός μου στην διεξαγωγή του πολέμου. 59
Είναι ευκολότερο να διεξαχθεί ο πόλεμος, και δεν θα διαπράξουμε τόσα πολλά λάθη, σ’ ένα προπαρασκευασμένο θέατρο πολέμου, το οποίο γνωρίζουμε, όπου όλες οι ήσσονες καταστάσεις μας ευνοούν. Σ’ αυτήν την περίπτωση, συγκεκριμένα όταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στα στρατεύματα και τους στρατηγούς μας αναγκάζει να διεξάγουμε αμυντικό πόλεμο, ευχαρίστως επιθυμεί κανείς να συνδέσει την τακτική με την στρατηγική άμυνα, δλδ. διεξάγει τις μάχες σε προπαρασκευασμένες θέσεις και μάλιστα ταυτόχρονα, οπότε εκτίθεται σε λιγότερα λάθη. 3. Στον αμυντικό πόλεμο πρέπει, όπως ακριβώς στον επιθετικό πόλεμο, να επιδιώκεται ένας μεγάλος σκοπός. Αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την καταστροφή του εχθρικού στρατού, είτε μέσω μάχης, είτε όταν κάποιος επιβαρύνει την διαβίωσή του εχθρικού στρατού έως το ακρότατο σημείο, φέρνοντάς τον σε μια κακή κατάσταση και εξαναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση, κατά την διάρκεια της οποίας αναγκαστικά θα υποστεί μεγάλες απώλειες. Η εκστρατεία του Ουέλλινγκτον τα έτη 1810 και 1811 προσφέρει ένα παράδειγμα επ’ αυτού. 16 Επομένως, ο αμυντικός πόλεμος δεν συνίσταται σε μιαν άσκοπη αναμονή των γεγονότων. Πρέπει να περιμένει κανείς μόνον όταν έχει ορατά και αποφασιστικά οφέλη. Κάθε ηρεμία πριν από την θύελλα, η οποία προηγείται των βαρέων πληγμάτων, για τα οποία ο επιτιθέμενος συλλέγει νέες δυνάμεις, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τον αμυνόμενο.
3. Επίθεση
1. Η στρατηγική επίθεση επιδιώκει άμεσα τον σκοπό του πολέμου, κατευθύνεται άμεσα στην καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού, ενώ η στρατηγική άμυνα επιδιώκει να προσεγγίσει έμμεσα αυτόν τον σκοπό, εν μέρει μόνον. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι αρχές της επίθεσης ήδη περιλαμβάνονται στις γενικές αρχές της στρατηγικής.
60
IV. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Οι αρχές της τέχνης του πολέμου είναι υπερβολικά εύκολες καθαυτές, βρίσκονται πολύ κοντά στην υγιή κοινή λογική, κι αν απαιτούν περισσότερη ειδική γνώση στην τακτική απ' ότι στην στρατηγική, αυτή η γνώση είναι τόσο μικρού μεγέθους, ώστε δεν συγκρίνεται με οποιοδήποτε άλλη επιστήμη σε βαθειά συνοχή και σε ποικιλία. Εδώ η μόρφωση και η βαθειά επιστήμη δεν είναι απαραίτητες, ούτε ακόμη και οι εξαιρετικές αντιληπτικές ικανότητες. Εάν, εκτός από την πεπειραμένη κρίση, απαιτείτο μια ειδική διανοητική ικανότητα, μετά απ’ όλα αυτά που ειπώθηκαν, αυτή θα ήταν ο δόλος ή η πανουργία. Επί μακρόν έχει υποστηριχθεί το αντίθετο, αλλά μόνον από ψεύτικη ευλάβεια για το θέμα, από ματαιοδοξία των συγγραφέων που έχουν γράψει για αυτό. Ένας απροκατάληπτος στοχασμός πρέπει να μας πείσει περί αυτού, όμως η εμπειρία έχει καταστήσει αυτήν την πεποίθηση ισχυρότερη. Ακόμη και στον επαναστατικό πόλεμο, βρίσκουμε κάποιο πλήθος ανθρώπων που αποδείχθηκαν επιδέξιοι στρατηγοί, συχνά ως στρατηγοί πρώτου μεγέθους, οι οποίοι δεν απήλαυσαν ουδεμιάς στρατιωτικής εκπαίδευσης. Για τον Κοντέ 17, τον Βαλλένστάιν 18, τον Σουβάροφ 19 και πολλούς άλλους, αυτό (σ.τ.μ. δλδ η στρατιωτική εκπαίδευση), είναι τουλάχιστον πολύ αμφισβητήσιμο. Η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου είναι πολύ δύσκολη, δεν υφίσταται ουδεμία αμφιβολία. Μόνο που η δυσκολία δεν έγκειται στο ότι θα απαιτείτο ειδική μόρφωση ή εξαιρετική μεγαλοφυΐα για να αντιληφθούμε τις αληθινές αρχές του πολέμου. Αυτές είναι σε θέση να τις αντιληφθεί οποιοδήποτε καλά οργανωμένο μυαλό («κεφάλι»), το οποίο είναι απροκατάληπτο και όχι ολότελα ανεξοικείωτο με το αντικείμενο. Ακόμη και η εφαρμογή αυτών των αρχών στον χάρτη ή στο χαρτί δεν έχει καμία δυσκολία, και το να επινοηθεί ένα καλό σχέδιο επιχειρήσεων δεν είναι δα και κανένα μεγάλο αριστούργημα. Η όλη δυσκολία υπάρχει σ αυτό : Να παραμείνει κάποιος πιστόςστην εφαρμογή των αρχώντις οποίες έχει θεσπίσει ο ίδιος
61
Σκοπός αυτής της καταληκτικής παρατήρησης είναι να επιστήσει την προσοχή σ’ αυτήν την δυσκολία. Και εγώ θεωρώ, ως το σημαντικότερο αντικείμενο που ήθελα να προσεγγίσω μέσω αυτής της πραγματείας, το να δώσω στην Βασιλική σας Υψηλότητα μια σαφή ξεκάθαρη εικόνα. Όλη η διεξαγωγή του πολέμου μοιάζει με τα έργα ενός περίπλοκου μηχανήματος με τεράστια τριβή, έτσι ώστε οι συνδυασμοί που σχεδιάζονται με ελαφρότητα στο χαρτί, μπορούν να εκτελεσθούν μόνον με μεγάλες προσπάθειες . Επομένως, η ελεύθερη θέληση και το πνεύμα του στρατηγού, στις κινήσεις του θα αισθάνονται διστακτικά όλες τις στιγμές. Και από την μια πλευρά, χρειάζεται μια μοναδική δύναμη του νου και της ψυχής για να υπερνικήσει αυτήν την αντίσταση, από την άλλην όμως, λόγω αυτής της τριβής έχουν χαθεί κάποιες καλές ιδέες και πρέπει να πραγματοποιήσουμε απλούστερα και συγκρατημένα ότι συνδυασμένα θα είχε αποδώσει μεγαλύτερη επενέργεια. Μπορεί να είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε διεξοδικά τις αιτίες αυτής της τριβής, αλλά οι βασικές είναι οι ακόλουθες: 1. Πάντα κάποιος γνωρίζει πολύ λιγότερα για την θέση και τα μέτρα του εχθρού, απ’ όσα προϋπέθετε στα σχέδια. Εάν έχουμε σφάλλει στο σχέδιό μας, την στιγμή που θέλουμε να εφαρμόσουμε μια καθορισμένη απόφαση, προκύπτουν χίλιες αμφιβολίες για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να συνδεθούν μ’ αυτήν. Ένα συναίσθημα ανησυχίας, που συχνά επέρχεται στους ανθρώπους κατά την εφαρμογή μεγάλων πραγμάτων, δυναμώνει και σ’ εμάς, και από αυτό έως το άγχος για την αναποφασιστικότητα, και από εκεί έως τα ημίμετρα, υπάρχει ένα μικρό, αδιάκριτο βήμα. 2. Όχι μόνον είναι κανείς αβέβαιος για τις δυνάμεις του εχθρού, αλλά η φήμη (όλες οι ειδήσεις που λαμβάνουμε, από τα φυλάκια, μέσω κατασκόπων, ή τυχαία) υπερβάλλει το μέγεθός τους. Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι δειλής φύσεως, γι’ αυτό και υπάρχει μια συχνή μεγαλοποίηση του κινδύνου. Ένεκα τούτου, συνδυάζονται όλες οι επιδράσεις στον στρατηγό, για να του δώσουν μια ψευδή εντύπωση των εχθρικών δυνάμεων, τις οποίες έχει εμπρός του, και εδώ έγκειται μια νέα πηγή αναποφασιστικότητας.
62
Δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί επαρκώς για την αβεβαιότητα αυτήν πολύ, κι’ είναι σημαντικό να προετοιμαστεί γι’ αυτό εξ αρχής. Αφότου κανείς έχει μελετήσει γαλήνια εκ των προτέρων τα πάντα, έχει αναζητήσει και έχει βρει, δίχως προκατάληψη, την πιθανότατη περίπτωση, δεν πρέπει να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει αμέσως την προηγούμενη άποψη. Αντίθετα, πρέπει να υποβάλλει σε προσεκτική κριτική τις τρέχουσες πληροφορίες, πρέπει να τις συγκρίνει περισσότερο μεταξύ τους, να αναζητά καινούργιες κοκ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανασκευάζονται πολύ συχνά οι σφαλερές πληροφορίες και επιβεβαιώνονται οι πρώτες πληροφορίες. Και στις δύο περιπτώσεις, αποκτά κανείς βεβαιότητα και έτσι μπορεί να λάβει την απόφασή του. Εάν λείψει αυτή η βεβαιότητα, πρέπει να ειπεί στον εαυτό του ότι τίποτα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον πόλεμο χωρίς τόλμη, ότι πάντα η φύση του πολέμου βεβαίως δεν τον αφήνει να δει που πηγαίνει, πως ότι είναι τώρα πιθανό θα είναι πάντα πιθανό, έστω κι’ αν ετούτη την στιγμή μπορεί να μην φαίνεται έτσι, και τελικά πως αν έχει κάνει εύλογες προετοιμασίες, δεν μπορεί να καταρρακωθεί αμέσως από ένα μοναδικό σφάλμα. 3. Η αβεβαιότητά για την οιαδήποτε κατάσταση των πραγμάτων δεν αφορά μόνον στον εχθρό, αλλά επίσης και στον δικό μας στρατό. Αυτή η αβεβαιότητα σπάνια μπορεί να συγκρατηθεί μέχρι του σημείου να είναι κάποιος σε θέση κάθε στιγμή να ερευνήσει σαφώς όλα τα μέρη της, και εάν κανείς είναι επιρρεπής στο άγχος, τότε θα προκύψουν νέες αμφιβολίες. Θα θελήσει να περιμένει, και η αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της αναμονής είναι μια καθυστέρηση στο καθολικό αποτέλεσμα. Πρέπει επομένως κανείς να έχει εμπιστοσύνη στις ίδιες του τις γενικές προετοιμασίες, ότι αυτές θα παραγάγουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Πρώτιστα εδώ, στις γενικές προετοιμασίες, ανήκει η εμπιστοσύνη στους αναπληρωτές του. Ασφαλώς, πρέπει επίσης να επιλέξει ανθρώπους στους οποίους μπορεί να στηριχθεί και να αφήσει κατά μέρος κάθε άλλη εκτίμηση. Εάν έχει κάνει τις κατάλληλες προετοιμασίες, έχοντας λάβει υπόψη τις πιθανές κακοτυχίες, και είναι έτσι προετοιμασμένος ώστε να μην χαθεί αμέσως εάν αυτές εμφανιστούν κατά την διάρκεια της εφαρμογής, τότε πρέπει να προχωρήσει θαρραλέα μέσα στην νύχτα της αβεβαιότητας 63
4. Εάν κάποιος θέλει να διεξάγει πόλεμο με μεγάλη προσπάθεια των δυνάμεων, τότε οι υφιστάμενοι διοικητές, και τα ίδια τα στρατεύματα (ειδικά εάν δεν είναι συνηθισμένα στον πόλεμο) θ’ αντιμετωπίσουν συχνά δυσχέρειες, τις οποίες θα ανακηρύξουν ανυπέρβλητες. Θα βρίσκουν την πορεία πολύ μακρά, την προσπάθεια πολύ μεγάλη, τον ανεφοδιασμό απίθανο. Εάν κανείς προσφέρει ακρόαση σ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, όπως τις αποκαλούσε ο Φρειδερίκος ο Β’, σύντομα θα υποκύψει εντελώς, κι’ αντί να ενεργεί με δύναμη κι’ ενέργεια, θα καταστεί αδύναμος και άπρακτος. Για ν’ αντισταθεί σ’ όλα αυτά, πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην ίδια του την αντίληψη, την διορατικότητα και την πεποίθησή του. Αυτή η εμπιστοσύνη συνήθως, εμφανίζεται στιγμιαία ως πείσμα, όμως αυτή είναι η ισχύς του νου και του χαρακτήρα, την οποία αποκαλούμε σθεναρότητα. 5. Τα αποτελέσματα στα οποία υπολογίζει κανείς στον πόλεμο, δεν είναι ποτέ τόσο ακριβή, όσο θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ο οποίος δεν παρετήρησε προσεκτικά τον πόλεμο και δεν είναι συνηθισμένος σ’ αυτόν. Συχνά κανείς υπολογίζει λαθεμένα την πορεία μιας φάλαγγας καθυστερημένης επί αρκετές ώρες, δίχως να μπορούσε να ειπεί που έγκειται η καθυστέρηση. Συχνά συναντά εμπόδια τα οποία δεν μπόρεσε να υπολογίσει. Συχνά σκοπεύει να φθάσει σ’ ένα σημείο με το στρατό και πρέπει να υπολειφτεί απ’ αυτό επί πολλές ώρες. Συχνά ένα μικρό φυλάκιο που εγκαθιστούμε κατορθώνει πολύ λιγότερα απ’ ότι περιμέναμε, ενώ ένα εχθρικό φυλάκιο πολύ περισσότερα. Συχνά οι πόροι ì ιας περιοχής δεν επαρκούν επί όσο περιμέναμε, όσο πιστεύαμε κοκ. Όλες αυτές τις αναστολές δεν μπορούμε να τις επανορθώσουμε αλλιώς, παρά με πολύ μεγάλες προσπάθειες, τις οποίες ο στρατηγός θα κατορθώσει μόνο μέσω μιας αυστηρότητας που συνορεύει με τα όρια της αναλγησίας. Μόνον έτσι, μόνον όταν γνωρίζει πως πάντα συντελείται οτιδήποτε το δυνατόν, μπορεί να είναι βέβαιος ότι αυτές οι μικρές δυσκολίες δεν θα προξενήσουν μια μεγάλη επίδραση στις επιχειρήσεις, ότι δεν θα υπολείπεται κατά πολύ από τον στόχο που θα μπορούσε να επιτύχει. 7. Ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων, όπως και αν ήθελε διενεργηθεί, είτε μέσω αποθηκών ή επιτάξεων, έχει πάντα μια τέτοια δυσκολία, η οποία μπορεί να έχει πολύ αποφασιστική φωνή στην επιλογή των μέτρων. Ο ανεφοδιασμός 64
είναι συχνά αντίθετος προς τον πλέον αποτελεσματικό συνδυασμό και μας εξαναγκάζει ν’ αναζητήσουμε εφόδια ενώ κάποιος θα επιθυμούσε να επιδιώξει την νίκη και την λαμπρή επιτυχία. Από αυτόν κυρίως αποκτά η σύνολη μηχανή δυσκινησία, η οποία κρατά τα αποτελέσματα κατά πολύ χαμηλότερα από την έξαρση των μεγάλων σχεδίων . Ένας στρατηγός, ο οποίος απαιτεί τους πλέον ακραίους μόχθους και τις μέγιστες στερήσεις από τα στρατεύματά του με τυραννική βία, ένας στρατός, ο οποίος είναι συνηθισμένος σε τέτοιες θυσίες, σε μακρούς πολέμους, πόσο πλεονέκτημα θα έχουν, πόσο γρηγορότερα θα επιτύχουν τον στόχο τους, παρά αυτά τα εμπόδια. Με το ίδιο καλά σχέδια, πόσο διαφορετικό αποτέλεσμα! 8. Γενικά και για όλες τις περιπτώσεις, κανείς δεν μπορεί να παρουσιάσει αρκετά ισχυρά την ακόλουθη παρατήρηση: Οι οπτικές εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς κατά την διεξαγωγή του πολέμου είναι ζωηρότερες από εκείνες που βρήκε νωρίτερα μέσω του ωρίμου στοχασμού. Αλλά αυτές είναι μόνον η πρώτη επιφανειακή άποψη των πραγμάτων, η οποία, όπως γνωρίζουμε, σπανίως ανταποκρίνεται στην ουσία τους. Συνεπώς διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να θυσιάσει τον ώριμο στοχασμό για την πρώτη εντύπωση. Διότι αυτή η πρώτη εντύπωση κατά κανόνα ρέπει προς τον φόβο και την υπερβολική επιφύλαξη, έγκειται στην φυσική ατολμία των ανθρώπων, η οποία διακρίνει τα πάντα μονόπλευρα. Άρα πρέπει κανείς να οπλιστεί ενάντια σ’ αυτήν, να έχει τυφλή πίστη στα αποτελέσματα των δικών του προτέρων ώριμων στοχασμών, ώστε να ενδυναμωθεί απέναντι στις αποδυναμωτικές εντυπώσεις της στιγμής. Η βεβαιότητα και η σταθερότητα του ίδιου του φρονήματος εξαρτώνται απ’ αυτήν την δυσκολία της διεξαγωγής. Για τούτο είναι τόσο σημαντική η μελέτη της στρατιωτικής ιστορίας, επειδή κανείς μέσω αυτής κατανοεί μαζικά τα πράγματα, βλέπει ο ίδιος την πορεία τους. Οι αρχές τις οποίες κάποιος μπορεί να μάθει μέσω ενός θεωρητικού μαθήματος, είναι κατάλληλες μόνον για να διευκολύνουν αυτήν την μελέτη και να επιστήσουν την προσοχή μας στα σημαντικότατα στοιχεία της πολεμικής ιστορίας. Η Βασιλική Σας Υψηλότητα, συνεπώς, πρέπει σκόπιμα να γνωριστεί με τις αρχές αυτές, ώστε να τις επιβεβαιώσει με 65
την ανάγνωση της πολεμικής ιστορίας, για να δει αν συμπίπτουν με την πορεία των πραγμάτων, και πού επαληθεύονται ή ανασκευάζονται από αυτήν. Επί πλέον όμως, μόνον η μελέτη της πολεμικής ιστορίας είναι ικανή να δώσει στην έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, μια φανερή εντύπωση αυτού το οποίο απεκάλεσα η τριβή της συνόλου μηχανής . Βεβαίως δεν πρέπει κανείς να παραμένει στα κύρια συμπεράσματά, κι’ ακόμη λιγότερο, στους συλλογισμούς των ιστορικών, αλλά πρέπει να διεισδύει, όσο το δυνατόν στις λεπτομέρειες. Γιατί, σπάνια ο σκοπός των ιστορικών είναι η παρουσίαση της απόλυτης αλήθειας. Συνήθως θέλουν να εξωραΐσουν τις πράξεις του στρατού τους ή να αποδείξουν την σύμπτωση των γεγονότων με τους υποτιθέμενους κανόνες τους. Κατασκευάζουν την ιστορία αντί να την καταγράφουν. Γι’ αυτόν τον σκοπό δεν είναι αναγκαία πολλή ιστορία. Η λεπτομερής γνώση μιας δυάδας ξεχωριστών μαχών είναι χρησιμότερη από την γενική γνώση πολλών εκστρατειών. Είναι συνεπώς χρησιμότερο να διαβάζετε περισσότερα ξεχωριστά ημερολόγια και περιγραφές, όπως βρίσκει κανείς στα περιοδικά, αντί για σποραδικά ιστορικά βιβλία. Ένα δείγμα μιας τέτοιας περιγραφής που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, είναι η εξιστόρηση της άμυνας του Μένιν 20 το έτος 1794, στα απομνημονεύματα του Στρατηγού φον Σάρνχορστ 21. Αυτή η αφήγηση, ειδικά η αφήγηση της εξόδου και της διάσπασης των εχθρικών γραìμών, θα παρέξει στην Βασιλική Σας Υψηλότητα ένα μέτρο για το πώς πρέπει κάποιος να γράφει πολεμική ιστορία. Καμιά μάχη στον κόσμο δεν με έχει πείσει τόσο όσο αυτή, ότι κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει για την επιτυχία μέχρι την ύστατη στιγμή, και ότι η επίδραση καλών αρχών, η οποία γενικά δεν εκδηλώνεται τόσο τακτικά όσο νομίζει κανείς, μπορεί απρόσμενη να επανεμφανιστεί, ακόμη και στις μάλιστα ατυχείς περιστάσεις, κι’ όταν κανείς πιστεύει την επίδρασή αυτών των αρχών ως ήδη χαμένη. Κάποιο ισχυρό συναίσθημα πρέπει να διεγείρει τις μεγάλες δυνάμεις ενός στρατηγού, είτε είναι η φιλοδοξία όπως στον Καίσαρα, το μίσος για τον εχθρό όπως στον Αννίβα, ή η υπερηφάνεια μιας ένδοξης ήττας, όπως στον Φρειδερίκο τον Μέγα. Ανοίξτε την καρδιά Σας σ’ ένα τέτοιο συναίσθημα. Να Είστε τολμηρός και πανούργος στα σχέδιά Σας, σταθερός και επίμονος στην εφαρμογή τους, αποφασισμένος να βρείτε μιαν ένδοξη ήττα, και το πεπρωμένο θα 66
στέψει το νεανικό Σας μέτωπο μ’ ένα ακτινοβόλο στέμμα, το οποίο είναι ένα κόσμημα των πριγκίπων, του οποίου το φώς θα μεταφέρει την εικόνα της πορείας σας στις καρδιές των τελευταίων μακρινών απογόνων σας.
67
68
ΕΠΕΞΗΓΗΤΙΚΕΣ Η΄ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Φρειδερίκος ο Β’ της Πρωσσίας, ο αποκαλούμενος «Μέγας»
Ο σημαντικότερος Πρώσσος μονάρχης, τα πολεμικά κατορθώματα και τα διπλωματικά επιτεύγματα οποίου επέφεραν τον διπλασιασμό της έκτασης του βασιλείου της Πρωσσίας. Γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 24 Ιανουαρίου 1712 και εν πολλοίς θεωρείται ο ουσιαστικός ιδρυτής της σύγχρονης Γερμανίας. Ήταν γιος του Φρειδερίκου – Γουλιέλμου του Α’ και της Πριγκήπισσας Σοφίας – Δωροθέας του Ανοβέρου. Ο πατέρας του φρόντισε ώστε να ακολουθήσει ιδιαίτερα αυστηρή στρατιωτική αγωγή, αν και ως νεαρός ο Πρίγκιπας είχε έντονη κλίση προς τις φιλολογικές μελέτες, ενώ εθαύμαζε απεριόριστα και ανυπόκριτα τους Γάλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ήταν ικανός φλαουτίστας, διάβαζε μετά μανίας γαλλική ποίηση και έγραφε γαλλικούς στίχους, προτιμούσε δε να μιλάει γαλλικά αντί την μητρική του γλώσσα. Όταν ήταν έφηβος είπε χαρακτηριστικά : «Είμαι ποιητής και μπορώ να γράψω 100 στίχους σε δυο ώρες. Θα μπορούσα να γίνω μουσικός, φιλόσοφος, φυσικός ή μαθηματικός. Αυτό που ποτέ μου δεν θα γίνω είναι στρατηγός ή πολεμιστής…» Τελικά αποδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες της ιστορίας, γεννήτορας της χαλύβδινης πρωσσικής πολεμικής μηχανής και κατά συνέπεια της μέλλουσας Γερμανικής, καθώς στην μορφοποίηση της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η Πρωσσία που είχε τον καθοδηγητικό ρόλο όφειλε απόλυτα την δύναμη της στον Μεγάλο Φρειδερίκο. Ουδέποτε στην πολυτάραχη κι’ αιματηρή νεότερη ιστορία της η «γηραιά ήπειρος» δεν εξεπλάγη από κάποια προσωπικότητα όσο από αυτόν τον πολυμήχανο και πολυτάλαντο άνδρα. Εκτός από πολέμαρχος, υπήρξε επίσης ποιητής, φιλόσοφος και φιλότεχνος. Κυβέρνησε την χώρα του με ανθρωπισμό, δικαιοσύνη και πυγμή, ενεθάρρυνε και υποστήριξε την ανάπτυξη της βιομηχανίας, την συστηματοποίηση της γεωργίας, την διασπορά και εκβάθυνση της μόρφωσης των υπηκόων του, (θέσπισε για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρώπης την
υποχρεωτική εκπαίδευση), ενώ έθεσε τα ρωμαλέα θεμέλια του κλιμακούμενου πρωσσικού πλούτου. Ήταν ηγέτης εξαιρετικού ήθους και χαρακτήρα, ο οποίος παρακινούσε τους άνδρες του να τον ακολουθούν αδίστακτα, να πολεμούν και να πεθαίνουν για την τιμή του και τις ιδέες του. Σε ηλικία 18 χρονών ο Φρειδερίκος αποπειράθηκε να δραπετεύσει από τον ασφυκτικό κλοιό της πιεστικής πατρικής μέριμνας. Στην «απόδραση» του αυτή τον βοήθησε ο παιδικός φίλος του, Υπολοχαγός Χανς Χέρμαν φον Κάττε, (ο οποίος ήταν γιος Αντιστράτηγου και εγγονός Στρατάρχη). Το μυστικό όμως προδόθηκε και ο πρίγκιπας μαζί με το «συνένοχό» του νεαρό Αξιωματικό συνελήφθησαν πριν ολοκληρωθεί το σχέδιο τους και φυλακίστηκαν στο φρούριο του Κυστρίν. Με βασιλική διαταγή οδηγήθηκαν να δικαστούν και οι δυο, οπότε οι δικαστές αποφάνθηκαν πως ήσαν αναρμόδιοι να δικάσουν τον Διάδοχο του πρωσσικού θρόνου. Αμέσως ο βασιλιάς ακύρωσε την απόφαση και επέβαλε την δική του ως ανώτατος δικαστής : Ο Φρειδερίκος φυλακίστηκε στο Κύστριν και ο φον Κάττε αποκεφαλίστηκε στις 6 Νοεμβρίου 1730, μπροστά στον Φρειδερίκο. Μετά από ένα περίπου χρόνο ο Φρειδερίκος «συμφιλιώθηκε» τυπικά με τον πατέρα του, σκεπάζοντας την συντριπτική του πικρία και ανασυνδέθηκε με την θέση εξουσίας του, γεγονός το οποίο θα άλλαζε οριστικά τον ρου της πρωσσικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1740) ο Φρειδερίκος στέφθηκε Βασιλιάς της Πρωσσίας και σε αντίθεση με τις προβλέψεις των φανερών ή αφανών κριτών του, κυβέρνησε με ιδιαίτερο δυναμισμό, αστείρευτη ενεργητικότητα και άκαμπτη αποφασιστικότητα. Κατά την περίοδο της βασιλείας του επέβαλε με ανυποχώρητη αυστηρότητα ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις και ουσιώδεις καινοτομίες σε όλους, κυριολεκτικά, τους τομείς της πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Πρωσσίας. Ένα χαρακτηριστικό, πρωτοποριακό για την εποχή πολιτικό μέτρο που έλαβε, ήταν η κατάργηση των βασανιστηρίων ως μέσου ανακρίσεων και σωφρονισμού, καθώς και η άρση της κρατικής λογοκρισίας που ενεθάρρυνε την ελευθερία του λόγου στους υπηκόους του. Εφήρμοσε δραστική οικονομική πολιτική με σοφό σχεδιασμό και αριστοτεχνική διαχείριση, πράγμα που οδήγησε σε ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη 70
και κοινωνική ομόνοια την χώρα και το λαό του. Υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτικός με τις δημόσιες δαπάνες, ενώ εξέδωσε «βασιλικό διάταγμα» με το οποίο οι κρατικοί υπάλληλοι δεσμεύθηκαν να θέτουν σε πρώτη μοίρα το «συμφέρον του απλού λαού». Ο Φρειδερίκος απέδειξε επίσης πως εκτός από φωτισμένο μυαλό ήταν και ανεκτικός κυβερνήτης : Με νόμο περί ανεξιθρησκίας, επέτρεψε την απόλυτη θρησκευτική ελευθερία στην Πρωσσία, δηλώνοντας : «Ο μόνος δικός μου Θεός είναι το καθήκον μου». Όμως, η κυριότερη φροντίδα του Φρειδερίκου, καθ’ όλη την βασιλεία του υπήρξε η διατήρηση ικανού και ετοιμοπόλεμου στρατεύματος, υπό την άμεση επίβλεψη του. Τρία μόλις χρόνια πριν πεθάνει ο πατέρας του είπε προφητικά : «Ποιος ξέρει αν η θεία Πρόνοια δεν επεφύλαξε σε μένα να χρησιμοποιήσω κάποια ημέρα, με ένδοξο τρόπο, αυτά τα στρατιωτικά μέσα και να πραγματοποιήσω τα σχέδια που προόριζε για μένα η προνοητικότητα του πατέρα μου;». Στα χρόνια της βασιλείας του επέδειξε έντονη και πολυεπίπεδη στρατιωτική δράση: Το πρώτο ήμισυ της διακυβέρνησής του αφιερώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στον πόλεμο εναντίον της Αυστρίας υπό την Μαρία Θηρεσία ως κύρια αντίπαλό του και την κατοχή της Σιλεσίας ως κομβική αιτία: τότε διεξήχθησαν ο Πρώτος και ο Δεύτερος Σιλεσιακός Πόλεμος (1740-45), καθώς και ο «Επταετής» πόλεμος (1756- 63). Μετά από τους πολέμους της Σιλεσίας, ο Φρειδερίκος έδωσε στην Ευρώπη την ευκαιρία να δει το ρόλο του και ως νομοθέτη. Είναι εμπνευστής του αστικού και ποινικού κώδικα (Codex Fridericianus), που μετερρύθμισε ολόκληρη τη γερμανική νομοθεσία, επισπεύδοντας τις δίκες και δημιουργώντας ένα αδιάφθορο Σώμα δικαστών και εξαιρετικών δικηγόρων. Ήταν ένα ευρύ νομοθετικό έργο, βαθύτατα και οργανικά εμπνευσμένο από τις αρχές του Ρωμαϊκού δικαίου. Η αδικία στην εποχή του Φρειδερίκου δεν έβρισκε δικαιολογία στα τεχνάσματα των δικηγόρων ή στα «παραθυράκια» της νομικής φρασεολογίας, καθώς στο εσωτερικό της χώρας καθιέρωσε και παγίωσε το «Κράτος Δικαίου». Επανερχόμενοι στον στρατιωτικό τομέα θα πρέπει να αναφερθούμε και πάλι στον πόλεμο, στον οποίο ο Μέγας Φρειδερίκος αναδείχθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες όλων των εποχών. 71
Υπήρξε ο «εμπνευστής και πρώτος εφαρμοστής των ασκήσεων ελιγμών Μεγάλων Μονάδων, τις οποίες καθιέρωσε από το 1743, πράγμα που προσέφερε στους Στρατηγούς του ανεκτίμητη εμπειρία στην Διοίκηση τέτοιων κλιμακίων από τον καιρό της ειρήνης». Στον Β’ Σιλεσιακό Πόλεμο, ο Φρειδερίκος, δεδηλωμένος λάτρης της «ταχυκινησίας» και της «διαρκούς επίθεσης», εφήρμοσε επιτυχημένα αρκετές τακτικές και τεχνικές καινοτομίες, όπως το ελαφρύ ιππικό και το ελαφρύ πυροβολικό. Όταν οι εχθρικές προθέσεις των αντιπάλων του πήραν έκδηλα απειλητικό χαρακτήρα, ανέλαβε πρώτος επιθετικές πρωτοβουλίες και πυροδότησε τον πανευρωπαϊκό «Επταετή Πόλεμο» (1756-1763). Κατά την διάρκεια του πολέμου αυτού, η Πρωσσία, που συμμάχησε με την Μεγάλη Βρετανία, έπρεπε να αντιπαλέψει, την στρατιωτικά ανώτερη συμμαχία της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Σουηδίας, και της Σαξωνίας. Αυτήν την περίοδο ο Φρειδερίκος απέδειξε την ασυνήθιστη ικανότητα και το θάρρος του ως στρατιωτικός ηγέτης. Μπόρεσε να αντιμετωπίσει συντριπτικά ισχυρότερα στρατεύματα και τελικά να ανατρέψει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην πρώτη ήττα του στο Κολίν, τον Ιούνιο του 1757, μετά από λανθασμένες εκτιμήσεις κάποιων στρατηγών του. Ακολούθησε η περίφημη μάχη του Ρόσσμπαχ, τον Νοέìβριο του 1757, οπότε αφού διάνυσε με τους 22.000 άνδρες του 170 μίλια σε 12 ημέρες και με το θρυλικό ιππικό του διέλυσε τον εχθρό, έχοντας μόνο 165 νεκρούς, ενώ οι αντίπαλοι του μετρούσαν 10.000 απώλειες. Την περίτρανη αυτή νίκη δεν πρόλαβε να την πανηγυρίσει, αφού τον Νοέμβριο του ίδιου έτους 90.000 Αυστριακοί καταλαμβάνουν το Μπρεσλάου στην Σιλεσία. Εκεί αναγκάστηκε να προστρέξει ο Φρειδερίκος, όπου έδωσε την μεγαλειωδέστερη μάχη του στο Λώυτεν την 5η Δεκεμβρίου του 1757 (βλέπε σε επόμενη σημείωση), η οποία διδάσκεται ακόμη και σήμερα στις στρατιωτικές σχολές όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Ακολούθησε η συντριβή του στρατού του στο Κούνερσντορφ, τον Αύγουστο του 1759, μετά από σημαντικό τακτικό λάθος. Στην μάχη αυτή ο Πρώσσος Βασιλιάς έχασε τα 2/5 του στρατού του, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο στους 72
«Συμμάχους» που εισήλθαν στο Βερολίνο. Ο ίδιος κινδύνευσε να σκοτωθεί δυο φορές και καταριόταν τις σφαίρες που δεν τον έπλητταν. Με δυσκολία οι συνοδοί του τον εμπόδισαν όταν αποφάσισε να σταθεί όρθιος, αφιππεύοντας μπροστά σε έναν ουλαμό του εχθρικού ιππικού. « Η δυστυχία μου είναι ότι ζω ακόμα. Όλοι το βάζουν στα πόδια και δεν διευθύνω πια τους ανθρώπους μου». Η αδάμαστη επιμονή του, η ιδιοφυΐα και η εξαιρετική εμπιστοσύνη που ενέπνεε στους άνδρες του, η προσωπικότητα του Φρειδερίκου αποδείχθηκαν ξανά το 1760 εναντίων των Αυστριακών και το 1761 εναντίον των Γάλλων. Ο πόλεμος φαίνεται να σταματά λόγω κόπωσης όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων το 1761. Η μάχη στο Μπούκερσντορφ, τον Ιούλιο του 1762, είναι η τελευταία του Φρειδερίκου και η προτελευταία του πολέμου. Η συνθήκη των Παρισίων, τον Φεβρουάριο του 1763, αναγνωρίζει τον Μεγάλο Φρειδερίκο ως αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο της Σιλεσίας και ως μεγάλο ηγέτη της ισχυρότερης στρατιωτικής δύναμης της κεντρικής Ευρώπης. Η εκπαίδευση και η διαπαιδαγώγηση αυτού του Στρατού, στηριζόταν στην τυφλή πειθαρχία και την εκτέλεση όλων των διαταγών χωρίς αντίρρηση. Το ιδιότυπο αυτό κράμα τευτονικής παράδοσης και λεπτομέρειας , αλλά και σπαρτιατικής αγωγής και σκληρότητας, (που υπενθυμίζει την ιαπωνική «Χαγκακουρέ» του νεότερου «μπουσίντο»), αποκλήθηκε εìφατικά και ημιειρωνικά «πτωματική υπακοή», καθώς μετέπλαθε τον μαχητή σε μια αδίστακτη και αποτελεσματική μηχανή πολέμου, ένα φονικό όν «υπάκουο σαν πτώμα». Χαρακτηριστικά καταγράφεται ότι, η σιδερένια πειθαρχία που επέβαλλε στον στρατό του ο Φρειδερίκος, μόλις ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, οδήγησε σε ελάχιστο χρόνο 400 Αξιωματικούς του σε παραίτηση. «Για κάθε κράτος, από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, η αρχή της εξάπλωσης είναι ο θεμελιώδης νόμος της ζωής» έγραφε ο Φρειδερίκος. «Δεν ήταν ο στρατός που υπερασπίστηκε επί επτά χρόνια την Πρωσσία εναντίον των μεγαλυτέρων δυνάμεων της Ευρώπης: ήταν ο Μέγας Φρειδερίκος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μέγας Ναπολέων, που τον θαύμαζε και όταν επισκέφθηκε τον τάφο του μετά την μάχη της Ιένα, απευθυνόμενος στους Στρατάρχες του, διέταξε: «Αποκαλυφθείτε κύριοι, εάν ζούσε αυτός, εμείς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ ». 73
Ο Φρειδερίκος διακρίθηκε επίσης και ως συγγραφέας. Το 1747 συνέγραψε τις «Γενικές Αρχές του Πολέμου» όπου αναφέρει με ποιον τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζουν την λιποταξία οι Διοικητές: « Οι δυνάμεις πρέπει να είναι συγκεντρωμένες, γιατί η μάζα δίνει ισχύ. Η άνευ εξαιρετικού λόγου διάσπασή τους είναι τραγικό λάθος.» Ένα άλλο σύγγραμμα του είναι το «Αντι-Μακιαβέλι» όπου ο Φρειδερίκος ασκεί δριμεία κριτική στον «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλι, χαράσσοντας συνάμα και το ιδεολογικό περίγραμμα του συστήματος της «Πεφωτισμένης Δεσποτείας». Εκφράζει την θέση ότι : «Ο ηγεμόνας οφείλει να είναι το όργανο της ευδαιμονίας του λαού του, όπως ο λαός είναι το όργανο της δόξας εκείνου», και προσπαθεί να ανατρέψει τα αξιώματα του Μακιαβέλι. Στο έργο αυτό, που ήταν βασισμένο στις αρχές του Διαφωτισμού, υποστήριξε ότι η ηθική του ηγεμόνα πρέπει να στηρίζεται στην αρετή, στην δικαιοσύνη και στην υπευθυνότητα. Έτσι ικανοποιούσε και την φιλοδοξία του να υπηρετεί ως «Φιλόσοφος - Βασιλιάς». Σε σχέση με την φιλοδοξία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι πέρα για πέρα αλήθεια πως αν αποπειραθούμε την ανατομία της δόξας, θα δούμε πως είναι κάτι ολότελα ασήμαντο. Γιατί να περηφανευόμαστε όταν μας κρίνουν οι αμαθείς και μας εκτιμούν οι ανόητοι, όταν ακούμε να προφέρουν το όνομά μας με έπαινο, με ψόγο ή ακόμη και με μίσος, πολλές φορές δίχως λόγο; Αλλά και πάλι τι θα γίνονταν οι ενάρετες και οι αξιέπαινες πράξεις αν δεν αγαπούσαμε τη δόξα;» Επίσης μέχρι τον θάνατό του το 1786, έγραψε τραγωδίες, ύμνους, σάτιρες, επιγράμματα, ποιήματα, καθώς και ποικίλες μονογραφίες όπως «Η τέχνη του πολέμου», «Απομνημονεύματα σχετικά με την τύχη του Βραδεμβούργου», «Ιστορία του Επταετούς Πολέμου», αλλά συνέθεσε και πολυάριθμες μουσικές συνθέσεις. Ο Φρειδερίκος της Πρωσσίας είναι το πρότυπο του «ελέω θεού πεφωτισμένου ηγεμόνος». Μια χαρακτηριστική φράση του, η οποία φανερώνει την ταπεινοφροσύνη και συνάμα έναν εσωτερικό αυτοσαρκασμό είναι η εξής: «Όλοι λένε πως εμείς οι Βασιλιάδες είμαστε η εικόνα του Θεού επί της γης. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα: Τόσο το χειρότερο για το Θεό εάν του μοιάζω… Σ’ αυτήν την
74
χώρα κάθε άνθρωπος θα πάει στους ουρανούς με το δικό του τρόπο ». Κριτικές και σατιρικοί λίβελοι εναντίον του προσώπου του δεν τον έθιγαν καθόλου. Αντίθετα, κάθε προσβολή του βασιλικού «αξιώματος» ή κακόβουλες αναφορές σε θέματα του στρατού του, αντιμετωπίζονταν με αυστηρά αντίμετρα. Οι πράξεις του Μεγάλου Φρειδερίκου ήταν πάντα σαφείς, όμως η ψυχοδιανοητική αιτία που τις προκάλεσε παραμένει συχνά ανεξιχνίαστη. Εκτός από το πολιτικό και στρατιωτικό έργο του, η απαρασάλευτη αίσθηση του καθήκοντος και το διαπρύσιο πάθος του να ενσαρκώσει το «Αγαθό» και το «Δίκαιο» δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως «Μέγα».
2.
Σιλεσιακοί (ή και Σιλεσιανοί ) Πόλεμοι
Τον Δεκέμβριο του 1740, επωφελούμενος από την δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας, με αφορμή την αμφισβητούμενη, λόγω φύλου, διαδοχή της στον θρόνο, ο πρωσσικός στρατός εισέβαλε στη Σιλεσία, εξαπολύοντας τον «Πόλεμο της αυστριακή διαδοχής». Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν βεβαίως η προσχεδιασμένη ανάσχεση της αυστριακής κυριαρχίας, την οποία ήθελε να αντικαταστήσει ο φιλόδοξος και οραματιστής Φρειδερίκος. Στις 8 Απριλίου του 1741 έδωσε την πρώτη και αποφασιστικότερη μάχη του πολέμου στο Μόλβιτζ, με 22.000 άνδρες εναντίον 18.000 αυστριακών, τους οποίους συνέτριψε, παρότι διακινδύνευσε μιαν ολική καταστροφή. Η νίκη του προήλθε από το φοβερό πρωσσικό πεζικό, αυτήν την ακάματη μαχητική μηχανή, με ανυπέρβλητο θάρρος, χαλύβδινη πειθαρχία και εξαίρετη εκπαίδευση, που συνέχισαν να υφίστανται επί 25 επιπλέον χρόνια τουλάχιστον. Κατά την εξέλιξη της μάχης ο ίδιος ο Φρειδερίκος κινδύνευσε να σκοτωθεί και διασώθηκε λόγω της αυτοθυσίας ενός Γάλλου μισθοφόρου στρατιώτη του. Η επόμενη μεγάλη μάχη διεξήχθη μετά από ένα χρόνο στο Τσότουτζιτς, όπου ο Φρειδερίκος αντιμετώπισε τους 28.000 Αυστριακούς του Πρίγκιπα Καρόλου της Λωραίνης, τους οποίους κατανίκησε καταλαì βάνοντας 18 πυροβόλα και 75
συλλαμβάνοντας 12.000 αιχμαλώτους, ενώ υπέστη 6.000 απώλειες. Στις 28 Ιουλίου του 1742 υπογράφεται η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με την «Βερολίνειο Συνθήκη» και λήγει ο Πρώτος Σιλεσιακός Πόλεμος. Έως το καλοκαίρι του 1744 η Πρωσσία παραμένει αμέτοχη στον πόλεμο, οπότε ο Φρειδερίκος φοβούμενος για την κλιμακούμενη ενδυνάμωση της Αυστρίας, σπεύδει με ισχυρό στράτευμα κατά της Πράγας, την οποία πολιορκεί σφοδρά επί εξαήμερο και την καταλαμβάνει. Η νίκη του αυτή υπήρξε «Πύρρειος», καθώς υπό την πίεση αυστριακών και ουγγρικών ενισχύσεων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη με βαρύτατες απώλειες 30.000 ανδρών. Τα άρτια εκπαιδευμένα και σκληρά γυμνασμένα στρατεύματα του ανέτρεψαν την περαιτέρω πορεία του πολέμου με μια σειρά από νικηφόρες μάχες, που οδήγησαν στη Συνθήκη της Δρέσδης, η οποία υπογράφηκε τα Χριστούγεννα του 1745, δίνοντας τέλος στον Β’ Σιλεσιακό Πόλεμο για την αυστριακή διαδοχή. Πριν την λήξη του, ο Φρειδερίκος οδηγώντας ο ίδιος το στρατό του με τόλμη, στις 3 Ιουνίου του 1745, στο Χοχενφράιντεμπεργκ, κατήγαγε περίτρανη νίκη επί των αντιπάλων του, προξενώντας τους απώλειες διπλάσιες από τις δικές του. Εκεί εφήρμοσε την αναβιωμένη μετά 2.000 χρόνια τακτική της «λοξής φάλαγγας» του Επαμεινώνδα, την «πλάγια διάταξη μάχης», χρησιμοποιώντας εκ παραλλήλου το έξοχο ιππικό του (το οποίο μόλις προ τετραετίας ήταν το πλέον….. ανεκπαίδευτο πρωσσικό όπλο). Ακόμη, την 30η Σεπτεμβρίου του 1745, ο Φρειδερίκος συναντάται πάλι με τον Κάρολο της Λωραίνης στο Ζουρ (ή Ζορ) της Βοημίας, όπου, παρά την σχεδόν διπλάσια εχθρική δύναμη νικά και πάλι, επελαύνοντας παράτολμα και αριστοτεχνικά με το ιππικό του επάνω σε ένα λόφο που τον κατέχει ο εχθρός. Στην επέλαση κινδυνεύει και ο ίδιος, αφού σκοτώνεται το άλογο του. Στο τέλος του πολέμου προσαρτά την Σιλεσία, διπλασιάζοντας τα εδάφη της Πρωσσίας και τριπλασιάζοντας τον πληθυσμό της.
76
3.
Μάχη του Λώυτεν
Μια από τις λαμπρότερες και αποφασιστικές νίκες του Φρειδερίκου κερδήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1757, κοντά στο σιλεσιακό χωριό Λώυτεν (τώρα πλέον πολωνικό και αποκαλούμενο Λουτύνια). Αυτή του η νίκη ενάντια στον κατά πολύ ανώτερο αυστριακό στρατό υπό τον Πρίγκηπα Κάρολο – Αλέξανδρο της Λωραίνης (89.000 άνδρες και 210 πυροβόλα των Αυστριακών έναντι 29.000 ανδρών και 167 πυροβόλων), οφειλόταν στην στρατιωτική μεγαλοφυΐα του Φρειδερίκου και επίσης στο άριστο ηθικό των ανδρών του, είναι δε η πλέον φημισμένη μάχη του «Επταετούς Πολέμου». Πριν από την μάχη, το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, παρουσία των Στρατηγών, των Διοικητών των Συνταγμάτων και Ταγμάτων του, ο Βασιλιάς, στο αρχηγείο του στο Πάρχβιτς, εξεφώνησε ένα διάσημο λόγο, (ο οποίος επεξηγεί το αντίστοιχο σημείο του Κλάουζεβιτς), που κατέληγε έτσι : « Κύριοι, ο εχθρός στέκεται πίσω από τις περιχαρακώσεις του, οπλισμένος μέχρι τα δόντια. Πρέπει να του επιτεθούμε και να τον νικήσουμε, ειδάλλως να θαφτούμε όλοι από τις συστοιχίες των πυροβόλων του. Έτσι σκέπτομαι και έτσι θα δράσω! Παρακαλώ γνωστοποιήστε την απόφασή μου αυτήν σε όλους τους Αξιωματικούς και στρατιώτες της Στρατιάς και ξεκαθαρίστε στον καθένα πως έχω το δικαίωμα να απαιτήσω απόλυτη υπακοή. Εάν με οποιοδήποτε τρόπο σκεφτείτε πως είσαστε Πρώσσοι θα έχετε επίγνωση να μην θέλετε ν’ απαξιώσετε αυτό το πλεονέκτημα! Εντούτοις αν κάποιος βρίσκεται ανάμεσα σας, ο οποίος φοβάται να μοιραστεί τον ύστατο κίνδυνο μαζί μου, μπορεί σήμερα ακόμα να υποβάλλει την παραίτησή του, χωρίς να υποστεί την παραμικρή κατηγορία από μέρους μου. Εκ των προτέρων πείστηκα ήδη ότι κανένας από σας δεν θα με άφηνε. Βασίζομαι έτσι στην βοήθειά σας και στην νίκη. Εάν πεθάνω και δεν σας ανταμείψω για τις υπηρεσίες σας, κατόπιν πρέπει να το κάνει η πατρίδα. Πηγαίνετε τώρα στο στρατόπεδο και επαναλάβετε στα Συντάγματα, τι ακούσατε από εμένα. Τώρα έχετε γεια κύριοί μου! Σε λίγο ή θα έχουμε τσακίσει τον εχθρό, ή δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια» Η κλείδα για την νίκη σ’ αυτήν την μάχη ήταν οι αριστοτεχνικοί επιχειρησιακοί ελιγμοί προ της μάχης. Ο Φρειδερίκος εκμεταλλεύτηκε άριστα την κακή ορατότητα (λόγω της πυκνής ομίχλης) και την άριστη γνώση του εδάφους της πε77
ριοχής, καθώς πριν εχρησιμοποιείτο ως πεδίο ασκήσεων του πρωσσικού στρατού. Μετακινώντας επιδέξια και ταχύτατα διάφορα τμήματά του, τα οποία απέκρυψε, κατόρθωσε να κρύψει τις προθέσεις του, να εξαπατήσει τον αντίπαλο δείχνοντας ότι προβαίνει σε υποχωρητικές κινήσεις-, να επιτύχει πλήρη αιφνιδιασμό και να επιφέρει με την χρήση της «πλάγιας διάταξης μάχης» ένα μαζικό πλήγμα στο πιό αδύνατο σημείο του εχθρού, μια τακτική υπενθυμίζουσα τον κατοπινό «πόλεμο κινήσεων» (συχνότερα γνωστό ως «κεραυνοβόλος πόλεμος»). Η συνεργασία των πρωσσικών όπλων (πεζικόιππικό-πυροβολικό) υπήρξε άψογη και λειτουργική, παρά τους επάλληλους ταχείς και μεγάλους ελιγμούς. Μετά την μάχη, που τελείωσε μέσα σε τρείς ώρες, οι Αυστριακοί οπισθοχώρησαν στην Βοημία εγκαταλείποντας την Σιλεσία στους Πρώσσους. Είχαν 22.000 απώλειες (12.000 αιχμάλωτοι) έναντι 6.400 των Πρώσσων. Η νίκη στο Λώυτεν υπήρξε ο μέγιστος θρίαì βος του Φρειδερίκου και παρουσίασε στον κόσμο της ανωτερότητας του πρωσσικού πεζικού. Πολύ σύντομα μετά την μάχη, η Μαρία Θηρεσία απαίτησε και έλαβε την παραίτηση του Πρίγκηπα Καρόλου, του αποτυχημένου γαμπρού της που στο τέλος της μάχης βλέποντας συντετριμμένο τον ισχυρό του στρατό είχε φωνάξει συγκλονισμένος από την έκταση της ήττας: « Δεν μπορώ να το πιστέψω!»
4.
Πλάγια Τάξη Μάχης
Ο Φρειδερίκος ο Β’ συνήθιζε να πλήττει το ασθενέστερο σημείο των παρατάξεων του εκάστοτε αντιπάλου του, επιτυγχάνοντας την απαραίτητη συγκέντρωση των δυνάμεών του από μια ιδιαίτερη διάταξη μάχης γνωστή ως «Πλάγια τάξη μάχης». Αν και ο τρόπος ανάπτυξης του στρατιωτικού σχηματισμού του δεν ήταν κάτι το καινούργιο, ο Φρειδερίκος υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που εφήρμοσε αυτόν τον σχηματισμό με λεπτομερή συνέπεια σε όλες σχεδόν τις μάχες του. Ο «πρώτος διδάξας» αυτόν τον τρόπο ανάπτυξης του στρατεύματος για μάχη, ήταν ο διάσημος στρατηγός των Θηβαίων, Επαμεινώνδας, στην μάχη των Λεύκτρων, (371 π. Χ.), εναντίον των Σπαρτιατών, (υπό τον Βασιλιά Κλεόμβροτο). Η 78
αριθμητική αναλογία των δύο αντιπάλων ήταν δύο προς ένα υπέρ των Σπαρτιατών. Ο Επαμεινώνδας για να αντιμετωπίσει την σε βάρος του ανισότητα, αδιαφόρησε για την συνήθη μέχρι τότε παράταξη των αντιπάλων στρατευμάτων και σχημάτισε την διάταξη μάχης του σε ανομοιόμορφο βάθος ζυγών, ενώ συγχρόνως την τοποθέτησε λοξά ως προς την αντίπαλη διάταξη. Αυτή ήταν η «λοξή φάλαγξ», πρόγονος της «Πλάγιας διάταξης μάχης». Ο «μαθητής» του Επαμεινώνδα, Φίλιππος ο Β’ της Μακεδονίας, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Επίγονοι, χρησιμοποίησαν παραλλαγές της λοξής φάλαγγας σε πολλές μάχες τους. Στις «Γενικές Αρχές Διεξαγωγής του Πολέμου», τις οποίες έγραψε το 1748, ο Φρειδερίκος περιέγραψε αδρά την «Πλάγια διάταξη μάχης» ως εξής: «Αρνούμεθα μιαν από τις πτέρυγές μας στον εχθρό και ενισχύουμε την πτέρυγα με την οποία προγραμματίζουμε να επιτεθούμε. Η επιλογή του εδάφους είναι το πρώτο μου μέλημα και το δεύτερο η ίδια η διάταξη της μάχης. Εδώ ακριβώς είναι που η πλάγια διάταξη μάχης μου μπορεί να εφαρμοσθεί ως πλεονέκτημα για σας, για να αρνηθείτε μία πτέρυγά σας στον εχθρό, ενώ ενισχύετε αυτήν που οφείλει να κάνει την επίθεση. Με αυτό τον τρόπο στρέφετε όλη την δύναμή σας σ’ εκείνη την πτέρυγα του εχθρού που επιθυμείτε να πλευροκοπήσετε». («Οι στρατιωτικές οδηγίες του Βασιλιά της Πρωσσίας στους Στρατηγούς του».Άρθρο ΧΧΙΙ « Περί αγώνων και μαχών»).
5.
Μάχη του Ρέγκενσμπουργκ
Η «μάχη του Ρέγκενσμπουργκ» αποκαλούμενη επίσης και «μάχη της Ρατισβόνης», διεξήχθη από τις 19 Απριλίου μέχρι τις 23 Απριλίου του 1809 μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας. Αρχικά οι Γάλλοι, που κατείχαν την πόλη με το 65ο Σύνταγμα Γραμμής με Διοικητή τον Βαρόνο ντε Κουτώ, απέκρουσαν επανειλημμένες επιθέσεις των Αυστριακών υπό τον Αρχιδούκα Κάρολο. Μετά την δεύτερη ημέρα όμως αναγκάσθηκαν να παραδοθούν λόγω παντελούς ελλείψεως πυρομαχικών. Οι Αυστριακοί εισήλθαν μεν νικητές στο Ρέγκενσμπουργκ, αλλά έπρεπε να υποχωρήσουν για να αποφύγουν το κυρίως στράτευμα των Γάλλων που έσπευδαν μετά τη νίκη 79
τους στο Έκμυλ, και να προλάβουν να διαβούν τον Δούναβη. Άφησαν για φρουρά της πόλης 6 αποφασισμένα Τάγματα πεζικού και απεχώρησαν. Ο Ναπολέων ακολουθώντας κατά πόδας τους Αυστριακούς μετά από την νίκη στο Έκμυλ, αντελήφθη ότι η φρουρά του Ρέγκενσμπουργκ ήταν μια θαυμάσια αμυντική ασπίδα για την διαφυγή του Αρχιδούκα Καρόλου πέραν του Δουνάβεως. Επιζητώντας να συντρίψει οριστικά τους Αυστριακούς, ο Βοναπάρτης δεν είχε καθόλου χρόνο για πολιορκία και έτσι έδωσε διαταγή στον Στρατάρχη Ζαν Λαν να καταλάβει εξ εφόδου την πόλη. Μετά σφοδρό κανονιοβολισμό, δύο επιθετικές προσπάθειες εναντίον των τειχών απωθήθηκαν με βαριές γαλλικές απώλειες. Οι άνδρες του Λαν δεν τολμούσαν να προωθηθούν στην φονική δίνη για τρίτη φορά και έτσι, εξόργισαν τον Στρατάρχη Λαν που αρπάζοντας μιαν αναρριχητική σκάλα τους ξανακάλεσε. Κατόπιν, ανάμεσα σε μια αμήχανη σιωπή, φώναξε θυμωμένα: «Θα σας αφήσω να δείτε ότι προτού γίνω Στρατάρχης ήμουν γρεναδιέρος και ακόμα είμαι!» Κρατώντας την σκάλα κινήθηκε προς τα εμπρός, αλλά τον σταμάτησαν αλλόφρονες οι υπασπιστές του. Τα στρατεύματά του, μπροστά στην απελπισμένη ενέργεια του ηγέτη τους, επετέθησαν με φανατισμό. Η τρίτη αυτή επίθεση τους επέτρεψε να φθάσουν στα τείχη και εντός λεπτών τα ξεχύθηκαν στην καταδικασμένη πόλη. Η πόλη υπέστη σοβαρές ζημίες κατά την διάρκεια της μάχης, με περίπου 150 πυρπολημένα σπίτια και πολυάριθμα άλλα που λεηλατήθηκαν. Οι 37.000 Γάλλοι είχαν 2.000 απώλειες και οι 26.000 Αυστριακοί είχαν 6.000 απώλειες. Κατά την διάρκεια της μάχης ο ίδιος ο Ναπολέων πληγώθηκε από μια σφαίρα, η οποία χτύπησε τον δεξιό του αστράγαλό. Είχε βληθεί από μεγάλη απόσταση και δεν έβλαψε σοβαρά τον Αυτοκράτορα, αλλά έχοντας χάσει την κινητική της ενέργεια, του προξένησε απλώς έναν μώλωπα.
6.
Μάχη του Βάγκραμ
Στην μάχη του Βάγκραμ (5-6 Ιουλίου 1809), ο γαλλικός στρατός υπό τον Ναπολέοντα νίκησε τους αυστριακές δυνάμεις του Αρχιδούκα Καρόλου, κοντά στην Βιέννη, βάζοντας αποτελεσματικά τέλος στον «Πόλεμο του Πέμπτου Συνασπισμού». Η μάχη εξελίχθηκε γύρω από την νησίδα Λομπάου στον Δούναβη και στην πεδιάδα του Μάρχφελντ, γύρω από 80
την πολίχνη Ντώυτς- Βάγκραμ, εγγύτατα στην οποία υφίσταται ο λόφος του Βάγκραμ. Το πυροβολικό υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων σ’ αυτήν την έως τότε μεγαλύτερη μάχη των ναπολεοντείων πολέμων, όπου συγκρούστηκαν επί του πεδίου 300.000 άνδρες. Οι απώλειες ξεπέρασαν τους 80.000, με τους Αυστριακούς να έχουν χάσει ελαφρώς περισσότερους άνδρες από τους Γάλλους. Το διήμερο τους μάχης υπήρξε μια ασταμάτητη ανταγωνιστική σφαγή. Μετά από την στρατηγική του καταστροφή στην μάχη του Ασπερν – Εσσλινγκ τον Μάιο του 1809, ο Ναπολέων ενίσχυσε τον στρατό του με μία βαυαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Βρέντε και αποθήκευσε εφόδια επάνω στην νησίδα Λομπάου, ακριβώς βόρεια από την Βιέννης. Ο Μαρμόν, ο Πρίγκηπας Ευγένιος και Ο Ιωσήφ Αντώνιος Πονιατόφσκι προκαλούσαν προβλήματα στον αυστριακό στρατό σε όλα τα μέτωπα. Ωστόσο, εξεράγη μια σημαντική επανάσταση κατά των Γάλλων στο κατεχόμενο Τυρόλο, υπό την ηγεσία του τοπικού πατριώτη πολέμαρχου Ανδρέας Χόφερ, που προσέβλεπε στο γεγονός ότι ο Ναπολέων δεν θα μπορούσε να καλέσει ως ενισχύσεις επιπλέον βαυαρικά στρατεύματα. Συγχρόνως η Μεγάλη Βρετανία προετοιμαζόταν να εισβάλει στη βόρεια Ευρώπη, οπότε δεν ανεμένετο αποστολή πρόσθετων στρατευμάτων από την Γαλλία. Τους ο Ναπολέων ανεκάλεσε αμέσως την «Στρατιά τους Ιταλίας» υπό τον Πρίγκηπα Ευγένιο ντε Μπωαρναί και η Στρατιά πρόλαβε να ενωθεί με τον κυρίως στρατό του μέχρι την ώρα τους μάχης. Ο Ναπολέων προετοιμάστηκε πυρετωδώς και μέχρι τον Ιούλιο ήταν έτοιμος να καταφέρει ένα νέο πλήγμα στον στρατό του Αρχιδούκα Καρόλου. Κατά την ημέρα τους μάχης, η νησίδα Λομπάου ήταν μια ογκώδης και πληρέστατη αποθήκη εφοδίων και ο Ναπολέων ήταν πανέτοιμος να κινηθεί. Χρησιμοποιώντας ένα ενισχυμένο προγεφύρωμα, άρχισε μία διάβαση ευρείας κλίμακας τους νησίδας με 190.000 άνδρες. Ο στρατός του αποτελούταν από το ΙVο Σώμα υπό τον Μασσενά, το «Σαξωνικό» IXο Σώμα υπό τον Μπερναντότ, το IIο Σώμα του Ουντινό και το IIIο Σώμα του Νταβού. Επιπλέον παρούσα ήταν η Αυτοκρατορική Φρουρά και το «Εφεδρικό ιππικό» υπό τον Ζαν Μπατίστ Μπεσιέρ, καθώς τους ο Ευγένιος με τον Γκρενιέ και τον Μακντονάλ που κάθε τους τους διοικούσε ένα ιταλικό Σώμα. Στην άλλη πλευρά του Μάρχφελντ, ο Αρχιδούκας Κάρολος ήταν απασχολημένος με ελιγμούς 140.000 ανδρών στα υψώματα Ρούσσμπαχ. Η δύναμή του απετελείτο από το προωθημένο 81
Σώμα τους Φρουράς υπό τον Αρμάνδο φον Νόρντμαν, το Iο Σώμα του Κόμη Χάινριχ Μπελεγκάρντ, το IIο Σώμα του Στρατηγού Φρειδερίκου Χοεντζόλλερν- Χέχινγκεν, το IIIο Σώμα του Κόμη Κόλοβρατ-Καρκόβσκι, το IVο Σώμα υπό τον Ρόζενμπεργκ – Ορσίνι , το VIο Σώμα υπό τον Κόμη Ιωάννη φον Κλενάου, το Eφεδρικό Σώμα Γρεναδιέρων του Στρατηγού Λιχτενστάιν και εφεδρικές δυνάμεις ιππικού υπό τον Στρατηγό Φρειδερίκο τους Εσσης – Χόφμπουργκ. Ο Στρατάρχης Μπερτιέ, Επιτελάρχης του Ναπολέοντα, ενώ έδινε διαταγές στα διάφορα Σώματα, τυχαία ανέθεσε ως σημείο διέλευσης την ίδια γέφυρα σε δύο Σώματα. Αν και ακολούθησε μια πολύ μακρά καθυστέρηση, τα Σώματα των Νταβού, Ουντινό και Μασσενά διεκπεραιώθηκαν. Κατόπιν ενώθηκαν μαζί τους και οι Σάξωνες του Μπερναντότ, οπότε τους 5 του Ιουλίου, ο Ναπολέων άρχισε την ανάπτυξη των στρατευμάτων του κοντά στο Ασπερν και στο Εσσλινγκ. Το πυροβολικό κονιορτοποίησε την περιοχή γύρω από τους δύο πόλεις ενώ ανεπτύσσετο ο γαλλικός στρατός. Τους προωθημένες αυστριακές Μεραρχίες υπό τους Στρατηγούς Νόρντμαν και Κλενάου ή οπισθοχώρησαν άτακτα ή μεταβλήθηκαν σε πολτό, και μέχρι το μεσημέρι όλη η περιοχή γύρω από το Ασπερν και το Εσσλινγκ ήταν στα χέρια των Γάλλων. Αργά το απόγευμα, ο γαλλικός στρατός σχημάτισε ένα ημικύκλιο με τον Μασσενά στο αριστερό άκρο, κατόπιν τον Μπερναντότ στο κέντρο και τον Ευγένιο, τον Ουντινό και τον Νταβού στο δεξιό πλευρό. Το σούρουπο, σε μία προσπάθεια να κριθεί η μάχη σε μία ημέρα και για να αποτρέψει την άφιξη των αυστριακών ενισχύσεων υπό τον αρχιδούκα Ιωάννη, ο Ναπολέων διέταξε μια τελική επίθεση. Η επίθεση από τα στρατεύματα του Μακντονάλ ήταν κακώς συντονισμένη, και παρά το ότι έφθασε στο υπερυψωμένο έδαφος πέρα από το Βάγκραμ, τελικά απέτυχε υπό τα συνεχή βαρέα αυστριακά πυρά. Την αυγή τους επόμενης ημέρας, οι Αυστριακοί αντεπιτέθηκαν αρχικά στο γαλλικό δεξιό πλευρό. Αυτή η κίνηση ήταν παραπλανητική προκειμένου να παρασυρθούν μακριά οι γαλλικές εφεδρείες. Η πραγματική επίθεση στόχευε τους Γάλλους που αφέθηκαν γύρω από το χωριό Αντερκλάα, όπου δύο αυστριακά Σώματα πέτυχαν να απωθήσουν το 9ο Σαξωνικό Σώμα. Για να ανασχέσει την αυστριακή επίθεση, ο Ναπολέων δημιούργησε μια «μεγάλη πυροβολαρχία», με 112 πυροβόλα που ράντισε φονικά με κάθε λογής βλήματα τους προελαύνοντες αυστριακούς σχηματισμούς, από απόσταση βολής μου82
σκέτου, υπακούοντας στην εντολή του Αυτοκράτορα: «εξαφανίστε τους εχθρικές μάζες». Κάθε πυροβόλο έριξε περίπου 200 βολές. Ο θόρυβος του κανονιοβολισμού ήταν εκκωφαντικός σε τέτοιο σημείο που οι Γάλλοι βετεράνοι τον περιέγραψαν «..σαν να έρχονταν το τέλος του κόσμου». Το Σώμα του Μασσενά κλήθηκε να σταθεροποιήσει το σαξονικό μέτωπο και σε συνεργασία με το ιππικό ήταν σε θέση να κρατήσει τη γραμμή του ποταμού. Εν τω μεταξύ στο γαλλικό δεξιό πλευρό τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα για τους Γάλλους, με τους Ουντινό και Νταβού να προωθούνται τους το χωριό Μαργκραφνώυσιντλ. Γύρω από το χωριό έλαβε χώρα μια σφοδρή, αιματηρότατη σύγκρουση, με το Σώμα του Νταβού ν’ απωθεί τελικά τα στρατεύματα του Ρόζενμπεργκ – Ορσίνι. Ο Αυτοκράτωρ βλέποντας τον Νταβού να κατισχύει, είπε στο Επιτελείο του : «Κύριοι, η μάχη κερδήθηκε». Η αποφασιστική επίθεση τους μάχης ενάντια στο προελαύνον αυστριακό κέντρο εκτοξεύθηκε από τον Στρατηγό Μακντονάλ, για την οποία του χορηγήθηκε η στραταρχική ράβδος στο πεδίο τους μάχης. Ο Μακντονάλ σχημάτισε με τα στρατεύματά του μια σφήνα δυνάμεως περίπου 8.000 ανδρών και χρησιμοποιώντας αυτόν τον σχηματισμό, μετά από άγριο αγώνα με ξιφολόγχες, διέσπασε το αυστριακό κέντρο, διαχωρίζοντας τον εχθρικό στρατό και χαρίζοντας την νίκη στον Αυτοκράτορα. Μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν σ’ αυτήν την φάση τους μάχης ήταν και ο γενναίος Στρατηγός του ιππικού Λασσάλ. Ο Κάρολος είχε ζητήσει βοήθεια από τον αδελφό του Αρχιδούκα Ιωάννη, αλλά εκείνος έφθασε με τα στρατεύματά του (13.000) το επόμενο πρωί, πάρα πολύ αργά για να βοηθήσει τον Κάρολο. Πέντε ημέρες μετά από την μάχη, οι Γάλλοι νίκησαν την οπισθοφυλακή των υποχωρούντων Αυστριακών στο Τσνάιμ, γεγονός που ανάγκασε τον Κάρολο να συμφωνήσει για μιαν ανακωχή. Το Βάγκραμ ήταν η πρώτη μάχη στην οποία ο Ναπολέων απέτυχε να σημειώσει μιαν ακόμη ασυναγώνιστη νίκη με σχετικά λίγες απώλειες. Οι γαλλικές δυνάμεις υπέστησαν 34.000 απώλειες, τους αριθμός που αθροίστηκε τους 20.000 απώλειες που υπέστησαν ενωρίτερα, πριν λίγες εβδομάδες, στο Ασπερν – Εσσλινγκ. Αυτό το γεγονός ήταν ενδεικτικό τους βαθμιαίας πτώσης στην ποιότητα των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, αλλά και τους αυξανόμενης εμπειρίας και ικανό83
τητας των αντιπάλων του, οι οποίοι εμάθαιναν από τα προηγούμενα σφάλματά τους. Οι σοβαρές απώλειες που προκλήθηκαν, που περιέλαβαν πολλά έμπειρα στρατεύματα καθώς τους και περισσότερους από τριάντα Στρατηγούς διαφόρων βαθμίδων, ήταν κάτι το οποίο οι Γάλλοι δεν θα ήταν ποτέ πια σε θέση να ανακτήσουν με την ευκολία. Η απόλυση του Μπερναντότ από την «Μεγάλη Στρατιά» για την αποτυχία του να κρατήσει το κέντρο τους παράταξης στο Αντερκλάα και την υποχώρησή του παρά την αντίθετη εντολή του Αυτοκράτορα, θα είχε βαρείες συνέπειες για τον Ναπολέοντα τα επόμενα χρόνια. Απροσδόκητα εκλεγμένος ως κληρονόμος του θρόνου τους Σουηδίας τον επόμενο χρόνο, ο πρώην Στρατάρχης θα αποδεικνύονταν τελικά ένα ενεργητικό πλεονέκτημα για τους συμμάχους.
8.
Αρχιδούκας Κάρολος
Ο Αρχιδούκας Κάρολος της Αυστρίας, Δούκας του Τέσεν (πλήρες όνομα: Κάρολος Λουδοβίκος Ιωάννης Ιωσήφ Λόρεντζ της Αυστρίας) (5 Σεπτεμβρίου 1771 - 30 Απριλίου 1847) ήταν Στρατάρχης της Αυστρίας, γιος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου του Β’ και της ινφάντας Μαρίας Λουΐζας της Ισπανίας. Ήταν επίσης ο νεώτερος αδελφός του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου του Β’. Παρά το ότι ήταν επιληπτικός, με συχνές και βαρείες κρίσεις της νόσου, ο Κάρολος επέτυχε τον σεβασμό των υφισταμένων του στο πρόσωπό του και ως Διοικητής και ως μεταρρυθμιστής του αυστριακού στρατού (κατάργηση της ισόβιας υποχρέωσης θητείας, συγκρότηση εθνοφυλακής, ίδρυση Σωμάτων Στρατού) . Το 1797 εστάλη για να ανακόψει την νικηφόρα πορεία του Στρατηγού Βοναπάρτη στην Ιταλία, και διεύθυνε την υποχώρηση των συντετριμμένων Αυστριακών με εξαιρετική ικανότητα. Στην εκστρατεία του 1799 αντιμετώπισε ακόμα μια φορά τον παλαιό του γνώριμο Στρατάρχη Ζουρντάν, τον οποίο ενίκησε στις μάχες του Όστεραχ και του Στόκας, συνεχίζοντας την επιτυχία του με την εισβολή στην Ελβετία και νικώντας τον Μασσενά στην πρώτη μάχη της Ζυρίχης, μετά την οποία εισήλθε εκ νέου στην Γερμανία και οδήγησε τους Γάλλους γι’ ακόμα μια φορά πέρα από τον Ρήνο. 84
Η κακή υγεία του όμως τον ανάγκασε να αποσυρθεί στη Βοημία, αλλά ανακλήθηκε σύντομα για να αναλάβει το καθήκον απόκρουσης της προέλασης του Μορώ προς την Βιέννη. Όμως το αποτέλεσμα της μάχης του Χοενλίντεν καταδίκασε εκ προοιμίου την προσπάθειά του, και ο Αρχιδούκας έπρεπε να προβεί στην ανακωχή του Στάυρ. Η δημοτικότητά του ήταν πλέον τέτοια, ώστε η Δίαιτα του Ρέγκενσμπουργκ, που συνεκλήθη το 1802, εψήφισε να κατασκευάσει ένα άγαλμα προς τιμήν του και να του δώσει τον τίτλο του «Σωτήρα της Πατρίδας», αλλά ο Κάρολος αρνήθηκε και τις δύο διακρίσεις. Στο σύντομο και καταστρεπτικό πόλεμο του 1805 ο Κάρολος διοικούσε αυτόν τον σχηματισμό που προορίζονταν να είναι το βασικό στράτευμα στην Ιταλία, αλλά τα γεγονότα μετέβαλαν σε αποφασιστικό θέατρο επιχειρήσεων την Γερμανία, και οι ήττες στον Δούναβη εξουδετέρωσαν την επιτυχία του Αρχιδούκα επί του Μασσενά στην απεγνωσμένη μάχη του Γκαλντιέρο. Με την επέλευση της ειρήνης άρχισε την συστηματική του εργασία για την αναδιοργάνωση του στρατού, η οποία δοκιμάστηκε αρχικά στο πεδίο της μάχης το 1809. Ως Αρχιστράτηγος του στρατού είχε γίνει Στρατάρχης μερικά χρόνια πριν. Το 1806 ο Φραγκίσκος ο Β’ (τώρα πλέον ως Φραγκίσκος ο Α’ της Αυστρίας) ονόμασε τον Αρχιδούκα Γενικό Διοικητή του αυστριακού στρατού, καθώς επίσης και Επικεφαλή του Συμβουλίου Πολέμου. Υποστηριζόμενος από το γόητρό του ως ο μόνος Στρατηγός που μπόρεσε να νικήσει τους Γάλλους, άρχισε αμέσως ένα εκτεταμένο σχέδιο μεταρρύθμισης, με το οποίο αντικατέστησε τις ξεπερασμένες μεθόδους του 18ου αιώνα. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του σχεδίου ήταν η υιοθέτηση της αρχής του ενόπλου έθνους και η υιοθέτηση της γαλλικής πολεμικών οργάνωσης και τακτικής. Ο νέος στρατός, του οποίου ο Κάρολος ήταν Γενικός Διοικητής, αιφνιδιάστηκε από τον πόλεμο του 1809, καθώς βρισκόταν στο στάδιο της μεταμόρφωσής του. Όμως έστω κι έτσι αποδείχθηκε ένας πολύ τρομερός αντίπαλος ενάντια στον ετερογενή πλέον στρατό τον οποίο διέθετε ο Ναπολέων και ενέδωσε μόνον μετά από έναν απελπισμένο και πολύνεκρο αγώνα. Οι αρχικές επιτυχίες του εξουδετερώθηκαν από τις ήττες στο Άμπενσμπεργκ, στο Λάντσχουτ και στο Έκμυλ αλλά, 85
μετά από την εκκένωση της Βιέννης, ο Αρχιδούκας κέρδισε την μεγάλη μάχη του Ασπερν-Εσσλινγκ και αμέσως σύντομα κατόπιν διεξήγαγε την απεγνωσμένη μάχη του Βάγκραμ, στο τέλος της οποίας οι Αυστριακοί νικήθηκαν αλλά δεν καταδιώχθηκαν υποχωρώντας. Είχαν επιβάλει στον Ναπολέοντα απώλειες περισσότερες των 50.000 ανδρών ατόμων στις δύο αυτές μάχες. Στο τέλος αυτής της εκστρατείας ο Αρχιδούκας παραιτήθηκε από όλα τα στρατιωτικά αξιώματά του. Η προσοχή, η περίσκεψη και η σημασία των «στρατηγικών σημείων» υπήρξαν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συστήματος της στρατηγικής του. Η ακαμψία της γεωγραφικής στρατηγικής του μπορεί να συναχθεί από την επιταγή του ότι αυτή η αρχή (της πρωταρχικής σημασίας των «στρατηγικών σημείων») δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείπεται. Επανειλημμένα επαναλαì βάνει τις συμβουλές του ότι, τίποτα δεν πρέπει να διακυβευθεί εκτός αν ο στρατός είναι απολύτως ασφαλής, (έναν κανόνα που ο ίδιος παραμέλησε με λαμπρά αποτελέσματα το 1796). Επιμένει ότι τα στρατηγικά σημεία και όχι η ήττα του εχθρικού στρατού στην μάχη, αποφασίζουν την μοίρα της χώρας, οπότε ο έλεγχός τους πρέπει συνεχώς να παραμείνει η βασική ανησυχία του ηγέτη, (ένα ατυχές αξίωμα που ποτέ δεν ανασκευάστηκε εντυπωσιακότερα απ' ότι στην έμπρακτη δοκιμασία του κατά τον πόλεμο του 1809). Εξετάζοντας την θεωρητική εργασία του Αρχιδούκα διαπιστώνουμε την ακρίβεια της μομφής του Κλάουζεβιτς, πως ο Κάρολος έδωσε περισσότερη αξία στο έδαφος απ' ότι στην εκμηδένιση του εχθρού. Στα τακτικά κείμενά του είναι ευδιάκριτο το ίδιο πνεύμα. Η θεωρία και η πρακτική του Αρχιδούκα Καρόλου διαμορφώνουν μιας από τις πιό περίεργες αντιθέσεις στην στρατιωτική ιστορία. Στην μιαν είναι εξωπραγματικός, στην άλλη παρουσίασε, μαζί με την μέγιστη μαχητική ικανότητα και μια ακάματα ζωηρή δραστηριότητα, η οποία τον κατέστησε επί πολύ τον τρομερότερο αντίπαλο του Ναπολέοντα. Στο πεδίο της μάχης, ήταν πιθανώς συγκρίσιμος στην ικανότητα και στο ύφος με τον Δούκα του Ουέλλινγκτον, αρκετά συντηρητικό και όμως υπερβολικά ικανό, καθώς η ανώτερη φήμη του Ουέλλινγκτον οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο μια φορά αντιμετώπισε τον Ναπολέοντα, ενώ ο Κάρολος ήρθε αντιμέτωπό του στην μάχη περισσότερες φορές από οποιονδήποτε άλλο Διοικητή.
86
9.
Μάχη του Μίντεν
Κοντά στο Μίντεν της Βεστφαλίας (6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά) , ο Στρατάρχης Κάρολος Γουλιέλμος Φερδινάνδος, Δούκας του Μπράουνσβάικ – Λύνενμπουργκ, ένας από τους στρατηγούς του Φρειδερίκου του Β’ κατά την διάρκεια του «Επταετούς πολέμου», (διοικώντας το συμμαχικό στράτευμα, με πρωσσικές, ανοβεριανές, βρετανικές δυνάμεις και δυνάμεις από την Έσση) κατήγαγε μια σημαντική νίκη επί των Γάλλων και των συμμάχων τους του Πριγκιπάτου της Σαξωνίας, υπό τον Στρατάρχη Λουδοβίκο Γεώργιο Έρασμο, Μαρκήσιο ντε Κοντάδ. Αντικειμενικός σκοπός του Φρειδερίκου ήταν να αποκαταστήσει την επικοινωνία του στρατού του με το Ανόβερο. Ο Δούκας του Μπράουνσβάικ είχε προγραμματίσει να επιτεθεί στις γαλλικές θέσεις τις πρωινές ώρες της 1ης Αυγούστου του 1759, όταν έλαβε την πληροφορία ότι οι Γάλλοι προετοιμάζονταν να του επιτεθούν πρώτοι. Τότε εφήρμοσε κατευθείαν τα σχέδιά του για άμεση κινητοποίηση, ανατρέποντας έτσι εντελώς τις προετοιμασίες του Κοντάδ για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Μια ασαφώς διατυπωμένη διαταγή (καθώς δόθηκε στην γαλλική!) εξαπέστειλε αμέσως 6 βρετανικά και 3 ανοβεριανά Συντάγματα πεζικού, ενώ ακόμη ήσαν σε σχηματισμό γραμμής, κατά του κέντρου των Γάλλων, πράξη που παραλίγο να έχει καταστροφικό αποτέλεσμα, όμως το πειθαρχημένο συμμαχικό πεζικό απέκρουσε τρείς συνεχείς επελάσεις του γαλλικού ιππικού, αντεπετέθη, κατενίκησε τους ιππείς και κατόπιν ρίχτηκε στο κέντρο του Κοντάδ κατά του γαλλικού πεζικού. Στην μάχη που ακολούθησε, τα συνδυασμένα πρωσσικά, αγγλικά και ανοβεριανά στρατεύματα κέρδισαν μιαν αποφασιστική νίκη, η οποία οδήγησε στην απόσυρση των Γάλλων πέρα από τους ποταμούς Ρήνο και Μάιν και στην αναγκαστική τους οπισθοχώρηση προς το Κάσσελ, απ’ όπου δεν ανέλαβαν πλέον ουδεμία επιθετική δραστηριότητα καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λόρδος Τζωρτζ Σάκβιλ, επικεφαλής του βρετανικού συμμαχικού ιππικού αρνήθηκε τρείς φορές να καταδιώξει τον υποχωρούντα νικημένο γαλλικό στρατό, μετατρέποντας την νίκη σε θρίαμβο, για τούτο και πέρασε στρατοδικείο και αποτάχθηκε, αλλά μετά έγινε Υπουρ-
87
γός Εξωτερικών για την Αμερική και συνέτεινε κατά πολύ στις εκεί βρετανικές ήττες!
10.
Δούκας Φερδινάνδος
Ο Φερδινάνδος Δούκας του Μπραουνσβάικ - Λύνενμπουργκ, (12 Ιανουαρίου 1721 - Μπραουνσβάικ - 3 Ιουλίου 1792), ήταν ένας Πρώσσος Στρατάρχης (1758-1766), που έγινε γνωστός για την συμμετοχή του στον «Επταετή πόλεμο». Τέταρτος γιος του Φερδινάνδου Αλβέρτου του Β’, Δούκα του Μπραουνσβάικ - Λύνενμπουργκ, ο Φερδινάνδος προσχώρησε στον πρωσσικό στρατό ως Συνταγματάρχης το 1740. Ήταν παρών στις μάχες του Μόλβιτς και του Κότουσιτς. Αφότου σκοτώθηκε το 1744 στην Πράγα ο Μαργράβος (Κόμης – Έπαρχος) Γουλιέλμος του Βραδεμβούργου, ο Φερδινάνδος ανέλαβε την Διοίκηση του Τάγματος της Σωματοφυλακής του Μεγάλου Φρειδερίκου και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη του Ζορ (1745). Συμμετείχε στον δεύτερο Σιλεσιακό πόλεμο, πριν ηγηθεί ενός μέρους της εισβολής στην Σαξωνία και στην Βοημία το 1756, κατά την διάρκεια του «Επταετούς Πολέμου». Συμμετείχε στην μάχη του Ρόσσμπαχ και κατόπιν έγινε Διοικητής του συμμαχικού ανοβεριανού στρατού. Κατά την διάρκεια των δέκα ετών της ειρήνης, είχε εξαιρετικά στενή επαφή με τη στρατιωτική εργασία του Φρειδερίκου, που επόπτευσε την εκπαίδευση του Τάγματος της Φρουράς, και επιδίωξε να την διαπλάσσει ως πρότυπο ολόκληρου του πρωσσικού στρατού. Ο Φερδινάνδος ήταν επιπλέον ένας από τους στενότερους φίλους του Βασιλιά και έτσι του ανατέθηκαν εργασίες που επεδίωκε και επιθυμούσε, κατάλληλες για τις ικανότητές του. Αυτήν την περίοδο, προήχθη σε Υποστράτηγο και έπειτα σε Αντιστράτηγο. Στην πρώτη εκστρατεία του «Επταετούς πολέμου», ο Φερδινάνδος διοικούσε μιαν από τις πρωσσικές φάλαγγες που συνέκλιναν στην Δρέσδη, και στις επιχειρήσεις που κατέληξαν στην παράδοση του σαξονικού στρατού στην Πίρνα (1756). Στην μάχη του Λόμποζιτς, διοικούσε την δεξιά πτέρυγα του πρωσσικού πεζικού. Το 1757 διακρίθηκε στην Πράγα, και υπηρέτησε επίσης στην εκστρατεία του Ρόσσμπαχ. Αμέσως μετά από αυτό, διορίστηκε 88
Διοικητής στις συνδεμένες συμμαχικές δυνάμεις που οργανώνονταν για τον πόλεμο στην Δυτική Γερμανία. Βρήκε αυτόν τον στρατό αποκαρδιωμένο από μιαν υποχώρηση και μια συνθηκολόγηση, όμως μέσα σε μια εβδομάδα από την ανάληψη της Διοίκησής του, ανέλαβε επιθετική δραστηριότητα ξεκινώντας έτσι μια σταδιοδρομία νικών που δημιούργησαν την φήμη του ως στρατιώτη. Η διεξαγωγή πέντε εκστρατειών του στον «Επταετή πόλεμο» επηρεάστηκε φυσικά από τις διδασκαλίες του Μεγάλου Φρειδερίκου, του οποίου ο Δούκας ήταν μαθητής για πολλά έτη. Πράγματι ο Φερδινάνδος, προσέγγισε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Στρατηγό της εποχής του την μέθοδο διεξαγωγής πολέμου του Φρειδερίκου. Επιπλέον τα καθήκοντά του ήταν από πολλές απόψεις πολύ δυσκολότερα από αυτά που αντιμετώπιζε ο ίδιος ο Βασιλιάς. Ο Φρειδερίκος ήταν ο απόλυτος κύριος του ομοιογενούς στρατού του, ενώ ο Φερδινάνδος ήταν μόνον ο Διοικητής μιας ομάδας στρατευμάτων, υπόλογος σε διάφορους Πρίγκηπες για τα στρατεύματα που ήσαν υπό τον έλεγχό του. Οι Γάλλοι με κανένα τρόπο δεν ήταν αξιοκαταφρόνητοι αντίπαλοι στο πεδίο της μάχης, ενώ οι ηγέτες τους, εάν και όχι πρώτης κλάσεως, ήταν σχεδόν όλοι πεπειραμένοι παλαίμαχοι. Το 1758, ο Φερδινάνδος τους νίκησε στην μάχη του Κράφελντ, σε αρκετή απόσταση πέραν του Ρήνου, αλλά δεν μπορούσε να διατηρήσει εύκολα μια τόσο μεμακρυσμένη θέση και οπισθοχώρησε αναγκαστικά στον ποταμό Λίππε. Επανέλαβε μια έντονη επίθεση το 1759, με μοναδικό αποτέλεσμα να απωθηθεί στο Μπέργκεν (κοντά στην Φρανκφούρτη επί του Μάιν) και να νικηθεί εκεί από τους Γάλλους στην μάχη του Μπέργκεν (13 Απριλίου 1759). Με ακάματη επιμονή επανήλθε και επικράτησε των αντιπάλων του με μια λαμπρή νίκη στην μάχη του Μίντεν το ίδιο έτος. Οι νίκες του στο Φελλινγκχάουζεν, στο Βίλχελμσταντ και στο Βάρμπουργκ επιβεβαίωσαν την διαρκώς αυξανόμενη επιτυχία του Φερδινάνδου στις διάφορες εκστρατείες. Πράγματι ο Φρειδερίκος, που επλήγη και δοκιμάστηκε σκληρά στο ανατολικό θέατρο του πολέμου, όφειλε ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του, (κατά την σχεδόν μάταιη απόπειρά του), στην συνεχή και έντονη πίεση που ασκήθηκε από τον Φερδινάνδο εναντίον των αντιπάλων στην δύση. Με την προαγωγή του σε Στρατάρχη τον Νοέμβριο του 1758, ο Φρειδερίκος αναγνώρισε την οφειλή του στον φίλο του με τις λέξεις : «δεν κάνω παρά μόνον αυτό που πρέ89
πει αγαπητέ μου Φερδινάνδε». Μετά από το Μίντεν, ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ της Μεγάλης Βρετανίας απένειμε στον Δούκα το λίαν εκλεκτό «Παράσημο της Περικνημίδος», ενώ ταυτοχρόνως ψηφίστηκαν παμψηφεί οι ευχαριστίες του βρετανικού Κοινοβουλίου στον νικητή του Μίντεν. Μετά από τον πόλεμο τιμήθηκε και από άλλους κρατικούς άρχοντες και αρχές, ενώ έλαβε τον βαθμό του Στρατάρχου και ένα τιμητικό Σύνταγμα από τους Αυστριακούς. Κατά την διάρκεια του πολέμου της αμερικανικής ανεξαρτησίας, του έγινε μια πρόταση, που δεν τελεσφόρησε, ν’ αναλάβει την Διοίκηση των βρετανικών δυνάμεων. Αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πενιχρού εισοδήματος που ελάμβανε από τις διάφορες θέσεις του και τις ανταμοιβές που του δόθηκαν κατά καιρούς από συμμάχους Πρίγκηπες για την ανακούφιση και την φροντίδα εκείνων που είχαν υποφέρει στον «Επταετή πόλεμο». Η προοδευτική αποξένωση του Φρειδερίκου και του Φερδινάνδου το 1766, οδήγησε στην αποχώρηση του Δούκα από την υπηρεσία, αλλά δεν υπήρξε ποτέ καμία ανοικτή ρήξη μεταξύ των παλαιών φίλων, και ο Φερδινάνδος επισκέφτηκε τον βασιλιά το 1772, το 1777, το 1779 και 1782. Μετά την αποστρατεία του αποσύρθηκε στο Μπράουνσβάικ και στο κάστρο της οικογενείας του το Φεσέλντε, όπου ασχολήθηκε με αναστηλώσεις και βελτιωτικές κατασκευές του κτιρίου. Υπήρξε προστάτης της παιδείας και της τέχνης, αλλά και μεγάλος ευεργέτης των φτωχών. Πέθανε στις 3 Ιουλίου 1792.
11.
Μάχη του Τανενχάουζεν
Συγχρόνως, περίπου το ένα τρίτο του στρατού του Φερδινάνδου, οργανωμένο ως ανεξάρτητο Σώμα υπό τον Στρατηγό Γεώργιο Αύγουστο φον Βανγκενχάιμ, ήταν τοποθετημένο στ’ αριστερά του κυρίως στρατού, κοντά στο χωριό Τανενχάουζεν (επίσης γνωστό ως Τονχάουζεν, ή Τοντενχάουζεν). Αυτό το Σώμα δεν ήταν καθόλου ενημερωμένο για την επικείμενη γαλλική επίθεση. Ένα εχθρικό Σώμα υπό τον Μαρκήσιο ντε Ρουφέκ, Σαρλ Φρανσουά ντε Μπρολύ, άνοιξε πυρ ενάντια στις θέσεις του Βανγκενχάιμ περίπου στις 5 π.μ. Όμως στην συνέχεια απέτυχε να εκμεταλλευθεί την αιφνιδιαστική επίθεσή του πεζικού του που προσέκρουσε στην λυσσαλέα πρωσσική άμυνα, επιτρέποντας έτσι στον Βανγκενχάιμ να αναδιατάξει τα στρατεύματά του και να αντεπιτεθεί στον 90
Μπρολύ, εξαποστέλλοντας εναντίον του το συνδυασμένο ιππικό της Εσσης με το πρωσσικό ιππικό, υπό τον Πρίγκηπα Χολστάιν, έως ότου τελικά η ήττα του κυρίου γαλλικού στρατού υπό τον Κοντάδ, στο Μίντεν, ανάγκασε τους Γάλλους να υποχωρήσουν.
12.
Μάχη του Ρόσσμπαχ
Στο Ρόσσμπαχ , στις 5 Νοεμβρίου του 1757, ο στρατός 22.000 ανδρών του Φρειδερίκου του Β’ ατόμων, κατενίκησε έναν συνδυασμένο γαλλικό και γερμανικό στρατό 54000 ανδρών, (με υπερδιπλάσιο μέγεθος), υπό την ηγεσία του ανίκανου Πρίγκηπα του Σουμπίς, Σαρλ ντε Ροάν, και του Ιωσήφ Μαρία Φρειδερίκου Γουλιέλμου Ολλανδίνου φον ΣάξενΧιλντμπουργχάουζεν. Ενώ οι αντίπαλοί του θεώρησαν πώς διενεργούσε μιαν εσπευσμένη υποχώρηση και ξεκίνησαν μιαν ασύντακτη καταδίωξη του πρωσσικού στρατού, το εξαίσια εκπαιδευμένο ιππικό του Φρειδερίκου υπό τον Στρατηγό Φρειδερίκο Γουλιέλμο Βαρόνο φον Ζάιντλιτς - Κούρτσμπαχ, ανέκαμψε στο πεδίο και επιτέθηκε ξαφνικά με 6.000 θωρακοφόρους στην δεξιά τους πλευρά. Ο εχθρός, δίχως επαρκή χρόνο να λάβει διάταξη μάχης, βρέθηκε εντελώς διασκορπισμένος και συνετρίβη (Απώλειες : 548 νεκροί Πρώσσοι - 5000 νεκροί και 10.000 αιχμάλωτοι σύμμαχοι). Η μάχη θεωρείται ένα από τα πολεμικά αριστουργήματα του Φρειδερίκου και πραγματικός θρίαμβος του θαυμάσιου πρωσσικού ιππικού. Χαρακτηριστικά ο Φρειδερίκος είπε : «Νίκησα την μάχη του Ρόσσμπαχ, ενώ το πλείστο του πεζικού μου έφερε τα μουσκέτα του επ’ ώμου». Η ηθική επίδραση της νίκης του Φρειδερίκου ήταν τεράστια, μέσα και έξω από την Γερμανία. Επανεγκαθίδρυσε την φήμη του, η οποία είχε τρωθεί αρκετά μετά από την ήττα του στο Κολίν.
91
13.
Μάχη του Λήγκνιτς
Η μάχη του Λήγκνιτζ, όπως νωρίτερα εκείνες στο Ρόσσμπαχ και στο Λώυτεν, κατέδειξε την εξαιρετική ικανότητα του Φρειδερίκου να νικά μιαν υπέρτερή του δύναμη, με την χρησιμοποίηση του ιδιαίτερα ευκίνητου στρατού του σε μια συγκεντρωτική επίθεση, ενώ κρατούσε τον εχθρό επί πολύ σε απόλυτη άγνοια για τις πιθανές προθέσεις του. Κοντά στο Λήγκνιτζ της Σαξωνίας, περικυκλωμένος από αρκετές αυστριακές Στρατιές, που αριθμούσαν συνολικά περί τους 100.000 άνδρες, ο Φρειδερίκος προγραμμάτισε μιαν ιδιαίτερα προσεκτική απόσυρση. Κατά την διάρκεια της νύχτας της 14-15ης Αυγούστου του 1760, εγκατέλειψε το στρατόπεδό του, αφήνοντας τις φωτιές του να καίνε για να εξαπατήσει τον εχθρό, ο οποίος είχε προγραμματίσει μια τριμέτωπη επίθεση για το πρωί της 15ης Αυγούστου. Την αυγή ο Πρώσσος Βασιλιάς επιτέθηκε αιφνίδια σ’ ένα τμήμα του αυστριακού στρατού υπό τον Στρατάρχη Βαρόνο Ερνέστο Γεδεών φον Λάουντον και υπό τον Στρατάρχη Κόμη Λεοπόλδο Ιωσήφ Ντάουν στον ποταμό Κάτσμπαχ, και κατενίκησε 32.000 άνδρες με τους 16.000 δικούς του. Οι Πρώσσοι απώλεσαν περίπου 3.500 άνδρες, οι δε Αυστριακοί είχαν 6.000 νεκρούς και τραυματίες καθώς και 4.000 αιχμαλώτους, ενώ έχασαν και 83 πυροβόλα.
14.
Μάχη του Χοενλίντεν
Ο Γάλλος Στρατηγός Μορώ είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο χωριό Χοενλίντεν, που βρίσκεται στην μέση ενός μεγάλου δάσους, σ’ ένα οροπέδιο ανατολικά του Μονάχου. Παρά τις προειδοποιήσεις των Στρατηγών του, ο 18χρονος Αρχιδούκας Ιωάννης, -που είχε για στρατιωτικό του σύμβουλο τον έμπειρο Στρατηγό Λάουερ, ο οποίος όμως δεν είχε αναλάβει Διοίκηση Σχηματισμού ποτέ! - εισήλασε στο πυκνό δάσος στις 2 Δεκεì βρίου του 1800, για να εκδιώξει τους Γάλλους. Εν τω μεταξύ ο Μορώ, αποκρυμμένος στο δάσος, μετακίνησε απαρατήρητα ένα μέρος των δυνάμεών του και το 92
πρωί της 3ης Δεκεμβρίου υπερκέρασε τους Αυστριακούς, προσβάλλοντάς τους πλευρικά και στα μετόπισθεν, θέτοντάς τους εν τέλει μεταξύ δύο πυρών. Ο αυστριακός στρατός παρά την γενναία του άμυνα συνετρίβη, χάνοντας περισσότερα από 20.000 άνδρες και 50 πυροβόλα, οι Βαυαροί σύì μαχοί του 5.000 άνδρες και 24 πυροβόλα, ενώ ο Μορώ ήταν πλέον ελεύθερος να συνεχίσει την προέλασή του προς την Βιέννη, καθώς ο αυστριακός στρατός υποχώρησε πέρα από τον ποταμό Ενς.
15.
Στρατάρχης Νταβού
Ο ατρόμητος Λουί Νικολά ντ’ Αβού (Αννού, 10 Μαΐου 1770 - 1 Ιουνίου 1823, γνωστότερος ως Νταβού, Δούκας του Άουερσταντ, Πρίγκηπας του Έκμυλ και της Αυτοκρατορίας, υπήρξε Στρατάρχης της Γαλλίας, ο οποίος χάρη στις πολεμικές του ικανότητές έγινε γνωστός στην στρατιωτική ιστορία ως «Σιδηρούς Στρατάρχης» και στους στρατιώτες του με το χαϊδευτικό προσωνύμιο «φαλακρός αετός». Μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας του, ήταν ο μόνος από τους Στρατάρχες του Ναπολέοντα, ο οποίος ουδέποτε ηττήθηκε σε μάχη. Ο όνομά του είναι χαραγμένο στην «Αψίδα του Θριάμβου» και αποτελεί ίνδαλμα των Γάλλων στρατιωτικών έως τις ημέρες μας, Παρά το ότι προήρχετο από παλαιά, αλλά πτωχή στρατιωτική οικογένεια ευγενών της Βουργουνδίας, τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της επανάστασης. Υπήρξε στενός φίλος των Λαν, Μπεσσιέ και Ντεσαί, από τους οποίους ο τελευταίος τον παρουσίασε τον στον Ναπολέοντα συστήνοντάς τον με επαινετικά λόγια. Ακολούθησε τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία της Αιγύπτου και μετά την φυγή εκείνου, στάθηκε αμετακίνητος αρνητής κάθε ενδεχόμενης παράδοσης των υπολοίπων της γαλλικής στρατιάς. Αναγνωρίζοντας τα προσόντα του ο Βοναπάρτης τού ανέθεσε τη διοίκηση μίας Μεραρχίας το 1800 και κανόνισε τον γάμο του με την Αϊμέ Λεκλέρ, αδελφή του στρατηγού Βικτόρ Λεκλέρ, που είχε νυμφευθεί μία από τις αδελφές του Ναπολέοντα. Το 1801 ήταν επικεφαλής του γαλλικού ιππικού στην Ιταλία. Το 1804 έγινε ο νεότερος σε ηλικία Στρατάρχης της Γαλλίας, διακριθείς σε μια πληθώρα αποφασιστικών μαχών. Η 93
προαγωγή του Νταβού σε στρατάρχη κατέπληξε αρκετούς Γάλλους στρατιωτικούς, που εξακολουθούσαν να αμφιβάλλουν για την αληθινή πίστη αυτού του αξιωματικού της «παλαιάς σχολής», του «κρυπτοευγενή» προς τον Αυτοκράτορα, αλλά αναμφισβήτητο γεγονός ήταν πως τα τμήματά του ήταν πάντα άριστα εκπαιδευμένα και πειθαρχημένα, τα πλέον υποδειγματικά σε ολόκληρη την «Μεγάλη Στρατιά». Ο Νταβού ήταν αυστηρότατος, πρωτίστως με τον εαυτό του (οι άνδρες του τον αποκαλούσαν «ο Δίκαιος») και υπήρξε ανηλεής προς όσους επιδίδονταν σε λαφυραγωγία. Συνήθως ήταν πολύ ήρεμος, αλλά οι σπάνιες και δίκαιες εκρήξεις του είχαν μνημειώδη βιαιότητα. Χάρη στην πρόδηλη ανδρεία του κέρδισε τον θαυμασμό των ανδρών του, αλλά ο απότομος και οξύθυμος χαρακτήρας του τον καθιστούσε ιδιαίτερα αντιπαθή ανάμεσα στους ομοιόβαθμούς του, οι οποίοι συχνά τον υπονόμευσαν (ιδιαίτερα ο Μυρά και ο Μπερτιέ). Οι άνδρες του, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, τον φοβόντουσαν και υπάκουαν πειθήνια στις σαφείς διαταγές του. Ως μύωψ φορούσε πάντα κατά την μάχη ειδικά γυαλιά μυωπίας και έφερε ένα μικρό πορτρέτο της αγαπητής, πιστής του συζύγου κάτω από το κάλυμμα του ρολογιού του. Στην μάχη του Άουερσταντ, στις 14 Οκτωβρίου 1806, ως Διοικητής του Γ’ Σώματος του γαλλικού στρατού, όταν ήταν μόλις 36 ετών, κατάφερε να κυκλώσει τις υπερδιπλάσιες πρωσσικές δυνάμεις υπό τον δούκα του Μπραουνσβάικ (63.000 άνδρες και 230 πυροβόλα, έναντι 27.000 του Νταβού-24.000 πεζοί, 1.500 ιππείς και 44 πυροβόλα) με έναν τακτικό ελιγμό που έμεινε χαραγμένος στην στρατιωτική ιστορία, και κατήγαγε συντριπτική νίκη, η οποία επέτρεψε στον Ναπολέοντα να εισέλθει θριαμβευτής στο Βερολίνο. Για την νίκη του στο Άουερσταντ γράφτηκε ότι «στην Ιένα ο Ναπολέων νίκησε μια μάχη που δεν μπορούσε να χάσει, στο Άουερσταντ ο Νταβού νίκησε μια μάχη που δεν μπορούσε να νικήσει». Κατόπιν ορίσθηκε τοποτηρητής της Πολωνίας, οπότε ήλθε σε σύγκρουση για πρώτη φορά με τον Ναπολέοντα, λόγω της παρέμβασης της ερωμένης του Αυτοκράτορα, Κόμισσας Μαρίας Βαλέφσκα, η οποία εξώθησε παρασκηνιακά τον Ναπολέοντα σε αποφάσεις προκλητικά ευνοϊκές για το πολωνικό έθνος. Το 1812 ανέλαβε την οργάνωση των 500.000 ανδρών της Μεγάλης Στρατιάς για την εκστρατεία στην Ρωσία, όπου και πάλι συγκρούσθηκε με τον Ναπολέοντα όταν διαφώνησε 94
ανοικτά ως προς την σκοπιμότητα μίας τέτοιας επιχείρησης. Το 1813 κατόρθωσε να κρατήσει υπό γαλλική κατοχή το πολιορκημένο Αμβούργο επί ένα έτος, ενώ ο Ναπολέων είχε ήδη παραδοθεί. Επιστρέφοντας στην Γαλλία αρνήθηκε να ορκισθεί πίστη στην μοναρχία όπως οι περισσότεροι Στρατάρχες, παραμένοντας πιστός στον Ναπολέοντα, οπότε απομακρύνθηκε από κάθε αξίωμα και προνόμιο. Μετά την επάνοδο του Βοναπάρτη, προσέφερε άμεσα τις υπηρεσίες του και εκείνος του ανέθεσε την θέση του Υπουργού Αμύνης (τραγικά μοιραίο σφάλμα, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, καθώς η απουσία του στο του Βατερλώ επέτρεψε πολλά από σφάλματα που διαπράχθηκαν από τους Νεύ και Γκρουσύ. Μετά την ήττα, αγωνίστηκε να σώσει το Παρίσι, απωθώντας τις εμπροσθοφυλακές του ακάματου Μπλύχερ, αλλά υποχρεώθηκε να το εγκαταλείψει στις 3 Ιουλίου 1815, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ναπολέων είχε πλέον παραδοθεί. Στην συνέχεια ιδιώτευσε, διάγοντας μία δύσκολη και στερημένη ζωή και δέχθηκε την μικρόψυχη αντίδραση των Βουρβόνων καθαιρούμενος και στερούμενος τους τίτλους του, έως ότου το 1817 του επεστράφησαν μαζί με τον βαθμό του και έγινε μέλος του «Συμβουλίου των Ευπατρίδων». Το 1822 εξελέγη δήμαρχος στ προάστιο του Παρισιού Σαβινύ- συρ-Ορζ . Παρά τα κολακευτικά του λόγια προς τον Νταβού μετά την επάνοδό του από την Έλβα, ο Ναπολέων ουδέποτε αναγνώρισε ειλικρινά τις υπηρεσίες του, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα στα απομνημονεύματά του ως αναξιόπιστο επιτελή! Όμως η πλειονότητα των στρατιωτικών ιστορικών, αναγνωρίζει τον Στρατάρχη Νταβού ως στρατηγικό και διοικητικό πνεύμα ανώτερο του Ναπολέοντα
16.
1812 – Ρωσικός στρατός
Κατά την εισβολή του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812 και παρά τη γενόμενη τεράστια προπαρασκευαστική προσπάθεια στον τομέα του ανεφοδιασμού, ο γαλλικός στρατός με την πρόοδο της προέλασής του βρέθηκε κλιμακωτά μακράν των εφοδιαστικών βάσεών του, μέσα στην αχανή εχθρική ενδοχώρα. Οι Ρώσοι εφήρμοσαν συστηματικά την τακτική της «καμένης γης», με αποτέλεσμα η δυνατότητα άντλησης, έστω και τροφικών εφοδίων, από την ύπαιθρο να 95
καταστεί σχεδόν αδύνατη για τους Γάλλους, παρά την οργάνωση ειδικών αποσπασμάτων «λαφυραγωγίας-λεηλασίας», τα οποία επέδραμαν μεθοδικά σε ρωσικούς οικισμούς και αγροκτήματα. Η αυξανόμενη στέρηση των επιβιωτικών εφοδίων είχε δραματική έως διαλυτική επίδραση στο ηθικό της «Μεγάλης Στρατιάς», ειδικά μετά την κλιμάκωση του ανταρτοπολέμου στα μετόπισθέν της και κυρίως κατά την φάση της οπισθοχώρησης. † 17.
Οι Εκστρατείες του Ουέλλινγκτον (1810 –1811)
Ο Αρθούρος Γουέλσλευ Wellesley, μετέπειτα 1ος Δούκας του Ουέλλινγκτον ήταν επικεφαλής στην εκστρατεία του 1810-1811, που διενεργήθηκε ως μέρος του Χερσονησιωτικού Πολέμου (1808-1813) για την απελευθέρωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από την κυριαρχία του Ναπολέοντα. Ακριβώς όπως στην Ρωσία, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα το 1812, οι κάτοικοι της χερσονήσου κατέστρεψαν εθελοντικά τις ιδιοκτησίες και τις αποθήκες των προμηθειών τους, για να κάνουν τον ανεφοδιασμό του εχθρού αδύνατο και για να επιταχύνουν την ήττα του. Αυτή η πολιτική της «καμένης γης,» όπως αποκαλείται σήμερα, ήταν κατ’ εξοχήν επιτυχής και στις δύο περιπτώσεις. Το 1810, μια πρόσφατα διευρυμένη γαλλική Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Αντρέ Μασσενά εισέβαλε στην Πορτογαλία. Η βρετανική κοινή γνώμη στην μητρόπολη αλλά και η άποψη του στρατού ήταν ομοιόμορφα θλιβερές και ηττοπαθείς : «πρέπει να εκκενωθεί η Πορτογαλία! ». Αλλά ο Ουέλλινγκτον επιβράδυνε αρχικά τους Γάλλους στο Μπουσάκο (όπου κατέλαβε τα ομόηχα υψώματα, μια μακρά κορυφογραμμή μήκους 16 περίπου χιλιομέτρων), με 25.000 Βρετανούς και 25.000 Πορτογάλους. Εκεί δέχτηκε πέντε αλληλοδιάδοχες επιθέσεις 65.000 Γάλλων υπό τον Μασσενά! Εκείνος ήταν αβέβαιος ως προς την ακριβή διάταξη και την δύναμη των αντιπάλων δυνάμεων, επειδή ο Ουέλλινγκτον ανέπτυξε τους άνδρες του στην αφανή πλαγιά της κορυφογραμμής, όπου δεν ήταν δυνατόν ούτε να τους παρατη†
Εξαιρετική ανάλυση του εν λόγω προβλήματος στο βιβλίο του George F. Nafziger : «Napoleon's Invasion of Russia, 1812» Hippocrene Books (1984)
96
ρήσουν ούτε να τους πλήξουν εύκολα με πυροβολικό. Σφοδρές επιθέσεις διενεργήθηκαν από τα Σώματα του Στρατάρχου Νεύ και του Στρατηγού Ρευνιέ, αλλά μετά από εξαιρετικά σφοδρό και αιματηρό αγώνα αυτοί απέτυχαν να διασπάσουν τις συμμαχικές δυνάμεις και αποκρούστηκαν με απώλειες 4.500 νεκρών και τραυματιών. Οι ανγλο-πορτογαλικές απώλειες ήταν περίπου 1250. Κατόπιν οι συμμαχικές δυνάμεις υπό τον Γουέλσλευ, εμπόδισαν την κατάληψη της χερσονήσου της Λισσαβώνας από τους Γάλλους, με το αρίστης σχεδίασης και κατασκευής οχυρωματικό σύμπλεγμα, την κατασκευή του οποίου είχε διατάξει ο Γουέλσλευ : τις φημισμένες «Γραμμές των Τόρες Βέδρας». Οι «Γραμμές των Τόρες Βέδρας» ήταν γραμμές οχυρών που χτίσθηκαν με απόλυτη μυστικότητα και ονομάστηκαν έτσι από την κοντινή πόλη Τόρες Βέδρας. Κατασκευάστηκαν από Πορτογάλους εργάτες μεταξύ του Νοεμβρίου του 1809 και του Σεπτεμβρίου του 1810, και στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν την επίθεση του Μασσενά το 1810. Προετοιμασμένες έξοχα με πλήρη μυστικότητα, και με τα πλευρά τους φρουρούμενα από το βασιλικό ναυτικό υπήρξαν απόλυτος επιχειρησιακός και τακτικός αιφνιδιασμός σε βάρος των Γάλλων. Οι καταπονημένες και λιμοκτονούσες γαλλικές δυνάμεις εισβολής υποχώρησαν μετά από έξι μήνες άκαρπων προσπαθειών. Ο Ουέλλινγκτον τους ακολούθησε κατά πόδας και με πολυάριθμες αδιάκοπες αψιμαχίες, τους οδήγησε έξω από την Πορτογαλία, εκτός από μια μικρή φρουρά στην Αλμέιδα, την οποία έθεσε υπό πολιορκία. Το 1811, ο επίμονος Μασσενά επέστρεψε προς την Πορτογαλία για να ανακουφίσει την πολιορκούμενη φρουρά της Αλμέιδα, αλλά ο Ουέλλινγκτον κατόρθωσε να νικήσει τους Γάλλους στη μάχη του Φουέντες ντε Ονιόρο. Εν τω μεταξύ, ο υφιστάμενος του Ουέλλινγκτον, Υποκόμης Μπέρεσφορντ σταμάτησε την «Στρατιά του νότου» του Στρατάρχου Σουλτ σε μια σφοδρή, πολύνεκρη και αιματηρή μάχη στην Αλμπουέρα. Τον Μάιο του 1811, ο Ουέλλινγκτον προήχθη σε Στρατηγό για τις υπηρεσίες του. Η Αλμέιδα έπεσε, αλλά οι Γάλλοι, με την λυσσαλέα επιμονή του Μασσενά, διατήρησαν τα δίδυμα φρούρια της Σιουδάδ Ροδρίγο και του Μπανταχόθ, «κλείδες» φρούρησης των ορεινών προσβάσεων στην Πορτογαλία.
97
18.
Κοντέ
Ο Λουδοβίκος ο Β’ των Βουρβόνων, Δούκας του Ενγκιέν, Πρίγκηπας του Κοντέ (1621-86), γνωστός ως ο «Μέγας Κοντέ», ξεκίνησε μια λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία το 1640, προς το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-48). Το 1643 έγινε Διοικητής των γαλλικών δυνάμεων ενάντια στους Ισπανούς και κέρδισε την αποφασιστική νίκη στο Ροκρουά της βόρειας Γαλλίας, συντρίβοντας την θρυλική ισχύ των ισπανικών «τέρθιος». Αυτή του η νίκη τον καθιέρωσε ως μία από τις μεγάλες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της ιστορίας, μόλις στην ηλικία των 22 ετών. Ο Λουδοβίκος ο Β’ των Βουρβόνων, ήταν άνδρας τολμηρός και ηρωικός στο πεδίο της µάχης, αλλά ιδιαίτερα αλαζονικός σε όλους τους άλλους τοµείς της ζωής του. Θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους Γάλλους στρατιωτικούς ηγέτες του 17ου αιώνα, γιατί κυριολεκτικά ανέδειξε τη χώρα του στην πλέον σηµαντική στρατιωτική δύναµη της Ευρώπης. Ο Κοντέ συπολέµησε µαζί µε τον άλλο µμεγάλο πολέμαρχο της Γαλλίας, τον Ανρί ντε λα Τουρ ντ' Οβέρν ντε Τυρέν, αλλά πολέμησε επίσης και εναντίον του, κατά την διάρκεια της εκπληκτικής έως μετεωρικής του σταδιοδρομίας, όπου διαδοχικά ο πολεμιστής Πρίγκηπας εξυμνήθηκε ως ήρωας, σπιλώθηκε ως εθνοπροδότης, και αναδείχθηκε τελικά σε σωτήρα της πατρίδας του. Ο «Μέγας Κοντέ» γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 8 Σεπτεμβρίου 1621, µε τον τίτλο του «Δούκα ντ' Ανγκιέν», και «Πρίγκιπα του Αίµατος», πράγμα δήλωνε σαφώς ότι είχε στενή βιολογική συγγένεια µε τη βασιλική οικογένεια. Ο Λουδοβίκος ήταν πολύ αλαζονικότερος από όλα τα άλλα µέλη της οικογενείας του, και διήλθε την παιδική και πρωτοεφηβική του ηλικία µέσα σε αμέτρητα πλούτη και προνόµια. Σπούδασε μαθηματικά, νομική και ιστορία επί έξη έτη στην «Ιησουιτική Σχολή» του Μπουρζέ. Μετά εισήλθε στην Βασιλική Ακαδημία στο Παρίσι και κατά τις επανειλημμένες υπηρεσιακές απουσίες του πατέρα του, εκτελούσε χρέη Κυβερνήτη της Βουργουνδίας. Κατόπιν χάρις στην ευγενή καταγωγή του, ο νεαρός Λουδοβίκος ανέλαβε τη διοίκηση ενός στρατιωτικού σώµατος σε ηλικία µόλις δέκα εννέα ετών και διακρίθηκε στην πολιορκία του Αρράς. Σύντοµα απέδειξε την ανδρεία και την αποφασιστικότητά του, επέδειξε δε ιδιαίτερη ικανότητα στο να διακρί98
νει αμέσως και να εκμεταλλεύεται τολμηρά τις υφιστάμενες αδυναµίες του εχθρού. Μέσα σε τρία µόλις χρόνια, ο Κοντέ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση του γαλλικού στρατού, µε αποστολή την υπεράσπιση της χώρας ενάντια σε µια εισβολή στον Βορρά από τις ισπανικές «Κάτω Χώρες». Ο Κοντέ απέδειξε την εξαίρετη τόλµη του µε το να περάσει πρώτος στην επίθεση. Στην µάχη του Ροκρουά, (ένα χωριό στις γαλλικές Αρδέννες) στις 19 Μαΐου του 1643, (με 17000 πεζούς, 6000 ιππείς και 14 πυροβόλα, εναντίον 19000 πεζών 8,000 ιππέων και 18 πυροβόλων των Ισπανών και των συμμάχων τους -Βαλώνων, Γερμανών και Ιταλών-, υπό τον εμπειρότατο Στρατηγό Φρανσίσκο ντε Μέλο) ο Κοντέ συγκέντρωσε τα πυρά του πυροβολικού του ενάντια στο ισπανικό πεζικό, που διατηρούσε επάξια τη φήµη ότι ήταν το καλύτερο στον κόσµο, ενώ πλευροκόπησε το ισπανικό ιππικό µε το δικό του. Αφού κατενίκησε το ισπανικό ιππικό, έπληξε το ισπανικό πεζικό από τα νώτα του, ενώ συγχρόνως το πεζικό του επετίθετο στους Ισπανούς κατά µέτωπον. Η μοιραία κατάληξη ήταν μια καθολική περικύκλωση των Ισπανών και των συμμάχων τους. Οι σύμμαχοι παραδόθηκαν αλλά τα «τέρθιος» συνέχισαν να μάχονται ώσπου κατέρρευσαν. Μέσα σε µίαν ηµέρα, ο Κοντέ εξολόθρευσε τον ισπανικό στρατό, εξοντώνοντας ή αιχμαλωτίζοντας περίπου 20.000 χιλιάδες εχθρούς, ενώ ο ίδιος είχε µόνον 4000 απώλειες νίκη του τερµάτισε οριστικά την ισπανική στρατιωτική κυριαρχία στην Ευρώπη, η οποία είχε διαρκέσει πάνω από εκατό χρόνια και με την επακολουθήσασα «Συνθήκη των Πυρηναίων» κατέστησε ηπειρωτική δύναμη την Γαλλία. Στην µάχη του Ροκρουά έλαμψαν οι μοναδικές ικανότητες που συνέβαλαν στις συνεχιζόμενες επιτυχίες του Κοντέ. Απέδειξε ότι είχε την δυνατότητα να αξιολογεί την κατάσταση άμεσα και στην συνέχεια να αναλαµβάνει επίσης άµεση, αλλά και αποφασιστική δράση για να επιτυγχάνει την μέγιστη βλάβη του εχθρού και να εκμεταλλεύεται το απορρέον πλεονέκτημα. Μετά την µάχη του Ροκρουά, ο Κοντέ κινήθηκε στο µέτωπο της Αλσατίας για να αντιµετωπίσει την απειλή των Βαυαρών. Σε τρεις αιµατηρές µάχες τον Αύγουστο του 1643, ο Κοντέ απώθησε τους Βαυαρούς πέρα από τον Ρήνο, αλλά δεν κατόρθωσε να τους εξουδετερώσει. Έναν χρόνο αργότερα, ο Κοντέ µαζί µε τον Τιρέν, συγκρούστηκαν και πάλι µε 99
τους Βαυαρούς που επανέλαβαν την επίθεσή τους ενάντια στη Γαλλία. Μετά από µια μακρά και πολύνεκρη µάχη, οι Βαυαροί υποχώρησαν και πάλι. Στην επόµενη δεκαετία, ο Κοντέ συνέχισε να μάχεται εναντίον επιτυγχάνοντας αρκετές νίκες εναντίον υπερτέρων εχθρικών δυνάµεων. Συνήθιζε να μάχεται στην πρώτη γραµµή, και πολλές φορές τα άλογά του σκοτώθηκαν στη µάχη, ενώ ο ίδιος δέχθηκε πολλά τραύµατα. Όταν εστάλη σε µια εκστρατεία στην Ισπανία το 1647, ο Κοντέ υπέστη µια από τις λίγες του ήττες, όταν οι γραµµές ανεφοδιασµού του δεν κατάφεραν να εφοδιάσουν τον στρατό του στη Λέριδα, αλλά µπόρεσε να διατηρήσει την κατοχή της Καταλωνίας. Τον επόµενο χρόνο, ο Κοντέ ανέλαβε τη διοίκηση του γαλλικού στρατού στη Φλάνδρα, για να αντιµετωπίσει τον αυτοκρατορικό στρατό του Αρχιδούκα Λεοπόλδου Γουλιέλµου. Ο Κοντέ προσποιήθηκε ότι υποχωρεί για να βγάλει τους Ισπανούς από τις αµυντικές τους θέσεις στο Λανς, στις 20 Αυγούστου 1648. Οταν οι εχθρικές δυνάµεις πέρασαν στην καταδίωξη, ο Κοντέ τις πλευροκόπησε µε το ιππικό του, και κυριολεκτικά τις εξολόθρευσε. Ο Κοντέ ήταν πλέον ένας από τους πιο δημοφιλείς ήρωες της Γαλλίας, αλλά βρέθηκε απέναντι σ' ένα διαφορετικού είδους εχθρό, που η αντιμετώπισή του απαιτούσε διπλωματικά και όχι στρατιωτικά χαρίσµατα. Στην περίοδο 1648-1650, η Γαλλία σπαρασσόταν από επανειλημμένες εσωτερικές εξεγέρσεις, που στόχευαν στην ανατροπή της εξουσίας. Ο Κοντέ πήρε το µέρος των στασιαστών και συµµάχησε µε τους Ισπανούς εναντίον της Βασίλισσας της Γαλλίας. Έτσι ο 1658, ο Κοντέ οδήγησε έναν ισπανικό στρατό εναντίον του πιστού στη Βασίλισσα στρατού, τον οποίο διοικούσε ο παλιός σύντροφός του Τιρέν. Μετά από µια σύντοµη σύγκρουση, ο Τιρέν βγήκε νικητής, και ο Κοντέ υποχώρησε. Αν και το 1654 καταδικάστηκε ερήµην σε θάνατο για προδοσία, ο Κοντέ έκανε παρασκηνιακές ενέργειες για να πάρει χάρη, µετά την τελική λήξη των εχθροπραξιών, µε την Συνθήκη των Πυρηναίων του 1659. Χάρη στην πολιτική του οξυδέρκεια και στις σπουδαίες στρατιωτικές του ηγετικές ικανότητες, ο Κοντέ επέτυχε να συγχωρηθεί για την ανταρσία του ενάντια στον θρόνο και να διοριστεί πάλι Διοικητής του γαλλικού στρατού το 1668. Οι νίκες του εναντίον των Ολλανδών στο Άρνεµ το 1672, και 100
εναντίον του Γουλιέλμου του Γ’, Πρίγκηπα της Οράγγης στο Σενεφέ του Βελγίου στις 11 Αυγούστου του 1674, απεκατέστησαν το όνοµα και την υπόληψη του στην Γαλλία. Για ακόμη μία φορά κατόρθωσε να νικήσει έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο( διέθετε 30000 πεζούς,14200 ιππείς και 60 πυροβόλα και είχε 10000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους απέναντι σε έναν οχυρό με 40000 πεζούς, 22000 ιππείς και 70 πυροβόλα που υπέστη 10000νεκρούς, 15000 τραυματίες και 5.000 αιχμαλώτους. Αυτή η μάχη ήταν μια από τις σφοδρότερες αυτού του αιώνα και ο Κοντέ, που δεν έπαυσε ακόμη να επιδεικνύει το παράτολμο θάρρος της νεότητάς του έχασε τρία άλογα που ίππευε κατά την διάρκειά της, διασωζόμενος από θαύμα. Κατόπιν, το 1765 , διεξήγαγε μιαν ακόμη εκστρατεία στον Ρήνο, όπου ο στρατός είχε χάσει τον ηγέτη του μετά την απώλεια του γενναίου Τυρέν. Εκεί ο Κοντέ με την προσεκτική και μεθοδική του στρατηγική απέκρουσε την εισβολή μιας αυτοκρατορικής Στρατιάς υπό τον Κόμη Ραιμόνδο Μοντεκούκολι. ‘Οµως αυτή ήταν η τελευταία εκστρατεία του Κοντέ. Υπέφερε πλέον δυσβάστακτα από βαρεία ουρική αρθρίτιδα και γενικευμένη οργανική εξάντληση απότοκο των καταχρήσεων της νεότητάς του, οπότε (σε ηλικία πενήντα περίπου ετών), δεν μπορούσε πλέον να βρίσκεται στο πεδίο της µάχης. Έτσι, μετά από τριάντα χρόνια λαμπρής και νικηφόρας στρατιωτικής σταδιοδρομίας, ο Κοντέ απεσύρθη στα κτήµατά του, στο Σατώ ντε Σαντιγύ, αφιερώνοντας τα τελευταία του χρόνια στην οικογένεια και στα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Πέθανε στο Φοντενεµπλώ, στις 11 Νοεμβρίου του 1686, σε ηλικία εξήντα πέντε ετών.
19.
Βαλλενστάιν
Ο Αλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον Βαλλενστάιν ή _αρχικά- Βαλντστάιν, Δούκας του Φρήντλαντ – Μεκλεμβούργου, Κόμης του Ζάγκαν (Χέρμανικ στον Έλβα, 15 Σεπτεμβρίου 1583- Εγκερ, 25 Φεβρουαρίου 1634), ένας Βοημός ευγενής, ηγέτης των καθολικών και αυτοκρατορικών δυνάμεων, υπήρξε Αρχιστράτηγος και ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες του αυτοκρατορικού καθολικού Συνασπισμού κατά την διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου. Εν τούτοις η στρατιωτική εκπαίδευσή του, σύμφωνα με τα κλα101
ουζεβιτσιανά ή και τα σύγχρονα πρότυπα, ήταν βραχεία και επιφανειακή. Εξεπλήρωσε δύο μόνον έτη πολεμικής υπηρεσίας (1604-1606), υπό τον Αυτοκράτορα Ροδόλφο τον Β', ενάντια στους Τούρκους και τους Ούγγρους, κερδίζοντας την διοίκηση ενός Συντάγματος λόγω των ικανοτήτων του, ενώ από το 1617 ήταν διοικητής ενός αυξανόμενου αριθμού μισθοφόρων (που μισθώνονταν συνήθως με δικά του έξοδά, καθώς η προσωπική περιουσία του αυξήθηκε πολύ γρήγορα), τον οποίο έθεσε στην διάθεση του αυτοκράτορα Φερδινάνδου του Β’. Ο Άλμπρεχτ φον Βάλλενστάιν υπήρξε πράγματι μία εξαιρετικά πολυσχιδής προσωπικότητα και έδρασε με μεγάλη επιτυχία σε ποικίλους τομείς. Η στρατιωτική δράση του νοηματοδότησε εκ νέου τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους , που τότε είχε πλέον μόνον τυπική επικυριαρχία επί των πολλών, ουσιαστικά ανεξαρτήτων γερμανικών κρατιδίων. Πέραν των αδιαμφισβήτητων στρατιωτικών ικανοτήτων του, διακρίθηκε επίσης και ως κυβερνήτης, επιδεικνύοντας προσωπικό και δραστήριο ενδιαφέρον για την σωστή κρατική λειτουργία της επικρατείας του, όσο και για την ευημερία των υπηκόων του. Στην εποχή κατά την οποία το πλείστον της Ευρώπης μαστιζόταν από λυσσαλέες θρησκευτικές συγκρούσεις και συνεχείς διενέξεις, στα υποτελή του εδάφη επικρατούσε επιβεβλημένη θρησκευτική ανοχή. Αυτή η ανοχή μαζί με ατάραχη νηφαλιότητα τον διέκριναν και στην επιλογή των συνεργατών και υφισταμένων του. Αφ’ ετέρου, η ζωηρή φιλοδοξία του τον ώθησε να εμπλακεί στον σφοδρότατο θρησκευτικό «Τριακονταετή Πόλεμο», ο οποίος ερήμωσε και κερμάτισε περαιτέρω την αγαπημένη του Γερμανία, την οποία ονειρευόταν να επανενώσει σε ένα ισχυρό κράτος. Η φιλοδοξία του αυτή, που άγγιζε τα σύνορα της μανίας, καθώς και ο άτακτος καιροσκοπισμός που διέκρινε τις σχέσεις του με τον θρόνο, τον έκαναν μισητό σε πολλούς, και οδήγησαν στην δολοφονία του κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου. Αυτό το ιδιότυπο κράμα ανυπέρβλητων αρετών και σφοδρών παθών που συνθέτουν την ξεχωριστή του προσωπικότητά, ο γνωστός επικριτής του Κλάουζεβιτς, Βρετανός θεωρητικός της στρατιωτική επιστήμης και ιστορικός Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, το απεκάλεσε «Αίνιγμα της Ιστορίας».
102
Η πραγματικά μυθιστορηματική ζωή του και η λαμπρή του σταδιοδρομία ενέπνευσαν τον μεγάλο Γερμανό ποιητή Φρήντριχ Σίλερ να γράψει την «Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου», αλλά και την συγκλονιστική δραματική τριλογία του Βαλλενστάιν («Το στρατόπεδο του Βαλλενστάιν», «Οι Πικολομίνι», «Ο θάνατος του Βαλλενστάιν»).
20.
Σουβάροφ
Αλέξανδρος Βασίλιεβιτς Σουβόροφ (μερικές φορές μεταγραμμένος –εσφαλμένα - ως Σουβάροφ, όπως και στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο απ’ όπου μεταφράστηκε το παρόν), Κόμης του Ρύμνικ. Πρίγκηπας της Ιταλίας, Κόμης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (24 Νοεì βρίου 1729 – 18 Μαΐου 1800). Υπήρξε ο τέταρτος και τελευταίος Ρώσος Αρχιστράτηγος (μην προσμετρώντας τον «αυτοτιτλοδοτημένο» Στάλιν). Στην διάρκεια της πολύχρονης και λαμπρής σταδιοδρομίας του, ο Αλεξάντρ Σουβόροφ οδήγησε πάμπολλες φορές τα ρωσικά στρατεύματα σε σημαντικές νίκες εναντίον της Πολωνίας, της Τουρκίας, της Γαλλίας, αλλά και σε αντιμετώπιση εξεγέρσεων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Ο Σουβόροφ ήταν έξυπνος, παράφορα γενναίος και ιδιαίτερα επίμονος, και δεν έχασε την μάχη ακόμη κι όταν αντιμετώπισε πολύ μεγαλύτερες ή και καλύτερα εξοπλισμένες εχθρικές δυνάμεις. Συχνότατα η διοικητική του δραστηριότητά παρεμποδίστηκε από δολοπλοκίες και μικρόψυχους συμφεροντικούς ανταγωνισμούς μέσα στη ρωσική Αυλή, οι πρωτοποριακές επιθετικές επιχειρήσεις του Σουβόροφ, με τις απίστευτα μακρές υπερεντατικές πορείες και τις συχνές αιφνιδιαστικές εφόδους, σε συνδυασμό με την σκληρότατη και σχολαστική εκπαίδευση των ανδρών του, κέρδισαν όχι μόνο την δόξα πολλών νικών, αλλά και τον βαθύ θαυμασμό του ρωσικού λαού στο πρόσωπό του. Είναι ένας από τους ελάχιστους μεγάλους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας, ο οποίος δεν ηττήθηκε ποτέ στην μάχη. Έμεινε φημισμένος για το εγχειρίδιό του «Η επιστήμη της νίκης» και αξιοπρόσεκτος για τα ρητά του «Εκπαιδευθείτε σκληρά, πολεμήστε εύκολα», «Η σφαίρα είναι ένας ανόητος, η ξιφολόγχη είναι ένας έξοχος φίλος», «Χάσου εσύ, αλλά σώσε τον σύντροφό σου!». Κέρδισε την μεγαλύτερη φήμη του ως ανώτατος Διοικητής των ρωσικών δυνάμεων 103
κατά την διάρκεια των πολέμων της Μεγάλης Αικατερίνης με την Τουρκία (1768-74, 1787-92). Το 1799, του δόθηκε η ανώτατη διοίκηση των ιταλικών στρατών του «Δευτέρου αντιγαλλικού Συνασπισμού» και πέτυχε να εκδιώξει τους Γάλλους από την Ιταλία. Το 1942 η Σοβιετική Ένωση θέσπισε το παράσημο του «Τάγματος του Σουβόροφ», τιμώντας την στρατιωτική του κληρονομιά και ανασυνδέοντας την ύπαρξή της με το νικηφόρο ρωσικό παρελθόν, καθώς ήταν σε εξέλιξη ο θανατηφόρος αγώνας με το Γ’ Ράιχ, ο οποίος απεκλήθη «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος». Ελάχιστα στοιχεία διασώζονται για τα νεανικά χρόνια του Σουβόροφ. Γεννήθηκε στην Μόσχα από μια οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής από το Νοβγκορόντ και μεγάλωσε στο αρχοντικό του παππού του (από μητέρα) Θεοδοσίου Μανούκοφ, που ήταν αξιωματούχος του Πέτρου του Α’. Παρά το γεγονός ότι ως μικρός υπήρξε πολύ φιλάσθενος, κατετάγη στον ρωσικό στρατό σε ηλικία δέκα τριών ετών και υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στο πόλεμο της Φινλανδίας εναντίον των Σουηδών. Ονοµάστηκε Αξιωματικός κατ’ απονομή το 1754, λόγω γενναιότητος, υψηλού συναδελφικού πνεύματος και πειθαρχικής συμπεριφοράς, πράγµα που αφ’ εαυτού ήταν σηµαντικό επίτευγμα, καθώς τότε οι πλούσιες και σπουδαίες οικογένειες αγόραζαν κυριολεκτικά θέσεις Αξιωματικών για τους γιούς τους, µόλις γεννιόνταν. Ο Σουβάροφ το αξίωμά του το κέρδισε μόνος του. Ο Σουβόροφ υπηρέτησε ως κατώτερος Αξιωματικός στον Επταετή Πόλεμο εναντίον των Πρώσσων, και πήρε µέρος στη µάχη του Κούννερσντορφ (12 Αυγούστου 175. Όταν κατελήφθη το Βερολίνο, (9 Οκτωβρίου 1760), ο Σουβόροφ ήταν ήδη Αντισυνταγματάρχης, χάρη στην αδιαμφισβήτητη προσωπική του ανδρεία και στις προφανείς εξαιρετικές ηγετικές του ικανότητες. Το 1761 μυήθηκε στον τεκτονισμό, στην Στοά «Των Τριών Αστέρων», ενώ επίσης προήχθη σε Συνταγματάρχη. Το 1762 ανέλαβε την διοίκηση ενός Συντάγματος, και άρχισε την εφαρμογή των τακτικών και των εκπαιδευτικών µμεθόδων οι οποίες θα χαρακτήριζαν την υπόλοιπη σταδιοδρομία του. Απλούστευσε όλες τις έως τότε πολύπλοκες ασκήσεις και έδωσε απόλυτη έµφαση στην καλή φυσική κατά104
σταση των ανδρών, ώστε η Μονάδα του να µπορεί να εκτελεί ταχέως παρατεινόμενες πορείες. Έδωσε την δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας στους υφισταμένους του Αξιωματικούς, ώστε να εκτελούν συνδυαστικούς ελιγµούς µε τις Υποµονάδες τους. Ο Σουβόροφ ήταν ολότελα αντίθετος στην εμμονή και επικέντρωση της προσπάθειας στην διεξαγωγή πολιορκιών, μιαν αστόχαστη νοοτροπία που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Υποστήριζε αντίθετα ότι ο ρωσικός στρατός σε µιαν άµεση επίθεση θα είχε πολύ μικρότερες απώλειες, από εκείνες τις οποίες προκαλούσε µια µμακρόχρονη πολιορκία, με τις ασθένειες και τις πολλαπλές απαιτούμενες κακουχίες των μαχητών. Προτιμούσε αναφανδόν τον αγώνα «εκ του συστάδην» και συνιστούσε κατά κόρον την χρήση της ξιφολόγχης. Παρά τον σκληρό και αιματηρό αγώνα που απαιτούσαν οι τακτικές του µμέθοδοι, οι στρατιώτες του είχαν πάντα υψηλό ηθικό και έθρεφαν µεγάλη εκτίµηση για τον Διοικητή τους. Εκείνος από μέρους του φρόντιζε ώστε οι άνδρες του να μισθοδοτούνται τακτικά και να έχουν τον καλύτερο διατιθέμενο οπλισµό και τα λοιπά αναγκαία εφόδια της στρατιωτικής ζωής. Η συνήθειά του να ορμά πρωτοπόρος στο μέτωπο, οδηγώντας τους άνδρες του προσωπικά και εκτιθέμενος ακατάπαυστα στους κίνδυνους της μάχης, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στους υφισταμένους του και ιδιαίτερα στους στρατιώτες. Εξ’ άλλου εκ χαρακτήρος επιδείκνυε πάντοτε φιλάνθρωπη και προσηνή συμπεριφορά, σε έντονη αντίθεση με τον συνήθη, «τυπικό» αριστοκράτη Αξιωματικό. Το 1768 συνέτριψε τις δυνάμεις της «Πολωνικής Συνομοσπονδίας του Μπαρ» υπό τον Καζίμηρο Πουβάσκι (ή Πουλάσκι), οι οποίες επεδίωκαν απόσχιση από την Αυτοκρατορία, κατέλαβε την Κρακοβία και προήχθη σε Υποστράτηγο. Στον Α’ Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο του 1768–1774, τον Απρίλιο του 1773, ο Σουβόροφ δοκίμασε έμπρακτα τις µμεθόδους του στην μάχη, κατά την έφοδο εναντίον του φρουρίου Τουρτουκάι το οποίο και εξεπόρθησε. Ως αποτέλεσµα, παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του. Την επόµενη χρονιά εξουδετέρωσε το τουρκικό οχυρό Κοζλουτζί, παρά το γεγονός ότι οι δυνάµεις του ήσαν υποπενταπλάσιες από τις εχθρικές.
105
Επιστρέφοντας από την Τουρκία στην Ρωσία, ο Σουβόροφ σχεδίασε και δημιούργησε μία σειρά από συνεχόμενες στρατιωτικές οχυρές εγκαταστάσεις, που ονομάστηκε «Γραì μή του Κουμπάν», με σκοπό την προστασία των νοτίων επαρχιών της χώρας του. Το 1783 έγινε «Στρατηγός του Πεζικού» και κατέστειλε «δια πυρός και σιδήρου» μιαν εξέγερση στην Κριμαία, μετά μιαν εξαιρετικά αιματηρή εκστρατεία, κατά την οποία οι στρατιώτες κυριολεκτικά αφάνισαν τους εξεγερμένους. Κατά τον Β’ Ρωσο -Τουρκικό Πόλεμο του 1787–1792, ο Σoυβόροφ κέρδισε την πρώτη μάχη του πολέμου στο οχυρό Κίνμπουρν, στο δέλτα του Δνειπέρου, την 1η Οκτωβρίου 1787, όπου τραυματίσθηκε δύο φορές κατά την μάχη εναντίον των υπερπολλαπλασίων Τούρκων πολιορκητών διενεργώντας σφοδρές αντεπιθετικές εξόδους. Για την έξοχη ηγεσία και την ανδρεία του ως Διοικητή των νικητών η Αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη του απένειμε τον Σταυρό του Αγίου Ανδρέα, ύπατο παράσημο όλων των ιπποτικών ταγμάτων της Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε μια ακόμη νίκη του στο Φοκσάνι τον Ιούλιο του 1789, και δύο μήνες αργότερα, στην μάχη του Ρίμνικ (νυν Ρίμνικου της Ρουμανίας), όπου μαζί με τον Αψβούργο Πρίγκηπα Ιωσία του Κόμπουργκ, κατενίκησε μιαν οθωμανική στρατιά 100.000 ανδρών υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Κοτζά Γιουσούφ Πασά, που ήταν τετραπλάσια από το στρατό του. Ο Σουβόροφ τιμήθηκε με ακόμη ένα μετάλλιο ανδρείας, τον τίτλο του «Κόμη του Ρύμνικ», (Ριμνίκσι) και ένα επίσημο κρατικό οικόσημο, το οποίο παρίστανε έναν μια κεραυνόπληκτη Τουρκική Ημισέληνο. Επίσης χρίσθηκε από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο τον Β’ «Ιππότης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Οι τούρκοι μετά την ήττα τους απεσύρθησαν από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Κόμης απέδειξε και πάλι την αξία του στις 22 Δεκεμβρίου του 1790, όταν κινήθηκε εναντίον των ισχυρότατων, επάλληλων αμυντικών τουρκικών γραμμών στο παραδουνάβιο οχυρό Ισμαήλ της Βεσσαραβίας (νύν Ουκρανία). Ο Σουλτάνος εκόμπαζε συχνά για το απόρθητο οχυρό του, την «ανοικτή πληγή των απίστων». Ο Σουβόροφ συντόνισε μιαν ταυτόχρονη επίθεση με έξι αιχμές, υποστηριζόμενη με συνεχής βολές ναυτικού πυροβολικού, και προκάλεσε στους Τούρκους (που είχαν διαταγή για άμυνα μέχρις εσχάτων) α106
πώλεια περισσότερων από 26000 ανδρών. Η πτώση του Ισμαήλ άνοιξε τον διάπλατα την οδό προέλασης στον Δούναβη και προς την Κωνσταντινούπολη. Παρά το ότι τρία ακόμη χρόνια θα περνούσαν μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, η πτώση του Ισμαήλ απετέλεσε το πραγματικό τέλος αυτής της αναμέτρησης. Η νίκη του πορθητή Σουβόροφ απετέλεσε την έμπνευση της σύνθεσης και συγγραφής του φημισμένου πρώτου ρωσικού εθνικού ύμνου «Ας ηχήσει ο κεραυνός της νίκης». Το 1793, ο Σουβόροφ ανέλαβε την διοίκηση ενός Σώματος στρατού για την καταστολή μιας εξέγερσης χωρικών στην Πολωνία. Ο στρατός του συνέτριψε νίκησε τους στασιαστές στη μάχη του Ματσεγιοβίτσε στις 10 Οκτωβρίου 1794, συλλαμβάνοντας τον αρχηγό των Πολωνών, Στρατηγό Θαδαίο Κοτσιούσκο και μετά από δύο εβδομάδες, εισήλθε θριαì βευτής στην Βαρσοβία, όπου κατέσφαξε περί τις 20.000 αμάχους στο προάστιο Πράγα, για εκδίκηση των 2000 εκτελεσμένων από τους Πολωνούς, Ρώσων αιχμαλώτων στρατιωτών της φρουράς της Βαρσοβίας που εξοντώθηκαν στην αρχή της στάσης. Η Μεγάλη Αικατερίνη αντάμειψε τον Σουβόροφ για την νίκη του με τον βαθμό του Στρατάρχη, του δώρισε ένα μεγάλο κτήμα και του ανέθεσε τη διοίκηση ενός μεγαλύτερου στρατού. Ο Σουβόροφ, όταν πέθανε η Μεγάλη Αικατερίνη και ο διάδοχός της, ο Τσάρος Παύλος ο Α’ , που δεν είχε εμπιστοσύνη στους συνεργάτες της Αικατερίνης, αποστράτευσε όλους τους ανώτατους στρατιωτικούς διοικητές. Έτσι ο Σοβόροφ απεσύρθη ιδιωτεύοντας στο κτήμα του στο Κοντσάνσκογιε το 1796, όπου συνέγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο για την πολεμική τέχνη, με τίτλο : «Τέχνη της Νίκης». Τρία χρόνια όμως αργότερα, ο Τσάρος συμμάχησε με την Αγγλία και την Αυστρία εναντίον του Ναπολέοντα το 1798 και έχοντας ανάγκη από ικανούς υψηλόβαθμους στρατιωτικούς ηγέτες, ανεκάλεσε τον Φεβρουάριο του 1798 τον Σουβόροφ, αποκαθιστώντας τον βαθµό και τα προνόµιά του. Αν και πλησίαζε στα εβδομήντα του χρόνια, ο Σουβόροφ συγκέντρωσε κι εξεπαίδευσε έναν συμμαχικό ρώσοαυστριακό στρατό για να εκδιώξει τους Γάλλους από την Βόρειο Ιταλία. Την άνοιξη και το θέρος του 1799,ο Σουβόροφ νίκησε τους Γάλλους στο Κασάνο, στην Τρέµπια και στο Νόβι. Παραµένοντας αήττητος, ο Σουβόροφ ολοκλήρωσε έτσι την 107
τελευταία του εκστρατεία και ονομάστηκε από τον Βασιλιά της Σαρδηνίας, «Πρίγκηπας της Σαβοΐας». Μετά από µια σειρά μαχών, στις οποίες οι Αυστριακοί σύμμαχοι του συνεισέφεραν τα ελάχιστα, και ιδιαίτερα μετά την ήττα του Στρατηγού Κορσάκοφ στην Ζυρίχη από τον δαιμόνιο Μασσενά, ο Τσάρος Παύλος ο Α’, ανεκάλεσε τον στρατό του Σουβόροφ και διέλυσε την συµµαχία µε τους Αυστριακούς. Χωρίς καμία υποστήριξη, ο Σουβόροφ διέσχισε τις χιονοσκεπείς Άλπεις πολεµώντας εναντίον πολύ υπερτέρων δυνάµεων, γινόμενος ο πρώτος μετά τον Αννίβα στρατιωτικός που επέτυχε την διάβαση - κατόρθωμα. Ο Τσάρος τον ονόμασε «Αρχιστράτηγο» για την επιτυχημένη του υποχώρηση µέχρι τη Ρωσία, µε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του άθικτο. Όμως ο Σουβόροφ δεν έγινε θριαμβικά δεκτός ως ήρωας στην πατρίδα του. Ο Τσάρος Παύλος έκρινε ότι δεν χρειαζόταν άλλο τον ηλικιωμένο πολεμιστή, αισθάνθηκε να απειλείται από την αγάπη που έτρεφε γι' αυτόν ο ρωσικός λαός, κι έτσι τον απήλλαξε από τη διοίκηση του στρατού και τον καθαίρεσε από τον βαθµό του, ενδίδοντας στις διαβολές των κολάκων της παλατιανής καμαρίλας. Καταπονημένος από τη µακρά εκστρατεία, ο υπερήφανος ανίκητος γέροντας πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στην Αγία Πετρούπολη, στις 18 Μαΐου του 1800, σε ηλικία ενενήντα ετών. Σύµφωνα µε τις οδηγίες του μικρόψυχου Τσάρου, ο Σουβόροφ κηδεύτηκε σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο, δίχως τιµές από την πολιτεία και χωρίς την παρουσία των αγαπημένων Αξιωματικών του. Οι μόνες εξέχουσες προσωπικότητες που παρέστησαν στην ταφή του αδιαφορώντας για την τσαρική εντολή ήταν ο ποιητής του εθνικού ύμνου Ντερζάβιν και ο Βρετανός πρεσβευτής Λόρδος Γουίλγουορθ.
21.
Άμυνα του Μένιν
Επί αρκετές ημέρες κατά την διάρκεια του Απριλίου του 1794, μια δύναμη 2.000 ανδρών υπό τον Στρατηγό Ροδόλφο Γεώργιο Γουλιέλμο, Βαρόνο φον Χαμμερστάϊν υπεράσπισε την οχυρωμένη πόλη Μένιν (γερμανικά Μένεν) της δυτικής Φλαμανδίας, (που βρίσκεται στα γαλλοβελγικά σύνορα) ενάντια στις επιθέσεις 20.000 Γάλλων, υπό τον Στρατηγό Ζαν 108
Βικτόρ Μαρί Μορώ. Ως «πρώτος της τάξει» Αξιωματικός του Επιτελείου του Χαμμερστάιν, ο τότε Λοχαγός Σάρνχορστ, εκτελώντας χρέη «ατύπου» Επιτελάρχη της μικρής δύναμης των υπερασπιστών, προετοίμασε ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό σύστημα τάφρων και αναχωμάτων. Όταν τα πυρομαχικά και οι προμήθειες του Χαμμερστάϊν τελείωσαν απότομα και η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες, εκείνος οδήγησε τα στρατεύματά του σε μία επιτυχή διάσπαση των γραμμών του εχθρού (30 Απριλίου), χάνοντας μεν περισσότερο από το ένα πέμπτο των δυνάμεών του κατά την θυελλώδη έξοδο, διασώζοντας όμως το ηθικό των ανδρών του, του έθνους και των συμμάχων τους.
22.
Στρατηγός φον Σάρνχορστ
Στρατηγός Γκέρχαρντ Γιόχαν Νταβίντ φον Σάρνχορστ (12 Νοεμβρίου 1755- 28 Ιουνίου 1813), γνωστός ευρύτερα για τις κρίσιμες και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις του στον πρωσσικό στρατό. Μαζί με τον Κόμη Αύγουστο Νάϊντχαρτ φον Γκναϊζενάου αναμόρφωσε αποφασιστικά τον πρωσσικό στρατό με την εισαγωγή ενός συστήματος εφεδρείας, με το οποίο αύξησε σημαντικά τον συνολικό αριθμό των διαθέσιμων σε πόλεμο στρατιωτών. Μεταξύ των άλλων τροποποιήσεων που εισήγαγε έγινε γνωστός και για την κατάργηση της ποινής της μαστίγωσης που ίσχυε έως τότε (1807) Υπήρξε στενός φίλος και δάσκαλος του Κλάουζεβιτς. Ενώ ήταν ακόμα Λοχαγός, συμμετείχε στον «Πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού» ενάντια στην επαναστατική Γαλλία, και βρέθηκε ως Επιτελάρχης (με τον κατ’ απονομή τίτλο του «Επιτελικού Λοχαγού»), μεταξύ των ηρωικών υπερασπιστών της πόλης Μένεν ‘η Μένιν στην Φλάνδρα το 1794. Την επική έξοδο της φρουράς αποθανάτισε με ιδιαίτερο αφιερωματικό κείμενο («Άμυνα της πόλης Μένιν») στο πεντάτομο υπόμνημά του «Στρατιωτικές Αξιομνημονεύσεις» (Ανόβερο, 1803). Το κείμενο αυτό και «Οι αιτίες της καλής τύχης των Γάλλων στον επαναστατικό πόλεμο», παραμένουν τα γνωστότερα έργα του.
109
110
ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» ΜΕΡΙΚΕΣ ΘΕΜΕΛΙΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» Γιατί η ανάγνωση του «Περί του Πολέμου» είναι τόσο σημαντική, παρά τό ότι είναι δύσκολη. Όπως έγραψε ο Bernard Brodie, ο φημισμένος Αμερικανός στρατηγιστής, γνωστός ως «Αμερικανός Κλάουζεβιτς» που έθεσε τις βάσεις της στρατηγικής πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ, στο βιβλίο του «War and Politics» (1973), : «….το «Περί του Πολέμου» δεν είναι απλά το μέγιστο αλλά το μόνο αληθινά μεγάλο βιβλίο γιά τον πόλεμο»! Στο έργο του αυτό, παρά το ότι προσεγγίζει εκτενώς ευρύτατες γενικές έννοιες και όρους φιλοσοφικής βαθύτητας και έκτασης, ο Κλάουζεβιτς πραγματικά προσπάθησε να γράψει επίσης όσο το δυνατόν πιό συγκεκριμένα, αναφέροντας σε διάφορα σημεία, πολλές ιστορικά προηγούμενες εκστρατείες τις οποίες βεβαίως και εγνώριζαν οι συνάδελφοί του Αξιωματικοί, (καθώς τότε μελετούσαν συστηματικά στρατιωτική ιστορία και τακτική), οπότε βεβαίως θα είχαν εξοικειωθεί αρκετά με αυτές για να συνειδητοποιήσουν τις υποδείξεις του. Αυτά τα παραδείγματα δεν είναι πλέον, ως επί το πλείστον, ούτε αποκαλυπτικά ή ακόμα ούτε καν γνωστά, έτσι αυτό που κάποτε ήταν μια ενίσχυση για τον αναγνώστη, τώρα απλά απαιτεί επιπλέον ενδεχόμενη ανάγνωση και διανοητικό έργο. Όμως αγνοώντας σε τι αναφέρεται κάποιος χαρακτηριστικά στο κείμενό του, προφανώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το έργο του πλήρως. Επίσης στο «Περί του πολέμου» διαβάζουμε κατ’ ουσίαν ένα προσχέδιο βιβλίου, μιαν ουσιαστικά ατελή εργασία, την οποία επιμελήθηκε κάποιος (η σύζυγος του μεγάλου στοχαστή) που έκανε μεν ότι καλύτερο μπορούσε, αλλά δεν κατείχε πραγματικά τις απαιτούμενες δεξιότητες και το γνωστικό πλαίσιο για να το κάνει σωστά. Η ανάγνωση του «Περί του Πολέμου», δεν είναι εύκολη υπόθεση, πολύ δε περισσότερο η μελέτη του, αυτή είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολη. Ωστόσο και η στοιχειώδης σύλληψη των όρων και των ιδεών του είναι κατ’ εξοχήν αξιόλογο επίτευγμα για έναν επαγγελματία στρατιώτη. Επίσης, το «Περί του Πολέμου» εγκαθιστά γενικότερα ένα ισχυρό γνωστικό έ-
111
ρεισμα για έναν πράγματι ουσιώδη προβληματισμό γύρω από το πολεμικό δρώμενο. Ο ίδιος ο μεγάλος στρατιωτικός στοχαστής, μας παρέχει τον αναγκαίο αποχρώντα λόγο γιά να προσπαθήσουμε να τον κατανοήσουμε και να επενδύσουμε στον κόπο, που απαιτείται γιά να αφομοιωθεί με πληρότητα και να εσωτερικευθεί δραστικά το «Κλαουζεβιτσιανό» κατασκεύασμα, καταγράφοντας στο περιώνυμο σύγγραμά του την σωστή διάσταση που οφείλει να λάβει η κατανόηση της στρατιωτικής θεωρίας : «Η θεωρία υπάρχει, ώστε να µην χρειάζεται κάθε φορά ο καθένας να βάζει τάξη και ν' ανοίγει διόδους, αλλά για να βρίσκει τα πράγµατα τακτοποιηµένα και διευκρινισµένα. Έχει προορισµό να εκπαιδεύσει το πνεύµα του µελλοντικού πολεµικού ηγέτη, ας πούµε καλύτερα να οδηγήσει την αυτοεκπαίδευσή του και όχι να τον συνοδεύσει στο πεδίο της µάχης, όπως ο συνετός παιδαγωγός προσανατολίζει και διευκολύνει την πνευµατική ανάπτυξη του νέου, χωρίς γι' αυτό το λόγο να τον χειραγωγεί σ' όλη του τη ζωή.» H (Αλληλ)επίδραση του Πολέμου και της Πολιτικής , ειδικά η σημασία των πολιτικών σκοπών ως καθοριστικών παραγόντων εμφαίνεται στο Α’ μέρος του 6ου Κεφαλαίου από το 8ο Βιβλίο. Το επίπεδο της προσπάθειας σε μέγεθος, αλλά επίσης και σε διάρκεια, μ’ άλλα λόγια, το επί πόσο καιρό και πόσο σκληρά θα αγωνιστεί κάποιος, εξαρτάται από το πόσο σημαντικό είναι αυτό για το οποίο αγωνίζεται, όπως απορρέει από το 3ο κεφάλαιο του 8ου Βιβλίου, όπου ο συγγραφέας προβαίνει επίσης και σε μία ταχεία περιληπτική, ιστορική ανασκόπηση του εν λόγω αντικειμένου. Οι Πολικές έννοιες : «Απόλυτος Πόλεμος» – «Πραγματικός Πόλεμος» και «Ολοκληρωτικός Πόλεμος» – «Περιορισμένος Πόλεμος». Αυτές οι έννοιες είναι εξόχως σημαντικές. Υπάρχουν δύο ζεύγη διαλεκτικών ιδεών, όχι μόνον ένα. Το πρώτο ζεύγος εμπεριέχει τον «Απόλυτο (ή ιδεατό) πόλεμο» ο οποίος είναι καθαρώς εννοιολογικός : ο Κλάουζεβιτς τον αποκαλεί μια «λογική φαντασία», εννοώντας ότι ο απόλυτος πόλεμος είναι αυτό που εκλαμβάνουμε εάν καθόμαστε και διενεργούμε ένα πολεμικό παίγνιο μεταξύ των αφηρημένων 112
αντιπάλων Α και Β, οι οποίοι δεν έχουν καμία από τις ιδιότητες των πραγματικών κοινωνιών στον πόλεμο. Ο «πραγματικός πόλεμος», αφ' ετέρου, είναι απλά πόλεμος όπως τον βιώνουμε πραγματικά, είναι το ακατάστατο και συγχυτικό αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, προέκτασης μεταξύ πραγματικών πολιτικών, όπως π.χ. της Γαλλίας και της Ρωσίας στην ναπολεόντεια περίοδο. Δυστυχώς, επ’ αυτού συχνά ο Κλάουζεβιτς συγχέεται έντονα από μιά μεγάλη ομάδα ανθρώπων που σκέφτονται ότι όταν μιλά για τον «ιδεατό» ή «απόλυτο» πόλεμο προβαίνει σε μιάν αξιολογική κρίση με αφορμή τον τύπο πολέμου που δήθεν ο ίδιος προτιμά, δηλαδή σκέπτονται ότι το «ιδεατό» σημαίνει «το καλύτερο είδος πολέμου». Αντίθετα εντούτοις σ’ αυτήν την ατυχώς δημοφιλή και σφαλερή πεποίθηση, ο Κλάουζεβιτς δεν υποστηρίζει τον απεριόριστο, ολοκληρωτικό ή απόλυτο πόλεμο. Στην πραγματικότητα, δεν προτείνει και δεν προτιμά ούτε και τον περιορισμένο πόλεμο. (Πολλοί σύγχρονοι ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι τάχα προτείνει τον περιορισμένο πόλεμο, μερικοί μάλιστα φθάνουν μέχρι του σημείου να προτείνουν ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο κλαουζεβιτσιανές θεωρίες: η πρώτη που υποστηρίζει τον ολοκληρωτικό πόλεμο και μια δεύτερη και πλέον «ώριμη», που υποστηρίζει τον περιορισμένο πόλεμο. Αυτές είναι καθαρά ανυπόστατες και αυθαίρετες ερμηνείες, ολότελα αστήρικτες από το καθαυτό κείμενο του μεγάλου θεωρητικού. Αυτό που ο Κλάουζεβιτς θέλει να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε είναι ότι, οι πόλεμοι μπορούν να έχουν όλους τους βαθμούς σπουδαιότητας και έντασης, κυμαίνονται δε από τους πολέμους εξολόθρευσης έως την απλή ένοπλο αναγνώριση – παρατήρηση του αντιπάλου. Αυτή η βαθμίδωση εξαρτάται από τους εκάστοτε διακυβευόμενους αντικειμενικούς σκοπούς, αλλά και από τις συνήθως διαφέρουσες αξίες με τις οποίες οι αντίπαλοι επενδύουν αυτούς τους σκοπούς. Η αξία των σκοπών είναι το πλέον κυρίαρχο των στρατηγικών ερωτημάτων και το περιεκτικότερο. Οι κατά Κλάουζεβιτς Πολιτικοστρατιωτικές Σχέσεις. Ο Κλάουζεβιτς προειδοποιεί ενάντια στο να ερωτώνται οι στρατιώτες για «καθαρά στρατιωτικές συμβουλές και εκτιμήσεις» από ανθρώπους που αγνοούν το δρώμενο του στρατιωτικού επαγγέλματος και της στρατιωτικής ζωής γενικότερα, καθώς δεν θα υπάρξει η απαιτούμενη συναντίληψη και κατανόηση των εκτιμήσεων, από στρατιωτικούς και λοιπά πρόσωπα. Ετσι ωθεί τους πολιτικούς να μελετήσουν και να καταλάβουν 113
τον πόλεμο. Ο Κλάουζεβιτς συνθέτει την άποψή του, περί της διαδραστικής σχέσης πολέμου και πολιτικής ως ενός στερρά συνεχομένου και ολοκληρωμένου «συνεχούς». Ενώ οι στρατιώτες πρέπει σαφώς να υπάγονται στους πολιτικούς, δεν είναι απλώς παθητικοί υπηρέτες τους : Έχουν την ενεργό ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι οι πολιτικοί κύριοί τους καταλαβαίνουν τις συνολικές (δλδ. στρατιωτικές και πολιτικές) επιπτώσεις των αποφάσεών τους. Οι Ηθικές και Φυσικές Διαστάσεις του Πολέμου Ο Κλάουζεβιτς είναι μοναδικός στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον μεταβιβάζει και να αποδίδει με απλότητα και σαφήνεια τα πάθη που είναι ενριζωμένα στην ίδια την φύση του πολέμου. Η διαλεκτική του κινδύνου και του θάρρους, είναι μια αναγκαστική φυσική διεργασία. Ένα πράγματι αξιοθαύμαστο και ιδανικά σαφές σημείο, απόρροια του έργου του είναι το αξίωμα ότι «ο φόβος ασχολείται με την σωματική και το θάρρος με την ηθική επιβίωση.», Οι ηθικές και φυσικές διαστάσεις του πολέμου συσχετίζονται άμεσα και έκδηλα με τις έννοιες της τριβής, της ομίχλης του πολέμου και της στρατιωτικής ì εγαλοφυΐας. Η διαλεκτική ως κλείδα κατανόησης του Κλάουζεβιτς Στα χρόνια που ο Κλάουζεβιτς συνέγραφε το «Περί του Πολέμου», η διαλεκτική ήταν η μεθοδολογία επιλογής για να προσεγγισθεί η ουσία των πραγμάτων, είτε πρόκειται για παρατηρήσιμα φαινόμενα ή ιδέες. Δημιουργημένος από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά συνδεμένος πρώτιστα με τον Χέγκελ και τον Καντ, ο διαλεκτικός συλλογισμός περιλαμβάνει: (1) Διατύπωση μιας «θέσης» (εκδήλωση μιας θεωρητικής τοποθέτησης) (2) Λεπτομερής καθολική εξέτασή της, έως το λογικό συμπέρασμά της με παράλληλη παράθεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και απόδοση έμφασης, τονισμός, όλων των σημείων που έρχονται σε αντίθεση με την θέση αυτήν (3) Λήψη και αποδοχή της αντίθεσης που ενδεχόμενα είναι το πολικό αντίθετο της θέσης (όπως καλός – κακός, Χριστόςαντίχριστός), ή μπορεί να είναι απλά μια ολότελα διαφορετική έννοια του εν λόγω θέματος (4) Επανάληψη αυτής την αναλυτικής διαδικασίας της επιχειρηματολογίας «υπέρ» και «κατά», ώστε να φθάσει κανείς, διανοητικά εξαντλημένος αλλά περιχαρής και κατενθουσιασμένος στην (5) Σύνθεση, η οποία περιλαμβάνει τα βασικά και έγκυρα σημεία της θέσης και της αντίθεσης. Ο στόχος αυτής της διανοητικής άσκησης είναι διπλός: η προσέγγιση του πυρήνα (δηλ., η κατανόηση της ουσίας, της φύσης) αυτού με το οποίο καταγίνεται κάποιος (στην προκεί114
μενη περίπτωσή μας, ο πόλεμος) και η διευθέτηση, η εναρμόνιση των πολλών αντιφάσεων που αντιμετωπίζονται στην πραγματική ζωή (ή, τουλάχιστον, η λήψη αυτών υπόψη). Κατά την καθαρή και αληθινή εγελιανή παράδοση, η διαλεκτική διαδικασία δεν σταματά ποτέ, η σύνθεση γίνεται η νέα θέση και ούτω καθεξής Ο Κλάουζεβιτς οικοδομεί τον διαλεκτικό του συλλογισμό αναπτύσσοντας πρώτα την «θέση» : «Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από παρά μια διευρυμένη μονομαχία. Αν θέλαμε να θεωρήσουμε ως μιάν ενότητα το αναρίθμητο των επιμέρους μονομαχιών από τις οποίες συνίσταται, θα κάναμε καλύτερα να φέρουμε κατά νου δυο παλαιστές. Καθένας επιζητεί δια της φυσικής βίας, να υποτάξει τον άλλο στη θέλησή του. Ο άμεσος σκοπός του είναι να καταβάλλει τον αντίπαλο, ώστε να τον καταστήσει ανίκανο για κάθε περαιτέρω αντίσταση. Ο πόλεμος επομένως είναι μια πράξη βίας, προορισμένη να εξαναγκάσει τον αντίπαλο στην εκπλήρωση της θέλησής μας.», κατόπιν σχεδιάζει τα βασικά επιχειρήματα, επισημαίνοντας και προειδοποιώντας : «Θα μπορούσαν λοιπόν εύκολα οι φιλάνθρωπες ψυχές να σκεφθούν, πως θα υπήρχε ένας τεχνητός αφοπλισμός ή καταβολή του αντιπάλου χωρίς να προξενούνται τόσες πολλές πληγές, και πως αυτό θα ήταν η αληθινή τάση της πολεμικής τέχνης. 'Οσο καλό κι αν φαίνεται αυτό, τόσο πρέπει κάποιος να καταστρέψει αυτό το σφάλμα. Καθώς σε τόσον επικίνδυνα πράγματα όσον ο ίδιος ο πόλεμος, τα σφάλματα που απορρέουν από καλοσύνη είναι ακριβώς τα χείριστα.» Κατόπιν οδηγεί την θέση στο λογικό συμπέρασμά της : «Επαναλαμβάνουμε λοιπόν την διακήρυξή μας : ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας και δεν υπάρχουν καθόλου όρια στην ίδια την εφαρμογή της.» Έπειτα, επιχειρηματολογεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, βασισμένος σε εμπειρικά στοιχεία, που αρχίζουν με την εισαγωγή των «τριών αλληλεπιδράσεων» (σημαίνοντας ότι, αν ήταν σωστή και αληθινή η θέση, η αμοιβαία δυναμική του πολέμου, ο κύκλος δράσης -αντίδρασης έμφυτος στη «σύγκρουση δύο ζωντανών δυνάμεων» θα οδηγούσε σε μιαν ατελείωτη κλιμάκωση, επειδή και ο ένας και ο άλλος των αντιπάλων θα συνέχιζαν να δοκιμάσουν να εξοντώσει ο ένας τον άλλον, υπολογίζοντας λανθασμένα την σχετική τους ισχύ και την θέληση για αντίσταση). Το αντεπιχείρημα συνεχίζεται στο εδάφιο
115
«Τροποποιήσεις στην πραγματικότητα». Αυτές οι «τροποποιήσεις» είναι: 1 «Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μια απομονωμένη πράξη» 2. «Ο πόλεμος δεν συνίσταται από ένα μόνον πλήγμα χωρίς διάρκεια» 3. «Ο πόλεμος με το αποτέλεσμά του δεν είναι ποτέ κάτι απόλυτο» Η αντίθεση αρχίζει να προκύπτει με τον τίτλο του 11ου εδαφίου «Τώρα επανεμφανίζεται ο πολιτικός σκοπός» Οι ενισχυτικές εκτιμήσεις είναι στα εδάφια 12 έως και 22.. Το επιχείρημα της αντίθεσης παρουσιάζεται στο τελικό, λογικό συμπέρασμά του στα εδάφια 23-24, αποσταγμένο στην συχνότατα αναφερομένη φράση του «Ο πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» Σημειώστε πώς σε όλες αυτές τις εκφάνσεις των εδαφίων ο Κλάουζεβιτς προβαίνει ταυτόχρονα σε κριτική των επιπτώσεων της ανάλυσής του (ακριβώς όπως έκανε με την θέση). Είναι αυτή η ξεχωριστή, η σπουδαία διανοητική προσπάθεια να ενοποιηθούν τα αντίθετα (η βία και η πολιτική), και να τους αποδοθεί νόημα, η οποία οδηγεί στην σύνθεση. Η σύνθεση αρχίζει στο εδάφιο 27: «Βλέπουμε λοιπόν, πρώτα απ' όλα, πως σε κάθε περίσταση πρέπει να θεωρούμε τον πόλεμο ως πολιτικό όργανο κι όχι ως κάτι ανεξάρτητο. Μόνον απ' αυτή την οπτική γωνία μπορούμε ν' αποφύγουμε να τεθούμε σε αντίφαση μ' όλη την ιστορία του πολέμου. Μόνη αυτή ανοίγει το μεγάλο βιβλίο σε μια διανοητική εκτίμηση. Κατά δεύτερο λόγο, αυτή η ίδια οπτική γωνία μας δείχνει πόσο διαφέρουν οι πόλεμοι ανάλογα με τη φύση των αιτίων τους και με τις περιστάσεις που τους γεννούν. Η πρώτη, η σημαντικότερη, η αποφασιστικότερη πράξη κρίσης, που εκτελεί ένας πολιτικός ή ένας γενικός Διοικητής, συνίσταται συνεπώς στην ακριβή εκτίμηση του είδους του πολέμου που αναλαμβάνει, ώστε να μην τον εκλάβει σαν κάτι που δεν είναι και να μην θέλει να τον κάνει ότι του απαγορεύει να είναι η φύση των περιστάσεων. Τέτοιο είναι λοιπόν το πρώτο και το ευρύτερο απ' όλα τα στρατηγικά ζητήματα.»
116
Ο ύπατος, «αποστακτικός» καθορισμός της σύνθεσης είναι φυσικά, η φημισμένη κλαουζεβιτσιανή τριάδα (εδάφιο 28). «Ο πόλεμος δεν είναι λοιπόν μόνον ένας γνήσιος χαμαιλέων, που μεταβάλλει την φύση του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά είναι, ως συνολικό φαινόμενο και σε συσχετισμό με τις τάσεις που κυριαρχούν σ' αυτόν και μια θαυμάσια τριάδα, όπου μπορεί να ξαναβρεί κανείς πρώτα την πρωταρχική βία του στοιχείου του, το μίσος και την αντιπάθεια, που πρέπει να θεωρούνται ως τυφλή φυσική παρόρμηση, κι ύστερα το παιχνίδι των πιθανοτήτων και του τυχαίου, που τον καθιστούν ελεύθερη πνευματική δραστηριότητα, και την υποτεταγμένη ως όργανο της πολιτικής φύση του, μέσω της οποίας ανήκει στην καθαρή νόηση. Η πρώτη απ' αυτές τις τρεις απόψεις αφορά ιδιαίτερα στον λαό, η δεύτερη στον στρατιωτικό ηγέτη και στον στρατό του και η τρίτη αναφέρεται περισσότερο στην κυβέρνηση. Τα πάθη, που καλούνται ν' αναφλεγούν στον πόλεμο, πρέπει να προϋπάρχουν στους υπό εξέταση λαούς. Η ευρύτητα που θα πάρει το παιχνίδι του θάρρους και του ταλέντου στο παιχνίδι του τυχαίου και των μεταπτώσεών του, θα εξαρτηθεί από το χαρακτήρα του στρατιωτικού ηγέτη και του στρατού του, όσο για τους πολιτικούς σκοπούς, μόνη η κυβέρνηση τους αποφασίζει. Αυτές οι τρεις τάσεις, που φαίνονται κάπως ρυθμιστικές, ριζώνουν βαθιά στη φύση του ζητήματος, ποικίλλοντας ταυτόχρονα σε μέγεθος. Η θεωρία που θα ήθελε να παραμερίσει μιαν απ' αυτές, ή που θα θέσπιζε μεταξύ τους μιαν αυθαίρετη σχέση, θα ερχόταν αμέσως σε τέτοιαν αντίφαση προς την πραγματικότητα, που θα έπρεπε γι' αυτόν και μόνο τον λόγο να την θεωρήσει κανείς ως μη υπάρχουσα.» Μελετώντας τον Κλάουζεβιτς, οφείλουμε να εστιάσουμε λεπτομερώς στην «θέση» («ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μιά πάλη σε μεγαλύτερη κλίμακα»), στην «αντίθεση» («ο πόλεμος είναι απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα») και τελικά στην «σύνθεση» («ως ένα καθολικό φαινόμενο, οι κυρίαρχες τάσεις του πάντοτε καθιστούν τον πόλεμο μια θαυμάσια τριάδα»). Εδώ πρέπει να σημειωθεί η διαφορετική απόδοση του όρου «θαυμάσια τριάδα», από τις ευρύτερα γνωστές και χρησιμοποιούμενες αγγλικές μεταφράσεις, όπου η λεκτική απόδοση του όρου εμφανίζεται αμφιλεγόμενη : ο Αμερικανός 117
στρατιωτικός ιστορικός Peter Paret παλινδρομεί ανάμεσα στην απόδοση «αξιοθαύμαστη τριάδα» (στην μετάφρασή του μαζί με τον Sir Michael Eliot Howard - Princeton University Press 1976) και στην απόδοση «παράδοξη τριάδα» (στην μετάφρασή του -Princeton University Press - 1984), ενώ ο επίσης Αμερικανός στρατιωτικός ιστορικός Christopher Bassford προτιμά την απόδοση «σαγηνευτική», με την υπνωτική – παραλυτική έννοια της σαγήνης, (στο έργο του «Clausewitz in English : The Reception of Κλάουζεβιτς in Britain and America, 18151945» - Oxford University Press, 1994). Στην γερμανική ο ακριβής όρος είναι «wunderliche dreifaltigkeit» - κυριολεκτικά σημαίνοντας «θαυμάσια τριάδα», (συνάμα η λέξη τριάδα – dreifaltigkeit χρησιμοποιείται από της Γερμανούς Xριστιανούς της την Αγία Τριάδα). Επαναλαμβάνεται εμφατικά ότι, αυτή η θρυλική κλαουζεβιτσιανή «θαυμάσια» πολεμική τριάδα συνίσταται από: 1.Την αρχέγονη βία, το μίσος και την εχθρότητα, που πρέπει να θεωρούνται ως μία βιολογική, εγγενής στον άνθρωπο, τυφλή φυσική δύναμη. 2.Το παίγνιο της τύχης και της πιθανότητας, μέσα στο οποίο το «δημιουργικό πνεύμα είναι ελεύθερο να περιπλανάται» και 3.Το στοιχείο της υπαγωγής του πολέμου στην πολιτική ως οργάνου της, στοιχείο το οποίον τον καθιστά αυτόματα και υποκείμενο της λογικής. Η διαλεκτική της Επίθεσης και της Άμυνας Η άμυνα είναι η ισχυρότερη μορφή πολέμου, εφόσον ότι προσπαθούμε να πράξουμε είναι απλώς να κρατήσουμε τα κεκτημένα της. Η άμυνα (της και η αποτροπή του πολέμου) εκχωρεί την πρωτοβουλία στον αντίπαλο. Επομένως, είναι μια στρατηγική της «αρνητικού στόχου». Σημειωτέον ότι ο όρος αρνητικό δεν έχει αξιολογικό περιεχόμενο, δεν σημαίνει κάτι «κακό», αλλά είναι μια επισήμανση της αντικειμενικής πραγματικότητας : όταν απλώς αμύνεσαι, πιθανότατα δεν κερδίζεις κάτι απτό, όμως μπορείς να κερδίζεις χρόνο. Ο επιτιθέμενος από την πλευρά του εκδηλώνει την πλέον αδύναμη μορφή πολέμου, αλλά με το πλεονέκτημα του «θετικού στόχου», δηλαδή, να αυξήσει την
118
ισχύ του κερδίζοντας μιάν ομάδα (κατ’ αυτόν) προτερημάτων (π.χ. έδαφος, πληθυσμό, πολιτικό γόητρο). Σκοπός και Μέσα του Πολέμου (Το αντικείμενο του 2ου Κεφαλαίου του 1ου Βιβλίου). Αποδιδόμενος με απλά λόγια, υπάρχει μόνον ένας σκοπός στον πόλεμο, ο πολιτικός σκοπός του και μόνον ένα μέσο, η μάχη. Κάθε πόλεμος δεν χρειάζεται να διεξαχθεί έως ότου καταρρεύσει η μια πλευρά , δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν είναι μια πράξη ανόητου πάθους αλλά ελέγχεται από το πολιτικό αντικείμενό του, η αξία αυτού του αντικειμένου πρέπει να καθορίσει τις θυσίες, που γίνονται, το μέγεθος και επίσης την διάρκεια. Μόλις οι δαπάνες της προσπάθειας υπερβούν την αξία του πολιτικού σκοπού, ο σκοπός πρέπει να εγκαταλειφτεί και πρέπει να ακολουθήσει η ειρήνη. Αυτό το κεφάλαιο περιέχει επίσης μερικά βασικά σημεία σχετικά με την τριβή, την εκμηδένιση, την παράλυση, και την στοχοποίηση της θέλησης του αντιπάλου. Ο πόλεμος ως η επικράτεια του κινδύνου, του σωματικού μόχθου, της αβεβαιότητας και της σύμπτωσης, οι οποίες συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα είδος τριβής, που εμποδίζει την δραστηριότητα και κάνει το προφανώς απλό, υπερβολικά δύσκολο . Ο Κλάουζεβιτς είναι περιγραφικότατος στην δεύτερη παράγραφο του 4ου Κεφαλαίου του 1ου Βιβλίου «Περί του Κινδύνου στον Πόλεμο» : «Ας ακολουθήσουμε τον πρωτόπειρο στο πεδίο της μάχης. 'Οσο πλησιάζουμε εκεί, το όλο και πιο ευδιάκριτο ουρλιαχτό των πυροβόλων παύει να συγχέεται με το σφύριγμα των βομβών, το οποίο τότε ελκύει την προσοχή του πρωτόπειρου. Οι βόμβες αρχίζουν να πέφτουν πολύ κοντά μας. Σπεύδουμε ν' αναρριχηθούμε στο λόφο όπου βρίσκεται ο Στρατηγός με τους επιτελείς του. Οι σφαίρες χτυπούν εκεί τόσο κοντά μας, οι χειροβομβίδες εκρήγνυνται με τέτοιο τρόπο, ώστε η σοβαρή πλευρά της ζωής τελικά επιβάλλεται στη νεανική φαντασία. Ξαφνικά, μια από τις γνώσεις μας καταρρέει -μια χειροβομβίδα πέφτει στο μέσο μιας ομάδας ανθρώπων, προκαλώντας έναν ακούσιο αναβρασμό- αντιλαμβανόμαστε πως χάνουμε κάπως την ψυχραιμία μας και την παρουσία πνεύματος, κι ακόμη κι’ ο πιο θαρραλέος τουλάχιστον εξαρθρώνεται. Ένα βήμα ακόμη και μπαίνουμε για τα καλά 119
στην μάχη που μαίνεται εμπρός μας, θα έλεγε κανείς για μια στιγμή ως θέαμα, και να που βρισκόμαστε μπροστά στον πλησιέστερο Μέραρχο. Εκεί οι βόμβες διαδέχονται αδιάκοπα η μια την άλλη κι’ ο θόρυβος των δικών μας όπλων αυξάνει την σύγχυση. Ας αφήσουμε τον Μέραρχο κι ας δούμε τον Ταξίαρχο. Αυτός, με μιαν αξιοσημείωτη τόλμη, μένει συνετά πίσω από ένα λόφο, ένα σπίτι ή μερικά δέντρα, σαφής ένδειξη πως ο κίνδυνος αυξάνει. Τα φυσίγγια εκπυρσοκροτούν στις στέγες και στο έδαφος, οι σφαίρες πετούν από κάθε σημείο στα πλευρά κι από πάνω μας, κι ακούγεται ήδη το σφύριγμα των οβίδων. Ας πλησιάσουμε λίγο ακόμη τις ομάδες αυτού του πεζικού που, με απερίγραπτη καρτερία παραμένει για ώρες ολόκληρες κάτω από τη φωτιά. Ο χώρος είναι γεμάτος από βόμβες. Αναγγέλλονται με κείνο τον σύντομο κι οξύ ήχο που αγγίζει τ' αυτιά και την ψυχή μας. Σαν συμπλήρωμα, η θέα των ακρωτηριασμένων, εκείνων που πέφτουν, γεμίζει με οίκτο την καρδιά μας που χτυπά.» Στις κομβικές προτάσεις αυτού περιλαμβάνονται επίσης και οι ακόλουθες:
του
κεφαλαίου
1. Δίχως μιάν ακριβή νοερή σύλληψη του κινδύνου δεν ì πορούμε να καταλάβουμε τον πόλεμο. «Ο κίνδυνος στον πόλεμο. Για να τον κατανοήσουμε βαθιά, πρέπει να έχουμε μια σωστήν ιδέα γι' αυτόν. Για αυτόν τον λόγο κρίναμε πως θα ήταν καλό να τον αναφέρουμε εδώ.» 2. Στον πόλεμο το φως του λόγου διαθλάται βεβαίως κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από αυτόν που είναι συνήθεις στις ακαδημαϊκές εικασίες και στα θεωρητικά μαθήματα.«Ο πρωτόπειρος δεν θα διασχίσει αυτές τις διάφορες ζώνες πυκνότητας του κινδύνου χωρίς ν' αντιληφθεί πως εδώ το φως της λογικής κινείται σ' ένα άλλο περιβάλλον κι αντανακλάται διαφορετικά απ' ότι όταν η δραστηριότητά του είναι θεωρητικής υφής.» 3. Ο κίνδυνος είναι ο ίδιος αναπόσπαστο μέρος της τριβής του πολέμου.«Ο κίνδυνος στον πόλεμο ανήκει στο πεδίο του, στο πεδίο της τριβής.» «Περί της Τριβής στον Πόλεμο» - το 7ο κεφάλαιο του 1 Βιβλίου, διαφωτίζει το σπουδαίο αντικείμενο, με συου
120
ναρπαστική σαφήνεια, αρχίζοντας ήδη από την εναρκτήρια πρόταση: «Όσο δε γνωρίζει κανείς ο ίδιος τον πόλεμο, δεν αντιλαμβάνεται σε τί συνίστανται οι δυσκολίες για τις οποίες γίνεται πάντα λόγος και τί πρόκειται να κάνουν εδώ η ιδιοφυΐα κι οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες που απαιτούνται από τον Διοικητή. Όλα φαίνονται τόσο απλά, όλες οι απαραίτητες γνώσεις μοιάζουν τόσο επίπεδες, όλοι οι συνδυασμοί τόσο ασήμαντοι, ώστε, συγκριτικά, το παραμικρό πρόβλημα των ανώτερων μαθηματικών επιβάλλεται περισσότερο, μέσω μιας ορισμένης επιστημονικής αξίας. Όταν όμως δει κανείς τί είναι ο πόλεμος, τα πάντα γίνονται κατανοητά. Κι ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγραφεί τί προκαλεί αυτήν την μεταβολή, να κατονομαστεί αυτός ο αόρατος παράγοντας που δρα πάντα.» Δηλαδή αν κάποιος δεν έχει ποτέ προσωπική εμπειρία του πολέμου, αδυνατεί να κατανοήσει πλήρως σε τι συνίστανται πραγματικά οι δυσκολίες του, οπότε επίσης δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ένας στρατιωτικός ηγέτης χρειάζεται την κάθε διαθέσιμη οξύνοια ή εξαιρετική ικανότητα, για να αντιμετωπίσει την μοναδική πολυπλοκότητα του πολέμου. Η κλαουζεβιτσιανή τριβή είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον πολυσυζητημένο και πασίγνωστο στις ημέρες μας «Νόμο του Murphy», ο οποίος όμως διέπει τα δρώμενα της ειρηνικής ζωής. Είναι επίσης η κρίσιμη εκείνη παράμετρος που διαφοροποιεί τον πραγματικό πόλεμο από τον πόλεμο στα χαρτιά. «Η έννοια της τριβής είναι η μόνη που ανταποκρίνεται αρκετά γενικά σε κείνο που διακρίνει τον πραγματικό πόλεμο από κείνο που μπορεί να διαβάσει κανείς στα βιβλία.» Το μόνο διαθέσιμο «λιπαντικό» γιά την μείωση της τριβής είναι η εμπειρία της μάχης. Η κλείδα γιά να υπερβούμε την τριβή είναι η αλύγιστη θέληση. «Στον πόλεμο, όλα είναι πολύ απλά, αλλά και το απλούστερο πράγμα είναι δύσκολο. Οι δυσκολίες συσσωρεύονται και προκαλούν μια τριβή, που κανείς δεν την αντιλαμβάνεται σωστά, αν δεν έχει δει πόλεμο. Ας αναλογιστούμε τον ταξιδιώτη που, στο τέλος μιας ημέρας ταξιδιού, θέλει να διατρέξει κατά τη νύχτα δυο σταθμούς ακόμη' τέσσερις με πέντε ώρες στην άμαξα πάνω στον αμαξόδρομο δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Όμως, φτάνοντας στον προτελευταίο σταθμό, να που δε βρίσκει άλογα, ή βρίσκει άθλια' ύστερα να μια ορεινή περιοχή, με κακούς δρόμους. Είναι θεοσκότεινα κι ο τα121
ξιδιώτης είναι ευτυχέστατος όταν φτάνει με κόπους στον πλησιέστερο σταθμό και βρίσκει εκεί ένα προσωρινό κατάλυμα. Με τον ίδιο τρόπο, στον πόλεμο, το επίπεδο όλων των πραγμάτων χαμηλώνει ακολουθώντας αναρίθμητες δευτερεύουσες συμπτώσεις, που δεν μπορούν ποτέ να εξεταστούν από αρκετά κοντά στα χαρτιά, έτσι που παραμένει κανείς πολύ πέρα από τον σκοπό. Μια ισχυρή, σιδερένια θέληση υπερπηδά αυτή την τριβή, συντρίβει τα εμπόδια όπως μια μηχανή.» Οι Πληροφορίες αποτελούν μέρος της Τριβής στον Πόλεμο. «Τα νέα που μας έρχονται σε καιρό πολέμου είναι κατά μεγάλο μέρος αντιφατικά, και λανθασμένα κατά ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος τα περισσότερα πολύ απέχουν από του να είναι απλώς αμφίβολα….Εν ολίγοις, οι περισσότερες πληροφορίες είναι εσφαλμένες και η μικροψυχία των ανθρώπων γίνεται πηγή απάτης κι ανακρίβειας…… οι περισσότεροι τείνουν να πιστεύουν τα κακά νέα μάλλον παρά τα καλά. Όλοι τείνουν να επιδεινώνουν κάπως τα κακά νέα και έτσι οι κίνδυνοι οι οποίοι διαδίδονται, παλιρροούν σαν τα θαλάσσια κύματα χωρίς να παύουν, όπως εκείνα, να επανέρχονται δίχως προφανή λόγο.». Μετά την βαθύτατη, σαφέστατη και αλγεινή κριτική του Πρώσσου δασκάλου, πρέπει κάποιος να προβληματιστεί ιδιαίτερα όταν συζητά σοβαρά για «πληροφοριακή κυριαρχία», τέλεια «περιστασιακή συνειδητοποίηση», και διάφανο χώρο μάχης δίχως ομίχλη; Εντούτοις, σ’ όλες ουσιαστικά τις δύσπιστες αναφορές του στις «πληροφορίες», ο Κλάουζεβιτς αναφέρεται στις τακτικές πληροφορίες ή στις πληροφορίες του πεδίου μάχης. Ακόμα κι’ εδώ, ενώ είναι δύσπιστος για την ακρίβειά τους, δεν απαξιώνει την σημασία τους. Υπό την μεγαλύτερη, την στρατηγική έννοια, ο Κλάουζεβιτς αναγνωρίζει πλήρως την ανάγκη για αξιόπιστες και ορθές πληροφορίες. Γι’ αυτό και μας επισημαίνει ότι ο στρατιωτικός ηγέτης δεν χρειάζεται να είναι σπουδαγμένος ιστορικός, ούτε αυθεντία, αλλά πρέπει να εξοικειωθεί με τις υψηλότερες υποθέσεις του κράτους και των έμφυτων πολιτικών του, πρέπει να ξέρει τα παρόντα ζητήματα, τα υπό εξέταση ερωτήματα, τις κύριες προσωπικότητες και να είναι σε θέση να διαμορφώσει ορθές κρίσεις. Δεν χρειάζεται να είναι οξύς παρα122
τηρητής της ανθρωπότητας ή λεπτομερής αναλυτής του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλ’ όμως πρέπει να μελετά και να ξέρει καλά τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της σκέψης και της ενέργειας, τις ειδικές αρετές και τις ατέλειες των ανδρών που πρόκειται να διατάξει. «Περί της Πολεμικής κεφάλαιο του 1ου βιβλίου
Μεγαλοφυΐας»
-
3ο
Αυτό εστιάζει σε εκείνες τις «δωρεές της διάνοιας και της ιδιοσυγκρασίας» οι οποίες απαιτούνται για να υπερνικήσουν ή τουλάχιστον να αντιμετωπίσουν, τα τέσσερα στοιχεία που συναπαρτίζουν το κλίμα του πολέμου: κίνδυνο, μόχθο, αβεβαιότητα και πιθανότητα. Εάν ο νους πρόκειται να αναδυθεί αβλαβής από αυτήν την ανηλεή προσπάθεια ενάντια στο απρόβλεπτο, είναι αναπόφευκτο να διαθέτει δύο ιδιότητες : πρώτον μιά διάνοια που, ακόμη και στην σκοτεινότερη ώρα, διατηρεί κάποιες αναλαμπές του εσωτερικού φωτός το οποίο οδηγεί στην αλήθεια και δεύτερον, το θάρρος να ακολουθεί αυτό το εξασθενημένο φως οπουδήποτε και να οδηγεί. Η πρώτη αυτών των ιδιοτήτων περιγράφεται από τον γαλλικό όρο «coup d'oeil» , σ’ ελεύθερη απόδοση «βλέμμα» ή «ì ατιά» ο δεύτερη είναι η αποφασιστικότητα. Ο γαλλικός όρος «coup d'oeil» εξηγείται ως προηγμένη, απαρτιωμένη έκδοση της σύγχρονης μας «περιστασιακής συνειδητοποίησης» (situational awereness): συναπαρτίζεται δηλαδή από διορατικότητα, διαίσθηση και πρόβλεψη συνάμα. Η αποφασιστικότητα συνδυάζει το ηθικό και φυσικό θάρρος με την δύναμη και την εμμονή. Ο Κλάουζεβιτς έχει ήδη αναφερθεί στο θάρρος υποδεικνύοντας ότι αυτό είναι δύο ειδών: θάρρος παρά τον προσωπικό κίνδυνο και το θάρρος να γίνει αποδεκτή η ευθύνη, είτε εμπρός στο δικαστήριο κάποιας εξωτερικής ισχύος είτε ενώπιον του δικαστηρίου της συνείδησής κάποιου. Ο καθορισμός της Στρατηγικής ως «Xρήση της μάχης γιά τον σκοπό του πολέμου» Οι πολιτικοί αντικειμενικοί σκοποί διαμορφώνουν τους στρατιωτικούς αντικειμενικούς σκοπούς, άρα και την πραγματική διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Η στρατηγική συνεπώς έχει συσσωρευτική, διαδοχική φύση και οι εκτιμήσεις της επιδιωκόμενης και επιθυμητής καταληκτικής κατάστασης, πρέπει να διαπερνούν κάθε κίνηση σε όλα τα επίπεδα της διεξαγωγής του πολέμου.
123
Τα «Κέντρα Βάρους». Αυτός ο όρος είναι ένας από τον πλέον αμφιλεγόμενους που συναντά κανείς στο «Περί του Πολέμου». Υπάρχουν πολλές ερμηνείες και πολλοί τρόποι να προσεγγισθεί, και ο Κλάουζεβιτς χρησιμοποιεί τον όρο με πολυποίκιλους διαφορετικούς τρόπους, και στο επιχειρησιακό και στο στρατηγικό επίπεδο. Στην ουσία, εντούτοις, τα «Κέντρα βάρους» περιλαμβάνουν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά και των δύο εμπολέμων. Είναι πηγές ισχύος, όχι αδυναμίας - αν και φυσικά η εργασία μας είναι να μετατρέψουμε τα «Κέντρα βάρους» του εχθρού σε αδυναμία ή να τον στερήσουμε από τα παραγόμενα προς χάριν του οφέλη τους. Ο Κλάουζεβιτς συμβουλεύει να περιορίσουμε το «πεδίο εστίασής» μας σε λίγα πιθανά κέντρα βάρους (ακόμη και σ’ ένα, εάν αυτό είναι εφικτό) και να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες σ’ αυτά. Σημειωτέον επίσης ότι, δίνει ένα κατάλογο επιλογών των διαφορετικών πιθανών κέντρων βάρους. Η διάκριση των επιλεκτικών κριτηρίων και της διαφοράς μεταξύ ενός κέντρου βάρους και ενός στόχου είναι σημαντική. Οι στόχοι είναι «φύσει» τακτικοί, Τα «Κέντρα βάρους» είναι στρατηγικά, επειδή ο σκοπός μας είναι να εξοντώσουμε, κυριολεκτικά ή άλλως, εκείνο το στοιχείο στο εχθρικό «σύστημα» «στο οποίο εξαρτώνται όλα», είτε πρόκειται για το στρατιωτικό, το εθνικό, το κοινωνικό, το οικονομικό κέντρο ηγεσίας του, ή τις συμμαχίες του.
124
125
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ; 1. - Εισαγωγή. Σκεπτόμαστε να εξετάσουμε πρώτα τα ξεχωριστά στοιχεία του αντικειμένου μας, ύστερα τα ξεχωριστά μέρη ή διαιρέσεις του και τελικά το όλο στην εσωτερική του συνοχή, έτσι θα προχωρήσουμε από το απλό στο περίπλοκο. Όμως είναι εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, αναγκαίο να ξεκινήσουμε με μια ματιά στην φύση του όλου, γιατί εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το μέρος και το όλο πρέπει επίσης πάντα να θεωρούνται συνάμα. 2. - Ορισμός. Δεν θέλουμε εδώ να υπεισέλθουμε σ' έναν ορισμό του πολέμου δυσνόητο και δημοσιολογικό, αλλά να σταθούμε στο ίδιο το στοιχείο του, στην μονομαχία. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από παρά μια διευρυμένη μονομαχία. Αν θέλαμε να θεωρήσουμε ως μιάν ενότητα το αναρίθμητο των επιμέρους μονομαχιών από τις οποίες συνίσταται, θα κάναμε καλύτερα να φέρουμε κατά νου δυο παλαιστές. Καθένας επιζητεί δια της φυσικής βίας, να υποτάξει τον άλλο στη θέλησή του. Ο άμεσος σκοπός του είναι να καταβάλλει τον αντίπαλο, ώστε να τον καταστήσει ανίκανο για κάθε περαιτέρω αντίσταση. Ο πόλεμος επομένως είναι μια πράξη βίας, προορισμένη να εξαναγκάσει τον αντίπαλο στην εκπλήρωση της θέλησής μας. Η βία για να αντιμετωπίσει την βία, εξοπλίζεται με τις εφευρέσεις των τεχνών και των επιστημών. Συνοδεύεται από ασήμαντους αυτοπεριορισμούς, σχεδόν ανάξιους ν' αναφερθούν, οι οποίοι παρουσιάζονται υπό το όνομα κανόνων του διεθνούς δικαίου, δίχως ουσιαστικά να εξασθενίζουν την δύναμή της. Η βία, δηλαδή η φυσική βία 126
(γιατι δεν υπάρχει ηθική βία, έξω από τις έννοιες του Κράτους και του Νόμου), είναι λοιπόν το μέσο, ο σκοπός είναι να επιβάλλουμε την θέλησή μας στον εχθρό. Για να πραγματώσουμε ασφαλώς αυτόν τον σκοπό, πρέπει να καταστήσουμε τον εχθρό ανυπεράσπιστο, κι αυτό είναι εξ ορισμού ο μοναδικός πραγματικός στόχος της πολεμικής πράξης. Αντικαθιστά τον σκοπό, και τον απομακρύνει αρκετά, ως κάτι που δεν ανήκει στον ίδιο τον πόλεμο.
3. - Ακραία χρήση της βίας. Θα μπορούσαν λοιπόν εύκολα οι φιλάνθρωπες ψυχές να σκεφθούν, πως θα υπήρχε ένας τεχνητός αφοπλισμός ή καταβολή του αντιπάλου χωρίς να προξενούνται τόσες πολλές πληγές, και πως αυτό θα ήταν η αληθινή τάση της πολεμικής τέχνης. 'Οσο καλό κι αν φαίνεται αυτό, τόσο πρέπει κάποιος να καταστρέψει αυτό το σφάλμα. Καθώς σε τόσον επικίνδυνα πράγματα όσον ο ίδιος ο πόλεμος, τα σφάλματα που απορρέουν από καλοσύνη είναι ακριβώς τα χείριστα. Καθώς η χρήση της φυσικής βίας σ’ όλη της την έκφανση δεν αποκλείει με κανέναν τρόπο την συνεργασία της διάνοιας, έτσι πρέπει να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα εκείνος ο οποίος χρησιμοποιεί χωρίς οίκτο αυτήν την βία και δεν οπισθοχωρεί μπροστά σε καμιάν αιματοχυσία, αν ο αντίπαλος δεν πράξει αυτό (το ίδιο). Ένεκα τούτου (του γεγονότος), υπαγορεύει το νόμο του στον άλλο (στον αντίπαλο), και έτσι αμφότεροι εξωθούνται μέχρι τις ακρότητες, δίχως αυτό να έχει όρια, πέρα από εκείνα που επιφέρει το ενυπάρχον αντιστάθμισμα από την άλλη πλευρά. Ετσι πρέπει να θεωρεί κάποιος τα πράγματα. Το ν' αγνοήσει κάποιος την ίδια την φύση, από αποστροφή προς το τραχύ στοιχείο της, είναι άσκοπο κι’ ακόμη, δρα αυτοπεριοριστικά. Αν οι πόλεμοι των πολιτισμένων λαών είναι πολύ λιγότερο φρικτοί και καταστροφικοί από εκείνους των απολιτίστων λαών, αυτό έγκειται στην κοινωνική τους κατάσταση, τόσο των κρατών καθαυτά, όσο και στις αμοιβαίες τους σχέσεις. Απ' αυτήν την κατάσταση κι από τα συστατικά της προκαλείται ο πόλεμος. Σ’ αυτές τις συνθήκες υπόκειται, τον ελέγχουν και τον τροποποιούν. Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν 127
ανήκουν στον πόλεμο καθαυτόν, είναι γι’ αυτόν μόνον ένα δεδομένο, υπάρχουν πριν απ' αυτόν και κανείς δεν θα μπορούσε να εισαγάγει στην ίδια την φιλοσοφία του πολέμου μιαν αρχή της μετριοπάθειας, χωρίς να διαπράξει έναν παραλογισμό. Ο αγώνας μεταξύ των ανθρώπων συνίσταται στην πραγματικότητα από δυο διαφορετικά στοιχεία: το εχθρικό συναίσθημα και την εχθρική πρόθεση. Απ' αυτά τα δυο στοιχεία επιλέξαμε το τελευταίο ως καθοριστικό σημείο του προσδιορισμού μας γιατί είναι το γενικό. Κανείς δεν μπορεί να σκεφθεί το αγριότατο και οριακά ενστικτώδες πάθος του μίσους, δίχως εχθρική πρόθεση, αντιθέτως υπάρχουν πολλές εχθρικές προθέσεις οι οποίες δεν συνοδεύονται από απολύτως καμία ή τουλάχιστον από καμία κυρίαρχη εχθρότητα του συναισθήματος. Στους άγριους λαούς κυριαρχούν οι προθέσεις που ανήκουν στο συναίσθημα, στους πολιτισμένους εκείνες που ανήκουν στην διάνοια. Αυτή ωστόσο η διαφορά δεν οφείλεται από μόνη της στην ίδια την φύση της αγριότητας και του πολιτισμού, αλλά στις συμπαρομαρτούσες συνθήκες, στους θεσμούς, κ.λπ. Συνεπώς δεν είναι αναγκαία σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά επικρατεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Εν ολίγοις, ακόμη και οι μάλιστα πολιτισμένοι λαοί μπορούν να φλέγονται παθιασμένα ο ένας κατά του άλλου. Εξ αυτού βλέπει κανείς πόσον αναληθές θα ήταν αν κάποιος ανήγαγε τον πόλεμο των πολιτισμένων (λαών) σε μια πράξη καθαρής λογικής των κυβερνήσεων, και αν θα τον σκεπτόταν όλο και περισσότερο απαλλαγμένο από όλο το πάθος, έτσι που τελικά δεν θα χρειαζόταν πλέον πραγματικά οι φυσικές μάζες των ενόπλων δυνάμεων, αλλά θ' αρκούσαν μόνον οι θεωρητικές σχέσεις μεταξύ τους, ένα είδος άλγεβρας της δράσης. Η θεωρία άρχισε ήδη να κινείται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, καθώς τα φαινόμενα των τελευταίων πολέμων την δίδαξαν κάτι καλύτερο. Αν ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας, τότε αναγκαστικά του ανήκει και το συναίσθημα. Κι αν ακόμη ο πόλεμος δεν απορρέει απ' αυτό, ωστόσο επιδρά περισσότερο ή λιγότερο επάνω του, κι αυτό το περισσότερο ή λιγότερο, δεν εξαρτάται από τον βαθμό του πολιτισμού αλλ' από την βαρύτητα και την διάρκεια των εχθρικών συμφερόντων. 128
Όταν βρίσκουμε επίσης ότι οι πολιτισμένοι λαοί αποφεύγουν την θανάτωση των αιχμαλώτων και την καταστροφή πόλεων και υπαίθρου, αυτό είναι έτσι επειδή αναμειγνύεται περισσότερο η διάνοια στην διεξαγωγή του πολέμου τους και γιατι τους έχει μάθει να χρησιμοποιούν στην εφαρμογή της βίας δραστικότερα μέσα απ’ ότι αυτές τις άγριες εξωτερικεύσεις του ενστίκτου. Η εφεύρεση της πυρίτιδας, η πάντα συνεχιζόμενη ανάπτυξη των πυροβόλων όπλων, δείχνουν ήδη επαρκώς, ότι η συμφυής προς την έννοια του πολέμου τάση καταστροφής του εχθρού, πραγματικά επίσης δεν εμποδίστηκε ή δεν εκτοπίστηκε καθόλου από τον αυξανόμενο πολιτισμό. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν την διακήρυξή μας : ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας και δεν υπάρχουν καθόλου όρια στην ίδια την εφαρμογή της. Ετσι ο καθένας (από τους δυο αντιπάλους) επιβάλλει το νόμο του στον άλλο, από αυτό δε προκύπτει μια αλληλεπίδραση που, η οποία από την έννοιά της πρέπει να οδηγήσει στα άκρα. Αυτή είναι η πρώτη αλληλεπίδραση κι η πρώτη ακρότητα με την οποία συναντιόμαστε. (Πρώτη αλληλεπίδραση). 4. - Ο στόχος είναι να καταστήσουμε των εχθρό ανυπεράσπιστο. Είπαμε : το να καταστήσουμε τον εχθρό ανυπεράσπιστο, είναι ο στόχος της πολεμικής πράξης και τώρα θα δείξουμε ότι αυτό, τουλάχιστον στην θεωρητική σύλληψή του, είναι αναγκαίο.
Εάν ο αντίπαλος πρέπει να εκπληρώσει την θέλησή μας, τότε εμείς πρέπει να τον τοποθετήσουμε σε μία κατάσταση η οποία είναι δυσμενέστερη από την θυσία που του ζητούμε. Ωστόσο τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης φυσικά δεν πρέπει να είναι πρόσκαιρα, τουλάχιστον φαινομενικά, διαφορετικά ο αντίπαλος θα μπορούσε να περιμένει την ευνοϊκότερη στιγμή και δεν θα ενέδιδε. Κατά συνέπεια, κάθε αλλαγή της κατάστασης, που θα επροξενείτο με την συνεχι129
σθείσα πολεμική δραστηριότητα, πρέπει, να οδηγεί σε μιαν ακόμη δυσμενέστερη (κατάσταση), τουλάχιστον θεωρητικά. Η χείριστη κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει ένας εμπόλεμος είναι η καθολική ανυπερασπισία. Αν επομένως, πρέπει ο αντίπαλος να εξαναγκαστεί στην εκπλήρωση της θέλησής μας με την πολεμική πράξη, πρέπει είτε να τον καταστήσουμε πραγματικά ανυπεράσπιστο, είτε να τον θέσουμε σε τέτοια κατάσταση που να είναι απειλούμενος απ' αυτήν την πιθανότητα. Εξ αυτού έπεται ότι ο αφοπλισμός ή η συντριβή του εχθρού, όπως κι αν θέλει κάποιος να τ’ ονομάσει, πρέπει να είναι πάντα ο στόχος της στρατιωτικής δράσης. Ο πόλεμος όμως δεν είναι η δράση μιας ζωντανής δύναμης πάνω σε μια νεκρή μάζα, αλλά, επειδή η απόλυτη εγκαρτέρηση δεν θα ήταν καμία διεξαγωγή πολέμου, έτσι αυτός είναι πάντα η σύγκρουση μεταξύ δυο ζωντανών δυνάμεων, κι ότι έχουμε πει για τον έσχατο στόχο της πολεμικής πράξης, πρέπει να το σκεφθούν και οι δύο πλευρές. Κι εδώ επίσης υφίσταται αλληλεπίδραση. 'Οσο δεν έχω συντρίψει τον αντίπαλο, πρέπει να φοβάμαι πως θα με συντρίψει αυτός. Επίσης δεν είμαι πια κύριος του εαυτού μου, γιατι εκείνος μου υπαγορεύει το νόμο του, όπως κι εγώ του υπαγορεύω (τον δικό μου). Τέτοια είναι η δεύτερη αλληλεπίδραση, που οδηγεί στη δεύτερη ακρότητα. (Δεύτερη αλληλεπίδραση). 5. - Ακραία προσπάθεια των δυνάμεων. Αν θέλουμε να κατατροπώσουμε τον αντίπαλο, τότε πρέπει να μετρήσουμε την προσπάθειά μας σε σχέση με την δύναμη της αντίστασής του. Αυτή εκφράζεται μέσω ενός προϊόντος, του οποίου οι παράγοντες είναι αδιαχώριστοι, συγκεκριμμένα : τα μεγέθη των διαθεσίμων μέσων και οι ισχείς της δύναμης της θέλησής. Το μέγεθος των διαθέσιμων μέσων θα μπορούσε να εκτιμηθεί, γιατι αυτά βασίζονται (αν κι όμως όχι εξολοκλήρου) σε αριθμούς, όμως οι ισχείς της δύναμης της θέλησής δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά μόνον πολύ λιγότερο και να καθοριστούν μόνο κατά τι, σύμφωνα με τις ισχείς του κινήτρου. Αν υποτεθεί πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα εκτιμούσαμε μιαν ανεκτή πιθανότητα για την δύναμη αντίστασης του αντιπάλου, τότε θα μπορούσαμε να προσμετρήσουμε κατ’ 130
αυτήν τις προσπάθειές μας και είτε να τις καταστήσουμε τόσο μεγάλες ώστε να υπερισχύσουν, ή σε περίπτωση κατά την οποία οι πόροι μας δεν επαρκούν, (να τις καταστήσουμε) τόσο μεγάλες όσον είναι δυνατό. Αλλά το ίδιο πράττει κι ο αντίπαλος, οπότε υφίσταται νέος ανταγωνισμός της κάθε πλευράς προς την άλλη, ο οποίος καθαρά θεωρητικά, πρέπει να ενέχει πάλι τον μόχθο για ακρότητες. Αυτό είναι η τρίτη αλληλεπίδραση, και μια τρίτη ακρότητα στην οποία ωθούμαστε. (Τρίτη αλληλεπίδραση). 6. - Τροποποιήσεις στην πραγματικότητα. Ετσι στην αφηρημένη περιοχή της καθαρής έννοιας, η στοχαστική αντίληψη δεν βρίσκει γαλήνη με κανένα τρόπο, έως ότου αποτεθεί στο άκρο, γιατι έχει να κάνει με μιαν ακρότητα – με μία σύγκρουση δυνάμεων που είναι αφημένες στον εαυτό τους και καθόλου δεν ακολουθούν άλλους νόμους, παρά τους εσωτερικούς δικούς τους. Αν θέλαμε να συναγάγουμε από την καθαρά θεωρητική έννοια του πολέμου ένα απόλυτο σημείο γιά τον σκοπό, τον οποίον επιδιώκουμε και γιά τα μέσα τα οποία πρέπει να εφαρμόσουμε, έτσι θα οδηγούμασταν μ’ αυτές τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις σε άκρα, τα οποία δεν θα ήταν παρά ένα παιχνίδι των φαντασιών, προξενηθέν μέσα από ένα μόλις ορατό νήμα λογικής λεπτολογίας. Αν κάποιος που κρατιέται ισχυρά από το απόλυτο, ήθελε να παρακάμψει όλες τις δυσκολίες με μιαν μονοκοντυλιά, (απλή διαβεβαίωση) και να επιμείνει επ’ αυτού με μια λογική αυστηρότητα, πως θα πρέπει πάντα κανείς να είναι προσδεδεμένος με την ακρότητα κι’ ένεκα τούτου κάθε φορά να εναποθέσει σ’ αυτήν την ακρότατη προσπάθεια, τότε μιά τέτοια μονοκοντυλιά θα ήταν ένας γραμματικός κανόνας κι’ ένα τίποτα γιά τον πραγματικό κόσμο. Αν υποτεθεί επίσης, πως εκείνη η ακρότητα των προσπαθειών θα ήταν ένα απόλυτο, το οποίο θα μπορούσε να βρεθεί εύκολα, τότε πλέον πρέπει κανείς να αναγνωρίσει πως το ανθρώπινο πνεύμα δύσκολα θα μπορούσε να υποταγεί σε τέτοια λογική ονειροφαντασία. Σε κάποιες περιπτώσεις θα προέκυπτε μιαν άχρηστη ανάλωση δύναμης, για την οποία η τέχνη της διακυβέρνησης θα έπρεπε να βρεί άλλο αντίβαρο, μ' άλλες θεμέλιες αρχές, θα απαιτείτο μια προσπάθεια της θέλησης που δεν θα έστεκε σε ισοζύγιο με τον επιδιωκόμενο σηοπό κι’ επίσης θα ήταν αδύνατο να γεννηθεί. Γιατί ποτέ η 131
ανθρώπινη θέληση δεν διατηρεί τις δυνάμεις της μέσα από λογικές λεπτολογίες. Όλα όμως διαμορφώνονται διαφορετικά, αν μεταβούμε από την αφαίρεση στην πραγματικότητα. Εκεί (στην αφαίρεση) όλα θα έπρεπε να υπόκεινται στην αισιοδοξία, και θα έπρεπε να σκεφτούμε ότι ο ένας όπως και ο άλλος (αντίπαλος) όχι μόνον θα έτεινε προς την ολοκλήρωση, αλλά και πως θα έφθανε σ' αυτήν. Θα μπορέσει κάποτε αυτό να γίνει επίσης στην πραγματικότητα; Θα γινόταν, αν: 1. Ο πόλεμος ήταν μια πράξη εντελώς απομονωμένη, που εμφανίστηκε ξαφνικά και δεν συσχετίζονταν με την προγενέστερη ζωή του κράτους 2. Συνίστατο από μια μοναδική απόφαση ή από μια σειρά ταυτόχρονων αποφάσεων 3. Περιείχε μιαν ολοκληρωμένη καθαυτήν απόφαση, που μέσω υπολογισμού ήδη επιδρούσε επάνω του αναδρομικά κι’ όχι την πολιτική κατάσταση που θα τον ακολουθήσει
7 - Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μια απομονωμένη πράξη. Σ΄ ότι αφορά το πρώτο σημείο λοιπόν, ο καθένας από τους δυο αντιπάλους δεν είναι για τον άλλο κάποιο αφηρημένο πρόσωπο, επίσης όσον αφορά σ' αυτόν τον παράγοντα αντίστασης που δεν βασίζεται στα εξωτερικά πράγματα, δηλαδή στην θέληση. Αυτή η θέληση δεν είναι κάτι εντελώς άγνωστο. Το τί ήταν σήμερα μας διδάσκει το τί θα είναι αύριο. Ο πόλεμος δεν ξεσπά εντελώς αιφνίδια, η επέκτασή του δεν είναι έργο μιας στιγμής. Ετσι λοιπόν ο καθένας από τους δυο αντιπάλους μπορεί σε μεγάλο βαθμό να σχηματίσει μιαν εκτίμηση για τον άλλο, τί είναι και τί κάνει, όχι σύμφωνα με εκείνο που θα έπρεπε να είναι και να κάνει αυστηρά δεκτό θεωρητικά. Ωστόσο, με την ατελή του οργάνωσή ο άνθρωπος παραμένει πάντα πίσω από την γραμμή του απόλυτου άριστου κι’ έτσι αυτές οι ελλείψεις, οι δρώσες από αμφότερες τις πλευρές, καθίστανται μία ρυθμιστική αρχή.
132
8. - Ο πόλεμος δεν συνίσταται από ένα μόνον πλήγμα χωρίς διάρκεια. Το δεύτερο σημείο μας επιτρέπει τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Αν η έκβαση του πολέμου εξαρτιόταν από μια μοναδική απόφαση ή από μια σειρά ταυτόχρονων αποφάσεων, θα έπρεπε φυσικά όλες οι προπαρασκευές καθαυτές, να αποκτούν την τάση προς ακρότητες, καθώς μια χαμένη ευκαιρία δεν επαναφέρεται με κανένα τρόπο. Η μόνη ένδειξη που θα μπορούσε να μας προσφέρει ο πραγματικός κόσμος για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, θα ήταν, το μέγιστο, οι προετοιμασίες του αντιπάλου μας, όσο μας είναι αυτές γνωστές, κι όλα τα άλλα θα έπρεπε για μιαν ακόμη φορά ν' αναχθούν στον χώρο της αφαίρεσης. Αν όμως η απόφαση συνίσταται σε πολλές διαδοχικές πράξεις, καθεμιά απ' αυτές εφαρμόζεται στις συνθήκες από τις οποίες εξαρτάται και μπορεί να είναι ένα μέτρο γι' αυτό που ακολουθεί. Και σ' αυτήν την περίπτωση επίσης ο πραγματικός κόσμος αντικαθιστά τον αφηρημένο κόσμο, συνεπώς δε ελαττώνει την προσπάθεια προς τις ακρότητες. Ωστόσο, κάθε πόλεμος θα έπρεπε αναγκαστικά ν' αναχθεί σε μια μοναδική απόφαση ή σε μια σειρά ταυτόχρονων αποφάσεων, αν προσφέρονταν ταυτόχρονα, ή αφήνονταν να προσφερθούν τα διαθέσιμα μέσα για τον αγώνα. Γιατί μια δυσμενής έκβαση ελαττώνει αναγκαστικά τα μέσα (αυτά), κι αν χρησιμοποιήθηκαν όλα με την πρώτη (απόφαση), μια δεύτερη δεν γίνεται πλέον νοητή. Όλες οι πολεμικές πράξεις που θα μπορούσαν ν' ακολουθήσουν θ' ανήκαν ουσιαστικά στην πρώτη (απόφαση) και πραγματικά θα οικοδομούσαν μόνον την διάρκειά της. Είδαμε όμως πως, από τις πολεμικές προετοιμασίες, ο πραγματικός κόσμος πήρε ήδη την θέση της καθαρής έννοιας και πως η ακρότατη προϋπόθεση αντικαταστάθηκε από πραγματικά μέσα. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο καθένας από τους δυο αντιπάλους θα πρέπει συνεπώς να παραμείνει, στην διάρκεια της αλληλεπίδρασής τους, πίσω από την γραμμή μιας ακρότατης προσπάθειας, οπότε όλες οι δυνάμεις δεν θα διατεθούν ταυτόχρονα.
133
Όμως έγκειται στην ίδια την φύση των δυνάμεων αυτών και της χρήσης τους το ότι δεν μπορούν να εκδηλωθούν ταυτόχρονα. Αυτές οι δυνάμεις είναι: οι πραγματικές ένοπλες δυνάμεις, η χώρα με την έκταση και τον πληθυσμό της, κι οι σύμμαχοι. Η χώρα με την έκταση και τον πληθυσμό της είναι πράγματι εκτός από πηγή κάθε πραγματικής ένοπλης δύναμης και αναπόσπαστο μέρος των μεγεθών που επιδρούν στον πόλεμο. Κι αυτό (συμβαίνει) μόνο με το μέρος (της εκείνο) το οποίο ανήκει στα ενεργά μεγέθη του πολέμου, στο θέατρο του πολέμου (των επιχειρήσεων) ή επειδή ασκεί επ’ αυτού μιαν αξιοσημείωτη επίδραση. Μπορεί λοιπόν κανείς ν’ αφήσει να ενεργήσουν ταυτόχρονα όλες οι κινητές ένοπλες δυνάμεις, όχι όμως όλες οι οχυρώσεις, τα ποτάμια, τα βουνά, οι κάτοικοι, κ.λπ., εν ολίγοις όχι ολόκληρη η χώρα, εάν δεν είναι τόσο μικρή που από την πρώτη πολεμική δράση θα καλύπτονταν καθολικά. Στην συνέχεια, η συνεργασία της συμμαχίας δεν εξαρτάται από την θέληση των εμπολέμων, και έγκειται στην φύση των κρατικών σχέσεων το ότι (η συνεργασία των συμμάχων) συχνά επισυì βαίνει μόνον αργότερα, ή ενισχύεται για την αποκατάσταση της χαμένης ισορροπίας. Το ότι αυτό το μέρος των δυνάμεων αντίστασης, το οποίο δεν μπορεί να τεθεί εν δράσει αμέσως, αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του όλου απ' όσο θα έπρεπε να πιστέψει κανείς εκ πρώτης όψεως, και το ότι, κατά συνέπειαν είναι ικανό να επαναφέρει την ισορροπία των δυνάμεων, ακόμη κι αν η πρώτη απόφαση εκτελέστηκε με μια μεγάλη βία και η ισορροπία των δυνάμεων διασαλεύτηκε πολύ, μπορεί ακολούθως να εξηγηθεί πάλι. Εδώ μας είναι αρκετό να δείξουμε πως η τέλεια ένωση των δυνάμεων την ίδια στιγμή είναι αντίθετη προς την φύση του πολέμου. Αυτό λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι καθαυτό ένας λόγος να ελαττώσουμε την ένταση των προσπαθειών γιά την πρώτη απόφαση, γιατί μια δυσμενής απόφαση είναι πάντα ένα μειονέκτημα στο οποίο κανείς δε θα εκτεθεί ηθελημένα, έστω κι’ αν ακόμη η πρώτη απόφαση δεν παραμείνει η μοναδική, ωστόσον όσο μεγαλύτερη υπήρξε, τόσο περισσότερη επίδραση θα έχει στις επόμενες (αποφάσεις). Η αποστροφή όμως του ανθρώπου στο να καταβάλλει υπέρμετρη προσπάθεια, τον ωθεί στο να καταφεύγει στην πιθανότητα μιας κα134
τοπινής απόφασης, έτσι που για την πρώτη απόφαση, ο βαθμός συγκέντρωσης κι έκτασης των πηγών του θα είναι κατώτερος απ' ό,τι θα ήταν στην αντίθετη περίπτωση. Ότι παραλείπει οποιοσδήποτε από τους δυο αντιπάλους από αδυναμία, θα γίνει για τον άλλον μια αληθινή αντικειμενική αιτία ελάττωσης των δικών του προσπαθειών κι’ έτσι, χάρη σ' αυτήν την αλληλεπίδραση, η διάθεση για τις ακρότητες επανέρχεται πάλι, σ' ένα συγκεκριμένο βαθμό προσπάθειας.
9. - Ο πόλεμος με το αποτέλεσμά του δεν είναι ποτέ κάτι απόλυτο. Τελικά η ίδια η ολοκληρωτική απόφαση ενός ολόκληρου πολέμου δεν πρέπει πάντα να θεωρείται ως ένα απόλυτο. Αλλά, το υποκύπτον κράτος βλέπει συχνά μέσα σ΄ αυτό (στην ήττα του) μόνον ένα πρόσκαιρο κακό, για το οποίο μπορούν να κερδηθούν θεραπευτικά μέτρα μέσα στις πολιτικές περιστάσεις μεταγενέστερων καιρών. Είναι αυτονόητο πως κι αυτό αφ’ εαυτού πρέπει να μετριάσει πολύ την βιαιότητα της έντασης και την σφοδρότητα της προσπάθειας. 10. - Οι πιθανότητες της πραγματικής ζωής παίρνουν την θέση του ακρότατου και του απόλυτου της έννοιας. Μ’ αυτόν τον τρόπο ολόκληρη η πολεμική πράξη υποβάλλεται στον αυστηρό νόμο των δυνάμεων που οδηγούν προς τις ακρότητες. Αν δεν επιζητείται πλέον η ακρότητα, αλλά και δεν την φοβούνται πλέον, τότε απομένει ν’ αφεθεί στην κρίση το να καθοριστούν εκτός από τα δικά της (όρια), τα όρια για τις προσπάθειες που πρέπει να καταβληθούν. Ετσι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον από τα δεδομένα που προσφέρονται από τα φαινόμενα του πραγματικού κόσμου, σύμφωνα με τους νόμους των πιθανοτήτων. Οταν πλέον οι δυο αντίπαλοι δεν είναι αφηρημένες έννοιες, αλλά συγκεκριμένα κράτη και κυβερνήσεις, όταν ο πόλεμος δεν είναι πια μια ιδεατή, αλλά μια ιδιόμορφα διαμορφούμενη διαδικασία της δράσης, τότε το πραγματικά διαθέσιμο, θα προσφέρει δεδομένα για το άγνωστο, για το αναμενόμενο, το οποίο πρέπει ν' ανακαλυφθεί. 135
Από τον χαρακτήρα, τους θεσμούς, την κατάσταση και τις συνθήκες του αντιπάλου η καθεμιά από τις δυο πλευρές θα προσπαθήσει με το νόμο των πιθανοτήτων να συμπεράνει για την δράση της άλλης και να καθορίσει έπειτα την δική της.
11Τώρα επανεμφανίζεται αντικειμενικός στόχος.
ο
πολιτικός
Εδώ τώρα προκαλεί την προσοχή μας εκ νέου ένα αντικείμενο το οποίο εγκαταλείψαμε στην δεύτερη παράγραφο, δηλαδή ο πολιτικός σκοπός του πολέμου. Ο νόμος των ακροτήτων, η πρόθεση να καταστήσουμε ανυπεράσπιστο τον αντίπαλο, να τον κατατροπώσουμε, είχαν κατά κάποιο τρόπο καταβροχθίσει λίγο αυτόν τον σκοπό. Από την στιγμή που αυτός ο νόμος μειώνεται σε δύναμη κι’ αυτή η πρόθεση υποχωρεί από τον στόχο της, πρέπει να ξεπροβάλλει πάλι ο πολιτικός σκοπός του πολέμου. Αν ολόκληρη η παρατήρηση είναι ένας υπολογισμός των πιθανοτήτων, ξεκινώντας από συγκεκριμένα πρόσωπα και περιστάσεις, έτσι πρέπει ο πολιτικός σκοπός, ως το αρχικό κίνητρο, να γίνει ένας άκρως ουσιαστικός παράγοντας αυτού του προϊόντος. Όσο μικρότερη είναι η θυσία που απαιτούμε από τον αντίπαλο, μπορούμε να περιμένουμε πως άλλο τόσο πιο αδύναμες θα είναι οι προσπάθειές του για να μας την αρνηθεί. Όσο όμως πιο αδύναμες θα είναι αυτές (οι προσπάθειες), άλλο τόσο λιγότερες μπορούν να παραμείνουν και οι δικές μας. Επιπροσθέτως, όσο μικρότερος είναι ο δικός μας πολιτικός σκοπός, τόσο μικρότερη θα είναι η αξία που θα του αποδώσουμε και τόσο περισσότερο διατεθειμένοι θα είμαστε να τον εγκαταλείψουμε: τόσο μικρότερες θα είναι οι προσπάθειές μας επίσης για τον λόγο αυτό. Έτσι, ο πολιτικός σκοπός, ως αρχικό κίνητρο του πολέμου, θα είναι το μέτρο τόσο του στόχου που πρέπει να επιτευχθεί μέσω της στρατιωτικής δράσης, αλλά και το μέτρο των αναγκαίων προσπαθειών. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να είναι ένα αυτοτελές μέτρο και για τον εαυτό του, αλλά καθώς έχουμε να κάνουμε με πραγματικότητες κι όχι καθαρές έννοιες, θα είναι ένα μέτρο σε σχέση με τα δυο αντιτιθέμενα κράτη. Ένας κι ο αυτός πολιτικός αντικειμενικός σκοπός μπορεί να προκαλέσει σε διαφορετικούς λαούς, αλλά 136
και στον ίδιο λαό σε διαφορετικές εποχές, ολότελα διαφορετικές αντιδράσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να αφήσουμε τον πολιτικό σκοπό να εφαρμοστεί ως μέτρο, μόνον αν λαμβάνεται υπόψη η επίδρασή του στις μάζες που πρέπει να τον κινήσουν. Εκείνο λοιπόν που πρέπει λαμβάνεται υπόψη είναι η φύση αυτών των μαζών. Είναι εύκολο να καταλάβουμε πως το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό, ανάλογα με το αν στις μάζες υφίστανται αρχές ενίσχυσης ή αποδυνάμωσης της δράσης. Ανάμεσα σε δυο λαούς και κράτη μπορεί να υπάρξουν τέτοιες εντάσεις, ένα τέτοιο σύνολο εχθρικών στοιχείων, που ένα εντελώς έλασσον καθαυτό πολιτικό κίνητρο του πολέμου μπορεί να προκαλέσει μιαν επίδραση πολύ πέραν της φύσεώς του, μιάν αληθινή έκρηξη. Αυτό ισχύει για τις προσπάθειες που θα προκαλέσει στα δυο κράτη ο πολιτικός σκοπός, όσο και για τον στόχο τον οποίον αυτός πρέπει να εισαγάγει στην στρατιωτική δράση, Περιστασιακά θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος αυτός ο στόχος, για παράδειγμα η κατάκτηση μιας ορισμένης επαρχίας. Άλλοτε ο ίδιος ο πολιτικός σκοπός δεν μπορεί να είναι κατάλληλος ν' αποδώσει τον στόχο της στρατιωτικής δράσης. Πρέπει συνεπώς ν’ αναληφθεί ένας τέτοιος (σκοπός) που θα μπορεί να εφαρμοστεί ως ισοδύναμό του, και να τον αντικαταστήσει στην ειρήνη. Αλλά κι εδώ προϋποτίθεται πάντα πως έχουν ληφθεί υπόψη οι ιδιαιτερότητες των δρώντων κρατών. Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις όπου το ισοδύναμο πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο από τον πολιτικό σκοπό, αν αυτός πρέπει να επιδιωχθεί μέσω εκείνου. Όσο πιο αδιάφορες είναι οι μάζες κι όσο πιο αδύναμες είναι οι εντάσεις που υπάρχουν επίσης σ' άλλα πεδία στα δυο κράτη και στις σχέσεις τους, τόσο περισσότερο ο πολιτικός αντικειμενικός στόχος θα είναι κυρίαρχος παράγοντας ως μέτρο, κι αποφασιστικός καθαυτός. Σ' ορισμένες περιπτώσεις είναι σχεδόν ο ίδιος ο αποφασιστικός παράγοντας. 'Ομως, αν ο στόχος της πολεμικής πράξης αποτελεί ισοδύναμο του πολιτικού σκοπού, αυτή η πράξη θα εκλεπτυνθεί γενικά στο μέτρο που θα ελαττωθεί ο πολιτικός αντικειμενικός στόχος. Όσο περισσότερο κυριαρχεί αυτός ο σκοπός, τόσο περισσότερο θα συμβαίνει αυτό. Αυτό εξηγεί γιατί, χωρίς να υπάρχει εσωτερική αντίφαση, μπορούν να υπάρξουν πόλεμοι κάθε βαθμού βαρύτητας και ενέργειας, από τον πόλεμο εξόντωσης ώς 137
την απλή ένοπλη παρατήρηση. Αλλ' αυτό μας οδηγεί σ' ένα ερώτημα άλλου είδους, που πρέπει ν' αναπτύξουμε ακόμη και στο οποίο πρέπει ν' απαντήσουμε.
12. Η αναστολή της πολεμικής πράξης δεν έχει εξηγηθεί ακόμη μέσω αυτών (που αναφέρθηκαν). Όσο ασήμαντες κι αν είναι οι πολιτικές απαιτήσεις των αντιπάλων, όσο αδύναμα κι αν είναι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, όσο μέτριος ο σκοπός που αποδίδεται στην πολεμική πράξη, μπορεί ποτέ αυτή η πράξη να γνωρίσει μια ξεχωριστή στιγμή ανακωχής; Εδώ βρίσκεται ένα ερώτημα που εισδύει βαθιά στην φύση του ζητήματος. Κάθε δράση, για να συντελεστεί, απαιτεί έναν ορισμένο χρόνο, που αποκαλείται διάρκεια της δράσης. Αυτή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο μακρά, ανάλογα με το αν το δρών πρόσωπο είναι περισσότερο ή λιγότερο ταχύ. Δε θ' ασχοληθούμε εδώ μ' αυτό το περισσότερο ή λιγότερο. Καθένας κάνει τα πράγματα με τον τρόπο του. Αν όμως ένα βραδύ πρόσωπο κάνει κάτι βραδύτερα, δεν είναι επειδή θέλει να περάσει σ' αυτό περισσότερο χρόνο, αλλά γιατί από τη φύση του χρειάζεται περισσότερο, αν βιαζόταν θα το έκανε λιγότερο καλά. Αυτός ο χρόνος εξαρτάται επομένως από εσωτερικά αίτια κι ανήκει στην γνήσια διάρκεια της δράσης. Αν αποδώσουμε σε καθεμιά από τις δράσεις του πολέμου την διάρκειά της, μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε, τουλάχιστον από πρώτη άποψη, πως κάθε κατανάλωση χρόνου η οποία ξεπερνά αυτή την διάρκεια, δηλαδή κάθε αναστολή της πολεμικής πράξης, φαίνεται παράλογη. Μ' αυτήν την ευκαιρία πρέπει πάντα να μην ξεχνάμε πως δεν πρόκειται για την πρόοδο του ενός ή του άλλου από τους δυο αντιπάλους, αλλά για την πρόοδο της πολεμικής πράξης στο σύνολό της. 13.- Υπάρχει μόνον ένας λόγος ικανός να σταματήσει την δράση κι αυτός φαίνεται πάντα πως μπορεί να υφίσταται μόνον στην μια πλευρά.
138
Αν δυο πλευρές έχουν εξοπλιστεί για τον αγώνα, είναι γιατι ωθήθηκαν από μιαν αρχή εχθρότητας. Όσο παραμένουν εξοπλισμένες, όσο δηλαδή δεν συνάπτουν ειρήνη, αυτή η αρχή πρέπει να υφίσταται. Και δεν θα πάψει να δρα πάνω στον έναν από τους δυο αντιπάλους, παρά για έναν μόνο λόγο, δηλαδή την επιθυμία του να περιμένει μια στιγμή πιο πρόσφορη για την δράση. Από την πρώτη όμως ματιά φαίνεται πως αυτός ο λόγος δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει παρά για το ένα από τα δυο στρατόπεδα, γιατί δρα eo ipso (από την ίδια την φύση του) μ' αντίστροφο νόημα επί του άλλου. Αν ο ένας έχει συμφέρον να δράσει, ο άλλος πρέπει να έχει συμφέρον να περιμένει. Μια τέλεια ισορροπία δυνάμεων δεν μπορεί να προκαλέσει αναστολή της δράσης, γιατι απ' αυτήν, εκείνος που επιδιώκει τον θετικό σκοπό (ο επιτιθέμενος) θα μπορούσε να επωφεληθεί, να παραμείνει ο προπορευόμενος. Αν όμως θεωρήσουμε ως ισορροπία την περίπτωση εκείνη κατά την οποία αυτός που επιδιώκει τον θετικό σκοπό και κατά συνέπεια υπακούει σ' ένα ισχυρότερο κίνητρο, διαθέτει και τις πιο αδύναμες πηγές, έτσι που η εξίσωση ν' απορρέει από το προϊόν των κινήτρων και των δυνάμεων, θα μπορούσαμε πάντα να πούμε: αν δεν προβλέπεται καμιά μεταβολή σ' αυτή την ισορροπία, τα δυο μέρη είναι αναγκασμένα να συνάψουν ειρήνη. Αν όμως θα μπορούσε να προβλεφθεί μια μεταβολή, θα γινόταν μόνον υπέρ του ενός μέρους, πράγμα που θα προέτρεπε αναγκαστικά το άλλο να δράσει. Βλέπουμε λοιπόν πως η ιδέα της ισορροπίας δεν εξηγεί την κατάπαυση των εχθροπραξιών, αλλά πως ισούται πάντα με την αναμονή μιας ευνοϊκότερης στιγμής. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι το ένα από τα δυο κράτη έχει ένα θετικό σκοπό: θέλει να καταλάβει μιαν επαρχία του εχθρού, για να υπερισχύει κατά την στιγμή της ειρήνης. Μετά απ' αυτήν την κατάκτηση, αφού έχει επιτευχθεί το πολιτικό του σχέδιο, δεν υφίσταται πλέον η ανάγκη της δράσης, και μπορεί ν' αναπαυτεί. Αν ο αντίπαλος θέλει να του παραχωρήσει αυτή την επιτυχία, θα συνάψει ειρήνη, διαφορετικά θα χρειαστεί να δράσει. Θα μπορούσε μέσα σ' ένα μήνα να οργανωθεί καλύτερα. Θα έχει συνεπώς ένα επαρκές κίνητρο για να καθυστερήσει τη δράση του. Όμως απ' αυτήν την στιγμή, καθώς φαίνεται, ο αντίπαλος πρέπει λογικά να ξαναπάρει την πρωτοβουλία, για να μην αφήσει στον νικημένο τον χρόνο να προετοιμαστεί για
139
δράση. Για να γίνουν όλα αυτά, προφανώς υποτίθεται ότι αìφότερες οι πλευρές έχουν τέλεια γνώση των πραγμάτων.
14. – Έτσι θα επερχόταν στην πολεμική δράση μια συνέχεια, η οποία θα μπορούσε πάλι να παροξύνει τα πάντα. Αν υπήρχε πραγματικά αυτή η συνέχεια της πολεμικής πράξης, θα έσυρε πάλι τα πάντα στα άκρα. Χωρίς να λογαριάζουμε πως αυτή η αδιάκοπη δραστηριότητα θα μπορούσε να παροξύνει τα πάθη και ν' αυξήσει τον βαθμό των στοιχειωδών δυνάμεων, αυτή η συνέχεια δράσης θα γεννούσε ακόμη μιαν αυστηρότερη σύνδεση των συμβάντων, όπου θα εμποδίζονταν λιγότερο οι σχέσεις της αιτίας προς το αποτέλεσμα. Κάθε δράση θα γινόταν έτσι πιο σημαντική κι εξαιτίας αυτού του γεγονότος, πιο επικίνδυνη. Ωστόσο, ξέρουμε καλά πως η πολεμική δράση είναι σπανίως, για να μην πούμε ποτέ, τόσο συνεχής, υπάρχουν δε πολλοί πόλεμοι όπου η δράση κατέχει ενίοτε τον λιγότερο χρόνο κι η αδράνεια όλο τον υπόλοιπο. Είναι αδύνατο να είναι αυτό πάντα ανωμαλία. Η αναστολή της στρατιωτικής δράσης πρέπει λοιπόν να είναι δυνατή, δηλαδή να μην είναι μια αντίφαση καθαυτή. Θα δείξουμε ότι έτσι συμβαίνει και πως (συì βαίνει).
15. πολικότητας.
Εδώ
λοιπόν
επιτάσσεται
μιαν
αρχή
Δεχτήκαμε ότι, εάν τα συμφέροντα του ενός από τους δυο στρατιωτικούς ηγέτες είναι πάντα αντιτιθέμενου μεγέθους από εκείνα του άλλου, αυτό υπονοεί μια πραγματική πολικότητα. Έχουμε την πρόθεση ν' αφιερώσουμε σ' αυτήν την αρχή ένα ειδικό κεφάλαιο, ωστόσο, πρέπει να κάνουμε εδώ μια παρατήρηση πάνω σ αυτό το θέμα. Η αρχή της πολικότητας δεν ισχύει παρά αν αυτή η πολικότητα έχει σχέση μ' ένα και το αυτό αντικείμενο, όπου η θετική αρχή και το αντίθετό της, η αρνητική αρχή, αλληλοκαταργούνται αυστηρά. Σε μια μάχη, καθένα από τα δυο μέρη θέλει να θριαμβεύσει, να μια πραγματική πολικότητα, γιατι η νίκη του ενός εκμηδενίζει την νίκη του 140
άλλου. 'Οταν όμως πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα που έχουν μια κοινή σχέση, εξωτερική προς αυτά, τότε αυτή η πολικότητα εφαρμόζεται όχι σ' αυτά τα πράγματα αλλά στην σχέση τους.
16. - Η επίθεση κι η άμυνα είναι πράγματα διαφορετικού είδους και άνισης δύναμης, επομένως η πολικότητα δεν εφαρμόζεται σ' αυτές. Αν δεν υπήρχε παρά μόνο μια μορφή πολέμου, δηλαδή η επίθεση του εχθρού και κατά συνέπεια καθόλου άμυνα, μ’ άλλα λόγια αν η επίθεση διακρινόταν από την άμυνα μόνον από το θετικό αίτιο που κατέχει εκείνη κι’ από το οποίο είναι απαλλαγμένη αυτή, αλλά κι αν οι μέθοδοι μάχης ήταν πάντα οι ίδιες, κάθε πλεονέκτημα του ενός θ' ανταποκρινόταν σ' ένα ισοδύναμο μειονέκτημα του άλλου στην διάρκεια του αγώνα, και θα υπήρχε πραγματική πολικότητα. Η πολεμική δραστηριότητα όμως παίρνει δύο διακριτές μορφές : την επίθεση και την άμυνα η οποία καθώς θα δείξουμε πρακτικά στην συνέχεια, είναι πολύ διαφορετικές και πολύ άνισης δύναμης. Η πολικότητα επομένως βρίσκεται σ’ εκείνο στο οποίο αναφέρονται κι’ οι δυο, δηλαδή στην απόφαση, κι όχι στην ίδια την επίθεση ή την άμυνα. Αν ένας από τους σταρτιωτικούς ηγέτες θέλει να καθυστερήσει την απόφαση, ο άλλος θα θέλει να την επισπεύσει, με τον όρο φυσικά πως θα πρόκειται για την ίδια μορφή σύρραξης. Αν στον Α συμφέρει να μην επιτεθεί στον αντίπαλό του επί τόπου, αλλά τέσσερις εβδομάδες αργότερα, στον Β θα συμφέρει να του επιτεθούν αμέσως κι όχι τέσσερις εβδομάδες αργότερα. Εδώ υπάρχει άμεση αντίθεση, δεν σημαίνει πως συμφέρει στον Β να επιτεθεί στον Α αμέσως. Προφανώς πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό.
17. Η επίδραση της πολικότητας συχνά εκμηδενίζεται από την ανωτερότητα της άμυνας έναντι της επίθεσης κι’ έτσι εξηγείται η αναστολή της πολεμικής πράξης. Αν η μορφή της άμυνας είναι δυνατότερη από κείνη της επίθεσης, όπως θα το δείξουμε αργότερα, μπορούμε ν' αναρωτηθούμε αν το πλεονέκτημα μιας αναβεβλημένης από141
φασης είναι, για το ένα από τα δυο μέρη, τόσο μεγάλο όσο είναι για το άλλο εκείνο της άμυνας. Αν δεν είναι έτσι, δεν μπορεί ν' αντισταθμίσει αυτό το πλεονέκτημα με το αντίθετό του και να επηρεάσει έτσι την εξέλιξη της πολεμικής δράσης. Βλέπουμε λοιπόν πως η ωστική δύναμη, που στηρίζεται στην πολικότητα των συμφερόντων, μπορεί να χαθεί από την διαφορά μεταξύ της επιθετικής και της αμυντικής δύναμης και να γίνει γι' αυτόν τον λόγο αναποτελεσματική. Κατά συνέπεια, αν το μέρος, στο οποίο η παρούσα στιγμή είναι ευνοϊκή, είναι πολύ αδύναμο για να μπορέσει ν' αγνοήσει το πλεονέκτημα της άμυνας, πρέπει να υποταγεί στην ενατένιση ενός λιγότερο ευνοϊκού μέλλοντος. Γιατι μπορεί να είναι προτιμότερο να διεξαγάγει μιαν αμυντική μάχη σ' ένα δυσμενές μέλλον, παρά μιαν επιθετική στο παρόν, ή να συνάψει ειρήνη. 'Οντας όμως πεπεισμένο πως η ανωτερότητα της (καλώς νοούμενης) άμυνας είναι σημαντική, πολύ σημαντικότερη απ' όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά, τότε ένα μεγάλο μέρος των περιόδων αδράνειας που παράγονται σε καιρό πολέμου εξηγείται χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά εσωτερική αντίφαση. 'Οσο πιο αδύναμα είναι τα αίτια δράσης, τόσο περισσότερο θα καταποντίζονται και θα εξουδετερώνονται από την διαφορά μεταξύ επίθεσης κι άμυνας και κατά συνέπεια, τόσο συχνότερα θα υπάρχει κατάπαυση της πολεμικής δράσης, όπως άλλωστε μας διδάσκει η εμπειρία. 18. Ένας δεύτερος λόγος έγκειται στην ατελή γνώση της κατάστασης. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος που μπορεί να σταματήσει την πολεμική δράση, κι αυτός είναι η ατελής γνώση της κατάστασης. Κάθε στρατηγός δεν γνωρίζει με ακρίβεια παρά μια μόνο κατάσταση : την δική του. Δεν γνωρίζει εκείνην του αντιπάλου παρά από αβέβαιες αναφορές. Μπορεί λοιπόν να κάνει σφάλμα εκτίμησης και να πιστέψει, εξαιτίας αυτού του σφάλματος πως η πρωτοβουλία ανήκει στον αντίπαλο, ενώ στην πραγματικότητα είναι αυτός που πρέπει να την αναλάβει. Αυτή η έλλειψη γνώσης, είναι αλήθεια, θα μπορούσε να προκαλέσει άκαιρη δράση από την μια πλευρά, αλλά και άκαιρη αδράνεια από την άλλη, συντείνει δε τόσο στην αναβολή όσο και στην επίσπευση της στρατιωτικής δράσης. Λίγο απέχει από του να πρέπει πάντα να θεωρείται ως μια από τις φυσικές αιτίες που 142
είναι ικανές να σταματήσουν την πολεμική πράξη, χωρίς αυτό να υπονοεί την παραμικρή εσωτερική αντίφαση. Αν όμως κανείς σκεφτεί πως πάντα ρέπουμε και ωθούμαστε στην υπερτίμηση παρά στην υποτίμηση της δύναμης του αντιπάλου, μιας κι’ έτσι είναι καμωμένη η ανθρώπινη φύση, θα συμφωνήσει ότι η ατελής γνώση της κατάστασης, πρέπει γενικά να συìβάλλει κατά πολύ στην παύση της στρατιωτικής δράσης και στον μετριασμό της αρχής της. Η δυνατότητα μιας αναστολής εισάγει στην πολεμική πράξη ένα νέο μετριασμό. Την διαλύει κατά κάποιο τρόπο μέσα στον παράγοντα χρόνο, εμποδίζει τον κίνδυνο της προόδου της κι αυξάνει τα μέσα αποκατάστασης της ισορροπίας δυνάμεων. 'Οσο μεγαλύτερες είναι οι εντάσεις από τις οποίες γεννήθηκε ο πόλεμος κι όσο μεγαλύτερη είναι κατά συνέπειαν η ενέργεια με την οποία διεξάγεται, τόσο συντομότερες θα είναι αυτές οι περίοδοι αδράνειας. Οσο πιο αδύναμη είναι η πολεμική αρχή, τόσο μεγαλύτερες θα είναι αυτές. Γιατί ισχυρότερα κίνητρα παροξύνουν την ενέργεια, γνωρίζουμε δε πως αυτή είναι πάντα ένας παράγοντας, ένα προϊόν των δυνάμεων.
19. Η συχνή αναστολή στην πολεμική πράξη απομακρύνει ακόμη περισσότερο τον πόλεμο από το απόλυτο και τον καθιστά ακόμη περισσότερο έναν υπολογισμό πιθανοτήτων. Ωστόσον, όσο βραδύτερα εκτυλίσσεται η πολεμική δράση, τόσο μεγαλύτερες και συχνότερες είναι οι περίοδοι αδράνειαs. Και όσο ταχύτερα μπορεί να επανορθωθεί ένα σφάλμα, τόσο σταθερότερες γίνονται οι υποθέσεις του στρατιωτικού ηγέτη κι ως εκ τούτου, τόσο περισσότερο μένει αυτός εντεύθεν του συνόρου των άκρων, μιας και βασίζει όλη την δραστηριότητά του σε πιθανότητες και εικασίες. Η λίγο ως πολύ βραδεία ροή της στρατιωτικής δράσης χρειάζεται επομένως ένα λίγο ως πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που απαιτεί η φύση του συγκεκριμένου πράγματος, δηλαδή έναν υπολογισμό των πιθανοτήτων συναρτήσει των δεδομένων περιστάσεων.
143
20. Δεν απομένει συνεπώς παρά το τυχαίο που θα τον κάνει (τον πόλεμο) παιχνίδι, κι αυτό ελάχιστα του λείπει. Από εδώ βλέπουμε πόσο πολύ η αντικειμενική φύση του πολέμου τον καθιστά έναν υπολογισμό των πιθανοτήτων. Δεν του λείπει πλέον, παρά ένα μοναδικό στοιχείο, που θα τον κάνει παιχνίδι, κι αυτό το στοιχείο ασφαλώς δεν απουσιάζει : είναι το τυχαίο. Καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα δεν εξαρτάται τόσο απόλυτα και τόσο καθολικά από το τυχαίο όσον ο πόλεμος. Το συμπτωματικό και το ευκαιριακό καταλαμβάνουν λοιπόν, μαζί με την τύχη, μία μεγάλη θέση σ’ αυτόν (στον πόλεμο).
21. – Έτσι ο πόλεμος καθίσταται παιχνίδι, όπως εξαιτίας της αντικειμενικής του φύσης, επίσης κι’ εξαιτίας της υποκειμενικής. Αν ρίξουμε τώρα μια ματιά στην υποκειμενική φύση του πολέμου, δηλαδή στις αναγκαίες για τη διεξαγωγή του δυνάμεις, μας φαίνεται ακόμη περισσότερο ως ένα παιχνίδι, Το στοιχείο μέσα στο οποίο κινούνται οι δραστηριότητες του πολέμου είναι ο κίνδυνος. Ποια είναι, μέσα στον κίνδυνο, η ανώτερη ψυχική δύναμη; Είναι το θάρρος. Το θάρρος, όμως, μπορεί κάλλιστα να κοινωνήσει με το φρόνιμο υπολογισμό, παρόλο που είναι δυο διαφορετικά πράγματα, τα οποία προέρχονται από δυο πλευρές της ψυχής. Από την άλλη πλευρά, η τόλμη, η πίστη στην τύχη, η ανδρεία, κι η ευθαρσία δεν είναι παρά εκδηλώσεις του θάρρους, κι όλες αυτές οι ψυχικές τάσεις αναζητούν το τυχαίο, που είναι το στοιχείο τους. Βλέπουμε συνεπώς ότι εξ αρχής το απόλυτο, κατά κάποιον τρόπο μαθηματικό, στοιχείο του πολέμου, δεν βρίσκει καμιά σταθερή βάση πάνω στην οποία να στηρίξει τους σχετικούς προς την τέχνη του πολέμου υπολογισμούς. Αίφνης αναμιγνύεται μ' αυτό ένα παιχνίδι δυνατοτήτων και πιθανοτήτων, καλοτυχίας και κακοτυχίας, που ακολουθεί κάθε νήμα από το οποίο είναι υφασμένο, χονδρό ή λεπτό και το οποίο καθιστά τον πόλεμο μιαν ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία μοιάζει περισσότερο απ' όλες τις άλλες με χαρτοπαίγνιο.
144
22. – Πως αυτό (το στοιχείο) συμφωνεί κατά το πλείστον με το ανθρώπινο πνεύμα. Αν κι η διάνοιά μας αισθάνεται πάντα να ωθείται προς την σαφήνεια και την βεβαιότητα, το πνεύμα μας συχνά έλκεται από την αβεβαιότητα. Η διάνοια, αντί ν' ανοίγει ένα δρόμο μέσα από τους μαιάνδρους της φιλοσοφικής διερεύνησης και των λογικών αφαιρέσεων, για να φτάσει, έχοντας μετά βίας συνείδηση του εαυτού της, σφαίρες ξένες, όπου κάθε γνωστό αντικείμενο μοιάζει να την εγκαταλείπει, προτιμά να καθυστερεί με την φαντασία στο βασίλειο του τυχαίου και του ευκαιριακού. Το θάρρος αναπτερώνεται, αντί να συμμορφώνεται προς την μετριοπαθή αναγκαιότητα διασκεδάζει μετατοπισμένο στο βασίλειο των δυνατοτήτων, έστω κι αν η τόλμη κι ο κίνδυνος γίνονται το στοιχείο μέσα στο οποίο ρίχνεται, όπως ο ατρόμητος κολυμβητής ρίχνεται στο ρεύμα. Η θεωρία οφείλει να εγκαταλείψει εδώ την φαντασία και ν' ακολουθήσει αυτάρκης τον δρόμο της προς τ' απόλυτα συμπεράσματα και τους απόλυτους κανόνες. Σ' αυτήν την περίπτωση κάτι τέτοιο δεν έχει καμιά πρακτική χρησιμότητα. Η θεωρία πρέπει να λαì βάνει υπόψη της το ανθρώπινο στοιχείο και να παραχωρεί μια θέση στο θάρρος, στην ανδρεία, ακόμη και στην τόλμη. Η τέχνη του πολέμου εφαρμόζεται σε ζωντανές και ηθικές δυνάμεις. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στο απόλυτο και στο βέβαιο. Μένει πάντα ένα περιθώριο για το συμπτωματικό, τόσο στις μεγαλύτερες υποθέσεις όσο και στις μικρότερες. Όπως υπάρχει από την μια πλευρά αυτός ο συμπτωματικός παράγοντας, από την άλλη πρέπει να βρίσκονται το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση για να συμπληρώνουν το κενό. Όσο μεγαλύτερα είναι το θάρρος και η αυτοπεποίθηση, τόσο περισσότερη ελευθερία κίνησης μπορεί ν' αφεθεί στο συμπτωματικό. Το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση είναι συνεπώς άκρως ουσιώδεις αρχές στον πόλεμο. Κατά συνέπεια, η θεωρία δεν πρέπει να παρουσιάζει υπό τύπον νόμου, παρά νόμους ικανούς ν' αφήσουν να εκφραστούν όλοι οι βαθμοί κι όλες οι ποικιλίες αυτών των στρατιωτικών αρετών, των πιο απαραίτητων και των ευγενέστερων απ' όλες. Η ίδια η τόλμη δεν είναι απαλλαγμένη από την σοφία ούτε από την σωφροσύνη. Τ' αξιολογικά τους κριτήρια όμως δεν είναι τα ίδια.
145
23. - Ο πόλεμος όμως παραμένει πάντα ένα σοβαρό μέσον για έναν σοβαρό σκοπό. Λεπτομερέστεροί του καθορισμοί. Όποιος είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, τέτοιος είναι και του στρατιωτικού ηγέτη που τον διεξάγει και τέτοια είναι κι η θεωρία που τον διέπει. Ο πόλεμος όμως δεν είναι ούτε απώλεια χρόνου, ούτε καθαρό κι απλό πάθος του θριάμβου και του κινδύνου, ούτε κι έργο ενός αποχαλινωμένου ενθουσιασμού : είναι ένα σοβαρό μέσο που αποβλέπει σ' ένα σοβαρό σκοπό. Όλη η λαμπρή γοητεία της τύχης την οποία εκμεταλλεύεται, όλοι οι παλμοί του πάθους και του θάρρους, της φαντασίας και του ενθουσιασμού που ενέχει, δεν είναι παρά επί μέρους ιδιότητες αυτού του μέσου. Ο πόλεμος μιας κοινότητας - ολόκληρων λαών κι ιδίως πολιτισμένων λαών- εγείρεται πάντα από μια πολιτική κατάσταση και δεν προκύπτει παρά από ένα πολιτικό αίτιο. Να γιατί ο πόλεμος είναι πολιτική πράξη. Ωστόσο, αν ήταν μια πλήρης πράξη, που τίποτε δεν θα την εμπόδιζε, μια απόλυτη εκδήλωση βίας, όπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από την καθαρή του έννοια, ο πόλεμος θα έπαιρνε την θέση της πολιτικής από την στιγμή που θα προκαλούνταν μόνος του, θα την περιόριζε και θ' ακολουθούσε τους δικούς του νόμους, ως κάτι εντελώς ανεξάρτητο, όπως ακριβώς μια πηγή όταν αναβρύζει, δεν μπορεί πλέον ν' ακολουθήσει άλλο δρόμο από κείνον που της προσδιορίστηκε μέσω της τοποθέτησής της σ' ένα προγενέστερο σημείο. Μ' αυτόν τον τρόπο προσεγγίστηκε το ζήτημα έως τώρα, μια κι η έλλειψη αρμονίας μεταξύ της πολιτικής και της διεξαγωγής του πολέμου προκαλούσε την ανάδυση θεωρητικών διακρίσεων αυτού του είδους. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο κι αυτή η αντίληψη είναι ριζικά εσφαλμένη. Είδαμε πως στον κόσμο της πραγματικότητας ο πόλεμος δεν είναι μια τέτοια ακρότητα, η ένταση της οποίας θα μπορούσε να καταπραϋνθεί σε μια μόνη φορά. Λειτουργεί μάλλον μέσω δυνάμεων που δεν αναπτύσσονται σε κάθε περίπτωση με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση, αλλά που σε μια δεδομένη στιγμή, εγείρονται σε βαθμό επαρκή για να νικήσουν την αντίσταση την οποία τους αντιθέτουν η αδράνεια κι η διχόνοια, ενώ σε μιαν άλλη στιγμή αποδεικνύονται ανίκανες να παράγουν το παραμικρό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος λοιπόν είναι κατά κάποιον τρόπο ο ομαλός σφυγμός της βιαιότητας, λίγο ως πολύ ικανός και κατά συνέπεια λίγο ως πολύ ταχύς για να καταπρα146
ΰνει τις εντάσεις της και να εξαντλεί τις δυνάμεις της.Μ' άλλες λέξεις, οδηγεί περισσότερο ή λιγότερο στον σκοπό της, διαρκεί όμως πάντα γι' αρκετά μακρό χρονικό διάστημα, ώστε ν' ασκεί επίδραση σ' αυτόν τον σκοπό κατά την διάρκεια της εξέλιξής του, για να τον κατευθύνει υπό το ένα ή το άλλο νόημα, εν ολίγοις, αρκετά για να μένει υποταγμένος στην θέληση μιάς κατευθυντήριας διάνοιας. Αν λοιπόν έχουμε κατά νουν ότι ο πόλεμος προκύπτει από ένα πολιτικό σκοπό, είναι φυσικό αυτό το αρχικό κίνητρο, από το οποίο κατάγεται, να παραμένει η πρώτη κι ανώτερη θεώρηση που θα υπαγορεύσει την διεξαγωγή του. Ωστόσο, ο πολιτικός σκοπός δεν είναι ένεκα τούτου, ένας δεσποτικός νομοθέτης. Πρέπει να προσαρμόζεται στην φύση των ì έσων, πράγμα που συχνά θα τον τροποποιήσει. Πρέπει μολαταύτα πάντα να παραμένει στην πρώτη γραμμή των θεωρήσεών μας. Η πολιτική επίσης θα διεισδύσει σ' ολόκληρη την πολεμική πράξη και θα εξασκεί μια συνεχή επίδραση επ’ αυτής, τόσον όσο το επιτρέπει η φύση των εντός αυτής εκρηκτικών δυνάμεων.
24. - Ο πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Βλέπουμε λοιπόν πως ο πόλεμος δεν είναι απλώς μία πολιτική πράξη, αλλά είναι ένα αληθινό πολιτικό όργανο, μια συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μια πραγματοποίησή τους με άλλα μέσα. Εκείνο λοιπόν που μένει πάντα ιδιάζον στον πόλεμο προκύπτει καθαρά από την ιδιάζουσα φύση των μέσων του. Η τέχνη του πολέμου εν γένει και του στρατιωτικού ηγέτη σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, μπορεί ν' απαιτεί τον συμβιβασμό των κατευθύνσεων και των προθέσεων της πολιτικής μ' αυτά τα μέσα, απαίτηση βεβαίως μη αμελητέα. Όσον όμως ισχυρά κι αν αντιδρά στις πολιτικές προθέσεις σ' ορισμένες περιπτώσεις, αυτό πρέπει πάντα να θεωρείται μόνον ως μια μεταβολή εκείνων, επειδή η πολιτική πρόθεση είναι ο σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσον, και το μέσον ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως σκοπό.
25. - Ποικιλία των ειδών των πολέμων. Όσον επιβλητικότερα κι ισχυρότερα είναι τα κίνητρα του πολέμου, τόσο περισσότερο προσδιορίζουν ολόκληρη την 147
ύπαρξη των λαών κι όσο βιαιότερη είναι η ένταση που προϋπάρχει του πολέμου, τόσο περισσότερον ο πόλεμος θα είναι εγγύτερος προς την αφηρημένη του μορφή. Οσο πάλιν αυτός επιδιώκει περισσότερο την καταστροφή του εχθρού κι όσο περισσότερο συμπίπτουν ο στρατιωτικός στόχος κι ο πολιτικός σκοπός, τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα μοιάζει καθαρά πολεμικός και λιγότερο πολιτικός. Όσον όμως πιο αδύναμα είναι τα αίτια κι οι εντάσεις κι όσο λιγότερο η φυσική κατεύθυνση του πολεμικού στοιχείου, συγκεκριμένα η βία, συμπίπτει με την γραμμή που δίδει η πολιτική, τόσο περισσότερο θα βαθαίνει η διαφορά του πολιτικού σκοπού από τον στόχο ενός ιδεώδους πολέμου και τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα φαίνεται να γίνεται πολιτικός. Αλλά για να μην σχηματίσει ο αναγνώστης εσφαλμένες ιδέες, οφείλουμε να παρατηρήσουμε εδώ πως, όταν μιλούμε για την φυσική τάση του πολέμου, έχουμε στο νου μας μόνο την φιλοσοφική του τάση, η οποία ουσιαστικά εννοείται λογική, και με κανένα τρόπο την τάση των πράγματι ευρισκομένων σε σύγκρουση, έτσι ώστε κάποιος για παράδειγμα θα συμπεριελάì βανε σ’ αυτά τα πάθη και τις συγκινήσεις των αγωνιζομένων. Παρά ταύτα θα μπορούσαν σε κάποιες περιπτώσεις αυτά να εξαρθούν σε τέτοιο μέγεθος, ώστε θα μπορούσαν να συγκρατηθούν στην πολιτική οδό με δυσκολία. Κατά το πλείστον όμως δεν εμφανίζεται τέτοια αντίφαση, γιατι μέσω της ύπαρξης τόσο ισχυρών συγκινήσεων θα εφαρμόζονταν ένα μεγαλειώδες σχέδιο, εναρμονισμένο μαζί τους. Όπου αυτό το σχέδιο είναι διαρθρωμένο σ’ ένα μικρό σκοπό, τότε οι παρορμήσεις των συναισθηματικών δυνάμεων της μάζας είναι κι αυτές τόσο λιγοστές, ώστε αυτή η μάζα θα απαιτεί πάντα μάλλον ώθηση παρά χαλιναγώγηση.
26. – Ολοι οι πόλεμοι μπορούν να θεωρούνται ως πολιτικές πράξεις. Για να επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας, αν είναι επίσης αληθές πως σ' ένα είδος πολέμου η πολιτική μοιάζει να εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου, ενώ σ' ένα άλλο είδος προβάλλει πολύ ξεκάθαρα, τότε θα μπορούσε κανείς να ισχυρίζεται πως το ένα είδος είναι τόσο πολιτικό όσο και το άλλο. Επειδή, αν κάποιος θεωρεί την πολιτική ως την διάνοια του προσωποποιημένου κράτους, οφείλει να συμπεριλαμβάνει μέσα σ' ό148
λους τους αστερισμούς τους οποίους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπολογισμοί της κι εκείνους όπου η φύση όλων των περιστάσεων καθορίζει ένα πόλεμο του πρώτου είδους. Μόνον εφόσον κανείς δεν εννοεί την πολιτική ως την γενική εκτίμηση της κατάστασης, αλλά υπό την συμβατική της έννοια, του αντιτιθέμενου στην βία, πανούργου, επιφυλακτικού, δηλαδή παράνομου δόλου, το δεύτερο είδος του πολέμου θα εξαρτιόταν απ' αυτήν περισσότερο απ' ότι το πρώτο.
27. - Συνέπειες αυτής της γνώμης για την κατανόηση της πολεμικής ιστορίας και για τις βάσεις της θεωρίας. Βλέπουμε λοιπόν, πρώτα απ' όλα, πως υφ’ όλες τις περιστάσεις πρέπει να θεωρούμε τον πόλεμο ως πολιτικό όργανο και όχι ως κάποιο ανεξάρτητο πράγμα. Μόνον με αυτό το είδος της παρουσίασης είναι δυνατόν ν' αποφύγουμε να τεθούμε σε αντίφαση με ολόκληρη την πολεμική ιστορία. Μόνη αυτή ανοίγει το μεγάλο βιβλίο σε μια διανοητική εκτίμηση. Δεύτερον, αυτή η ίδια θεώρηση μας δείχνει πόσο διαφορετικοί θα έπρεπε να είναι οι πόλεμοι ανάλογα με την φύση των κινήτρων τους και με τις περιστάσεις που τους γεννούν. Η πρώτη λοιπόν, η μεγαλειωδέστατη, η τα πλείστα αποφασιστική πράξη κρίσης, την οποία εκτελεί ένας πολιτικός ή ένας στρατιωτικός ηγέτης, συνίσταται συνεπώς στην ακριβή εκτίμηση του είδους του πολέμου που αναλαμβάνει, να τον αναγνωρίσει υπ’ αυτήν την άποψη, ώστε να μην τον εκλάβει ως κάτι και να μην θέλει να τον καταστήσει το οποίο δεν μπορεί να είναι από την φύση των περιστάσεων. Τέτοιο είναι λοιπόν το πρώτο και το περιεκτικότατο απ' όλα τα στρατηγικά ζητήματα. Στην συνέχεια, στο κεφάλαιο το σχετικό με το πολεμικό σχέδιο θα το φέρουμε εγγύτερα σε παρατήρηση. Εδώ αρκούμαστε να έχουμε φέρει το αντικείμενο μέχρις αυτού του σημείου, και να έχουμε έτσι προσδιορίσει το κύριο σημείο της άποψης από το οποίο πρέπει να παρατηρείται ο πόλεμος κι η θεωρία του.
149
28. - Αποτέλεσμα για την θεωρία. Ο πόλεμος δεν είναι λοιπόν μόνον ένας γνήσιος χαμαιλέων, επειδή μεταβάλλει την φύση του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά είναι, ως συνολικό φαινόμενο και σε συσχετισμό με τις ενδογενείς κυριαρχούσες τάσεις του, και μια θαυμάσια τριάδα, συνιστάμενη από την αρχέγονη βιαιότητα του στοιχείου του, το μίσος και την εχθρότητα, που πρέπει να θεωρούνται ως τυφλή φυσική παρόρμηση, από το παιχνίδι των πιθανοτήτων και του τυχαίου, οι οποίες τον καθιστούν ελεύθερη ψυχική δραστηριότητα και την υποτεταγμένη φύση ενός πολιτικού εργαλείου, μέσω της οποίας ανήκει στην καθαρή νόηση. Η πρώτη απ' αυτές τις τρεις πλευρές αφορά ιδιαίτερα στον λαό, η δεύτερη στον στρατιωτικό ηγέτη και στον στρατό του κι η τρίτη περισσότερο στην κυβέρνηση. Τα πάθη, που καλούνται ν' αναφλεγούν στον πόλεμο, πρέπει να προϋπάρχουν στους λαούς. Το εύρος που θα πάρει το παίγνιο του θάρρους και του ταλέντου στην επικράτεια των πιθανοτήτων του τυχαίου, θα εξαρτηθεί από την ιδιαιτερότητα του στρατιωτικού ηγέτη και του στρατού του, αλλά οι πολιτικοί σκοποί ανήκουν μόνον στην κυβέρνηση. Αυτές οι τρεις τάσεις, που εμφανίζονται ομοίως ως πολύ διαφορετικές νομοθεσίες, είναι βαθιά ριζωμένες στην φύση του αντικειμένου και ταυτόχρονα ποικίλλων μεγεθών. Μία θεωρία που θα ήθελε να παραμερίσει μιαν απ' αυτές, ή που θα θέσπιζε μεταξύ τους μιαν αυθαίρετη σχέση, θα ερχόταν άμεσα σε τέτοιαν αντίφαση προς την πραγματικότητα, ώστε θα έπρεπε, γι' αυτόν και μόνο τον λόγο, να θεωρηθεί ως κατεστραì μένη. Το καθήκον λοιπόν είναι να συγκρατηθεί η θεωρία ανάμεσα σ’ αυτές τις τρείς τάσεις, όπως εάν αιωρείτο μεταξύ τριών σημείων έλξης. Στο βιβλίο της θεωρίας του πολέμου θέλουμε να μελετήσουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσε καταρχήν να εκπληρωθεί επαρκώς αυτό το δύσκολο καθήκον. Εν πάση περιπτώσει, ο εδώ ισχύων καθορισμός της έννοιας του πολέμου θα είναι για εμάς η πρώτη ακτίνα φωτός η οποία μπορεί να πέ150
φτει στα θεμέλια της θεωρίας, αλλά και η οποία ξεχωρίζει για πρώτη φορά τις μεγάλες μάζες και μας επιτρέπει να τις διακρίνουμε (μεταξύ τους).
151
152
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά αφότου κάναμε την γνωριμία μας με την πολυσύνθετη και ποικίλλουσα φύση του πολέμου στο προηγούμενο κεφάλαιο, θέλουμε να απασχοληθούμε για να εξετάσουμε ποιάν επιρροή έχει αυτή στον σκοπό και στα μέσα του πολέμου. Αν αναρωτηθούμε, πρώτα-πρώτα, ποιος είναι ο στόχος προς τον οποίο πρέπει να κατευθύνεται όλος ο πόλεμος, έτσι ώστε ν' αποτελεί το καλύτερο μέσον για την επίτευξη του πολιτικού του σκοπού, βρίσκουμε πως αυτός ο στόχος ποικίλλει τόσον όσο κι ο πολιτικός σκοπός κι’ οι ιδιαίτερες συγκυρίες του πολέμου. Εάν στην συνέχεια παραμείνουμε για μιαν ακόμη φορά στην καθαρή έννοια του πολέμου, τότε πρέπει να πούμε ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο πολιτικός σκοπός του πολέμου βρίσκεται έξω από το πεδίο (του πολέμου). Επειδή ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας προορισμένη να εξαναγκάσει τον εχθρό στην εκπλήρωση της θέλησής μας, τότε τα πάντα θα εξαρτώνταν πάντοτε αποκλειστικά και μόνον από το γεγονός της καταβολής του εχθρού, δηλαδή το να καταστεί ανυπεράσπιστος. Αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ο οποίος απορρέει από την έννοια, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα συνδέεται συνάμα εγγύτατα με έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, θα εξετάσουμε πρωτίστως σ’ αυτήν την πραγματικότητα. Στην συνέχεια θα εξετάσουμε εγγύτερα στο πολεμικό σχέδιο, τί σημαίνει να καθιστάς ανυπεράσπιστο ένα κράτος. Ωστόσον πρέπει να διακρίνουμε αμέσως ανάμεσα σε τρία πράγματα που, ως συνολικό θέμα, περιλαμβάνουν όλα τα υπόλοιπα. Είναι: η ένοπλη δύναμη, το έδαφος και η θέληση του εχθρού. Πρέπει να καταστρέψουμε την ένοπλη δύναμη. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να τεθεί σε τέτοιες συνθήκες, ώστε να μην δύναται πλέον να εξακολουθήσει τον αγώ153
να. Ας διευκρινίσουμε μ' αυτήν την ευκαιρία ότι στο εξής η έκφραση «καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης» δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή παρά υπ' αυτό το νόημα. Πρέπει να κατακτήσουμε το έδαφος, γιατί σ' αυτό θα μπορούσε να συγκροτηθεί μια νέα ένοπλη δύναμη. Ακόμη κι αν γίνουν αυτά τα δυο πράγματα, αυτό δεν σημαίνει την παύση του πολέμου, της εχθρικής δηλαδή έντασης και της έντασης των εχθρικών δυνάμεων, όσο δεν έχει καταπνιγεί εξίσου κι η θέληση του εχθρού, όσο δηλαδή η κυβέρνηση κι οι σύμμαχοί του δεν είναι αποφασισμένοι να υπογράψουν την ειρήνη ή ο λαός του να υποταχθεί. Γιατί ακόμη κι αν καταλάβει κανείς ολόκληρη την χώρα, ο αγώνας μπορεί να επανεγερθεί στο εσωτερικό, ή από την πλευρά των συμμάχων. Αυτό μπορεί βέβαια να γίνει και μετά την σύναψη της ειρήνης, θ' αποδείκνυε όμως μόνον ότι υπάρχουν πόλεμοι οι οποίοι δεν επιδέχονται πλήρη έκβαση και ρύθμιση. Ακόμη και σ' αυτήν την περίπτωση, η ειρηνική κατάληξη εξαλείφει πάντα καθαυτή έναν αριθμό σπινθήρων που θα μπορούσαν να συνεχίζουν να καίνε κρυφά και οι εντάσεις καταπραΰνονται, γιατι εκείνοι που κλίνουν προς την ειρήνη –των οποίων υφίσταται πάντα ένας μεγάλος αριθμός σε κάθε λαό και σε όλες τις περιστάσεις- αποστρέφονται ολότελα κάθε κατεύθυνση της αντίστασης. Όπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει πάντοτε κανείς ν' αναγνωρίζει πως με την ειρήνη ο σκοπός επετεύχθη και οι πολεμικές υποθέσεις έλαβαν τέλος. Από το καθένα των τριών αντικειμένων η ένοπλη δύναμη είναι προορισμένη να υπερασπίσει την χώρα. Ετσι είναι λοιπόν η φυσική τάξη, οπότε αυτή πρώτα να καταστραφεί, ύστερα να κατακτηθεί το έδαφος, στην συνέχεια αυτών των δυο επιτυχιών κι ανάλογα με τις δυνάμεις που θα διαθέτουμε ακόμη εκείνη τη στιγμή, ο εχθρός θα είναι τότε αναγκασμένος να υπογράψει την ειρήνη. Η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης διενεργείται βαθμιαία, προκαλώντας άμεσα και μ' έναν αντίστοιχο ρυθμό την κατάκτηση του εδάφους. Εν γένει, αυτά τα δυο πράγματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, καθώς η απώλεια των επαρχιών έρχεται ν' αυξήσει την αποδυνάμωση των ενόπλων δυνάμεων. Αυτή όμως η διάταξη δεν επιβάλλεται με κανέναν τρόπο, επιπλέον, δεν παράγεται πάντοτε. Πριν ακόμη να έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, η εχθρική δύναμη μπορεί ν' αποχωρήσει στο άλλο άκρο της χώρας, ή 154
ακόμη σε ολότελα ξένο έδαφος. Σ' αυτήν την περίπτωση, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ή ακόμη κι’ ολόκληρη η χώρα, θα έχει κατακτηθεί. Ωστόσον, αυτός ο σκοπός του αφηρημένου πολέμου, αυτό το τελικό μέσο για την επίτευξη του πολιτικού σκοπού, όπου πρέπει να περιλαì βάνονται όλα τ' άλλα, δηλαδή το να καταστεί ανυπεράσπιστος ο εχθρός, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί με κανέναν τρόπο και δεν είναι αναγκαίος όρος για την ειρήνη. Επομένως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να εγερθεί ως νόμος στην θεωρία. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα συνθηκών ειρήνης, που υπογράφτηκαν πριν το ένα ή το άλλο μέρος μπορέσει να θεωρηθεί ως ανυπεράσπιστο, πριν ακόμη ν' αλλοιωθεί σημαντικά η ισορροπία. Ακόμη καλύτερα, όταν εξετάζουμε τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία, όπου η καταβολή του αντιπάλου δεν ανταποκρίνεται παρά σ' ένα μάταιο παιχνίδι των φαντασιών, κι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο αντίπαλος διαθέτει μιαν αναμφισβήτητη υπεροχή. Ο λόγος για τον οποίον ο σκοπός του πολέμου, ελαττούμενος σε σχέση με την έννοιά του, δεν εφαρμόζεται πάντοτε στον πραγματικό πόλεμο, στηρίζεται στην διαφορά ì εταξύ του ενός και του άλλου, με την οποία ήδη ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Σύì φωνα με την καθαρή του έννοια, ένας πόλεμος μεταξύ κρατών, οι δυνάμεις των οποίων παρουσιάζουν σημαντικήν ανισότητα, θα μπορούσε να φανεί ως παραλογισμός, συνεπώς ως κάτι το αδύνατο. Η ανισότητα των φυσικών δυνάμεων δεν θα επιτρεπόταν να είναι κατά το πλείστον υψηλότερη απ’ όσο θα μπορούσε ν' αντισταθμιστεί από τις ηθικές δυνάμεις, πράγμα το οποίο στις κοινωνικές συνθήκες της σημερινής Ευρώπης, δεν θα μπορούσε να πάει πολύ μακριά. Αν υπήρξαν πόλεμοι μεταξύ κρατών πολύ άνισης ισχύος, είναι γιατι στην πραγματικότητα ο πόλεμος είναι συχνά πολύ απομακρυσμένος από την πρωταρχική του έννοια. Υπάρχουν δύο πράγματα που μπορούν, στην πραγματικότητα, ν' αντικαταστήσουν την αδυναμία αντίστασης και να προσφέρουν κίνητρο για την ειρήνη. Το πρώτο είναι η απιθανότητα επιτυχίας, το δεύτερο το πολύ μεγάλο τίμημά της. 155
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο πόλεμος στο σύνολό του οφείλει ν' απελευθερώνεται από τον αυστηρό νόμο της εσωτερικής αναγκαιότητας και να επανατοποθετείται σ' έναν υπολογισμό των πιθανοτήτων. Όσο περισσότερο συμμορφώνεται προς τον υπολογισμό αυτόν, ακολουθώντας τις περιστάσεις που τον γέννησαν, τόσο περισσότερο αληθεύει ότι τα υπάρχοντα αίτια κι οι υπάρχουσες εντάσεις γίνονται όλο και πιο αδύναμα. Μιας και τα πράγματα είναι έτσι, μπορούμε κάλλιστα να καταλάβουμε πως αυτός ο ίδιος ο υπολογισμός των πιθανοτήτων θα μπορούσε ν' αποτελέσει κίνητρο για την ειρήνη. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητο ν' αγωνίζεται πάντα κανείς μέχρι του σημείου κατά το οποίο το ένα από τα μέρη θα έχει εξουδετερωθεί, και μπορούμε να φανταστούμε μια κατάσταση όπου τα κίνητρα κι οι εντάσεις θα είναι τόσο αδύναμα, ώστε κι η παραμικρή μόλις και μετά βίας αντιληπτή πιθανότητα μπορεί ν' αρκέσει για ν' αποφασίσει το μέρος εκείνο, στο οποίο θα ήταν δυσμενές το να υποκύψει. Αν όμως το άλλο είναι εκ των προτέρων πεπεισμένο, είναι φυσικό να εντείνει όλες του τις προσπάθειες για να κάνει αυτήν την πιθανότητα να υπερισχύσει, μέσω της οδού της ολοκληρωτικής ήττας του εχθρού, χωρίς καν να επιδιώξει έναν ελιγμό. Ακόμη γενικότερα επιδρά στην απόφαση της σύναψης της ειρήνης, η εκτίμηση της κατανάλωσης δυνάμεων που έγινε ήδη κι εκείνης που απομένει να γίνει. Επειδή ο πόλεμος δεν είναι μια πράξη τυφλού πάθους, αλλά μια πράξη η οποία κυριαρχείται από ένα πολιτικό σκοπό, έτσι πρέπει η αξία αυτού του σκοπού να καθορίσει το μέγεθος των αναγκαίων για την πραγματοποίησή του θυσιών. Αυτό ισχύει τόσο για την έκταση των θυσιών όσο και για την διάρκειά τους. Από την στιγμή που η κατανάλωση δυνάμεων γίνεται τόσο μεγάλη ώστε δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αξία του πολιτικού σκοπού, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί αυτός ο σκοπός και γι’ αυτό ν’ ακολουθήσει η ειρήνη. Βλέπει λοιπόν κανείς πως στους πολέμους, κατά τους οποίους το ένα από τα μέρη δεν μπορεί να καταστήσει το άλλο ολοκληρωτικά ανυπεράσπιστο, τα κίνητρα για την ειρήνη θα εγείρονται και θα εξασφαλίζονται και στα δυο μέρη, σε συνάρτηση προς την πιθανότητα των μελλοντικών επιτυχιών και της αναγκαίας κατανάλωσης δυνάμεων. Αν αυτά τα κίνητρα ήταν ισοδύναμα κι από τις δυο πλευρές, θα συνέκλιναν 156
προς το κέντρο των πολιτικών τους διαφορών. Την δύναμη που θα προσπορίζονταν από την μια πλευρά θα την έχαναν από την άλλη. Όσο το προστιθέμενο άθροισμα είναι επαρκές, η ειρήνη θα είναι εξασφαλισμένη και φυσικά προς όφελος του μέρους για το οποίο τα κίνητρα για την ειρήνη είναι τα πλέον αδύναμα. Σκοπίμως εδώ θα ξεπεράσουμε την διαφορά που γεννά στην δράση ο θετικός ή ο αρνητικός χαρακτήρας του πολιτικού σκοπού. Ακόμη κι αν αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, όπως θα δείξουμε στην συνέχεια, πρέπει ν' αρκεστούμε εδώ σε μια γενικότερη θέαση, γιατι οι αρχικές πολιτικές προθέσεις τροποποιούνται πολύ κατά την διάρκεια του πολέμου, και μπορούν στο τέλος να γίνουν εντελώς διαφορετικές, ακριβώς επειδή εν μέρει θα καθορίζονται από την επιτυχία κι από τα πιθανά αποτελέσματα. Πώς μπορεί κανείς να επιδράσει πάνω στην πιθανότητα της επιτυχίας; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται τώρα. Κατ’ αρχήν φυσικά με τα ίδια αντικείμενα μ' εκείνα που χρησιμεύουν στην νίκη επί του εχθρού, την καταστροφή δηλαδή των ενόπλων του δυνάμεων και την κατάκτηση των επαρχιών του, έστω κι αν ούτε το ένα ούτε το άλλο απ' αυτά δεν θα ήταν ακριβώς το ίδιο, όταν υπηρετούσε τον κάθε σκοπό. Όταν επιτιθέμαστε στις στις εχθρικές ένοπλες αυτό είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από το αν έχουμε την πρόθεση να κάνουμε ώστε το πρώτο πλήγμα να το ακολουθήσει μια ολόκληρη σειρά πληγμάτων έως ότου να καταστραφούν τα πάντα, ή με το αν εννοούμε ν' αρκεστούμε σε μια μόνη νίκη, προορισμένη να συντρίψει το αίσθημα ασφάλειας του εχθρού, να τον κάνει να αισθανθεί την ανωτερότητά μας και να του εμπνεύσει ανησυχίες για το μέλλον. Αν τέτοια είναι η πρόθεσή μας, το τίμημα που θα καταβάλουμε για την καταστροφή των ενόπλων του δυνάμεων δεν θα υπερβεί αυτήν την ανάγκη. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν η κατάκτηση των εχθρικών επαρχιών δεν αποβλέπει στην ήττα του εχθρού, θα πραγματοποιηθεί σ' ένα εντελώς διαφορετικό μέτρο. Αν αυτή η ήττα δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε ν' αποκτήσουμε, η πραγματικά επαρκής πράξη θα είναι η καταστροφή των πόρων του κι η κατάκτηση των επαρχιών δεν θα είναι παρά η συνέπειά της. Αυτή η κατάκτηση πραγματοποιούμενη πριν να τραπούν σε φυγή οι εχθρικές δυνάμεις, δεν θα είναι ποτέ παρά ένα αναγκαίο κακό. Αν αντίθετα δεν έχουμε την πρόθεση να νικήσουμε τις εχθρικές δυνάμεις, κι αν είμαστε πεπεισμένοι ότι ούτε ο 157
εχθρός επιδιώκει κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα φοβάται την αιματηρή απόφαση, η πρόσκτηση μιας επαρχίας, η αντίσταση της οποίας είναι αδύναμη ή μηδαμινή, αποτελεί καθαυτή ένα πλεονέκτημα που, αν και αρκεί για να εμπνεύσει στον εχθρό φόβους όσον αφορά στην γενική έκβαση, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα συντομότερο μονοπάτι προς την ειρήνη. Φθάνουμε τώρα σ' ένα άλλο μέσο, το οποίο επιδρά ιδιαίτερα επάνω στην πιθανότητα της επιτυχίας, δίχως να καταστρέψουμε την εχθρική ένοπλη δύναμη, στις ενέργειες δηλαδή οι οποίες έχουν άμεση πολιτική σχέση. Αν μπορούμε να εκτελέσουμε ενέργειες εξαιρετικά κατάλληλες να διαλύσουν τις συμμαχίες του αντιπάλου ή να τις κάνουν ανενεργές, να δημιουργήσουν για μας νέους συμμάχους, να προκαλέσουν πολιτικές δραστηριότητες επωφελέστατα για μας και ούτω καθ' εξής, αντιλαμβανόμαστε εύκολα πόσο μπορούν αυτά τα μέσα ν' αυξήσουν την δυνατότητα επιτυχίας και να μας οδηγήσουν στον σκοπό πολύ γρηγορότερα απ' όσο η ήττα των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού. Το δεύτερο ζήτημα είναι να μάθουμε ποια είναι τα μέσα για να επιδράσουμε στην ανάλωση των εχθρικών δυνάμεων, δηλαδή στην επαύξηση του τιμήματος (της επιτυχίας) τους. Η ανάλωση των εχθρικών δυνάμεων συνίσταται στην φθορά των δυνάμεων του εχθρού, κατά συνέπεια στην καταστροφή την οποία θα τον κάνουμε να υποστεί και στην απώλεια των επαρχιών του, κατά συνέπεια στην κατάκτησή τους από εμάς. Αυτό αποδεικνύει πως στους πολέμους, κατά τους οποίους το ένα από τα μέρη είναι ανίσχυρο για ν' αφοπλίσει ολοκληρωτικά το άλλο, τα κίνητρα για την ειρήνη θα εγείρονται και θα εξασφαλίζονται και στα δυο μέρη σε συνάρτηση προς την πιθανότητα των μελλοντικών επιτυχιών και της αναγκαίας ανάλωσης δυνάμεων. Αν αυτά τα κίνητρα ήταν ισοδύναμα κι από τις δυο πλευρές, θα συνέκλιναν προς το κέντρο των πολιτικών τους διαφορών. Την δύναμη που θα προσπορίζονταν από την μια πλευρά θα την έχαναν από την άλλη. Όσο το προστιθέμενο άθροισμα είναι επαρκές, η ειρήνη θα είναι
158
εξασφαλισμένη και φυσικά προς όφελος του στρατοπέδου για το οποίο τα κίνητρα για την ειρήνη είναι τα πιο άτονα. Για την ώρα, δε θα κάνουμε καμιά νύξη για τη διαφορά που γεννά στην πρακτική ο θετικός ή ο αρνητικός χαρακτήρας του πολιτικού σχεδίου. Ακόμη κι αν αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, πρέπει ν' αρκεστούμε εδώ σε μια γενικότερη θέαση, γιατι οι αρχικές πολιτικές προθέσεις τροποποιούνται πολύ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και μπορούν στο τέλος να γίνουν εντελώς διαφορετικές, ακριβώς επειδή εν μέρει καθορίζονται από την επιτυχία κι από τα πιθανά αποτελέσματα. Μετά από μια βαθύτερη εξέταση, θα μας φανεί προφανές πως η σημασία των δυο αυτών στόχων ποικίλλει, πως οι ενέργειες που υποδεικνύουν διαφέρουν σε χαρακτήρα συναρτήσει του στόχου προς τον οποίον αποβλέπουν. Το ότι οι διαφορές θα είναι ελαφρές δεν πρέπει να μας παραπλανεί, γιατι στην πραγματικότητα, όταν τα κίνητρα είναι άτονα, κι η παραμικρή παραλλαγή αρκεί συχνά για να μας κάνει να υιοθετούμε μάλλον έναν τρόπο εφαρμογής παρά κάποιον άλλο. Για την ώρα μας ενδιαφέρει μόνον να δείξουμε ότι, σ' ορισμένες συνθήκες υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίτευξης του σκοπού, που δεν συνιστούν ούτε εσωτερική αντίφαση ούτε παραλογισμό, ούτε ακόμη και σφάλμα. Πέρα απ' αυτά τα δυο μέσα, υπάρχουν κι άλλοι τρεις τρόποι αύξησης της ανάλωσης των εχθρικών δυνάμεων. Ο πρώτος είναι η εισβολή, δηλαδή η κατάληψη εχθρικών εδαφών, όχι με την πρόθεση να διατηρηθούν, αλλά για να τους επιβληθούν δασμοί ή ακόμη και για να λεηλατηθούν. Εδώ ο άμεσος αντικειμενικός στόχος δεν συνίσταται στην κατάκτηση του εχθρικού εδάφους ούτε στην καταστροφή της ένοπλης δύναμης, αλλά αποβλέπει απλώς στην πρόκληση μιας γενικής βλάβης. Ο δεύτερος τρόπος συνίσταται στην επιβουλή κατά προτίμηση των τρωτών σημείων του εχθρού, έτσι ώστε αυτός να ζημιωθεί όσο το δυνατό περισσότερο. Τίποτε δεν είναι ευκολότερο, ως προς την κατανόηση, από δυο διαφορετικές κατευθύνσεις των προσπαθειών μας, από τους οποίες η πρώτη είναι εμφανέστατα η καλύτερη, όταν πρόκειται για τη νίκη επί του εχθρού, ενώ η δεύτερη είναι ο πιο πλεονεκτική, όταν δεν υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρχει ζήτημα νίκης επ' αυτού. Με την τρέχουσα γλώσσα, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πρώτος είναι ο πιο στρατιωτικός δρόμος, ο δεύτερος ο 159
πιο πολιτικός. Από την υψηλότερη όμως οπτική γωνία, και οι δυο είναι εξίσου στρατιωτικοί κι ο καθένας τους δεν εφαρμόζεται στο σκοπό παρά με τον όρο ν' ανταποκρίνεται στη δεδομένη κατάσταση. Ο τρίτος δρόμος, εμφανέστατα ο σημαντικότερος, εξαιτίας του αριθμού των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται, συνίσταται στην κόπωση του εχθρού. Δεν επιλέγουμε αυτή την έκφραση για να προσφέρουμε μόνον ένα λεκτικό καθορισμό, αλλά γιατι προσδιορίζει επακριβώς το πράγμα, αλλά και γιατι είναι λιγότερο εικονική απ' όσο εμφανίζεται στην πρώτη προσέγγιση. Η ιδέα της βλάβης μέσω ενός αγώνα έγκειται στην διάρκεια της δράσης και στην προκληθείσα εξάντληση των φυσικών δυνάμεων και της θέλησης. Εάν όμως θέλουμε να καταβάλλουμε τον εχθρό στην διάρκεια του αγώνα, τότε πρέπει ν' αρκεστούμε σ' όσο το δυνατόν μικρότερους σκοπούς, γιατι έγκειται στην ίδια την φύση του ζητήματος, ότι ένας μεγαλύτερος σκοπός απαιτεί μεγαλύτερη ανάλωση δυνάμεων απ' όση ένας μικρότερος. Ο ελάχιστος όμως σκοπός που είναι δυνατόν να θέσουμε στους εαυτούς μας, είναι η καθαρή αντίσταση, δηλαδή ένας αγώνας χωρίς θετική πρόθεση. Ωστόσον σ' αυτήν την περίπτωση τα μέσα μας αποκτούν την μεγίστη σχετική τους αξία κι’ επίσης το αποτέλεσμα θα είναι κατά το πλείστον εξασφαλισμένο. Μέχρι πού μπορεί να πάει όμως αυτός η αρνητικότητα (ο αρνητικός τρόπος ενεργείας); Πρόδηλα όχι μέχρι την απόλυτη παθητικότητα, γιατι μιά καθαρή καρτερικότητα δεν θα ήταν πλέον κανένας αγώνας. Η αντίσταση όμως είναι μια δραστηριότητα, και μέσω αυτής πρέπει να καταστραφούν τόσες πολλές από τις δυνάμεις του εχθρού, ώστε να πρέπει να παραιτηθεί από την πρόθεσή του. Μόνον αυτό επιζητούμε από καθεμιά ξεχωριστή πράξη μας και σ’ αυτό συνίσταται η αρνητική φύση της πρόθεσής μας. Αναντίρρητα, σε μια μοναδική πράξη της αυτή η αρνητική πρόθεση δεν είναι τόσο δραστική, όσο θα ήταν μια θετική στην ίδια κατεύθυνση, με την παραδοχή ότι θα ήταν επιτυχής. Αλλά εκεί έγκειται η διαφορά υπέρ της, στο ότι επιτυγχάνει ευκολότερα, οπότε προσφέρει περισσότερη βεβαιότητα (επιτυχίας). Στην πραγματικότητα, αυτό που λείπει τώρα σε μια μοναδική πράξη της, πρέπει πάλι να κερδηθεί με τον καιρό, δηλαδή μέσω της διάρκειας του αγώνα. Και γι’ αυτό, αυτή η αρνητική πρόθεση, η οποία συνιστά την αρχή της καθαρής αντίστασης, είναι επίσης το φυσικό μέσον της καταβολής του 160
αντιπάλου στην διάρκεια του αγώνα, δηλαδή της κόπωσής του. Εδώ έγκειται η καταγωγή της κυρίαρχης, σ’ όλο το πεδίο του πολέμου, διαφοράς μεταξύ επίθεσης και άμυνας. Δεν μπορούμε ωστόσο να ακολουθήσουμε περισσότερο αυτόν το δρόμο, οπότε ας αρκεστούμε να ειπούμε πως απ' αυτήν την ίδια την αρνητική πρόθεση προέρχονται όλα τα πλεονεκτήματα κι επίσης όλες οι ισχυρές μορφές του αγώνα, οι οποίες την υποστηρίζουν και στην οποία καθαυτήν επαληθεύεται κατά συνέπεια αυτός ο φιλοσοφικό -δυναμικός νόμος, που υφίσταται μεταξύ του μεγέθους και της βεβαιότητας της επιτυχίας. Θα εξετάσουμε όλα αυτά στην συνέχεια. Δεδομένης λοιπόν της αρνητικής πρόθεσης, δηλαδή της συνένωσης όλων των μέσων για μια καθαρή αντίσταση, θα υπάρχει έτσι μια υπεροχή στον αγώνα, κι αν αυτή είναι αρκετά μεγάλη για να εξισώσει την ενδεχόμενη υπεροχή του εχθρού, τότε η απλή διάρκεια του αγώνα αρκεί, για να οδηγήσει σιγά-σιγά την ανάλωση των δυνάμεων του εχθρού έως το σημείο, στο οποίο ο πολιτικός σκοπός δεν θα μπορεί πλέον να κρατήσει την ισοδυναμία, συνεπώς θα πρέπει να παραδοθεί. Βλέπει λοιπόν κανείς πως αυτός ο δρόμος, η κόπωση του εχθρού, περιέχει πολλές περιπτώσεις όπου ο αδύναμος θέλει ν' αντισταθεί στον ισχυρότερο. Κατά τον Επταετή Πόλεμο, ποτέ ο Μέγας Φρειδερίκος δεν θα ήταν ικανός να κατανικήσει την αυστριακή μοναρχία, κι αν είχε επιδιώξει να το πράξει με τον τρόπο ενός Καρόλου 12ου, θα είχε ασφαλώς καταπέσει. Όταν όμως η ολότελα επιδέξια χρήση μιάς σοφής οικονομίας των δυνάμεων έδειξε στις ενωμένες εναντίον του δυνάμεις, σε διαδρομή επτά ετών, ότι η ανάλωση των δυνάμεών τους υπερέβαινε κατά πολύ τις προβλέψεις τους, (οι ενωμένες εναντίον του δυνάμεις αυτές), απεφάσισαν την ειρήνη. Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι στον πόλεμο υπάρχουν πολλοί δρόμοι για τον στόχο, πως δεν προκαλούν κατ' ανάγκην όλοι την άτακτη φυγή του εχθρού, πως η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης, η κατάκτηση των επαρχιών του, η απλή κατοχή τους, η καθαρή εισβολή σ' αυτές, επιχειρήσεις που αποβλέπουν άμεσα στις πολιτικές σχέσεις και τέλος η παθητική αναμονή της εχθρικής εφόδου, είναι όλα μέσα, το καθένα από τα οποία μπορεί να 161
χρησιμεύσει για να υποταγεί η θέληση του εχθρού. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε ειδικής περίπτωσης θα μας προτρέψουν να υπολογίσουμε μάλλον στο μεν παρά στο δε. Σ' όλα αυτά τα μέσα μπορούμε να προσθέσουμε μια σειρά άλλων, ικανών να συντομεύσουν το δρόμο που οδηγεί στον σκοπό, και που θα μπορούσαν να ονομαστούν επιχειρήματα ad hominem. Υπάρχει άραγε ένα οποιοδήποτε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, στο οποίο να μην εμφανίζεται μια ξεχωριστή προσωπικότητα, που ν' αψηφά όλες τις υλικές συνθήκες ; Είναι στον πόλεμο βέβαια που αυτές λείπουν λιγότερο και που η προσωπικότητα του αγωνιστή κατέχει μια τόσο ευρεία θέση, από το Υπουργείο ως το πεδίο (της μάχης). Περιοριζόμαστε στην υπόδειξη του πράγματος, επειδή το να επιχειρήσουμε την κατάταξή τους θα ήταν μια σχολαστικότητα. Επ' αυτού όμως μπορούμε να πούμε πως ο αριθμός των δυνατών δρόμων προς τον στόχο, είναι ατελείωτος. Για να μην υποτιμήσουμε την αξία αυτών των διαφόρων συντομότερων δρόμων, είτε θεωρώντας τους ως σπάνιες εξαιρέσεις, είτε πιστεύοντας πως δεν προκαλούν παρά μιαν ασήμαντη διαφορά στην διεξαγωγή του πολέμου, αρκεί να φέρουμε στον νου μας την πολυποικιλότητα των πολιτικών λόγων που μπορούν να προκαλέσουν έναν πόλεμο ή ν' αναμετρήσουμε με μια ματιά την απόσταση που χωρίζει τον πόλεμο εξόντωσης για την πολιτική ύπαρξη από έναν (άλλον) πόλεμο, τον οποίο μια αναγκαστική ή ετοιμόρροπη συμμαχία καταντά δυσάρεστο καθήκον. Μεταξύ των δυο, υπάρχουν στην πρακτική αναρίθμητες βαθμίδες. Αν η θεωρία απορρίπτει έστω και μιαν απ' αυτές τις βαθμίδες, μπορεί κανείς με το ίδιο δικαίωμα να τις απορρίψει όλες, δηλαδή να πάψει να βλέπει τον πραγματικό κόσμο. Τέτοια είναι τα ζητήματα τα σχετικά με τον στόχο που πρέπει να επιτύχει κανείς με τον πόλεμο. Ας έρθουμε τώρα στα μέσα. Δεν υπάρχει παρά μόνον ένα: ο αγώνας. Όσο κι αν ποικίλλουν οι μορφές του, όσο κι αν θα ήθελε να απομακρυνθεί από την άγρια εκδήλωση μίσους και εχθρότητας στην πυγμαχία, όποιος κι αν είναι ο αριθμός των πραγμάτων που εμπλέκονται σ' αυτόν, τα οποία αφ’ εαυτών δεν είναι αγώνας, πάντοτε έγκειται στην αντίληψη του πολέμου πως όλα τα επακόλουθα που εκδηλώνονται σ' αυτόν πρέπει ν’ απορρέουν από τον αγώνα από την καταβολή τους . 162
Θ' αποδείξουμε μ' ένα πολύ απλό τρόπο πως έτσι συμβαίνει πάντα, ακόμη και στην περιπλοκή και στην μέγιστη πολυποικιλότητα της πραγματικότητας. Όλα που συμβαίνουν στον πόλεμο συμβαίνουν με τις ένοπλες δυνάμεις όταν όμως καταφεύγει κανείς στην ένοπλη δύναμη, δηλαδή σε οπλισμένους άνδρες, αναγκαστικά στην βάση των πάντων βρίσκεται η ιδέα του αγώνα. Κατά συνέπεια, οτιδήποτε σχετίζεται με τις ένοπλες δυνάμεις, καθετί δηλαδή που υπεισέρχεται στην δημιουργία, διατήρηση και χρησιμοποίησή τους, ανήκει στην πολεμική δραστηριότητα. Η δημιουργία κι η διατήρηση δεν είναι προφανώς παρά τα μέσα, ενώ η χρησιμοποίηση είναι ο σκοπός. Ο αγώνας στον πόλεμο δεν είναι ο αγώνας ενός μοναδικού ατόμου εναντίον ενός άλλου μοναδικού ατόμου, είναι ένα οργανωμένο όλο, που συντίθεται από πολυάριθμα μέρη. Σ' αυτό το ευρύ όλο διακρίνουμε δυο ειδών ενότητες: η μια προσδιορίζεται από το υποκείμενο, η άλλη από το αντικείμενο. Σ' έναν στρατό, οι πραγματικά μαχόμενοι διαμορφώνουν πάντα νέες ενότητες, οι οποιες με την σειρά τους, αποτελούν τα μέλη μιας ανώτερης τάξης. Επομένως ο αγώνας του καθενός απ' αυτά τα μέλη αποτελεί εξ ίσου μιαν ενότητα, περισσότερο ή λιγότερο διακεκριμένη. Επιπλέον, ο σκοπός του αγώνα και κατά συνέπεια το αντικείμενό του, συνιστούν καθαυτά μιαν ενότητα. Σε καθεμιά όμως απ' αυτές τις ενότητες, που διακρίνουμε μέσα στον αγώνα, δίνουμε το όνομα της μάχης. Αν η ιδέα του αγώνα βρίσκεται στη βάση κάθε χρησιμοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, η χρησιμοποίηση της ένοπλης δύναμης εν γένει δεν είναι τίποτε άλλο από την απόφαση και την οργάνωση ενός ορισμένου αριθμού μαχών. Συνεπώς κάθε πολεμική δραστηριότητα συσχετίζεται αναγκαστικά, άμεσα ή έμμεσα τρόπο, με την μάχη. Ο στρατιώτης στρατολογείται, ντύνεται, οπλίζεται, εκπαιδεύεται, κοιμάται, τρώει, πίνει και βαδίζει μόνον για να πολεμήσει στην κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο τόπο. 163
Κατά συνέπεια, αν όλα τα νήματα της πολεμικής δραστηριότητας καταλήγουν στην μάχη, θα τ' αδράξουμε όλα προβαίνοντας στην προετοιμασία των μαχών. Μόνες αυτές οι προετοιμασίες κι η εκτέλεσή τους καθορίζουν τα επακόλουθα, ποτέ αυτά τα επακόλουθα δεν προκύπτουν από άμεσες προϋπάρχουσες συνθήκες. Στην μάχη όμως, κάθε δραστηριότητα κατευθύνεται στην καταστροφή του εχθρού, ή μάλλον των ενόπλων δυνάμεών του, γιατι αυτό έγκειται στην έννοια της (της μάχης). Πάντοτε λοιπόν, η εκμηδένιση της εχθρικής ένοπλης δύναμης είναι το μέσον για να επιτύχουμε τον σκοπό της μάχης. Αυτός ο σκοπός μπορεί επίσης να συνίσταται στην απλή καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού, αν κι αυτό δεν είναι καθόλου απαραίτητο κι αυτός ο σκοπός μπορεί να είναι τελείως διαφορετικός. Κάθε φορά που η καταστροφή του εχθρού δεν είναι το μόνο μέσο επίτευξης του πολιτικού σκοπού, όπως δείξαμε, κάθε φορά που ο σκοπός του διεξαγόμενου πολέμου αντιπροσωπεύεται από κάτι άλλο, είναι αυτονόητο πως αυτά τα πράγματα διακυβεύουν τις επιμέρους δράσεις, και κατά συνέπεια διακυβεύουν την μάχη. Ωστόσο, ακόμη κι οι μάχες, οι οποίες ως υποταγμένες πράξεις, είναι αυστηρά αφιερωμένες στην καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού, δεν έχουν κατ' ανάγκη ως άμεσο σκοπό την εξόντωση αυτών των δυνάμεων. Όταν κανείς σκέπτεται την περίπλοκη οργάνωση μιας μεγάλης ένοπλης δύναμης, την ποσότητα των λεπτομερειών που κινητοποιούνται κατά την διάρκεια της δράσης, καταλαβαίνουμε πως και ο αγώνας μιας τέτοιας δύναμης προϋποθέτει περίπλοκη οργάνωση και σύνθεση, ορισμένα μέρη της οποίας είναι υποταγμένα σε άλλα. Στο ένα ή στο άλλο μέρος μπορούν και πρέπει ν' αναδύονται ένα πλήθος σκοπών, οι οποίοι, καθαυτοί, αν και συμβάλλουν βέβαια σ' αυτή την καταστροφή, δεν το κάνουν ωστόσο παρά έμμεσα. Για παράδειγμα, αν ένα Τάγμα διαταχθεί να εκδιώξει τον εχθρό από έναν λόφο ή από μια γέφυρα, η κατάληψη αυτής της θέσης είναι γενικά ο πραγματικός σκοπός , ενώ η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων δεν είναι εδώ παρά το μέσον, ή το επικουρικό ζήτημα. Αν αρκεί μια απλή επίδειξη για την εκδίωξη του εχθρού, ο σκοπός επιτυγχάνεται εξίσου καλά, αλλά κατά γενικό κανόνα 164
αυτός ο λόφος ή αυτή η γέφυρα δε θα καταληφθούν παρά για να προκαλέσουν περισσότερες απώλειες στις ένοπλες δυνάμεις του εχθρού. Αν αυτό συμβαίνει στο πεδίο της μάχης, ακόμη περισσότερο συμβαίνει στο σύνολο του θεάτρου πολέμου, όπου δεν πρόκειται μόνο για έναν στρατό που αντιτίθεται σ' έναν άλλο, αλλά γι' ένα αντιτιθέμενο κράτος, λαό, χώρα. Θα πρέπει λοιπόν να πολλαπλασιαστεί κατά πολύ ο αριθμός των σχέσεων και κατά συνέπεια των δυνατών συνδυασμών, ν' αυξηθεί η ποικιλότητα των διευθετήσεων, ακολουθώντας την διαβάθμιση των σκοπών, ο καθένας από τους οποίους είναι υποταγμένος στον άλλο, το αρχικό μέσον θ' απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τον ύστατο σκοπό. Για πολλούς λόγους είναι λοιπόν δυνατόν μια μάχη να μην έχει ως σκοπό την καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων, δηλαδή των δυνάμεων που αντιμετωπίζουμε, κι αυτή η καταστροφή να εμφανίζεται μόνον ως μέσον. Σ' όλες τις περιπτώσεις η πραγματοποίηση αυτής της καταστροφής δεν έχει πλέον σημασία, επειδή η μάχη δεν είναι τότε πλέον παρά επίδειξη δύναμης. Δεν έχει καμιά αξία καθαυτή, αλλά μόνον εκείνη που μετράται στ' αποτελέσματα, δηλαδή στην έκβασή της. Σε περιπτώσεις όμως όπου οι δυνάμεις είναι πολύ άνισες, μια μέτρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με μιαν απλή δήλωση. Σ' αυτήν την περίπτωση δεν θα διενεργηθεί η μάχη, κι η πλέον αδύναμη πλευρά θα υποκύψει αμέσως. Αν οι μάχες δεν αποβλέπουν πάντα στην καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων κι αν ο σκοπός τους μπορεί συχνά να επιτευχθεί χωρίς καν να διεξαχθεί η μάχη, με την απλή εκτίμηση του αποτελέσματός της και των περιστάσεων που θα προκύψουν απ' αυτήν, τότε αυτό θα είναι διαφωτιστικό για το πως μπορούν να διεξάγονται με μεγάλη δραστηριότητα ολόκληρες εκστρατείες, χωρίς σ' αυτές η πραγματική μάχη να παίζει επώνυμο (πρωτεύοντα) ρόλο. Εκατό παραδείγματα βασισμένα στην στρατιωτική ιστορία αποδεικνύουν πως είναι δυνατόν να συμβαίνουν έτσι τα πράγματα. Δικαιώνεται όμως πάντα, δηλαδή χωρίς εσωτερική αντίφαση, η αναίμακτη έκβαση ; Θα μπορούσαν ν' αντισταθούν στην κριτική ορισμένες φήμες, που αποκτήθηκαν μ' αυτόν τον τρόπο; Αυτά είναι ερωτήματα, που δεν θα επιχειρήσουμε να τα θέσουμε. Εκείνο που μας απασχολεί για την 165
ώρα είναι να δείξουμε πως στον πόλεμο τα συμβάντα μπορούν πράγματι να πάρουν μια παρόμοια ροή. Στον πόλεμο διαθέτουμε μόνον ένα μέσον: την μάχη. Αλλά με την πολυποικιλότητα της διεξαγωγής της, μας εισάγει σε διάφορους δρόμους τους οποίους επικυρώνει η πολυποικιλότητα των σκοπών, ακόμη κι αν μας φαίνεται ότι δεν έχουμε κερδίσει τίποτα. Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία, γιατι αυτή η μοναδικότητα του μέσου αποτελεί ένα νήμα που το ακολουθούμε με το βλέμμα, που διατρέχει όλον τον ιστό της πολεμικής δραστηριότητας και το οποίο τον συγκρατεί. Είδαμε ωστόσον πως η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης είναι ένας από τους σκοπούς τους οποίους μπορεί κάποιος να επιτελέσει με τον πόλεμο, χωρίς να λύνει το πρόβλημα της γνώσης του ποια είναι η σπουδαιότητα αυτού του σκοπού συγκρινόμενου με άλλους. Σε μεμονωμένη περίπτωση, αυτό θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις, όσο για την γενική (εφαρμογή του) δεν θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την αξία της. Οδηγούμαστε συνεπώς πάλι σ' αυτό το θέμα, και θα πρέπει να τελειώσουμε αναγνωρίζοντας αναγκαστικά ποια αξία πρέπει να του αποδοθεί. Η μάχη είναι η μοναδική δραστηριότητα στον πόλεμο. Μέσα στην μάχη και μέσω αυτής η καταστροφή των αντιτιθέμενων σε μας δυνάμεων συνιστά το μέσον για τον σκοπό. Το συνιστά ακόμη κι όταν η μάχη δεν επισυμβαίνει πραγματικά, γιατι η έκβαση βασίζεται εν πάση περιπτώσει στην ιδέα πως αυτή η καταστροφή είναι αναμφίβολη. Απ' αυτό προκύπτει πως η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης είναι το θεμέλιο όλων των πολεμικών δράσεων, το ύστατο σημείο στήριξης όλων των συνδυασμών που στηρίζονται σ' αυτήν όπως η γέφυρα στους πυλώνες της. Επίσης όλες οι δράσεις συìβαίνουν υπό την προϋπόθεση ότι αν υλοποιούταν δραστικά η παρακείμενη έκβαση δια των όπλων, θα μπορούσε να είναι ευνοϊκή (η έκβαση). Σε κάθε πολεμική επιχείρηση, μεγάλη ή μικρή, η έκβαση μέσω των όπλων είναι αυτό που στις οικονομικές συναλλαγές είναι η πληρωμή με μετρητά. Όσο απόμακρες κι αν είναι μεταξύ τους αυτές οι σχέσεις, κι’ όσο σπάνια μπορούν να επισυμβούν οι συνειδητοποιήσεις, (η έκβαση μέσω των όπλων) δεν θα μπορούσε ποτέ να λείπει εξολοκλήρου. 166
Αν η έκβαση μέσω των όπλων βρίσκεται στην βάση όλων των συνδυασμών, έπεται πως ο αντίπαλος μπορεί να καταστήσει έναν απ' αυτούς αναποτελεσματικό, χάρη σε μιαν ευτυχή έκβαση διά των όπλων, όχι μόνον όταν πρόκειται για την έκβαση στην οποία στηρίζεται άμεσα ο συνδυασμός μας, αλλά και μέσω μιας άλλης, με την προϋπόθεση να είναι επαρκούς σπουδαιότητας. Γιατι κάθε σημαντική έκβαση δια των όπλων - δηλαδή κάθε καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων- αντανακλάται σ' όλες τις προηγούμενες, επειδή τείνουν, όπως ένα υγρό στοιχείο, να έρχονται σ’ ένα επίπεδο. Η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης εμφανίζεται λοιπόν πάντα ως το ανώτερο κι αποτελεσματικότερο μέσο, μπροστά στο οποίο οφείλουν να σβήνουν όλα τ' άλλα. Ωστόσο, βεβαίως μόνον αν υπάρχει μια προϋποτεθείσα ισότητα σ' όλες τις άλλες καταστάσεις, θ' αποδοθεί ανώτατη αποτελεσματικότητα στην καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης. Θα ήταν μία μεγάλη παρανόηση, αν κάποιος συμπέραινε απ' αυτά πως μια τυφλή έφοδος θριαμβεύει πάντα επί της συνετής επιδεξιότητας. Η τυφλή έφοδος θα προξενούσε τη συντριβή της δικής μας ένοπλης δύναμης κι όχι της εχθρικής, και δεν είναι αυτό που επιδιώκουμε. Η ανώτατη αποτελεσματικότητα δεν ανήκει στο μέσον αλλά στο στόχο, και θα συγκρίνουμε μόνον την επίδραση ενός επιτελεσμένου στόχου μ’ ενός άλλου. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ρητά πως μιλώντας για την εχθρική ένοπλη δύναμη, τίποτε δε μας υποχρεώνει να περιορίσουμε αυτή την έννοια στην απλή φυσική ένοπλη δύναμη. Πρέπει αντίθετα να υπονοείται και η ηθική δύναμη, γιατι στην πραγματικότητα, κι ως τις παραμικρότερες λεπτομέρειες, αυτές οι δυο είναι στενά συνδεδεμένες και δε θα μπορούσαν επομένως να διαχωριστούν. Μιλήσαμε για την αναπόφευκτη επίδραση που έχει μια μεγάλη πράξη εξόντωσης (μια μεγάλη νίκη) πάνω σ' όλες τις άλλες εκβάσεις δια των όπλων: εκείνο που διαχέεται ευκολότατα σ' όλα τα τμήματά της είναι ακριβώς το ηθικό στοιχείο, που είναι και το ρευστότερο. Η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων έχει μιαν αξία ανώτερη απ' όλα τ' άλλα μέσα, ενέχει όμως το τίμημα και τον κίνδυνο αυτού του μέσου. Και μόνον το ότι θέλουμε ν' αποφύγουμε αυτό, είναι (ο λόγος) που καταφεύγουμε σ' άλλους δρόμους. 167
Είναι κατανοητό πως το μέσο πρέπει να είναι δαπανηρό, γιατι η ανάλωση των δικών μας ενόπλων δυνάμεων είναι πάντα τόσο μεγαλύτερη όσο περισσότερο η πρόθεσή μας αποβλέπει στην συντριβή των εχθρικών (ενόπλων δυνάμεων). Ο κίνδυνος όμως που έγκειται σ’ αυτό (το μέσον) βασίζεται στο ότι η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, σε περίπτωση αποτυχίας, επανέρχεται σ’ εμάς και κατόπιν προκαλεί μεγαλύτερες δυσχέρειες. Οι άλλοι δρόμοι (τρόποι) είναι συνεπώς λιγότερο δαπανηροί όταν επιτυγχάνουν, και λιγότερο επικίνδυνοι όταν αποτυγχάνουν, υπό τον όρο, φυσικά, πως έχουν να κάνουν (ν’ αντιμετωπίσουν) τα ίσα τους, πως δηλαδή ο εχθρός χρησιμοποιεί τους ίδιους με τους δικούς μας, γιατι, αν ο εχθρός επέλεγε τον δρόμο της μεγάλης έκβασης μέσω των όπλων, αυτό το ίδιο το γεγονός θα μετέβαλε παρά τνη θέλησή μας τον δικό μας (τρόπο), προσαρμόζοντάς τον στον δικό του. Όλα θα εξαρτώνταν τότε από την έκβαση της δράσης, που έχει στόχο την εξόντωση. Είναι όμως σαφές πως, όντας όλα ακόμη ίσα, αυτή η δράση θα στραφεί απ' όλες τις απόψεις εναντίον μας, γιατι οι προθέσεις και τα μέσα μας προσανατολίζονταν εν μέρει σ' άλλα αντικείμενα, πράγμα που δε συνέβαινε στον εχθρό. Όταν δυο διαφορετικοί σκοποί δεν αποτελούν ο ένας μέρος του άλλου, αλληλοαποκλείονται κι η δύναμη, που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ο ένας, δεν μπορεί ταυτόχρονα να υπηρετεί και τον άλλο. Κατά συνέπεια, αν ο ένας από τους δυο εμπόλεμους είναι αποφασισμένος να προβεί στον δρόμο των μεγάλων αποφάσεων δια των όπλων, έχει μιάν υψηλή πιθανότητα επιτυχίας, τουλάχιστον όσον είναι βέβαιο πως ο άλλος δεν επιθυμεί ν' ακολουθήσει αυτόν, αλλ' αντίθετα έναν άλλον στόχο. Κι ο καθένας που θέτει έναν από τους άλλους στόχους, λογικά το πράττει με την ιδέα ότι ο αντίπαλος προτίθεται τόσο λίγο όσο κι ο ίδιος ν’ αναζητήσει τις μεγάλες διά των όπλων αποφάσεις. Μολαταύτα, όταν μιλούμε για άλλη κατεύθυνση των προθέσεων και των δυνάμεων, πρόκειται μόνο γι' άλλους θετικούς σκοπούς που μπορούν να επιδιωχθούν από τον πόλεμο, πέρα από την καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων, και δεν πρόκειται καθόλου για την καθαρή αντίσταση, στην οποία καταφεύγει κανείς για να εξαντλήσει την δύναμη του εχθρού. Από την καθαρή αντίσταση λείπει η θετική πρόθεση. Συνεπώς 168
οι δυνάμεις μας δεν μπορούν να κατευθυνθούν σ' άλλα αντικείμενα και δεν έχουν άλλο προορισμό από το να εκμηδενίσουν τις προθέσεις του εχθρού. Εδώ πρέπει να σκεφθούμε την αρνητική πλευρά της καταστροφής των εχθρικών δυνάμεων, δηλαδή στη διατήρηση των δικών μας δυνάμεων. Αυτές οι δύο προσπάθειες που πηγαίνουν πάντα μαζί, δεδομένης της επίδρασης της μιας επί της άλλης, είναι δυο αδιαχώριστα μέρη μιας και μόνης πρόθεσης, και πρέπει μόνον να εξετάσουμε το επακόλουθο που παράγεται από την κυριαρχία της μιας ή της άλλης. Η θέληση καταστροφής των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων αποβλέπει στον θετικό σκοπό και καταλήγει σε θετικά αποτελέσματα, ο τελικός στόχος των οποίων είναι η ήττα του εχθρού. Η διατήρηση των δυνάμεών μας αποβλέπει στον αρνητικό σκοπό και καταλήγει στην καταστροφή των αντιπάλων προθέσεων, δηλαδή στην καθαρή αντίσταση, που δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από την παράταση της διάρκειας της δράσης, με σκοπό την εξάντληση του αντιπάλου. Η προσπάθεια που κινείται από τον θετικό σκοπό, προκαλεί την πράξη της εξόντωσης, η προσπάθεια που κινείται από τον αρνητικό σκοπό την αναμένει. Ως πού μπορεί και πρέπει να φτάνει αυτή η αναμονή; Αυτό θα το εξετάσουμε εγγύτερα στην σπουδή της άμυνας και της επίθεσης, την οποία θα ξαναβρούμε εδώ. Για την ώρα περιοριζόμαστε να πούμε πως η αναμονή δεν πρέπει να γίνεται καθαρά παθητική καρτερικότητα, και πως η δράση που προκαλεί, μπορεί ν' αποβλέπει στην καταστροφή των ενπεπλεγμένων στην σύγκρουση εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, όπως και σ' οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Θ' αποτελούσε συνεπώς θεμελιώδες σφάλμα αρχής η πίστη πως η αρνητική προσπάθεια καταλήγει στη μη επιλογή της καταστροφής των εχθρικών δυνάμεων ως στόχου, αλλά στην προτίμηση μιας απόφασης που δεν προκαλεί αιματοχυσία. Η υπεροχή της αρνητικής προσπάθειας μπορεί, βέβαια, να έχει αυτό το αποτέλεσμα, πάντα όμως τότε κινδυνεύει να μην είναι η καλύτερη μέθοδος, πράγμα που εξαρτάται από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, που προέρχονται από τον αντίπαλο κι όχι από μας. Αυτή η άλλη μέθοδος, που δεν απαιτεί αιματοχυσία, δε θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί σαν το φυσικό μέσο διαφύλαξης των ενόπλων δυνάμεών μας, που συνιστά το αντικείμενο της κύριας φροντίδας μας. Αντίθετα, αν οι συνθήκες δεν ευνοούν 169
μια τέτοιαν εξέλιξη, θα τις οδηγήσουμε πιθανότατα στην πιο ολοκληρωτική συντριβή. Πολλοί στρατιωτικοί ηγέτες περιέπεσαν σ’ αυτό το σφάλμα και εξ αιτίας του κατέπεσαν. Η μοναδική αναγκαία επίδραση την οποίαν έχει η υπεροχή μιας αρνητικής προσπάθειας είναι η καθυστέρηση της απόφασης, έτσι ώστε ο δρών να προσφεύγει κατά κάποιο τρόπο στην αναμονή της αποφασιστικής στιγμής. Ένεκα τούτου, αυτή η στάση προκαλεί την επιβράδυνση της δράσης, τόσον στο χώρο όσο και στο χρόνο, στο μέτρο στο οποίο η μεν συνδέεται με την δε και στο μέτρο που το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Όταν είναι η στιγμή, κατά την οποία αυτό δεν είναι πλέον δυνατό χωρίς υπερβάλλουσα δυσχέρεια, τότε το πλεονέκτημα της αρνητικής (προσπάθειας) πρέπει να θεωρείται ως απωλεσθέν, και τώρα προκύπτει η αναγκαία για την συντριβή της εχθρικής ένοπλης δύναμης αμετάβλητη προσπάθεια, την οποία μόνον ένα αντιστάθμισμα είχε παραμερίσει σε δεύτερο επίπεδο, χωρίς ποτέ να την εξαλείψει. Είδαμε στις λίγες παρατηρήσεις μας πως στον πόλεμο υπάρχει πληθώρα τρόπων γιά τον στόχο, δηλαδή την επίτευξη του πολιτικού σκοπού, αλλ’ όμως ότι το μόνο μέσον είναι η μάχη, και πως, κατά συνέπεια, τα πάντα σ' αυτήν υπόκεινται σ' έναν ύπατο νόμο στην έκβαση διά των όπλων. Ότι όταν ο εχθρός καταφεύγει πράγματι σ' αυτήν, αυτή η προσφυγή ποτέ δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άρα ότι ο εμπόλεμος, που θέλει ν' ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, πρέπει να είναι βέβαιος πως ο αντίπαλος δεν θα καταφύγει σ' αυτήν, αλλοιώς θα χάσει την υπόθεσή του σ' αυτό το ανώτατο δικαστήριο, πως, εν ολίγοις, η καταστροφή της εχθρικής ένοπλης δύναμης ανάμεσα σ' όλες τις διακυβεύσεις που μπορούν να επιδιωχθούν στον πόλεμο, εμφανίζεται, ως η κυριαρχούσα υπεράνω όλων. Όσο για κείνο που μπορεί να επιτευχθεί στον πόλεμο με συνδυασμούς άλλου είδους, θα το μάθουμε στην συνέχεια και φυσικά ξανά και ξανά. Αρκούμαστε εδώ στο να σημειώσουμε την εντελώς γενική του δυνατότητα, ως ενδεικτικό της διαφοράς της θεωρητικής σύλληψης από την πραγματικότητα και ποια μπορεί να είναι η επίδραση των ιδιαίτερων περιστάσεων. Δε θα μπορούσαμε όμως να μην δείξουμε αμέσως πως η αιματηρή λύση της κρίσης, η προσπάθεια που τείνει στην συντριβή των εχθρικών δυνάμεων, είναι ο πρωτότοκος γιός του πολέμου. Όταν οι πολιτικοί σκοποί δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, όταν τα κίνητρα είναι αδύναμα κι οι εντάσεις των δυνάμεων μικρή, τότε ένας συνετός στρατιωτικός ηγέτης 170
θα αναζητήσει όλους τους δρόμους (τρόπους), δίχως μείζονες κρίσεις κι’ αιματηρές λύσεις, για να στραφεί έντεχνα σε μιάν ειρήνη , μέσα από τις χαρακτηριστικές αδυναμίες του αντιπάλου του, στο πεδίο και στο Υπουργείο (στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο). Αν οι προϋποθέσεις του έχουν επαρκή κίνητρα και του εγγυώνται την επιτυχία, δε θα μπορούσαμε να τον ψέξουμε. θα πρέπει όμως να συστήσουμε να παραμείνει μ’ επίγνωση πως πορεύεται σ’ απαγορευμένα μονοπάτια, όπου μπορεί να τον αιφνιδιάσει ο θεός του πολέμου. Πως (πρέπει) να μην αφήνει από τα μάτια του τον εχθρό, ώστε όταν αυτός επιτεθεί με κοφτερό σπαθί να μην τον αντιμετωπίσει μ' ένα γυναικάρεσκο ξίφος στίξης. Αυτά τα’ αποτελέσματα που προκαλεί η φύση του πολέμου, πώς ενεργούν σ’ αυτόν σκοπός και μέσον, πως στις τροποποιήσεις της πραγματικότητας αποκλίνει, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο από την πρωταρχική αυστηρή του έννοια, όπως σ' έναν ανώτερο νόμο - όλα αυτά πρέπει να διατηρούμε ως ιδέα και να μένουν συνεχώς στον νου μας κατά την εξέταση όλων των ακολούθων ζητημάτων, αν θέλουμε να κατανοήσουμε καλά τις αληθινές σχέσεις τους και την πραγματική σπουδαιότητά τους, χωρίς να πέφτουμε σταθερά στις πιο πρόδηλες αντιφάσεις προς την πραγματικότητα και τελικά προς τον ίδιο μας τον εαυτό.
171
172
3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΔΙΟΦΥΙΑ
Κάθε ιδιαίτερη δραστηριότητα, για να διεξαχθεί με ορισμένη δεξιοτεχνία, απαιτεί και ιδιαίτερες διανοητικές και συναισθηματικές διαθέσεις. Εκεί όπου αυτές είναι εξαιρετικές σε υψηλό βαθμό και εκδηλώνονται με εξαιρετικά επιτεύγματα, το πνεύμα στο οποίον ανήκουν, θα περιγράφεται με το όνομα ιδιοφυία. Δεν αγνοούμε ότι αυτός ο όρος χρησιμοποιείται με τις πλέον πολυποίκιλες σημασίες σε έκταση και σημασία, αν και μερικές φορές είναι δύσκολο πολύ δύσκολο καθήκον να περιγραφεί ανάμεσα σ' ορισμένες από τις εκδοχές της η ουσία της ιδιοφυίας. Καθώς όμως δεν παριστάνουμε ούτε τον φιλόσοφο ούτε τον γραμματικό, θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μείνει στην τρέχουσα σημασία και να εννοεί ως ιδιοφυία μιαν πολύ εξέχουσα πνευματική δύναμη για ορισμένες δραστηριότητες. Θέλουμε να σταθούμε για μια στιγμή σ' αυτήν την ιδιότητα, σ' αυτήν την διάκριση του πνεύματος, για να την δικαιολογήσουμε καλύτερα και για να διεισδύσουμε καλύτερα στο περιεχόμενο της έννοιας. Δεν θα μπορούσαμε βέβαια, να σταθούμε στην ιδιοφυία που αποκτά την φήμη της χάρη σ' ένα πολύ εξαιρετικό ταλέντο, στην καθαρή ιδιοφυία, επειδή αυτή η έννοια δεν έχει καθόλου μετρητά όρια. Μας αρκεί να δούμε μόνον τον πολύ γενικό συνδυασμό όλων των ψυχικών δυνάμεων που προσανατολίζονται προς την πολεμική δραστηριότητα, συνδυασμό που μπορεί να θεωρηθεί ως η ουσία της πολεμικής ιδιοφυίας. Λέμε «συνδυασμό», γιατί η πολεμική ιδιοφυία δεν συνίσταται σε μια μόνη ιδιότητα που ταιριάζει στον πόλεμο, όπως το θάρρος για παράδειγμα, την στιγμή που άλλες νοητικές και συναισθηματικές ιδιότητες απουσιάζουν ή προσανατολίζονται σε νοήματα άχρηστα για τον πόλεμο. Συνίσταται από έναν αρμονικό συνδυασμό δυνάμεων, όπου ενδέχεται να κυριαρχεί η μια, καμιά ωστόσο δεν πρέπει ν' αντιτίθεται στην άλλη.
173
Αν χρειαζόταν να είναι προικισμένος ο κάθε εμπόλεμος, λίγο ή πολύ, με πολεμική ιδιοφυία, οι στρατοί μας θα ήταν πιθανώς πολύ αδύναμοι, γιατι, επειδή ακριβώς υπονοεί μιαν ιδιαίτερη κατεύθυνση των ηθικών δυνάμεων, εκδηλώνεται σπανιότατα εκεί όπου η ψυχική δύναμη ενός λαού χρησιμοποιείται κι αναπτύσσεται με πολλούς τρόπους. Όμως όσο λιγότερο ποικιλόμορφες δραστηριότητες έχει ένας λαός, τόσο περισσότερο κυριαρχεί σ' αυτόν η πολεμική δραστηριότητα, και τόσο περισσότερες πιθανότητες θα υπάρχουν να υπερέχει σ' αυτόν η πολεμική ιδιοφυία. Αυτό όμως καθορίζει μόνον την έκταση και με κανένα τρόπο το ύψος αυτής της δραστηριότητας, η οποία από την πλευρά της, εξαρτάται από την γενική πνευματική ανάπτυξη αυτού του λαού. Εάν εξετάσουμε έναν άγριο, φιλοπόλεμο λαό, συναντώνται πολύ περισσότερα φιλοπόλεμα άτομα απ' όσα σ' έναν λαό πολιτισμένο, γιατι στην πρώτη περίπτωση σχεδόν όλοι οι πολεμιστές εμψυχώνονται απ' αυτό το πνεύμα, ενώ στους πολιτισμένους λαούς μια μεγάλη μάζα δεν στρατολογείται παρά καταναγκαστικά κι όχι εξαιτίας κάποιας ιδιαίτερης κλίσης της. Ποτέ όμως δεν θα δούμε έναν πολύ μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη σ' έναν άγριο λαό, κι εκείνο που ονομάζεται πολεμική ιδιοφυία σπανίζει σ' αυτόν, γιατι προϋποθέτει πνευματική ανάπτυξη ενός επιπέδου, η οποία είναι αδύνατο να επιτευχθεί σ' έναν ακαλλιέργητο λαό. Είναι αυτονόητο πως κι’ οι πολιτισμένοι λαοί έχουν πολεμικές κλίσεις και μια μεγαλύτερη ή μικρότερη πολεμική ανάπτυξη, και πως όσο περισσότερο τονίζονται αυτά, τόσο συχνότερα απαντάται το πολεμικό πνεύμα στα άτομα που συνθέτουν το στρατό τους. Δεδομένου του ότι αυτό συμπίπτει μ' ένα αρκετά υψηλό επίπεδο πολιτισμού, από τέτοιους λαούς αυτοί απορρέουν πάντα οι λαμπρότατες πολεμικές παρουσίες, όπως το απέδειξαν οι Ρωμαίοι και οι Γάλλοι. Τα μέγιστα ονόματα αυτών, κι όλων όσων απέκτησαν φήμη στον πόλεμο, ανήκουν πάντοτε σ' εποχές ενός ανώτερου πολιτισμού. Χρειάζονται μήπως περισσότερα για να κατανοηθεί η σπουδαιότητα την οποία έχουν οι δυνάμεις της κατανόησης στην ανώτερη πολεμική ιδιοφυία; Θέλουμε τώρα να της ρίξουμε λοιπόν μιαν εγγύτερη ματιά. Ο πόλεμος είναι η περιοχή του κινδύνου, και το θάρρος είναι η πρώτη κατ' εξοχήν ιδιότητα του πολεμιστή. 174
Υπάρχουν δυο είδη θάρρους: πρώτα το προσωπικό θάρρος, κι ύστερα το θάρρος μπροστά στην ευθύνη, το οποίο εγείρεται είτε λόγω ενός εξωτερικού αιτίου, είτε από την συνείδηση, η οποία είναι εσωτερικό αίτιο. Δε θα μιλήσουμε παρά για το πρώτο. Το προσωπικό θάρρος είναι επίσης δυο ειδών. Κατά πρώτο λόγο, μπορεί να οφείλεται στην αδιαφορία, είτε αυτή προέρχεται από την ατομική ιδιοσυστασία, είτε από την περιφρόνηση του θανάτου, είτε από συνήθεια, πρόκειται εν πάση περιπτώσει για διαρκή κατάσταση. Κατά δεύτερο λόγο, το θάρρος μπορεί να πηγάζει από θετικά κίνητρα, όπως η φιλοδοξία, ο πατριωτισμός, ο ενθουσιασμός ενός οποιουδήποτε είδους. Σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι τόσο μια διαρκής κατάσταση, όσο μια συγκίνηση, ένα συναίσθημα. Εύκολα καταλαβαίνουμε πως το κάθε είδος έχει διαφορετικό επακόλουθο από κείνο που έχει το άλλο. Το πρώτο είναι βεβαιότερο γιατι, μιας κι έχει γίνει δεύτερη φύση, δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο. Το δεύτερο τον οδηγεί συχνά πιο μακριά. Στην πρώτη κατηγορία ταιριάζει μάλλον η σταθερότητα, στη δεύτερη η αφοβία. Η πρώτη προσδιορίζει λιγότερο την διάνοια, η δεύτερη αυξάνει ενίοτε την δύναμη του πνεύματος, συχνά όμως επίσης την εκτρέπει. Ο συνδυασμός των δυο παράγει την τελειότερη μορφή θάρρους. Ο πόλεμος είναι το πεδίο των σωματικών προσπαθειών και των πόνων. Για να μπορέσουμε ν' αντισταθούμε, χρειάζεται κάποια φυσική και ηθική δύναμη η οποία, έμφυτη ή επίκτητη, μας κάνει αδιάφορους σ' αυτούς τους πόνους. Εφοδιασμένος μ' αυτές τις ιδιότητες κι οδηγούμενος από την απλή ευθυκρισία, ένας άνθρωπος είναι ήδη ένα καλό πολεμικό όργανο, αυτές τις ιδιότητες τις συναντούμε συχνά στους άγριους ή ημιπολιτισμένους λαούς. Αν ερευνήσουμε ακόμη διεξοδικότερα για το τί απαιτεί ο πόλεμος από κείνους που αφοσιώνονται σ' αυτόν, βρίσκουμε πως τα πνευματικά προσόντα κρατούν την πρώτη θέση. Ο πόλεμος είναι το πεδίο της αβεβαιότητας. Τα τρία τέταρτα των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η δράση παραμένουν στις ομίχλες μιας μεγα175
λύτερης ή μικρότερης αβεβαιότητας. Περισσότερο απ' όσο σ' οποιοδήποτε άλλο πεδίο, σ' αυτόν είναι που χρειάζεται μια οξεία και διεισδυτική διάνοια να γνωρίζει, να διακρίνει και να διευκρινίζει ενστικτωδώς την αλήθεια. Μπορεί, βέβαια, μια μέση νόηση να βγει συμπτωματικά σωστή, ένα εξαιρετικό θάρρος θα επανορθώσει ένα σφάλμα που διαπράχτηκε σε μιαν άλλη περίσταση, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις η απουσία διάνοιας φαίνεται πάντα στο τελικό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος είναι το πεδίο του τυχαίου. Καμιά άλλη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν αφήνει τόσο περιθώριο σ' αυτόν τον παρείσακτο, γιατι καμιά δεν βρίσκεται σε τόσο διαρκή επαφή μαζί του, από κάθε άποψη. Οξύνει την αβεβαιότητα σε κάθε περίσταση κι εμποδίζει την ροή των γεγονότων. Εξαιτίας αυτής της αβεβαιότητας όλων των δεδομένων, εξαιτίας της έλλειψης κάθε σταθερής βάσης, κι εξαιτίας αυτών των σταθερών παρεμβολών του τυχαίου, το δρών πρόσωπο τίθεται πάντα μπροστά σε πραγματικότητες διαφορετικές από κείνες που περίμενε. Αυτό αντανακλάται έντονα στα σχέδιά του ή τουλάχιστο στις ιδέες οι οποιες ενσωματώνονται σ' αυτά. Αν αυτή η αντανάκλαση καθιστά τις λύσεις εντελώς άχρηστες, αυτές πρέπει κατά γενικό κανόνα ν' αντικαθίστανται με άλλες. Στην δεδομένη όμως στιγμή λείπουν τ' αναγκαία δεδομένα γι' αυτήν την αντικατάσταση, γιατι κατά την δράση οι περιστάσεις απαιτούν άμεση απόφαση, η οποία δεν επιτρέπει την στροφή σ' ένα νέο ορίζοντα, ενίοτε ούτε καν την ώριμη σκέψη. Όμως πολύ συχνότερα, η επιβεβαίωση των ιδεών μας κι η γνώση των τυχαίων συì βάντων συμβαίνει να κλονίζουν τα σχέδιά μας, χωρίς ωστόσο αυτό ν' αρκεί για να τα εκμηδενίσουν. Τότε η γνώση μας για την πραγματικότητα αυξάνεται, αλλά η αβεβαιότητά μας αντί να μειωθεί, μεγαλώνει. Αυτό συμβαίνει επειδή όλες αυτές οι εμπειρίες δεν αποκτώνται αμέσως, αλλά βαθμιαία, επειδή οι αποφάσεις μας συγκρούονται συνεχώς μαζί τους και το πνεύμα μας πρέπει να μένει πάντα υπό τα όπλα, αν τολμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση.
176
Για να ξεπεράσει όμως κανείς αυτές τις ακατάπαυστες συγκρούσεις με το απρόβλεπτο χωρίς ζημιές, είναι απαραίτητες δυο ιδιότητες: πρώτα ένα πνεύμα, το οποίο ακόμη και στους κόλπους αυτής της αυξανόμενης σκοτεινιάς, να μη χάνει κάθε ίχνος της αναγκαίας εσωτερικής διαύγειας για να το οδηγήσει προς την αλήθεια, ύστερα θάρρος για ν' ακολουθήσει αυτό το αμυδρό φως. Η πρώτη προσδιορίζεται μεταφορικά με την γαλλική έκφραση Coup d'oeil (βλέμμα). Η άλλη είναι η αποφασιστικότητα. Η μάχη είναι ένα χαρακτηριστικό του πολέμου, το οποίο προσείλκυσε την προσοχή όλως ιδιαιτέρως και κατά πρώτο λόγο. Επιπλέον, χαρακτηριστικά στοιχεία της μάχης είναι ο χώρος κι ο χρόνος, η σπουδαιότητα των οποίων ήταν ακόμη μεγαλύτερη την εποχή κατά την οποία ήταν ουσιώδες το Ιππικό, με τις ταχείες αποφάσεις του, έστω κι αν η ιδέα μιας ταχείας κι ορθής απόφασης γεννήθηκε για πρώτη φορά χάρη στην κατανόηση των δυο αυτών στοιχείων. Για τον προσδιορισμό αυτής της ιδέας υιοθετήθηκε μια έκφραση που εφαρμόζεται μόνο στην οπτική ακρίβεια αυτής της αντίληψης. Κατά συνέπεια, πολλοί καθηγητές στην τέχνη του πολέμου της απέδωσαν αυτήν την περιορισμένη σημασία. Είναι όμως αναντίρρητο πως θα καταλήξουμε σε λίγο να δηλώνουμε μ' αυτήν κάθε ορθή απόφαση η οποία λαμβάνεται κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα την αναγνώριση του σημείου επαφής, κλπ... Δεν φέρνουμε λοιπόν στο νου μας μόνο τον σωματικό οφθαλμό, αλλά συχνότερα τον οφθαλμό του πνεύματος, όταν μιλούμε για coup d' oeil. Τόσο η έκφραση όσο και το πράγμα έχουν την θέση τους στο πεδίο της τακτικής, ωστόσο δεν θα μπορούσαν ν' αποκλειστούν κι από το πεδίο της στρατηγικής, γιατι κι αυτή επίσης αναγκάζεται συχνά να παίρνει εξ ίσου γρήγορες αποφάσεις. Αν αφαιρούσαμε από την έννοια το άκρως εικονικό και περιοριστικό στοιχείο που της αποδίδει η έκφραση, θα μετέφραζε σαφέστατα την ταχύτητα με την οποίαν εγκύπτει κανείς σε μιαν αλήθεια, που παραμένει αόρατη στο βλέμμα ενός κοινού πνεύματος ή δεν διακρίνεται παρά ύστερα από μακρά εξέταση κι από βαθειές σκέψεις. Η αποφασιστικότητα είναι το θάρρος που εφαρμόζεται σε μιαν ειδική περίσταση. Αν γίνεται διακριτικό του χαρακτήρα, αποτελεί πνευματική συνήθεια. Στην περίπτωση αυτή δεν 177
πρόκειται για το θάρρος απέναντι στον φυσικό κίνδυνο, αλλά για το θάρρος απέναντι στις ευθύνες, κατά κάποιο τρόπο δηλαδή απέναντι στον ηθικό κίνδυνο. Αυτό είναι που συχνά χαρακτήρισαν ως courage de l'esprit (θάρρος του πνεύματος), επειδή προέρχεται από το πνεύμα, αν και δεν αποτελεί γι' αυτόν τον λόγο πορεία του πνεύματος, αλλά της ιδιοσυγκρασίας. Το θάρρος δεν το δημιουργεί η καθαρή κι απλή διάνοια, γιατι συχνά και τα ευφυέστερα πνεύματα στερούνται αποφασιστικότητας. Η διάνοια οφείλει πρώτα ν' αφυπνίζει το αίσθημα του θάρρους, γιατι στην κρίσιμη στιγμή ο άνθρωπος υπακούει στα συναισθήματά του μάλλον παρά στις σκέψεις του. Αποδώσαμε στην αποφασιστικότητα την λειτουργία της διάλυσης των βασάνων της αμφιβολίας και των κινδύνων της διστακτικότητας, όταν τα κίνητρα δεν αρκούν για να μας οδηγήσουν. Είναι αλήθεια πως η τρέχουσα γλώσσα, ελάχιστα ακριβολόγος, δεν διστάζει να εφαρμόζει τον όρο της αποφασιστικότητας στην απλή αγάπη προς τον κίνδυνο, στην ανδρεία, στην τόλμη και στην προπέτεια. Όταν όμως ένας άνθρωπος ωθείται από επαρκή κίνητρα, υποκειμενικής ή αντικειμενικής υφής, ισχύοντα ή εσφαλμένα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλούμε για την αποφασιστικότητά του, επειδή αυτό θα σήμαινε πως μπαίνουμε στη θέση του και τότε κάνουμε να εμπλακούν στο παιχνίδι αμφιβολίες, τις οποίες εκείνος δεν τις γνωρίζει καθόλου. Δεν μπορούμε εδώ να μιλήσουμε για την δύναμη ή την αδυναμία, ούτε και για οτιδήποτε άλλο. Δε θα διαπράξουμε το σχολαστικισμό ν' ανοίξουμε πολεμική με την τρέχουσα γλώσσα εξαιτίας αυτής της μικρής υπέρβασης, η παρατήρησή μας δεν αποβλέπει παρά στη διάλυση αδικαιολόγητων αντιρρήσεων. Ωστόσο, η αποφασιστικότητα που υπερπηδά την κατάσταση αμφιβολίας, δεν μπορεί παρά να είναι καρπός της διάνοιας, ακριβέστερα, ενός εντελώς ιδιαίτερου προσανατολισμού της. Πιστεύουμε πως η απλή σύζευξη μιας ανώτερης διάνοιας και των τέλειων συναισθημάτων δνε δημιουργεί την αποφασιστικότητα. Μπροστά στα δυσκολότερα προβλήματα ορισμένα πρόσωπα επιδεικνύουν την ωραιότερη διορατικότητα, χωρίς να τους λείπει το αναγκαίο θάρρος για την αντιμετώπιση μεγάλων ευθυνών, ωστόσο σε δύσκολες καταστάσεις δεν θα μπορούσαν να επιδείξουν 178
καμιάν αποφασιστικότητα. Το θάρρος τους κι η διάνοιά τους είναι δυο πράγματα διαχωρισμένα, τα οποία δεν συμβαδίζουν, έτσι ώστε να μην προκύπτει καμιά αποφασιστικότητα. Αυτή δεν πηγάζει παρά από μια διανοητική πορεία, η οποία αφού κάνει συνειδητή την ανάγκη της τόλμης, καθορίζει την θέληση. Εκείνο που δημιουργεί την αποφασιστικότητα σε μιαν ισχυρή ιδιοσυγκρασία είναι αυτός ο εντελώς ειδικός προσανατολισμός της διάνοιας, ο οποίος θριαμβεύει επάνω σε κάθε άλλο φόβο του ανθρώπου, καθώς και επάνω στις λιποψυχίες και στους δισταγμούς του. Άνθρωποι μέτριας διάνοιας δεν θα μπορούσαν να είναι αποφασιστικοί, με το νόημα που δίνουμε σ' αυτή τη λέξη. Μπορεί σε δύσκολες καταστάσεις να δρουν χωρίς δισταγμό, ένας άνθρωπος όμως που δρα ασυλλόγιστα, προφανώς δεν βασανίζεται από την αμφιβολία. Από καιρό σε καιρό μπορεί κάλλιστα ν' αποδειχθεί σωστός. Επαναλαμβάνουμε ωστόσο πως εκείνο το οποίο αποκαλύπτει την ύπαρξη της στρατιωτικής ιδιοφυίας είναι ο μέσος όρος των αποκτηθέντων αποτελεσμάτων. Η διαβεβαίωσή μας θα μπορούσε να φαντάζει παράξενη σ’ εκείνους που γνωρίζουν πολλούς αξιωματικούς των ουσάρων, πολύ αποφασιστικούς, χωρίς ωστόσο την παραμικρή βαθύτητα σκέψης, Θα τους υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερο διανοητικό προσανατολισμό κι όχι για μια κλίση προς τη βαθειά σκέψη. Πιστεύουμε λοιπόν πως η αποφασιστικότητα οφείλεται σ' έναν ιδιαίτερο διανοητικό προσανατολισμό, που ανήκει σ' ένα ισχυρό μάλλον παρά σ' ένα λαμπρό πνεύμα. Για να επικυρώσουμε αυτήν την καταγωγή της αποφασιστικότητας, ας προσθέσουμε πως υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι αν κι επιδείκνυαν την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα όταν κατείχαν χαμηλότερο βαθμό, την έχαναν από τη στιγμή που κατελάμβαναν μιαν ανώτερη θέση. Όταν γνωρίζουν τι χρειάζεται ν' αποφασίσουν, αναγνωρίζουν τους κινδύνους που πιθανόν να ενέχει ένα σφάλμα και μη όντας εξοικειωμένοι με τα πράγματα με τα οποία ασχολούνται, η διάνοιά τους χάνει την πρωτογενή της ισχύ. Δεν γίνονται παρά δειλότεροι, στο μέτρο που αντιλαì βάνονται τον κίνδυνο τον οποίο προκαλεί αυτή η αναποφασιστικότητα, που τους παραλύει τόσο περισσότερο, όσο προηγουμένως συνήθιζαν να δρουν κάτω από την παρόρμηση της στιγμής.
179
Το coup d' oeil κι η αποφασιστικότητα μας οδηγούν φυσικότατα στο να μιλήσουμε για κείνη την εγγενή ιδιότητα, που είναι η παρουσία πνεύματος, και που καλείται να καταλάβει ευρεία θέση σ' ένα πεδίο τόσο πλούσιο σε απρόβλεπτο, κι αυτό, επειδή δεν είναι παρά μια ανωτερότητα στον τρόπο της νίκης επί του απρόβλεπτου. Όπως ακριβώς θαυμάζεται η παρουσία πνεύματος, η οποία εκδηλώνεται με μιαν απόκριση σε μιαν απροσδόκητη όχληση, έτσι θαυμάζεται κι εκείνη που συνίσταται στην ταχεία εξεύρεση του φαρμάκου σε μιαν αιφνίδια καταστροφή. Ελάχιστα ενδιαφέρει το αν η πρόχειρη απόφαση ή το πρόχειρο φάρμακο δεν έχουν τίποτε το εξαιρετικό καθαυτά. αρκεί ν' αρμόζουν στην περίπτωση. Γιατί εκείνο που, σαν αποτέλεσμα μακρόχρονης σκέψης, δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό ή το εντυπωσιακό, μπορεί να μας ικανοποιήσει ως στιγμιαία διανοητική πορεία. Η έκφραση παρουσία πνεύματος προσδιορίζει ακριβέστατα την ευκολία και την ταχύτητα της βοήθειας που προσφέρει η διάνοια. Μήπως αυτή η λαμπρή ανθρώπινη ιδιότητα προέρχεται από μιαν ιδιαίτερη τροπή του πνεύματος μάλλον παρά από μια καλά ισορροπημένη ιδιοσυγκρασία ; Αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις, όμως η παρουσία πνεύματος δεν θα μπορούσε να υφίσταται χωρίς το ένα ή το άλλο. Η ευχέρεια όσον αφορά στην απόκριση ανήκει μάλλον σ' ένα πνευματώδη νου. Η κατάλληλη απέναντι σ' ένα απροσδόκητο κίνδυνο επίδειξη προϋποθέτει πάνω απ' όλα μιαν μεγάλην ιδιοσυγκρασιακήν ισορροπία. Όταν ρίχνει κανείς ένα συνολικό βλέμμα στα τέσσερα συνθετικά που συνιστούν την ατμόσφαιρα του πολέμου, δηλαδή: στον κίνδυνο, στην σωματική προσπάθεια, στην αβεβαιότητα και στο τυχαίο, καταλαβαίνει εύκολα πως χρειάζεται μια μεγάλη φυσική και ηθική δύναμη για να προχωρήσει κανείς με κάποιαν εγγύηση ασφάλειας κι επιτυχίας σ' αυτό το εκπληκτικό στοιχείο. Ανάλογα με τις διάφορες μεταβολές, οι οποίες οφείλονται στις αλλαγές των περιστάσεων, οι στρατιωτικοί αφηγητές και χρονικογράφοι χαρακτηρίζουν αυτήν την δύναμη σαν ενεργητικότητα, σταθερότητα, καρτερία, δύναμη του χαρακτήρα και του πνεύματος. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις της ηρωικής φύσης θα μπορούσαν να θεωρηθούν 180
σαν μια και μόνη δύναμη θέλησης, που προβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Αν και στενά συγγενικές, όμως αυτές οι ηθικές ιδιότητες δεν διαμορφώνουν μια μονάδα. Μας φαίνεται συνεπώς χρήσιμο να τις εξετάσουμε από λίγο πιο κοντά, κι αυτό, για να εξαγάγουμε τις αμοιβαίες σχέσεις τους. Για να διευκρινίσουμε τις απόψεις μας, πρέπει να παρατηρήσουμε πρώτα απ' όλα πως το κύρος, η τύχη, η αντίσταση ή οποιοδήποτε άλλο νόημα θα ήθελε να δώσει κανείς σ' αυτή την ψυχική δύναμη του δρώντος προσώπου, δεν οφείλονται παρά ελάχιστα στην δραστηριότητα, στην αντίσταση, στην άμεση πίεση του εχθρού. Η εχθρική δραστηριότητα δεν επιδρά κατ’ αρχήν άμεσα στο δρών πρόσωπο παρά ως άτομο, χωρίς να επιδρά στη δράση του ως διοικητή. Αν ο εχθρός αντιστέκεται για τέσσερις ώρες αντί για δύο, ο διοικητής θα κινδυνεύει για τέσσερις ώρες αντί για δύο. Αυτό είναι ένα δεδομένο που ελαττώνεται σε σπουδαιότητα όσο ανεβαίνει η κλίμακα του διοικητή. Τί σπουδαιότητα έχει για τον στρατιωτικό ηγέτη ; Καμιά! Στην συνέχεια, η εχθρική αντίσταση έχει άμεσην επίδραση στο γενικό διοικητή, ανάλογη με την απώλεια των μέσων που προκαλεί μια παρατεινόμενη αντίσταση, που θίγει τη σφαίρα ευθύνης του. Σ' αυτήν την περίπτωση, μέσω αυτών των αμήχανων εκτιμήσεων, τίθεται σε δοκιμασία για πρώτη φορά η δύναμη της θέλησής του. Παρ' όλα ταύτα, πολύ απέχει από του να είναι αυτό το βαρύτερο φορτίο το οποίο οφείλει να επιφορτιστεί, γιατι πρόκειται για ένα πρόβλημα, για το οποίο δε χρειάζεται να λάβει υπόψη του παρά τον ίδιο τον εαυτό του. Όλες όμως οι άλλες απηχήσεις αντανακλώνται στους μαχόμενους οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις διαταγές του και, μέσω αυτών, επιδρούν πάνω του. Όσο οι άνδρες του εμψυχώνονται από θάρρος και το ηθικό τους είναι υψηλό, σπάνια ένας διοικητής θ' αναπτύξει μεγάλη δύναμη θέλησης για να επιτύχει τον σκοπό του. Από την στιγμή όμως που εγείρονται άμεσες δυσκολίες -και δεν μπορούν να πάψουν να παράγονται- όταν πρόκειται για κατορθώματα που ξεπερνούν το συνηθισμένο, τα πράγματα δεν προχωρούν πλέον μόνα τους, όπως σε μια καλολιπασμένη μηχανή. Αντίθετα, είναι η ίδια η μηχανή που αρχίζει να προβάλλει αντίσταση κι η ανάγκη να υπερπηδηθεί αυτή απαιτεί μιαν αξιοσημείωτη δύναμη θέλησης από την πλευρά του ηγέτη. Αυτή η αντίσταση δεν εκδηλώνεται κατ' ανάγκη με ανυπα181
κοή ή αντίφαση, ακόμη κι αν αυτές απαντώνται πολύ συχνά σ' ορισμένα άτομα. Εκδηλώνεται όμως μέσω μιας εντύπωσης γενικής εξάντλησης όλων των φυσικών και ηθικών δυνάμεων, με το σπαρακτικό θέαμα των αιματηρών θυσιών, που ο διοικητής πρέπει να ξεπεράσει πρώτα στον ίδιο του τον εαυτό κι ύστερα σ' όλους τους άλλους, που του μεταφέρουν άμεσα ή έμμεσα τις εντυπώσεις τους, τα αισθήματά τους, τις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους. Στο μέτρο που οι δυνάμεις των ανθρώπων εξανεμίζονται η μια μετά την άλλη, που η θέλησή τους δεν αρκεί πια για να υποκινήσει και να διατηρήσει αυτήν την δύναμη, όλο το βάρος της αδράνειας των μαζών πέφτει τελικά σιγά-σιγά σε μόνη την θέληση του διοικητή. Η φλογερότητα της καρδιάς του, το φως του πνεύματός του, οφείλουν να ξανανάβουν ακατάπαυστα την ζέστη της αποφασιστικότητας, το φως της ελπίδας σ' όλους τους άλλους. Μόνο στο μέτρο που θα βρίσκεται στο ύψος αυτού του καθήκοντος θα διατηρήσει τον έλεγχο των μαζών, παραμένοντας ο κύριός τους. Αν όμως το δικό του θάρρος δεν αρκεί πια για ν' αναπτερώσει το θάρρος των άλλων, θα πέσει κι ο ίδιος σε κείνες τις κατώτερες σφαίρες της ζωικής φύσης, στο επίπεδο των μαζών, που οπισθοχωρεί μπροστά στον κίνδυνο κι αγνοεί τη ντροπή. Αυτό είναι το βάρος που πρέπει να ξέρουν να υπομένουν το θάρρος κι η ηθική δύναμη του στρατιωτικού ηγέτη, αν αυτός θέλει να επιτελέσει μεγάλα πράγματα. Αυξάνουν στο μέτρο που αυξάνουν κι οι πραγματικές δυνάμεις που διοικεί για να παραμείνουν σύì μορφες με το βάρος, αυτές οι δυνάμεις πρέπει επομένως ν' αυξάνουν ανάλογα προς τη θέση του. Η ενεργητικότητα στην δράση εκφράζει την δύναμη του κινήτρου που προκαλεί αυτήν την δράση, είτε αυτό το κίνητρο πηγάζει από μια διανοητική πεποίθηση είτε από μια συγκίνηση. Ωστόσο, αυτό σπάνια θα σφάλει, αν πρόκειται να επιδείξει μιαν αξιοσημείωτη δύναμη. Απ' όλα τα μεγάλα συναισθήματα που γεμίζουν την καρδιά του ανθρώπου στην ζωηρή προσπάθεια της μάχης, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε πως κανένα δεν είναι τόσο ισχυρό και τόσο σταθερό όσο η φιλοδοξία της τιμής και της δόξας, τις οποίες τόσο λανθασμένα χαρακτηρίζει η γερμανική γλώσσα, δείχνοντας και μια τάση υποτίμησής τους, με την απόδοση σ' αυτές δυο σχετλιαστικών όρων, δηλαδή «Ehrgeiz» (απληστία τιμής) και «Ruhmsucht» (αναζήτηση δόξας). 182
Αναμφίβολα, η κατάχρηση αυτών των μεγάλων ψυχικών επιθυμιών κατά την διάρκεια του πολέμου γέννησε τις πιο αποτρόπαιες παρανομίες έναντι του ανθρώπινου γένους, αυτό όμως δεν εμποδίζει τα συναισθήματα αυτά να κατατάσσονται, όσον αφορά στην καταγωγή τους, μεταξύ των ευγενέστερων με τα οποία είναι προικισμένη η ανθρώπινη φύση. Σε περίοδο πολέμου συνιστούν το πραγματικό εμψυχωτικό πνεύμα που προσφέρει μια ψυχή σ' αυτό το γιγάντιο σώμα, Αν άλλα συναισθήματα μπορούν να γενικευθούν περισσότερο, κι ορισμένα -όπως η φιλοπατρία, η φανατική αφοσίωση σε μιαν ιδέα, η εκδίκηση, οι κάθε είδους ενθουσιασμοί- μοιάζουν ανώτερα, δεν αντικαθιστούν ωστόσο την φιλοδοξία της τιμής και της δόξας. Τα άλλα συναισθήματα, για τα οποία μιλούμε, μπορούν γενικά να εξεγείρουν μεγάλες μάζες και να υψώσουν το επίπεδο των συναισθημάτων τους, δεν θ' αφυπνίσουν όμως στον ηγέτη την επιθυμία να επιτελέσει μεγαλύτερα πράγματα απ' ότι οι σύντροφοί του, επιθυμία απαραίτητη ωστόσο, αν θέλει να προχωρήσει και να επιτελέσει πράξεις, έστω κι αν είναι ελάχιστα σημαντικές. Αντίθετα προς την φιλοδοξία, εκείνα δεν κάνουν την ατομική στρατιωτική πράξη κτήμα του ηγέτη, που προσπαθεί τότε να τα εκμεταλλευτεί καλύτερα, που μοχθεί, που φυτεύει με φροντίδα, για να είναι καρποφόρα η σοδειά. Ωστόσο αυτές ακριβώς οι επιθυμίες, μοιρασμένες σ' όλους τους διοικητές, από την χαμηλότερη ως την υψηλότερη κλίμακα -αυτό το είδος δραστηριότητας, αυτό το πνεύμα άμιλλας, αυτό το ελατήριο- παρακινούν περισσότερο από καθετί άλλο την αποτελεσματικότητα ενός στρατού και προετοιμάζουν την νίκη του. Και τώρα, όσον αφορά στον άνθρωπο, ρωτούμε : είδε ποτέ κανείς πολεμιστή στερημένο από φιλοδοξία ; Είναι έστω κατανοητό ένα τέτοιο φαινόμενο; Η σταθερότητα δηλώνει την αντίσταση της θέλησης στην δύναμη ενός μεμονωμένου πλήγματος, η καρτερία αναφέρεται στην διάρκεια. Όσο στενή κι αν είναι η αναλογία ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο όρους, και παρόλο που συχνά ο ένας χρησιμοποιείται αντί του άλλου, δεν θα μπορούσαμε να παραγνωρίσουμε την φύση τους, γιατι η σταθερότητα, η οποία αντιτίθεται σε μια μόνη ισχυρή δύναμη, μπορεί να οφείλεται στην απλή ζωηρότητα ενός αισθήματος, ενώ η καρτερία απαιτεί μάλλον την στήριξη της διάνοιας. Πράγματι, όσο περισσότερο παρατείνεται η δράση, τόσο πε183
ρισσότερο τείνει να συμμορφώνεται σ' ένα σχέδιο, κι απ' αυτό είναι που έλκει εν μέρει τη δύναμή της η καρτερία. Αν εμβαθύνουμε στην ψυχική δύναμη ή συναισθηματική δύναμη, το πρώτο ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το εξής: τι πρέπει να εννοήσουμε μ' αυτό; Δεν πρόκειται προφανώς για την βιαιότητα στην έκφραση των συναισθημάτων ή του πάθους, γιατι κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση προς την χρήση της γλώσσας. Πρόκειται μάλλον για την ιδιότητα του ν' ακούει κανείς την λογική, ακόμη και στις στιγμές της ισχυρότερης συγκίνησης, στη βιαιότερη θύελλα του πάθους. Η ιδιότητα αυτή εξαρτάται τάχα μόνον από τη διανοητική δύναμη ; Είναι αì φίβολο. Το γεγονός πως άνθρωποι εξέχουσας ευφυΐας είναι ενίοτε ανίκανοι ν' αυτοκυριαρχηθούν δεν αποδεικνύει τίποτε, γιατι η αυτοκυριαρχία θα μπορούσε ν ' απαιτεί μιαν ιδιαίτερη ευφυΐα, περισσότερο έντονη παρά ευρεία. Πιστεύουμε πως βρισκόμαστε πιο κοντά στην αλήθεια αν πούμε πως η ιδιότητα του να υποτάσσεται κανείς στον έλεγχο της διάνοιας, ακόμη και στις στιγμές της χειρότερης σύγχυσης, η ικανότητα που ονομάζεται αυτοκυριαρχία, στηρίζεται στην ίδια την ιδιοσυγκρασία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα άλλο συναίσθημα, το οποίο, στις δυνατές ψυχές, αντισταθμίζει τον παφλασμό των παθών, χωρίς να τα καταστρέφει, και μόνον αυτό το αντίβαρο εγγυάται την υπεροχή της λογικής. Αυτό το αντίβαρο δεν είναι τίποτε άλλο από το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτής της ευγενέστερης αγάπης προς τον εαυτό μας, αυτής της βαθειάς έμφυτης ανάγκης της ψυχής να δρα σε κάθε περίπτωση ως ον προικισμένο με λογική και κρίση. Θα μπορούσαμε επομένως να ειπούμε πως δυνατή ψυχή είναι εκείνη η οποία δεν χάνει την ισορροπία της ακόμη και στη βιαιότερη κατάσταση παφλασμού. Αν ρίξουμε μια ματιά στην ποικιλία των ανθρώπινων ιδιοσυγκρασιών, θα δούμε πως υπάρχουν πρώτα άνθρωποι ελάχιστα συγκινησιακοί, που τους ονομάζουμε φλεγματικούς ή απαθείς. Στη συνέχεια, πολύ συγκινησιακά πρόσωπα, τα συναισθήματα των οποίων όμως δεν υπερβαίνουν έναν ορισμένο βαθμό, και που τα χαρακτηρίζουμε ως συναισθηματικά αλλά ήρεμα.
184
Κατά τρίτο λόγο, εκείνοι που συγκινούνται εύκολα, τα συναισθήματα των οποίων ανάβουν εύκολα όπως η πυρίτιδα, κατευνάζονται όμως επίσης γρήγορα. Κατά τέταρτο και τελευταίο λόγο εκείνοι που δε συγκινούνται με την παραμικρή ευκαιρία, η συναισθηματικότητα των οποίων δεν αφυπνίζεται γρήγορα, αλλά σταδιακά, και τα συναισθήματά τους γίνονται τότε ισχυρά αλλά πολύ διαρκέστερα. Είναι οι άνθρωποι με τα δυνατά, βαθιά και κρυφά πάθη. Αυτή η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, που αφορά στην ιδιοσυγκρασία τους, τοποθετείται πιθανώς στο όριο των φυσικών δυνάμεων οι οποίες κυβερνούν τον ανθρώπινο οργανισμό, και προέρχεται απ' αυτήν την διφορούμενη οργάνωση που ονομάζεται νευρικό σύστημα, η οποία μοιάζει να συγγενεύει από τη μια πλευρά με την ύλη κι από την άλλη με το πνεύμα. Όσο για μας, με τ' αδύναμα φιλοσοφικά μας μέσα, δε θα επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε σ' αυτές τις σκοτεινές περιοχές. Μας ενδιαφέρει ωστόσο να σταθούμε για μια στιγμή στις αντανακλάσεις αυτών των διαφορετικών φύσεων στην στρατιωτική δραστηριότητα, και να δούμε κατά πόσον επιτρέπουν την προσδοκία μιας μεγάλης δύναμης χαρακτήρα. Ένας άνθρωπος απαθής δεν χάνει εύκολα την ισορροπία του, αλλά δε θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δύναμη χαρακτήρα την απουσία κάθε εκδήλωσης ενεργητικότητας. Ωστόσο, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε πως σε περιόδους πολέμου, οι άνθρωποι αυτοί δεν στερούνται κάποιας ικανότητας, μονόπλευρης είναι αλήθεια, που οφείλεται ακριβώς στην μόνιμη σταθερότητά τους. Το θετικό κίνητρο της δράσης, δηλαδή η παρόρμηση, και κατά συνέπεια η δραστηριότητα, συχνά τους λείπει, δεν αναλύουν ωστόσο ποτέ εντελώς εκείνο που κάνουν. Εκείνο που διακρίνει τα άτομα της δεύτερης κατηγορίας είναι το ότι αντιδρούν εύκολα σε μικρά πράγματα, διαλύονται όμως γρήγορα από τα μεγάλα. Οι άνθρωποι αυτού του είδους είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν ένα άτομο που βρίσκεται σε απόγνωση, η απόγνωση όμως ενός ολόκληρου λαού δεν κάνει άλλο από το να τους καταπονεί αντί να τους παροτρύνει σε δράση.
185
Στον πόλεμο, δεν λείπει απ' αυτούς τους ανθρώπους ούτε η δραστηριότητα ούτε η ισορροπία, δεν επιτελούν όμως ποτέ τίποτε μεγάλο, τουλάχιστον όσο δεν τους προσφέρει το κίνητρο μια ισχυρή διάνοια. Σπάνια όμως θα συμμαχήσει μια ισχυρή κι ανεξάρτητη διάνοια μ' αυτό το είδος ιδιοσυγκρασίας. Οι κοχλάζουσες, παράφορες ιδιοσυγκρασίες, που είναι ήδη ελάχιστα καμωμένες για την πρακτική ζωή, δεν είναι καμωμένες ούτε και για τον πόλεμο. Είναι αλήθεια πως οι βίαιες παρορμήσεις τους τις ωφελούν, ωστόσο δεν διαρκούν. Όταν όμως η συναισθηματικότητα αυτών των ανθρώπων στρέφεται προς το θάρρος και την φιλοδοξία, μπορούν συχνά να προσφέρουν καλές υπηρεσίες σε κατώτερες θέσεις, για τον απλούστατο λόγο του ότι οι πολεμικές πράξεις που ανατίθενται σε διοικητές κατώτερου βαθμού είναι γενικά λιγότερο μακρόχρονες. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, μια θαρραλέα απόφαση, ένα μόνον ανάβλυσμα της ψυχικής δύναμης, θα μπορούσε συχνά ν' αρκέσει. Μια παράτολμη επίθεση, ένα «εμπρός!» εκστομισμένο με δυνατή φωνή, είναι υπόθεση μερικών στιγμών, ενώ ένας βίαιος ανταγωνισμός στο πεδίο της μάχης μπορεί να διαρκέσει μιαν ολόκληρη μέρα, και μια εκστρατεία έναν ολόκληρο χρόνο. Εξαιτίας της σφοδρότητας των συναισθημάτων τους, οι άνθρωποι αυτού του είδους καταβάλλουν διπλάσιες προσπάθειες για να διατηρήσουν την ισορροπία τους και συχνά χάνουν τα λογικά τους, πράγμα που αποτελεί το σοβαρότερο ελάττωμα στον πόλεμο. Θα ερχόμασταν όμως σ' αντίθεση προς κάθε εμπειρία, αν βεβαιώναμε πως οι άνθρωποι οι οποίοι διαθέτουν πολύ ευερέθιστη ιδιοσυγκρασία, δεν είναι ποτέ δυνατοί, ικανοί δηλαδή να διατηρούν την ισορροπία τους όταν πλήττονται από μια βίαια συγκίνηση. Γιατί να μην έχουν το αίσθημα της αξιοπρέπειάς τους, αφού κατά γενικό κανόνα ανήκουν στις ευγενείς φύσεις ; Σπάνια στερούνται αυτού του αισθήματος, αλλ' αυτό δεν έχει το χρόνο να γίνει αποτελεσματικό. Αφού περάσει η πρώτη ορμή, κατατρύχονται σχεδόν πάντοτε από την εντονότερη ταπείνωση. Αν, χάρη στη μόρφωση και στην επαγρύπνησή τους, καταλήγουν αργά ή γρήγορα να δυσπιστούν για τους ίδιους τους εαυτούς τους, έτσι ώστε, τη στιγμή της ταραχής, να συνειδητοποιούν έγκαιρα την αντίθετη δύναμη που φέρουν μέσα τους, θα μπορούσαν να φανούν κι αυτοί ικανοί για μια μεγάλη ψυχική δύναμη. 186
Υπάρχουν τέλος οι άνθρωποι που δύσκολα συγκινούνται, γι' αυτόν όμως ακριβώς το λόγο συγκινούνται βαθιά. Αυτοί αποτελούν έναντι των προηγούμενων ότι περίπου αποτελεί η ανθρακιά για τη φλόγα. Αυτοί, χάρη στην τιτάνια δύναμή τους, είναι οι ικανότεροι για να εξεγείρουν τις μάζες, αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την εικόνα, για να παραστήσουμε τις συμφυείς προς την πολεμική δράση δυσκολίες. Τα συναισθήματά τους, όπως οι κινήσεις της μάζας, αν και αργά, είναι ακόμη περισσότερο ακαταμάχητα. Αυτοί οι άνθρωποι κινδυνεύουν λιγότερο να βρεθούν στο έλεος των συναισθημάτων τους και ν' αφεθούν να παρασυρθούν απ' αυτά σε σημείο που να κοκκινίζουν εκ των υστέρων, όπως συμβαίνει στην προηγούμενη κατηγορία, η εμπειρία όμως θα μας διέψευδε πάλι, αν τους κρίναμε ανίκανους να χάσουν την ισορροπία τους και να γίνουν θύματα ενός τυφλού πάθους. Αντίθετα, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που θα τους συμβεί, αν τους λείπει η υπερηφάνεια κι η αυτοκυριαρχία, ή αν τα συναισθήματά τους δεν έχουν αρκετό βάρος. Πρόκειται για μιαν εμπειρία, την οποίαν αντιμετωπίζουμε συχνά, όσον αφορά στους μεγάλους άνδρες λαών μη πολιτισμένων, όπου η αδυναμία του διανοητικού επιπέδου ευνοεί πάντα το πάθος. Κι οι πιο καλλιεργημένες όμως τάξεις των υψηλά πολιτισμένων λαών προσφέρουν πολλά παραδείγματα αυτού του είδους. Οι άνθρωποι παρασύρονται από τη βιαιότητα των παθών τους, όπως στο Μεσαίωνα ο λαθροθήρας δενόταν στο ελάφι που έτρεχε στο δάσος. Θα το επαναλάβουμε, η δυνατή ψυχή δεν ανήκει σε κείνον που δεν γνωρίζει δυνατές συγκινήσεις, αλλά σε κείνον που ξέρει να μένει κύριος του εαυτού του κάτω από τα πλήγματα και των ισχυρότερων συγκινήσεων, έτσι ώστε, παρά την τρικυμία που μαίνεται στην καρδιά του, η ικανότητα κρίσης κι οι πεποιθήσεις του να διατηρούν την προηγούμενη λεπτότητά τους, όπως η μαγνητική βελόνη στο πλεούμενο που βρίσκεται σε απόγνωση. Η δύναμη του χαρακτήρα η απλά ο χαρακτήρας, δηλώνει την επιμονή των πεποιθήσεων, είτε αυτές προ187
έρχονται από την δική μας κρίση, είτε από την κρίση των άλλων, είτε βασίζονται σε αρχές, γνώμες, φευγαλέες εμπνεύσεις ή οποιονδήποτε άλλο καρπό του πνεύματος. Είναι αλήθεια πως αυτό το είδος σταθερότητας δεν μπορεί να εκδηλωθεί όταν οι ίδιες οι πεποιθήσεις υπόκεινται σε συχνές μεταβολές' μεταβολές που δεν οφείλονται κατ' ανάγκη σ' εξωτερικές επιδράσεις. Μπορούν ν' απορρεύσουν από την ακατάπαυστη δραστηριότητα της δικής μας διάνοιας, πράγμα που υποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία μιαν ιδιαίτερη αστάθεια της τελευταίας. Ένας άνθρωπος που αλλάζει κάθε στιγμή γνώμη, προφανώς δεν θα θεωρηθεί ποτέ άνθρωπος χαρακτήρα, ακόμη κι αν η αιτία αυτών των μεταβολών δεν βρίσκεται μέσα του. Αυτή η ιδιότητα συνεπώς δεν δηλώνει παρά τις πολύ σταθερές πεποιθήσεις, επειδή είναι πολύ βαθιά ριζωμένες, καθαρές και διαυγείς, και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αμετάβλητες, ή επειδή η έλλειψη διανοητικής δραστηριότητας δεν επιτρέπει καμιά μεταβολή, όπως στην περίπτωση των απαθών. Η, τέλος, επειδή μια πράξη σαφούς θέλησης, που απορρέει από μια κυρίαρχη διανοητική αρχή, αποκλείει, σ' έναν ορισμένο βαθμό, κάθε μεταβολή γνώμης. Όμως, στον πόλεμο, εξαιτίας του πλήθους των έντονων εντυπώσεων στις οποίες εκτίθεται η ψυχή, και της αμφιβολίας που κλονίζει όλες μας τις γνώσεις κι όλες μας τις πεποιθήσεις, τα κίνητρα, που εκτρέπουν τον άνθρωπο από τον δρόμο στον οποίο δεσμεύτηκε και τον οδηγούν στην αμφιβολία για τον ίδιο του τον εαυτό και για τους άλλους, είναι πολύ περισσότερα απ' όσο σε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η σπαρακτική θέα των πόνων και του κινδύνου αφυπνίζει συναισθήματα που εύκολα κυριαρχούν στις διανοητικές πεποιθήσεις και το αβέβαιο φως που εξαπλώνεται παντού κάνει την διαυγή και βαθειά αντίληψη τόσον οδυνηρή, ώστε αυτές οι μεταβολές γίνονται πιο κατανοητές και συγχωρητέες. Οι πράξεις δεν στηρίζονται ποτέ παρά σε αλήθειες προεικασμένες και προαισθημένες. Να γιατί οι διαφωνίες απόψεων δεν είναι πουθενά αλλού τόσο βαθειές όσο στον πόλεμο, όπου η συρροή των εντυπώσεων δεν παύει να εναντιώνεται στις πεποιθήσεις μας. Ακόμη και το πλέον φλεγματικό πνεύμα δεν μπορεί ν' αμυνθεί σ' αυτό, γιατι οι εντυπώσεις του είναι πολύ ισχυρές, πολύ δυσεξάλειπτες κι 188
εδράζονται πάντοτε τόσο στην αντίληψη όσο και στο συναίσθημα. Οι γενικές γνώμες και αρχές που προσανατολίζουν την δράση, ξεκινώντας από μιαν ανώτερη άποψη, δεν μπορούν παρά να είναι καρπός μιας βαθειάς και σαφούς αντίληψης, η δε γνώμη για τις ειδικές περιπτώσεις ταλαντεύεται κατά κάποιο τρόπο μπροστά σ' αυτές τις αρχές. Αλλά η δυσκολία συνίσταται ακριβώς στο να εμμένει κανείς σταθερά στ' αποτελέσματα της προηγούμενης σκέψης, παρά την συρροή των αντίθετων κρίσεων και φαινομένων τα οποία εγείρονται προς στιγμήν. Μεταξύ της ιδιαίτερης περίπτωσης και της αρχής υπάρχει συχνά αξιοσημείωτη απόσταση, την οποια δεν κατορθώνει πάντα κάποιος να την πληρώσει με συγγενείς λογικούς ειρμούς. Μια ορισμένη αυτοπεποίθηση κι ένας ορισμένος βαθμός ευεργετικού σκεπτικισμού είναι τότε πολύ χρήσιμα. Συχνά, δεν μπορεί κανείς ν' ανατρέξει επωφελώς παρά σε μια διατακτική αρχή που, ανεξάρτητα από κάθε σκέψη, κυβερνά την τελευταία. Σε περίπτωση αμφιβολίας, αυτή η αρχή, μπορεί να συνίσταται στο να εμμένει κανείς στην πρώτη γνώμη και να μην παραιτείται απ' αυτήν, αν δεν αναγκάζεται γι' αυτό από μια σαφέστατη πεποίθηση. Η ακλόνητη πίστη στην ανώτερη αλήθεια των μακρόχρονα δοκιμασμένων αρχών θα μας εμποδίσει να ξεχάσουμε ότι , παρά την δύναμή τους, τα στιγμιαία φαινόμενα είναι κατώτερης τάξης. Αυτή η προτεραιότητα που, σ' αμφίβολες περιπτώσεις, αποδίδεται στις προηγούμενες πεποιθήσεις, αυτή η πίστη απέναντί τους, είναι που δίνουν την σταθερότητα και την μονιμότητα σε κείνο που ονομάζεται χαρακτήρας. Εύκολα θα καταλάβουμε πόσο συντείνει στη δύναμη του χαρακτήρα μια ισορροπημένη ιδιοσυγκρασία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι προικισμένοι με μεγάλη ηθική δύναμη άνθρωποι έχουν γενικά πολύ ισχυρό χαρακτήρα. Η δύναμη του χαρακτήρα μας επιβάλλει την αναφορά σε μιαν άλλην αλήθεια της, την ισχυρογνωμοσύνη, Είναι συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, πού αρχίζει η μια και πού τελειώνει η άλλη' αντίθετα, δεν φαίνεται τόσο δύσκολο να προσδιοριστεί η θεωρητική διαφορά μεταξύ των δυο όρων. 189
Η ισχυρογνωμοσύνη δεν είναι ελάττωμα της διάνοιας. Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμεύει στον καθορισμό της άρνησης να υποταγεί κανείς σε μιαν ανώτερη αντίληψη, άρνηση που δεν θα μπορούσαμε, χωρίς αντίφαση, ν' αποδώσουμε στην διάνοια, που είναι ακριβώς η ικανότητα αντίληψης. Η ισχυρογνωμοσύνη είναι ελάττωμα της ιδιοσυγκρασίας. Αυτή η δυσκαμψία της θέλησης, αυτή η αδιαλλαξία απέναντι σε κάθε αντίφαση, δεν προέρχεται παρά από έναν ιδιαίτερο εγωισμό, που οδηγεί πάνω απ' όλα στο να υπακούει κανείς και να κάνει και τους άλλους να υπακούν, μόνο στις επιταγές της δικής του πνευματικής δραστηριότητας. Θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε σαν ένα είδος ματαιοδοξίας, είναι ωστόσο κάτι καλύτερο. Η ματαιοδοξία αρκείται στην εμφάνιση, ενώ η ισχυρογνωμοσύνη στηρίζεται στην απόλαυση του θέματος. Μπορούμε επομένως να πούμε πως η δύναμη του χαρακτήρα γίνεται ισχυρογνωμοσύνη όταν η προβαλλόμενη σε συγκεκριμένες απόψεις αντίσταση δεν εκπηγάζει από μια βασιμότερη πεποίθηση ή από μια πίστη σε μιαν ανώτερη αρχή, αλλά από ένα αίσθημα αντίθεσης. Επαναλαμβάνουμε πως ακόμη κι αν αυτός ο προσδιορισμός έχει μικρή πρακτική χρησιμότητα, επιτρέπει ωστόσο να μην θεωρούμε την ισχυρογνωμοσύνη ως επίταση της δύναμης του χαρακτήρα, ενώ είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό, κάτι παράλληλο είναι αλήθεια, κάτι που την πλησιάζει, ταυτόχρονα όμως ανταποκρίνεται τόσο λίγο στην έντασή της, ώστε βλέπουμε ανθρώπους έντονα ισχυρογνώμονες, οι οποίοι από έλλειψη διάνοιας, στερούνται σχεδόν δύναμης χαρακτήρα. Αφού αυτά τα εξέχοντα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη μας έκαναν να γνωρίσουμε τις ιδιότητες με τις οποίες δρα η ιδιοσυγκρασία σε συνεργασία με την διάνοια, φτάνουμε τώρα σε μιαν ιδιαιτερότητα της πολεμικής δραστηριότητας, την οποία πρέπει ίσως να θεωρήσουμε ως την ισχυρότερη, παρόλο που δεν είναι η σημαντικότερη και δεν απαιτεί παρά πνευματικές ικανότητες, χωρίς να υπολογίζονται οι ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας.
190
Πρόκειται για την συνάφεια που υπάρχει μεταξύ του πολέμου και του πεδίου, δηλαδή της χώρας και του εδάφους. Κατά πρώτον λόγο πρέπει να πούμε πως αυτή η συνάφεια είναι μια συνεχής, με τέτοιο τρόπο, ώστε είναι αδύνατο να αντιληφθούμε, μια πολεμική επιχείρηση πραγματοποιούμενη από έναν οργανωμένο στρατό, να εκτυλίσσεται αλλού, έξω από ένα συγκεκριμένο χώρο. Κατά δεύτερον λόγο έχει αποφασιστική σημασία, γιατι τροποποιεί και φτάνει ενίοτε έως το σημείο του να μεταβάλλει ολότελα τα επακόλουθα όλων των δυνάμεων. Κατά τρίτο λόγο, ενδιαφέρει τόσο τις παραμικρές λεπτομέρειες της τοποθεσίας, όσο και τις μεγαλύτερες εκτάσεις της χώρας. Συνεπάγεται πως η σχέση που υπάρχει μεταξύ του πολέμου από την μια πλευρά και του πεδίου και της χώρας από την άλλη, δίνει στον πόλεμο έναν εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα. Όταν φέρνει κανείς στο νου του άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες συσχετίζονται μ' αυτό το αντικείμενο -την κηπουρική, την γεωργία, την οικοδομική, τα αρδευτικά έργα, τα μεταλλεία, το κυνήγι, την δασική εκμετάλλευση- διαπιστώνει πως περιορίζονται όλες σε πολύ μικρούς χώρους, οι οποίοι είναι εύκολο να εξερευνηθούν γρήγορα, με μιαν ικανοποιητική ακρίβεια. Στον πόλεμο όμως, ο σταρτιωτικός ηγέτης πρέπει να έχει τον χώρο μέσα στον οποίο κινείται, συνεργό στην δράση στην οποία είναι δεσμευμένος. Με τον χώρο αυτόν, που είναι ανίκανος να τον μετρήσει με τα μάτια του, τον οποίον κι ο φλογερότερος ζήλος δεν αρκεί πάντα για να τον εξερευνήσει, δεδομένων των συνεχών μεταβολών που παράγονται μέσα σ' αυτόν, σπάνια του είναι δυνατόν να εξοικειωθεί πλήρως. Είναι αλήθεια πως, εν γένει, κι ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια θέση ωστόσο η δυσκολία, αν και κοινή και στις δυο πλευρές, εξακολουθεί ωστόσο να υφίσταται εξίσου ως δυσκολία, κι εκείνος που θα την νικήσει χάρη στο ταλέντο και στην εξάσκησή του, θα διαθέτει ένα αξιόλογο πλεονέκτημα. Επιπλέον, δεν κατανέμεται παρά γενικά, κι όχι κατ' ανάγκη στις ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπου, αντίθετα, κατά κανόνα ο ένας από τους δυο αντιπάλους (ο αμυνόμενος) γνωρίζει τον τόπο πολύ καλύτερα απ' όσο ο άλλος.
191
Για να ξεπεραστεί αυτή η πολύ ειδική δυσκολία, χρειάζεται μια πολύ ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα, που δηλώνεται ως αίσθηση προσανατολισμού, έκφραση ωστόσο πολύ στενή. Πρόκειται για την ικανότητα της ταχείας διαμόρφωσης μιας ακριβούς γεωμετρικής αναπαράστασης οποιασδήποτε χώρας και, κατά συνέπεια, της ευχερούς εξεύρεσης του δρόμου που πρέπει κάθε φορά ν' ακολουθηθεί. Αυτό συνιστά προφανέστατα μια πορεία της φαντασίας. Είναι αλήθεια πως η αντίληψη σχηματίζεται εν μέρει χάρη στον σωματικό οφθαλμό κι εν μέρει χάρη στην διάνοια, η οποία βασιζόμενη στις επιστήμες και στην εμπειρία, προσφέρει τα δεδομένα τα οποία λείπουν. Αυτά, προστιθέμενα στα ορατά από τον σωματικό οφθαλμό θραύσματα, συνιστούν ένα σύνολο. Όμως για να παρουσιάζεται αυτό το σύνολο ζωντανό στο πνεύμα, για να καθίσταται εικόνα, γεωφυσικός χάρτης σχεδιασμένος μέσα στο μυαλό, για να είναι διαρκής η εικόνα και για να μην απεξαρθρώνονται συνεχώς οι λεπτομέρειες, χρειάζεται μια πνευματική ιδιότητα που ονομάζεται φαντασία. Αν κάποιος ιδιοφυής ποιητής ή ζωγράφος ενοχλούνταν να βλέπει το είδωλό του επιφορτισμένο με μια παρόμοια αποστολή, αν σήκωνε τους ώμους λέγοντας πως ένας λίγο νοήμων υπηρέτης θα ήταν προικισμένος με μια πρώτης τάξεως φαντασία γι' αυτόν το σκοπό, παραδεχόμαστε πως ο όρος εννοείται εδώ με πολύ περιορισμένο νόημα, μιας και η φαντασία μετατρέπεται σχεδόν σε δουλεία. Όσον ασήμαντη κι αν είναι αυτή η χρησιμότητα, χρειάζεται να προέρχεται απ' αυτήν την φυσική δύναμη. Επειδή, αν αυτή απουσίαζε εντελώς, θα ήταν πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια σαφή και συνεκτική εικόνα και να δούμε τα πράγματα σαν να τα είχαμε μπροστά στα μάτια μας. Παραδεχόμαστε πως μια καλή μνήμη προσφέρει εδώ μεγάλη βοήθεια, πρέπει όμως η μνήμη να θεωρείται αυτόνομη ιδιότητα, ή μήπως είναι ακριβώς εξαιτίας της ικανότητας του σχηματισμού εικόνας που τα πράγματα εδραιόνονται στην μνήμη ευκολότερα; Πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο δεν θα επιχειρήσουμε να θέσουì ε, επειδή επιπλέον φαίνεται από πολλές απόψεις δύσκολο ν' αντιληφθούμε κάθε μιά απ' αυτές τις δυο πνευματικές ικανότητες ξεχωριστά. Είναι αναντίρρητο πως η εκγύμναση κι η κατανόηση παίζουν εδώ σημαντικό ρόλο. Ο Πυϊζεγκύρ*, ο φημισμένος γενικός καλυματίας του περίφημου Λούξεμπουργκ**, σημειώ192
νει πως, σ' αυτό το σημείο, δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, μια κι είχε παρατηρήσει πως έχανε το δρόμο του κάθε φορά που έπρεπε να πάει μακριά για να ζητήσει το σύνθημα. Φυσικά το περιθώριο που αφήνεται στην άσκηση αυτού του ταλέντου, αυξάνει στο μέτρο που ανεβαίνει κανείς στην ιεραρχία. Ο ουσάρος κι ο ανιχνευτής πρέπει να ξέρουν να οδηγούν μια περίπολο από βουνά και ρεματιές, καθήκον για το οποίο αρκούν μερικά σημεία αναγνώρισης και μια μέση ικανότητα κατανόησης και αναπαράστασης, ενώ ο στρατιωτικός ηγέτης πρέπει ν' ανεβάσει το επίπεδο των γνώσεών του σ' όλη την γενική γεωγραφία μιας επαρχίας και μιας χώρας, να ηνωρίζει να σχηματίζει μια ζωντανή εικόνα του δικτύου των δρόμων, της ροής των ποταμών, της θέσης των βουνών, δίχως ωστόσο ν’ αφήνεται να παραμελήσει την αίσθηση του προσανατολισμού που περιορίζεται στις λεπτομέρειες. Αναμφίβολα οι πληροφορίες κάθε φύσης, οι χάρτες, τα βιβλία, τ' απομνημονεύματα, θα του χρησιμεύσουν στις μεγάλες γραì μές της δράσης του, αλλά και η συνδρομή του περιβάλλοντός του θα του προσφέρει μεγάλη βοήθεια για τα ζητήματα των λεπτομερειών. Δεν αληθεύει λιγότερο ότι, η ταχεία και σαφής αντίληψη των όψεων μιας χώρας είναι ένα ταλέντο που θα προσδώσει ένα κύκλο μεγαλύτερης σταθερότητας και ευχέρειας σ' όλη του την δράση, προφυλάσσοντάς τον από κάποιαν ηθική απειρία, επειδή θα είναι πιο ανεξάρτητος. Άλλωστε, εξ αιτίας αυτής της ιδιότητας η πολεμική δραστηριότητα επικαλείται την φαντασία, αυτήν την ιδιότροπη θεά, η οποία γενικά θα της είναι περισσότερον ολέθρια παρά χρήσιμη. Πιστεύουμε πως κάναμε έτσι τον κύκλο των διανοητικών και ηθικών λειτουργιών του ανθρώπου, οι οποίες αναγκάζονται να συνεργαστούν εξ αιτίας της πολεμικής δραστηριότητας. Η διάνοια εμφανίζεται παντού ως μια δύναμη, η συνεργασία της οποίας είναι ουσιαστική. Αυτό εξηγεί γιατί η πολεμική δραστηριότητα, που μεταφράζεται σε τόσο απλές, τόσο λίγο περίπλοκες πράξεις, δεν θα μπορούσε ν' ασκηθεί με κάποια τελειότητα από ανθρώπους οι οποίοι δεν διαθέτουν εξέχουσες διανοητικές ικανότητες. 193
Άπαξ κι αποκτάται αυτή η πεποίθηση, κάτι τόσον φυσικό όπως η κύκλωση του εχθρού, την οποίαν είδαμε χίλιες φορές, καθώς και δεκάδες παρόμοιες υποθέσεις, δεν εμφανίζονται πλέον ως κατορθώματα τα οποία που χρειάζονται μεγάλη πνευματική προσπάθεια. Είναι αλήθεια ότι συνήθως πιστεύεται πως ο απλός και καλός στρατιώτης είναι το αντίθετο του σκεπτόμενου μυαλού, το οποίον είναι πλούσιο σε ιδέες και πρωτοβουλίες, του στολισμένου μ' όλα τα θέλγητρα της καλλιέργειας λαμπρού πνεύματος. Αυτή η αντίθεση δεν στερείται οποιασδήποτε βάσης, όμως δεν αποδεικνύει ότι αρκεί το θάρρος για να γίνει κανείς καλός στρατιώτης και πως δεν είναι εξίσου αναγκαίες κάποια νοητική δραστηριότητα και ικανότητα, ώστε κάποιος να καταστεί απλώς αυτό που ονομάζεται καλό σπαθί. Χρειάζεται να επανερχόμαστε πάντοτε στο γεγονός πως τίποτε δεν είναι συνηθέστερο από έναν άνδρα που χάνει τα μέσα της δράσης του από την στιγμή που καταλαμβάνει μιαν ανώτερη θέση, στην οποία έχουν πάψει ν’ ανταποκρίνονται οι απόψεις του. Πρέπει όμως επίσης να θυμόμαστε πάντοτε ότι μιλούμε για εξαιρετικά κατορθώματα, για κατορθώματα λαμπρά στο είδος της κατηγορίας στην οποίαν ανήκουν. Συνεπώς, στον πόλεμο, κάθε κλίμακα της διοίκησης διαμορφώνει τον δικό της τύπο προσήκουσας διανοητικής ικανότητας, τιμής και δόξας. Μεταξύ του ανώτατου ηγέτη, δηλαδή μεταξύ του στρατηγού, που τίθεται επικεφαλής όλου του πολέμου ή ενός θεάτρου πολέμου, και της άμεσα υφιστάμενης του διοίκησης υπάρχει μια βαθειά άβυσσος, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτός υποτάσσεται σε μια πολύ πιο άμεση διεύθυνση κι επίβλεψη, πράγμα που περιορίζει αισθητά το πεδίο των δικών του διανοητικών πρωτοβουλιών. Αυτό είναι που παρέσυρε την κοινή γνώμη στο να μην αναγνωρίζει διανοητική ανωτερότητα παρά σ' αυτό το ανώτατο επίπεδο και να πιστεύει πως σ' όλες τις χαμηλότερες θέσεις αρκεί μια μέση διάνοια. Τείνουν ακόμη να θεωρούν τον αντιστράτηγο, τα μαλλιά του οποίου άσπρισαν υπό τα όπλα, και που η μονόπλευρη δραστηριότητα του τον οδήγησε σε μιαν αναντίρρητη διανοητική εξασθένηση, ως την εικόνα κάποιας αποβλάκωσης και να χαμογελούν για την απλοϊκότητά του, σεβόμενοι ταυτόχρονα το θάρρος του. Δεν έχουμε την πρόθεση να φιλονικήσουμε για χάρη των τολμη194
ρών αυτών ανθρώπων, ώστε να τους εξασφαλίσουμε καλύτερη αντιμετώπιση. Κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαλλε καθόλου στη δραστηριότητα και στην ευτυχία τους, θέλουμε μόνο να δείξουμε τα πράγματα όπως είναι και να τεθούμε σ' επιφυλακή έναντι του σφάλματος, που συνίσταται στην πίστη ότι στον πόλεμο ένας ξιφομάχος χωρίς πολύ πνεύμα μπορεί να επιτελέσει μεγάλα πράγματα. Αν, όπως πιστεύουμε, οι διοικητικές θέσεις, ακόμη και οι κατώτερες, απαιτούν εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες από εκείνον που θέλει να διαπρέψει, και αν αυτές οι ικανότητες πρέπει ν' αυξάνουν στο μέτρο που κάποιος ανέρχεται σε βαθμό, έπεται φυσικότατα ότι έχουμε μιαν εντελώς διαφορετική γνώμη για τους ανθρώπους οι οποίοι επιτελούν αξιοπρεπώς τα δευτερεύοντα καθήκοντα ενός στρατού. Η φαινομενική απλοϊκότητά τους, εάν συγκριθούν με τον σοφό, με τον επιχειρηματία που ξέρει να χειρίζεται την γραφίδα ή με τον κρατικό σύμβουλο, δεν πρέπει να μας ξεγελά για την τελειότητα της πρακτικής τους διάνοιας. Αναμφίβολα βλέπουμε μερικές φορές ανθρώπους σε μιαν ανώτερη θέση, οι οποίοι διατηρούν, χωρίς να το αξίζουν πραγματικά, την δόξα που απέκτησαν σ' ένα χαμηλότερο κλιμάκιο. Αν όμως δεν απαιτούνται πολλά απ' αυτούς, έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν ν' αποκαλύψουν τα κενά τους, η κοινή γνώμη δεν θα επιδιώξει πολύ να διευκρινίσει το είδος της φήμης την οποίαν έχουν, μ' αποτέλεσμα συχνά να παραμένουν επί πολύ καιρό με την εντύπωση ότι αποτελούν ακόμη προσωπικότητες ικανές να λάìψουν σ' ορισμένες θέσεις. Από τον χαμηλότερο ως τον ανώτερο βαθμό, τα πρώτης τάξης στρατιωτικά κατορθώματα απαιτούν την συμπλήρωση μιας ειδικής ιδιοφυίας, Κανονικά όμως, η Ιστορία και οι επερχόμενες γενεές δεν θεωρούν πραγματική ιδιοφυία, παρά το πνεύμα που έλαμψε στο πρώτο επίπεδο, δηλαδή ως γενικός διοικητής. Τον λόγο πρέπει να τον αναζητήσουμε στο γεγονός πως οι απαραίτητες ηθικές και διανοητικές ιδιότητες είναι σ' αυτόν προφανώς μεγαλύτερες. Για να οδηγηθεί σ' ένα ένδοξο τέλος ένας ολόκληρος πόλεμος, ή τουλάχιστον οι σημαντικότερες δράσεις του, οι οποίες ονομάζονται εκστρατείες, χρειάζεται μια βαθειά γνώση των ανώτερων πολιτικών δεδομένων 195
του κράτους. Εδώ, η διεύθυνση του πολέμου συμπίπτει με την πολιτική, και ο στρατιωτικός ηγέτης γίνεται ταυτόχρονα και πολιτικός. Αν ο Κάρολος ο 12ος δεν έχει τη φήμη μεγάλης ιδιοφυίας, είναι γιατι δεν γνώριζε να υποτάσσει την δραστικότητα των όπλων του σε μιαν αντίληψη, σε μιαν ανώτερη σοφία, να τις κάνει δηλαδή να υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό. Αν δεν είναι ιδιοφυία ούτε ο Ερρίκος ο 4ος, είναι επειδή δεν έζησε αρκετά για να κατευθύνει τις στρατιωτικές του προσπάθειες εναντίον της πολιτικής πολλών κρατών και ν' αποδείξει την αξία του σ' αυτή την ανώτερη σφαίρα, όπου η ευγένεια των αισθημάτων κι ο ιπποτικός χαρακτήρας έχουν μικρότερη ισχύ επί του αντιπάλου απ' όσην όταν πρόκειται να νικηθεί μια εσωτερική αντίσταση. Για να δώσουμε μιαν ιδέα του τι πρέπει να εκτιμά και ν' αντιλαμβάνεται ακριβώς κι αμέσως ένας στρατιωτικός ηγέτης, θα παραπέμψουμε τον αναγνώστη στο πρώτο μας κεφάλαιο. Αν ο στρατιωτικός ηγέτης γίνεται πολιτικός, δεν πρέπει να πάψει να παραμένει στρατηγός. Από την μια πλευρά το βλέμμα του αγκαλιάζει όλες τις φυσικές συνθήκες, ενώ από την άλλη γνωρίζει ακριβώς έως πού του επιτρέπουν να πάει τα διατιθέμενα μέσα. Στον πόλεμο, η ποικιλία, η ασαφής οριοθέτηση των συσχετισμών, κάνουν να υπολογίζεται ένας μεγάλος αριθμός παραγόντων. Οι περισσότεροι απ' αυτούς τους παράγοντες δεν μπορούν να εκτιμηθούν, παρά σύμφωνα με τους νόμους των πιθανοτήτων. Αν το δρών πρόσωπο δεν έχει την απαραίτητη όσφρηση για να προαισθανθεί την συνολική πραγματικότητα, προκύπτει μια ανεξέλεγκτη σύγχυση απόψεων και θεωρήσεων. Θα βρίσκεται σ' απόλυτη αδυναμία να σχηματίσει μιαν ιδέα, για να ξαναβρεί εκεί τον εαυτό του. Ο Βοναπάρτης είπε πολύ σωστά επί του θέματος πως, πολλές αποφάσεις συγκλίνουσες στον πολεμικό ηγέτη, θα μπορούσαν να προτείνουν σ' έναν Νεύτωνα ή σ' έναν Όυλερ μαθηματικά προβλήματα, τα οποία δεν θα ήταν ανάξιά τους. Τι πρέπει εδώ ν' απαιτεί κανείς από τις ανώτερες ιδιότητες του πνεύματος; Η ικανότητα σύνθεσης κι η ικανότητα κρίσης εγείρονται στο επίπεδο μιας εξαίσιας πνευματικής θέασης, η οποία στην πτήση της, θίγει και διαλύει χίλιες σκοτεινές 196
αντιλήψεις, τις οποίες μια κοινή διάνοια θα έφερνε στο φως με πολύ κόπο, και στην επαφή των οποίων θα εξαντλούνταν. Αυτή ωστόσο η ανώτερη πνευματική δραστηριότητα, αυτή η ιδιοφυής θέαση, δεν θα είχε καμιάν ιστορική σημασία, αν δεν υποστηριζόταν από τις ιδιότητες του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας για τις οποίες μιλήσαμε. Η αλήθεια καθαυτή, αποτελεί για τον άνθρωπο πολύ αδύναμο κίνητρο. Από εδώ απορρέει και η μεγάλη διαφορά η οποία υπάρχει μεταξύ της γνώσης και της θέλησης, μεταξύ της επιστήμης και της δύναμης. Ο άνθρωπος από τον δίαυλο των συναισθημάτων παίρνει πάντα τα κίνητρα που τον παρακινούν περισσότερο στην δράση κι οι σταθερότερες ενισχύσεις του, τις οποίες γνωρίζουμε με τα ονόματα της αποφασιστικότητας, της σταθερότητας, της καρτερίας και της δύναμης του χαρακτήρα, γεννιούνται, αν μπορούμε να το πούμε, από την συγχώνευση της ψυχής και του πνεύματος. Επιπλέον, σπάνια θα γινόταν ιστορικό φαινόμενο αυτή η ανωτερότητα της διανοητικής και ηθικής δραστηριότητας του πολεμικού ηγέτη, αν δεν εκδηλωνόταν στο τελικό αποτέλεσμα του έργου του και δεν εφαρμοζόταν παρά στην αφοσίωση, στην πίστη. Όλα όσα γνωρίζουμε για την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων είναι κατά γενικό κανόνα πολύ απλά. Οταν περιορίζεται κανείς στην αφήγησή τους, τα γεγονότα μοιάζουν και κανείς δε θ' αμφέβαλλε για τις δυσκολίες που χρειάστηκε να υπερπηδηθούν. Μόνον από καιρό σε καιρό, μέσα από τ' απομνημονεύματα ενός πολεμιστή, ή ενός από τους εμπίστους του ή χάρη σε μιαν ιστορική έρευνα σχετική μ' ένα επιμέρους γεγονός, έρχεται στο φως ένα μέρος από τα πολυάριθμα νήματα, από τα οποία υφαίνεται η συνέχειά τους. Το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών και των αγώνων των ιδεών, οι οποίες προηγούνται της εκτέλεσης ενός σχεδίου, αποκρύπτονται εσκεμμένα, επειδή θίγουν πολιτικά συμφέροντα, όταν τουλάχιστο δεν πέφτουν τυχαία στην λησμονιά, καθώς θεωρούνται απλή σκαλωσιά, από την οποία πρέπει ν' απαλλαγεί το τελειωμένο οικοδόμημα. Αν, χωρίς να θέλουμε να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τις ανώτερες ψυχικές δυνάμεις, αναλογιζόμαστε τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των διανοητικών δραστηριοτήτων, όπως 197
τις παγίωσαν στην γλώσσα οι τρέχουσες έννοιες, κι αν αναρωτιόμαστε ποιο είναι το είδος διανοίας που ανταποκρίνεται καλύτερα στην πολεμική ιδιοφυία, η εμπειρία κι η εξέταση του προβλήματος θα μας πουν ότι, σε περίοδο πολέμου, μάλλον στα φιλέρευνα πνεύματα παρά στ' αντιδραστικά, στις ευρείες διάνοιες παρά στις προικισμένες για μια μόνην ειδικότητα, στα ισορροπημένα μυαλά παρά στα ένθερμα, θα προτιμήσουμε να εμπιστευθούμε την σωτηρία των αδελφών και των παιδιών μας, καθώς και την τιμή και την ασφάλεια της πατρίδας.
198
199
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Πριν να τον γνωρίσουμε, σχηματίζουμε γενικά γι' αυτόν μια εντύπωση ελκυστική μάλλον παρά αποκρουστική. Εφόρμηση κατά του εχθρού, μέθη ενθουσιασμού, ποιος νοιάζεται λοιπόν για τις βόμβες που σφυρίζουν και για τους ανθρώπους που πέφτουν; Με τα μάτια κλειστά την ώρα που ρίχνεσαι στον παγερό θάνατο, χωρίς να ξέρεις αν θα πάρει εσένα ή άλλους - κι όλα αυτά στο χρυσό κατώφλι της τελικής νίκης, κρατώντας στα χέρια το γλυκό καρπό της φιλοδοξίας μπορεί κάτι τέτοιο να είναι δύσκολο; Δεν είναι δύσκολο, και φαίνεται ακόμη λιγότερο (δύσκολο) απ' όσο είναι στην πραγματικότητα. Αυτές όμως οι στιγμές ωστόσο, που δεν είναι έργο μιας μεμονωμένης παρόρμησης, όπως θα μπορούσε κανείς να πιστέψει, τις οποίες πρέπει όμως να θεωρήσουμε ως ένα φαρμακευτικό μείγμα, αλλοιωμένο και διαλυμένο από τον χρόνο - αυτές οι στιγμές, το λέμε, είναι πολύ σπάνιες. Ας ακολουθήσουμε τον πρωτόπειρο στο πεδίο της μάχης. 'Οσο πλησιάζουμε εκεί, το όλο και πιο ευδιάκριτο ουρλιαχτό των πυροβόλων παύει να συγχέεται με το σφύριγμα των βομβών, το οποίο τότε ελκύει την προσοχή του πρωτόπειρου. Οι βόμβες αρχίζουν να πέφτουν πολύ κοντά μας. Σπεύδουμε ν' αναρριχηθούμε στο λόφο όπου βρίσκεται ο Στρατηγός με τους επιτελείς του. Οι σφαίρες χτυπούν εκεί τόσο κοντά μας, οι χειροβομβίδες εκρήγνυνται με τέτοιο τρόπο, ώστε η σοβαρή πλευρά της ζωής τελικά επιβάλλεται στη νεανική φαντασία. Ξαφνικά, μια από τις γνώσεις μας καταρρέει -μια χειροβομβίδα πέφτει στο μέσο μιας ομάδας ανθρώπων, προκαλώντας έναν ακούσιο αναβρασμό- αντιλαμβανόμαστε πως χάνουμε κάπως την ψυχραιμία μας και την παρουσία πνεύματος, κι ακόμη κι’ ο πιο θαρραλέος τουλάχιστον εξαρθρώνεται. Ένα βήμα ακόμη και μπαίνουμε για τα καλά στην μάχη που μαίνεται εμπρός μας, θα έλεγε κανείς για μια στιγμή ως θέαμα, και να που βρισκόμαστε μπροστά στον πλησιέστερο Μέραρχο. Εκεί οι βόμβες διαδέχονται αδιάκοπα η μια την άλλη κι’ ο θόρυβος των δικών μας όπλων αυξάνει την σύγχυση. Ας αφήσουμε τον Μέραρχο κι ας δούμε τον Ταξίαρχο. Αυτός, με μιαν αξιοσημείωτη τόλμη, μένει συνετά πίσω από ένα λόφο, ένα σπίτι ή μερικά δέ200
ντρα, σαφής ένδειξη πως ο κίνδυνος αυξάνει. Τα φυσίγγια εκπυρσοκροτούν στις στέγες και στο έδαφος, οι σφαίρες πετούν από κάθε σημείο στα πλευρά κι από πάνω μας, κι ακούγεται ήδη το σφύριγμα των οβίδων. Ας πλησιάσουμε λίγο ακόμη τις ομάδες αυτού του πεζικού που, με απερίγραπτη καρτερία παραμένει για ώρες ολόκληρες κάτω από τη φωτιά. Ο χώρος είναι γεμάτος από βόμβες. Αναγγέλλονται με κείνο τον σύντομο κι οξύ ήχο που αγγίζει τ' αυτιά και την ψυχή μας. Σαν συμπλήρωμα, η θέα των ακρωτηριασμένων, εκείνων που πέφτουν, γεμίζει με οίκτο την καρδιά μας που χτυπά. Ο πρωτόπειρος δεν θα διασχίσει αυτές τις διάφορες ζώνες πυκνότητας του κινδύνου χωρίς ν' αντιληφθεί πως εδώ το φως της λογικής κινείται σ' ένα άλλο περιβάλλον κι αντανακλάται διαφορετικά απ' ότι όταν η δραστηριότητά του είναι θεωρητικής υφής. Θα πρέπει, πράγματι, να είναι κανείς πολύ εξαιρετικός άνδρας, για να μην χάσει την ικανότητά του για στιγμιαία απόφαση σ' αυτήν την πρώτη επαφή. Η αλήθεια είναι πως η συνήθεια προκαλεί γρήγορη αναισθησία. Σε μισή ώρα αρχίζει κανείς να δείχνεται λίγοπολύ αδιάφορος, σ' ότι τον περιβάλλει. Όμως ο κοινός άνθρωπος δεν φτάνει ποτέ στην απόλυτη αταραξία και στην φυσική ελαστικότητα της ψυχής. Είναι συνεπώς αναγκασμένος ν' αναγνωρίσει ότι, ακόμα κι εκεί δεν αρκούν οι συνηθισμένες ιδιότητες, πραγματικότητα που επιτείνεται όσον διευρύνεται η σφαίρα της δραστηριότητας την οποία πρέπει να επιτελέσει. Ένα έμφυτο, ενθουσιώδες και στωικό θάρρος, μια επιτακτική φιλοδοξία ή μια μακρά εξοικείωση με τον κίνδυνο, χρειάζονται πολλά απ' αυτά ώστε, στο μέσον όλων αυτών των αυξανόμενων δυσκολιών, να μην μείνει κάθε δραστηριότητα εντεύθεν του επιπέδου, το οποίο φαίνεται φυσιολογικό ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Ο κίνδυνος στον πόλεμο ανήκει στο πεδίο του, στο πεδίο της τριβής. Για να τον κατανοήσουμε βαθιά, πρέπει να έχουμε μια σωστήν ιδέα γι' αυτόν. Γι’ αυτόν τον λόγο κρίναμε πως θα ήταν καλό να τον αναφέρουμε εδώ.
201
202
5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Αν δεν μπορούσε κανείς να δώσει τη γνώμη του για τα πολεμικά γεγονότα παρά παγωμένος από το κρύο, πεθαμένος από την ζέστη και την δίψα ή καταβεβλημένος από τις στερήσεις και την κούραση, θα υπήρχαν αναμφίβολα ακόμη λιγότερες κρίσεις που θα ήταν αντικειμενικά σωστές. Υποκειμενικά ωστόσο θα ήταν τουλάχιστον σωστές, θα περιελάμβαναν δηλαδή την ακριβή σχέση μεταξύ του κρίνοντος και του αντικειμένου της κρίσης του. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως, όταν βλέπει πως η κρίση εκείνων που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες σοβαρών συμβάντων είναι μελαγχολική, μικρή, συνεσταλμένα ειδωμένη υπό έναν χαμηλό φωτισμό, ιδίως όταν έχουν αναμειχθεί μ’ αυτά. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι ένα μέτρο της επίδρασης την οποία ασκεί η σωματική προσπάθεια και της επιφύλαξης που κερδίζεται από την κρίση.
Στον πόλεμο, ανάμεσα στον μεγάλο αριθμό πραγμάτων, των οποίων το μέτρο δεν μπορεί να το ορίσει καμιά ρυθμιστική τάξη, ανήκει πάνω απ' όλα η σωματική προσπάθεια. Με την προϋπόθεση πως δεν θα σπαταληθεί, είναι ένας συντελεστής όλων των δυνάμεων και κανείς δεν μπορεί να πει έως πού ακριβώς επιτρέπεται να εξωθηθεί. Αν μόνος ένας ισχυρός βραχίονας -κι αυτό είναι το αξιοσημείωτο- επιτρέπει στον τοξότη να τεντώσει περισσότερο την χορδή του τόξου του, μόνον επίσης από ένα δυνατό πνεύμα αναμένεται πως θα μπορέσει να εντείνει περισσότερο τις δυνάμεις του στρατού του στον πόλεμο. Γιατι ένας στρατός, που ο κίνδυνος τον παραμονεύει απ' όλες τις πλευρές μετά από μεγάλες ατυχίες, εξαντλείται όπως μια καστροτειχία που καταρρέει και δεν μπορεί να βρει την σωτηρία του παρά στην ύψιστη ένταση των φυσικών του δυνάμεων. Είναι διαφορετικό από έναν νικηφόρο στρατό, παρασυρμένο μόνον από υπερήφανα συναισθήματα και ο οποίος θα καθοδηγείται από τον ηγέτη του κατά αυθαιρεσία εκείνου. Αυτή η προσπάθεια, η οποία εκεί (στην πρώτη περίπτωση) θα μπορούσε να προξενήσει υψίστη συμπάθεια, εδώ (στην δεύτερη περίπτωση) θα έπρεπε να μας 203
γεμίζει με θαυμασμό, γιατι είναι πολύ δυσκολότερο να την αντέξει κανείς.
Για το άπειρο μάτι εμφανίζεται λοιπόν εδώ το ένα από εκείνα τα αντικείμενα που δεσμεύουν ούτως ειπείν κρυφά τις κινήσεις του πνεύματος και διαβρώνουν μυστικά τις δυνάμεις της ψυχής.
Αν κι’ εδώ ουσιαστικά ο λόγος είναι μόνον για την προσπάθεια που απαιτεί ο στρατιωττικός ηγέτης από τον στρατό, ο ηγέτης από τους υφισταμένους του, κατά συνέπεια για το θάρρος το οποίο συνίσταται στο ν' απαιτείται αυτή η προσπάθεια, και για την τέχνη της διατήρησής της, ωστόσο δεν πρέπει να παραμελήσουμε την σωματική προσπάθεια του ίδιου του ηγέτη και του στρατηγού, αφού έχουμε συνειδητά ωθήσει έως εδώ την ανάλυση του πολέμου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το βάρος αυτών των παραμενόντων υπολειì μάτων. Αν εδώ μιλήσαμε για την σωματική προσπάθεια, είναι ιδίως, γιατί ανήκει όπως ο κίνδυνος, στους θεμελιώδεις λόγους τριβής και γιατι το ακαθόριστο μέτρο της, την καθιστά κατά φύση συγγενή με τα ελαστικά σώματα, η τριβή των οποίων, είναι δύσκολο να υπολογιστεί, όπως γνωρίζουμε. Για ν' αποφευχθεί η κάθε πλάνη που θα μπορούσε να προκληθεί εξαιτίας αυτών των παρατηρήσεων, αυτών των συμπτώσεων οι οποίες επιβαρύνουν τις δυσκολίες του πολέμου, η φύση εμπιστεύθηκε στο συναίσθημά μας την φροντίδα να καθοδηγεί την κρίση μας. Ένα άτομο που κακομεταχειρίζεται ή χλευάζεται, δεν έχει καμιά δυνατότητα να βελτιώσει την προσωπική του ατέλεια. Αντίθετα, αν αποτρέψει επιτυχώς την κακομεταχείριση ή εκδικηθεί λαμπρά, θ' αποκτήσει πλήρως το κύρος του,. Ετσι (με τον ίδιο τρόπο), κανένας πολεμικός ηγέτης και κανένας στρατός δεν θα μειώσουν ποτέ την επίπτωση της απήχησης μιας επονείδιστης ήττας επικαλούμενοι τον κίνδυνο, την εξάντληση και την προσπάθεια, που θ' ανύψωναν ατέλειωτα την λάμψη μιας νίκης. Το συναίσθημα λοιπόν, μας απαγορεύει μια προφανή ευτέλεια, προς την οποία θα μας οδηγούσε η κρίση μας, έτσι ώστε αυτό το συναίσθημα να εκδηλώνεται ως μια ανώτερη κρίση.
204
205
6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ο όρος «πληροφορία» δηλώνει το σύνολο των σχετικών με τον εχθρό και με τη χώρα του γνώσεων, και κατά συνέπεια την βάση επί της οποίας μεταβάλλονται οι δικές μας ιδέες και πράξεις. Αν θέλουμε να σταθούμε στη φύση αυτής της βάσης, στο αμφίβολο και ασταθές που ενέχει, δεν θ' αργήσουμε να καταλάβουμε πως ο πόλεμος είναι ένα εύθραυστο οικοδόμημα, που λίγα πράγματα χρειάζονται για να καταρρεύσει και να μας θάψει κάτω από τα ερείπιά του. Γιατι αν όλα τα εγχειρίδια μας διδάσκουν πως δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε παρά τις βέβαιες πληροφορίες και να μη χάνουμε ποτέ μια γενική καχυποψία, αυτό δεν είναι παρά καθαρά συμβουλή των βιβλίων, η οποία ανήκει σε κείνο το είδος σοφίας όπου καταφεύγουν, ελλείψει καλύτερου, οι κακογράφοι συγγραφείς συστημάτων κι εγχειριδίων. Τα νέα που μας έρχονται σε καιρό πολέμου είναι κατά μεγάλο μέρος αντιφατικά, και λανθασμένα κατά ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος τα περισσότερα πολύ απέχουν από του να είναι απλώς αμφίβολα. Το μόνο που μπορεί να ζητηθεί επ' αυτού από τον αξιωματικό είναι κάποια διάγνωση, που δεν αποκτάται παρά χάρη στην ψυχολογική κι επαγγελματική του επάρκεια και στην κριτική του ικανότητα. Θα του χρειαστεί να εμπιστευτεί στο νόμο των πιθανοτήτων. Αυτή η δυσκολία δεν είναι αμελητέα, όταν πρόκειται γι' αρχικά σχέδια που καταστρώθηκαν στο γραφείο κι έξω από τη ζώνη του καθαρά νοούμενου πολέμου' είναι όμως ανυπολόγιστα μεγαλύτερη όταν οι πληροφορίες διαδέχονται γρήγορα η μια την άλλη μέσα στην ταραχή του πολέμου. Θα πρέπει να χαιρόμαστε όταν, κατά τύχη, καταλήγουν, αντιφάσκοντας μεταξύ τους, σε κάποιαν ισορροπία, όπου η κριτική επιβάλλεται μόνη της στον ανίδεο. Τα πράγματα παρουσιάζονται υπό πολύ χειρότερο φως όταν αυτή υπηρετείται ολιγότερον καλά από την τύχη, και κάθε πληροφορία έρχεται αντίθετα να στηρίξει, να επιβεβαιώσει και να διευρύνει την προηγούμενη. Αυτές οι πινελιές συμπληρωματικών χρωμάτων δημιουργούν έτσι έναν πίνακα απ' όπου, με τη βοήθεια της αναγκαιότητας, αποσπούν μια πρόχειρη απόφαση (παρμένη στο πόδι), η οποία 206
δεν αργεί ν' αποδειχθεί παραλογισμός - καθώς οι πληροφορίες ήταν απατηλές, υπερβολικές, λανθασμένες, κ.λπ. Εν ολίγοις οι περισσότερες πληροφορίες είναι εσφαλμένες και η μικροψυχία των ανθρώπων γίνεται πηγή απάτης κι ανακρίβειας. Κατά γενικόν κανόνα, οι περισσότεροι τείνουν να πιστεύουν τα κακά νέα μάλλον παρά τα καλά. Όλοι τείνουν να επιδεινώνουν κάπως τα κακά νέα και έτσι οι κίνδυνοι οι οποίοι διαδίδονται, παλιρροούν σαν τα θαλάσσια κύματα χωρίς να παύουν, όπως εκείνα, να επανέρχονται δίχως προφανή λόγο. Δυνατός, χάρη στην εμπιστοσύνη του στην καλύτερη γνώση του των πραγμάτων, ο ηγέτης πρέπει να μένει σταθερός όπως ο βράχος, πάνω στον οποίο θραύεται το κύμα. Είναι δύσκολος ρόλος. Εκείνος τον οποίον που η φύση δεν τον προίκισε μ' ελαφριά καρδιά, που η ικανότητά του ακόμη δεν επικυρώθηκε από την στρατιωτική εμπειρία κι εξάσκηση, πρέπει να εκλάβει ως κανόνα το ν' αφήνει τους φόβους και να προσανατολίζεται προς την ελπίδα, έστω και παρά την ενδόμυχη πεποίθησή του. Μόνον αυτό θα του εξασφαλίσει πραγματική ισορροπία. Η σωστή θέαση αυτής της δυσκολίας, που συνιστά μιαν από τις μεγαλύτερες τριβές στον πόλεμο, κάνει τα πράγματα να εμφανίζονται εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Οι εντυπώσεις που μεταφέρονται από τα αισθήματα είναι πολύ ισχυρότερες από τις αντιλήψεις που οφείλονται σε υπολογισμούς της σκέψης. Τόσον, που δεν υπήρξε πιθανώς ποτέ σημαντική επιχείρηση όπου ο διοικητής δεν έπρεπε να υπερπηδήσει νέες αμφιβολίες την ώρα της εκτέλεσης. Ο κοινός άνθρωπος, ο οποίος γενικά ακολουθεί ξένες προτροπές, πάντα σχεδόν κραδαίνεται από την πραγματικότητα των γεγονότων. Πιστεύει πως βρίσκεται μπροστά σε συνθήκες διαφορετικές από εκείνες που είχε φανταστεί, τόσο περισσότερο, όσο εγκαταλείπεται ακόμη στις επιταγές των άλλων. Ωστόσον ο δημιουργός ενός σχεδίου πλανάται κι αυτός εύκολα, όταν βλέπει αυτό το σχέδιο με τα ίδια του τα μάτια. Πρέπει να βρει στην ακλόνητη πεποίθηση μέσα του, ένα οχύρωμα ενάντια στην φανερή ώθηση της στιγμής. Οι προηγούμενες βεβαιότητες του θα επικυρωθούν στην εξέλιξη, όταν τα πετάσματα τα οποία τοποθετεί το πεπρωμένο μπροστά στο προσκήνιο του θεάτρου του πολέμου, θα έχουν εξαφανιστεί ταυτόχρονα με τον κίνδυνο που διαγράφεται σ' αυτό, με 207
χονδροειδώς κραυγαλέα χρώματα, κι ο ορίζοντας θα έχει διευρυνθεί. Τέτοια είναι μια από τις βαθειές αβύσσους που χωρίζουν κάθε σχέδιο από την εκτέλεσή του
208
209
7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΤΡΙΒΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Όσον κάποιος δεν γνωρίζει ο ίδιος τον πόλεμο, δεν αντιλαμβάνεται σε τί συνίστανται οι δυσκολίες για τις οποίες πάντα γίνεται λόγος, και τί πρόκειται να κάνουν εδώ η ιδιοφυΐα κι οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες που απαιτούνται από τον στρατιωτικό ηγέτη. Όλα φαίνονται τόσο απλά, όλες οι απαραίτητες γνώσεις μοιάζουν τόσο επίπεδες, όλοι οι συνδυασμοί τόσο ασήμαντοι, ώστε συγκριτικά, το παραμικρό πρόβλημα των ανώτερων μαθηματικών επιβάλλεται περισσότερο, μέσω μιας ορισμένης επιστημονικής αξίας. Όταν όμως δει κανείς τί είναι ο πόλεμος, τα πάντα γίνονται κατανοητά. Κι όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγραφεί τί προκαλεί αυτήν την μεταβολή, να κατονομαστεί αυτός ο αόρατος παράγοντας ο οποίος δρα πάντα. Στον πόλεμο, όλα είναι πολύ απλά, αλλά και το απλούστερο πράγμα είναι δύσκολο. Οι δυσκολίες συσσωρεύονται και προκαλούν μια τριβή, που κανείς δεν την αντιλαμβάνεται σωστά, αν δεν έχει δει πόλεμο. Ας αναλογιστούμε τον ταξιδιώτη, ο οποίος στο τέλος μιας ημέρας ταξιδιού, θέλει να διατρέξει δυο σταθμούς ακόμη κατά την νύχτα, τέσσερις με πέντε ώρες στην άμαξα πάνω στον αμαξόδρομο δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Όμως, φθάνοντας στον προτελευταίο σταθμό, να που δε βρίσκει άλογα ή βρίσκει άθλια, ύστερα να μια ορεινή περιοχή, με κακούς δρόμους. Είναι κατασκότεινα και ο ταξιδιώτης όταν φτάνει με κόπους στον πλησιέστερο σταθμό και βρίσκει εκεί ένα προσωρινό κατάλυμα είναι ευτυχέστατος. Με τον ίδιο τρόπο, στον πόλεμο, το επίπεδο όλων των πραγμάτων χαμηλώνει ακολουθώντας αναρίθμητες δευτερεύουσες συμπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να εξεταστούν ποτέ από αρκετά κοντά στα χαρτιά, έτσι που παραμένει κανείς πολύ πέρα από τον σκοπό. Μια ισχυρή, σιδερένια θέληση υπερπηδά αυτήν την τριβή, συντρίβει τα εμπόδια όπως μια μηχανή. Θα έχουμε πολλές ακόμη φορές την ευκαιρία να επανέλθουμε στ' αποτελέσματα αυτής της τριβής. Όπως ένας οβελίσκος, προς τον οποίο συγκλίνουν οι κύριες αρτηρίες μιας τοποθεσίας, η σταθερή θέληση ενός υπερήφανου πνεύματος κατευθύνεται μ' 210
όλο το επιτακτικό μεγαλείο της στο κέντρο της στρατιωτικής τέχνης. Η έννοια της τριβής είναι η μόνη, η οποία ανταποκρίνεται αρκετά γενικά σ’ εκείνο που διακρίνει τον πραγματικό πόλεμο από εκείνο που μπορεί να διαβάσει κανείς στα βιβλία. Η στρατιωτική μηχανή, δηλαδή ο στρατός και ό,τι συμμετέχει σ' αυτόν, είναι κατά βάθος πολύ απλή, φαίνεται δε κατά συνέπειαν εύκολη στο χειρισμό. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως κανένα από τα μέρη της δεν συνίσταται από ένα κομμάτι, πως όλα σ' αυτήν συνίστανται από άτομα, καθένα από τα οποία διατηρεί την δική του τριβή απ' όλες του τις απόψεις. Η θεωρία ηχεί αρκετά ωραία : ο Ταγματάρχης είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της δεδομένης διαταγής και καθώς το Τάγμα συγκολλάται με την πειθαρχία σ' ένα μόνον όγκο κι ο ηγέτης του πρέπει να είναι άνδρας αξιοσημείωτου ζήλου, η πλάστιγγα ταλαντεύεται στο σιδερένιο της άξονα μ' ένα ελάχιστο τριβής. Αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, και η απουσία αλήθειας κι’ η υπερβολή, με τις οποίες αναπαριστώνται τα πράγματα στον πόλεμο, αποκαλύπτονται αμέσως. Το Τάγμα παραμένει πάντα το άθροισμα ενός ορισμένου αριθμού ανδρών, ο πιο ασήμαντος από τους οποίους είναι ικανός, με μια μικρήν ανάμειξη της τύχης, να προκαλέσει μιαν ανταρσία ή μιαν ανωμαλία. Οι κίνδυνοι που γεννιούνται από τον πόλεμο και οι σωματικές προσπάθειες τις οποίες απαιτεί αυτός, επιδεινώνουν το κακό σε τέτοιο σημείο, ώστε μπορεί κανείς να τις θεωρήσει ως τις κύριες αιτίες. Αυτή η υπέρμετρη τριβή, η οποία που δεν μπορεί, όπως στην μηχανική, να συγκεντρωθεί σ' ορισμένα σημεία, εφάπτεται λοιπόν παντού με το τυχαίο - γεννά τότε απρόβλεπτα φαινόμενα, ακριβώς επειδή ανήκουν κατά μεγάλο μέρος στο τυχαίο. Ένα απ' αυτά τα τυχαία είναι για παράδειγμα ο καιρός. Άλλοτε η ομίχλη μας εμποδίζει ν' ανακαλύψουμε τον εχθρό την στιγμή που θέλουμε, ένα πυροβόλο να φύγει στην κατάλληλη στιγμή, ένα μήνυμα να φτάσει στον Αξιωματικό που διοικεί. Άλλοτε η βροχή εμποδίζει το Τάγμα να φθάσει, ένα άλλο να φθάσει την στιγμή που θέλουμε, επειδή, αντί να βαδίσει επί τρεις ώρες βάδισε ίσως επί οκτώ, το Ιππικό να εφορμήσει αποτελεσματικά επειδή βυθίζεται στο βρεγμένο έδαφος, κλπ.
211
Μ' αυτές τις λίγες λεπτομέρειες, δεν έχουμε την πρόθεση παρά να συγκεκριμενοποιήσουμε τα πράγματα, έτσι ώστε, συγγραφέας και αναγνώστης να παραμείνουν προσεκτικοί σ' αυτό το θέμα, διαφορετικά θα χρειαζόταν να γραφούν τόμοι γι' αυτές τις δυσκολίες. Για να δώσουμε μια μικρήν ιδέα των αναρίθμητων δυσκολιών τις οποίες μας υποχρεώνει ο πόλεμος να υπερνικήσουμε, θα έπρεπε να τις σχολιάσουμε με μια τέτοια σπατάλη παραδειγμάτων, η οποία φοβόμαστε ότι θα κούραζε τον αναγνώστη. Όσο για εκείνους που μας έχουν κατανοήσει από καιρό, θα μας συγχωρήσουν που παραθέσαμε μερικές. Η δράση στον πόλεμο είναι μια κίνηση που επιτελείται σ' ένα περιβάλλον επιδεινωμένο από τις δυσκολίες. Όπως είναι κανείς ανίκανος να εκτελέσει μ' ευκολία κι ακρίβεια μια κίνηση τόσο απλή όσο το βάδισμα, μέσα στο νερό, είναι ανίκανος στον πόλεμο να εξασφαλίσει την πορεία των πραγμάτων με την βοήθεια κοινών δυνάμεων, έστω και με μέση συμπεριφορά. Να γιατί ο γνήσιος θεωρητικός μοιάζει με τον καθηγητή της κολύμβησης, ο οποίος στην στεριά κάνει τις κινήσεις που πρέπει να εκτελεστούν στο νερό, κινήσεις που μοιάζουν χονδροειδείς κι υπερβολικές σ’ εκείνους που δεν σκέφτονται το νερό. Να επίσης γιατί οι θεωρητικοί οι οποίοι δεν καταδύθηκαν ποτέ οι ίδιοι, ή που δεν γνώριζαν να εξάγουν από τις εμπειρίες τους καμιά γενική εντύπωση, είναι άχρηστοι, για να μην πούμε παράλογοι, επειδή διδάσκουν μόνον εκείνο που ο καθένας γνωρίζει, το βάδισμα. Επιπλέον, κάθε πόλεμος παρουσιάζει πολλά ιδιαίτερα φαινόμενα, κατά συνέπειαν καθένας είναι μια ανεξερεύνητη θάλασσα γεμάτη με σκοπέλους, τους οποίους ο στρατιωτικός ηγέτης πρέπει να προαισθάνεται, αλλά δεν έχει δει ποτέ με τα μάτια του και τους οποίους πρέπει να παρακάμψει μέσα στα σκοτάδια. Αν σηκωθεί ένας αντίθετος άνεμος, μ' άλλα λόγια αν η τύχη στραφεί εναντίον του, θα χρειαστεί μιαν ανώτατη τέχνη, παρουσία πνεύματος και προσπάθειες, εκεί όπου όλα φαίνονται να προχωρούν μόνα τους - στα μάτια εκείνου ο οποίος παρατηρεί τα πράγματα από μακριά. Η τόσον επαινετή στρατιωτική εμπειρία, η οποία απαιτείται από έναν καλό στρατιωτικόν ηγέτη, συνίσταται κατά μεγάλο μέρος από την γνώση αυτής της τριβής. Είναι αλήθεια ότι ο καλύτερος στρατιωτικός ηγέτης δεν είναι εκείνος που σχηματίζει μιαν υπερβολική κι εκφοβιστικήν ιδέα γι' αυ212
τήν. Αυτό συμβαίνει στους δειλούς στρατιωτικούς ηγέτες, πολλά παραδείγματα των οποίων μας παρέχει η δοκιμασμένη εμπειρία. Ο στρατιωτικός ηγέτης πρέπει να γνωρίζει την τριβή, για να μπορεί όταν είναι δυνατόν να την κατανικά, και να μην περιμένει να βρει στην πορεία του μια διευκρίνιση την οποίαν η ίδια η τριβή καθιστά αδύνατη. Ποτέ άλλωστε δεν θα έχει τέλεια θεωρητική γνώση, ενώ κι όταν θα την έχει, πάντοτε θα του λείπει η εξάσκηση της σκέψης την οποίαν αποκαλούμε διακριτικότητα και η οποία είναι πιο αναγκαία σ' ένα χώρο περιφραγμένο από μικρές και ποικίλες λεπτομέρειες απ' όσον (είναι αναγκαία) στις μεγάλες αποφάσεις, όπου κανείς συμβουλεύεται τον εαυτό του και τους άλλους. Όπως, χάρη στην διακριτικότητα του, που του έγινε σχεδόν συνήθεια της σκέψης, ο κοσμοπολίτης θα μιλά, θα δρα και θα συμπεριφέρεται πάντα υπεύθυνα, μόνον ο Αξιωματικός που έχει μακράν εμπειρία του πολέμου θα λάβει πάντοτε, τόσο στις μεγάλες ευκαιρίες όσο και στις μικρές, σε κάθε παλμό του πολέμου, μπορούμε να πούμε, τις κατάλληλες αποφάσεις και τους κατάλληλους διακανονισμούς. Αυτή η εμπειρία, αυτή η εξάσκηση, υπαγορεύουν την πορεία της σκέψης: αυτό είναι δυνατόν, το άλλο δεν είναι. Επομένως δεν θα του δώσει λαβή, πράγμα πολύ επικίνδυνο, το οποίο όταν συìβαίνει συχνά κλονίζει. Η τριβή, ή εκείνο που ονομάζεται έτσι, είναι λοιπόν εκείνο που κάνει δύσκολο ό,τι φαίνεται εύκολο. Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε σ' αυτό το θέμα. Τότε θα δούμε ότι περισσότερον από την εμπειρία κι’ από μια μεγάλη δύναμη θέλησης, χρειάζονται πολλές περισσότερες εξαιρετικές ικανότητες για να γίνει κανείς τέλειος πολεμικός ηγέτης
213
214
8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ 1ΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Είδαμε πως ο κίνδυνος, η φυσική προσπάθεια, η πληροφορία κι η τριβή συνιστούν τα στοιχεία που διαμορφώνουν το κλίμα του πολέμου, κλίμα που κάνει κάθε δραστηριότητα δυσκολότερη. Η αντίσταση που προβάλλουν σ' αυτή τη δραστηριότητα επιτρέπει να τα συνοψίσουμε σε μια γενικευμένη τριβή. Δεν υπάρχει όμως ένα λιπαντικό, το οποίο θα μπορούσε να μετριάσει αυτήν την τριβή; Δεν υπάρχει παρά μόνον ένα, που δεν είναι άλλωστε στην εξουσία του στρατηγού και του στρατού του να το διαθέτουν όπως τους αρέσει : είναι η εξάσκηση στον πόλεμο, η εξοικείωση του στρατού με τον πόλεμο. Η εξοικείωση ενισχύει το σώμα, από το οποίο απαιτείται μια μεγάλη προσπάθεια, ενισχύει την ψυχή που αντιμετωπίζει έναν μεγάλο κίνδυνο - όπως η κρίση τα θέτει σ' επιφυλακή έναντι μιας πρώτης εντύπωσης. Απ' αυτήν εξάγεται πάντα μια πολύτιμη ικανότητα σκέψης, που πάει από τον ουσσάρο ως τον πυροβολητή, ως τον μέραρχο, και διευκολύνει το καθήκον του γενικού διοικητή. Στο σκοτάδι, η κόρη του ματιού διαστέλλεται, απορροφά το λίγο φως που υπάρχει και σιγά-σιγά το μάτι κατορθώνει να διακρίνει καθαρότερα τ' αντικείμενα και καταλήγει με το να τ' αναγνωρίζει αρκετά καλά. Το ίδιο συμβαίνει με τον εκπαιδευμένο στον πόλεμο στρατιώτη, ενώ για τον νεοφώτιστο τα πάντα δεν είναι παρά σκοτεινή νύχτα. Η εξάσκηση στον πόλεμο είναι κάτι που κανένας διοικητής δεν μπορεί να παράσχει στα στρατεύματά του, γιατι οι ασκήσεις του καιρού της ειρήνης δεν γίνονται παρά πολύ περιορισμένα. 'Άτονες σε σύγκριση με την πραγματικήν εμπειρία του πολέμου, όχι όμως σε σύγκριση με τον στρατό, από τον οποίο δεν επιδιώκεται ν' αποκτηθεί με την εξάσκηση παρά μια μηχανική ικανότητα. Εκείνο που βαραίνει περισσότερο απ' όσα θα σκέφτονταν όσοι δε γνωρίζουν τον πόλεμο, παρά εξ ακοής, είναι ένα μέρος αυτών των περιπτώσεων τριβής 215
να καταστεί αντικείμενο των ασκήσεων του καιρού της ειρήνης, να δοκιμασθεί η ικανότητα κρίσης, σκέψης, δηλαδή αποφασιστικότητας των διαφόρων διοικητών. Ο πόλεμος δεν πρέπει να είναι για τον στρατιώτη -κι αυτό είναι ένα σημείο με μεγάλη σημασία- η πρώτη ευκαιρία για να έρθει σ' επαφή με τις πραγματικότητες που του προξενούν τόσην έκπληξη κι αμηχανία στην αρχή. Έστω κι αν δεν τις έχει δει παρά μόνον μια φορά στο παρελθόν, θα είναι ήδη εξοικειωμένος μ' αυτές κατά το ήμισυ. Αυτό αληθεύει επίσης και για τις φυσικές προσπάθειες. Πρέπει κάποιος ν’ ασκηθεί σ' αυτές, όχι τόσον για να συνηθίσει το σώμα του όσο το πνεύμα του. Στον πόλεμο, ο νέος στρατιώτης έχει μιαν έντονη τάση να θεωρεί άχρηστη την προσπάθεια, ως ένα σημάδι αμηχανίας, ως το αποτέλεσμα μεγάλων ελλείψεων και σφαλμάτων οφειλόμενων στην ανώτατη διοίκηση, πράγμα το οποίο τον εξασθενεί διπλά. Δεν θα συνέβαινε τίποτε απ' αυτά, εάν οι ασκήσεις, κατά τον του καιρό της ειρήνης, τον είχαν προετοιμάσει γι' αυτές τις εξαιρετικές προσπάθειες. Υπάρχει ένα άλλο μέσο μικρότερης ισχύος, πολύ σημαντικό ωστόσο, για ν’ αποκτηθούν πολεμικές συνήθειες κατά τον καιρό της ειρήνης είναι η πρόσκληση συνετών αξιωματικών από άλλους στρατούς. Σπάνια βασιλεύει η ειρήνη σ 'ολόκληρη την Ευρώπη και ποτέ σ' όλες τις άλλες ηπείρους. Ένα κράτος λοιπόν που απολαμβάνει την ειρήνη, θα έπρεπε πάντα να επιδιώκει να φέρνει Αξιωματικούς αυτών των θεάτρων πολέμου, με τον όρο πως θα έχουν διακριθεί εκεί, ή να στέλνει εκεί μερικούς από τους δικούς του, για να μπορούν να μυούνται στον πόλεμο. Ο αριθμός αυτών των Αξιωματικών μπορεί να είναι ασήμαντος σε σχέση με την μάζα του στρατού, η επίδρασή τους όμως δεν θα είναι λιγότερο αισθητή γιά τον λόγο αυτόν. Οι εμπειρίες τους, ο προσανατολισμός του πνεύματός τους, η διαμόρφωση του χαρακτήρα τους, δρουν τόσον στους υφισταμένους τους, όσον και στους συναδέλφους τους. Επιπλέον, είναι άνθρωποι ειδικοί στο θέμα, τους οποίους μπορεί να συμβουλευτεί κανείς σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη κι’ όταν δεν μπορούν να τοποθετηθούν σε διοικητική θέση.
216
217
ΑΠΟ ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Με το ακριβές νόηµα, ο πόλεµος είναι ένας αγώνας. Γιατι ο αγώνας είναι η µόνη δρώσα αρχή αυτής της τόσο ποικίλης δραστηριότητας, που µ' ένα ευρύτερο νόηµα ονοµάζεται πόλεµος. Ο αγώνας όµως συνίσταται στην βολιδοσκόπηση των ηθικών και φυσικών δυνάµεων µέσω αυτού του τελευταίου (του πολέμου). Είναι αυτονόητο πως δεν πρέπει ν' απορρίπτονται οι ηθικές δυνάµεις, γιατι η ψυχική κατάσταση αντανακλάται µε δραστικό τρόπο στις δυνάµεις του πολέµου. …… Με το αυστηρό της νόηµα, η τέχνη του πολέµου είναι εποµένως η τέχνη της γνώσης της χρήσης συγκεκριµένων µέσων στη σύρραξη, και δε θα µπορούσαµε να το δηλώσουµε αυτό καλύτερα από το να το ονοµάσουµε διεξαγωγή του πολέµου. Είναι αλήθεια, από την άλλη πλευρά, πως η τέχνη του πολέµου, µε το ευρύτερό της νόηµα, περιλαµβάνει όλες τις δραστηριότητες που γεννά ο πόλεµος, κατά συνέπειαν όλη την δηµιουργία των ενόπλων δυνάµεων, δηλαδή την στρατολογία, τον εξοπλισµό, τον εφοδιασµό και την εκπαίδευση. …. Σύµφωνα µε την κατάταξή µας λοιπόν, η τακτική είναι η θεωρία η σχετική µε τη χρήση των ενόπλων δυνάµεων στη συµπλοκή. Η στρατηγική είναι η θεωρία η σχετική µε τη χρήση των συµπλοκών στην εξυπηρέτηση του πολέµου. ……. Η κατάταξή µας αφορά µόνο στη χρήση των ενόπλων δυνάµεων, που την περιλαµβάνει εξολοκλήρου. Ο πόλεµος, όµως, επιδέχεται πλήθος δραστηριοτήτων που τον υπηρετούν, διαφοροποιούµενες ωστόσο απ' αυτόν, και που του είναι περισσότερο ή λιγότερο συγγενικές ή ξένες. Όλες αυτές οι δρα218
στηριότητες σχετίζονται µε τη διατήρηση των ενόπλων δυνάµεων. Όπως η δηµιουργία κι η εκπαίδευσή τους προηγείται της χρήσης τους, η διατήρησή τους συμβαδίζει µ' αυτήν κι είναι ο αναγκαίος της όρος. Ειδοµένες όµως από κοντά, όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται µ' αυτό πρέπει πάντα να θεωρούνται σαν προετοιµασία για σύρραξη αυτή η προετοιµασία συνάπτεται µε τη δράση, έτσι που προκαλεί στη συνέχειά της την δράση του πολέµου, και στην πρακτική συναλλάσσεται µ' αυτήν. Έχουµε λοιπόν το δικαίωµα να την αποκλείσουµε από τη στρατιωτική τέχνη, µε το στενό νόηµα του όρου της διεξαγωγής του πολέµου, όπως και κάθε άλλη προκαταρκτική δραστηριότητα· ακόµη περισσότερο, είµαστε υποχρεωµένοι να το κάνουµε, αν θέλουµε η θεωρία να παίζει τον ουσιώδη της ρόλο, που είναι η διάκριση των ανόµοιων. …. Το πρώτο καθήκον όµως µιας θεωρίας είναι να βάλει σε τάξη τις αναµεµειγµένες και συχνά, πρέπει να το πούµε, συγκεχυµένες ιδέες κι αντιλήψεις. Μόνον όταν συµφωνούµε πάνω στη σηµασία των όρων και των εννοιών, µπορούµε να ελπίζουµε πως θα προχωρήσουµε µε σαφήνεια κι ευκολία στην ανάλυση των προβληµάτων, και είναι βέβαιος ο συγγραφέας πως τοποθετείται στην ίδια πάντα οπτική γωνία µε τον αναγνώστη. Η τακτική κι η στρατηγική είναι δυο δραστηριότητες που αλληλοεπηρεάζονται στο χώρο και στο χρόνο, ενώ διαφέρουν ουσιωδώς η µια από την άλλη, και οι εσωτερικοί νόµοι κι οι αλληλεπιδράσεις τους δεν µπορούν να κατανοηθούν σαφώς χωρίς έναν ακριβή καθορισµό αυτών των δραστηριοτήτων. …… Εκείνος, για τον οποίον όλα αυτά δε σηµαίνουν τίποτε, θα πρέπει να παραιτηθεί από κάθε θεωρητική θεώρηση ή να µην ταλαιπωρήσει ποτέ το πνεύµα του µ' αυτές τις συγκεχυµένες και πρόχειρες έννοιες, που δε στηρίζονται σε τίποτε το σταθερό και δεν οδηγούν σε κανένα ικανοποιητικό συµπέρασµα' αν είµαστε τόσο συχνά αναγκασµένοι να διαβάζουµε και ν' ακούµε κούφιες γενικότητες, άλλοτε επίπεδες κι άλλοτε µωρές, για τη γνήσια διεξαγωγή του πολέµου, είναι γιατι, ώς τώρα, αυτός σπάνια έγινε αντικείµενο µιας επιστηµονικής διερεύνησης.
219
220
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Η έννοια της στρατηγικής καθορίστηκε στο 2 ο Κεφάλαιο του 2 ο υ Βιβλίου. Η στρατηγική είναι η χρήση της μάχης για τον σκο πό του πολέμου . Ουσ ιαστ ικά έχει να κά νει μό νο ν με την μάχη, αλλ' η θεωρία της πρέπει να ενσωματώσει στις θεωρήσεις της τον φορέα αυτής της ξεχωριστής δραστηριότητας, δηλαδή την ένοπλη δύναμη καθαυτήν και τις κύριες σχέσεις της, επειδή η μάχη καθορίζεται απ' αυτές και κατόπιν ασκεί τις επιδράσεις της επάνω της. Η ίδια η μάχη πρέπει να μελετάται σε σχέση με τα δυνητικά αποτελέσματά της καθώς και με τις δυνάμεις του πνεύματος και της ψυχής οι οποίες είναι σημαντικότατες για την χρήση της. Η στρατηγική είναι η χρήση της μάχης για τον σκοπό του πολέμου . Πρέπει λοιπόν να θέσει στο σύνολο της πολεμικής πράξης ένα σκοπό, που ν' ανταποκρίν εται στον ίδιο τον σκοπό. Δηλαδή χαράζει το σχέδιο του πολέμου και συνδέει με των τεθέντα σκοπό, μια σειρά δράσεων οι οποίες πρέπει να οδηγήσουν σ' αυτόν. Επεξεργάζεται λοιπόν τα σχέδια των διαφόρων εκστρατειών και ρυθμίζει τις διάφορες μάχες τους. Δεδομένου του ότι όλες αυτές οι αποφάσεις δεν θα μπορούσαν, κατά μεγάλο μέρος, να στηριχθούν παρά σε υποθέσεις οι οποίες δεν πραγματοποιούνται όλες, και του ότι μια ποσότητα άλλων λεπτομερέστερων διακανονισμών δεν μπορούν να προληφθούν εκ των προτέρων, συνεπάγεται αφ’ εαυτού πως η στρατηγική πρέπει να προσέρχεται (με το στράτευμα) στο πεδίο της μάχης, για να ορίζει επιτόπου τους αναγκαίους λεπτομερείς διακανονισμούς και να προχωρεί στις τροποποιήσεις για το σύνολο (του σχεδίου) που καθίστανται αδιάκοπα αναγκαίες. Επομένως, η στρατηγική δεν μπορεί σε καμιά στιγμή «να τραβήξει το χέρι της» (ν’ αποσυρθεί) από το δρώμενο. 221
Ωστόσο, δεν επικρατούσε πάντα αυτή η αντίληψη, όπως αποδεικνύει η προηγούμενη (η αλλοτινή) συνήθεια να ρυθμίζονται τα στρατηγικά θέματα στο Υπουργείο κι όχι ενώπιον του στρατού, πράγμα που είναι αποδεκτό μόνον όταν το Υπουργείο παραμένει τόσο κοντά στον στρατό, που θα μπορούσε να ονομασθεί ως το ίδιο το στρατηγείο του. Η θ εωρ ία θ ' α κο λο υθή σ ει λο ιπό ν ακριβέστερα τ η ν στρα τη γική στη ν εκπόνηση αυτού του σχεδίου, ή ορθότερα ειπωμένο, θα διασαφηνίσει τα πράγματα καθαυτά και στις μεταξύ τους συσχετίσεις και θα τονίζει και το μικρότερο (στοιχείο) που απο ρρέει από αρχή ή κανόνα. Αν θυμηθούμε από το 1ο Κεφάλαιο πόσα αντικείμενα υψίστου είδους άπτονται του πολέμου, θα αντιληφθούμε ότι η συνεκτίμηση όλων, προϋποθέτει μια σπάνια πνευματική άποψη. Ένας πρίγκηπας ή ένας στρατιωτικός ηγέτης, ο οποίος γνωρίζει να οργανώνει τον πόλεμό του, συμμορφούμενος πλήρως με τα μέσα και τους σκοπούς του και μη κάνοντας πάρα πολλά αλλά ούτε πολύ λίγα, προσφέρει μέσω αυτού την μέγιστη απόδειξη της ιδιοφυΐας του. Αλλά τα επακόλουθα αυτής της ιδιοφυΐας δεν αποκαλύπτονται τόσον από πρόσφατα επινοημένες μορφές δράσης, οι οποίες αμέσως θα γινόντουσαν ορατές, όσον από την ευτυχή τελική έκβαση του συνόλου. Εκείνο που επιθυμούμε να θαυμάσουμε είναι η επαλήθευση των σιωπηλών προϋποθέσεων, η αθόρυβη αρμονία της συνολικής δράσης, η οποία γνωστοποιείται πρωτίστως στο συνολικό αποτέλεσμα. Εκείνος ο ερευνητής που δεν γνωρίζει ν’ αποκαλύπτει αυτή την αρμονία απ' αυτό το συνολικό αποτέλεσμα, αναζητεί την ιδιοφυΐα εκεί όπου δεν υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Στην πραγματικότητα οι μορφές και τα μέσα που χρησιμοποιεί η στρατηγική είναι τόσο πολύ απλά, τόσο γνωστά χάρη στη σταθερή επανάληψή τους, για την υγιή ανθρώπινη αντίληψη («την κοινή λογική») η κριτική που ακούγεται να μιλά γ ι ' αυτά με πομπώδη έμφαση μπορεί 222
να φαίνεται μόνον γελοία. Ένας ελιγμός, που είδαμε χιλιάδες φορές, θα εγκωμιαστεί εδώ ως όχημα της λαμπρότατης ιδιοφυΐας, εκεί ως (αποτέλεσμα) της βαθύτατης διεισδυτικότητα, στ’ αλήθεια ακόμη της ίδιας της περιεκτικότατης σοφίας. Μπορεί να φανταστεί κανείς σαχλότερη αδεξιότητα στον κόσμο των γραμμάτων; Ακόμη πιό γελοίο θα είναι, όταν κάποιος σκεφτεί επιπλέον γι’ αυτό πως, σύμφωνα με την καθολικότατη γνώμη αυτή η κριτική ίσα – ίσα αποκλείει από την θεωρία όλα τα ηθικά μεγέθη, και θέλει να έχει να κάνει μόνο με τις υλικές δυνάμεις. Έτσι τα πάντα συρρικνώνονται σε καμία - δύο («λίγες») μαθηματικές σχέσεις ισορροπίας κι επικράτησης, χρόνου και χώρου, σε μερικές γωνίες και γραμμές. Αν δεν επρόκειτο παρά γι' αυτό, από μια τέτοια αθλιότητα δε θα σχηματιζόταν τίποτα, ούτε καν για επιστημονικό γύμνασμα ενός μαθητή. Όμως ας το ομολογήσουμε μόνον : εδώ δεν γίνεται καθόλου λόγος για επιστημονικούς τύπους και προβλήματα. Οι σχέσεις των υλικών πραγμάτων είναι όλες πολύ απλές. Το δυσκολότερο είναι κατανόηση των πνευματικών δυνάμεων που εμπλέκονται στο παίγνιο. Αλλά, ακόμη και σ' ό,τι αφορά σ' αυτές, οι πνευματικές περιπλοκότητες κι η μεγάλη ποικιλία των μεγεθών και σχέσεων υφίστανται μόνο στις υψηλότατες περιοχές της στρατηγικής, εκεί όπου αυτή συνορεύει ή μάλλον συγχέεται με την πολιτική και την κρατική διοίκηση κι’ όπως είπαμε, έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο πόσο πολύ ή πόσο λίγο («στο μέγεθος») παρά στην μορφή της εκτέλεσης. Όπου αυτά υπερτερούν, όπως στις διάφορες μεγάλες ή μικρές δράσεις του πολέμου, εκεί τα πνευματικά μεγέθη ελαττώνονται σ' έναν αρκετά περιορισμένον αριθμό. Στην στρατηγική λοιπόν τα πάντα είναι πολύ απλά, πράγμα που δεν σημαίνει πως είναι και πολύ εύκολα. Άπαξ και καθοριστεί από τις σχέσεις του κράτους τι πρέπει και τί μπορεί (να κάνει) ο πόλεμος, έτσι ο δρόμος βρίσκεται εύκολα. Αλλά η αμετάπειστη επιδίωξη αυτού του δρόμου, η εκτέλεση του σχεδίου, δίχως να εκτραπούμε απ’ αυτό χίλιες φορές από χίλιες ποικίλλουσες επιδράσεις, απαιτεί επιπλέον μεγάλη ισχύ χαρακτήρα, μεγάλη διαύγεια 223
και σταθερότητα πνεύματος. Ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι άκρως αξιόλογοι, ο ένας γιά το πνεύμα, ένας άλλος για την οξυδέρκεια, ένας άλλο ακόμη για την ανδρεία ή την ισχύ της θέλησης, δεν θα υπάρχει ίσως ούτε ένας που να συγκεντρώνει επάνω του όλες τις απαραίτητες ικανότητες που θα το υψώσουν, στην σταδιοδρομία ενός στρατιωτικού ηγέτη, πάνω από τον ì έσον όρο. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο, είναι όμως γνωστό σε όλους όσοι γνωρίζουν τ ο ν πό λεμο υ π' α υ τ ή ν την σ χέσ η ξ έρ ο υ ν α να μφ ίβ ο λα πω ς σε μια σ η μα ντ ική α πό φ α σ η σ τ η ν σ τ ρα τ η γική α πα ιτ είτ α ι πολύ περισσότερη ισχύς της θέλησης απ’ ότι στην τακτική. Σ’ αυτήν (στην τακτική) η στιγμή περνά τάχιστα, αυτός που δρα αισθάνεται παρασυρμένος σ’ ένα στρόβιλο, ενάντια στον οποίο δεν τολμά ν' αντισταθεί δίχως τις καταστροφικότατες συνέπειες, απωθεί αναδυόμενες αμφιβολίες και προχωρεί γενναία. Στην στρατηγική, όπου όλα εκτυλίσσονται πολύ βραδύτερα, αφήνεται πολύ μεγαλύτερος χώρος στις αμφιβολίες που απορρέουν από άλλους ή από τον ίδιο της τον εαυτό, στις αντιρρήσεις και στις παρατηρήσεις, άρα και στις άκαιρες μεταμέλειες. Και καθώς στην στρατηγική κάποιος δεν βλέπει, όπως στην τακτική, το ήμισυ των πραγμάτων με τα ίδια του τα μάτια, αλλά πρέπει αντίθετα να μαντεύει και να εικάζει τα πάντα, οι πεποιθήσεις είναι επίσης λιγότερο δυνατές. Κατά συνέπεια οι περισσότεροι Στρατηγοί όπου θα έπρεπε να δράσουν παραμένουν προσκολλημένοι σε εσφαλμένους δισταγμούς. Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην ιστορία — στην εκστρατεία του Μεγάλου Φρειδερίκου στα 1760, περίφημη για τις ωραίες πορείες και για τους ελιγμούς, πραγματικό αριστούργημα στρατηγικής τέχνης, όπως μας λέει η κριτική. Γιατί να λιποθυμούμε από θαυμασμό επειδή ο βασιλιάς προσπαθούσε ν' απομακρύνει από τον Ντάουν άλλοτε την δεξιά του πτέρυγα κι άλλοτε την αριστερή, ύστερα πάλι τη δεξιά, και ούτω καθεξής; Πρέπει σ' αυτό να δούμε μια βαθειά σοφίας; Όχι, δεν το θέλουμε όταν θέλουμε να κρίνουμε φυσικά και χωρίς προσποίηση. Πρέπει μάλλον να θαυμάζουμε την σοφία του βασιλιά, που ακολούθησε ένα μεγάλο στόχο με περιορισμένα μέσα, δεν επεχείρησε τίποτα απ’ όσα δεν είχαν υπερβεί τις δυνά224
μεις του και έκανε ακριβώς επαρκώς ότι έπρεπε για να επιτύχει τον σκοπό του. Αυτή η σοφία του στρατιωτικού ηγέτη δεν είναι εμφανής μόνο σ' αυτήν την εκστρατεία, αλλά και στους τρεις πολέμους που διεξήχθησαν από τον μεγάλο βασιλιά. Ο σκοπός ήταν του να εξασφαλίσει την Σιλεσία στο γαλήνιο λιμάνι μιας ολότελα εγγυημένης ειρήνης. Επικεφαλής ενός μικρού κράτους, όμοιου στο πλείστο των πραγμάτων με τ' άλλα και διακρινόμενου απ' αυτά μόνο σ' ορισμένους κλάδους της (Δημόσιας) Διοίκησης, δεν μπορούσε να γίνει Αλέξανδρος, κι όπως ο Κάρολος ο 12 ος , θα είχε χάσει το κεφάλι του. Σε όλη την διεξαγωγή του πολέμου του λοιπόν βρίσκουμε κάθε συνεκτική δύναμη, να εκκρεμεί πάντα σε ισορροπία, ποτέ να μην στερείται ενεργητικότητας, η οποία στην πλέον κρίσιμη στιγμή εγείρεται σε αξιοθαύμαστα επιτεύγματα και την επόμενη στιγμή είναι ήρεμη, για να υποταχθεί στο φορτίο των παραμικρών πολιτικών επιρροών. Τόσον η ματαιοδοξία όσο κι’ η φιλοδοξία ή ακόμη η αναζήτηση της εκδίκησης μπόρεσαν να τον εκτρέψουν απ' αυτήν την τροχιά, κι είναι η τροχιά που τον είχε οδηγήσει στην ευτυχή έ κβαση της σύγκρουσης. Πόσο αυτές οι λίγες λέξεις είναι ακόμη ανάξιες του μεγαλείου αυτού του πολεμικού ηγέτη ! Εξετάζοντας από κοντά την θαυμάσια έκβαση αυτής της μάχης, αναζητώντας τις αιτίες που την επέφεραν, δεν μπορεί να μην σκεφτεί κανείς πως μόνη η οξυδέρκεια του βασιλιά τον οδήγησε μέσα από τόσους σκοπέλους σ' ένα ευτυχές τέλος.
225
226
2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Μπορούμε λοιπόν να χωρίσουμε σε στοιχεία διαφορετικής φύσης τις αιτίες που, στη στρατηγική, καθορίζουν την προσφυγή στη μάχη, δηλαδή: τα ηθικά, τα φυσικά, τα μαθηματικά, τα γεωγραφικά και τα στατιστικά στοιχεία. Η πρώτη κατηγορία θα μπορούσε να περιλάβει οτιδήποτε οφείλεται στις ηθικές και διανοητικές ικανότητες, η δεύτερη το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων, τη σύνθεσή τους, την σχετική σπουδαιότητα των όπλων, κ.λπ. η τρίτη, τις γωνίες των γραμμών επιχειρήσεων, τις συγκεντρωτικές ή αποκεντρωτικές κινήσεις, στο μέτρο που η γεωμετρική τους φύση αποκτά μιαν απόδειξη σπουδαιότητας στους υπολογισμούς μας - η τέταρτη, την επίδραση του εδάφους, τα κυρίαρχα σημεία, τα βουνά, τους ποταμούς, τα δάση και τους δρόμους, η πέμπτη τέλος, τα μέσα ανεφοδιασμού, κ.ο.κ.. Έχει τα καλά του να εξετάσει κάποιος χωριστά καθένα απ' αυτά τα στοιχεία για μια φορά, θα διαμορφώσει έτσι μιαν ακριβέστερην ιδέα, και θα μπορέσει να διευκρινίσει εν παρόδω την μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία αυτών των κατηγοριών. Γιατι, αν τις δούμε χωριστά, μερικές απ' αυτές χάνουν καθαυτές την πλαστή σπουδαιότητά τους. …… Ωστόσο, το να θέλουμε να μελετήσουμε την στρατηγική μέσω αυτών των στοιχείων θα ήταν η ατυχέστερη ιδέα του κόσμου, γιατι στις περισσότερες μεμονωμένες πολεμικές πράξεις αυτά τα στοιχεία αναμειγνύονται βαθιά και με πολλούς τρόπους. Θα χανόμασταν μέσα σ' αυτές τις εντελώς στείρες αναλύσεις και όπως σ' έναν εφιάλτη, συνεχώς θα εξασθενούσαμε σε μάταιες προσπάθειες να οικοδομήσουμε μιαν αψίδα, ξεκινώντας από μιαν αφηρημένη βάση, για να πάμε προς τα φαινόμενα της πρακτικής ζωής. Ο ουρανός («ο Θεός») να προφυλάσσει τον κάθε τέτοιο θεωρητικό από ένα τέτοιο ξεκίνημα ! Θα μείνουμε στον κόσμο των καθολικών φαινομένων, 227
χωρίς κάθε φορά να ωθήσουμε την ανάλυσή μας πέρα από την ανάγκη κατανόησης της ιδέας, η οποία δεν κατανοείται χάρη σε θεωρητική διερεύνηση, αλλ' επιβάλλεται από την επίδραση των καθολικών φαινομένων του πολ έμου.
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΗΘΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Είναι οι εξής: τα ταλέντα του στρατιωτιηού ηγέτη, οι πολεμικές αρετές τον στρατού και το εθνικό αίσθημα του ίδιου, Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με γενικό τρόπο ποιο έχει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτά τα’ αντικείμενα, γιατι είναι ήδη δύσκολο να πούμε τί συνιστά το μέγεθός τους, κι ακόμη δυσκολότερο να παραβάλουμε το μέγεθός της μίας με το μέγεθός της άλλης. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην υποτιμούμε καμιά, σφάλμα προς το οποίο ρέπουν πολύ οι άνθρωποι, μέσα στη μανία τους να ταλαντεύονται από την μια πλευρά στην άλλη. Είναι καλύτερο να προσφέρουμε ιστορικές μαρτυρίες που αποκαθιστούν την αναμφίβολη αποτελεσματικότητα αυτών των τριών αντκειμένων.
228
229
ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Β ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ
Ο καταναγκασμός που θ' ασκήσουμε κατά του εχθρού θα ρυθμιστεί από τον δικό μας καταναγκασμό και από τις πολιτικές απαιτήσεις. Στο μέτρο που αυτά τα δυο μεγέθη είναι γνωστά, θα προσδιορίσουν το μέτρο των προσπαθειών από κάθε πλευρά. Αυτές όμως (οι προσπάθειες) δεν είναι πάντα προφανείς, αυτό δε, μπορεί να είναι ένας πρώτος λόγος για την διαφορά των μέσων τα οποία κινητοποιεί ο καθένας. Η κατάσταση και οι συνθήκες των κρατών δεν είναι όμοιες, αυτό μπορεί να είναι ένας δεύτερος λόγος. Το ότι ούτε η δύναμη της θέλησης, ο χαρακτήρας και οι ικανότητες της κυβέρνησης είναι όμοια, συνιστούν ένα τρίτο λόγο. Αυτά τα τρία στοιχεία επιφέρουν την αβεβαιότητα στον υπολογισμό της αντίστασης την οποία μπορεί να περιμένει κανείς, και στην συνέχεια, την αβεβαιότητα όσον αφορά στα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει και στον σκοπό που πρέπει να προσδιορίσει. Καθώς οι ανεπαρκείς προσπάθειες μπορούν να οδηγήσουν στον πόλεμο όχι μόνον σε απουσία επιτυχίας, αλλά και σε βέβαια αποτυχία, πρέπει επομένως κι οι δυο πλευρές να επιδιώξουν αμοιβαία, να ξεπεράσει η μια την άλλη, πράγμα που προκαλεί μιαν αλληλεπίδραση. Μπορούν έτσι να οδηγηθούν σε παροξυσμό προσπαθειών, αν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ένα τέτοιο σημείο. Θα έχαναν όμως τότε από τα μάτια τους την διαμάχη 230
των πολιτικών απαιτήσεων, τα μέσα δε θα συσχετίζονταν πλέον με το σκοπό, και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η τάση για ακραία προσπάθεια θα κατέστρεφε, με το αντίθετο βάρος της, τις σύμφυτες προς αυτήν συ νθήκες. Έτσι, εκείνος που επιχειρεί έναν πόλεμο, επανέρχεται σε μια μέση συμπεριφορά, που του προδιαγράφει μια χρήση των δυνάμεων και την επιδίωξη ενός δίκαιου πολεμικού σκοπού, οι οποίες θα είναι επαρκείς για να του επιτρέψουν να επιτύχει τον πολιτικό του στόχο. Για να γίνει κατορθωτή αυτή η αρχή, πρέπει να παραιτηθεί κανείς από τις απόλυτες αναγκαιότητες που θα μπορούσαν να προκύψουν α πό ένα δ εδ ομένο αποτέλεσμα, και ν' αποκλείσει α πό τον υπολογισμό όλα τ' απομακρυσμένα ενδεχόμενα. Εδώ είναι που η δραστηριότητα της νόησης εγκαταλείπει τον χώρο της ακριβούς επιστήμης, της λογικής και των μαθηματικών και γίνεται, με το ευρύ νόημα του όρου, τέχνη, δηλαδή η μέσω μιας ενστικτώδους κρίσης επιδεξιότητα στην εξαγωγή του σημαντικότερου και του αποφασιστικότερου (συμπεράσματος), ì έσα από ένα πλήθος αμέτρητο στόχων και συνθηκών. Αυτή η ενστικτώδης κρίση συνίσταται αναμφισβήτητα σε μια λίγο έως πολύ καταφανή σύγκριση πραγμάτων και σχέσεων, η οποία διαχωρίζει όσες είναι απόμακρες και δευτερεύουσες και αποκαλύπτει τις πλησιέστερες και σπουδαιότερες, ταχύτερα απ' όσο θα γινόταν κάτι τέτοιο μέσω μιας αυστηρά λογικής αναγωγής. Για να βεβαιωθούμε για την ποσότητα των μέσων τα οποία πρέπει να κινητοποιήσουμε για τον πόλεμο, πρέπει να δούμε τον πολιτικό σκοπό τόσο από τη δική μας άποψη όσον και από κείνη του εχθρού. Πρέπει να εξετάσουμε την δύναμη και την κατάσταση τόσο του εχθρικού κράτους όσο και τις δικές μας, πρέπει να δούμε τον χαρακτήρα της εχθρικής κυβέρνησης και εκείνον του λαού της, καθώς και τις ικανότητές τους. Αυτοί οι παράγοντες πρέπει να εξεταστούν και από την δική μας πλευρά. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις πολιτικές σχέσεις των άλλων κρατών και το επακόλουθο που θα προκαλέσει ο πόλεμος σ' αυτά τα κράτη. Καταλαβαίνουμε εύκολα πως ο προσδιορισμός αυτών των διαφόρων συνθηκών και των ποικίλων σχέσεών τους είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, πως είναι ένα αληθινό 231
ένα τεράστιο πρόβλημα, πως είναι ένα αληθινό έργο ιδιοφυΐας, η οποία τοποθετημένη μπροστά τους, υιοθετεί γρήγορα τον σωστό δρόμο, εκεί όπου η απλή ακαδημαϊκή μελέτη καθόλου δεν θα επέτρεπε την κυριαρχία πάνω στην περιπλοκότητά τους. Υπ' αυτό το νόημα, ο Βοναπάρτης είχε πέρα για πέρα δίκιο όταν έλεγε πως επρόκειτο για ένα αλγεβρικό πρόβλημα μπροστά στο οποίο ο Νεύτωνας θα έμενε έκπληκτος. Αν η ευρύτητα κι η ποικιλία των συνθηκών κι η αβεβαιότητα ως προς τα σωστά μέτρα υα οποία πρέπει να ληφθούν, αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό την δυσκολία επίτευξης ενός ευνοϊκού αποτελέσματος, δεν πρέπει να υπερτιμούμε το γεγονός ότι, παρόλο που η ασύγκριτη σπουδαιότητα του ζητήματος δεν αυξάνει την περιπλοκότητα ή τη δυσκολία του προβλήματος, ωστόσο μεγαλώνει την αξία της λύσης του. Στους κοινούς ανθρώπους, η ελευθερία κι η δραστηριότητα του πνεύματος ελαττώνονται και δεν αυξάνονται, από τον κίνδυνο και την ευθύνη, όταν όμως αυτά δίνουν φτερά στη δύναμη της κρίσης, τότε έχουμε πραγματικά να κάνουμε με μιαν ασυνήθιστη πνευματική διάσταση. Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε ευθύς εξ αρχής, ότι μια κρίση για έναν επαπειλούμενο πόλεμο, για τον σκοπό που πρέπει να έχει και για τα μέσα που απαιτεί, δεν μπορεί να διαμορφωθεί παρά μετά από μια γενική εξέταση όλων των συνθηκών, μεταξύ των οποίων πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της στιγμής κι ύστερα, πως αυτή η απόφαση, καθώς κι όλες όσες λαμβάνονται στον πόλεμο, δεν μπορεί να είναι καθαρά αντικειμενική, αλλά πρέπει να καθορίζεται από τις πνευματικές και ηθικές ιδιότητες των αρχόντων, πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, είτε ενώνονται στο πρόσωπο ενός μόνον άνδρα, είτε όχι. Το ζήτημα γίνεται γενικότερο και επιδέχεται περισσότερο μιαν αφηρημένη εξέταση, εάν θεωρήσουμε τις συνολικές σχέσεις που επιβάλλουν στα κράτη η εποχή και οι περιστάσεις. Πρέπει εδώ να μας επιτραπεί ένα αμυδρό βλέμμα στην ιστορία.
232
Οι ημιπολιτισμένοι Τάταροι, οι πολιτείες της Αρχαιότητας, οι φεουδάρχες δεσπότες κι οι εμπορικές πόλεις του Μεσαίωνα, οι Βασιλείς του 18 ου αιώνα, διεξήγαγαν όλοι τον πόλεμο με τον δικό τους τρόπο, διαφορετικά, με διαφορετικά μέσα και σκοπούς. Οι ταταρικές ορδές αναζητούσαν νέους τόπους για εγκατάσταση. Ξεκινούσαν μ' όλον τον λαό, γυναίκες και παιδιά, ήταν επομένως μεγαλύτερες ως προς τον αριθμό από κάθε άλλο στρατό, κι ο σκοπός τους ήταν να υποτάξουν ή να εκδιώξουν τον εχθρό. Αυτά τα μέσα, τους εξώθησαν γρήγορα στο ν' ανατρέπουν τα πάντα μπροστά τους, αν ένας υψηλός βαθμός πολιτισμού προσαρμοζόταν σ' αυτήν την κατάσταση. Οι πολιτείες της Αρχαιότητας, μ' εξαίρεση την Ρώμη, είχαν μικρήν έκταση. Οι στρατοί τους ήταν ακόμη μικρότεροι, γιατι απέκλειαν μεγάλες μάζες, τον όχλο. Ήταν πολυάριθμες και πολύ γειτονικές, ώστε να μην βρίσκουν εμπόδια σε μεγάλες επιχειρήσεις μέσα σ' αυτήν την φυσική ισορροπία, στην οποία βρίσκονταν πάντα μικρά ξεχωριστά μέρη, σύμφωνα μ' ένα γενικό νόμο της φύσης. Οι πόλεμοί τους περιορίζονταν επομένως στην καταστροφή ανοιχτών περιοχών και στην κατάληψη μεμονωμένων πόλεων, για να υπάρξει κάποιος βαθμός επίδρασης στο μέλλον. Μόνον η Ρώμη αποτελεί εξαίρεση εδώ, όχι όμως έως την τελευταία περίοδο της ιστορίας της. Επί πολύ καιρό, διεξήγαγε εναντίον των γειτόνων της τον παραδοσιακό πόλεμο, με μικρούς ομίλους προς αναζήτηση λείας και συìμαχιών. Έγινε μεγάλη με τις συμμαχίες τις οποίες συνήψε και χάρη στις οποίες συγχώνευσε όλους τους γειτονικούς λαούς ολίγον κατ’ ολίγον σ' ένα σύνολο, περισσότερο απ' ότι με τις πραγματικές κατακτήσεις της. Μόνον αφού επεκτάθηκε έτσι σ' όλη την Ιταλία του Νότου, άρχισε να προοδεύει ως αληθινά κατακτητική δύναμη. Η Καρχηδόνα έπεσε, η Ισπανία κι η Γαλατία κατακτήθηκαν, η Ελλάδα υποτάχθηκε και η ρωμαϊκή κυριαρχία εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο και στην Ασία. Αυτή την εποχή οι στρατιωτικές της δυνάμεις ήσαν τεράστιες, δίχως οι προσπάθειές της να είναι τέτοιες. Οι δυνάμεις της υποστηρίζονταν από τους πλούσιους πολίτες. Δεν έμοιαζε πλέον στις αρχαίες πολιτείες, ούτε στην πρώτη της μορφή. Ήταν μοναδική μόνη.
233
Οι πόλεμοι του Αλεξάνδρου, με τον τρόπο τους, υπήρξαν κι αυτοί εντελώς ιδιαίτεροι. Μ' έναν μικρό στρατό, που διακρινόταν όμως χάρη στην τέλεια οργάνωσή του, ανέτρεψε τις σκωληκόβρωτες δομές των ασιατικών κρατών. Ακούραστος και ορμητικός, διέσχισε την τεράστια ασιατική ήπειρο και προωθήθηκε ως τις Ινδίες. Καμιά πολιτεία δεν θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει αυτό. Μόνον ένας βασιλιάς, ο οποίος υπήρξε, θα μπορούσαμε να πούμε, ο Condottiero του εαυτού του, μπορούσε να το κατορθώσει ταχύτατα. Οι μεγάλες και μικρές μοναρχίες του Μεσαίωνα διεξήγαγαν τους πολέμους τους με φεουδαλικά μέσα. Όλα περιορίζονταν σε μια μικρή χρονική περίοδο. Ότι δεν μπορούσε να γίνει μέσα σ' αυτόν τον χρόνο έπρεπε να θεωρηθεί ακατόρθωτο. Η ίδια η φεουδαλική δύναμη στηριζόταν στην οργάνωση του συστήματος των βασσάλων (υποτακτικών). Ο σύνδεσμος που διαμόρφωνε την ενότητά του ήταν εν μέρει νόμιμη υποχρέωση, εν μέρει αυτόβουλη συμμαχία. Το σύνολο σχημάτιζε μιαν αληθινή συνομοσπονδία. Ο εξοπλισμός και η πρακτική βασίζονταν στο δίκαιο της ισχύος, στην μεμονωμένη μάχη, κι επομένως δεν ταίριαζε σε σημαντικά σώματα. Πράγματι, η ενότητα του κράτους ποτέ δεν υπήρξε τόσον χαλαρή όσον σ' αυτήν την εποχή, ούτε ο μεμονωμένος πολίτης τόσον ανεξάρτητος. Όλα αυτά έδιναν στους πολέμους αυτής της εποχής έναν εντελώς ιδιάζοντα χαρακτήρα. Διεξάγονταν μ’ ένα τρόπο αρκετά πρωτόγονο. Έχαναν λίγο χρόνο στο πεδίο, αλλ' ο σκοπός περιοριζόταν γενικά στην τιμωρία και όχι στην υποταγή του εχθρού. Άρπαζαν τα ζωντανά του, έκαιγαν τους πύργους του και τον αιχμαλώτιζαν. Οι μεγάλες εμπορ ικές πόλεις κι ο ι μικρές δ ημ ο κρατίες εισήγαγαν τους Condottieri. Ήταν μια δαπανηρή στρατιωτική δύναμη και κατά συνέπεια οι δραστικές της δυνάμεις ήσαν περιορισμένες, από την άποψη της έντασης, η δύναμή της ήταν ακόμη μικρότερη. Επεδείκνυαν τόση λίγη ενεργητικότητα και ακραίες προσπάθειες στο πεδίο της μάχης, ώστε αυτές οι συρράξεις τις περισσότερες φορές καταντούσαν ομοιώματα συρράξεων. Εν ολίγοις, το μίσος και η εχθρότητα δεν παρέσυραν πλέον το κράτος σε προσωπική δράση, αλλ' είχαν γίνει αντικείμενα εμπορίου. Ο πόλεμος δεν παρουσίαζε πλέον όλους τους κινδύνους του, η 234
φύση του είχε αλλοιωθεί εντελώς και δεν θα μπορούσε πλέον κάποιος να εφαρμόσει εκεί τις αρχές που απορρέουν απ' αυτόν. Το φεουδαλικό σύστημα συγκεντρώθηκε σιγά-σιγά σε μια συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, συσφίχθηκαν οι δεσμοί που ένωναν το κράτος, οι προσωπικές υπηρεσίες τροποποιήθηκαν σε υλικές υποχρεώσεις, το χρήμα σιγάσιγά υποκατέστησε τις τελευταίες στις περισσότερες περιπτώσεις και οι φεουδαλικές στρατολογήσεις μεταβλήθηκαν σε στρατούς μισθοφόρων. Οι Condottieri αποτελούσαν τον κρίκο αυτής της μεταμόρφωσης, επομένως υπήρξαν για ένα διάστημα το όργανο των ισχυρότερων κρατών. Αυτό όμως δεν διήρκεσε για πολύ από την στιγμή που ο στρατιώτης, ενοικιασμένος για μια περιορισμένη περίοδο, μεταβλήθηκε σε μόνιμο μισθοφόρο και η στρατιωτική δύναμη των κρατών έγινε τότε μόνιμος στρατός, ο οποίος τροφοδοτούνταν από το δημόσιο Ταμείο. Εννοείται πως αυτή η βραδεία πρόοδος προς αυτόν τον σταθμό, προκάλεσε αρκετούς, διαφορετικούς συνδυασμούς των τριών ειδών στρατιωτικής δύναμης. Υπό τον Ερρίκο τον 4ο, βλέπουμε τις φεουδαλικές συνεισφορές, τους Condottieri και τον μόνιμο στρατό να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα. Οι Condottieri επιμήκυναν την ύπαρξή τους, έως την περίοδο του Τριακονταετούς πολέμου, ενώ βρίσκουμε ακόμη ελαφρά ίχνη τους έως τον 18 ο αιώνα. Σ' αυτές τις διάφορες εποχές, οι υπόλοιπες συνθήκες των κρατών της Ευρώπης ήσαν τόσον ιδιάζουσες, όσον και οι στρατιωτικές τους δυνάμεις. Ουσιαστικά, αυτή η ήπειρος ήταν χωρισμένη σε μια μάζα μικρών κρατών, εν μέρει δημοκρατικών σε κατάσταση εσωτερικής διχόνοιας, εν μέρει μικρών μοναρχιών, όπου η κυβερνητική εξουσία ήταν πολύ περιορισμένη και αβέβαια. Αυτά τα κράτη δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως πραγματικές ενότητες. Επρόκειτο μάλλον για την συνένωση αρκετά χαλαρά συνδεδεμένων δυνάμεων και δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ούτε ως μια διάνοια, δρώσα συμφώνως προς λογικούς και απλούς κανόνες. Πρέπει να δούμε την εξωτερική πολιτική και τους πολέμους του Μεσαίωνα υπ' αυτήν την άποψη. Ας σκεφτούμε μόνον, τις συνεχείς επιδρομές των Γερμανών Αυτοκρατόρων επί πέντε αιώνες στην Ιταλία, δίχως να προκύψει καμία ου235
σιώδης κατάκτηση σ' αυτήν την χώρα, ή χωρίς καν να επιδιωχθεί. Είναι εύκολο να δούμε αυτό το γεγονός ως ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο σφάλμα, μια λανθασμένη άποψη, η οποία είχε την πηγή της στην φύση της εποχής, είναι όμως λογικότερο να το θεωρήσουμε ως την συνέπεια εκατοντάδων σημαντικών αιτίων, τα οποία μπορούμε να κατανοήσουμε τουλάχιστον εν μέρει, μας είναι όμως αδύνατον να το πραγματοποιήσουμε με τρόπο ζωντανό όπως το έπρατταν οι άνθρωποι που έρχονταν σε πραγματική σύγκρουση μαζί τους. Όσο καιρό τα μεγάλα κράτη, τα οπαία αναδύθηκαν απ' αυτό το χάος, χρειάζονταν χρόνο για να ισχυροποιηθούν και να οργανωθούν, όλη τους η ισχύς και η ενεργητικότητα δεν κατευθύνονταν παρά σ' αυτό το σημείο. Οι εξωτερικοί τους πόλεμοι είναι ολιγάριθμοι, και εκείνοι που πραγματοποιήθηκαν, φέρουν τνη σφραγίδα μιας ατελούς πολιτικής ενοποίησης. Οι πρώτοι πόλεμοι που πραγματοποιήθηκαν ήταν εκείνοι μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, αν και η Γαλλία δεν μπορεί ακόμη να θεωρηθεί αυτή την περίοδο ως πραγματική μοναρχία, αλλά ως μια συσσώρευση δουκάτων και κομητειών. Η δε Αγγλία, η οποία ωστόσο έδινε λίγο περισσότερο την εικόνα της ενότητας, πολεμούσε με μια φεουδαλική οργάνωση και εμποδιζόταν από μια σειρά εσωτερικών ταραχών. Υπό τον Λουδοβίκο τον 11 ο , η Γαλλία έκανε το μεγαλύτερο βήμα της προς την εσωτερική ενότητα. Υπό τον Κάρολο τον 8ο, εμφανίστηκε στην Ιταλία ως μια δύναμη ικανή για κατακτήσεις και υπό τον Λουδοβίκο τον 14 ο έφερε το πολιτικό κράτος της και τον μόνιμο στρατό της στην υψηλότερη τελείωσή τους. Η Ισπανία ενοποιήθηκε από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό, χάρη σε συμπτωματικές ενώσεις, οφειλόμενες στους γάμους του. Η μεγάλη ισπανική μοναρχία ανορθώθηκε αιφνίδια υπό τον Κάρολο τον 5 ο , αποτελούμενη από την Ισπανία, την Βουργουνδία, την Γερμανία και την Ιταλία ενοποιημένες. Ότι έλειπε απ' αυτόν τον κολοσσό υπό την άποψη της εσωτερικής πολιτικής ενότητας και συνοχής, επανευρίσκετο σε χρήμα και ο μόνιμος στρατός του ήλθε πρώτα σε σύγκρουση με τον μόνιμο στρατό της Γαλλίας. Μετά από την παραίτηση του Καρόλου του 5 ου , ο ισπανικός κολοσσός έσπασε σε δυο τμήματα, στην Ισπα236
νία και στην Αυστρία. Η Αυστρία, παγιωμένη, χάρη στην προσάρτηση της Βοημίας και της Ουγγαρίας, εμφανίζεται τώρα στην σκηνή ως μεγάλη δύναμη, η οποία σύρει πίσω της ως συμπλήρωμα την Γερμανική Συνομοσπονδία. Το τέλος του 18 ου αιώνα, η εποχή του Λουδοβίκου 14 ου , πρέπει να θεωρηθεί ως η στιγμή της ιστορίας κατά την οποίαν η μόνιμη στρατιωτική δύναμη, όπως υφίστατο έως τον 18 ο αιώνα, φθάνει στην ωριμότητά της. Αυτή η στρατιωτική δύναμη βασιζόταν στη στρατολόγηση και στο χρήμα. Τα κράτη είχαν οργανωθεί σε πλήρεις ενότητες και οι κυβερνήσεις, μετατρέποντας τις προσωπικές υποχρεώσεις των υπηκόων τους σε φόρους, είχαν συγκεντρώσει όλη τους την δύναμη στα θησαυροφυλάκιά τους. Χάρη στην ταχεία πρόοδο των κοινωνικών τελειοποιήσεων και στο συνεχώς βελτιούμενο σύστημα διακυβέρνησης, αυτή η δύναμη έγινε πολύ ì εγάλη, σε σχέση με ότι ήταν έως τότε. Η Γαλλία εμφανιζόταν στο πεδίο μ' έναν μόνιμο στρατό 200.000 ή περισσότερων ανδρών και οι άλλες δυνάμεις ανάλογα. Οι υπόλοιπες συνθήκες των κρατών είχαν τροποποιηθεί με τον ίδιο τρόπο. Η Ευρώπη ήταν χωρισμένη σε μια δωδεκάδα βασιλείων και σε μερικές δημοκρατίες. Μπορούμε λοιπόν ν' αντιληφθούμε πως δυο απ' αυτές τις δυνάμεις μπορούσαν να πολεμήσουν μεταξύ τους, χωρίς να εμπλακούν στην σύγκρουση άλλες δυνάμεις, δέκα φορές περισσότερες, όπως συνέβαινε αναμφίβολα στο παρελθόν. Οι δυνατοί συνδυασμοί των πολιτικών σχέσεων ήταν ακόμη πολύ ποικίλοι, μπορούσε όμως κάποιος από καιρό σε καιρό να τους διερευνήσει και να τους διευκρινίσει, ανάλογα με την πιθανότητά τους. Οι εσωτερικές σχέσεις είχαν σχεδόν παντού απλοποιηθεί υπό την μορφή μιας μοναρχίας. Τα δικαιώματα και η επίδραση των προνομιούχων τάξεων επεκτάθηκαν σταδιακά και η Κυβέρνηση έγινε πλήρης ενότητα, που αντιπροσώπευε το κράτος στις εξωτερικές του σχέσεις. Είχε έρθει λοιπόν ο καιρός, όπου ένα κατάλληλο όργανο και μια ανεξάρτητη θέληση μπορούσαν να δώσουν στον πόλεμο μια μορφή σύμφωνα με την θεωρητική του έννοια. Αυτήν την εποχή ήταν που εμφανίστηκαν τρεις νέοι Αλέξανδροι : ο Γουσταύος-Αδόλφος, ο Κάρολος ο 12ος και ο 237
Μέγας Φρειδερίκος, οι οποίοι έθεσαν ως στόχο να υψώσουν μικρά κράτη στο επίπεδο μεγάλων μοναρχιών, χάρη σε περιορισμένους, αλλά απολύτως τέλειους στρατούς και ανατρέποντας τα πάντα στο δρόμο τους. Εάν είχαν ν' αντιμετωπίσουν ασιατικά κράτη, θα έμοιαζαν ακόμη περισσότερο με τον Αλέξανδρο, στον ρόλο που εν πάση περιπτώσει έπαιξαν, μπορούμε να δούμε σ' αυτούς τους προδρόμους του Βοναπάρτη, σε ότι αφορά στην διακύβευση ενός πολέμου. Ότι όμως κέρδιζε ο πόλεμος από την μια πλευρά σε δύναμη και σε σταθερότητα, από την άλλη το έχανε. Οι στρατοί συντηρούνταν με έξοδα του θησαυροφυλακίου, τα οποία οι κυρίαρχοι θεωρούσαν ολίγον ως προίκα τους, ή τουλάχιστον ως ένα πόρο που ανήκε στην κυβέρνηση και όχι στον λαό. Οι σχέσεις με τα άλλα κράτη, τον περισσότερο καιρό δεν αφορούσαν, εκτός από μερικές εμπορικές υποθέσεις, παρά στα συμφέροντα του θησαυροφυλακίου και της κυβέρνηση ς και όχι σ’ εκείνα του λαού. Τουλάχιστον οι ιδέες συνέκλιναν παντού προς αυτό το νόημα. Επομένως οι κυβερνήσεις θεωρούνταν ως οι ιδιοκτήτες και οι διοικητές εκτενών περιοχών, τις οποίες επεδίωκαν ακατάπαυστα ν' αυξήσουν, χωρίς οι εκμισθωτές α υτών των περιοχών να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την βελτίωσή τους. Ο λαός ο οποίος ήταν το παν στον πόλεμο κατά την εποχή των βαρβαρικών εισβολών, ο οποίος έπαιζε μεγάλο ρόλο στις Πολιτείες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα (αν τον περιορίσουμε, όπως αρμόζει, σ’ εκείνους οι οποίοι κατείχαν πράγματι τα δικαιώματα του πολίτη), άμεσα, δεν ήταν πλέον απολύτως τίποτε, στον 18 ο αιώνα, δεν διατηρούσε παρά μιαν έμμεση επίδραση στον πόλεμο, ανάλογα με τις γενικές αρετές και αδυναμίες του. Έτσι, στο μέτρο που η κυβέρνηση διαχωριζόταν από τον λαό και θεωρούσε ως κράτος τον εαυτό της, ο πόλεμος έγινε μια καθαρή υπόθεση της κυβέρνησης, διεξαγόμενος με το χρήμα των χρηματοκιβωτίων της και με τους αργόσχολους τυχοδιώκτες που συγκεντρώνονταν σ' αυτήν και στις γειτονικές χώρες. Η συνέπεια αυτής της κατάστασης πραγμάτων είναι ότι, τα μέσα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση είχαν αρκετά καλά προσδιορισμένα όρια, τα οποία μπορούσαν να εκτιμηθούν και για τα δυο μέρη , τόσον ως προς την έκταση όσον και ως προς την διάρκειά 238
τους. Αυτό αφαιρούσε από τον πόλεμο το φοβερότερο στοιχείο του, δηλαδή την τάση προς τα άκρα και τις σκοτεινές ακολουθίες των δυνατοτήτων που συνδέονται μ' αυτές. Ήταν γνωστά κατά προσέγγιση τα ο ικονομικά μέσα, το περιεχόμενο του ταμείου και η χρηματοπιστωτική κατάσταση του εχθρού, καθώς και το μέγεθος του στρατού του. Καμιά σημαντική αύξηση δεν ήταν δυνατή την στιγμή της κήρυξης του πολέμου. Στο μέτρο που το κράτος γνώριζε έτσι τα όρια της εχθρικής δύναμης, έχοντας ταυτόχρονα συνείδηση των ορίων των δικών του μέσων, ήταν αναγκασμένο να μετριάζει τα σχέδιά του. Προστατευμένο έναντι μιας ακρότητας, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να διακινδυνεύσει στα άκρα. Μιας και η ανάγκη δεν παρείχε ώθηση προς αυτήν την κατεύθυνση, η ώθηση δεν μπορούσε επομένως να προέρχεται παρά από το θάρρος και την φιλοδοξία. Όμως αυτά όμως εύρισκαν ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στις συνθήκες στις οποίες βρισκόταν το κράτος. Ακόμη και οι Βασιλείς που ανελάμβαναν την διοίκηση, έπρεπε να χρησιμοποιούν με σύνεση το πολεμικό όργανο. Εάν ο στρατός διασκορπιζόταν, δεν ήταν δυνατό να ξανασχηματιστεί νέος, και έξω από τον στρατό δεν υπήρχε τίποτε. Επιβάλλονταν επομένως αναγκαστικά μεγάλες προφυλάξεις σε όλες τις επιχειρήσεις. Μόνον όταν παρουσιαζόταν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα διαθέσιμο από μόνο του, έκαναν χρήση αυτού του ακριβού οργάνου. Η εκμετάλλευση αυτής της ευκαιρίας ήταν το λαμπρό έργο του στρατιωτικού ηγέτη , έως την στιγμή όμως που θα παρουσιαζόταν, όλα ταλαντεύονταν, ας πούμε, στο απόλυτο κενό. Δεν υπήρχε λόγος δράσης και όλες οι δυνάμεις, δηλαδή όλα τα κίνητρα, έμοιαζε να βρίσκονται σε ανάπαυση. Το αρχικό κίνητρο του επιτιθέμενου ξεθώριαζε από την σύνεση και την επιφυλακτικότητα. Ο πόλεμος έγινε έτσι, στην πραγματική του ουσία, ένα παιχνίδι, όπου αντάλλασσαν χαρτιά ο χρόνος και η τύχη. Όμως για την σημασία του, δεν ήταν παρά μια λίγο εντονότερη διπλωματία, ένας λίγο απαιτητικότερος τρόπος διαπραγματεύσεων, όπου οι μάχες και οι πολιορκίες χρησίì ευαν ως διπλωματικές νότες. Ο πλέον φιλόδοξος θεωρούσε σωστό ν' αποκτήσει κάποιο μετριοπαθές πλεονέκτημα, ώστε να το χρησιμοποιήσει στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη.
239
Αυτή η στενή, περιορισμένη μορφή πολέμου προερχόταν, όπως είπαμε, από την στενή βάση στην οποία στηριζόταν. Αυτοί οι διακεκριμένοι στρατιωτικοί ηγέτες και Βασιλείς, ο Γουσταύος-Αδόλφος, ο Κάρολος ο 12 ος κι ο Μέγας Φρειδερίκος, επικεφαλής επίσης διακεκριμένων στρατών, δεν μπορούσαν εν γένει ν' αναδυθούν υψηλότερον από την μάζα των πραγμάτων, εάν δε παρόμοιοι άνδρες ήταν αναγκασμένοι να παραμένουν ακόμη στο συνολικό επίπεδο μέτριων αποτελεσμάτων, αυτό πρέπει ν' αποδοθεί στην ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη. Σήμερα, οπότε τα κράτη μεγάλωσαν και τα κέντρα τους είναι απομακρυσμένα μεταξύ τους, εκείνο που επιτυγχάνονταν προηγουμένως, μέσα σ' ένα πλήθος μικρών κρατών, χάρη σε άμεσα κι εντελώς φυσικά συì φέροντα —εγγύτητα, επαφές, οικογενειακές σχέσεις, προσωπική φιλία—ώστε να εμποδιστεί ένα μόνο κράτος να μεγαλώσει ξαφνικά, εκτελείται σήμερα με μιαν υψηλότερη χρησιμοποίηση της διπλωματικής τέχνης. Τα πολιτικά συμφέροντα, οι έλξεις και οι απωθήσεις έχουν αναπτυχθεί σ' ένα πολύ εκλεπτυσμένο σύστημα, έτσι ώστε δεν μπορεί κανείς να ρίξει μια κανονιά στην Ευρώπη, χωρίς να ενδιαφερθούν γι' αυτό όλες οι κυβερν ήσεις. Ένας νέος Αλέξανδρος θα έπρεπε επομένως να διαθέτει, πέρα από ένα καλό σπαθί και μια καλή γραφίδα, αλλά και πάλι δεν θα είχε προχωρήσει πολύ μακριά στις κατακτήσεις του. Αλλ' ακόμη και αν ο Λουδοβίκος ο 14 ος έτεινε ν' ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη, έφτασε δε μάλιστα στο τέλος του 18 ου αιώνα να μην νοιάζεται καθόλου για το αίσθημα γενικής αντιπάθειας εναντίον του, διεξήγαγε τον πόλεμο με τον παραδοσιακό τρόπο, παρόλο που ο στρατός του ήταν αναμφίβολα εκείνος του μεγαλύτερου και πλουσιότερου μονάρχη της Ευρώπης, ήταν της ίδιας ακριβώς φύσης με τους άλλους. Η λεηλασία και η ερήμωση της εχθρικής χώρας, που έπαιζε τόσο μεγάλο ρόλο στους Τατάρους, στους ασιατικούς λαούς ακόμη και στον Μεσαίωνα, δεν συμφωνούσε πλέον με το πνεύμα της εποχής. Τις θεωρούσαν δικαίως, ως μια περιττή βαρβαρότητα, η οποία μπορούσε να οδηγήσει σε αντεκδικήσεις και προκαλούσε περισσότερες ζημιές στους υπηκόους του εχθρού, παρά στην κυβέρνησή του, δ ί240
χως να παράγει επομένως κανένα επακόλουθο και δίχως να χρησιμεύει παρά στην ακαθόριστη επιβράδυνση της προόδου του εθνικού πολιτισμού. Ο πόλεμος επομένως περιορίστηκε όλο και περισσότερο στον ίδιο τον στρατό, ως προς τα μέσα και τον σκοπό του. Ο στρατός, με τα οχυρά του και μερικές προπαρασκευασμένες θέσεις, αποτελούσε ένα κράτος εν κράτει, στο οποίο σιγά-σιγά εξαλειφόταν τ ο πολεμικό στο ιχείο. Όλη η Ευρώπη απολά μβανε α υτή την εξέλιξη και την θεωρούσε ως συνέπεια του πνεύματος της προόδου. Παρόλο το ότι εδώ υπήρχε ένα σφάλμα, επειδή η πρόοδος του ανθρώπινου πνεύματος δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στο σφάλμα και δεν μπορεί ποτέ να κάνει ώστε δυο και δυο να ισούνται με πέντε, όπως ήδη είπαμε και θα το επαναλάβουμε πάλι, αυτή η αλλαγή είχε ωστόσο ένα ευνοϊκό επακόλουθο στον λαό. Όμως, δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε ότι ετόνισε την τάση, του να γίνει ο πόλεμος ένα κυβερνητικό ζήτημα και να διαχωριστεί όλο και περισσότερο από τα συì φέροντα του λαού. Το πολεμικό σχέδιο του κράτους ανελάμβανε την επίθεση, συνίστατο γενικά αυτη την εποχή, στην κατάκτηση της μιας ή της άλλης από τις εχθρικές επαρχίες ενώ το σχέδιο του αμυνομένου συνίστατο στην κατάληψη ενός οποιουδήποτε οχυρού του εχθρού, ή στην παρεμπόδιση της κατάληψης ενός από τα δικά του. Μόνον όταν η μάχη γινόταν αναπόφευκτη γι' αυτόν τον σκοπό, την επιδίωκαν και τη διεξήγαγαν. Οποιοσδήποτε διεξήγαγε μάχη χωρίς να συντρέχει απόλυτη ανάγκη, από καθαρή προσωπική επιθυμία απόκτησης μιας νίκης, αναγνωριζόταν ως τολμηρός στρατηγός. Γενικά, μια εκστρατεία τελείωνε μετά από μια πολιορκία ή αν ήταν πολύ δραστήρια, μετά από δυο πολιορκίες, κατόπιν δε, επέστρεφαν στους χειμερινούς καταυλισμούς, τους οποίους διατηρούσαν ως αναγκαίους. Μετά απ' αυτό καμιά πλευρά δεν μπορούσε ν ’ αποκτήσει πλεονέκτημα λόγω της κακής οργάνωσης της άλλης, καθώς οι αμοιβαίες επαφές μεταξύ τους έπαυαν σχεδόν τελείως. Οι καταυλισμοί επέβαλλαν ένα συγκεκριμένο όριο στην δράση, η οποία μπορούσε να εκτυλιχθεί στη διάρκεια της εκστρατείας. Αν οι ανταγωνιστικές δυνάμεις ήσαν πολύ ίσες ή αν ο επιτιθέμενος ήταν ολοφάνερα ο πλέον αδύναμος, τότε δεν υπήρχε ούτε ì άχη ούτε πολιορκία και όλες οι επιχειρήσεις της εκστρατείας περιστρέφονταν γύρω από την κατοχή ορισμένων θέσεων και εγκαταστάσεων και στην κανονική ερήμωση ορισμένων επαρχιών της χώρας. 241
Όσον ο πόλεμος διεξαγόταν καθολικά με αυτόν τον τρόπο και τα φυσικά όρια της δύναμής του ήταν τόσο κοντινά και τόσο προφανή, κανείς δεν έβλεπε σ' αυτόν τίποτε το αντιφατικό. Εύρισκαν πως γίνονταν όλα όσο καλύτερα γίνεται και η κριτική, η οποία στον 18 ο αιώνα έστρεψε την προσοχή της προς την τέχνη του πολέμου, προσηλώθηκε στις λεπτομέρειες, δίχως να νοιάζεται πολύ για την αρχή ή για το τέλος. Έτσι υπήρχε μεγαλείο και τελειότητα σε όλα, ακόμη δε και ο Στρατηγός Ντάουν —ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος της απόλυτης επιτυχίας των επιχειρήσεων του Μεγάλου Φρειδερίκου και της πλήρους αποτυχίας εκείνων της Μαρίας Θηρεσίας— μπορούσε να θεωρείται μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης. Μόνον τότε, κι από τότε και στο εξής, έκανε την εμφάνισή της μια διεισδυτικότερη κρίση, δηλαδή το κοινό αίσθημα αναγνωρίζει ότι κάτι θετικό πρέπει ν' αποκτηθεί με την αριθμητική υπεροχή, διαφορετικά ο πόλεμος έχει διεξαχθεί άσχημα, όποιο και αν ήταν το ταλέντο που χρησιμοποιήθηκε. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση. Η Αυστρία και η Πρωσσία έθεσαν σε δοκιμασία την διπλωματική τους τέχνη του πολέμου, η οποία σύντομα αποδείχτηκε ανεπαρκής. Ενώ, σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις, απέθεταν όλες τους τις ελπίδες σε μια πολύ περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, έκανε την εμφάνισή της στα 1793 μια δύναμη, η οποία δεν είχε περάσει από το νου κανενός. Ο πόλεμος έγινε πάλι ξαφνικά υπόθεση του λαού, και μάλιστα ενός λαού 30 εκατομμυρίων κατοίκων, οι οποίοι όλοι τους θεωρούνταν πολίτες του κράτους. Χωρίς να μπούμε εδώ στις λεπτομέρειες των συνθηκών που υπέθαλψαν αυτό το μεγάλο συμβάν, για την ώρα θα περιοριστούμε στ' αποτελέσματα που μας ενδιαφέρουν. Η συμμετοχή του λαού στον πόλεμο, στην θέση μιας κυβέρνησης ή ενός στρατού, έκανε να εμπλακεί στο παιχνίδι ένα ολόκληρο έθνος με το φυσικό του βάρος. Από την στιγμή αυτή, τα διαθέσιμα μέσα —οι προσπάθειες που μπορούσαν να τα κινητοποιήσουν— δεν είχαν πλέον συγκεκριμένα όρια. Η ενεργητικότητα με την οποία μπορούσε να διεξάγεται ο ίδιος ο πόλεμος δεν είχε πλέον αντιστάθμισμα, και κατά συνέπειαν ο κίνδυνος για τον αντίπαλο έφτασε σ' ένα άκρο. Αν ολόκληρος ο πόλεμος της Επανάστασης απέρρευσε πριν αυτό να γίνει πλήρως αισθητό και εντελώς προ242
φανές, αν οι στρατηγοί της επανάστασης δεν προχώρησαν ακάθεκτα ως τον τελικό στόχο και δεν κατέστρεψαν τις επαρχίες της Ευρώπης, αν οι γερμανικές στρατιές είχαν ακόμη την δυνατότητα ν' αντιστέκονται ενίοτε μ' επιτυ χία και να σταματούν τον χείμαρρο της νίκη ς, ο λόγος έγκειται πραγματικά στην τεχνική ατέλεια στην οποία βρίσκονταν οι Γάλλοι, και η οποία φάνηκε πρώτα στους κοινούς στρατιώτες, ύστερα στους στρατηγούς και τέλος, την εποχή του Διευθυντηρίου, στην ίδια την κυβέρνηση. Μετά την τελειοποίηση των πάντων από τον Βοναπάρτη, αυτή η στρατιωτική δύναμη, βασισμένη στην δύναμη ολόκληρου του έθνους, βάδισε με πάταγο στην Ευρώπη, με τόση αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα, ώστε παντού όπου συναντούσε μόνον στρατούς του παλαιού τύπου, δεν υπήρχε ούτε για μια στιγμή αì φιβολία για το αποτέλεσμα. Όμως στην κατάλληλη στιγμή παρήχθη μια αντίδραση, Στην Ισπανία, ο πόλεμος έγινε αυτόματα λαϊκή υπόθεση. Στην Αυστρία, στα 1809, η κυβέρνηση κατέβαλε εξαιρετικές προσπάθειες, οι οποίες άγγιξαν σχεδόν το στόχο που ελπιζόταν χάρη στις εφεδρείες και στην εθνοφυλακή (Landwehr) και υπερέβησαν ότι αυτό το κράτος πίστευε έως τότε αδύνατο. Στην Ρωσία, στα 1812, ακολουθήθηκε το παράδειγμα της Ισπανίας και της Αυστρίας. Οι τεράστιες διαστάσεις αυτής της Αυτοκρατορίας επέτρεψαν στις επί καιρό ανειλημμένες προετοιμασίες να παράγουν ένα ακόμη επακόλουθο. Επιπλέον, επέτειναν αυτό το παραχθέν επακόλουθο. Το αποτέλεσμα υπήρξε λαμπρό. Στην Γερμανία, πρώτη ξεκίνησε η Πρωσσία, έκανε τον πόλεμο εθνική υπόθεση, χωρίς χρήματα και πιστώσεις, μ' έναν πληθυσμό μειωμένο κατά το ήμισυ, ανέλαβε δε εκστρατεία με έναν στρατό δυο φορές ισχυρότερο από εκείνον του 1806. Το υπόλοιπο της Γερμανίας ακολούθησε το παράδειγμα της Πρωσσίας, περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα και η Αυστρία, αν και λιγότερο ενεργητική απ' ότι το 1809, βάδισε τελικά μπροστά με ασυνήθιστη δύναμη. Έτσι, αυτές ήταν η Γερμανία και η Ρωσία που οδήγησαν στα 1813 και 1814 σχεδόν ένα εκατομμύριο άνδρες, όπου συμπεριλαμβάνονταν και όσοι έπαιξαν δραστικό ρόλο ή φονεύθηκαν σ' αυτές τις δυο εκστρατείες. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η καταναλισκόμενη στην διεξαγωγή του πολέμου ενεργητικότητα ήταν εντελώς διαφορετική και παρ’ όλο που δ εν ισο σκέλιζε εκείνην τη ς Γα λλία ς κα ι σε μ ερ ικά ση με ία υπερίσχυε ακόμη η δειλία, 243
μπορούμε να πούμε ότι η πορεία των εκστρατειών ήταν στο σύνολό της, του νέου τύπου κι όχι του παλαιού. Σε οκτώ μήνες, το θέατρο του πολέμου απωθήθηκε από τον Όντερ στον Σηκουάνα. Για πρώτη φορά, το περήφανο Παρίσι έπρεπε να σκύψει την ράχη και ο φοβερός Βοναπάρτης σωριαζόταν αλυσοδεμένος καταγής. Από την εποχή του Βοναπάρτη, ο πόλεμος, αφού έγινε ξανά υπόθεση ολόκληρου του έθνους, πρώτα από τη μια πλευρά κι ύστερα από την άλλη, απεκάλυπτε μιαν εντελώς νέα φύση, ή μάλλον πλησίαζε περισσότερο την αληθινή φύση του, την απόλυτη τελείωσή του. Τα μέσα που κινητοποιήθηκαν τότε δεν είχαν ορατά όρια. Το όριο χανόταν στην ενεργητικότητα και στον ενθουσιασμό των κυβερνήσεων και των υπηκόων τους. Η έκταση των μέσων και το ευρύ πεδίο των αποτελεσμάτων, καθώς και η ισχυρή διέγερση των συναισθημάτων, αύξαναν τεράστια την ενεργητικότητα της διεξαγωγής του πολέμου. Στόχος της δράσης του ήταν η ανατροπή του εχθρού. Δεν φαινόταν δυνατόν να σταματήσει και να φτάσει σε κάποιο συμβιβασμό επί των αμοιβαίων στόχων οι οποίοι αλληλοαì φισβητούνταν, προτού ο εχθρός να καταρρεύσει αδύναμος. Έτσι εξερράγη με όλη την φυσική της δύναμη η πρωτόγονη βία του πολέμου, απελευθερωμένη από κάθε συμβατικό περιορισμό. Η αιτία γι’ αυτό ήταν η συμμετοχή του λαού σ' αυτήν την μεγάλη κρατική υπόθεση, η οποία απέρρεε εν μέρει από τα επακόλουθα της Γαλλικής Επανάστασης στις εσωτερικές σχέσεις των χωρών και εν μέρει από την απειλητική στάση των Γάλλων έναντι όλων των εθνών. Ωστόσον, είτε η κατάσταση παραμείνει πάντα η ίδια, είτε όλοι οι μελλοντικοί πόλεμοι στην Ευρώπη πρέπει να διεξάγονται μ' ολόκληρη την δύναμη των κρατών και κατά συνέπεια να μη συμβαίνουν παρά μόνον όταν θα θίγουν τον λαό μεγάλα συμφέροντα, είτε παραχθεί εκ νέου και κλιμακωτά ένα διαζύγιο μεταξύ της κυβέρνησης και του λαού, πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο είναι δύσκολο ν' αποφασίσει κανείς, πολύ δε απέχουμε, από του να θέλουμε εμείς ν' αναλάβουμε ν’ αποφασίσουμε γι' αυτό. Αλλά ο καθένας θα συμφωνήσει μαζί μας, πως άπαξ και ανατράπηκαν τα όρια του δυνατού, που δεν υπήρχαν ας 244
πούμε παρά στο ασυνείδητό μας, είναι δύσκολο να επανορθωθούν και ότι τελικά, κάθε φορά που αμφισβητούνται μεγάλα συμφέροντα, η αμοιβαία εχθρότητα θα εκφορτίζεται με τον ίδιο τρόπο που το έκανε έως την εποχή μας. Θα σταματήσουμε εδώ την ιστορική μας θεώρηση, γιατι δεν σχεδιάζουμε να ορίσουμε επί τροχάδην για κάθε εποχή μερικές αρχές διεξαγωγής του πολέμου, αλλά να δείξουμε μόνο πως κάθε εποχή είχε τις δικές της μορφές πολέμου, τις δικές της περιοριστικές συνθήκες και τις δικές της προκαταλήψεις. Καθεμιά είχε επομένως και την δική της θεωρία για τον πόλεμο, ακόμη κι αν υπήρχε παντού η τάση, τόσον στην αρχή όσον και αργότερα, να εκπονείται (η θεωρία) βάσει φιλοσοφικών αρχών. Πρέπει λοιπόν να κρίνουμε τις κινήσεις κάθε εποχής, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των καιρών, μόνον δε εκείνος ο οποίος κατορθώνει να τοποθετηθεί στην οπτική γωνία κάθε ιδιαίτερης εποχής, λιγότερο μέσω της ανήσυχης μελέτης και των μικρότερων λεπτομερειών και περισσότερο μέσω μιας διεισδυτικής θέασης των κύριων χαρακτηριστικών, είναι ικανός να κατανοήσει και να εκτιμήσει τους στρατιωτικούς ηγέτες της. Αυτή όμως η διεξαγωγή του πολέμου που καθορίζεται από τις ιδιαίτερες σχέσεις των κρατών και της στρατιωτικής δύναμης, πρέπει όμως πάντα να περιέχει μέσα της κάτι γενικότερο, ή μάλλον εντελώς γενικό, που αφορά κατά πρώτον λόγο στην θεωρία. Η περίοδος που μόλις έληξε, όπου ο πόλεμος έφτασε στην απόλυτη ενεργητικότητά του, εμπεριέχει σχεδόν όλα όσα είναι καθολικώς ισχύοντα και απαραίτ ητα σ' αυτόν. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό να έχουν όλοι οι μεταγενέστεροι πόλεμοι αυτόν τον μεγάλο χαρακτήρα, να μη βρουν πάντα κλειστούς τους μεγάλους φραγμούς που ανοίχθηκαν μπροστά τους εντελώς. Κατά συνέπεια κάθε θεωρία, που θα ενέμενε σ' αυτό τον απόλυτο πόλεμο, θα καταδίκαζε ή θ' απέκλειε ως σφάλματα όλες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εξωτερικές επιδράσεις θ' αλλοίωναν την ουσία του πολέμου. Δεν μπορεί να είναι τέτοιο το αντικείμενο της θεωρίας, η οποία πρέπει να είναι μια επιστήμη του πολέμου, σε πραγματικές 245
και όχι σε ιδεατές συνθήκες. Η θεωρία, ρίχνοντας στα αντικείμενα ένα ερευνητικό, διακριτικό και διστακτικό βλέμμα, πρέπει επομένως να έχει πάντα υπόψη την ποικιλία των αιτίων από τα οποία μπορεί να προκληθεί ο πόλεμος, κατά συνέπειαν δε πρέπει να χαράζει τα μεγάλα στοιχεία του πολέμου έτσι ώστε ν' αποδίδει την θέση τους στις απαιτήσεις της εποχής και της στιγμής. Ομοίως, ο σκοπός τον οποίον προβάλλει οποιοσδήποτε επιχειρεί έναν πόλεμο και τα μέσα τα οποία κινητοποιεί, προσδιορίζονται εξ ολοκλήρου από τις επιμέρους λεπτομέρειες της θέσης του. Θα εξαρτηθούν επίσης, για τον ίδιο λόγο, από τον χαρακτήρα της εποχής και από τις γενικές της συνθήκες. Τέλος, υπόκεινται πάντα στα γενικά συμπεράσματα, τα οποία πρέπει να εξάγονται από τη φύση του πολέμου.
246
6o ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Α ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΣΤΟΧΟ
Δεν είδαμε ποτέ ένα κράτος, που ενστερνίζεται την υπόθεση ενός άλλου κράτους, να την παίρνει τόσο κατάκαρδα όσο την δική του. Αποστέλλεται εκ των προτέρων ένας βοηθητικός στρατός μέτριας δύναμης. Αν δεν είναι νικηφόρος, ο σύì μαχος θεωρεί την υπόθεση τελειωμένη και προσπαθεί να τον αποσύρει με το μικρότερο κόστος. Πρόκειται για παγιωμένη αλήθεια της ευρωπαϊκής πολιτικής το ότι τα κράτη πρέπει να εξασφαλίζουν αλληλοβοήθεια μέσω μιας επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. Όχι βέβαια έως το σημείο του να συμμετέχουν στα συμφέροντα και στις έριδες του άλλου, αλλά έως την αμοιβαία εκ των προτέρων υπόσχεση για υποστήριξη με την συνεισφορά καθορισμένων στρατευμάτων, γενικά πολύ μέτριων, χωρίς να ενδιαφέρει ο αντικειμενικός σκοπός του πολέμου, ή η έκταση των προσπαθειών του εχθρού. Σ' ένα σύμφωνο συμμαχίας αυτού του είδους, ο σύμμαχος δεν θεωρείται ότι δεσμεύεται με τον εχθρό σ' ένα καθαρά νοούμενο πόλεμο, ο οποίος θα έπρεπε αναγκαστικά ν' αρχίζει με μια κήρυξη πολέμου και να λήγει με μια συμφωνία ειρήνης. Άλλωστε, αυτή η ιδέα δεν έχει πουθενά παγιωθεί καθαρά, και η χρήση ποικίλλει. Το πράγμα θα είχε ένα είδος σταθερότητας και η θεωρία του πολέμου θα εύρισκε λιγότερες δυσκολίες σ' αυτό, αν η υπεσχημένη συνεισφορά των δέκα, είκοσι ή τριάντα χιλιάδων ανδρών μεταφερόταν ολοκληρωτικά στο δεσμευμένο στον πόλεμο κράτος, έτσι ώστε να μπορεί να την χρησιμοποιεί κατά τις ανάγκες του, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν δανεική δύναμη. Η συνηθισμένη όμως πρακτική είναι πολύ διαφορετική. Συνήθως, η βοηθητική δύναμη έχει την δική της διοίκηση, η οποία εξαρτάται μόνον από την κυβέρνησή της και αυτή της υποδεικνύει τον αντικειμενικό σκοπό ο οποίος αρμόζει καλύτερα στα ημίμετρα που έχει υπόψη της.
247
Ακόμη όμως κι αν δυο κράτη εμπλέκονται πραγματικά σε πόλεμο μ' ένα τρίτο, δεν θεωρούν και τα δυο στο ίδιο μέτρο πως ο κοινός εχθρός τους πρέπει να καταστραφεί ή πως πρέπει να καταστραφεί απ' αυτό. Η υπόθεση ρυθμίζεται συχνά ως εμπορική συναλλαγή. Καθένας παίρνει μέρος στο συνεταιρισμό με δυνάμεις έως 30.000 ή 40.000 ανδρών, ανάλογα με το μέγεθος των κινδύνων που διατρέχει ή με τα πλεονεκτήματα που προσδοκά και δρα ωσάν να μην μπορούσε να χάσει πλέον παρά τον ορθοστάτη του. Αυτή η οπτική γωνία δεν εφαρμόζεται μόνον όταν ένα κράτος σπεύδει σε βοήθεια ενός άλλου για μιαν υπόθεση που του είναι αρκετά ξένη. Ακόμη και όταν έχουν αì φότερα ένα ισχυρό και κοινό συμφέρον, τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς διπλωματική υποστήριξη, τα δε συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφωνούν γενικά, παρά στο να προσφέρουν μια μικρή καθορισμένη συνεισφορά, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσουν το υπόλοιπο των στρατιωτικών τους δυνάμεων στους ειδικούς σκοπούς τους οποίους μπορεί να τους υποδεικνύει η πολιτική. Αυτός ο τρόπος θέασης των πολέμων, στους οποίους εμπλέκεται κανείς εξαιτίας συμμαχιών, υπερίσχυε ευρέως, και δεν επρόκειτο να δεσμευτεί σε φυσικούς δρόμους, παρά σε μια πολύ πρόσφατη εποχή, όταν ο ακραίος κίνδυνος έστρεψε τα πνεύματα εναντίον του Βοναπάρτη, και μια χωρίς όρια δύναμη τα εξώθησε υπό τον Βοναπάρτη. Επρόκειτο για μια μετριασμένη υπόθεση, μιαν ανωμαλία, γιατι ο πόλεμος και η ειρήνη είναι ιδέες που κατ' ουσίαν δεν έχουν διαβάθμιση. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για μιαν απλή διπλωματική παράδοση, την οποία μπορούσε ν' αγνοήσει η λογική, αλλά για μια συμπεριφορά βαθιά προσδιορισμένη από τα φυσικά όρια και την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Τέλος, ακόμη και στους πολέμους που διεξάγονται δίχως συμμάχους, ο πολιτικός λόγος ενός πολέμου είχε μεγάλην επίδραση στην μέθοδο με την οποία διεξαγόταν. Αν δεν περιμένουμε από τον εχθρό παρά μιαν ελαφρά θυσία, μπορούμε να ικανοποιηθούμε στο να κερδίσουμε με τα μέσα του πολέμου μόνον ένα μικρό ισοδύναμο και να ελπίζουμε ότι θα το κατορθώσουμε με μετριασμένες 248
προσπάθειες. Ο εχθρός σκέπτεται με πολύ παρόμοιο τρόπο. Αν όμως ο ένας, ή ο άλλος, αντιληφθεί πως έσφαλε στους υπολογισμούς του και αντί να είναι λίγο ανώτερος από τον εχθρό του, όπως πίστευε, είναι λίγο πιο αδύναμος, τα χρήματα και όλα τα άλλα μέσα, καθώς κι η ηθική παρόρμηση, τα οποία είναι απαραίτητα σε μια μεγάλη ανάφλεξη, πολύ συχνά λείπουν. Σ' αυτήν την περίπτωση τοποθετείται κανείς όσο καλύτερα μπορεί, και ελπίζει για το μέλλον κάποιο ευνοϊκό συμβάν, παρ’ όλο που η ελπίδα του δεν έχει την παραμικρή βάση, ενώ στο μεταξύ ο πόλεμος σύρεται νωθρά, ωσαν άρρωστο σώμα. Τελικά, μ' αυτόν τον τρόπο η αλληλεπίδραση, η προσπάθεια για την πλειοδοσία στην βία και ο ακάθεκτος χαρακτήρας του πολέμου, χάνονται στην στασιμότητα ανίσχυρων κινήτρων και οι δυο πλευρές κινούνται με μιαν ορισμένη ασφάλεια σε πολύ περιορισμένες σφαίρες. Από την στιγμή που επιτρέπεται αυτή η επίδραση του πολιτικού σκοπού στον πόλεμο, όπως πρέπει να γίνεται, δεν υπάρχουν πλέον όρια, και μπορούμε να κατέλθουμε έως μια μορφή, η οποία συνίσταται σε μιαν απλή απειλή έναντι του εχθρού και σε μια διαπραγμάτευση. Είναι προφανές πως η θεωρία του πολέμου, αν είναι και πρέπει να μείνει φιλοσοφική μελέτη, εδώ βρίσκεται σε δυσκολία. Ότι είναι αναγκαιότητα στην έννοια του πολέμου, μοιάζει να εξαφανίζεται κι η θεωρία κινδυνεύει να χάσει κάθε σημείο στήριξης. Όμως εμφανίζεται αμέσως η φυσική λύση. Στο μέτρο κατά το οποίο μια μετριαστική αρχή κερδίζει σε επίδραση πάνω στην πολεμική πράξη, ή μάλλον, όσο περισσότερο αποδυναμώνονται τα κίνητρα της δράσης και όσο περισσότερο η δράση μεταμορφώνεται σε παθητική αντίσταση, τόσο λιγότερο παρεμβάλλονται αυτές οι κατευθυντήριες αρχές. Όλη η στρατιωτική τέχνη μεταβάλλεται σε απλή σύνεση, ο κύριος στόχος της οποίας θα είναι να εμποδίσει την ασταθή ισορροπία να κλίνει ξαφνικά εις βάρος μας κι ο ημιπόλεμος να γίνει πλήρης πόλεμος.
249
250
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ 1. Louis Szafraniec de Bystrzonowski, «Resume des Principes de la Guerre d' apres l'Ouvrage posthume de Clausewitz», Le Spectateur Militaire, Paris, (1846) 2. Major Hubert Di etger G odel ief Neuens, «De La Guerre», Paris, 1849 3. Denise Νaville Levy-Kahn, «De La Guerre» Ed. de Minuit, (1955), πρόλογος του Σμηνάρχου Μηχανικού και θεωρητικού της γεωστρατηγικής και του αεροπορικού πολέμου Camille Rougeron και εισαγωγή του συζύγου της Pierre Naville, σπουδαίου κοινωνιολόγου (ψυχοκοινωνιολογία της εργασίας) και επιφανούς στελέχους της γαλλικής αριστεράς. 4. Edouard de la Barre Duparcq, «Commentaires sur le Traite de la Guerre de Clausewitz», J. Correard, (1853) 5. Auguste Antoine Grouard, «La Critique de la Campagne de 1815». Paris «Strategie: objet, enseignement, elements», Librairie militaire Baudoin, (1895) «La campagne d'automne en 1813 et les lignes interieures», Librairie militaire. Baudoin, (1897) 6. Lieutenant-Colonel de Vatry,«Theorie de la grande guerre» -τρίτομο- Librairie militaire Baudoin (1886) 7. Erich Ludendorff «Der totale Krieg », Mu nchen, Ludendorffs Verlag, g.m.b.h., σελίδα 10 (1935). 8. V. I. Lenin, «Vypiski i Zamechaniia na Knigu Klauzevitsa» - Ο Voine i Vedenii Voin - στο Leninskii Sbornik, Volume XII, σελίδες 389-452. 9. Leon Trotsky «Report of Comrade Trotzky about the Red Army», (The Communist International) Petrograd, Vol. I, No. 3, (1919) «Τhe creation of the workers' and peasants' red army - Report to the Fifth Congress of Soviets at its session of July 10, 1918» - The Military Writings of Leon Trotsky, Volume 1, Moscow, (1918). 10. Liddel – Hart, Sir Basil σχολιασμός του επί του Κλάουζεβιτς στα : «The Napoleonic Fallacy»Empire Review, (Μάιος 1925) «Foch: The Man of Orleans», Boston: Little, Brown, (1932), σελίδες 23-26 «Ghost of Napoleon» New Ha251
ven, Yale University press (1934), ειδικά Μέρος III, Κεφάλαιο 2 «The Mahdi of Mass», στο «Strategy», New York: Praeger, (1954), σελίδες 352-357. 11. Rothfels Hans «Clausewitz», σελίδες 93-113, στο «The Makers of Modern Strategy», των Edward Mead Earle, Gordon A. Craig και Felix Gilbert, Princeton, N.J., Princeton University Press,(1943). 12. Smith Hugh «A Study of Military and Political Ideas», New York: Palgrave Macmillan, (2005) 13. Paret Peter «Makers of Modern Strategy from Machiavelli to the Nuclear Age», μαζί με τους Gordon Craig και Felix Gilbert, Oxford University Press, (1986) «Understanding War», Princeton University Press, (1993) «Clausewitz and the State: The Man, His Theories, and His Times», Princeton University Press, (2007) 14. Howard Michael Eliot μαζί με τον Peter Paret, «On War», η καλύτερη – έως τούδε- αγγλική μετάφραση του «Περί του πολέμου» του Κλάουζεβιτς, Princeton University Press, (1989) «The Causes of Wars and Other Essays», Harvard University Press, (1983) «The Theory and Practice of War», Indiana Univ. Press, (1984) «Studies in War and Peace», Ashgate Publishing,(1991) 15. Brodie Bernard «War and Politics», Longman, (1974)«From Crossbow to H-Bomb», Indiana University Press (1973) 16. Handel Michael «Masters of War: Classical Strategic Thought», Frank Cass, (2000) 17. Bassford Christopher «Clausewitz in English: The Reception of Clausewitz in Britain and America, 18151945», Oxford University Press, (1994) 18. Rodger N.A.M. «The Command of the Ocean: A Naval History of Britain, 1649-1815», W.W. Norton, (2006) 19. John Keegan «A History of Warfare», Vintage, (1994) 20. Martin Van Creveld «Transformation of War», Free Press, (1991)
252
21. Mary Kaldor «New and Old Wars», Polity Press, (1999) 22. Lynn Montross «War Through the Ages, Revised and Enlarged Third Edition», Harper & Row, (1960)
253
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΜΧΟΥ (ΥΙ) ΑΘ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ο Σμχος (ΥΙ) Αθ. Κωνσταντίνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Αποφοίτησε από την ΣΣΑΣ/Ιατρική Σχ ολή ΑΠΘ το 1983 και τον ίδιο χρόνο παρακολούθησε το Σχολείο Αεροπορικής Ιατρικής. Το 1984 τοποθετήθηκε στην 2η ΜΚΣΕ και το 1985 στην 120 ΠΕΑ ως προιστ άμενος Υγειονομικής Υπηρεσίας, και απέκτησε την Ιατρ ική του ειδικότητα (Παθολογική Ανατομία) το 1989. Έκτοτε έχει υπηρετήσει διαδοχικά στην ΜΑΚ/ΚΟΣΥΘΕ (1991-94 ως Ιατρός Μονάδας), στη ΔΑΕ (1994 -96 ως Τμηματάρχης Υγειονομικού), στο ΓΝΑ (1996 -97 ως Επιμελητής στο Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής και Αξκός ΣΧΔ-ΕΠΧ Μονάδας), στο ΓΕΑ/ΔΥΓ/3 (1997-2000 ως Επιτελής ΠΒΧ Άμυνας), στο Σχολείο ΠΒΧ Άμυνας της ΠΑ (2001-03), στην ομάδα NATO Defence Group on Proliferation το 2003 ως Γραμματέας και National POC και στη Διακλαδική Μονάδα ΠΒΧ Άμυνας (2004) ως Διοικητής. Έχει φοιτήσει στο Σχολείο Καταδυτικής Ιατρ ικής/Σχολείο Αυτοδυτών του ΠΝ, στο Σχολείο Επιχειρ ησιακών Καταδύσεων ΟΥΚ, στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (Εξειδίκευση στη Μοριακή Παθολογική Ανατ ομική), στα Σχολεία ΠΒΧ του NATO Oberammergau School, στο Σχολείο Μηχανοσωστών ΠΑ και στο Σχολείο Πραγματικών ΧΠΟ του Τσέχικου Χημικού Σώματος στην Camena Chalupka. Είναι απόφοιτος της ΣΠΑ και μιλά Γερμανικά και Αγγλικά. Είναι έγγαμος και έχει τέσσερις γιούς.
254
255