Τίτλος Victoria Aveyard
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μετάφραση
Βασιλική Κοκκίνου
ΚΟΚΚΙΝΗ Β ΑΣΙΛΙΣΣΑ Συγ γ ραφέας: Victoria Aveyard Μετάφραση: Βασιλική Κοκκίνου Eπιμέλεια-Διόρθωση: Xρύσα Φραγ κιαδάκη
Copyright © 2015 by Victoria Aveyard © 2015, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος Α.Ε., γ ια την ελληνική γ λώσσα Η πνευµατική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καµιά διατύπωση και χωρίς την ανάγ κη ρήτρας απαγ ορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί µε το Ν. 2121/93 και ισχύει σήµερα) και κατά τη Διεθνή Σύµβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί µε το Ν. 100/1975), απαγ ορεύεται η αναδηµοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστηµα διάσωσης και γ ενικά η αναπαραγ ωγ ή του παρόντος έργ ου µε οποιονδήποτε τρόπο ή µορφή, τµηµατικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε µετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γ ραπτή άδεια του εκδότη.
EKΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
www.epbooks.gr Καποδιστρίου 9, 144 52 Μεταμόρφωση Αττικής τηλ.: 210 2816134, e-mail:
[email protected] ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙO Μασσαλίας 14, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3615334
ISBN 978-960-569-488-3
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
5
ΕΝΑ Μ ισώ την Πρώτη Παρασκευή. Το χωριό πλημμυρίζει από κόσμο και, μες στη λάβρα του κατακαλόκαιρου, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει κανείς. Εδώ που κάθομαι, στη σκιά, δεν είναι άσχημα, αλλά η μπόχα από τα ιδρωμένα, κατάκοπα από την πρωινή δουλειά κορμιά, μπορεί να κάνει το γάλα να πήξει. Ο αέρας σπιθοβολά από τη ζέστη και την υγρασία∙ ακόμα κι οι νερόλακκοι από τη χθεσινή καταιγίδα ζεματάνε, σχηματίζοντας μια δίνη με τα χρώματα του ουράνιου τόξου από τις κηλίδες του πετρελαίου και του γράσου. Η αγορά αδειάζει. Όλοι κλείνουν τους πάγκους τους λόγω της ημέρας. Οι έμποροι είναι αφηρημένοι, απρόσεκτοι και εύκολα μπορώ να πάρω ό,τι θέλω από την πραμάτεια τους. Όταν τελειώνω, οι τσέπες μου είναι φίσκα από καλούδια, ενώ έχω βουτήξει κι ένα μήλο για τον δρόμο. Καθόλου άσχημα για δουλειά λίγων λεπτών. Καθώς το πλήθος κινείται, αφήνομαι να παρασυρθώ από το ανθρώπινο ρεύμα. Τα χέρια μου δεν παύουν να δουλεύουν, πάντα με σβελτάδα και ταχύτητα. Μ ερικά χαρτονομίσματα από την τσέπη ενός άντρα, ένα βραχιόλι από τον καρπό μιας γυναίκας – τίποτε το σπουδαίο. Οι χωρικοί έχουν τον νου τους στον δρόμο και έτσι δεν παρατηρούν μια πορτοφολού ανάμεσά τους.
6
VICTORIA AVEYARD
Τα ψηλά, στηριγμένα σε ξυλόβαθρα σπίτια, από τα οποία έχει πάρει την ονομασία του το χωριό (Ξυλόβαθρα, όνομα και πράμα) υψώνονται γύρω μας, τριάμισι μέτρα από το λασπώδες έδαφος. Την άνοιξη η χαμηλότερη όχθη είναι κάτω από το νερό, αλλά τώρα έχουμε Αύγουστο μήνα, κι η ξηρασία και ο αρρωστημένος ήλιος απειλούν το χωριό μας. Όλοι σχεδόν περιμένουν με ανυπομονησία την Πρώτη Παρασκευή, που η δουλειά και το σχολείο τελειώνουν νωρίς. Όχι όμως εγώ. Όχι. Θα προτιμούσα να ήμουν στο σχολείο και να μη μαθαίνω τίποτα σε μια τάξη γεμάτη παιδιά. Όχι ότι θα είμαι για πολύ ακόμα εκεί. Η ημέρα που θα κλείσω τα δεκαοχτώ πλησιάζει και μαζί μ’ αυτήν, η στράτευση. Δεν είμαι μαθητευόμενη, δεν έχω δουλειά, έτσι θα με στείλουν στον πόλεμο, όπως όλους τους άεργους. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που δεν έχει μείνει δουλειά για δουλειά, αφού κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί προσπαθεί να μείνει μακριά από τον στρατό. Τα αδέλφια μου πήγαν στον πόλεμο μόλις έκλεισαν τα δεκαοχτώ. Και οι τρεις στάλθηκαν να πολεμήσουν τους Λιμνιώτες. Μ όνο ο Σέιντ ξέρει λίγα κολλυβογράμματα και μου γράφει μερικές λέξεις όποτε μπορεί. Από τα άλλα αδέλφια μου, τον Μ πρι και τον Τράμι, έχω να μάθω νέα πάνω από έναν χρόνο. Όμως καθόλου νέα σημαίνει καλά νέα. Πολλές οικογένειες κάνουν χρόνια να πληροφορηθούν κάτι για τα παιδιά τους, μέχρι να βρουν τους γιους και τις θυγατέρες τους να περιμένουν στο κατώφλι της εξώπορτας με άδεια από τον στρατό ή αποστρατευμένους και πανευτυχείς γι’ αυτό. Αλλά συνήθως παίρνεις ένα γράμμα από βαρύ χαρτί, σφραγισμένο με το στέμμα του βασιλιά, κι από κάτω σύντομες ευχαριστίες που το παιδί σου θυσίασε τη ζωή του για την πατρίδα. Ίσως πάρεις και μερικά κουμπιά από τη σκισμένη, φθαρμένη στολή του. Ήμουν δεκατριών ετών όταν έφυγε ο Μ πρι. Μ ε φίλησε στο μάγουλο και μου έδωσε μόνο ένα ζευγάρι σκουλαρίκια να τα μοιραστούμε με την αδελφή μου, την Γκίζα. Ήταν κρεμαστές γυάλινες χάντρες στο αχνορόδινο χρώμα του ηλιοβασιλέματος.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
7
Τρυπήσαμε τ’ αυτιά μας το ίδιο βράδυ. Ο Τράμι και ο Σέιντ κράτησαν επίσης την παράδοση, όταν έφυγαν. Τώρα η Γκίζα κι εγώ έχουμε από τρεις μικρές πέτρες κρεμασμένες στ’ αυτιά μας για να μας θυμίζουν τα αδέλφια μας που πολεμούν σε κάποιο μέρος. Δεν πίστευα ότι θα έφευγαν πραγματικά, ώσπου εμφανίστηκε ο λεγεωνάριος με τη γυαλισμένη αρματωσιά του και τους πήρε τον ένα μετά τον άλλο. Φέτος το φθινόπωρο θα έρθουν για μένα. Έχω αρχίσει ήδη να κάνω οικονομίες –και να κλέβω– για ν’ αγοράσω στην Γκίζα μερικά σκουλαρίκια όταν φύγω. Μην το σκέφτεσαι. Αυτό λέει πάντα η μαμά για τον στρατό, για τους αδελφούς μου, για όλα. Σπουδαία συμβουλή, μαμά. Κάτω στον δρόμο, στη διασταύρωση των Οδών Μ ύλου και Πεζοπόρου, το πλήθος πυκνώνει, καθώς όλο και περισσότεροι χωρικοί ακολουθούν την πορεία. Μ ια παρέα παιδιών, εκπαιδευόμενα κλεφτρόνια, επωφελούνται από τον συνωστισμό και ψαχουλεύουν με βρόμικα δάχτυλα. Είναι πολύ μικρά για να είναι καλά σ’ αυτό και οι άνδρες της Ασφάλειας επεμβαίνουν άμεσα. Τα παιδιά συνήθως τιμωρούνται παραδειγματικά (τους βάζουν τα χέρια και τα πόδια μέσα στις τρύπες μιας ξύλινης κατασκευής και τ’ αφήνουν σε κοινή θέα) ή στέλνονται στην απομόνωση σε ένα μακρινό φυλάκιο. Όμως οι αστυνομικοί θέλουν να δουν την Πρώτη Παρασκευή. Έτσι, αφού δίνουν ένα χέρι ξύλο στους «αρχηγούς», τους αφήνουν να φύγουν. Ψήγματα οίκτου. Μ ια ελαφριά πίεση στη μέση μου με κάνει να στρίψω ενστικτωδώς. Αρπάζω το χέρι που κάνει την ανοησία να με κλέψει και το σφίγγω δυνατά. Έτσι ο μικρός διαβολάκος δε θα μπορεί να το βάλει στα πόδια. Αλλά αντί για ένα ισχνό παιδί, βρίσκομαι απέναντι σε ένα ειρωνικό, χαμογελαστό πρόσωπο. Ο Κίλορν Γουόρεν. Μ αθητευόμενος ψαράς, ορφανό πολέμου και ίσως ο μόνος αληθινός φίλος μου. Συνηθίζαμε να παίζουμε ξύλο όταν ήμαστε παιδιά, αλλά τώρα που μεγαλώσαμε, προσπαθώ ν’ αποφύγω τους καβγάδες. Βλέπετε, με περνάει και τριάντα
8
VICTORIA AVEYARD
πόντους στο ύψος. Όλο και σε κάτι θα του χρησιμεύει, υποθέτω. Για να φτάνει τα ψηλά ράφια, για παράδειγμα. «Έχεις γίνει γρήγορη» λέει γελαστός, καθώς ελευθερώνεται από τη λαβή μου. «Ή εσύ έχεις γίνει πιο αργός». Μ ε κοιτάζει με ύφος δήθεν αγανακτισμένο και αρπάζει το μήλο από το χέρι μου. «Περιμένουμε την Γκίζα;» ρωτάει, δαγκώνοντας το φρούτο. «Έχει φύλλο πορείας για σήμερα. Δουλεύει». «Ας πηγαίνουμε τότε. Δε θα θέλεις να χάσεις το θέαμα». «Και θα ήταν αληθινή τραγωδία». «Τσς, τσς, Μ άρε» λέει πειρακτικά. «Υποτίθεται ότι θα έχει πλάκα». «Υποτίθεται ότι θα είναι μια προειδοποίηση, ανόητε». Όμως προχωρά ήδη με μεγάλα βήματα, κι εγώ αναγκάζομαι να τρέχω για να τον προλάβω. Παλαντζάρει μια από δω και μια από κει, έτοιμος να πέσει κάτω. Θαλασσινά ποδάρια, τα λέει, αν και δεν έχει ξανοιχτεί ποτέ στο πέλαγο. Μ άλλον οι πολλές ώρες που έχει περάσει στο ψαροκάικο του αφεντικού του, έστω και στο ποτάμι, του άφησαν το κουσούρι. Όπως ο μπαμπάς μου, ο πατέρας του Κίλορν πήγε στον πόλεμο. Όμως ενώ ο δικός μου ήρθε πίσω με ένα πόδι κομμένο και με ένα πνευμόνι, ο κύριος Γουόρεν γύρισε μέσα σε ένα κουτί παπουτσιών. Ύστερα από αυτό, η μητέρα του Κίλορν έφυγε και άφησε τον μικρό της γιο να τα βγάλει πέρα μόνος του. Λιμοκτονούσε σχεδόν, αλλά κατά κάποιον τρόπο συνέχισε να παλεύει μαζί μου. Τον τάιζα, λοιπόν, για να μην κλοτσάω έναν σάκο κόκαλα, και τώρα, δέκα χρόνια μετά, να τος. Τουλάχιστον είναι μαθητευόμενος και δεν θα πάει στον πόλεμο. Φτάνουμε στα ριζά του λόφου, όπου το πλήθος είναι πιο πυκνό, σπρώχνει και σκουντάει από όλες τις μεριές. Η συμμετοχή στην Πρώτη Παρασκευή είναι υποχρεωτική, εκτός κι αν είσαι, όπως η αδελφή μου, «σημαντικός εργάτης». Λες και το να κεντάς μεταξωτά είναι σημαντικό. Όμως οι Ασημένιοι λατρεύουν τα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
9
μεταξωτά, σωστά; Ακόμα και οι άνδρες της Ασφάλειας, κάποιοι από αυτούς τέλος πάντων, μπορούν δωροδοκηθούν με κάποια κομμάτια, ραμμένα από την αδελφή μου. Όχι ότι ξέρω κάτι συγκεκριμένο, δηλαδή. Οι σκιές γύρω μας πυκνώνουν, καθώς ανεβαίνουμε τα πέτρινα σκαλιά προς την κορφή του λόφου. Ο Κίλορν τα ανεβαίνει δυο δυο, με αποτέλεσμα να μένω πίσω. Σταματάει ωστόσο και με περιμένει. Χαμογελάει ειρωνικά και σπρώχνει μια ξεθωριασμένη κοκκινωπή μπούκλα από τα πράσινα μάτια του. «Καμιά φορά ξεχνώ ότι έχεις παιδικά πόδια». «Καλύτερα από το να έχω παιδικό μυαλό» λέω απότομα, ενώ του δίνω ένα ελαφρύ μπάτσο στο μάγουλο καθώς τον προσπερνώ. Το γέλιο του με ακολουθεί στα σκαλιά. «Είσαι πιο στριμμένη απ’ ό,τι συνήθως». «Απλώς, μισώ αυτά τα πράγματα». «Το ξέρω» μουρμουρίζει σοβαρά για μια φορά. Και τότε βρισκόμαστε μέσα στην αρένα, ενώ ο ήλιος λάμπει καυτός από πάνω μας. Η αρένα, που φτιάχτηκε πριν από δέκα χρόνια, είναι σίγουρα η μεγαλύτερη κατασκευή στα Ξυλόβαθρα. Δε συγκρίνεται βέβαια με τις τεράστιες αρένες των πόλεων, παρ’ όλα αυτά, οι ψηλές ατσάλινες τοξοειδείς αψίδες, τα χιλιάδες μέτρα του μπετόν, είναι αρκετά για να κάνουν μια χωριατοπούλα να κρατήσει την ανάσα της. Οι άνδρες της Ασφάλειας είναι παντού∙ οι μαύρες και ασημένιες στολές τους ξεχωρίζουν στο πλήθος. Είναι η Πρώτη Παρασκευή και ανυπομονούν να παρακολουθήσουν τα δρώμενα. Κρατούν μακριά τουφέκια ή πιστόλια, αν και δεν τα χρειάζονται. Ως συνήθως, είναι Ασημένιοι, και οι Ασημένιοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από εμάς τους Κόκκινους. Όλοι το γνωρίζουν αυτό. Δεν είμαστε όμοιοί τους, παρότι δεν το αντιλαμβάνεται κάποιος όταν μας κοιτάζει. Το μόνο που μας ξεχωρίζει, εξωτερικά τουλάχιστον, είναι ότι στέκονται με το σώμα στητό. Οι δικές μας πλάτες είναι σκυφτές από τη δουλειά, τη χωρίς αντίκρισμα ελπίδα και την αναπόφευκτη απογοήτευση για τη μοίρα που μας έλαχε
10
VICTORIA AVEYARD
στη ζωή. Μ έσα στην ανοιχτή αρένα κάνει τόση ζέστη όσο και έξω, και ο Κίλορν, πάντα σε εγρήγορση, με οδηγεί σε κάποια σκιά. Δεν υπάρχουν καθίσματα εκεί, απλώς πάγκοι από τσιμέντο, αλλά οι λιγοστοί ευγενείς Ασημένιοι από πάνω απολαμβάνουν δροσερά, άνετα θεωρεία. Εκεί έχουν ποτά, φαγητά, ακόμα και πάγο μες στο κατακαλόκαιρο, καρέκλες με μαξιλάρια, ηλεκτρικά φώτα και άλλες ανέσεις που δε θα απολαύσω ποτέ. Οι Ασημένιοι δε δίνουν σημασία σε τίποτε από αυτά και παραπονιούνται για τις «άθλιες συνθήκες». Θα τους δείξω εγώ τι σημαίνει άθλια συνθήκη, αν μου δοθεί ποτέ η ευκαιρία. Εμείς το μόνο που έχουμε είναι σκληροί πάγκοι και μερικές βιντεοθόνες που τσιτσιρίζουν, και είναι τόσο φωτεινές και θορυβώδεις που δεν αντέχονται. «Βάζω στοίχημα ένα μεροκάματο ότι θα υπάρχει κάποιος χεροδύναμος σήμερα» λέει ο Κίλορν, πετώντας το κουκούτσι του μήλου του στην παλαίστρα. «Όχι στοιχήματα» του λέω. Πολλοί Κόκκινοι στοιχηματίζουν στους αγώνες τα λεφτά που έχουν κερδίσει από τη δουλειά τους, ελπίζοντας να πάρουν μερικά ψιλά ακόμα που θα τους βοηθήσουν να τη βγάλουν άλλη μια βδομάδα. Όχι όμως εγώ, ούτε ο Κίλορν. Είναι πιο εύκολο να κόψεις το πουγκί αυτού που βάζει τα στοιχήματα παρά να προσπαθήσεις να κερδίσεις απ’ αυτά. «Δεν πρέπει να σπαταλάς έτσι τα λεφτά σου». «Δεν είναι σπατάλη αν αποδειχθεί ότι έχω δίκιο. Πάντα ένας χεροδύναμος νικάει κάποιον». Οι χεροδύναμοι συνήθως τα καταφέρνουν τουλάχιστον στους μισούς αγώνες, αφού οι ικανότητές τους ταιριάζουν καλύτερα στην αρένα από κάθε άλλου Ασημένιου. Φαίνεται ότι το διασκεδάζουν, όταν χρησιμοποιούν την υπεράνθρωπη δύναμή τους για να πετάνε τους άλλους μαχητές ένα γύρω σαν πάνινες κούκλες. «Τι λες για εκείνον εκεί;» ρωτώ, έχοντας στο μυαλό μου τους Ασημένιους που θα έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους. Τηλεπαθητικοί, γρήγοροι, υδροφόροι, πρασινοφόροι,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
11
σκληρόπετσοι – όλοι τους τρομεροί στην όψη. «Δεν είμαι σίγουρος. Ελπίζω σε κάτι καλό. Να διασκεδάσω λιγάκι» Ο Κίλορν κι εγώ δε βλέπουμε τους Άθλους της Πρώτης Παρασκευής με τα ίδια μάτια. Για μένα, το να παρακολουθώ δύο αθλητές να ξεσχίζουν ο ένας τον άλλο δεν είναι διασκεδαστικό, αλλά ο Κίλορν το λατρεύει. Άσ’ τους να φαγωθούν μεταξύ τους, λέει. Δεν είναι δικοί μας. Δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο γίνονται οι Άθλοι. Δεν πρόκειται για ξένοιαστη διασκέδαση, με σκοπό να δώσει στους Κόκκινους μια ανάπαυλα από την κουραστική δουλειά. Είναι ένα μελετημένο, ψυχρό μήνυμα ότι μόνο οι Ασημένιοι μπορούν να μάχονται στην αρένα, επειδή μόνο οι Ασημένιοι μπορούν να επιβιώσουν στην αρένα. Αγωνίζονται για να μας δείξουν τη δύναμη και την εξουσία τους. Δεν είστε σαν κι εμάς. Εμείς είμαστε καλύτεροι από σας. Είμαστε θεοί. Αυτό είναι γραμμένο σε κάθε υπεράνθρωπο χτύπημα που δίνουν οι μαχητές. Κι έχουν απόλυτο δίκιο. Τον περασμένο μήνα παρακολούθησα έναν γρήγορο να παλεύει με έναν τηλεπαθητικό και, παρότι ο γρήγορος μπορούσε να κινηθεί ταχύτερα απ’ όσο μπορεί να δει το μάτι, ο τηλεπαθητικός τον σταμάτησε επιτόπου. Μ ε τη δύναμη του νου του, σήκωσε τον αντίπαλό του από το έδαφος. Ο γρήγορος άρχισε να πνίγεται. Νομίζω ότι ο τηλεπαθητικός είχε εφαρμόσει μια αόρατη λαβή στον λαιμό του. Όταν το πρόσωπο του γρήγορου μελάνιασε, σταμάτησαν τον αγώνα. Ο Κίλορν ζητωκραύγασε. Είχε στοιχηματίσει στον τηλεπαθητικό. «Κυρίες και κύριοι, Ασημένιοι και Κόκκινοι, καλωσορίσατε στην Πρώτη Παρασκευή, στους Άθλους του Αυγούστου». Η φωνή τού εκφωνητή αντηχεί σε όλη την αρένα και μεγεθύνεται πάνω στους τοίχους. Ακούγεται βαριεστημένος, ως συνήθως, και δεν τον κατηγορώ. Κάποτε, οι Άθλοι δεν ήταν αγώνες, αλλά εκτελέσεις. Μ ετάφεραν αιχμαλώτους και εχθρούς του κράτους στο Αρχαίον, την πρωτεύουσα, και τους σκότωναν μπροστά σε ένα πλήθος
12
VICTORIA AVEYARD
Ασημένιων. Νομίζω ότι αυτό το θέαμα άρεσε στους Ασημένιους, κι έτσι άρχισαν οι αγώνες. Όχι για να σκοτώνουν, αλλά για να διασκεδάζουν. Ύστερα τους είπαν Άθλους, και διαδόθηκαν σε πολλές πόλεις, σε διαφορετικές αρένες και διαφορετικά κοινά. Τελικά, οι Κόκκινοι πήραν την άδεια να τους παρακολουθούν στριμωγμένοι σε φτηνές θέσεις. Οι Ασημένιοι δεν άργησαν να χτίσουν αρένες παντού, ακόμα και σε χωριά όπως τα Ξυλόβαθρα, και η συμμετοχή, που κάποτε ήταν δώρο, έγινε υποχρεωτική κατάρα. Ο αδελφός μου ο Σέιντ λέει ότι αυτό έγινε επειδή οι αρένες στις πόλεις έδειξαν ότι η εγκληματικότητα, οι διαφωνίες, ακόμα και κάποιες επαναστατικές πράξεις των Κόκκινων, μειώθηκαν. Τώρα οι Ασημένιοι δε χρειάζεται να χρησιμοποιούν την εκτέλεση ή τις λεγεώνες ή ακόμα και την Ασφάλεια για να διατηρούν την ειρήνη. Δύο μαχητές μπορούν να μας τρομάξουν το ίδιο εύκολα. Σήμερα, δύο από αυτούς ετοιμάζονται να φέρουν σε πέρας αυτή τη δουλειά. Ο πρώτος που θα βγει στη λευκή άμμο αναγγέλλεται ως Κάντος Κάρος, ένας Ασημένιος από τον Όρμο του Λιμανιού , στα ανατολικά. Η βιντεοθόνη δείχνει καθαρά την εικόνα του μαχητή και δε χρειάζεται να μου πει κανείς ότι είναι ένας χεροδύναμος. Τα χέρια του μοιάζουν με κορμούς δέντρου, που το διατρέχουν χοντρές φλέβες σαν σχοινιά. Όταν χαμογελά, βλέπω ότι τα δόντια του είτε λείπουν είτε είναι σπασμένα. Ίσως δεν τα πήγαινε καλά με την οδοντόβουρτσά του όταν ήταν μεγάλο αγόρι πια. Δίπλα μου, ο Κίλορν ζητωκραυγάζει και οι άλλοι χωρικοί ουρλιάζουν μαζί του. Ένας άνδρας της Ασφάλειας πετάει ένα καρβέλι ψωμί στους φωνακλάδες για τον θόρυβο που κάνουν. Αριστερά μου, ένας άλλος δίνει σε ένα παιδί που στριγγλίζει ένα κατακίτρινο κομμάτι χαρτί. Ένα χαρτί για επιπλέον μερίδιο στο ηλεκτρικό ρεύμα. Κι όλα αυτά για να μας κάνουν να ζητωκραυγάζουμε πιο πολύ, για να μας κάνουν να ουρλιάζουμε, για να μας κάνουν να παρακολουθούμε, έστω κι αν δεν το θέλουμε.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
13
«Ωραία, κάντε τον να σας ακούσει!» λέει ο εκφωνητής, πασχίζοντας να βάλει όσο περισσότερο ενθουσιασμό μπορεί στη φωνή του. «Και τώρα υποδεχτείτε τον αντίπαλό του που έρχεται κατευθείαν από την πρωτεύουσα, τον Σαμψών Μ εράντους». Ο άλλος μαχητής φαντάζει άχρωμος και αδύναμος δίπλα σ’ εκείνο τον ανθρώπινο όγκο από μυς, αλλά η γαλάζια, ατσάλινη πανοπλία του είναι ωραία, καλογυαλισμένη και αστραφτερή. Μ άλλον είναι ο δεύτερος γιος ενός δεύτερου γιου που προσπαθεί να αποκτήσει φήμη στην αρένα. Παρότι θα έπρεπε να είναι φοβισμένος, φαίνεται παράξενα ήρεμος. Το επίθετό του μου φαίνεται γνωστό, αλλά αυτό είναι κάτι συνηθισμένο. Πολλοί Ασημένιοι ανήκουν σε διάσημες οικογένειες, που λέγονται οίκοι, με δεκάδες μέλη. Η οικογένεια που διαφεντεύει την περιοχή μας, τη Μ εγάλη Κοιλάδα, ανήκει στον Οίκο Βέλε. Δεν έχω δει στη ζωή μου τον κυβερνήτη Βέλε. Δεν επισκέπτεται την περιοχή πάνω από μία ή δύο φορές τον χρόνο, αλλά και τότε ποτέ δε σταματά για να μπει σε ένα Κόκκινο χωριό σαν το δικό μου. Είδα το ποταμόπλοιό του μια φορά, ένα αστραφτερό πράγμα με πράσινες και χρυσαφιές παντιέρες. Είναι πρασινοφόρος, και όταν περνά, τα δέντρα στην όχθη ανθίζουν και λουλούδια ξεπετιούνται από τη γη. Το θεώρησα υπέροχο, ώσπου ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια πέταξε πέτρες στο πλοίο. Οι πέτρες έπεσαν στο ποτάμι χωρίς να κάνουν ζημιά. Πάντως το παιδί το βασάνισαν: σε μια προσαρμοζόμενη ξύλινη κατασκευή, του πέρασαν τα χέρια και τα πόδια σε τρύπες και το άφησαν εκτεθειμένο δημόσια, σαν να ήταν κανένας εγκληματίας. «Σίγουρα θα νικήσει ο χεροδύναμος». Ο Κίλορν κοιτάζει συνοφρυωμένος τον μικροκαμωμένο μαχητή. «Πού το ξέρεις; Ποια είναι η δύναμη του Σαμψών;» «Ποιος νοιάζεται, αφού σίγουρα θα χάσει» λέω πειρακτικά και βολεύομαι για να παρακολουθήσω. Το συνηθισμένο κάλεσμα αντηχεί στην αρένα. Πολλοί σηκώνονται όρθιοι, ανυπομονώντας να δουν τον αγώνα, αλλά εγώ παραμένω καθιστή, σε μια σιωπηλή διαμαρτυρία. Όσο ήρεμη
14
VICTORIA AVEYARD
κι αν φαίνομαι, μέσα μου βράζω από οργή. Οργή και ζήλια. Εμείς είμαστε θεοί, αντηχεί στο κεφάλι μου. «Μ αχητές, πάρτε θέσεις». Εκείνοι παίρνουν θέση στις δυο πλευρές της αρένας. Πυροβόλα όπλα δεν επιτρέπονται σε αυτούς τους αγώνες, έτσι ο Κάντος βγάζει ένα κοντό, πλατύ ξίφος. Αμφιβάλλω αν θα το χρειαστεί. Ο Σαμψών δεν εμφανίζει κανένα όπλο, μόνο στριφογυρίζει τα χέρια του στο πλάι. Ένα σιγανό μουρμουρητό διατρέχει την αρένα. Μισώ αυτό το μέρος. Ο ήχος κάνει τα δόντια και τα κόκαλά μου να δονούνται, να τρέμουν σε τέτοιο βαθμό που νομίζω ότι κάτι θα σπάσει. Τελειώνει απότομα με ένα χαρούμενο κουδούνισμα. Αρχίζει. Εκπνέω. Από την αρχή μοιάζει με λουτρό αίματος. Ο Κάντος ορμάει σαν ταύρος, τινάζοντας άμμο στο πέρασμά του. Ο Σαμψών προσπαθεί να αποφύγει τον Κάντος και με μια γρήγορη κίνηση γλιστράει γύρω από τον Ασημένιο. Όμως ο χεροδύναμος είναι ταχύς. Αρπάζει το πόδι του Σαμψών και τον πετάει στο κέντρο της αρένας σαν να είναι πούπουλο. Οι ζητωκραυγές που ακολουθούν καλύπτουν το μουγκρητό του πόνου του, καθώς πέφτει πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο, αλλά είναι γραμμένος στο πρόσωπό του. Προτού προλάβει να σηκωθεί, ο Κάντος βρίσκεται από πάνω του και τον σηκώνει ψηλά. Ύστερα τον πετάει στην άμμο σαν ένα σωρό που μόνο σπασμένα κόκαλα μπορεί να είναι, αλλά με κάποιον τρόπο ο Σαμψών σηκώνεται πάλι. «Σάκος του μποξ είναι;» γελάει ο Κίλορν. «Ας είναι κι έτσι, Κάντος!» Ο Κίλορν δε νοιάζεται για ένα καρβέλι ψωμί ή για λίγη επιπλέον ώρα ηλεκτρικού ρεύματος. Δε ζητωκραυγάζει γι’ αυτό. Επιθυμεί ειλικρινά να δει αίμα. Ασημένιο αίμα. Ασημένιο αίμα να λεκιάζει την αρένα. Δεν έχει σημασία που το αίμα αυτό μας ξεχωρίζει από εκείνους, ότι είναι αυτό που δεν μπορούμε να γίνουμε, αυτό που θα θέλαμε να γίνουμε. Απλώς επιθυμεί να το δει και κοροϊδεύει τον εαυτό του όταν σκέφτεται ότι είναι στ’
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
15
αλήθεια άνθρωποι, ότι μπορεί να τραυματιστούν και να ηττηθούν. Όμως εγώ ξέρω καλά ότι το αίμα τους είναι απειλή, μια προειδοποίηση, μια υπόσχεση. Δεν είμαστε ίδιοι και δεν θα γίνουμε ποτέ. Και δεν απογοητεύεται. Ακόμα κι αυτοί που κάθονται στα θεωρεία, μπορούν να δουν το μεταλλικό, ιριδίζον υγρό που στάζει από το στόμα του Σαμψών. Αντανακλά τον καλοκαιρινό ήλιο σαν υδάτινος καθρέφτης και ζωγραφίζει ένα ποτάμι που κυλάει στον λαιμό και στην πανοπλία του. Αυτό είναι που ξεχωρίζει πραγματικά τους Ασημένιους από τους Κόκκινους: το χρώμα του αίματός τους. Αυτή η απλή διαφορά όμως τους κάνει δυνατότερους, εξυπνότερους, καλύτερους από μας. Ο Σαμψών φτύνει μπόλικο ασημένιο αίμα στην αρένα. Δέκα μέτρα πιο κει, ο Κάντος σφίγγει τη λαβή του ξίφους του, έτοιμος να εξουδετερώσει τον Σαμψών και να τελειώνει με δαύτον. «Καημένε ανόητε» μουρμουρίζω. Φαίνεται ότι ο Κίλορν έχει δίκιο. Δεν είναι τίποτε άλλο από ένας σάκος του μποξ. Ο Κάντος βαδίζει στην τριζάτη άμμο, με το σπαθί υψωμένο και φλογισμένα μάτια. Ξάφνου, στα μισά σταματάει, η πανοπλία του κουδουνίζει από το απότομο σταμάτημα. Από το κέντρο της αρένας, ο τραυματισμένος μαχητής προχωρά προς τον Κάντος, με βλέμμα που σπάει κόκαλα. Ο Σαμψών τινάζει τα δάχτυλά του και ο Κάντος βαδίζει τέλεια συγχρονισμένος με τις κινήσεις του πρώτου. Προχωράει με το στόμα ανοιχτό σαν να είναι κανένας αργόστροφος ή βλάκας. Σαν να έχει χάσει το μυαλό του. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Νεκρική σιωπή πέφτει στην αρένα καθώς παρακολουθούμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε τη σκηνή από κάτω μας. Ακόμα κι ο Κίλορν δεν έχει τίποτα να πει. «Είναι ψιθυριστής» ψελλίζω. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μαχητή στην αρένα – αμφιβάλλω αν έχει δει κανείς. Οι ψιθυριστές είναι σπάνιοι, επικίνδυνοι και
16
VICTORIA AVEYARD
πανίσχυροι, ακόμα και μεταξύ των Ασημένιων, ακόμα και στην πρωτεύουσα. Οι φήμες γι’ αυτούς ποικίλουν, αλλά έχει να κάνει με κάτι απλό και ανατριχιαστικό: μπορούν να μπουν στο κεφάλι σου, να διαβάσουν τις σκέψεις σου και να ελέγξουν το μυαλό σου. Κι αυτό ακριβώς κάνει ο Σαμψών∙ ο ψίθυρός του έχει διαπεράσει την ασπίδα και τους μυς του Κάντος και έχει μπει στον εγκέφαλό του, όπου δεν υπάρχουν αντιστάσεις. Ο Κάντος υψώνει το ξίφος με τρεμάμενα χέρια. Προσπαθεί να καταπολεμήσει τη δύναμη του Σαμψών. Αλλά όσο δυνατός κι αν είναι, στο μυαλό του δεν υπάρχει μάχη με τον εχθρό. Άλλο ένα στρίψιμο του χεριού του Σαμψών και ασημένιο αίμα τινάζεται στην άμμο, καθώς ο Κάντος βυθίζει το ξίφος του στη σάρκα του στομαχιού του πάνω από την πανοπλία του. Κι από δω ψηλά, μπορώ ν’ ακούσω τον αρρωστημένο θόρυβο του μετάλλου που σκίζει το κρέας. Καθώς το αίμα κυλάει από τον Κάντος, πνιχτά βογκητά αντηχούν στον αρένα. Δεν έχουμε ξαναδεί τόσο πολύ αίμα άλλη φορά. Μ πλε φώτα ανάβουν και λούζουν την άμμο με μια απόκοσμη λάμψη, σηματοδοτώντας το τέλος του αγώνα. Ασημένιοι θεραπευτές διασχίζουν την παλαίστρα και ορμούν στον πεσμένο Κάντος. Οι Ασημένιοι υποτίθεται ότι δεν πεθαίνουν εδώ. Οι Ασημένιοι υποτίθεται ότι μάχονται γενναία για να αναδείξουν τις ικανότητές τους, για να δώσουν μια καλή παράσταση – αλλά όχι για να πεθάνουν. Στο κάτω κάτω, δεν είναι Κόκκινοι. Οι άνδρες της Ασφάλειας κινούνται πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Κάποιοι είναι γρήγοροι και τρέχουν μπρος πίσω σαν αστραπή καθώς μας οδηγούν προς την έξοδο. Δεν μας θέλουν εδώ γύρω αν ο Κάντος πεθάνει πάνω στην άμμο. Στο μεταξύ, ο Σαμψών αποχωρεί από την αρένα σαν τιτάνας. Το βλέμμα του πέφτει στο σώμα του Κάντος και περιμένω να δω ένα απολογητικό ύφος. Αντ’ αυτού, το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, ασυγκίνητο και ψυχρό. Ο αγώνας δεν ήταν τίποτα γι’ αυτόν. Εμείς δεν είμαστε τίποτα γι’ αυτόν.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
17
Στο σχολείο μάθαμε για τον κόσμο πριν από μας, για τους αγγέλους και τους θεούς που ζούσαν στον ουρανό και κυβερνούσαν τη Γη με καλοσύνη και τρυφερότητα. Κάποιοι λένε ότι αυτά είναι παραμύθια, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Οι θεοί μας κυβερνούν ακόμα. Έχουν έρθει από τα άστρα. Και δεν είναι πια καλοί.
18
VICTORIA AVEYARD
ΔΥΟ Το σπίτι μας είναι μικρό, ακόμα και για τα στάνταρ των Ξυλόβαθρων, αλλά έχουμε θέα. Πριν από τον τραυματισμό του, κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής άδειας, ο μπαμπάς έχτισε το σπίτι ψηλά για να βλέπουμε από την άλλη μεριά του ποταμού. Ακόμα και μέσα στην καταχνιά του καλοκαιριού, μπορείς να δεις τους καθαρισμένους θύλακες γης που κάποτε ήταν δάσος και τώρα βαλτώνουν παραμελημένοι. Μ οιάζουν αρρωστημένοι, αλλά στα βόρεια και στα δυτικά οι άθικτοι λόφοι είναι μια ήρεμη υπενθύμιση. Υπάρχουν τόσο πολλά εκεί έξω. Πέρα από μας, πέρα από τους Ασημένιους, πέρα απ’ οτιδήποτε γνωρίζω. Σκαρφαλώνω στη σκάλα που οδηγεί στο σπίτι, κρατημένη από το φθαρμένο ξύλο που έχει πάρει το σχήμα των χεριών που ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα. Από αυτό το ύψος μπορώ να δω μερικές βάρκες που ανεβαίνουν το ποτάμι περήφανα, ενώ οι ζωηρόχρωμες παντιέρες τους κυματίζουν. Ασημένιοι. Είναι οι μόνοι που έχουν αρκετά πλούτη για να χρησιμοποιούν ιδιωτικό μεταφορικό μέσο. Ενώ αυτοί απολαμβάνουν τροχοφόρα μεταφορικά μέσα, ωραία πλοιάρια, ακόμα και αεριωθούμενα που πετούν ψηλά, εμείς έχουμε μόνο τα δυο μας πόδια ή κανένα πατίνι, αν είμαστε τυχεροί. Τα πλοιάρια πρέπει να κατευθύνονται στο Σάμερτον, τη μικρή
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
19
πόλη που βρίσκεται γύρω από την καλοκαιρινή κατοικία του βασιλιά. Η Γκίζα ήταν σήμερα εκεί. Βοηθούσε τη μοδίστρα στην οποία είναι μαθητευόμενη. Πηγαίνουν στην αγορά όποτε ο βασιλιάς επισκέπτεται την περιοχή, για να πουλήσει τα ρούχα που ράβει σε Ασημένιους εμπόρους και σε ευγενείς που ακολουθούν τη βασιλική οικογένεια σαν τα παπιά. Το ίδιο το παλάτι είναι γνωστό σαν Ηλίου Μ έλαθρον και υποτίθεται ότι είναι ένα θαύμα, αλλά δεν το έχω δει ποτέ. Δεν ξέρω γιατί οι βασιλιάδες έχουν δεύτερο σπίτι, αφού το παλάτι στην πρωτεύουσα είναι τόσο κομψό και ωραίο. Αλλά, όπως όλοι οι Ασημένιοι, δεν ενεργούν από ανάγκη. Οδηγούνται από τα θέλω τους. Κι αυτό που θέλουν, το αποκτούν. Προτού ανοίξω την πόρτα στο συνηθισμένο χάος, χαϊδεύω τη σημαία που κυματίζει στη βεράντα. Τρία κόκκινα άστρα πάνω σε κίτρινο ύφασμα, ένα για κάθε αγόρι, και χώρος για περισσότερα. Χώρος για μένα. Τα περισσότερα σπίτια έχουν σημαίες σαν αυτή, με μαύρες ρίγες αντί για άστρα για να θυμίζουν σιωπηλά τα νεκρά παιδιά. Στο εσωτερικό του σπιτιού, η μαμά ιδρώνει πάνω από τη συσκευή μαγειρέματος, ανακατεύοντας τη σούπα στην κατσαρόλα, ενώ ο πατέρας μου την κοιτάζει από την αναπηρική του καρέκλα. Η Γκίζα κεντάει στο τραπέζι. Φτιάχνει κάτι ωραίο και εξαιρετικό, που αδυνατώ εντελώς να κατανοήσω. «Γύρισα» λέω χωρίς να απευθυνθώ σε κανέναν ιδιαίτερα. Ο μπαμπάς απαντάει με ένα γνέψιμο. Η μαμά με ένα κούνημα της κεφαλής, ενώ η Γκίζα δε σηκώνει τα μάτια από το μεταξωτό κουρέλι της. Παρατάω το πουγκί με τα κλεμμένα καλούδια πλάι της και αφήνω τα νομίσματα να κουδουνίσουν όσο πιο πολύ γίνεται. «Νομίζω πως έχω αρκετά για να φτιάξουμε μια τούρτα της προκοπής για τα γενέθλια του μπαμπά. Και για περισσότερες μπαταρίες, αρκετές για να βγάλουμε τον μήνα». Η Γκίζα κοιτάζει το πουγκί και κατσουφιάζει από αποστροφή. Είναι μόνο δεκατεσσάρων ετών, αλλά σκληρή για την ηλικία της.
20
VICTORIA AVEYARD
«Μ ια μέρα θα έρθουν και θα σου πάρουν ό,τι έχεις». «Να ’ταν η ζήλια ψώρα» την πειράζω, ενώ χαϊδεύω το κεφάλι της. Εκείνη στρώνει με τα χέρια τα τέλεια, γυαλιστερά κόκκινα μαλλιά της και τα χώνει στον προσεγμένο κότσο της. Πολύ θα ήθελα να είχα τα μαλλιά της, αν και δεν της το έχω πει ποτέ. Ενώ τα δικά της είναι σαν τη φωτιά, τα δικά μου μαλλιά είναι αυτό που λέμε καστανό του ποταμού. Σκούρα στη ρίζα, ανοιχτά στις άκρες, καθώς το χρώμα επηρεάζεται από το άγχος της ζωής στα Ξυλόβαθρα. Οι περισσότερες κοπέλες έχουν τα μαλλιά τους κοντά για να κρύβουν τις γκρίζες άκρες, αλλά όχι εγώ. Θέλω να θυμίζω ότι ακόμα και τα μαλλιά μου ξέρουν ότι η ζωή δε θα έπρεπε να είναι έτσι. «Δε ζηλεύω» λέει θυμωμένη η Γκίζα, γυρνώντας στη δουλειά της. Κεντάει λουλούδια φτιαγμένα από φωτιά, το καθένα μια υπέροχη φλόγα από κλωστή πάνω σε ένα γυαλιστερό μαύρο μεταξωτό. «Είναι πανέμορφο, Γκι». Αφήνω το χέρι μου ν’ ακολουθήσει τα ίχνη ενός λουλουδιού, θαυμάζοντας τη μεταξένια υφή του. Εκείνη σηκώνει το κεφάλι και χαμογελάει γλυκά, δείχνοντας ακόμα και δόντια. Όσο κι αν τσακωνόμαστε, ξέρει ότι είναι το μικρό μου αστέρι. Και όλοι ξέρουν ότι εγώ είμαι η ζηλιάρα, Γκίζα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εκτός από το να κλέβω από τους ανθρώπους που φτιάχνουν πράγματα. Όταν τελειώσει τη μαθητεία της, θα μπορεί ν’ ανοίξει το δικό της μαγαζί. Ασημένιοι θα έρχονται από όλη τη χώρα και θα την πληρώνουν για τα μαντίλια, τις σημαίες και τα ρούχα που θα τους ράβει. Η Γκίζα θα καταφέρει αυτό που ελάχιστοι Κόκκινοι μπορούν και θα ζήσει καλά. Θα φροντίζει τους γονείς μας και θα δώσει σ’ εμένα και στ’ αδέλφια μου ταπεινές δουλειές για να μας βγάλει από τον πόλεμο. Η Γκίζα θα μας σώσει μια μέρα, μόνο με τη βελόνα και την κλωστή. «Η μέρα και η νύχτα, οι κόρες μου» μουρμουρίζει η μαμά, ενώ στρώνει τα γκρίζα της μαλλιά. Δεν το λέει σαν προσβολή, αλλά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
21
σαν μια πικρή αλήθεια. Η Γκίζα είναι επιδέξια, όμορφη και γλυκιά. Εγώ είμαι λίγο πιο άξεστη, όπως το θέτει ευγενικά η μαμά. Το σκοτάδι στο φως της Γκίζας. Υποθέτω ότι τα μόνα κοινά που έχουμε εμείς οι δυο είναι τα σκουλαρίκια που μοιραστήκαμε και η ανάμνηση των αδελφών μας. Ο μπαμπάς αναπνέει με θόρυβο από τη γωνιά του και γρονθοκοπάει το στήθος του. Αυτό είναι κάτι συνηθισμένο, από τότε που έχει μόνο ένα πνευμόνι. Ευτυχώς η ικανότητα ενός Κόκκινου γιατρού τον έσωσε, αντικαθιστώντας τον κατεστραμμένο πνεύμονα με ένα μηχάνημα που θ’ ανέπνεε γι’ αυτόν. Δεν ήταν εφεύρεση των Ασημένιων, αφού δε χρειάζονται τέτοια πράγματα. Αυτοί έχουν τους θεραπευτές. Όμως οι Ασημένιοι δε χάνουν την ώρα τους σώζοντας Κόκκινους∙ δεν υπηρετούν καν στην πρώτη γραμμή ώστε να κρατούν τους στρατιώτες ζωντανούς. Οι περισσότεροι παραμένουν στις πόλεις για να επιμηκύνουν τη ζωή των γέρων Ασημένιων, για να μπαλώνουν συκώτια κατεστραμμένα από το αλκοόλ και άλλα τέτοια. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε σε μια παράνομη αγορά τεχνολογίας και εφευρέσεων για να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Μ ερικές είναι βλακείες, οι περισσότερες δεν δουλεύουν – αλλά ένα κομμάτι μέταλλο έσωσε τη ζωή του πατέρα μου. Το ακούω που χτυπάει, ένας μικρός παλμός που κάνει τον μπαμπά ν’ αναπνέει. «Δε θέλω τούρτα» γκρινιάζει. Δε χάνω το βλέμμα που ρίχνει στην κοιλιά του που όσο πάει μεγαλώνει. «Πες μου, λοιπόν, τι θέλεις, μπαμπά! Ένα καινούριο ρολόι ή…» «Μ άρε, δε θεωρώ καινούριο κάτι που θα κλέψεις από τον καρπό κάποιου άλλου». Προτού ξεσπάσει άλλος ένας πόλεμος στο σπίτι των Μ πάροου, η μαμά βγάζει τη σούπα από τη φωτιά. «Το δείπνο είναι έτοιμο». Τη φέρνει στο τραπέζι και ο αχνός με τυλίγει. «Μ υρίζει υπέροχα, μαμά» λέει ψέματα η Γκίζα. Ο μπαμπάς δεν είναι τόσο ευγενικός και μορφάζει βλέποντας το φαγητό.
22
VICTORIA AVEYARD
Επειδή δε θέλω να τη στενοχωρήσω, καταπίνω με το ζόρι μερικές κουταλιές σούπα. Δεν είναι τόσο κακή ως συνήθως, προς μεγάλη μου έκπληξη. «Χρησιμοποίησες εκείνο το πιπέρι που σου έφερα;» Αντί να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά, να χαμογελάσει και να με ευχαριστήσει που το παρατήρησα, εκείνη κοκκινίζει και δεν απαντάει. Ξέρει ότι το έκλεψα, όπως όλα τα δώρα μου. Η Γκίζα σηκώνει τα μάτια από το πιάτο της ενοχλημένη, γιατί καταλαβαίνει πού θα καταλήξει το πράγμα. Θα έλεγε κανείς ότι το έχω συνηθίσει πια, αλλά η αποδοκιμασία τους με πειράζει. Μ ε έναν βαθύ αναστεναγμό, η μαμά κρύβει το πρόσωπο στα χέρια της. «Μ άρε, ξέρεις ότι το εκτιμώ… Απλώς θα ήθελα…» Αποτελειώνω τη φράση για κείνη. «Να ήμουν σαν την Γκίζα». Η μαμά κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Κι άλλο ψέμα. «Όχι, και βέβαια όχι. Δεν εννοούσα αυτό». «Καλά τώρα». Είμαι σίγουρη ότι νιώθουν την πικρία μου στην άλλη άκρη του χωριού. Κάνω ό,τι μπορώ για να μη ραγίσει η φωνή μου. «Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να βοηθήσω προτού… προτού φύγω». Η αναφορά στον πόλεμο είναι ένας γρήγορος τρόπος για να πέσει σιωπή στο σπίτι μου. Ακόμα και το λαχάνιασμα του μπαμπά σταματά. Η μαμά γυρίζει το κεφάλι της, τα μάγουλά της γίνονται κατακόκκινα από θυμό. Κάτω από το τραπέζι, το χέρι της Γκίζας σφίγγει το δικό μου. «Ξέρω πως κάνεις ό,τι μπορείς για τους σωστούς λόγους» ψιθυρίζει η μαμά. Χρειάζεται μεγάλο κουράγιο από μέρους της για να πει κάτι τέτοιο, παρ’ όλα αυτά με ανακουφίζει. Κρατώ το στόμα μου κλειστό και αναγκαστικά συγκατανεύω. Ξάφνου, η Γκίζα πετιέται από την καρέκλα της, αναστατωμένη. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω! Σταμάτησα στο ταχυδρομείο καθώς ερχόμουν από το Σάμερτον. Υπήρχε ένα γράμμα από τον Σέιντ». Είναι σαν να έβαλε βόμβα. Η μαμά και ο μπαμπάς τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει το λερωμένο φάκελο. Η Γκίζα το βγάζει από
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
23
τη ζακέτα της. Τους αφήνω να το κοιτάξουν με τη σειρά, να εξετάσουν το χαρτί. Κανείς δεν ξέρει να διαβάζει, έτσι μαζεύουν όσες πληροφορίες μπορούν από το ίδιο το χαρτί. Ο μπαμπάς μυρίζει το γράμμα, προσπαθώντας να εντοπίσει τη μυρωδιά. «Πεύκο. Όχι καπνός. Αυτό είναι καλό. Είναι μακριά από το Τσοκ». Όλοι βγάζουμε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Το Τσοκ είναι μια κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς λωρίδα γης που ενώνει τη Νόρτα με τη Λιμνοχώρα, όπου γίνονται οι περισσότερες μάχες. Οι στρατιώτες περνούν τον περισσότερο καιρό εκεί, σκυμμένοι σε χαρακώματα, καταδικασμένοι να ανατιναχτούν ή να κάνουν τολμηρές εφόδους που καταλήγουν σε σφαγή. Τα υπόλοιπα σύνορα είναι κυρίως λίμνες, παρότι στον μακρινό βορρά γίνονται τούντρα πολύ παγωμένη και γυμνή για να πολεμάει κανείς. Ο μπαμπάς τραυματίστηκε στο Τσοκ πριν από χρόνια, όταν μια βόμβα έπεσε στη μονάδα του. Τώρα το Τσοκ είναι εντελώς κατεστραμμένο από δεκάδες μάχες, ο καπνός από τις εκρήξεις δημιουργεί μια μόνιμη καταχνιά και τίποτα δε φυτρώνει εκεί. Είναι νεκρό και γκρίζο, όπως το μέλλον του πολέμου. Τελικά, μου δίνει το γράμμα για να το διαβάσω και το ανοίγω με λαχτάρα. Ανυπομονώ και φοβάμαι συνάμα να δω τι λέει ο Σέιντ. «Αγαπημένη οικογένεια, είμαι ζωντανός. Αυτό είναι φανερό». Η φράση αυτή αποσπά ένα γελάκι από τον μπαμπά κι εμένα, ακόμα κι ένα χαμόγελο από την Γκίζα. Η μαμά δε φαίνεται να διασκεδάζει, έστω κι αν ο Σέιντ αρχίζει έτσι όλα τα γράμματά του. «Μας απομάκρυναν από το μέτωπο, όπως θα μάντεψε ίσως ο Μπαμπάς το Λαγωνικό που μυρίζεται το αίμα. Είναι ωραία που γυρίσαμε στα στρατόπεδα. Είναι Κόκκινα σαν την αυγή εδώ πέρα, σπάνια βλέπεις Ασημένιους αξιωματικούς. Και χωρίς τον καπνό του Τσοκ, μπορείς να δεις τον ήλιο να ανατέλλει πιο δυνατός κάθε μέρα. Όμως δε θα μείνω για πολύ. Η διοίκηση σχεδιάζει να ετοιμάσει τη μονάδα για μάχη στη λίμνη και έχουμε πάρει εντολή
24
VICTORIA AVEYARD
να πάμε σε ένα από τα νέα πολεμικά καράβια. Συνάντησα μια γιατρό αποσπασμένη από τη μονάδα της, που μου είπε ότι ήξερε τον Τράμι και ότι είναι καλά. Έφαγε ένα μικρό βλήμα όταν υποχωρούσαν από το Τσοκ, αλλά ανάρρωσε καλά. Καμία μόλυνση, καμία μόνιμη ζημιά». Η μαμά αναστενάζει δυνατά, κουνώντας το κεφάλι της. «Καμία μόνιμη ζημιά» σαρκάζει. «Ακόμα τίποτε από τον Μπρι, αλλά δεν ανησυχώ. Είναι ο καλύτερος και σύντομα θα έρθει με άδεια που θα πάρει μετά από πέντε χρόνια στον πόλεμο. Σύντομα θα είναι σπίτι. Πάψε, λοιπόν, να ανησυχείς, μαμά. Δεν έχω κάτι άλλο να αναφέρω, τουλάχιστον απ’ όσα μπορώ να γράψω σε ένα γράμμα. Γκίζα, μην το παίζεις σπουδαία, έστω κι αν το αξίζεις. Μάρε, μην είσαι τόσο παλιόπαιδο όλη την ώρα και σταμάτα να δέρνεις εκείνον τον μικρό Γουόρεν. Μπαμπά, είμαι περήφανος για σένα. Πάντα. Σας αγαπώ όλους, ο αγαπημένος σας γιος και αδελφός, Σέιντ». Όπως πάντα τα λόγια του Σέιντ μάς επηρεάζουν βαθιά. Σχεδόν ακούω τη φωνή του, αν προσπαθήσω αρκετά. Ξάφνου τα φώτα από πάνω μας άρχισαν να τρεμοσβήνουν. «Δεν κατέθεσε κανείς τα χαρτιά για το ρεύμα, που έφερα χθες;» ρωτάω προτού σβήσουν εντελώς και μας βυθίσουν στο σκοτάδι. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονται, μπορώ να δω τη μαμά που κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Η Γκίζα αναστενάζει. «Δε γίνεται να μη λέμε τα ίδια κάθε φορά;» Η καρέκλα της τρίζει καθώς σηκώνεται. «Πάω για ύπνο. Προσπαθήστε να μη φωνάζετε». Όμως δε φωνάζουμε. Φαίνεται ότι έτσι γίνεται στον κόσμο μου – είμαστε πολύ κουρασμένοι για να παλέψουμε. Κανονικά θα έπρεπε να βγω έξω, αλλά δεν έχω το κουράγιο για κάτι άλλο εκτός από το να πάω για ύπνο. Ανεβαίνω άλλη μια σκάλα που οδηγεί στη σοφίτα, όπου η Γκίζα ροχαλίζει ήδη. Κοιμάται πολύ εύκολα, την παίρνει ο ύπνος στο λεπτό, ενώ εμένα μπορεί να μου πάρει ώρες. Βολεύομαι στο κρεβατάκι μου, ευχαριστημένη και μόνο που είμαι ξαπλωμένη εδώ
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
25
και κρατώ το γράμμα του Σέιντ. Όπως είπε ο μπαμπάς, μυρίζει έντονα πεύκο. Ο ποταμός κυλάει ήρεμα απόψε. Περνά ανάλαφρα πάνω από τις πέτρες της όχθης και με νανουρίζει. Ακόμα και το παλιό ψυγείο, ένα σκουριασμένο μηχάνημα που δουλεύει με μπαταρίες και που συνήθως κάνει τόσο θόρυβο που με πιάνει πονοκέφαλος, δε μ’ ενοχλεί απόψε. Και τότε ένα κάλεσμα πουλιού διακόπτει το βύθισμά μου στον ύπνο. Ο Κίλορν. Όχι. Φύγε. Κι άλλο κάλεσμα, δυνατότερο αυτή τη φορά. Η Γκίζα αναδεύεται λιγάκι και αλλάζει πλευρό. Βρίζοντας από μέσα μου, σηκώνομαι από το κρεβάτι και κατεβαίνω αθόρυβα τη σκάλα. Ένα κανονικό κορίτσι θα είχε σκοντάψει πάνω στα σκόρπια πράγματα του κυρίως δωματίου, αλλά εγώ έχω σπουδαίο πάτημα. Έχω εξασκηθεί όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθώ να ξεφύγω από τους άνδρες της Ασφάλειας. Κατεβαίνω την ξύλινη σκάλα σε δευτερόλεπτα και προσγειώνομαι με τα πόδια χωμένο ίσαμε τον αστράγαλο στη λάσπη. Ο Κίλορν με περιμένει κρυμμένος στις σκιές, κάτω από το σπίτι. «Ελπίζω να σου αρέσουν οι μελανιές στα μάτια, γιατί είμαι έτοιμη να σου κάνω μία γι’ αυτό…» Στη θέα του προσώπου του, σταματάω αμέσως. Κλαίει. Ο Κίλορν δεν κλαίει. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων του αιμορραγούν και βάζω στοίχημα ότι ένας τοίχος εκεί κοντά είναι το ίδιο πληγωμένος. Χωρίς να το θέλω, και παρά την προχωρημένη ώρα, δεν μπορώ παρά ν’ ανησυχήσω, να τρομάξω γι’ αυτόν. «Τι είναι; Τι τρέχει;» Χωρίς να το σκεφτώ, παίρνω το χέρι του στο δικό μου. Νιώθω το αίμα να κυλά κάτω από τα δάχτυλά μου. «Τι έγινε;» Του παίρνει λίγο χρόνο για ν’ απαντήσει, να βρει τα λόγια του. Τώρα είμαι τρομοκρατημένη. «Το αφεντικό μου… έπεσε.
26
VICTORIA AVEYARD
Πέθανε. Δεν είμαι μαθητευόμενος πια». Προσπαθώ να συγκρατήσω ένα βογκητό, αλλά ακούγεται, όπως και να ’χει, κι είναι σαν να μας χλευάζει. Αν και δε χρειάζεται να το κάνει, αν και ξέρω τι προσπαθεί να πει, εκείνος συνεχίζει. «Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη μαθητεία μου και τώρα…» Μ περδεύει τα λόγια του. «Είμαι δεκαοχτώ. Οι άλλοι ψαράδες έχουν μαθητευόμενους. Δεν εργάζομαι. Δεν μπορώ να βρω δουλειά». Τα λόγια που ακολουθούν είναι σαν μαχαιριά στην καρδιά μου. Ο Κίλορν παίρνει βαθιά ανάσα, κι εγώ εύχομαι να μην άκουγα ποτέ αυτό που θα πει. «Θα με στείλουν στον πόλεμο».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
27
ΤΡΙΑ Ο πόλεμος δεν έχει σταματήσει τα τελευταία εκατό χρόνια. Νομίζω ότι δε θα έπρεπε να λέγεται πόλεμος πια, αλλά δεν υπάρχει άλλη λέξη για την υπέρτατη αυτή μορφή καταστροφής. Στο σχολείο μάς είπαν ότι άρχισε για τη γη. Τα εδάφη της Λιμνοχώρας είναι επίπεδα και εύφορα, με τεράστιες λίμνες ολόγυρα, γεμάτες ψάρια. Όχι όπως οι βραχώδεις, γεμάτοι δάση λόφοι της Νόρτας, όπου τα αγροκτήματα μετά βίας μπορούν να μας ταΐσουν. Ακόμα και οι Ασημένιοι ένιωσαν την πίεση, κι ο βασιλιάς κήρυξε πόλεμο. Έτσι εμπλακήκαμε σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δεν μπορεί να κερδίσει. Ο βασιλιάς της Λιμνοχώρας, ένα άλλος Ασημένιος, απάντησε με τον ίδιο τρόπο, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των ευγενών. Εκείνοι ήθελαν τα ποτάμια μας, ώστε να έχουν πρόσβαση σε μια θάλασσα που δε θα είναι παγωμένη τον μισό χρόνο, και τους νερόμυλους που είναι διάσπαρτοι στις όχθες των ποταμών μας. Οι μύλοι είναι αυτοί που κάνουν τη χώρα μας δυνατή, γιατί παράγουν αρκετό ηλεκτρικό ρεύμα ώστε ακόμα και οι Κόκκινοι να μπορούν να έχουν λιγάκι. Έχω ακούσει φήμες για πόλεις που βρίσκονται πιο νότια, κοντά στην πρωτεύουσα, το Αρχαίον, όπου ιδιαίτερα ικανοί Κόκκινοι κατασκεύασαν μηχανές που ξεπερνούν την κατανόησή μου. Μ ιλάνε για μεταφορικά μέσα στη στεριά, στο
28
VICTORIA AVEYARD
νερό και στον ουρανό, ή για όπλα που βρέχουν καταστροφή όποτε το χρειάζονται οι Ασημένιοι. Ο δάσκαλος μας είπε με υπερηφάνεια ότι η Νόρτα είναι το φως του κόσμου, ένα έθνος που έγινε μεγάλο χάρη στην τεχνολογία και στη δύναμή μας. Όλα τα άλλα κράτη, όπως η Λιμνοχώρα ή το Πιεμόν στον νότο, ζουν στο σκοτάδι. Είμαστε τυχεροί που γεννηθήκαμε εδώ. Τυχεροί. Μ ου ’ρχεται να ουρλιάξω με αυτή τη λέξη. Όμως παρά τον ηλεκτρισμό μας, τα τρόφιμα της Λιμνοχώρας, τα όπλα μας ή τον στρατό τους, καμία πλευρά δεν υπερτερεί της άλλης. Και οι δυο έχουν Ασημένιους αξιωματικούς και Κόκκινους στρατιώτες∙ πολεμούν και οι δυο με τις ικανότητες και τα όπλα, και με ασπίδα χίλια Κόκκινα κορμιά. Ένας πόλεμος που υποτίθεται ότι θα τελείωνε πριν από έναν αιώνα, ακόμα συνεχίζεται. Πάντα έβρισκα αστείο το γεγονός ότι πολεμούσαμε για τροφή και για νερό. Ακόμα και οι μεγαλόσχημοι Ασημένιοι έχουν ανάγκη να φάνε. Αλλά δεν είναι αστείο πια, όχι όταν ο Κίλορν θα είναι το δεύτερο πρόσωπο που θα αποχαιρετήσω. Αναρωτιέμαι αν θα μου δώσει σκουλαρίκι. Τον φαντάζομαι τη στιγμή που θα τον παίρνει ο λεγεωνάριος με την απαστράπτουσα πανοπλία. «Μ ία εβδομάδα, Μ άρε. Μ ία εβδομάδα κι έφυγα». Η φωνή του ραγίζει, αν και βήχει για να το καλύψει. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αυτοί… αυτοί δε θα με πάρουν». Αλλά βλέπω στα μάτια του ότι εγκαταλείπει τη μάχη. «Κάτι θα μπορούμε να κάνουμε» ψελλίζω. «Τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς. Όποιος προσπάθησε να αποφύγει τη στρατολόγηση δεν επέζησε». Δε χρειάζεται να μου το πει κανείς αυτό. Κάθε χρόνο, όλο και κάποιοι προσπαθούν να το σκάσουν. Και κάθε χρόνο, τους φέρνουν πίσω και τους κρεμάνε στην πλατεία του χωριού. «Όχι. Θα βρούμε τρόπο». Ακόμα και τώρα βρίσκει τη δύναμη να μου χαμογελάσει. «Θα βρούμε;» Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά πιο γρήγορα από κάθε φλόγα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
29
«Είμαι καταδικασμένη να καταταγώ όπως κι εσύ, αλλά ούτε εμένα θα πάρουν. Θα το σκάσουμε, λοιπόν». Ο στρατός ήταν πάντα η μοίρα μου, η τιμωρία μου, το ξέρω. Αλλά όχι η δική του. Του έχει πάρει ήδη τόσο πολλά. «Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά» τραυλίζει, αλλά τουλάχιστον επιχειρηματολογεί. Τουλάχιστον δεν παραιτείται. «Αποκλείεται να επιβιώσουμε στον βορρά τον χειμώνα, ανατολικά είναι η θάλασσα, στη δύση ο πόλεμος είναι σκληρός, ο νότος έχει μετατραπεί σε κόλαση – και παντού ενδιάμεσα υπάρχουν Ασημένιοι και Ασφάλεια». Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα μου σαν ποτάμι. «Το ίδιο συμβαίνει και στο χωριό. Κυκλοφορούμε ανάμεσα στους Ασημένιους και στην Ασφάλεια. Και καταφέρνουμε να κλέβουμε κάτω από τη μύτη τους και να το σκάμε με το κεφάλι στους ώμους μας». Το μυαλό μου καλπάζει, προσπαθώ να βρω κάτι, οτιδήποτε που μπορεί να μας φανεί χρήσιμο. Τότε κάτι μου έρχεται αστραπιαία στο μυαλό. «Η μαύρη αγορά, αυτή που εμείς βοηθάμε να λειτουργεί, φυγαδεύει τα πάντα, από σιτάρι μέχρι ηλεκτρικούς λαμπτήρες. Ποιος λέει ότι δεν μπορούν να φυγαδεύσουν ανθρώπους;» Ο Κίλορν ανοίγει το στόμα, έτοιμος να πετάξει ένα σωρό δικαιολογίες για ποιο λόγο κάτι τέτοιο δε θα πετύχει. Αλλά μετά χαμογελάει. Και κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Δε μου αρέσει να ανακατεύομαι στις δουλειές των άλλων. Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό. Να που το κάνω, όμως, και ακούω τον εαυτό μου να λέει τις πέντε αναθεματισμένες λέξεις. «Άφησέ τα όλα επάνω μου». Τα πράγματα που δεν μπορούμε να πουλήσουμε στους συνηθισμένους ιδιοκτήτες μαγαζιών τα πάμε στον Γουίλ Γουίσλ. Είναι γέρος, πολύ αδύναμος για να εργαστεί στις μάντρες με την ακατέργαστη ξυλεία, κι έτσι σκουπίζει τους δρόμους την ημέρα. Τη νύχτα, πουλάει ό,τι τραβάει η ψυχή σου από τη μουχλιασμένη άμαξά του, από τον απαγορευμένο διά ροπάλου καφέ μέχρι
30
VICTORIA AVEYARD
εξωτικά πράγματα από το Αρχαίον. Ήμουν μόλις εννιά ετών με μια χούφτα κλεμμένα κουμπιά όταν δοκίμασα την τύχη μου με τον Γουίλ. Μ ου έδωσε τρεις χάλκινες πένες γι’ αυτά και δεν έκανε καμία ερώτηση. Τώρα είμαι η καλύτερη πελάτισσά του και ίσως ο λόγος που τα βγάζει ακόμα πέρα σε ένα τόσο μικρό μέρος. Μ ια ωραία μέρα μπορεί να τον αποκαλέσω φίλο. Πάνε χρόνια από τότε που ανακάλυψα ότι ο Γουίλ ήταν μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης επιχείρησης. Κάποιοι την αποκαλούν ως η κρυφή οργάνωση, άλλοι μαύρη αγορά, αλλά εμένα αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι τι μπορούν να κάνουν. Έχουν κλεπταποδόχους, ανθρώπους σαν τον Γουίλ, παντού. Ακόμα και στο Αρχαίον, όσο αδύνατο κι αν ακούγεται αυτό. Μ εταφέρουν παράνομα προϊόντα σε όλη τη χώρα. Και τώρα βάζω στοίχημα ότι μπορεί να κάνουν μια εξαίρεση και να μεταφέρουν ανθρώπους αντί γι’ αυτά. «Αυτό αποκλείεται». Στα οχτώ χρόνια που τον γνωρίζω, ο Γουίλ δε μου είπε ποτέ όχι. Τώρα ο ρυτιδωμένος τρελόγερος μου κλείνει τις πόρτες της άμαξάς του στα μούτρα. Χαίρομαι που ο Κίλορν δεν ήρθε μαζί μου και δε με είδε να αποτυγχάνω. «Γουίλ, σε παρακαλώ. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις…» Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι, ενώ η λευκή γενειάδα του πηγαίνει πέρα δώθε. «Και να μπορούσα ακόμα, εγώ είμαι έμπορος. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι δεν είναι από εκείνους που ξοδεύουν χρόνο και προσπάθεια για να πηγαινοφέρνουν έναν άλλο λαθρέμπορο από το ένα μέρος στο άλλο. Δεν είναι η δουλειά μας αυτή». Καταλαβαίνω ότι η μόνη μου ελπίδα, η μόνη ελπίδα του Κίλορν, γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά μου. Ο Γουίλ πρέπει να είδε την απελπισία στα μάτια μου, γιατί μαλακώνει και ακουμπάει πάνω στην πόρτα της άμαξας. Αφήνει έναν αναστεναγμό και κοιτάζει προς τα πίσω, στο σκοτάδι του «μαγαζιού» του. Ύστερα γυρίζει προς το μέρος μου και μου γνέφει να μπω μέσα. Τον ακολουθώ με χαρά. «Σ’ ευχαριστώ, Γουίλ» ψελλίζω. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
31
για μένα…» «Κάτσε κάτω και μη μιλάς, μικρή» λέει μια διαπεραστική φωνή. Από τις σκιές της άμαξας, μετά βίας ορατή στο θαμπό φως του μοναδικού μπλε κεριού του Γουίλ, μια γυναίκα σηκώνεται όρθια, Μ ια κοπέλα, θα έλεγα, αφού φαίνεται ελάχιστα πιο μεγάλη από μένα. Όμως είναι πολύ πιο ψηλή και έχει ύφος έμπειρης πολεμίστριας. Το όπλο στον γοφό της, χωμένο μέσα σε μια κόκκινη υφασμάτινη φαρδιά ζώνη με ήλιους, σίγουρα δεν έχει άδεια. Είναι πολύ ξανθιά και όμορφη για να είναι από τα Ξυλόβαθρα και, κρίνοντας από τον ελαφρύ ιδρώτα στο πρόσωπό της, μάλλον ασυνήθιστη στη ζέστη και στην υγρασία. Είναι ξένη, μια αλλοδαπή, και παράνομη γι’ αυτό. Ακριβώς το πρόσωπο που θέλω να δω. Μ ου κάνει νόημα να καθίσω στον πάγκο που είναι κατασκευασμένος στο τοίχωμα της άμαξας και κάθεται μετά από μένα. Ο Γουίλ ακολουθεί από κοντά και σωριάζεται σε μια παλιοκαρέκλα, ενώ τα μάτια του πηγαίνουν πότε στην κοπέλα και πότε σε μένα. «Μ άρε Μ πάροου, από δω η Φάρλεϊ» ψιθυρίζει, κι εκείνη σφίγγει το σαγόνι της. Το βλέμμα της προσγειώνεται στο πρόσωπό μου. «Επιθυμείς να μεταφέρεις φορτίο». «Είμαι εγώ και ένα αγόρι…» Αλλά εκείνη σηκώνει ένα χέρι γεμάτο κάλους και με διακόπτει. «Φορτίο» λέει πάλι, με βλέμμα γεμάτο νόημα. Η καρδιά μου χοροπηδά στο στήθος μου∙ αυτή η Φάρλεϊ πρέπει να είναι από εκείνους που βοηθούν. «Και ποιος είναι ο προορισμός;» Βασανίζω το μυαλό μου, πασχίζοντας να σκεφτώ ένα ασφαλές μέρος. Ο παλιός χάρτης της τάξης πετάει μπρος στα μάτια μου, σκιαγραφώντας την ακτή και τους ποταμούς, σημειώνοντας πόλεις και χωριά και ό,τι βρίσκεται ανάμεσά τους. Από τον Όρμο του Λιμανιού στα δυτικά έως τη Λιμνοχώρα, από τη βόρεια τούντρα έως τις ραδιενεργές χέρσες εκτάσεις των Ερειπίων και του Γουός, όλα αυτά είναι επικίνδυνα μέρη για μας.
32
VICTORIA AVEYARD
«Κάπου που να είμαστε ασφαλείς από τους Ασημένιους. Αυτό είναι όλο». Η Φάρλεϊ με κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα, χωρίς να αλλάξει έκφραση. «Η ασφάλεια έχει τίμημα, κοπελιά». «Όλα έχουν ένα τίμημα, κοπελιά» αντιγυρίζω μιμούμενη τον τόνο της φωνής της. «Κανείς δεν το ξέρει καλύτερα από μένα». Σιωπή επικρατεί για λίγο στην άμαξα. Νιώθω τη νύχτα να απομακρύνεται, παίρνοντας πολύτιμα λεπτά από τον Κίλορν. Η Φάρλεϊ πρέπει να διαισθάνθηκε την ανησυχία και την ανυπομονησία μου, αλλά δε βιάζεται να μιλήσει. Ύστερα από λίγη ώρα που φαντάζει αιωνιότητα, ανοίγει τελικά το στόμα της. «Η Ερυθρά Φρουρά δέχεται, Μ άρε Μ πάροου». Κάνω μεγάλη προσπάθεια για να μην πεταχτώ από τη θέση μου από χαρά. Κάτι όμως με συγκρατεί και δεν αφήνει να χαραχτεί ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. «Η πληρωμή θα είναι άμεση και θα είναι αντίστοιχη με δύο χιλιάδες κορόνες» συνεχίζει η Φάρλεϊ. Αυτή η φράση μού κόβει την ανάσα. Ακόμα και ο Γουίλ ξαφνιάζεται, με αποτέλεσμα τα πυκνά φρύδια του να εξαφανιστούν μέσα στη γραμμή των μαλλιών του. «Δύο χιλιάδες;» καταφέρνω να πω. Κανείς δε διαπραγματεύεται ένα τέτοιο ποσό, τουλάχιστον όχι στα Ξυλόβαθρα. Μ ε αυτά τα λεφτά θα περνούσε η οικογένειά μου έναν χρόνο. Πολλά χρόνια. Αλλά η Φάρλεϊ δεν έχει τελειώσει ακόμα. Καταλαβαίνω ότι το διασκεδάζει. «Το ποσό αυτό μπορεί να πληρωθεί σε χαρτονομίσματα, σε νομίσματα τετράρχου ή με ανταλλαγή πραγμάτων ίσης αξίας. Ανά κομμάτι, φυσικά». Δύο χιλιάδες κορόνες. Μ ια περιουσία. Η ελευθερία μας αξίζει μια περιουσία. «Το φορτίο σου θα μετακινηθεί μεθαύριο. Τότε θα γίνει και η πληρωμή». Μ ε δυσκολία αναπνέω. Έχω λιγότερο από δύο μέρες για να μαζέψω περισσότερα χρήματα από όσα έχω κλέψει σε όλη μου τη ζωή. Αποκλείεται.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
33
Δε μου δίνει καν τον χρόνο να διαμαρτυρηθώ. «Δέχεσαι τους όρους;» «Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο». Εκείνη κουνάει το κεφάλι αρνητικά και γέρνει μπροστά. Μ υρίζει μπαρούτι. «Δέχεσαι τους όρους;» Είναι αδύνατο. Είναι τρελό. Αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία μας. «Δέχομαι τους όρους». Οι επόμενες στιγμές είναι θολές, καθώς κατευθύνομαι στο σπίτι μέσα από τις λασπωμένες σκιές. Το μυαλό μου έχει πάρει φωτιά καθώς πασχίζω να βρω τρόπο για να βάλω χέρι σε κάτι αξίας που να πλησιάζει τουλάχιστον την τιμή της Φάρλεϊ. Στα Ξυλόβαθρα πάντως δεν υπάρχει τίποτε, αυτό είναι σίγουρο. Ο Κίλορν περιμένει ακόμα στο σκοτάδι, μοιάζει με χαμένο μικρό παιδί. Μ άλλον είναι. «Άσχημα νέα;» ρωτάει. Προσπαθεί να διατηρήσει τη φωνή του σταθερή, αλλά όπως και να ’χει τρέμει. «Η κρυφή οργάνωση μπορεί να μας βγάλει από δω». Για το χατίρι του, διατηρώ την ηρεμία μου καθώς του εξηγώ. Δύο χιλιάδες κορόνες μπορεί να κοστίζει ο θρόνος του βασιλιά, αλλά το κάνω ν’ ακούγεται ασήμαντο. «Αν κάποιος μπορεί να το κάνει, αυτοί είμαστε εμείς». «Μ άρε». Η φωνή του είναι ψυχρή, ψυχρότερη κι από χειμώνα, αλλά το άδειο βλέμμα του είναι χειρότερο. «Τελείωσε. Χάσαμε». «Μ α αν απλώς…» Μ ε αρπάζει από τους ώμους και με σφίγγει δυνατά. Δε με πονάει, αλλά με πνίγει. «Μ η μου το κάνεις αυτό, Μ άρε. Μ η με κάνεις να πιστέψω ότι υπάρχει τρόπος να ξεφύγω από αυτό. Μ η με κάνεις να ελπίζω». Έχει δίκιο. Είναι σκληρό να δίνεις ελπίδα εκεί που δεν υπάρχει. Μ ετατρέπεται απλώς σε απογοήτευση, μνησικακία, οργή, όλα αυτά που κάνουν την ζωή πιο δύσκολη από όσο είναι ήδη. «Απλώς άφησέ με να το αποδεχτώ. Ίσως… ίσως τότε
34
VICTORIA AVEYARD
καταφέρω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, να εκπαιδευτώ σωστά, να δώσω στον εαυτό μου μια ευκαιρία να πολεμήσει εκεί πέρα». Τα χέρια μου βρίσκουν τους καρπούς του και τους σφίγγω. «Μ ιλάς σαν να είσαι ήδη νεκρός». «Μ πορεί να είμαι». «Τ’ αδέλφια μου…» «Ο πατέρας σου σιγουρεύτηκε ότι ήξεραν τι κάνουν προτού φύγουν. Και βοηθάει το γεγονός ότι είναι όλοι μεγαλόσωμοι σαν ντουλάπες». Επιχειρεί μια αστεία γκριμάτσα, για να με κάνει να γελάσω. Δεν πιάνει. «Είμαι καλός κολυμβητής και ναύτης. Θα με χρειαστούν στις λίμνες». Μ όνο όταν με αγκαλιάζει σφιχτά συνειδητοποιώ ότι τρέμω ολόκληρη. «Κίλορν…» ψελλίζω πάνω στο στήθος του, αλλά οι επόμενες λέξεις δεν έρχονται. Εγώ θα έπρεπε να είμαι στη θέση του. Όμως και η δική μου ώρα πλησιάζει. Ελπίζω μόνο να ζήσει ο Κίλορν αρκετά ώστε να τον ξαναδώ, στους στρατώνες ή στο χαράκωμα. Ίσως τότε βρω τα κατάλληλα λόγια. Ίσως τότε είμαι σε θέση να καταλάβω τι νιώθω. «Σ’ ευχαριστώ, Μ άρε. Για όλα». Τραβιέται απότομα. «Αν βάζεις κάτι στην άκρη, θα έχεις αρκετά μέχρι να έρθει η λεγεώνα να σε πάρει». Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου, ξέρω ότι δε θα κοιμηθώ απόψε. Κάτι θα υπάρχει που μπορώ να κάνω. Έστω κι αν μου πάρει όλη τη νύχτα, στο τέλος θα το βρω. Η Γκίζα βήχει στον ύπνο της, και είναι ένας ευγενικός, σιγανός ήχος. Ακόμα και ασυνείδητα καταφέρνει να είναι κυρία. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που τα πάει τόσο καλά με τους Ασημένιους. Αντιπροσωπεύει ό,τι αγαπάνε σε μια Κόκκινη∙ είναι ήσυχη, συγκρατημένη και μετριόφρων. Είναι καλή στο να συνεργάζεται μαζί τους, στο να βοηθάει τους ανόητους υπεράνθρωπους να επιλέγουν μεταξωτά και ωραία υφάσματα για ρούχα που φορούν μόνο μία φορά. Η Γκίζα λέει ότι το συνηθίζεις, τα χρηματικά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
35
ποσά, δηλαδή, που ξοδεύουν για τέτοια ασήμαντα πράγματα. Και στον Μ εγάλο Κήπο, την αγορά του Σάμερτον, τα χρήματα δεκαπλασιάζονται. Μ αζί με τη δασκάλα της, η Γκίζα ράβει δαντέλες, μεταξωτά, γούνες, ακόμα και πετράδια για να δημιουργήσει ενδύματα υψηλής ραπτικής για την ελίτ των Ασημένιων, που φαίνεται ότι ακολουθούν τους βασιλείς παντού. Τους αποκαλεί «η παρέλαση» και είναι μια ατέλειωτη πορεία από καμαρωτά παγόνια, το ένα πιο περήφανο και πιο γελοίο από το άλλο. Όλοι Ασημένιοι, όλοι ανόητοι και όλοι κολλημένοι με την αριστοκρατία. Απόψε τους μισώ περισσότερο από ποτέ. Οι κάλτσες που χάνουν θα ήταν ίσως αρκετές για να σώσουν εμένα, τον Κίλορν και τους μισούς κατοίκους του χωριού από τη στρατολόγηση. Για δεύτερη φορά απόψε, πέφτει κεραυνός. «Γκίζα! Ξύπνα». Δεν ψιθυρίζω. Το κορίτσι κοιμάται σαν πεθαμένο. «Γκίζα!» Εκείνη γυρίζει και αναστενάζει στο μαξιλάρι της. «Καμιά φορά μου ’ρχεται να σε σκοτώσω» λέει δυσαρεστημένη. «Πολύ γλυκό. Και τώρα ξύπνα!» Τα μάτια της είναι ακόμα κλειστά όταν πέφτω επάνω της σαν τεράστια γάτα. Προτού αρχίσει να ουρλιάζει και να κλαψουρίζει ώστε να έρθει η μητέρα μου, της κλείνω το στόμα με το χέρι. «Μ όνο άκουσέ με, αυτό είναι όλο. Μ η μιλάς, μόνο άκουσέ με». Προσπαθεί να σπρώξει το χέρι μου, αλλά ταυτόχρονα κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Ο Κίλορν…» Το πρόσωπό της γίνεται κατακόκκινο στο άκουσμα του ονόματός του. Χαζογελάει μάλιστα, κάτι πρωτόφαντο. Αλλά δεν έχω χρόνο για τον κοριτσίστικο καημό της, όχι αυτή τη στιγμή. «Πάψε, Γκίζα». Παίρνω μια τρεμουλιαστή ανάσα. «Ο Κίλορν θα στρατολογηθεί». Το γέλιο της κόβεται απότομα. Η στρατολόγηση δεν είναι αστείο, για μας πάντως όχι. «Βρήκα τρόπο να μην το υποστεί αυτό, να τον σώσω από τον
36
VICTORIA AVEYARD
πόλεμο, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Πονάει που το λέω, αλλά τελικά η λέξη βγαίνει από τα χείλη μου. «Σε χρειάζομαι, Γκίζα. Θα με βοηθήσεις;» Δε διστάζει ν’ απαντήσει και νιώθω να πλημμυρίζω από αγάπη για την αδελφή μου. «Ναι». Είναι καλό που είμαι κοντή, διαφορετικά η έξτρα φόρμα της Γκίζα δε θα μου έκανε. Είναι χοντρή και σκούρα, εντελώς ακατάλληλη για τον καλοκαιρινό ήλιο, με κουμπιά και φερμουάρ που ζεματάνε από τον ήλιο. Ο μπόγος στην πλάτη μου πηγαίνει πότε από τη μια και πότε από την άλλη, παρασύροντας κι εμένα μαζί με το βάρος των ρούχων και των σύνεργων της ραπτικής. Η Γκίζα έχει δικό της μπόγο και στενή φόρμα, αλλά δε φαίνεται να την ενοχλούν καθόλου. Είναι συνηθισμένη στη σκληρή δουλειά και στη δύσκολη ζωή. Διανύουμε το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης προς το πάνω μέρος του ποταμού καθισμένες ανάμεσα σε σακιά γεμάτα στάρι, στη μαούνα ενός καλόκαρδου αγρότη τον οποίο βοήθησε η Γκίζα πριν από χρόνια. Οι άνθρωποι εδώ γύρω την εμπιστεύονται, όπως δε θα εμπιστεύονταν εμένα ποτέ. Ο αγρότης μάς αφήνει σε ένα σημείο της όχθης –αν και απομένει ενάμισι χιλιόμετρο δρόμος ακόμα– κοντά στο φιδογυριστό μονοπάτι των εμπόρων που κατευθύνονται στο Σάμερτον. Τώρα συμπορευόμαστε προς αυτό που η Γκίζα αποκαλεί Πύλη του Κήπου, αν και κήποι δε φαίνονται πουθενά. Στην πραγματικότητα είναι μια πύλη φτιαγμένη από αστραφτερό γυαλί που μας τυφλώνει προτού ακόμα μας δοθεί η ευκαιρία να μπούμε μέσα. Το υπόλοιπο τείχος φαίνεται ότι είναι φτιαγμένο από το ίδιο πράγμα, αλλά δεν πιστεύω ότι ο Ασημένιος βασιλιάς είναι τόσο ανόητος ώστε να κρύβεται πίσω από γυάλινα τείχη. «Δεν είναι γυαλί» μου λέει η Γκίζα. «Όχι ολόκληρο, τουλάχιστον. Ο Ασημένιοι έχουν βρει έναν τρόπο να λιώνουν το διαμάντι και να το αναμειγνύουν με άλλα υλικά. Είναι εντελώς
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
37
απόρθητο. Ούτε βόμβα δεν το διαπερνά». Διαμαντένια τείχη. «Φαίνεται ότι είναι απαραίτητο». «Μ η σηκώσεις το κεφάλι σου. Άσε εμένα να μιλήσω» ψιθυρίζει. Την ακολουθώ, με τα μάτια στον δρόμο καθώς η ραγισμένη μαύρη άσφαλτος αντικαθίσταται από λευκές πέτρες. Είναι τόσο λείες που σχεδόν γλιστρώ. Η Γκίζα όμως αρπάζει το χέρι μου και με σταθεροποιεί. Ο Κίλορν δε θα είχε κανένα πρόβλημα να περπατήσει σε τούτο τον δρόμο με τα θαλασσινά πόδια του. Όμως ο Κίλορν δε θα μπορούσε να είναι εδώ. Έχει ήδη παραιτηθεί. Όχι όμως εγώ. Καθώς πλησιάζουμε στις πύλες, μισοκλείνω τα μάτια λόγω της εκτυφλωτικής λάμψης για να δω από την άλλη πλευρά. Αν και το Σάμερτον ζωντανεύει μόνο αυτή την εποχή και εγκαταλείπεται πριν από τον πρώτο παγετό, είναι η μεγαλύτερη πόλη που έχω δει ποτέ. Έχει δρόμους που βρίθουν από κόσμο, μαγαζιά, καντίνες μπαρ, σπίτια και αυλές, και όλα δείχνουν προς ένα αστραφτερό τερατούργημα από διαμάντι, γυαλί και μάρμαρο. Τώρα καταλαβαίνω από πού πήρε το όνομά του. Το Ηλίου Μ έλαθρον λάμπει σαν άστρο και έχει περίπου τριάντα μέτρα ύψος. Πρόκειται για μια σπειροειδή μάζα από οβελίσκους και γέφυρες. Κάποια τμήματά του σκοτεινιάζουν κατά βούληση, όπως φαίνεται, για να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή των ενοίκων. Δε γίνεται οι χωριάτες να κοιτάνε τον βασιλιά και την αυλή του. Είναι κάτι που σου κόβει την ανάσα, τρομακτικό και υπέροχο συνάμα – κι αυτό είναι μόνο η θερινή κατοικία. «Ονόματα» λέει απότομα μια τραχιά φωνή και η Γκίζα σταματάει αμέσως. «Γκίζα Μ πάροου. Αυτή είναι η αδελφή μου, η Μ άρε Μ πάροου. Μ ε βοηθάει να μεταφέρω μερικά πράγματα της αφεντικίνας μου». Δε δειλιάζει, διατηρεί τη φωνή της σταθερή, σχεδόν βαρετή. Ο άντρας της Ασφάλειας μου γνέφει και γυρίζει τον μπόγο μου, κάνοντας ότι τον ψάχνει. Η Γκίζα τού δίνει τις
38
VICTORIA AVEYARD
ταυτότητές μας. Είναι και οι δύο σκισμένες, βρόμικα πράγματα έτοιμα να διαλυθούν, αλλά φαίνεται ότι αρκούν. Ο άντρας που μας εξετάζει πρέπει να γνωρίζει την αδελφή μου, γιατί ίσα που ρίχνει μια ματιά στην ταυτότητά της. Τη δική μου την κοιτάζει προσεκτικά, συγκρίνοντας το πρόσωπό μου και τη φωτογραφία για ένα ολόκληρο λεπτό. Αναρωτιέμαι αν είναι ψιθυριστής κι αυτός και μπορεί να διαβάσει το μυαλό μου. Κάτι τέτοιο θα έβαζε πολύ γρήγορα τέλος στη μικρή αυτή εκδρομή και πιθανόν να βρισκόμουν με μια θηλιά στον λαιμό. «Καρποί» λέει με έναν αναστεναγμό, βαριεστημένος ήδη μαζί μας. Για μια στιγμή τα χάνω, αλλά η Γκίζα απλώνει το δεξιό της χέρι χωρίς καμία σκέψη. Μ ιμούμαι τη χειρονομία και τεντώνω το χέρι μου στον φύλακα. Εκείνος βάζει στους καρπούς μας από μια κόκκινη ταινία. Οι κύκλοι συρρικνώνονται ώσπου γίνονται σφικτοί σαν χειροπέδες – δεν μπορείς να βγάλεις μόνος σου αυτά τα πράγματα. «Προχωρήστε» λέει ο άντρας με μια νωθρή κίνηση του χεριού. Δυο μικρές κοπέλες δεν είναι απειλή, κατά τη γνώμη του. Η Γκίζα γνέφει «ευχαριστώ» αλλά όχι εγώ. Αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει ούτε μια στάλα εκτίμησης από μένα. Οι πύλες ανοίγουν και προχωράμε. Ο χτύπος της καρδιάς μου ηχεί στ’ αυτιά μου, πνίγοντας τους ήχους του Μ εγάλου Κήπου, καθώς μπαίνουμε σε έναν διαφορετικό κόσμο. Είναι μια αγορά που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί, γεμάτη λουλούδια, δέντρα και σιντριβάνια. Οι Κόκκινοι είναι ελάχιστοι και βιαστικοί, κάνουν θελήματα και πουλάνε τα εμπορεύματά τους, κι όλοι σημαδεμένοι με κόκκινες ταινίες. Παρόλο που οι Ασημένιοι δε φορούν ταινίες, είναι εύκολο να τους εντοπίσει κάποιος. Είναι γεμάτοι πετράδια και πολύτιμα μέταλλα, μια περιουσία πάνω στον καθένα τους. Μ ια μικρή αγκράφα και μπορώ να γυρίσω σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κλέψω τίποτε άλλο στη ζωή μου. Είναι όλοι ψηλοί, ωραίοι και ψυχροί, και κινούνται αργά με μια χάρη που κανείς Κόκκινος δεν μπορεί να διεκδικήσει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
39
Εμείς απλώς δεν έχουμε χρόνο να κινούμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο. Η Γκίζα με περνάει μπροστά από ένα αρτοποιείο που έχει κέικ πασπαλισμένα με χρυσό, από έναν οπωροπώλη που έχει στη βιτρίνα του φρούτα με λαμπερά χρώματα που δεν έχω ξαναδεί, ακόμα κι από έναν ζωολογικό κήπο γεμάτο άγρια ζώα εντελώς άγνωστα σ’ εμένα. Ένα κοριτσάκι, Ασημένιο κρίνοντας από τα ρούχα του, δίνει μικρά κομματάκια μήλου σε ένα παρδαλό πλάσμα που μοιάζει με άλογο και έχει έναν απίστευτα μακρύ λαιμό. Αφού περνάμε μερικούς δρόμους, ένα κοσμηματοπωλείο αστράφτει σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το παρατηρώ, γιατί είναι δύσκολο να κρατήσω το κεφάλι μου κατευθείαν μπροστά. Ο αέρας μοιάζει να πάλλεται, να δονείται από ζωή. Κι ενώ πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο φανταστικό από αυτό το μέρος, κοιτάζω πιο προσεκτικά τους Ασημένιους και θυμάμαι ακριβώς ποιοι είναι. Η μικρή είναι τηλεπαθητική και σηκώνει το μήλο τρία μέτρα στον αέρα για να ταΐσει το μακρολαίμικο ζώο. Ένας ανθοπώλης βάζει τα χέρια του μέσα σε μια γλάστρα με άσπρα λουλούδια κι αυτά μεγαλώνουν απότομα και τυλίγονται γύρω από τους αγκώνες του. Είναι ένας πρασινοφόρος που ξέρει να χειρίζεται τα φυτά και τη γη. Ένα ζευγάρι υδροφόρων κάθονται δίπλα στο σιντριβάνι και διασκεδάζουν τεμπέλικα τα παιδιά φτιάχνοντας μπαλάκια από νερό που επιπλέουν. Ο ένας από αυτούς έχει πορτοκαλιά μαλλιά και μάτια γεμάτα μίσος, ακόμα κι όταν βρίσκονται παιδιά ολόγυρά του. Σε όλη την πλατεία, κάθε τύπος Ασημένιου συνεχίζει την εκπληκτική ζωή του. Είναι τόσο πολλοί, ψηλοί και υπέροχοι και ισχυροί,και τόσο πολύ μακριά από τον κόσμο που ξέρω. «Να πώς ζει το άλλο μισό» μουρμουρίζει η Γκίζα, που διαισθάνεται το δέος μου. «Είναι αρκετό για να σε αρρωστήσει». Η ενοχή με κατακλύζει. Πάντα ζήλευα την Γκίζα, το ταλέντο της και όλα τα προνόμια που της παρέχει, αλλά ποτέ δε σκέφτηκα το κόστος. Δεν πέρασε πολύ χρόνο στο σχολείο και έχει ελάχιστους φίλους στα Ξυλόβαθρα. Αν η Γκίζα ήταν
40
VICTORIA AVEYARD
φυσιολογική, θα είχε πολλούς. Θα χαμογελούσε. Αντί γι’ αυτό, το δεκατετράχρονο κορίτσι υπηρετεί με τη βελόνα και την κλωστή, κουβαλάει το μέλλον της οικογένειάς μας στην πλάτη της, ζώντας χωμένη μέχρι τον λαιμό σε έναν κόσμο που μισεί. «Σ’ ευχαριστώ, Γκι» της ψιθυρίζω στο αυτί. Ξέρει ότι δεν εννοώ μόνο το σημερινό. «Το μαγαζί της Σάλας είναι εκείνο εκεί, με τη γαλάζια τέντα». Δείχνει κάτω, στον παράδρομο, ένα μικροσκοπικό μαγαζί ανάμεσα σε δύο καφενεία. «Θα είμαι μέσα, αν με χρειαστείς». «Δε νομίζω» απαντώ γρήγορα. «Ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, δε θα σε ανακατέψω». «Ωραία». Ύστερα αρπάζει το χέρι μου και το σφίγγει δυνατά για λίγο. «Πρόσεχε. Έχει πολύ κόσμο σήμερα, περισσότερο από το συνηθισμένο». «Πιο πολλά μέρη για να κρυφτώ» της λέω με ένα χαμόγελο. Αλλά η φωνή της είναι σοβαρή. «Περισσότεροι άνδρες της Ασφάλειας επίσης». Συνεχίζουμε να περπατάμε και κάθε βήμα με φέρνει πιο κοντά στη στιγμή που θα με αφήσει μόνη σ’ αυτό το παράξενο μέρος. Μ ε πιάνει πανικός όταν η Γκίζα παίρνει απαλά τον μπόγο από τους ώμους μου. Φτάσαμε στο κατάστημά της. Για να ηρεμήσω μονολογώ. «Μ η μιλήσεις σε κανένα, μην κοιτάξεις κανένα. Συνέχισε να περπατάς. Θα φύγω από τον δρόμο που ήρθα, μέσα από την Πύλη του Κήπου. Ο φύλακας θα βγάλει την ταινία και θα συνεχίσω τον δρόμο μου». Εκείνη κουνάει το κεφάλι καταφατικά καθώς μιλάω, με μάτια διάπλατα, ανήσυχα, αλλά και γεμάτα ελπίδα. «Είναι δεκάξι χιλιόμετρα δρόμος μέχρι το σπίτι». «Δεκάξι χιλιόμετρα δρόμος μέχρι το σπίτι» επαναλαμβάνει η αδελφή μου. Μ ακάρι να μπορούσα να πάω μαζί της, εύχομαι, καθώς παρακολουθώ την Γκίζα να χάνεται κάτω από τη γαλάζια τέντα. Μ ’ έφερε μέχρι εδώ. Τώρα είναι η σειρά μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
41
ΤΕΣΣΕΡΑ Το έχω ξανακάνει χίλιες φορές, δηλαδή το να παρακολουθώ τον κόσμο όπως ο λύκος το κοπάδι με τα αρνιά. Ψάχνω να βρω τον αδύναμο, τον αργό, τον ανόητο. Μ όνο που τώρα είμαι κι εγώ λεία. Μ πορεί να επιλέξω έναν γρήγορο, που θα με πιάσει στο δευτερόλεπτο ή χειρότερα, έναν ψιθυριστή, που μπορεί να νιώσει ότι τον πλησιάζω από ένα χιλιόμετρο μακριά. Ακόμα και η τηλεπαθητική μικρή μπορεί να με νικήσει, αν τα πράγματα στραβώσουν. Πρέπει, λοιπόν, να είμαι ταχύτερη από κάθε άλλη φορά, εξυπνότερη από κάθε άλλη φορά και, το σπουδαιότερο, πιο τυχερή από κάθε άλλη φορά. Είναι να τρελαίνεσαι. Ευτυχώς, κανείς δε δίνει σημασία σε άλλη μια Κόκκινη υπηρέτρια, σε άλλο ένα ζωύφιο που τριγυρίζει στα πόδια των θεών. Κατευθύνομαι πάλι στην πλατεία, με τα χέρια κρεμασμένα χαλαρά στο πλάι, αλλά έτοιμα για δράση. Συνήθως αυτός είναι ο χορός μου, να περπατάω μέσα στο πιο πυκνό πλήθος και να αφήνω τα χέρια μου ν’ αρπάζουν πορτοφόλια και ν’ αδειάζουν τσέπες, όπως οι ιστοί της αράχνης πιάνουν τις μύγες. Δεν είμαι αρκετά ανόητη να το δοκιμάσω αυτό εδώ. Αντίθετα, ακολουθώ τον κόσμο γύρω από την πλατεία. Δεν είμαι τυφλωμένη πια από το φανταστικό περιβάλλον, αλλά κοιτάζω πέρα από αυτό, τις ρωγμές στην πέτρα και τις μαύρες στολές των ανδρών της
42
VICTORIA AVEYARD
Ασφάλειας σε κάθε σκιά. Ο απίστευτος κόσμος των Ασημένιων γίνεται πολύ πιο ευκρινής. Οι Ασημένιοι μόλις που κοιτούν ο ένας τον άλλο και δε χαμογελούν ποτέ. Η τηλεπαθητική μικρή ταΐζει βαριεστημένα το παράξενο ζώο και οι έμποροι δεν παζαρεύουν. Μ όνο οι Κόκκινοι μοιάζουν ζωντανοί, έτσι καθώς τριγυρίζουν ανάμεσα στους αργοκίνητους άντρες και γυναίκες της καλύτερης ζωής. Παρά τη ζέστη, τον ήλιο, τις ζωηρόχρωμες παντιέρες, δεν έχω ξαναδεί μέρος τόσο ψυχρό. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι οι μαύρες βιντεοκάμερες που είναι κρυμμένες μέσα στις μαρκίζες και στα δρομάκια. Στο χωριό υπάρχουν ελάχιστες, μόνο στο φυλάκιο της Ασφάλειας και στην αρένα, αλλά εδώ στην αγορά είναι παντού. Τις ακούω μάλιστα να βουίζουν σαν να μου θυμίζουν συνεχώς πως κάποιος παρακολουθεί εδώ. Ο ανθρώπινος χείμαρρος με παρασύρει στην κεντρική λεωφόρο, προσπερνώντας ταβέρνες και καφενεία. Μ ερικοί Ασημένιοι κάθονται σε υπαίθρια μπαρ και βλέπουν τον κόσμο που περνάει καθώς απολαμβάνουν τα πρωινά ποτά τους. Κάποιοι παρακολουθούν βιντεοθόνες φωλιασμένες μέσα σε τοίχους ή κρεμασμένες από καμάρες. Η καθεμιά παίζει κάτι διαφορετικό, από παλιούς αγώνες μέχρι νέα έγχρωμα προγράμματα που δεν καταλαβαίνω, όλα ανακατωμένα μες στο κεφάλι μου. Τα διαπεραστικά ουρλιαχτά από τις οθόνες, ο μακρινός στατικός ήχος, κάνει τα αυτιά μου να βουίζουν. Πώς μπορούν και το αντέχουν αυτό, δεν ξέρω. Αλλά οι Ασημένιοι δεν κουνάνε ούτε βλέφαρο στα βίντεο, τα αγνοούν σχεδόν εντελώς. Το ίδιο το Μ έλαθρον ρίχνει μια γυαλιστερή σκιά επάνω μου και πιάνω τον εαυτό μου να το κοιτάει με ανόητο δέος πάλι. Και τότε ένα βουητό με αποσπάει από αυτό. Στην αρχή ακούγεται σαν τον ήχο που χρησιμοποιούν στην αρένα για να αρχίσει ένας Άθλος, αλλά τούτος εδώ είναι διαφορετικός. Σιγανός και πιο επίσημος κατά κάποιον τρόπο. Χωρίς να το σκεφτώ, γυρνώ προς τον θόρυβο. Στο γειτονικό μπαρ, όλες οι οθόνες δείχνουν την ίδια εκπομπή.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
43
Δεν πρόκειται για βασιλικό διάγγελμα, αλλά για δελτίο ειδήσεων. Και οι Ασημένιοι σταματούν για να παρακολουθήσουν μέσα σε απόλυτη σιωπή. Όταν το βουητό σταματά, αρχίζει το δελτίο. Μ ια χαζή ξανθιά, Ασημένια χωρίς αμφιβολία, εμφανίζεται στην οθόνη. Διαβάζει από ένα κομμάτι χαρτί και φαίνεται τρομαγμένη. «Ασημένιοι της Νόρτας, ζητάμε συγγνώμη για τη διακοπή. Πριν από δεκατρία λεπτά έγινε μια τρομοκρατική επίθεση στην πρωτεύουσα». Οι Ασημένιοι γύρω μου αφήνουν ένα βογκητό που μετατρέπεται σε έντρομα μουρμουρητά. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Τρομοκρατική επίθεση; Στους Ασημένιους; Είναι ποτέ δυνατόν; «Ήταν μια οργανωμένη βομβιστική επίθεση κατά κυβερνητικών κτιρίων στο Δυτικό Αρχαίον. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Βασιλική Αυλή, το Θησαυροφυλάκιο και το Παλάτι της Λευκής Φωτιάς έπαθαν ζημιές, αλλά η αυλή και το δημόσιο ταμείο δεν είχαν συνεδρίαση σήμερα το πρωί». Η εικόνα αλλάζει και παρουσιάζει ένα κτίριο που καίγεται. Άνδρες της Ασφάλειας βγάζουν έξω τους ανθρώπους, ενώ υδροφόροι ρίχνουν νερό στις φλόγες. Θεραπευτές, με ένα μαύρο και κόκκινο σταυρό στο μπράτσο, πηγαινοέρχονται ανάμεσά τους. «Η βασιλική οικογένεια δεν ήταν στη Λευκή Φωτιά και δεν υπάρχουν αναφορές για θύματα έως τώρα. Ο βασιλιάς Τιβέριας αναμένεται να απευθύνει διάγγελμα στο έθνος σε μία ώρα». Ένας Ασημένιος δίπλα μου σφίγγει τη γροθιά του και την κοπανάει πάνω στο μπαρ, δημιουργώντας ραγίσματα σαν τον ιστό της αράχνης στην πέτρινη συμπαγή επιφάνεια. Ένας χεροδύναμος. «Οι Λιμνιώτες είναι! Χάνουν τον βορρά και έρχονται στον νότο για να μας τρομάξουν!» Κάποιοι συντάσσονται μαζί του και καταριούνται τους Λιμνιώτες. «Πρέπει να τους εξαφανίσουμε, να τους απωθήσουμε μέχρι το Λιβάδι!» φωνάζει ένας άλλος Ασημένιος. Πολλοί ζητωκραυγάζουν ακούγοντας τα λόγια του. Χρειάζεται να βάλω
44
VICTORIA AVEYARD
όλη μου τη δύναμη για να μην ξεσπάσω εναντίον αυτών των δειλών που δε θα δουν ποτέ την πρώτη γραμμή του μετώπου ούτε θα στείλουν τα παιδιά τους να πολεμήσουν. Ο Ασημένιος πόλεμός τους πληρώνεται με Κόκκινο αίμα. Όσο πιο πολλές σκηνές από τον τόπο της έκρηξης παρουσιάζονται, δείχνοντας τη μαρμάρινη πρόσοψη της βασιλικής αυλής που μετατράπηκε σε σκόνη ή ένα τείχος από διαμαντόγυαλο που άντεξε σε ένα βλήμα, ένα κομμάτι μου είναι ευτυχισμένο. Οι Ασημένιοι δεν είναι αήττητοι. Έχουν εχθρούς, εχθρούς που μπορούν να τους κάνουν κακό, και για μια φορά, δεν κρύβονται πίσω από την Κόκκινη ασπίδα. Η εκφωνήτρια επιστρέφει ακόμα πιο χλομή. Κάποιος της ψιθυρίζει κάτι εκτός οθόνης και εκείνη κοιτάζει τις σημειώσεις της, με τρεμάμενα χέρια. «Φαίνεται πως μια οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για τη βομβιστική επίθεση στο Αρχαίον» λέει, κομπιάζοντας λιγάκι. Οι φωνές των αντρών σταματούν αμέσως, ανυπομονούν ν’ ακούσουν τα λόγια από την οθόνη. «Μ ια ομάδα τρομοκρατών που αυτοαποκαλούνται Ερυθρά Φρουρά μετέδωσε αυτό το βίντεο πριν από λίγο». «Η Ερυθρά Φρουρά;» «Τι στα κομμάτια…» «Μ ήπως είναι κανένα κόλπο;» Κι άλλες ερωτήσεις που φανερώνουν σύγχυση ακούγονται γύρω από το μπαρ. Κανείς δεν έχει ξανακούσει για την Ερυθρά Φρουρά. Έχω ακούσει όμως εγώ. Έτσι αποκάλεσε τον εαυτό της η Φάρλεϊ. Τον εαυτό της και τον Γουίλ. Αλλά είναι λαθρέμποροι, και οι δύο, όχι τρομοκράτες ή βομβιστές ή ό,τι άλλο μπορεί να πει το δελτίο ειδήσεων. Είναι σύμπτωση, δεν μπορεί να είναι αυτοί. Στην οθόνη, εμφανίζεται ένα φοβερό θέαμα. Μ ια γυναίκα στέκεται μπροστά σε μια τρεμάμενη κάμερα, με ένα κόκκινο μαντίλι δεμένο γύρω από το πρόσωπό της ώστε να φαίνονται μόνο τα πανέξυπνα, αστραφτερά γαλάζια μάτια της. Κρατάει όπλο στο ένα χέρι και μια κουρελιασμένη κόκκινη σημαία στο άλλο. Και πάνω στο στήθος της, υπάρχει ένα χάλκινο σήμα στο σχήμα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
45
ενός ήλιου χωρισμένου στη μέση. «Είμαστε η Ερυθρά Φρουρά και αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και την ισότητα όλων των ανθρώπων…» λέει η γυναίκα. Αναγνωρίζω τη φωνή της. Η Φάρλεϊ. «… αρχίζοντας από τους Κόκκινους». Δε χρειάζεται να είμαι ιδιοφυΐα για να ξέρω ότι ένα μπαρ γεμάτο εξαγριωμένους, βίαιους Ασημένιους είναι το τελευταίο μέρος όπου θα ήθελε να βρίσκεται ένα Κόκκινο κορίτσι. Αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το πρόσωπο της Φάρλεϊ. «Πιστεύετε ότι είστε οι αφέντες του κόσμου, αλλά η βασιλεία σας ως βασιλιάδες και θεοί φτάνει στο τέλος της. Μ έχρι να αναγνωρίσετε ότι είμαστε άνθρωποι και ισότιμοι, ο πόλεμος θα γίνεται στην πόρτα σας. Όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά στις πόλεις σας. Στους δρόμους σας. Στα σπίτια σας. Δε μας βλέπετε, κι έτσι είμαστε παντού». Η φωνή της ακούγεται επιτακτική και απόλυτα ελεγχόμενη. «Και θα ξεσηκωθούμε, Κόκκινοι σαν την αυγή». Κόκκινοι σαν την αυγή. Η προβολή των εικόνων τελειώνει και η οθόνη δείχνει πάλι τη σαχλή ξανθιά. Κραυγές πνίγουν το υπόλοιπο δελτίο, καθώς οι Ασημένιοι γύρω από το μπαρ βρίσκουν τη φωνή τους. Ουρλιάζουν για τη Φάρλεϊ, την αποκαλούν τρομοκράτισσα, δολοφόνο, Κόκκινο διάβολο. Προτού τα μάτια τους πέσουν επάνω μου, οπισθοχωρώ και βγαίνω στον δρόμο. Αλλά σε όλο το μήκος της λεωφόρου, από την πλατεία ως το Μ έλαθρον, Ασημένιοι βγαίνουν εξαγριωμένοι από τα μπαρ και τα καφενεία. Προσπαθώ να βγάλω την κόκκινη ταινία γύρω από τον καρπό μου, αλλά αυτή η βλακεία κρατάει γερά. Άλλοι Κόκκινοι εξαφανίζονται μέσα σε δρομάκια και εισόδους σπιτιών, προσπαθώντας να το σκάσουν, και είμαι αρκετά έξυπνη ώστε να τους ακολουθήσω. Τη στιγμή που βρίσκομαι σε ένα σοκάκι, αρχίζει το ουρλιαχτό.
46
VICTORIA AVEYARD
Αντίθετα από αυτό που μου υπαγορεύει το ένστικτό μου, κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου και βλέπω έναν Ασημένιο να σηκώνει έναν Κόκκινο άντρα από τον σβέρκο. Εκείνος παρακαλάει τον Ασημένιο που του έχει επιτεθεί, τον ικετεύει. «Σε παρακαλώ, δεν ξέρω, δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι!» «Τι είναι η Ερυθρά Φρουρά;» ουρλιάζει ο Ασημένιος στα μούτρα του. Τον αναγνωρίζω αμέσως, είναι ένας από τους υδροφόρους που έπαιζαν με τα παιδιά πριν από μισή ώρα περίπου. «Ποιοι είναι;» Προτού μπορέσει να απαντήσει ο φτωχός Κόκκινος, ένας υδάτινος όγκος τον χτυπάει στο πρόσωπο. Ο υδροφόρος σηκώνει το χέρι και το νερό τον περιλούζει πάλι. Ασημένιοι στέκουν ολόγυρά τους, γιουχάροντας τον ένα και επευφημώντας τον άλλο. Ο Κόκκινος πετάει σάλια και βαριανασαίνει, πασχίζοντας να βρει την αναπνοή του. Φωνάζει ότι είναι αθώος, κάθε φορά που μπορεί, αλλά το νερό εξακολουθεί να έρχεται. Ο υδροφόρος, με μάτια γουρλωμένα από το μίσος, δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι ότι θα σταματήσει. Τραβάει νερό από το σιντριβάνι, από κάθε ποτήρι και του το ρίχνει ξανά και ξανά. Τον πνίγουν. Η γαλάζια τέντα γίνεται ο φάρος μου. Μ ε οδηγεί μες στους δρόμους όπου επικρατεί πανικός, καθώς προσπαθώ ν’ αποφύγω τόσο τους Ασημένιους όσο και τους Κόκκινους. Συνήθως το χάος είναι ο καλύτερός μου φίλος, γιατί κάνει τη δουλειά μου ως κλέφτρας ευκολότερη. Κανείς δεν παρατηρεί ένα πουγκί που λείπει όταν τρέχει για να ξεφύγει από τον όχλο. Όμως ο Κίλορν και οι δύο χιλιάδες κορόνες δεν είναι πλέον η προτεραιότητά μου. Το μόνο που σκέφτομαι είναι να πάρω την Γκίζα και να φύγουμε από αυτή την πόλη που σίγουρα θα γίνει φυλακή. Αν κλείσουν τις πύλες… Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι ότι μπορεί να κολλήσω εδώ, παγιδευμένη πίσω από το γυαλί, ενώ η ελευθερία είναι πολύ κοντά. Οι άνδρες της Ασφάλειας τρέχουν πέρα δώθε στον δρόμο –
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
47
δεν ξέρουν τι να κάνουν ή ποιον να προστατέψουν. Μ ερικοί περικυκλώνουν Κόκκινους και τους αναγκάζουν να γονατίσουν. Αυτοί τρέμουν και ικετεύουν, επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι δεν ξέρουν τίποτα. Είμαι πρόθυμη να στοιχηματίσω ότι είμαι η μόνη σε ολόκληρη την πόλη που έχει ακούσει κάτι για την Ερυθρά Φρουρά μέχρι σήμερα. Ένα νέο ρίγος φόβου με διαπερνάει. Αν με συλλάβουν, αν τους πω έστω αυτά τα λίγα που ξέρω – τι θα κάνουν στην οικογένειά μου; Στον Κίλορν; Στα Ξυλόβαθρα; Δε θα με πιάσουν. Χρησιμοποιώντας τους πάγκους για να κρυφτώ, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Η κεντρική οδός είναι πολεμική ζώνη, αλλά εγώ κοιτάζω κατευθείαν μπροστά στη γαλάζια τέντα πέρα από την πλατεία. Προσπερνώ το κοσμηματοπωλείο και κόβω ταχύτητα. Ένα μόνο κομμάτι θα μπορούσε να σώσει τον Κίλορν. Αλλά όταν σταματώ για ένα δευτερόλεπτο, μια βροχή από γυαλιά με χτυπάει στο πρόσωπο. Στον δρόμο, ένας τηλεπαθητικός έχει τα μάτια καρφωμένα επάνω μου και με σημαδεύει πάλι. Δεν του δίνω την ευκαιρία και απομακρύνομαι γρήγορα, γλιστρώντας κάτω από παραπετάσματα, πάγκους και απλωμένα χέρια, ώσπου βρίσκομαι πάλι στην πλατεία. Προτού το καταλάβω, νερό τυλίγεται γύρω από τα πόδια μου καθώς περνώ από το σιντριβάνι. Ένα οργισμένο γαλάζιο κύμα με χτυπάει από το πλάι και με ρίχνει στο αφρισμένο νερό. Δεν είναι βαθιά, ούτε εξήντα πόντοι από τον πυθμένα, αλλά το νερό είναι βαρύ σαν μολύβι. Δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να κολυμπήσω, δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Μ ετά βίας σκέφτομαι. Το μυαλό μου μπορεί να ουρλιάζει μόνο υδροφόρος και θυμάμαι τον καημένο τον Κόκκινο στη λεωφόρο, που πνίγηκε σε εξήντα πόντους νερό. Το κεφάλι μου χτυπάει στον πέτρινο πυθμένα και βλέπω αστέρια, σπίθες, προτού καθαρίσει η όρασή μου. Κάθε πόντο του κορμιού μου θαρρείς και τον διαπερνά ηλεκτρισμός. Το νερό στροβιλίζεται γύρω μου, κανονικά πάλι, και ανεβαίνω στην επιφάνεια του σιντριβανιού. Ο αέρας ξαναγεμίζει τα πνευμόνια
48
VICTORIA AVEYARD
μου, καίγοντας τον λαιμό και τη μύτη μου, αλλά δεν με νοιάζει. Είμαι ζωντανή. Μ ικρά, δυνατά χέρια με αρπάζουν από τον γιακά και προσπαθούν να με τραβήξουν από το σιντριβάνι. Η Γκίζα. Τινάζω τα πόδια και πέφτουμε στο έδαφος μαζί. Η Γκίζα τρέχει ήδη μπροστά, προς την Πύλη του Κήπου. «Πολύ έξυπνο από μέρους σου» φωνάζει πάνω από τον ώμο της. Δεν κρατιέμαι και κοιτάζω πίσω στην πλατεία, καθώς την ακολουθώ. Ο όχλος των Ασημένιων ξεχύνεται. Ψάχνουν ανάμεσα στους πάγκους σαν αδηφάγοι λύκοι. Οι λιγοστοί Κόκκινοι που έχουν ξεμείνει πίσω πέφτουν στο έδαφος και ικετεύουν για έλεος. Και στο σιντριβάνι από όπου ξέφυγα πριν από λίγο, ένας άντρας με πορτοκαλιά μαλλιά επιπλέει μπρούμυτα. Τρέμω ολόκληρη, κάθε νεύρο του σώματός μου έχει πάρει φωτιά καθώς τρέχουμε προς την πύλη. Η Γκίζα με πιάνει από το χέρι και προχωράμε ανάμεσα στο πλήθος. «Δεκάξι χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι» μουρμουρίζει η Γκίζα. «Πήρες αυτό που ήθελες;» Η ντροπή μου είναι τόσο μεγάλη που με συντρίβει, καθώς κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Δεν πρόλαβα. Μ όλις είχα αρχίσει να κατηφορίζω τη λεωφόρο όταν μαθεύτηκε η είδηση της τρομοκρατικής επίθεσης. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Η Γκίζα κατεβάζει το κεφάλι, κατσουφιασμένη. «Κάτι θα σκεφτούμε» λέει, με φωνή το ίδιο απελπισμένη μ’ εμένα. Όμως η πύλη διακρίνεται μπροστά, πλησιάζει όλο και πιο πολύ κάθε στιγμή που περνά. Τρόμος με κυριεύει. Από τη στιγμή που θα την περάσουμε, από τη στιγμή που θα φύγω, ο Κίλορν είναι χαμένος πραγματικά. Και νομίζω ότι γι’ αυτό τον λόγο το κάνει. Πριν προλάβω να τη σταματήσω, να την αρπάξω ή να την απομακρύνω, το έξυπνο χέρι της Γκίζας τρυπώνει στον σάκο κάποιου. Όχι κάποιου τυχαίου, αλλά ενός Ασημένιου που το σκάει. Ένας Ασημένιος με σκούρα γκρίζα μάτια σαν μολύβι, δυνατή μύτη και τετράγωνους ώμους που φωνάζουν από μακριά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
49
«μην μπλέξεις μαζί μου». Η Γκίζα μπορεί να είναι καλλιτέχνης στη βελόνα και στην κλωστή, αλλά δεν είναι πορτοφολού. Του παίρνει μόνο ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβει τι συμβαίνει. Και μετά κάποιος σηκώνει την Γκίζα ψηλά. Είναι ο ίδιος Ασημένιος. Υπάρχουν δύο από δαύτους. Δίδυμοι; «Καθόλου φρόνιμο από μέρους σου ν’ αρχίσεις να βάζεις χέρι στις τσέπες των Ασημένιων αυτή τη στιγμή» λένε οι δίδυμοι ταυτόχρονα. Και μετά γίνονται τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, και μας περικυκλώνουν μες στο πλήθος. Έχει πολλαπλασιαστεί. Είναι ένας κλωνοποιός. Κάνουν το κεφάλι μου να γυρίζει. «Δεν ήθελε να σας κάνει κακό, ένα ανόητο παιδί είναι μόνο…» «Ένα ανόητο παιδί είμαι μόνο!» ουρλιάζει η Γκίζα, ενώ παλεύει να ξεφύγει από τον τύπο που την κρατά. Γελούν όλοι μαζί, με τρομακτικό θόρυβο. Πέφτω πάνω στην Γκίζα και προσπαθώ να την απομακρύνω, αλλά ένας από αυτούς με σπρώχνει και με ρίχνει κάτω. Το πέσιμο πάνω στον σκληρό λίθινο δρόμο μού κόβει την ανάσα. Κι ενώ προσπαθώ να βρω την αναπνοή μου, βλέπω ανίσχυρη έναν άλλο δίδυμο να βάζει το πόδι του πάνω στο στομάχι μου, ακινητοποιώντας με. «Σας παρακαλώ…» λέω με δυσκολία, αλλά κανείς δε μ’ ακούει πια. Το βουητό στο κεφάλι μου μεγαλώνει καθώς κάθε κάμερα γυρίζει προς το μέρος μας. Νιώθω πάλι ηλεκτρισμένη, αυτή τη φορά από φόβο για την αδελφή μου. Ένας άνδρας της Ασφάλειας, αυτός που μας είχε αφήσει το πρωί να μπούμε μέσα, πλησιάζει με το όπλο στο χέρι. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» γρυλίζει, κοιτάζοντας γύρω του τους όμοιους Ασημένιους. Τότε εκείνοι ενσωματώνονται σιγά σιγά ώσπου μένουν μόνο δύο: ο ένας κρατάει την Γκίζα και ο άλλος εμένα, καρφωμένη στο έδαφος. «Είναι κλέφτρα» λέει ο ένας, ταρακουνώντας την αδελφή μου. Για το καλό της, δεν ουρλιάζει. Ο φύλακας την αναγνωρίζει και
50
VICTORIA AVEYARD
το σκληρό πρόσωπό του σκυθρωπιάζει για μια στιγμή. «Ξέρεις τον νόμο, μικρή». Η Γκίζα κατεβάζει το κεφάλι. «Ξέρω τον νόμο». Παλεύω με όλες μου τις δυνάμεις∙ προσπαθώ να σταματήσω αυτό που πρόκειται να γίνει. Ακούγεται θρυμμάτισμα γυαλιού, καθώς μια κοντινή οθόνη ραγίζει και πετάει σπίθες, λόγω της αναταραχής. Όμως δε σταματάει τον άντρα που αρπάζει την αδελφή μου και τη σπρώχνει στο έδαφος. Ουρλιάζω και η φωνή μου ενώνεται με τον πάταγο του χάους. «Εγώ ήμουν! Δική μου ιδέα ήταν! Εμένα τιμωρήστε!» Όμως δεν ακούνε. Δε νοιάζονται. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παρακολουθώ τον άνδρα της Ασφάλειας καθώς ξαπλώνει την Γκίζα δίπλα μου. Τα μάτια της είναι καρφωμένα στα δικά μου, τη στιγμή που εκείνος χαμηλώνει την κάννη του όπλου του και τσακίζει τα κόκαλα του χεριού της με το οποίο ράβει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
51
ΠΕΝΤΕ Ο Κίλορν θα με βρει όπου κι αν κρυφτώ, έτσι συνεχίζω τον δρόμο μου. Τρέχω λες και θα ξεπεράσω αυτό που έκανα στην Γκίζα, την απογοήτευση που έδωσα στον Κίλορν, που κατέστρεψα τα πάντα. Ούτε το βλέμμα της μητέρας μου, όταν πήγα την Γκίζα στην πόρτα, μπορώ να ξεπεράσω. Είδα τη σκιά της απελπισίας στο πρόσωπό της και έφυγα τρέχοντας προτού φανεί ο πατέρας μου. Δεν μπορούσα να τους αντιμετωπίσω και τους δύο. Είμαι μια δειλή. Έτσι τρέχω, μέχρι να πάψω να σκέφτομαι, μέχρι να σβήσει κάθε κακή ανάμνηση, μέχρι να νιώσω τους μυς μου να καίγονται. Λέω ακόμα στον εαυτό μου ότι τα δάκρυα στα μάγουλά μου είναι απλώς βροχή. Όταν μειώνω ταχύτητα, τελικά, για να βρω την αναπνοή μου, είμαι έξω από το χωριό, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω σ’ εκείνο τον φοβερό βόρειο δρόμο. Φώτα διακρίνονται μέσα από τα δέντρα στη στροφή. Είναι τα φώτα ενός πανδοχείου∙ ένα από τα πολλά που υπάρχουν στους παλιούς δρόμους. Βρίθει από κόσμο, όπως κάθε καλοκαίρι. Είναι γεμάτο υπηρέτες και εποχιακούς εργάτες που ακολουθούν τη βασιλική αυλή. Δεν κατοικούν στα Ξυλόβαθρα, δεν ξέρουν το πρόσωπό μου, έτσι είναι εύκολη λεία
52
VICTORIA AVEYARD
για μια πορτοφολού. Αυτό το κάνω κάθε καλοκαίρι, αλλά ο Κίλορν είναι πάντα μαζί μου. Χαμογελάει καθώς πίνει το ποτό του και με παρακολουθεί να δουλεύω. Μάλλον δε θα βλέπω για πολύ ακόμα το χαμόγελό του. Δυνατά γέλια ακούγονται καθώς μερικοί άντρες βγαίνουν παραπατώντας από το πανδοχείο, μεθυσμένοι και ευτυχισμένοι. Τα πουγκιά τους είναι βαριά από την πληρωμή της ημέρας. Ασημένιο χρήμα, επειδή υπηρέτησαν, χαμογέλασαν και υποκλίθηκαν σε τέρατα ντυμένα σαν άρχοντες. Έκανα τόση ζημιά σήμερα, έδωσα τόσο πόνο σ’ αυτούς που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο! Θα έπρεπε να κάνω στροφή και να πάω σπίτι, να τους αντιμετωπίσω όλους με λίγο θάρρος τουλάχιστον. Όμως εγώ κρύβομαι στις σκιές του πανδοχείου, ευχαριστημένη που είμαι στο σκοτάδι. Φαίνεται ότι είμαι καλή μόνο στο να προκαλώ πόνο. Δε μου παίρνει πολύ να γεμίσω τις τσέπες του πανωφοριού μου. Οι μεθυσμένοι βγαίνουν έξω κάθε τρεις και λίγο και τρυπώνω ανάμεσά τους, με ένα χαμόγελο στα χείλη για να κρύψω τα χέρια μου. Κανείς δεν το παρατηρεί, κανείς δε δίνει σημασία, όταν εξαφανίζομαι πάλι. Είμαι μια σκιά και κανείς δε θυμάται τις σκιές. Τα μεσάνυχτα έρχονται και παρέρχονται κι εγώ είμαι ακόμα εδώ, περιμένοντας. Το φεγγάρι από πάνω μου είναι μια λαμπερή υπενθύμιση για το πόση ώρα λείπω. Μία τελευταία τσέπη, μονολογώ. Άλλη μία και φεύγω. Αυτό το λέω εδώ και μία ώρα. Δεν το σκέφτομαι όταν ο επόμενος πελάτης βγαίνει έξω. Κοιτάζει τον ουρανό και δε με προσέχει. Είναι πολύ εύκολο ν’ απλώσω το χέρι, πολύ εύκολο να βάλω το δάχτυλο γύρω από τους σπάγκους του πουγκιού του. Θα έπρεπε να ξέρω πια ότι τίποτε εδώ δεν είναι εύκολο, αλλά η εξέγερση και τα απλανή μάτια της Γκίζας με κάνουν να φέρομαι ανόητα από τη θλίψη. Το χέρι του κλείνει γύρω από τον καρπό μου. Η λαβή του είναι δυνατή και παράξενα ζεστή καθώς με τραβάει και με βγάζει από τη σκιά. Προσπαθώ ν’ αντισταθώ και να το βάλω στα πόδια, αλλά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
53
είναι πολύ δυνατός. Όταν γυρίζει, η φωτιά στα μάτια του με τρομάζει, είναι ο ίδιος φόβος που ένιωσα σήμερα το πρωί. Όμως καλωσορίζω οποιαδήποτε τιμωρία μπορεί να διατάξει. Την αξίζω. «Κλέφτρα» λέει και η φωνή του δείχνει μια παράξενη έκπληξη. Τον κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια, καταπολεμώντας την ανάγκη να γελάσω. Δεν έχω καν τη δύναμη να διαμαρτυρηθώ. «Προφανώς». Μ ε κοιτάζει καλά καλά, με εξετάζει από το πρόσωπο ίσαμε τις φθαρμένες μπότες μου. Αυτό με κάνει να στριφογυρίσω. Ύστερα από αρκετή ώρα, αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό και με αφήνει να φύγω. Τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. Όταν ένα ασημένιο νόμισμα στριφογυρίζει στον αέρα, ίσα που έχω το μυαλό να το πιάσω. Ένας τετράρχης. Ένα ασημένιο νόμισμα που αξίζει μία ολόκληρη κορόνα. Αξίζει περισσότερο από όλες τις κλεμμένες πένες στις τσέπες μου. «Αυτό νομίζω ότι είναι παραπάνω από αρκετό για να τα βγάλεις πέρα» λέει πριν προλάβω ν’ απαντήσω. Στο φως του πανδοχείου, τα λαμπερά του μάτια φαντάζουν χρυσοκόκκινα, το χρώμα της ζεστασιάς. Τα χρόνια που πέρασα παρατηρώντας τους ανθρώπους δε με προδίδουν, ακόμα και τώρα. Τα μαύρα μαλλιά του είναι πολύ γυαλιστερά, το δέρμα του πολύ χλομό για να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από υπηρέτης. Όμως η κορμοστασιά του παραπέμπει πιότερο σε ξυλοκόπο, έτσι με τους φαρδιούς του ώμους και τα δυνατά του πόδια. Είναι πολύ νέος, λίγο μεγαλύτερος από μένα, αλλά όχι και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του όπως θα έπρεπε να είναι κάθε δεκαεννιάχρονος ή εικοσάχρονος. Θα έπρεπε να του φιλήσω τις μπότες που με άφησε να φύγω και μου έδωσε ένα τέτοιο δώρο, αλλά η περιέργειά μου υπερισχύει. Πάντα αυτό γίνεται. «Γιατί;» Η λέξη ακούγεται σκληρή και άγρια. Ύστερα από μια μέρα σαν αυτή, πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Η ερώτηση τον ξαφνιάζει και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Το χρειάζεσαι πιο πολύ από μένα». Θέλω να του πετάξω το νόμισμα στα μούτρα, να του πω ότι
54
VICTORIA AVEYARD
μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου, αλλά ένα κομμάτι μου ξέρει καλύτερα. Δε σου δίδαξε τίποτα η σημερινή μέρα; «Ευχαριστώ» λέω μέσα από τα δόντια μου. Εκείνος γελάει με τον τρόπο που του έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. «Μ ην πληγώνεις τον εαυτό σου». Ύστερα γυρίζει και κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. Είναι ο πιο παράξενος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. «Μ ένεις στο χωριό, έτσι δεν είναι;» «Ναι» απαντώ και του δείχνω τον εαυτό μου. Μ ’ αυτά τα ξεθωριασμένα μαλλιά, τα βρόμικα ρούχα και τα ηττημένα μάτια, τι άλλο θα μπορούσα να είμαι; Εκείνος είναι το εντελώς αντίθετο∙ το πουκάμισό του είναι ωραίο και καθαρό και τα παπούτσια του μαλακά, από δέρμα που γυαλοκοπάει. Δείχνει αμήχανος κάτω από το βλέμμα μου και παίζει με τον γιακά του. Τον κάνω νευρικό. Είναι χλομός κάτω από το σεληνόφως, αλλά τα μάτια του πετούν σαϊτιές. «Το απολαμβάνεις;» με ρωτάει ξαφνικά. «Που ζεις εδώ;» Η ερώτησή του με κάνει σχεδόν να γελάσω, αλλά δε φαίνεται να χωρατεύει. «Υπάρχει κανείς που το απολαμβάνει;» απαντώ τελικά, ενώ αναρωτιέμαι τι ρόλο παίζει. Αλλά αντί να απαντήσει γρήγορα και να με αποπάρει όπως θα έκανε ο Κίλορν, εκείνος σωπαίνει. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Γυρίζεις στο χωριό;» λέει ξαφνικά, δείχνοντας κάτω τον δρόμο. «Γιατί, φοβάσαι το σκοτάδι;» λέω με αργή, λιγωμένη φωνή, καθώς διπλώνω τα χέρια πάνω στο στήθος μου. Μ έσα μου βαθιά, ωστόσο, αναρωτιέμαι μήπως θα έπρεπε να φοβάμαι. Είναι δυνατός, είναι γρήγορος και είσαι ολομόναχη εδώ πέρα. Το χαμόγελο επιστρέφει στα χείλη του και η ανακούφιση που με κάνει να νιώσω είναι ανησυχητική. «Όχι, αλλά θέλω να είμαι σίγουρος ότι θα κρατήσεις κοντά τα χέρια σου για το υπόλοιπο βράδυ. Μ πορώ να σε πάω μέχρι το σπίτι σου; Μ ’ αυτή την ευκαιρία, να σου συστηθώ, είμαι ο Καλ» προσθέτει και απλώνει το χέρι του για χειραψία. Δεν το πιάνω. Θυμάμαι πόσο έκαιγε το δέρμα του. Αντί γι’ αυτό, αρχίζω να κατηφορίζω τον δρόμο με γρήγορα και αθόρυβα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
55
βήματα. «Μ άρε Μ πάροου» του λέω πάνω από τον ώμο μου. Δε χρειάζεται πολύ για να με προλάβει. «Είσαι πάντα τόσο ευχάριστη;» λέει για να με τσιγκλίσει. Για κάποιο λόγο, νιώθω σαν πειραματόζωο. Όμως το παγωμένο ασήμι στη χούφτα μου με κρατάει ήρεμη και μου θυμίζει τι άλλο έχει στις τσέπες του. Ασήμι για τη Φάρλεϊ. Ό,τι πρέπει. «Οι άρχοντες πρέπει να σε πληρώνουν καλά για να κουβαλάς ολόκληρες κορόνες» απαντώ, ελπίζοντας να τον τρομάξω και να μη συνεχίσει αυτή την κουβέντα. Το κόλπο πιάνει μια χαρά και κάνει πίσω. «Έχω καλή δουλειά» εξηγεί, προσπαθώντας ν’ αποφύγει την ερώτηση. «Μ α τότε είσαι ένας από μας». «Κι εσύ είσαι…» «Δεκαεφτά» τελειώνω τη φράση του. «Έχω λίγο καιρό ακόμα μέχρι να στρατολογηθώ». Τα μάτια του στενεύουν, τα χείλη του γίνονται μια απειλητική γραμμή. Κάτι σκληρό έρπει στη φωνή του, τα λόγια του ηχούν κοφτερά. «Πόσο καιρό;» «Όλο και λιγότερο κάθε μέρα». Καθώς λέω αυτή τη φράση δυνατά, νιώθω μέσα μου έναν πόνο. Και ο Κίλορν λιγότερο από μένα. Τα λόγια του σβήνουν και με κοιτάζει πάλι∙ με παρατηρεί καθώς περπατάμε μες στο δάσος. Σκέφτεται. «Και δεν υπάρχουν δουλειές» μουρμουρίζει, μάλλον στον εαυτό του παρά σε μένα. «Δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγεις τη στράτευση». Η ταραχή του με μπερδεύει. «Ίσως τα πράγματα να είναι καλύτερα στον τόπο σου». «Κι έτσι κλέβεις». Κλέβω. «Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω» μου ξεφεύγει. Θυμάμαι πάλι ότι είμαι καλή στο να προκαλώ πόνο. «Η αδελφή μου πάντως έχει δουλειά». Αυτή η φράση γλιστράει από τα χείλη μου προτού θυμηθώ – Όχι, δεν έχει. Όχι πια. Εξαιτίας σου. Ο Καλ με βλέπει που παλεύω με τις λέξεις και αναρωτιέμαι αν
56
VICTORIA AVEYARD
πρέπει να διορθώσω ή όχι τον εαυτό μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω κατευθείαν μπροστά, να κρατιέμαι για να μη λυγίσω μπροστά σε έναν εντελώς άγνωστο άντρα. Όμως πρέπει να κατάλαβε τι προσπαθώ να κρύψω. «Ήσουν στο Μ έλαθρον σήμερα;» Νομίζω ότι ξέρει ήδη την απάντηση. «Οι εξεγέρσεις ήταν κάτι το φοβερό». «Ήταν». Οι λέξεις βγαίνουν πνιχτά από το στόμα μου. «Μ ήπως εσύ…» με πιέζει με τον πιο ήσυχο, ήρεμο τρόπο. Είναι σαν να ανοίγεις μια τρύπα σε έναν υδατοφράκτη και όλα ξεχύνονται έξω. Δεν μπορούσα να σταματήσω τις λέξεις και να το ήθελα ακόμα. Δεν αναφέρω τη Φάρλεϊ ή την Ερυθρά Φρουρά, ούτε τον Κίλορν. Μ όνο ότι η αδελφή μου μ’ έβαλε στον Μ εγάλο Κήπο, για να με βοηθήσει να κλέψω τα χρήματα που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε. Ύστερα ήρθε το λάθος της Γκίζας, ο τραυματισμός της και τι σήμαινε για μας. Τι έκανα στην οικογένειά μου. Τι έχω κάνει, ότι απογοήτευσα τη μητέρα μου, στενοχώρησα τον πατέρα μου, κλέβοντας από ανθρώπους που τους θεωρώ ίδιους με μένα. Εδώ μες στον δρόμο, με το σκοτάδι να με περιβάλλει, λέω σε έναν ξένο πόσο απαίσια είμαι. Εκείνος δεν κάνει ερωτήσεις, ακόμα κι όταν δε βγάζει νόημα από τα λεγόμενά μου. Απλώς ακούει. «Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω» επαναλαμβάνω προτού σβήσει η φωνή μου εντελώς. Τότε με την άκρη του ματιού μου βλέπω ασήμι να γυαλίζει. Κρατάει άλλο ένα ασημένιο νόμισμα. Στο φεγγαρόφωτο, μπορώ να δω το περίγραμμα του φλεγόμενου στέμματος του βασιλιά πάνω στο μέταλλο. Όταν το βάζει στο χέρι μου, περιμένω να νιώσω πάλι τη ζεστασιά του, αλλά έχει κρυώσει. Δε θέλω τον οίκτο σου, μού ’ρχεται να ουρλιάξω, αλλά θα ήταν ανοησία. Το νόμισμα θ’ αγοράσει αυτά που δεν μπορεί η Γκίζα πια. «Λυπάμαι ειλικρινά για σένα, Μ άρε. Τα πράγματα δε θα έπρεπε να είναι έτσι».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
57
Δεν έχω καν τη δύναμη να σκυθρωπιάσω. «Υπάρχουν χειρότερες ζωές από τη δική μου. Μ η λυπάσαι για μένα». Μ ε αφήνει στις παρυφές του χωριού, κι έτσι πρέπει να διασχίσω τα σπίτια που στηρίζονται στους ξύλινους πασσάλους μόνη μου. Κάτι στη λάσπη και στις σκιές κάνει τον Καλ να μην νιώθει άνετα, και εξαφανίζεται προτού προλάβω να κοιτάξω πίσω και να ευχαριστήσω τον ξένο υπηρέτη. Το σπίτι μου είναι σιωπηλό και σκοτεινό, αλλά ακόμα κι έτσι, τρέμω από φόβο. Το πρωινό φαντάζει εκατό χρόνια μακριά, μέρος μιας άλλης ζωής, όπου ήμουν ανόητη και εγωίστρια, και ίσως λίγο ευτυχισμένη. Τώρα έχω μόνο έναν επιστρατευμένο φίλο και τα σπασμένα κόκαλα μιας αδελφής. «Δε θα έπρεπε να κάνεις τη μητέρα σου ν’ ανησυχεί έτσι» ακούγεται η φωνή του πατέρα μου πίσω από έναν ξύλινο πάσσαλο. Δεν τον έχω ξαναδεί στο έδαφος απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ. «Μ παμπά;» στριγκλίζω από έκπληξη και φόβο. «Τι κάνεις εδώ; Πώς κατάφερες να…» Εκείνος δείχνει με το μεγάλο δάχτυλο πάνω από τον ώμο του την τροχαλία που κρέμεται από το σπίτι. Τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά. «Κόπηκε το ρεύμα. Σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά» λέει, απότομα όπως πάντα. Μ ε προσπερνάει με το αναπηρικό καρότσι του και σταματάει μπροστά στο κουτί με τα καλώδια που τροφοδοτούν τη γραμμή, το οποίο είναι τοποθετημένο μέσα στο έδαφος. Κάθε σπίτι έχει από ένα για να ρυθμίζει το ηλεκτρικό φορτίο που διατηρεί τα φώτα αναμμένα. Ο μπαμπάς ασθμαίνει και με κάθε ανάσα το στήθος του κάνει δυνατό θόρυβο. Η Γκίζα μπορεί να είναι σαν κι αυτόν τώρα, το χέρι της μια μεταλλική μάζα, το μυαλό της σαλταρισμένο, όταν αναλογίζεται τι θ’ απογίνει. «Γιατί δε χρησιμοποιείς τα χαρτιά του ηλεκτρικού που σου έφερα;» Αντί για απάντηση, ο μπαμπάς βγάζει από το πουκάμισό του ένα
58
VICTORIA AVEYARD
δελτίο για το ηλεκτρικό και το βάζει μέσα στο κουτί. Κανονικά το κουτί θα έπρεπε να πάρει μπροστά, αλλά δεν γίνεται τίποτε. Είναι σπασμένο. «Δε δουλεύει» αναστενάζει ο μπαμπάς, ενώ κάθεται πίσω στην καρέκλα του. Κοιτάζουμε και οι δύο το κουτί του ηλεκτρικού, αμίλητοι, χωρίς να μπορούμε να κουνηθούμε ή να πάμε επάνω. Ο μπαμπάς το έσκασε όπως εγώ, γιατί δεν άντεχε να μείνει στο σπίτι όπου η μαμά σίγουρα θα έκλαιγε πάνω από την Γκίζα, θρηνώντας για τα χαμένα όνειρα, ενώ η αδελφή μου θα πάσχιζε να κρατήσει τα δάκρυά της. Σε μια στιγμή, χτυπάει με το χέρι του το κουτί λες κι αυτό το αναθεματισμένο πράγμα θα φέρει ξαφνικά φως, ζεστασιά και ελπίδα σ’ εμάς. Οι κινήσεις του γίνονται πιο γρήγορες, πιο απελπισμένες και τον κυριεύει θυμός. Όχι για μένα ή για την Γκίζα, αλλά για τον κόσμο. Παλιά, μας έλεγαν μυρμήγκια, Κόκκινα μυρμήγκια που καίγονται στο φως του Ασημένιου ήλιου. Κατεστραμμένοι από το μεγαλείο των άλλων, χάσαμε τη μάχη για το δικαίωμά μας να υπάρχουμε, επειδή δεν είμαστε ξεχωριστοί. Μ είναμε ίδιοι, λιμνάσαμε μέσα στα ίδια μας τα κορμιά. Ο κόσμος γύρω μας άλλαξε κι εμείς παραμείναμε ίδιοι. Τότε με κυριεύει κι εμένα ο θυμός. Καταριέμαι τη Φάρλεϊ, τον Κίλορν, τη στράτευση, ό,τι μου ’ρχεται στο μυαλό. Το μεταλλικό κουτί είναι κρύο στο άγγιγμα, έχει χάσει από ώρα τη ζεστασιά του ηλεκτρικού ρεύματος. Κάποιες δονήσεις ωστόσο ακούγονται βαθιά στον μηχανισμό, που περιμένει κάποιον να τον επαναλειτουργήσει. Προσπαθώ λοιπόν να βρω το ηλεκτρικό ρεύμα, να το επαναφέρω και να αποδείξω ότι έστω κι ένα τοσοδά πραγματάκι μπορεί να γίνει σωστά σε έναν τόσο λάθος κόσμο. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν κάτι μυτερό που κάνει το σώμα μου να τιναχτεί. Κάποιο γυμνό καλώδιο ή ένας λάθος διακόπτης, λέω στον εαυτό μου. Είναι σαν να με τσίμπησε καρφίτσα, σαν να διαπέρασε μια βελόνα τα νεύρα μου, αλλά δε νιώθω τον πόνο. Από πάνω μας, τα φώτα της βεράντας αρχίζουν ν’ ανάβουν. «Εντυπωσιακό» μουρμουρίζει ο μπαμπάς.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
59
Προχωράει με το καρότσι του στις λάσπες για να πάει στην τροχαλία. Ακολουθώ αμίλητη. Δε θέλω να μιλήσουμε για τον λόγο που φοβόμαστε κι οι δυο τόσο πολύ το μέρος που αποκαλούμε σπίτι. «Τέρμα το τρέξιμο» λέει ασθμαίνοντας, ενώ στερεώνει την αναπηρική καρέκλα στη σιδερένια ράμπα. «Τέρμα το τρέξιμο» συμφωνώ, απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό μου. Η σιδερένια ράμπα βογκάει από την ένταση, καθώς τον σηκώνει μέχρι τη βεράντα. Εγώ ανεβαίνω πιο γρήγορα από την ξύλινη σκάλα και τον περιμένω επάνω. Τον βοηθώ αμίλητη να βγει. «Αναθεματισμένο πράγμα» μουρμουρίζει ο μπαμπάς, όταν λύνουμε και την τελευταία αγκράφα. «Η μαμά θα χαρεί πολύ που βγήκες από το σπίτι». Μ ε κοιτάζει αυστηρά, καθώς μου αρπάζει το χέρι. Παρόλο που ο μπαμπάς ελάχιστα εργάζεται πια, επιδιορθώνοντας διάφορα μικροπράγματα για τα παιδιά, τα χέρια του εξακολουθούν να είναι άγρια και γεμάτα κάλους, όπως όταν επέστρεψε από το μέτωπο. Ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ. «Μ ην το πεις στη μητέρα σου». «Μ α…» «Ξέρω ότι φαντάζει σαν κάτι μηδαμινό, αλλά κάτι είναι κι αυτό. Θα πει ότι είναι ένα μικρό βήμα προς ένα μεγάλο ταξίδι, καταλαβαίνεις; Πρώτα, θα βγαίνω από το σπίτι τη νύχτα, μετά την ημέρα, μετά θα τριγυρνάω με το καρότσι μαζί της όπως πριν από είκοσι χρόνια. Και μετά τα πράγματα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα». Τα μάτια του σκοτεινιάζουν καθώς μιλάει. Προσπαθεί ν’ ακούγεται ήρεμος και σταθερός. «Δεν πρόκειται να καλυτερέψω, Μ άρε. Ποτέ δε θα νιώσω καλύτερα. Δε θέλω να τρέφει ελπίδες, όχι όταν ξέρω ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ. Καταλαβαίνεις;» Πάρα πολύ καλά, μπαμπά. Ξέρει ότι γέννησε ελπίδα και σε μένα και μαλακώνει. «Μ ακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα». «Όλοι θα το θέλαμε».
60
VICTORIA AVEYARD
Παρά τις σκιές, μπορώ να δω το σπασμένο χέρι της Γκίζας όταν ανεβαίνω στη σοφίτα. Συνήθως κοιμάται κουλουριασμένη, κάτω από μια λεπτή κουβέρτα, αλλά τώρα είναι ανάσκελα με το τραυματισμένο χέρι ψηλά πάνω σε ένα σωρό από ρούχα. Η μαμά ξανάφτιαξε τον νάρθηκά της, βελτιώνοντας την πενιχρή μου προσπάθεια να βοηθήσω, και οι επίδεσμοι είναι καινούριοι. Δε χρειάζομαι φως για να καταλάβω ότι το καημένο το χεράκι της είναι μελανιασμένο. Κοιμάται ανήσυχα, το σώμα της τινάζεται, αλλά το χέρι της παραμένει ακίνητο. Ακόμα και στον ύπνο, την πονάει. Θέλω να πάω κοντά της, αλλά πώς μπορώ να επανορθώσω για τα φοβερά γεγονότα της ημέρας; Βγάζω το γράμμα του Σέιντ από το μικρό κουτί όπου φυλάω την αλληλογραφία του. Αν μη τι άλλο, αυτό θα με ηρεμήσει. Τα αστεία του, τα λόγια του, η φωνή του παγιδευμένη στη σελίδα πάντα με κατευνάζει. Αλλά καθώς ξαναδιαβάζω το γράμμα πιο προσεκτικά, από τον φόβο με πιάνει το στομάχι μου. «Κόκκινος σαν την αυγή…» λέει το γράμμα. Να το, ξεκάθαρο, όπως η μύτη στο πρόσωπό μου. Τα λόγια της Φάρλεϊ από το βίντεο, η κραυγή της Ερυθράς Φρουράς που τους καλεί όλους να πάρουν τα όπλα, με τον γραφικό χαρακτήρα του αδελφού μου. Η φράση είναι πολύ παράξενη για να την αγνοήσει κανείς, πολύ ξεχωριστή για να την προσπεράσει έτσι. Και η επόμενη πρόταση, «δείτε τον ήλιο που σηκώνεται πιο δυνατός…» Ο αδελφός μου είναι έξυπνος, αλλά πρακτικός. Δεν ενδιαφέρεται για την αυγή ή για το ηλιοβασίλεμα ή για πνευματώδεις φράσεις. Η λέξη σηκώνεται αντηχεί μέσα μου, αλλά αντί για τη φωνή της Φάρλεϊ στο κεφάλι μου, μιλάει ο αδελφός μου. Σηκώνεται, κόκκινος σαν την αυγή. Φαίνεται ότι ο Σέιντ ήξερε. Πριν από πολλές εβδομάδες, πριν από τη βομβιστική επίθεση, πριν από το μαγνητοσκοπημένο μήνυμα της Φάρλεϊ, ο Σέιντ ήξερε για την Ερυθρά Φρουρά και προσπάθησε να μας το πει. Γιατί; Μα επειδή είναι ένας από αυτούς.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
61
ΕΞΙ Όταν η πόρτα ανοίγει απότομα την αυγή, δε φοβάμαι. Οι έρευνες της Ασφάλειας είναι κάτι φυσιολογικό, αν και συνήθως έχουμε μόνο μία ή δύο τον χρόνο. Αυτή θα είναι η τρίτη. «Έλα, Γκι» μουρμουρίζω, καθώς τη βοηθώ να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να κατέβει τη σκάλα. Τα βήματά της είναι αβέβαια και προσπαθεί να πιαστεί με το καλό της χέρι. Η μαμά μάς περιμένει κάτω. Αγκαλιάζει την Γκίζα, αλλά τα μάτια της είναι καρφωμένα επάνω μου. Μ ε έκπληξη διαπιστώνω ότι δε φαίνεται θυμωμένη ή απογοητευμένη μαζί μου. Αντίθετα, το βλέμμα της είναι ήρεμο. Δύο άνδρες της Ασφάλειας περιμένουν στην πόρτα, με τα όπλα κρεμασμένα στο πλάι. Τους αναγνωρίζω από το φυλάκιο του χωριού, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο άτομο, μια νεαρή γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα με το σήμα του τρίχρωμου στέμματος πάνω στην καρδιά. Μια βασιλική υπηρέτρια, μια Κόκκινη που υπηρετεί τον βασιλιά, συνειδητοποιώ και αρχίζω να καταλαβαίνω. Δεν πρόκειται για συνηθισμένη έρευνα. «Υποτασσόμαστε στην έρευνα και στη σύλληψη» μουρμουρίζει ο πατέρας μου. Λέει τα λόγια που πρέπει, όπως κάθε φορά που γίνεται αυτό. Όμως, αντί να μας παραμερίσουν και να μπουν στο
62
VICTORIA AVEYARD
σπίτι, οι άνδρες της Ασφάλειας παραμένουν ακίνητοι. Η νεαρή γυναίκα κάνει ένα βήμα μπροστά και με φρίκη τη βλέπω να απευθύνεται σ’ εμένα. «Μ άρε Μ πάροου, καλείσαι να παρουσιαστείς στο Σάμερτον». Το καλό χέρι της Γκίζας σφίγγει το δικό μου, σαν να θέλει να με κρατήσει εκεί. «Τι;» καταφέρνω να ψελλίσω. «Καλείσαι να παρουσιαστείς στο Σάμερτον» επαναλαμβάνει εκείνη και δείχνει προς την πόρτα. «Θα σε συνοδεύσουμε εμείς. Παρακαλώ, προχώρα». Μ ια πρόσκληση. Για μια Κόκκινη. Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάκουσα τέτοιο πράγμα. Αλλά γιατί εμένα; Τι έκανα για να το αξίζω αυτό; Μ ια δεύτερη σκέψη μού έρχεται στο μυαλό: είμαι εγκληματίας και πιθανόν να με θεωρούν τρομοκράτισσα λόγω της σχέσης μου με τη Φάρλεϊ. Νιώθω τα νεύρα μου τεντωμένα, κάθε μυς είναι σε άριστη κατάσταση και πανέτοιμος. Πρέπει να το βάλω στα πόδια, παρότι οι άνδρες έχουν μπλοκάρει την πόρτα. Θα είναι θαύμα αν καταφέρω να φτάσω σε ένα παράθυρο. «Ηρέμησε, όλα τακτοποιήθηκαν μετά τα χθεσινά γεγονότα». Γελάει, παρεξηγώντας τον φόβο μου. «Το Μ έλαθρον και η αγορά είναι υπό πλήρη έλεγχο πλέον. Παρακαλώ, προχώρα». Ξαφνιάζομαι που τη βλέπω να χαμογελά, ακόμα κι όταν οι άνδρες της Ασφάλειας πιάνουν τα όπλα τους. Νιώθω το αίμα μου να παγώνει. Αν αρνηθώ να τους ακολουθήσω, αν αρνηθώ μια βασιλική πρόσκληση, αυτό σημαίνει θάνατο, και όχι μόνο για μένα. «Εντάξει» ψελλίζω, τραβώντας το χέρι μου από της Γκίζας. Εκείνη κάνει μια κίνηση για να με πιάσει, αλλά η μητέρα μας τη συγκρατεί. «Θα σε δω αργότερα;» Η ερώτηση κρέμεται στον αέρα και νιώθω το ζεστό χέρι του μπαμπά να χαϊδεύει το μπράτσο μου. Μου λέει αντίο. Τα μάτια της μαμάς είναι βουρκωμένα και η Γκίζα προσπαθεί να μην ανοιγοκλείσει τα μάτια για να θυμάται και την τελευταία στιγμή μου. Και δεν έχω τίποτα να της αφήσω. Αλλά προτού προλάβω
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
63
να κάνω οτιδήποτε ή να κλάψω, ένας από τους άνδρες της Ασφάλειας με πιάνει από το μπράτσο και με απομακρύνει. Τα λόγια βγαίνουν μόνα τους από τα χείλη μου, αν και ακούγονται περισσότερο σαν ψίθυρος. «Σας αγαπώ». Ύστερα η πόρτα κλείνει με δύναμη πίσω μου. Μ ’ αφήνει έξω από το σπίτι μου και τη ζωή μου. Διασχίζουμε βιαστικά το χωριό, κατηφορίζοντας τον δρόμο προς την πλατεία της αγοράς. Σε μια στιγμή περνάμε μπροστά από το παραμελημένο σπίτι του Κίλορν. Συνήθως, τέτοια ώρα είναι ξυπνητός και στα μισά του δρόμου προς το ποτάμι για να ξεκινήσει νωρίς την ημέρα του, όσο έχει δροσιά ακόμα. Όμως αυτές οι εποχές πέρασαν πια. Τώρα φαντάζομαι ότι κοιμάται τη μισή μέρα και απολαμβάνει τις όποιες μικρές ανέσεις πριν πάει στον πόλεμο. Ένα μέρος του εαυτού μου θέλει να φωνάξει αντίο, αλλά δεν το κάνω. Θα με αναζητήσει αργότερα και η Γκίζα θα του τα πει όλα. Γελάω από μέσα μου όταν θυμάμαι ότι η Φάρλεϊ θα με περιμένει σήμερα, με μια περιουσία για πληρωμή. Θα απογοητευθεί. Στην πλατεία, μας περιμένει ένα μαύρο γυαλιστερό μεταφορικό μέσο. Τέσσερις τροχοί, γυάλινα παράθυρα, στρογγυλεμένο προς τα κάτω – μοιάζει με θηρίο έτοιμο να με καταπιεί. Ένας άλλος άνδρας της Ασφάλειας κάθεται στη θέση του οδηγού και βάζει μπρος τη μηχανή, μόλις πλησιάζουμε. Το παράξενο αυτό πράγμα ξερνάει μαύρο καπνό στον πρωινό αέρα. Μ ε σπρώχνουν στο πίσω μέρος χωρίς μια λέξη και, μόλις η υπηρέτρια κάθεται δίπλα μου, το μεταφορικό μέσο ξεκινάει και κατηφορίζει τον δρόμο με ταχύτητα που δεν είχα ποτέ φανταστεί. Αυτή θα είναι η πρώτη – και η τελευταία– φορά που ταξιδεύω με κάτι τέτοιο. Θέλω να μιλήσω, να ρωτήσω τι συμβαίνει, με ποιον τρόπο θα με τιμωρήσουν για τα εγκλήματά μου, αλλά ξέρω ότι τα λόγια μου θα πάνε στον βρόντο. Έτσι κοιτάζω από το παράθυρο και βλέπω το χωριό να χάνεται, καθώς μπαίνουμε στο δάσος και ακολουθούμε τη γνωστή βόρεια οδό. Δεν έχει τόσο κόσμο όσο
64
VICTORIA AVEYARD
χθες και άνδρες της Ασφάλειας είναι σε διάφορα σημεία του δρόμου. Το Μέλαθρον είναι υπό έλεγχο, είπε η υπηρέτρια. Υποθέτω ότι αυτό εννοούσε. Το τείχος από διαμαντόγυαλο αστράφτει μπροστά μας και αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου που ανατέλλει από το δάσος. Θέλω να κλείσω τα βλέφαρα, αλλά παραμένω ακίνητη. Πρέπει να έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Η πύλη βρίθει από μαύρες στολές. Όλοι οι άνδρες της Ασφάλειας κάνουν συνεχείς ελέγχους στους ταξιδιώτες που μπαίνουν. Όταν σταματάμε για έλεγχο, η υπηρέτρια με περνάει από τη γραμμή και μετά από την πύλη. Κανείς δε διαμαρτύρεται, ούτε μπαίνει στον κόπο να ελέγξει τις ταυτότητές μας. Πρέπει να είναι γνωστή εδώ πέρα. Μ όλις μπαίνουμε μέσα, γυρίζει και με κοιτάζει. «Είμαι η Ανν, αλλά συνήθως μας φωνάζουν με τα επίθετά μας. Να με λες Γουόλς». Γουόλς. Το όνομα μου φαίνεται γνωστό. Κι αν το συνδυάσεις με τα ξεθωριασμένα μαλλιά της και το μαυρισμένο δέρμα της, αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα. «Είσαι από…» «Τα Ξυλόβαθρα, όπως κι εσύ. Ήξερα τον αδελφό σου τον Τράμι και μακάρι να μην είχα γνωρίσει τον Μ πρι. Αληθινός καρδιοκατακτητής, αυτός». Ο Μ πρι είχε μια φήμη στο χωριό πριν φύγει. Μ ου είπε κάποτε ότι δε φοβόταν τη στράτευση όπως όλοι οι άλλοι, γιατί τα δεκάδες διψασμένα για αίμα κορίτσια που άφηνε πίσω του ήταν πιο επικίνδυνα. «Εσένα πάντως δε σε ξέρω. Αλλά θα σε μάθω». Χωρίς να το θέλω, μια ανατριχίλα διαπερνά το κορμί μου. «Τι σημαίνει αυτό;» «Θέλω να πω ότι θα δουλεύεις πολλές ώρες εδώ πέρα. Δεν ξέρω ποιος σε προσέλαβε ή τι σου είπαν για τη δουλειά, αλλά γρήγορα θα σε κουράσει. Δεν είναι μόνο ότι θα αλλάζεις σεντόνια και θα πλένεις πιάτα. Θα πρέπει να κοιτάς χωρίς να βλέπεις, ν’ ακούς χωρίς ν’ αφουγκράζεσαι. Είμαστε αντικείμενα εδώ πέρα, ζωντανά αγάλματα μόνο για να υπηρετούμε». Αναστενάζει και,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
65
στρίβοντας, ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα ακριβώς δίπλα στην πύλη. «Ειδικά τώρα με αυτή την υπόθεση της Ερυθράς Φρουράς. Ποτέ δεν είναι καλή εποχή να είσαι Κόκκινη, αλλά τούτη εδώ είναι πολύ άσχημη». Περνά την πόρτα που φαίνεται ενσωματωμένη στο συμπαγές τείχος. Μ ου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να καταλάβω ότι κατεβαίνει μια σκάλα που χάνεται στο μισοσκόταδο. «Η δουλειά;» την πιέζω. «Ποια δουλειά; Τι είναι αυτό;» Γυρίζει και με κοιτάζει με απορία. «Κλήθηκες για να καλύψεις μια θέση υπηρέτριας» λέει, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Θα δουλέψω. Θα έχω δουλειά. Ανυπομονώ ήδη στη σκέψη. Ο Καλ. Είπε ότι είχε καλή δουλειά – και τώρα έβαλε κάποιο μέσο για να βρει και σε μένα. Μ πορεί να δουλεύω μαζί του. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά σ’ αυτή την προοπτική. Ξέρω τι σημαίνει. Δεν πρόκειται να πεθάνω, δε θα πάω να πολεμήσω. Θα δουλέψω και θα ζήσω. Κι αργότερα, όταν βρω τον Καλ, θα τον πείσω να κάνει το ίδιο για τον Κίλορν. «Προχώρα, δεν έχω χρόνο να σου κρατάω το χέρι!» Την ακολουθώ όπως όπως, καθώς κατεβαίνουμε μια απίστευτα σκοτεινή στοά. Μ ικρά φώτα λάμπουν στους τοίχους, ίσα ίσα για να βλέπουμε. Σωλήνες περνούν από πάνω μας, μεταφέροντας νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. «Πού πηγαίνουμε;» ψελλίζω τελικά. Ακούω σχεδόν την έκπληξη της Γουόλς, καθώς γυρίζει προς το μέρος μου, μπερδεμένη. «Στο Ηλίου Μ έλαθρον, φυσικά». Για μια στιγμή νιώθω την καρδιά μου να σταματά. «Τι… τι είπες; Στο παλάτι, στο πραγματικό παλάτι;» Χτυπάει με το χέρι της το σήμα στη στολή της. Το στέμμα μού κλείνει το μάτι στο λιγοστό φως. «Υπηρετείς τον βασιλιά τώρα». Μ ου έχουν ήδη έτοιμη μια στολή, αλλά ούτε που το παρατηρώ. Μ ε έχουν συνεπάρει αυτά που βλέπω γύρω μου, η κιτρινόμαυρη
66
VICTORIA AVEYARD
πέτρα και το γυαλιστερό ψηφιδωτό πάτωμα αυτής της ξεχασμένης αίθουσας στο σπίτι του βασιλιά. Κι άλλοι υπηρέτες παρελαύνουν με τις κόκκινες στολές τους. Αναζητώ στα πρόσωπά τους τον Καλ. Θέλω να τον ευχαριστήσω, αλλά είναι άφαντος. Η Γουόλς στέκει πλάι μου και μου ψιθυρίζει συμβουλές. «Μ η λες τίποτα. Μ ην ακούς τίποτα. Μ η μιλήσεις σε κανένα, γιατί δε θα σου μιλήσουν». Μ ε δυσκολία μπορώ να βάλω σε σειρά τα λόγια μου∙ οι δύο τελευταίες ημέρες ήταν καταστροφικές για την καρδιά και την ψυχή μου. Νομίζω ότι η ζωή αποφάσισε να ανοίξει τις πύλες του φράγματος και προσπαθεί να με πνίξει σε μια δίνη από σπείρες και στροφές. «Ήρθες μια μέρα που γίνεται χαμός, ίσως τη χειρότερη απ’ όσες θα δούμε ποτέ». «Είδα τα πλοία και τα αερόπλοια… Ασημένιοι ανεβαίνουν το ποτάμι εδώ και βδομάδες» παρατηρώ. «Περισσότεροι απ’ ό,τι συνήθως, ακόμα και γι’ αυτή την εποχή του χρόνου». Η Γουόλς με παρασύρει με βιάση, βάζοντας έναν δίσκο με αστραφτερά κύπελλα στα χέρια μου. Σίγουρα αυτά τα πράγματα μπορούν να αγοράσουν την ελευθερία μας, τη δική μου και του Κίλορν, αλλά κάθε πόρτα και παράθυρο στο παλάτι φυλάσσεται καλά. Ποτέ δε θα κατάφερνα να ξεγλιστρήσω από τόσους φρουρούς, παρά τις ικανότητές μου. «Τι γίνεται σήμερα;» ρωτάω σαν χαζή. Μ ια μαύρη μπούκλα από τα μαλλιά μου πέφτει στα μάτια μου και πριν προλάβω να την απομακρύνω, η Γουόλς την σπρώχνει προς τα πίσω και τη στερεώνει με ένα τσιμπιδάκι, με κινήσεις γρήγορες και ακριβείς. «Είναι κουτή ερώτηση;» «Όχι, ούτε κι εγώ ήξερα γι’ αυτό, ώσπου αρχίσαμε την προετοιμασία. Στο κάτω κάτω, κάτι τέτοιο δεν έχει ξαναγίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τότε που επιλέχθηκε η βασίλισσα Ελάρα». Μ ιλάει τόσο γρήγορα που μπερδεύει τα λόγια της. «Σήμερα θα γίνει ο διαγωνισμός για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας. Οι θυγατέρες των Μ εγάλων Οίκων, των
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
67
σημαντικότερων Ασημένιων οικογενειών, θα έρθουν να προσφέρουν το χέρι τους στον πρίγκιπα. Θα γίνει μεγάλη γιορτή απόψε, αλλά αυτή τη στιγμή είναι στον Σπειροειδή Κήπο και ετοιμάζονται, ελπίζοντας ότι θα είναι αυτές οι τυχερές. Μ ία από αυτές τις κοπέλες θα γίνει η επόμενη βασίλισσα και τσακώνονται σαν ανόητες μεταξύ τους για το ποια θα έχει αυτή την ευκαιρία». Η εικόνα ενός κοπαδιού από καμαρωτά παγόνια έρχεται στο μυαλό μου. «Τι γίνεται, λοιπόν; Κάνουν καμιά περιστροφή, ψιθυρίζουν μερικά λόγια, ανοιγοκλείνουν τα ματόκλαδά τους;» Όμως η Γουόλς βγάζει έναν αποδοκιμαστικό ήχο, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα». Ύστερα τα μάτια της αστράφτουν. «Θα έχεις υπηρεσία απόψε, οπότε θα δεις και μόνη σου». Οι πόρτες μπροστά μας είναι από σκαλιστό ξύλο και φυσητό γυαλί. Ένας υπηρέτης τις ανοίγει και επιτρέπει στη γραμμή των κόκκινων στολών να περάσει. Ύστερα είναι η σειρά μου. «Δε θα ’ρθεις εσύ;» Ακούω την απελπισία στη φωνή μου που παρακαλάει τη Γουόλς να μείνει μαζί μου. Όμως εκείνη απομακρύνεται. Είμαι μόνη πια. Προτού μπω στη γραμμή, διαφορετικά θα κατέστρεφα την οργανωμένη σύναξη των υπηρετών, πιέζω τον εαυτό μου να προχωρήσει και να βρεθεί στο ηλιόφως αυτού του μέρους που αποκαλούν Σπειροειδή Κήπο. Στην αρχή νομίζω ότι είμαι στη μέση μιας άλλης αρένας, όπως εκείνης στο χωριό. Το μέρος ελίσσεται προς τα κάτω σχηματίζοντας ένα τεράστιο ημισφαίριο, μόνο που αντί για πέτρινους πάγκους, τραπέζια και ωραία καθίσματα γεμίζουν το σπιράλ των ταρατσών. Φυτά και σιντριβάνια στολίζουν τα σκαλιά, δημιουργώντας θεωρεία στις ταράτσες. Στο κάτω μέρος συγκλίνουν σε έναν καταπράσινο κύκλο με πέτρινα αγάλματα τριγύρω. Μ προστά μου, υπάρχει ένας περιφραγμένος χώρος γεμάτος κόκκινο και μαύρο μετάξι. Τέσσερα σιδερένια καθίσματα βλέπουν στην παλαίστρα. Τι στον κόρακα είναι αυτό το μέρος; Δουλεύω σαν σε όνειρο, ακολουθώντας τις οδηγίες των άλλων
68
VICTORIA AVEYARD
Κόκκινων. Είμαι σερβιτόρα μαγειρείου και η δουλειά μου είναι να καθαρίζω και να βοηθώ τους μαγείρους. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να ετοιμάσω την αρένα για την εκδήλωση που θα γίνει σε λίγο. Τώρα, γιατί οι βασιλείς χρειάζονται την αρένα, δεν το γνωρίζω. Στην πατρίδα, τη χρησιμοποιούσαν μόνο για τους Άθλους, για να παρακολουθούν Ασημένιους να αγωνίζονται κατά Ασημένιων. Τι μπορεί να σημαίνει άραγε εδώ; Αυτό είναι παλάτι. Αίμα δε θα λερώσει ποτέ αυτή την παλαίστρα. Ωστόσο η αρένα που δεν είναι αρένα μού προκαλεί ένα αίσθημα φόβου, κάτι σαν κακό προαίσθημα. Εκείνο το μυρμήγκιασμα επιστρέφει στο σώμα μου κατά κύματα. Τη στιγμή που τελειώνω και επιστρέφω στην είσοδο των υπηρετών, η τελετή για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας είναι έτοιμη ν’ αρχίσει. Οι άλλοι υπηρέτες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Έχουν πάει σε μια υπερυψωμένη εξέδρα, με απλές κουρτίνες ολόγυρα. Τους ακολουθώ και μπαίνω στη γραμμή, τη στιγμή που μια άλλη δίφυλλη πόρτα ανοίγει, ακριβώς ανάμεσα στο βασιλικό θεωρείο και στην είσοδο των υπηρετών. Αρχίζει. Ο νους μου με πάει πίσω στον Μ εγάλο Κήπο, στα πανέμορφα, σκληρά πλάσματα που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι. Όλο φιγούρα και ματαιοδοξία, με σκληρά μάτια και απαίσιο χαρακτήρα. Αυτοί οι Ασημένιοι, οι Μ εγάλοι Οίκοι, όπως τους λέει η Γουόλς, δε θα είναι διαφορετικοί. Μπορεί να είναι χειρότεροι. Μ παίνουν όλοι μαζί, σαν ένα χρωματιστό κοπάδι, που σκορπίζεται στον Σπειροειδή Κήπο με ψυχρή χάρη. Οι διάφορες οικογένειες, ή οίκοι, εύκολα εντοπίζονται∙ φοράνε όλοι τα ίδια χρώματα. Μ οβ, πράσινο, μαύρο, κίτρινο, ένα ουράνιο τόξο αποχρώσεων κινείται προς τα οικογενειακά θεωρεία. Γρήγορα χάνω τον λογαριασμό. Αλήθεια πόσοι οίκοι υπάρχουν; Όλο και περισσότεροι ενώνονται με το πλήθος, κάποιοι σταματούν να συζητήσουν, άλλοι αγκαλιάζονται με στιβαρά μπράτσα. Είναι ένα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
69
πάρτι γι’ αυτούς, συνειδητοποιώ. Για τους περισσότερους, που δεν έχουν μεγάλη ελπίδα να παρουσιάσουν μια μέλλουσα βασίλισσα, είναι απλώς μια ανάπαυλα. Κάποιοι ωστόσο δε φαίνεται να έχουν εορταστική διάθεση. Μ ια οικογένεια με ασημένια μαλλιά, ντυμένη με μαύρα μεταξωτά ρούχα, κάθεται σιωπηλή στα δεξιά του βασιλικού θεωρείου. Ο πατριάρχης της οικογένειας έχει μυτερή γενειάδα και μαύρα μάτια. Λίγο πιο κάτω, τα μέλη ενός οίκου με σκούρα μπλε και λευκά τα λένε μεταξύ τους. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αναγνωρίζω έναν από αυτούς. Είναι ο Σαμψών Μ εράντους, ο ψιθυριστής που είδα στην αρένα πριν από μερικές ημέρες. Αντίθετα από τους άλλους, κοιτάζει σκυθρωπός την παλαίστρα, με την προσοχή του στραμμένη αλλού. Καλά θα κάνω να μην πέσω πάνω σ’ αυτόν και στις θανάσιμες ικανότητές του. Όμως, πράγμα παράξενο, δε βλέπω καμιά κοπέλα σε ηλικία γάμου που θα μπορούσε να παντρευτεί έναν πρίγκιπα. Ίσως ετοιμάζονται κάπου αλλού και περιμένουν ανυπόμονα την ευκαιρία να κερδίσουν ένα στέμμα. Κάπου κάπου, κάποιος πιέζει ένα τετράγωνο μεταλλικό κουμπί που βρίσκεται πάνω σε κάθε τραπέζι για ν’ ανάψει ένα φωτάκι, δείχνοντας έτσι ότι ζητάει υπηρέτη. Όποιος είναι πιο κοντά στην πόρτα τον εξυπηρετεί. Οι υπόλοιποι προχωράμε, μέχρι να έρθει η σειρά μας για να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Τη στιγμή που βρίσκομαι δίπλα στην πόρτα, ο πατριάρχης με τα μαύρα μάτια πατάει το κουμπί στο τραπέζι του. Ευτυχώς που τα πόδια μου δε μ’ έχουν προδώσει ποτέ. Διασχίζω το πλήθος με πηδηματάκια, χορεύοντας ανάμεσα στα περιφερόμενα σώματα, ενώ η καρδιά μου βροντοχτυπά στο στήθος μου. Αντί να κλέβω από αυτούς τους ανθρώπους, τώρα πρέπει να τους υπηρετώ. Η Μ άρε Μ πάροου της περασμένης εβδομάδας δε θα ήξερε αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει με αυτή την εκδοχή του εαυτού της. Μα ήταν ένα ανόητο κορίτσι και τώρα εγώ πληρώνω το τίμημα. «Κύριε;» λέω, κοιτώντας τον πατριάρχη που ζήτησε
70
VICTORIA AVEYARD
εξυπηρέτηση. Ενδόμυχα, καταριέμαι τον εαυτό μου. Μη λες τίποτα είναι ο πρώτος κανόνας και τον παραβίασα ήδη. Όμως εκείνος δε φαίνεται να το παρατηρεί και απλώς σηκώνει το άδειο νεροπότηρό του, με ένα βαριεστημένο ύφος στο πρόσωπο. «Παίζουν μαζί μας, Πτολέμους» λέει σε έναν μυώδη νεαρό δίπλα του. Υποθέτω ότι αυτός είναι ο δυστυχής που έχει το όνομα Πτολέμους. «Επίδειξη δύναμης, πατέρα» αποκρίνεται ο Πτολέμους, στραγγίζοντας το ποτήρι του. Μ ου το δίνει και το παίρνω χωρίς δισταγμό. «Μ ας κάνουν να περιμένουμε επειδή μπορούν». Υπονοεί τους βασιλείς που δεν έχουν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους. Αλλά ακούγοντας αυτούς τους Ασημένιους να μιλάνε έτσι, με τόση περιφρόνηση, μπερδεύομαι. Εμείς οι Κόκκινοι βρίζουμε τον βασιλιά και τους ευγενείς, όταν μπορούμε να αποφύγουμε την τιμωρία, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν δικό μας προνόμιο. Τούτοι οι άνθρωποι δεν έχουν υποφέρει ούτε μία μέρα στη ζωή τους. Τι προβλήματα μπορεί να έχουν μεταξύ τους; Θέλω να μείνω για ν’ ακούσω κι άλλα, όμως ακόμα κι εγώ ξέρω ότι αυτό είναι ενάντια στους κανόνες. Κάνω στροφή και ανεβαίνω μερικά σκαλιά έξω από το θεωρείο. Υπάρχει ένας νεροχύτης κρυμμένος πίσω από μερικά ζωηρόχρωμα λουλούδια. Ίσως δε χρειαστεί να κάνω όλο τον δρόμο μέχρι επάνω για να ξαναγεμίσω τα ποτήρια τους. Εκείνη τη στιγμή ένας μεταλλικός, διαπεραστικός ήχος αντηχεί στον χώρο. Μ οιάζει πολύ μ’ εκείνον που ακούγεται στην αρχή των Άθλων της Πρώτης Παρασκευής. Επαναλαμβάνεται μερικές φορές, και ακούγεται σαν περήφανη μελωδία που προαναγγέλλει την είσοδο του βασιλιά. Όλοι οι Μ εγάλοι Οίκοι σηκώνονται όρθιοι, με δυσφορία ή όχι. Παρατηρώ τον Πτολέμους που μουρμουρίζει κάτι στον πατέρα του. Από την πλεονεκτική μου θέση, κρυμμένη πίσω από τα λουλούδια, είμαι στο ίδιο επίπεδο με το θεωρείο του βασιλιά, λίγο πιο πίσω. Η Μ άρε Μ πάροου μερικά μέτρα από τον βασιλιά. Τι θα σκεφτόταν η οικογένειά μου ή ο Κίλορν γι’ αυτό; Αυτός ο άνθρωπος θα μας έστελνε να πεθάνουμε κι εγώ πρόθυμα έγινα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
71
υπηρέτριά του. Αυτό με αρρωσταίνει. Ο μονάρχης μπαίνει ζωηρά, με τους ώμους στητούς. Από πίσω, είναι πιο παχύς απ’ όσο φαίνεται στα νομίσματα και στις εκπομπές, και πιο ψηλός επίσης. Η στολή του είναι μαύρη και κόκκινη, με στρατιωτική κοψιά, αν και αμφιβάλω αν έχει περάσει έστω και μία μέρα στα χαρακώματα όπου πεθαίνουν οι Κόκκινοι. Σήματα και μετάλλια αστράφτουν πάνω στο στήθος του, απόδειξη για ανδραγαθήματα που δεν έκανε ποτέ. Φέρει επίσης ένα επίχρυσο ξίφος, παρά τους πολλούς φρουρούς γύρω τους. Το στέμμα στο κεφάλι του είναι γνωστό, φτιαγμένο από στριφτό χρυσοκόκκινο και μαύρο σίδερο, με κάθε αιχμή του ένα ξέσπασμα περιστρεφόμενης φλόγας. Φαίνεται σαν να καίγεται πάνω στα κατάμαυρα μαλλιά του με τις γκρίζες πινελιές. Του ταιριάζει απόλυτα, γιατί ο βασιλιάς είναι πυροφόρος, όπως ήταν ο πατέρας του, και ο πατέρας του πριν από αυτόν κ.ο.κ. Καταστροφικοί, πανίσχυροι ελεγκτές της θερμότητας και της φωτιάς. Παλιά, οι βασιλιάδες μας συνήθιζαν να καίνε τους διαφωνούντες με ένα απλό φλογισμένο άγγιγμα. Αυτός ο βασιλιάς μπορεί να μην καίει πια Κόκκινους, αλλά εξακολουθεί να μας σκοτώνει με τον πόλεμο και την καταστροφή. Το όνομά του μου είναι γνωστό από μικρό παιδάκι, όταν καθόμουν στη σχολική αίθουσα με τη λαχτάρα της μάθησης ακόμα, λες και θα μου χρησίμευε πουθενά. Τιβέριας Κάλορε ο Έκτος. Βασιλεύς της Νόρτας, Φλόγα του Βορρά. Χορταίνει το στόμα σου. Θα ήθελα πολύ να φτύσω το όνομά του, αν μπορούσα. Η βασίλισσα ακολουθεί και χαιρετά τον κόσμο με ένα κούνημα της κεφαλής. Ενώ τα ρούχα του βασιλιά είναι σκούρα και με αυστηρό κόψιμο, το δικό της ένδυμα σε μπλε και λευκό χρώμα είναι αέρινο και ανάλαφρο. Υποκλίνεται μόνο στον Οίκο του Σαμψών, και συνειδητοποιώ ότι φοράει τα ίδια χρώματα με τα δικά τους. Πρέπει να είναι συγγενής τους, κρίνοντας από την ομοιότητά της με την οικογένεια. Ίδια σταχτόξανθα μαλλιά, γαλάζια μάτια και πικάντικο χαμόγελο που την κάνει να μοιάζει σαν άγρια, κυνηγιάρα γάτα. Όσο τρομακτικοί κι αν φαίνονται οι
72
VICTORIA AVEYARD
βασιλείς, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τους φρουρούς που τους ακολουθούν. Παρότι είμαι μια Κόκκινη γεννημένη στη λάσπη, ξέρω τι είναι. Όλοι ξέρουν τι σημαίνει Σκοπός, γιατί κανείς δε θέλει να τους συναντήσει. Πλαισιώνουν τον βασιλιά σε κάθε εμφάνιση στην τηλεόραση, σε κάθε λόγο ή διάταγμα. Όπως πάντα, η στολή τους μοιάζει με φλόγα που τρεμοπαίζει ανάμεσα στο κόκκινο και στο πορτοκαλί, ενώ τα μάτια τους γυαλίζουν πίσω από τρομακτικές μαύρες προσωπίδες. Κουβαλάνε όλοι από ένα μαύρο τουφέκι, με γυαλιστερή μαύρη ξιφολόγχη στην άκρη του που θα μπορούσε να τσακίσει κόκαλο. Οι ικανότητές τους είναι πιο τρομακτικές από την εμφάνισή τους – πρόκειται για εκλεκτούς πολεμιστές από διάφορους Ασημένιους οίκους, που εκπαιδεύονται από τα μικράτα τους και ορκίζονται πίστη και αφοσίωση στον βασιλιά και στην οικογένειά του για όλη τους τη ζωή. Αυτά αρκούν για να με πιάσει τρεμούλα. Όμως οι Μ εγάλοι Οίκοι δε φοβούνται καθόλου. Κάπου στο βάθος των θεωρείων, αρχίζουν οι φωνές. «Θάνατος στην Ερυθρά Φρουρά!» ουρλιάζει κάποιος και οι άλλοι γρήγορα ακολουθούν. Ένα παγωμένο ρίγος με διαπερνά στη θύμηση των χθεσινών γεγονότων, που φαντάζουν πια τόσο μακρινά, αλλά δείχνουν επίσης πόσο γρήγορα μεταστρέφεται αυτό το πλήθος… Ο βασιλιάς δείχνει αναστατωμένος, χλομιάζει, όταν ακούει τις φωνές. Δεν είναι συνηθισμένος σε ξεσπάσματα σαν αυτό και μιλάει με φωνή άγρια στους Ασημένιους. «Έχουμε πάρει τα μέτρα μας για την Ερυθρά Φρουρά… και για όλους τους εχθρούς μας!» βροντοφωνάζει ο Τιβέριας και η φωνή του αντηχεί στο πλήθος. Τους κάνει να σωπάσουν, σαν να δέχτηκαν χτύπημα από μαστίγιο. «Αλλά δε βρισκόμαστε εδώ γι’ αυτό. Σήμερα τιμούμε την παράδοση και κανένας Κόκκινος διάβολος δε θα μας εμποδίσει. Σήμερα έχουμε τον διαγωνισμό για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας, θα παρουσιάσουμε την πιο ταλαντούχα κόρη που θα παντρευτεί τον πιο ευγενή υιό. Μ ε αυτόν τον τρόπο, με την ένωση των Μ εγάλων Οίκων, εξασφαλίζουμε τη δύναμη και την εξουσία, ώστε να συνεχιστεί η
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
73
διακυβέρνηση των Ασημένιων ως το τέλος των ημερών, και ακόμα τη νίκη μας επί των εχθρών μας, στα σύνορα και εντός αυτών». «Δύναμη» επαναλαμβάνει το πλήθος. Είναι τρομακτικό. «Εξουσία». «Ήρθε πάλι η ώρα να κρατήσουμε αυτή την παράδοση. Έτσι και οι δύο γιοι μου τιμούν το πιο σημαντικό έθιμό μας». Κάνει μια κίνηση με το χέρι του και δύο σιλουέτες προχωρούν μπροστά και στέκονται δεξιά και αριστερά του πατέρα τους. Δε βλέπω τα πρόσωπά τους, αλλά είναι και οι δύο μαυρομάλληδες, όπως ο βασιλιάς. Φορούν κι αυτοί στρατιωτικές στολές. «Ο πρίγκιπας Μ έιβεν, των Οίκων Κάλορε και Μ εράντους, γιος της βασιλικής συζύγου, βασίλισσας Ελάρας». Ο δεύτερος πρίγκιπας, πιο χλομός και πιο λεπτός από τον άλλο, σηκώνει το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού. Γυρίζει αριστερά και μετά δεξιά και βλέπω λίγο το πρόσωπό του. Παρά το βασιλικό και σοβαρό ύφος του, δε φαίνεται πάνω από δεκαεπτά ετών. Έχει έντονα χαρακτηριστικά και γαλάζια μάτια, και το χαμόγελό του θα μπορούσε να παγώσει φωτιά –δείχνει να σιχαίνεται αυτή την τελετή. Οφείλω να συμφωνήσω μαζί του. «Και ο διάδοχος του θρόνου, των Οίκων Κάλορε και Τζάκος, γιος της μακαρίτισσας της συζύγου μου, βασίλισσας Κοριάνας, διάδοχος του Βασιλείου της Νόρτας και του Φλεγόμενου Στέμματος, Τιβέριας ο Έβδομος». Είμαι πολύ απασχολημένη να γελάω με το ανόητο αυτό όνομα για να παρατηρήσω τον νεαρό που χαιρετάει και χαμογελάει. Τελικά, σηκώνω τα μάτια, απλώς για να πω ότι ήμουν πολύ κοντά στον μέλλοντα βασιλιά. Αλλά αυτό που βλέπω με βρίσκει απροετοίμαστη. Τα γυάλινα ποτήρια πέφτουν από τα χέρια μου και προσγειώνονται ανέπαφα μέσα στον νεροχύτη με το νερό. Το ξέρω αυτό το χαμόγελο και αυτά τα μάτια. Μ ε κοίταζαν φλογισμένα μόλις χθες το βράδυ. Είναι αυτός που μου έδωσε τη δουλειά και με έσωσε από τη στράτευση. Ήταν ένας από μας.
74
VICTORIA AVEYARD
Πώς γίνεται αυτό; Και μετά γυρίζει ολόκληρος και χαιρετά το πλήθος τριγύρω. Αποκλείεται να κάνω λάθος. Ο διάδοχος του θρόνου είναι ο Καλ.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
75
ΕΠΤΑ Επιστρέφω στην εξέδρα των υπηρετών με ένα κενό στο στομάχι. Όποια χαρά ένιωθα μέχρι τώρα έχει χαθεί εντελώς. Δεν μπορώ να κοιτάξω πίσω, να τον δω να στέκεται ωραία ντυμένος, γεμάτος κορδέλες και μετάλλια, και μ’ εκείνο το βασιλικό ύφος που μισώ. Όπως η Γουόλς, φοράει το σήμα του φλεγόμενου στέμματος, αλλά το δικό του είναι φτιαγμένο από μαύρο αχάτη, διαμάντια και ρουμπίνια. Κάνει αντίθεση με την κατάμαυρη στολή του. Πάνε τα χοντρόρουχα που φορούσε χθες βράδυ για να ανακατευτεί με χωριάτες σαν εμένα. Τώρα όλα πάνω του δείχνουν τον μέλλοντα βασιλιά, Ασημένιο μέχρι το κόκαλο. Και να σκεφτείς ότι τον εμπιστεύτηκα. Οι άλλοι υπηρέτες παραμερίζουν για να περάσω στο πίσω μέρος της σειράς, ενώ το κεφάλι μου γυρίζει. Αυτός μου βρήκε τη δουλειά, αυτός έσωσε εμένα και την οικογένειά μου – και είναι ένας από δαύτους. Και το χειρότερο, είναι πρίγκιπας. Ο πρίγκιπας. Το πρόσωπο που όλοι σ’ αυτή την πέτρινη τερατώδη σπείρα έχουν έρθει να δουν. «Όλοι εσείς ήρθατε για να τιμήσετε τον γιο μου και το βασίλειο, έτσι τιμώ κι εγώ εσάς» βροντοφωνάζει ο βασιλιάς Τιβέριας, συντρίβοντας τις σκέψεις μου σαν να ήταν από γυαλί. Σηκώνει τα
76
VICTORIA AVEYARD
χέρια προς τα θεωρεία. Αν και βάζω τα δυνατά μου για να κρατήσω το βλέμμα μου πάνω στον βασιλιά, δεν μπορώ. Κοιτάζω τον Καλ. Εκείνος χαμογελάει, αλλά το χαμόγελο δε φτάνει στα μάτια του. «Τιμώ το δικαίωμά σας να κυβερνάτε. Ο μέλλων βασιλιάς, ο γιος του γιου μου, θα είναι από το ασημένιο αίμα σας, όπως θα είναι και από το δικό μου. Ποιος θα κηρύξει το δικαίωμά τους;» Ο πατριάρχης με τα ασημένια μαλλιά απαντάει: «Κηρύττω τον διαγωνισμό για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας!» Σε όλη τη σπείρα, οι αρχηγοί των διάφορων οίκων φωνάζουν ταυτόχρονα. «Κηρύττω τον διαγωνισμό για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας!» επαναλαμβάνουν, ακολουθώντας κάποια παράδοση που δεν καταλαβαίνω. Ο Τιβέριας χαμογελά και συγκατανεύει. «Τότε έχει αρχίσει. Άρχοντα Πρόβος, παρακαλώ». Ο βασιλιάς γυρίζει επιτόπου και κοιτάζει προς το θεωρείο όπου υποθέτω ότι βρίσκεται ο Οίκος Πρόβος. Οι υπόλοιποι στη σπείρα ακολουθούν το βλέμμα του και τα μάτια τους προσγειώνονται σε μια οικογένεια που φοράει χρυσαφί με μαύρες ρίγες. Ένας ηλικιωμένος άντρας, με λευκές πινελιές στα γκρίζα μαλλιά του, κάνει ένα βήμα μπροστά. Μ ε τα περίεργα ρούχα του μοιάζει με σφήκα έτοιμη να κεντρίσει. Όταν τινάζει τα χέρια, δεν ξέρω τι να περιμένω. Ξάφνου, η εξέδρα κουνιέται, μετακινείται προς το πλάι. Αναγκάζομαι να πηδήσω και πέφτω πάνω στον υπηρέτη που είναι δίπλα μου, καθώς γλιστράμε σε ένα αόρατο δρομάκι. Η καρδιά μου φτάνει στο στόμα μου καθώς παρακολουθώ τον Σπειροειδή Κήπο να γυρίζει. Ο άρχοντας Πρόβος είναι τηλεπαθητικός. Μ ετακινεί την κατασκευή σε προϋπάρχουσες ατραπούς μόνο με τη δύναμη του νου του. Ολόκληρη η κατασκευή γυρίζει κάτω από τη δύναμη της θέλησής του, ώσπου το δάπεδο του κήπου μετατρέπεται σε έναν πελώριο κύκλο. Οι ταράτσες που βρίσκονται χαμηλά πηγαίνουν προς τα πίσω και ευθυγραμμίζονται με τα άνω επίπεδα, ενώ η
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
77
σπείρα γίνεται ένας μονοκόμματος ξεσκέπαστος κύλινδρος. Καθώς οι ταράτσες μετακινούνται, η παλαίστρα κατεβαίνει, ώσπου σταματάει στα έξι μέτρα περίπου από το χαμηλότερο θεωρείο. Τα σιντριβάνια μετατρέπονται σε καταρράκτες που χύνονται από το πάνω μέρος του κυλίνδρου μέχρι κάτω, γεμίζοντας βαθιές, στενές λιμνούλες. Η εξέδρα μας σταματάει πάνω από το θεωρείο του βασιλιά, κι έτσι έχουμε θαυμάσια θέα των πάντων, της παλαίστρας μεταξύ άλλων. Όλα αυτά δεν κρατούν πάνω από ένα λεπτό. Ο άρχοντας Πρόβος μετέτρεψε τον Σπειροειδή Κήπο σε κάτι πολύ πιο απαίσιο. Όταν ο Πρόβος κάθεται πάλι στη θέση του, η αλλαγή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Ο βόμβος του ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνεται ώσπου εξαπλώνεται παντού με αποτέλεσμα να σηκωθούν όρθιες οι τρίχες των χεριών μου. Ένα λευκοπόρφυρο φως λάμπει κοντά στο έδαφος του κήπου, σπινθηροβολώντας από ενέργεια που παίρνει από μικροσκοπικά αόρατα σημεία μες στην πέτρα. Κανείς Ασημένιος δεν έχει σηκωθεί για να προστάξει κάτι τέτοιο, όπως έκανε ο Πρόβος με την αρένα. Καταλαβαίνω τον λόγο. Δεν πρόκειται για κατόρθωμα κάποιου Ασημένιου, αλλά για ένα θαύμα της τεχνολογίας, του ηλεκτρισμού. Αστραπή χωρίς βροντή. Οι ακτίνες του φωτός διασταυρώνονται και τέμνονται, πλέκονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα λαμπερό, εκτυφλωτικό δίχτυ. Και μόνο που το κοιτάζω με πονάνε τα μάτια μου, νιώθω σαν να μου δίνουν μαχαιριές στο κεφάλι. Πώς το αντέχουν οι άλλοι, δεν έχω ιδέα. Οι Ασημένιοι δείχνουν εντυπωσιασμένοι, νιώθουν περιέργεια για κάτι που δεν μπορούν να ελέγξουν. Όσο για μας, τους Κόκκινους, κοιτάμε με το στόμα ανοιχτό από θαυμασμό.Το δίχτυ διαμορφώνεται καθώς ο ηλεκτρισμός επεκτείνεται και διακλαδώνεται. Ύστερα, το ίδιο ξαφνικά όπως άρχισε, ο θόρυβος σταματά. Οι αστραπές παγώνουν, στερεοποιούνται πάνω από το έδαφος, δημιουργώντας μια καθαρή, πορφυρή ασπίδα ανάμεσα στην παλαίστρα και σ’ εμάς. Ανάμεσα σ’ εμάς και σε οτιδήποτε μπορεί να εμφανιστεί εκεί κάτω.
78
VICTORIA AVEYARD
Ο νους μου καλπάζει. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να απαιτεί μια ασπίδα από ηλεκτρικό ρεύμα. Ούτε μια αρκούδα ούτε μια αγέλη λύκων, ή κάποιο από τα σπάνια θηρία του δάσους. Ακόμα και τα μυθικά πλάσματα, μεγάλες γάτες, καρχαρίες ή δράκοι, δε θα έκαναν κακό σε τόσους Ασημένιους. Και γιατί να υπάρχουν θηρία στον διαγωνισμό για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας; Υποτίθεται ότι είναι μια απλή τελετή για να επιλέξουν βασίλισσες, όχι για να πολεμήσουν θηρία. Σαν σε απάντηση στις απορίες μου, το έδαφος στον κύκλο με τα αγάλματα, τώρα το μικρό κέντρο του κυλινδρικού πατώματος, ανοίγει διάπλατα. Χωρίς να το σκεφτώ, σπρώχνω για να πάω μπροστά και να δω καλύτερα με τα ίδια μου τα μάτια. Οι υπόλοιποι υπηρέτες στριμώχνονται κοντά μου για να μη χάσουν κι αυτοί τα φρικτά πράγματα που μπορεί να βγουν από αυτόν τον θάλαμο. Το πιο μικροκαμωμένο κορίτσι που έχω δει ποτέ ξεπροβάλλει από το σκοτάδι. Ζητωκραυγές ακούγονται καθώς ένας οίκος με καφέ μεταξωτά και κόκκινα πετράδια χειροκροτεί τη θυγατέρα τους. «Ρορ, του Οίκου Ράμβος» φωνάζει η οικογένεια, ανακοινώνοντας το όνομα της μικρής στον κόσμο. Το κορίτσι, γύρω στα δεκατέσσερα, χαμογελά στην οικογένειά του. Είναι μια σταλιά σε σύγκριση με τα αγάλματα, αλλά τα χέρια της είναι παράξενα φαρδιά. Το υπόλοιπο σώμα της μοιάζει πολύ εύθραυστο, έτοιμο να παρασυρθεί από ένα δυνατό φύσημα του ανέμου. Κάνει τον γύρο στον κύκλο με τα αγάλματα, πάντα χαμογελώντας προς τα πάνω. Το βλέμμα της πέφτει στον Καλ, εννοώ στον πρίγκιπα, σαν να θέλει να τον αποπλανήσει με τα ελαφίσια μάτια της ή με το ανάδεμα των μαλλιών της που έχουν το χρώμα του μελιού. Κοντολογίς, φαντάζει γελοία. Ώσπου πλησιάζει ένα γερό πέτρινο άγαλμα και σπάζει το κεφάλι του με ένα μόνο, απλό χτύπημα. Ο Οίκος Ράμβος μιλάει πάλι. «Χεροδύναμη». Από κάτω μας, η μικρή Ρορ καταστρέφει το πάτωμα σαν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
79
σίφουνας. Μ ετατρέπει τα αγάλματα σε σωρούς σκόνης και σπάζει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Είναι σαν σεισμός με μικροσκοπική ανθρώπινη μορφή, που διαλύει τα πάντα στο πέρασμά της. Ώστε είναι μια παράσταση. Μ ια βίαιη παράσταση, που έχει σκοπό να αναδείξει την ομορφιά, την υπεροχή και τη δύναμη ενός κοριτσιού. Η πιο ταλαντούχα κόρη. Είναι μια επίδειξη δύναμης, για να ταιριάξει ο πρίγκιπας με το πιο δυνατό κορίτσι, ώστε τα παιδιά τους να είναι δυνατότερα όλων. Κι αυτό γίνεται εδώ και αιώνες. Αναριγώ όταν σκέφτομαι τη δύναμη στα ρόδινα δάχτυλα του Καλ. Εκείνος χειροκροτεί ευγενικά καθώς η κόρη των Ράμβος τελειώνει την επίδειξη της οργανωμένης καταστροφής και οπισθοχωρεί για να πάει στην πλατφόρμα που κατεβαίνει σιγά σιγά. Ο Οίκος Ράμβος την επευφημεί καθώς εξαφανίζεται. Αμέσως μετά έρχεται η Ερωδιός του Οίκου Βέλε, η κόρη του δικού μου κυβερνήτη. Είναι ψηλή με πρόσωπο σαν του πουλιού που φέρει το όνομά του. Η κατεστραμμένη γη μετακινείται γύρω της καθώς αποκαθιστά το έδαφος. «Πρασινοφόρος» τραγουδά η οικογένειά της. Μια πρασινοφόρος. Μ ε την προσταγή της, τα δέντρα ψηλώνουν ώσπου να ανοιγοκλείσεις τα μάτια και οι κορφές τους ξύνουν την ηλεκτρική ασπίδα. Όπου ακουμπούν τα κλωνάρια, πετάγονται σπινθήρες που βάζουν φωτιά στα νιόβγαλτα φύλλα. Το επόμενο κορίτσι, μια υδροφόρος από τον Οίκο Οσάνος, εμφανίζεται πάνω στην ώρα. Χρησιμοποιώντας τους καταρράκτες, καταβρέχει τη φωτιά στο δάσος με έναν σίφουνα από άσπρο νερό, αφήνοντας μόνο καρβουνιασμένα δέντρα και καμένη γη. Αυτό συνεχίζεται για ώρες, έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον. Κάθε κοπέλα εμφανίζεται για να δείξει την αξία της, και καθεμιά βρίσκει την αρένα πιο κατεστραμμένη. Όμως είναι εκπαιδευμένες να τα βγάζουν πέρα με κάθε αντιξοότητα. Κατατάσσονται ανά ηλικία και εμφάνιση, αλλά είναι όλες εκθαμβωτικές. Ένα κορίτσι,
80
VICTORIA AVEYARD
μόλις δώδεκα ετών, κάνει τα πάντα να εκρήγνυνται με ένα άγγιγμά της σαν ένα είδος ζωντανής βόμβας. Εξολοθρευτής, φωνάζει η οικογένειά της, περιγράφοντας τη δύναμή της. Καθώς αφανίζει το τελευταίο από τα λευκά αγάλματα, η ηλεκτρική ασπίδα καλά κρατεί. Συρίζει από τη φωτιά της και ο θόρυβος αντηχεί σαν τσίριγμα στ’ αυτιά μου. Ο ηλεκτρισμός, οι Ασημένιοι και οι φωνές ανακατεύονται στο κεφάλι μου, καθώς παρακολουθώ υδροφόρες, πρασινοφόρες, γρήγορες, χεροδύναμες, τηλεπαθητικές και ένα σωρό άλλα είδη Ασημένιων να κάνουν επίδειξη των δυνάμεών τους κάτω από την ασπίδα. Πράγματα που θεωρούσα εντελώς αδύνατα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μου, καθώς κορίτσια μετατρέπουν το δέρμα τους σε πέτρα ή σπάζουν γυάλινους τοίχους με τη φωνή τους. Οι Ασημένιοι είναι πιο σπουδαίοι και πιο δυνατοί απ’ όσο φοβόμουν, με δυνάμεις που αγνοούσα εντελώς ότι υπήρχαν. Πώς γίνεται να είναι αληθινοί αυτοί οι άνθρωποι; Έκανα τόσο δρόμο μέχρι εδώ και ξαφνικά βρέθηκα πάλι στην αρένα, να παρακολουθώ Ασημένιους να επιδεικνύουν ό,τι δεν είμαστε εμείς. Νιώθω τρόμο και δέος όταν μια άνιμος, ψυχή, που ελέγχει πλάσματα, καλεί χίλια περιστέρια από τον ουρανό. Όταν τα πουλιά βουτάνε με το κεφάλι στην ηλεκτρική ασπίδα και ανατινάζονται σχηματίζοντας μικρά νέφη από αίμα, φτερά και θανατηφόρο ηλεκτρικό ρεύμα, το δέος μου μετατρέπεται σε αηδία. Η ασπίδα πετά πάλι σπινθήρες, καίγοντας ό,τι έχει μείνει από τα πουλιά ώσπου ξαναλάμπει σαν καινούρια. Ο ήχος των χειροκροτημάτων μού φέρνει αναγούλα, καθώς η ανελέητη άνιμος εξαφανίζεται μες στη γη. Μ ια άλλη κοπέλα, ελπίζω η τελευταία, εμφανίζεται στην αρένα που τώρα έχει γίνει σκόνη. «Εβαγκελίν, του Οίκου Σάμος» φωνάζει ο πατριάρχης της οικογένειας με τα ασημένια μαλλιά. Μ ιλάει μόνος και η φωνή του αντηχεί σε όλο τον Σπειροειδή Κήπο. Από την προνομιούχα θέση μου, παρατηρώ τον βασιλιά και τη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
81
βασίλισσα να κάθονται κάπως πιο ίσια. Η Εβαγκελίν έχει τραβήξει ήδη την προσοχή τους. Ο Καλ, αντίθετα, κοιτάζει τα χέρια του. Ενώ τα άλλα κορίτσια φορούσαν μεταξωτά ρούχα και μερικά κάποιες παράξενες επίχρυσες πανοπλίες, η Εβαγκελίν εμφανίζεται με μια αμφίεση από μαύρο δέρμα. Σακάκι, παντελόνι, μπότες, και όλα διακοσμημένα με καρφιά από ασήμι. Όχι, όχι από ασήμι. Σίδερο. Το ασήμι δεν είναι τόσο ματ ή σκληρό. Ο οίκος της την επευφημεί, όλοι οι δικοί της είναι όρθιοι. Ανήκει στην οικογένεια του Πτολέμους και του πατριάρχη, αλλά κι άλλες οικογένειες τη ζητωκραυγάζουν. Τη θέλουν για βασίλισσα. Είναι η εκλεκτή. Εκείνη, φέρνοντας δύο δάχτυλα στο μέτωπο, χαιρετά πρώτα την οικογένειά της και μετά το θεωρείο του βασιλιά. Οι βασιλείς ανταποδίδουν τη χειρονομία. Είναι ολοφάνερο ότι ευνοούν αυτή την Εβαγκελίν. Ίσως όλο αυτό να μοιάζει περισσότερο απ’ όσο νομίζω με τους Άθλους. Μ όνο που, αντί να δείχνουν στους Κόκκινους ποια είναι η θέση τους, εδώ το κάνει ο βασιλιάς στους υπηκόους του, όσο ισχυροί κι αν είναι, δηλαδή ποια είναι η δική τους θέση. Μια ιεραρχία μέσα στην ιεραρχία. Είμαι τόσο πολύ απορροφημένη από τις επιδείξεις των κοριτσιών, που σχεδόν δεν παρατηρώ ότι είναι η σειρά μου να σερβίρω πάλι. Πριν με σπρώξει κάποιος με τον αγκώνα στη σωστή κατεύθυνση, ξεκινώ για το δεξιό θεωρείο. Μ ετά βίας ακούω τον πατριάρχη των Σάμος να λέει «μαγνητική», αλλά δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό. Διασχίζω στενούς διαδρόμους, εκεί που κάποτε ήταν υπαίθρια δρομάκια, για να πάω στους Ασημένιους που χρειάζονται εξυπηρέτηση. Το θεωρείο είναι κάτω χαμηλά, αλλά είμαι γρήγορη και βρίσκομαι στη στιγμή κοντά τους. Βλέπω μια ιδιαίτερα τροφαντή οικογένεια ντυμένη με φανταχτερό κίτρινο μεταξωτό και απαίσια φτερά, ν’ απολαμβάνει μια μεγάλη τούρτα. Το θεωρείο είναι γεμάτο πιάτα και άδεια κύπελλα και στρώνομαι αμέσως στη δουλειά. Τα χέρια μου καθώς τα πλένουν είναι
82
VICTORIA AVEYARD
σβέλτα και πρακτικά. Στο θεωρείο, υπάρχει μια βιντεοθόνη που δείχνει την Εβαγκελίν να στέκεται ακίνητη στην παλαίστρα. «Τι φάρσα είναι αυτή;» φωνάζει ένα από τα χοντρά κίτρινα πουλιά καθώς μπουκώνεται. «Η θυγατέρα των Σάμος έχει ήδη νικήσει». Παράξενο. Φαίνεται ότι είναι η πιο αδύναμη από όλες. Στοιβάζω τα πιάτα, αλλά έχω τα μάτια μου στην οθόνη. Παρακολουθώ καθώς περιφέρεται στο κατεστραμμένο πάτωμα. Φαίνεται σαν να μην υπάρχει τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να δουλέψει, για να δείξει τι μπορεί να κάνει, αλλά μάλλον δεν νοιάζεται. Το ψεύτικο χαμόγελό της είναι φοβερό, σαν να είναι απόλυτα σίγουρη για την υπεροχή της. Εμένα πάντως δε μου φαίνεται υπέροχη. Και τότε τα καρφιά από το σακάκι της κινούνται. Αιωρούνται στον αέρα, το καθένα μια σκληρή στρογγυλή σφαίρα από μέταλλο. Κατόπιν, όμοια με βλήματα, εκτοξεύονται από την Εβαγκελίν, σκάβουν το χώμα και τους τοίχους, ακόμα και την ηλεκτρική ασπίδα. Μπορεί να ελέγχει το μέταλλο. Αρκετά θεωρεία τη χειροκροτούν, αλλά είναι ακόμα στην αρχή. Τριξίματα και χτυπήματα αντηχούν από κάπου βαθιά στη δομή του Ελικοειδούς Κήπου. Ακόμα και η οικογένεια των χοντρών σταματάει το φαγητό και κοιτάζουν τριγύρω ξαφνιασμένοι. Φαίνονται μπερδεμένοι και περίεργοι, αλλά εγώ μπορώ να νιώσω τις δονήσεις βαθιά κάτω από τα πόδια μου. Ξέρω τι συμβαίνει και φοβάμαι. Και τότε η γη τραντάζεται με τρομακτικό θόρυβο, καθώς μεταλλικοί σωλήνες σκίζουν την παλαίστρα και βγαίνουν στην επιφάνεια από μεγάλο βάθος. Χτυπούν πάνω στους τοίχους και σχηματίζουν ένα στριφτό στέμμα από γκρίζο και ασημένιο μέταλλο γύρω από την Εβαγκελίν. Εκείνη γελάει, αλλά οι εκκωφαντικοί μεταλλικοί ήχοι πνίγουν το γέλιο της. Σπινθήρες πέφτουν από την ηλεκτρική ασπίδα, αλλά η κόρη των Σάμος προστατεύεται με ένα κομμάτι σίδερου, χωρίς να χύσει ούτε μία
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
83
σταγόνα ιδρώτα. Τελικά, αφήνει το μέταλλο να πέσει με τρομερό πάταγο. Σηκώνει τα μάτια ψηλά, προς τα πάνω θεωρεία. Το στόμα της είναι ορθάνοιχτο, αποκαλύπτοντας κοφτερά μικρά δόντια. Φαίνεται πεινασμένη. Αρχίζει σιγά σιγά, μια ελαφριά αλλαγή στην ισορροπία, ώσπου ολόκληρο το θεωρείο κουνιέται. Πιάτα συντρίβονται στο πάτωμα και γυάλινα ποτήρια κατρακυλάνε. Περνούν πάνω από το κάγκελο και γίνονται θρύψαλα στην ηλεκτρική ασπίδα. Η Εβαγκελίν τραβάει προς τα έξω το θεωρείο μας, το κάνει να λυγίσει προς τα μπρος, με αποτέλεσμα να έρθουμε τούμπα. Οι Ασημένιοι γύρω μας σκούζουν και σπρώχνονται. Το χειροκρότημά τους γίνεται πανικός. Δεν είναι οι μόνοι –όλα τα θεωρεία στην ίδια σειρά μετακινούνται μαζί με μας. Η Εβαγκελίν από κάτω διευθύνει με το ένα χέρι, ενώ μια χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια της φανερώνει την αυτοσυγκέντρωσή της. Όπως οι Ασημένιοι μαχητές στην παλαίστρα, θέλει να δείξει στον κόσμο από τι είναι φτιαγμένη. Αυτά σκέφτομαι, όταν μια κίτρινη μπάλα από σάρκα και ρούχα με φτερά πέφτει επάνω μου και με κάνει να περάσω πάνω από το κάγκελο μαζί με τα υπόλοιπα ασημικά. Όπως πέφτω, τα βλέπω όλα πορφυρά, καθώς η ηλεκτρική ασπίδα σηκώνεται για να με προϋπαντήσει. Το ηλεκτρικό ρεύμα τσιτσιρίζει, τσουρουφλίζοντας τον αέρα. Δεν έχω το χρόνο να καταλάβω τι συμβαίνει, αλλά ξέρω ότι το πορφυρό γυαλί με τις διακλαδώσεις θα με ψήσει ζωντανή. Θα πάθω ηλεκτροπληξία μες στην κόκκινη στολή μου. Βάζω στοίχημα ότι το μόνο πράγμα για το οποίο θα νοιαστούν οι Ασημένιοι είναι πότε θα με μαζέψουν από κει. Το κεφάλι μου χτυπά πάνω στην ασπίδα και βλέπω αστέρια. Όχι, όχι αστέρια. Σπινθήρες. Η ασπίδα κάνει τη δουλειά της και με κεραυνοβολεί. Η στολή μου καίγεται, γίνεται κάρβουνο και καπνίζει, και περιμένω να γίνει το ίδιο με το δέρμα μου. Το πτώμα μου θα μυρίζει υπέροχα. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, δε νιώθω τίποτα. Πρέπει να πονάω τόσο πολύ που δεν το αισθάνομαι.
84
VICTORIA AVEYARD
Κι όμως… μπορώ να το νιώσω. Νιώθω τη ζεστασιά από τους σπινθήρες να διατρέχει πάνω κάτω το σώμα μου, βάζοντας φωτιά σε κάθε νεύρο. Τελικά, δεν είναι άσχημη αίσθηση. Στην πραγματικότητα, νιώθω ζωντανή. Λες και ζούσα όλη μου τη ζωή τυφλή και τώρα άνοιξα τα μάτια μου. Κάτι κινείται κάτω από το δέρμα μου, αλλά δεν είναι οι σπινθήρες. Κοιτάζω τα χέρια μου, τα μπράτσα μου, και νιώθω δέος καθώς οι ηλεκτρικές εκκενώσεις γλιστρούν επάνω μου. Το ύφασμα καίγεται, μαυρίζει από τη ζέστη, αλλά το δέρμα μου δεν αλλάζει. Η ασπίδα προσπαθεί πάντα να με σκοτώσει, αλλά δεν μπορεί. Όλα είναι λάθος. Είμαι ζωντανή. Η ασπίδα αρχίζει να βγάζει μαύρο καπνό, να τσακίζεται και να σπάει. Οι σπινθήρες γίνονται πιο έντονοι, πιο άγριοι, αλλά εξασθενούν σιγά σιγά. Προσπαθώ να σηκωθώ, να σταθώ όρθια, αλλά η ασπίδα κομματιάζεται από κάτω μου και πέφτω πάλι, κάνοντας μια τούμπα. Κατά κάποιον τρόπο καταφέρνω να προσγειωθώ σε έναν σωρό από χώμα που δεν έχει καλυφθεί από κομματιασμένο μέταλλο. Γεμάτη μελανιές, φυσικά και με τους μυς αδυνατισμένους, αλλά ακόμα ολόκληρη. Η στολή μου δεν είναι τόσο τυχερή. Είναι μια καμένη μάζα που μετά βίας κρατιέται πάνω μου. Καθώς προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, νιώθω κομμάτια από τη στολή μου να φεύγουν. Από πάνω μας, μουρμουρητά και βογκητά αντηχούν στον Σπειροειδή Κήπο. Νιώθω όλα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω μου, στο καμένο Κόκκινο κορίτσι. Το ανθρώπινο αλεξικέραυνο. Η Εβαγκελίν με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Φαίνεται θυμωμένη, μπερδεμένη – και φοβισμένη. Από μένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με φοβάται. «Γεια» λέω σαν χαζή. Η Εβαγκελίν απαντά με μια ριπή μεταλλικών θραυσμάτων, όλα τους κοφτερά και θανάσιμα, που σημαδεύουν την καρδιά μου καθώς σκίζουν τον αέρα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
85
Χωρίς να το σκεφτώ, σηκώνω τα χέρια μου ψηλά, ελπίζοντας να γλιτώσω το χειρότερο. Αντί να πιάσω μερικές κοφτερές λεπίδες στις παλάμες μου, αισθάνομαι κάτι διαφορετικό. Όπως με τους σπινθήρες προηγουμένως, τα νεύρα μου τραγουδούν, ζωντανά από κάποια εσωτερική φωτιά. Κάτι κινείται μέσα μου, πίσω από τα μάτια μου, κάτω από το δέρμα μου, ώσπου νιώθω άλλος άνθρωπος. Ύστερα εκτοξεύω από μέσα μου καθαρή δύναμη και ενέργεια. Η δέσμη του φωτός, όχι, ο κεραυνός φεύγει από τα χέρια μου και καίει το μέταλλο. Τα κομμάτια συρρικνώνονται και καπνίζουν, διαλύονται από τη ζέστη. Πέφτουν ανώδυνα στο έδαφος, καθώς ο κεραυνός χτυπάει τον απέναντι τοίχο. Ανοίγει μια τρύπα που καπνίζει, ένα μέτρο και τριάντα πόντους περίπου. Η Εβαγκελίν παρά τρίχα γλίτωσε. Μ ένει με το στόμα ανοιχτό από το σοκ. Είμαι σίγουρη ότι έχω το ίδιο ύφος καθώς κοιτάζω τα χέρια μου. Αναρωτιέμαι τι στο καλό μού συνέβη. Από πάνω, καμιά εκατοστή από τους ισχυρότερους Ασημένιους αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα. Σηκώνω τα μάτια και τους βλέπω όλους να με κοιτάζουν. Ακόμα κι ο βασιλιάς σκύβει πάνω από το χείλος του θεωρείου, ενώ το φλεγόμενο στέμμα του διαγράφεται στον ουρανό. Ο Καλ είναι ακριβώς δίπλα του και με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια. «Σκοποί». Η φωνή του βασιλιά είναι κοφτερή σαν ξυράφι, απειλητική. Ξάφνου, οι πορτοκαλοκόκκινες στολές των Σκοπών ξεπροβάλλουν σχεδόν από κάθε θεωρείο. Οι φρουροί του βασιλιά περιμένουν άλλη μια λέξη, άλλη μια διαταγή. Είμαι καλή κλέφτρα γιατί ξέρω πότε πρέπει να το βάλω στα πόδια. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Πριν προλάβει να μιλήσει ο βασιλιάς, ορμάω σαν αστραπή, προσπερνώ την έκπληκτη Εβαγκελίν και γλιστράω με τα πόδια πρώτα στην ανοιχτή ακόμα καταπακτή. «Πιάστε την!» αντηχεί η φωνή του πίσω μου, καθώς πέφτω στο μισοσκόταδο του θαλάμου από κάτω. Η επίδειξη των ιπτάμενων
86
VICTORIA AVEYARD
μετάλλων της Εβανγκελίν έχει ανοίξει τρύπες στην οροφή και μπορώ να δω από κει στον Σπειροειδή Κήπο. Μ ε πιάνει τρόμος. Έχω την εντύπωση ότι το οικοδόμημα ματώνει, καθώς ένστολοι Σκοποί πηδούν από τα θεωρεία τους για να με κυνηγήσουν. Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ κάτι άλλο, έτσι το βάζω στα πόδια. Ο θάλαμος κάτω από την αρένα συνδέεται με έναν σκοτεινό και άδειο διάδρομο. Κιβωτιόσχημες μαύρες κάμερες με παρακολουθούν καθώς τρέχω με μεγάλη ταχύτητα, στρίβω σε έναν άλλο διάδρομο και μετά σε έναν άλλο. Τους αισθάνομαι, οι Σκοποί που με κυνηγούν δεν είναι πολύ μακριά μου. Τρέξε, επαναλαμβάνω από μέσα μου. Τρέξε, τρέξε, τρέξε. Πρέπει να βρω μια πόρτα, ένα παράθυρο, κάτι που θα με βοηθήσει να χρησιμοποιήσω τις ικανότητές μου. Αν καταφέρω να βγω έξω, ίσως έχω μια πιθανότητα. Ίσως. Τα πρώτα σκαλιά που βρίσκω οδηγούν επάνω σε έναν μακρύ διάδρομο με καθρέφτες. Αλλά οι κάμερες δε λείπουν κι από κει. Είναι τοποθετημένες στις γωνίες της οροφής σαν μεγάλοι μαύροι κοριοί. Ξάφνου, σφαίρες περνούν πάνω από το κεφάλι μου και αναγκάζομαι να πέσω στο πάτωμα. Δύο Σκοποί, με στολές κατακόκκινες σαν φωτιά, βγαίνουν μέσα από έναν καθρέφτη και ορμάνε καταπάνω μου. Είναι σαν τους άνδρες της Ασφάλειας, μονολογώ. Απλοί φασαριόζοι φρουροί που δε με ξέρουν. Δεν ξέρουν τι μπορώ να κάνω. Ούτε εγώ ξέρω τι μπορώ να κάνω. Ενώ περιμένουν να τρέξω, εγώ κάνω το αντίθετο. Πηγαίνω καταπάνω τους. Τα όπλα τους είναι μεγάλα και ισχυρά, αλλά ογκώδη. Πριν προλάβουν να τα τραβήξουν για να μου ρίξουν, για να με χτυπήσουν, ή και τα δύο μαζί, πέφτω στα γόνατα πάνω στο λείο μαρμάρινο δάπεδο και γλιστρώ ανάμεσα από τους δύο γίγαντες. Ένας από αυτούς κάτι φωνάζει πίσω μου και η φωνή του κάνει έναν καθρέφτη να εκραγεί και να γεμίσει ο τόπος γυαλιά. Μ έχρι να καταφέρουν ν’ αλλάξουν κατεύθυνση, εγώ ήδη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
87
έχω ξεφύγει και αρχίζω πάλι να τρέχω. Όταν τελικά βρίσκω ένα παράθυρο, είναι ευλογία και κατάρα συνάμα. Είμαι μπροστά σε ένα τεράστιο τζάμι από διαμάντι και γυαλί, που βλέπει σε ένα μεγάλο δάσος. Είναι ακριβώς εκεί, από την άλλη πλευρά, μόλις πέρα από έναν αδιαπέραστο τοίχο. Εντάξει, χέρια, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνετε τα μαγικά σας. Τίποτα δε συμβαίνει, φυσικά. Τίποτα δε συμβαίνει όταν το χρειάζομαι. Μ ια πύρινη ανάσα με ξαφνιάζει. Γυρίζω και βλέπω να πλησιάζει ένα πορτοκαλοκόκκινο τείχος και ξέρω –οι Σκοποί με βρήκαν. Όμως το τείχος είναι καυτό, τρεμουλιαστό, σχεδόν συμπαγές. Φωτιά. Και έρχεται κατευθείαν επάνω μου. Η φωνή μου σβήνει, αδυνατίζει νικημένη, καθώς κοροϊδεύω το προαίσθημά μου. «Ω, θαυμάσια!» Γυρίζω για να τρέξω, αλλά πέφτω πάνω σε έναν φαρδύ τοίχο από μαύρο ύφασμα. Δυνατά χέρια τυλίγονται γύρω μου και με κρατούν ακίνητη, καθώς προσπαθώ να το σκάσω. Κάνε του ηλεκτροσόκ, κεραυνοβόλησέ τον, ουρλιάζω από μέσα μου. Τίποτα δε γίνεται όμως. Το θαύμα δεν πρόκειται να με σώσει ξανά. Η ζέστη μεγαλώνει, απειλώντας να εξαφανίσει τον αέρα από τα πνευμόνια μου. Επέζησα από την ηλεκτροπληξία σήμερα∙ δε θέλω να προκαλέσω την τύχη μου με τη φωτιά. Όμως ο καπνός είναι αυτός που θα με σκοτώσει. Πυκνός και μαύρος και πολύ δυνατός, θα με πνίξει ζωντανή. Η όρασή μου θολώνει και τα βλέφαρά μου γίνονται βαριά. Ακούω βήματα, φωνές, το μουγκρητό της φωτιάς καθώς ο κόσμος σκοτεινιάζει. «Λυπάμαι» λέει η φωνή του Καλ. Νομίζω πως ονειρεύομαι.
88
VICTORIA AVEYARD
ΟΧΤΩ Είμαι στη βεράντα και βλέπω τη μαμά ν’ αποχαιρετά τον αδελφό μου, τον Μ πρι. Κλαίει, καθώς τον σφίγγει στην αγκαλιά της και χαϊδεύει τα φρεσκοκουρεμένα μαλλιά του. Ο Σέιντ και ο Τράμι περιμένουν να την πιάσουν, αν τα πόδια της την προδώσουν. Ξέρω ότι κι αυτοί θέλουν να κλάψουν, βλέποντας τον μεγαλύτερο αδελφό τους να φεύγει, αλλά για χάρη της μαμάς, δεν το κάνουν. Δίπλα μου, ο μπαμπάς παραμένει σιωπηλός και αρκείται να κοιτάζει τον λεγεωνάριο. Ακόμα και με την αρματωσιά του από φύλλα ατσαλιού και αλεξίσφαιρο ύφασμα, ο στρατιώτης φαντάζει μια σταλιά δίπλα στον αδελφό μου. Ο Μ πρι θα μπορούσε να τον φάει ζωντανό, αλλά δεν το κάνει. Δεν κάνει τίποτα όταν ο λεγεωνάριος τον αρπάζει από το μπράτσο και τον παίρνει μακριά μας. Μ ια σκιά τον ακολουθεί συνεχώς πάνω σε φοβερά μαύρα φτερά. Ο κόσμος γυρίζει ολόγυρά μου κι ύστερα πέφτω. Προσγειώνομαι ύστερα από έναν χρόνο, τα πόδια μου κολλάνε στη λάσπη κάτω από το σπίτι μας. Τώρα η μαμά κρατάει στην αγκαλιά της τον Τράμι και ικετεύει τον λεγεωνάριο. Ο Σέιντ αναγκάζεται να την τραβήξει. Κάπου η Γκίζα κλαίει για τον αγαπημένο της αδελφό. Ο μπαμπάς κι εγώ δε μιλάμε. Μ ε
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
89
δυσκολία συγκρατούμε τα δάκρυά μας. Η σκιά επιστρέφει, και αυτή τη φορά τριγυρίζει πάνωθέ μου, ο ουρανός κι ο ήλιος εξαφανίζονται. Κλείνω σφιχτά τα μάτια, ελπίζοντας ότι θα μ’ αφήσει ήσυχη. Όταν τ’ ανοίγω ξανά, είμαι στα χέρια του Σέιντ και τον αγκαλιάζω όσο πιο σφιχτά μπορώ. Δεν έχει κόψει τα μαλλιά του ακόμα και οι τρίχες στο πιγούνι του γαργαλάνε την κορφή του κεφαλιού μου. Καθώς σφίγγομαι πάνω στο στήθος του, μορφάζω από τον πόνο. Το αυτί μου πονάει πολύ και τραβιέμαι. Βλέπω κόκκινο αίμα στο πουκάμισο του αδελφού μου. Η Γκίζα κι εγώ τρυπήσαμε πάλι τ’ αυτιά μας, με το μικροσκοπικό δώρο που μας άφησε ο Σέιντ. Μ αντεύω ότι δεν το έκανα σωστά, αφού τίποτα δεν κάνω σωστά. Αυτή τη φορά νιώθω τη σκιά προτού τη δω. Και μοιάζει θυμωμένη. Μ ε παρασύρει σε μια παρέλαση από θύμησες, όλες χαίνουσες πληγές, αγιάτρευτες ακόμα. Κάποιες από αυτές είναι όνειρα. Όχι, είναι εφιάλτες. Οι χειρότεροι εφιάλτες μου. Ένας νέος κόσμος παίρνει σάρκα και οστά γύρω μου∙ σχηματίζει ένα σκοτεινό τοπίο από καπνό και στάχτη. Το Τσοκ. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί, αλλά έχω ακούσει αρκετά για να το φαντάζομαι. Η γη είναι επίπεδη, γεμάτη κρατήρες από τις χιλιάδες βόμβες που πέφτουν. Στρατιώτες με λερωμένες κόκκινες στολές ζαρώνουν φοβισμένοι μέσα τους, όπως το αίμα γεμίζει μια πληγή. Αιωρούμαι ανάμεσά τους, αναζητώντας πρόσωπα. Ψάχνω να βρω τους αδελφούς που έχασα στον καπνό και στα θραύσματα των οβίδων. Ο Μ πρι εμφανίζεται πρώτος. Παλεύει σε μια λασπολακκούβα με έναν Λιμνιώτη ντυμένο στα μπλε. Θέλω να τον βοηθήσω, αλλά συνεχίζω να αιωρούμαι ώσπου τον χάνω από τα μάτια μου. Ύστερα έρχεται ο Τράμι. Είναι σκυμμένος πάνω από έναν τραυματισμένο στρατιώτη. Προσπαθεί να σταματήσει την αιμορραγία του και να τον γλιτώσει από τον θάνατο. Τα ευγενικά χαρακτηριστικά του, που μοιάζουν τόσο με της Γκίζας, είναι παραμορφωμένα από την αγωνία. Δε θα ξεχάσω ποτέ τις κραυγές
90
VICTORIA AVEYARD
του πόνου και της απογοήτευσης. Όπως με τον Μ πρι, δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Ο Σέιντ περιμένει στην πρώτη γραμμή, πιο μπροστά και από τον πιο γενναίο στρατιώτη. Στέκεται πάνω σε μια βουνοκορφή χωρίς να νοιάζεται για τις βόμβες, τα όπλα ή για τον στρατό των Λιμνιωτών που καραδοκεί από την άλλη πλευρά. Έχει μάλιστα το θάρρος να μου χαμογελά. Μ όνο να κοιτάζω μπορώ όταν το έδαφος κάτω από τα πόδια του εκρήγνυται μετατρέποντας τον αδελφό μου σε καπνό και στάχτη. «Σταματήστε!» καταφέρνω να φωνάξω, απλώνοντας το χέρι προς τον καπνό που κάποτε ήταν ο αδελφός μου. Η στάχτη παίρνει σχήμα, μετασχηματίζεται σε σκιά. Μ ε καταπίνει το σκοτάδι, ώσπου ένα κύμα αναμνήσεων με παρασύρει ξανά. Ο μπαμπάς γυρίζει σπίτι μισοπεθαμένος. Η στράτευση του Κίλορν. Το χέρι της Γκίζας. Όλα ανακατεύονται, ένας στρόβιλος από πολύ έντονα χρώματα που πληγώνει τα μάτια μου. Κάτι δεν πάει καλά. Οι αναμνήσεις πηγαίνουν προς τα πίσω μέσα στα χρόνια, σαν να βλέπω τη ζωή μου αντίστροφα. Και τότε υπάρχουν γεγονότα που δεν μπορώ να θυμηθώ: μαθαίνω να μιλάω, να περπατάω, οι μικροί μου αδελφοί να με περνούν ανάμεσά τους, ενώ η μαμά τούς μαλώνει. Αυτό είναι αδύνατο. «Αδύνατο» μου λέει η σκιά. Η φωνή είναι πολύ δυνατή. Φοβάμαι ότι θα σπάσει το κρανίο μου. Γονατίζω και ακουμπάω πάνω σε κάτι που το νιώθω σαν μπετόν. Και τότε χάνονται. Τ’ αδέλφια μου, οι γονείς μου, η αδελφή μου, οι αναμνήσεις μου, οι εφιάλτες μου, όλα χάνονται. Μ πετόν και ατσάλινα κάγκελα υψώνονται γύρω μου. Ένα κλουβί. Πασχίζω να σταθώ όρθια, με το ένα χέρι στο πονεμένο κεφάλι μου, καθώς τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Μ ια φιγούρα με κοιτάζει έξω από τα κάγκελα. Ένα στέμμα γυαλίζει στο κεφάλι της. «Θα υποκλινόμουν, αλλά μπορεί να πέσω κάτω» λέω στη βασίλισσα Ελάρα, κι αμέσως εύχομαι να μπορούσα να πάρω πίσω τα λόγια μου. Είναι μια Ασημένια, δεν είναι σωστό να της μιλάω
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
91
έτσι. Θα μπορούσε να με βασανίσει, να μου πάρει τα κουπόνια μου, να με τιμωρήσει, να τιμωρήσει την οικογένειά μου. Όχι, συνειδητοποιώ με φρίκη. Είναι η βασίλισσα. Θα μπορούσε απλώς να με σκοτώσει. Θα μπορούσε να μας σκοτώσει όλους. Όμως εκείνη δε φαίνεται προσβεβλημένη. Αντίθετα, χαμογελάει. Ένα κύμα ναυτίας με πλημμυρίζει, όταν συναντώ το βλέμμα της και διπλώνομαι πάλι στα δύο. «Αυτό εμένα μου φαίνεται σαν υπόκλιση» λέει, απολαμβάνοντας τον πόνο μου. Πολεμώ την ανάγκη μου να ξεράσω και αρπάζομαι από τα κάγκελα. Το χέρι μου σφίγγει το παγωμένο ατσάλι. «Τι μου κάνεις;» «Δε σου κάνω τίποτα πια. Μ όνο αυτό…» Περνάει το χέρι της μέσα από τα κάγκελα και αγγίζει το μέτωπό μου. Ο πόνος τριπλασιάζεται κάτω από το δάχτυλό της και πέφτω πάνω στα κάγκελα. Μ όλις που προλαβαίνω να κρατηθώ. «Αυτό για να μην κάνεις καμιά ανοησία». Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου, αλλά τα απωθώ. «Όπως το να σταθώ στα δυο μου πόδια;» καταφέρνω να ψελλίσω. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ από τον πόνο, πόσο μάλλον να είμαι ευγενική. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνω να συγκρατήσω έναν ποταμό από βρισιές. Για όνομα, Μάρε Μπάροου, κράτησε τη γλώσσα σου. «Όπως ένα ηλεκτροσόκ ή κάτι τέτοιο» λέει απότομα. Ο πόνος υποχωρεί και έτσι καταφέρνω να συρθώ μέχρι τον μεταλλικό πάγκο. Όταν ακουμπάω το κεφάλι μου στον κρύο πέτρινο τοίχο, συνειδητοποιώ τα λόγια της. Ηλεκτροσόκ. Η ανάμνηση έρχεται στο μυαλό μου κομματιαστά. Η Εβανγκελίν, η ηλεκτρική ασπίδα, οι σπινθήρες κι εγώ. Δεν είναι δυνατόν. «Δεν είσαι Ασημένια. Οι γονείς σου είναι Κόκκινοι, είσαι Κόκκινη, και το αίμα σου είναι κόκκινο» μουρμουρίζει η βασίλισσα, ενώ πηγαινοέρχεται σαν θηρευτής μπροστά στο κλουβί μου. «Είσαι ένα θαύμα, Μ άρε Μ πάροου, κάτι απίθανο
92
VICTORIA AVEYARD
που δεν καταλαβαίνω, και έχω δει τα πάντα σε σένα». «Εσύ ήσουν, λοιπόν;» στριγγλίζω σχεδόν, κρατώντας πάλι το κεφάλι μου. «Ήσουν στο μυαλό μου; Στις αναμνήσεις μου; Στους εφιάλτες μου;» «Αν μάθεις τον φόβο κάποιου, τον γνωρίζεις». Μ ε κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια σαν να είμαι κανένα ανόητο πλάσμα. «Και έπρεπε να μάθω με τι πράμα έχουμε να κάνουμε». «Δεν είμαι πράμα». «Μ ένει να δούμε τι είσαι. Αλλά να είσαι ευγνώμων για ένα πράγμα, κοριτσάκι του κεραυνού» λέει και ακουμπάει το πρόσωπό της στα κάγκελα. Ξάφνου τα πόδια μου μαγκώνουν, χάνω κάθε αίσθηση, σαν να μην είναι δικά μου. Σαν να έχω παραλύσει. Μ ε πιάνει πανικός, καθώς συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να κουνήσω ούτε τα δάχτυλά μου. Έτσι πρέπει να νιώθει κι ο μπαμπάς, τσακισμένος και άχρηστος. Αλλά κατά κάποιον τρόπο καταφέρνω να σηκωθώ όρθια, τα πόδια μου κινούνται μόνα τους και με πηγαίνουν προς τα κάγκελα. Από την άλλη μεριά, η βασίλισσα με παρακολουθεί. Το ανοιγοκλείσιμο των ματιών της ταιριάζει με τα βήματά μου. Είναι ψιθυριστής και παίζει μαζί μου. Όταν είμαι αρκετά κοντά, αρπάζει το πρόσωπό μου στα χέρια της. Βάζω τις φωνές, καθώς ο πόνος στο κεφάλι μου πολλαπλασιάζεται. Και τι δε θα ’δινα τώρα για την απλή καταδίκη της στράτευσης! «Αυτό το έκανες μπροστά σε εκατοντάδες Ασημένιους, σε ανθρώπους που θα κάνουν ερωτήσεις, σε ανθρώπους με δύναμη» μου λέει αποδοκιμαστικά, ενώ νιώθω την αρρωστημένα γλυκερή ανάσα της στο πρόσωπό μου. «Αυτός είναι ο μόνος λόγος που είσαι ακόμα ζωντανή». Σφίγγω τα χέρια και εύχομαι να ξανάρθει ο κεραυνός, αλλά δεν έρχεται. Καταλαβαίνει τι κάνω και γελάει φανερά. Άστρα εκρήγνυνται πίσω από τα μάτια μου και θολώνουν το βλέμμα μου. Καταλαβαίνω ότι κάνει στροφή για να φύγει, από το θρόισμα του μεταξωτού ρούχου της. Η όρασή μου επανέρχεται εγκαίρως ώστε να δω το φόρεμά της να εξαφανίζεται στη γωνία. Είμαι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
93
ολομόναχη στο κελί. Μ ε δυσκολία γυρίζω στον πάγκο, καταπολεμώντας την ανάγκη να κάνω εμετό. Η εξάντληση έρχεται κατά κύματα. Αρχίζει από τους μυς μου και καταλήγει στα κόκαλά μου. Απλός άνθρωπος είμαι, και οι άνθρωποι υποτίθεται ότι δε ζουν ημέρες σαν τη σημερινή. Μ ε ένα τίναγμα, συνειδητοποιώ ότι ο καρπός μου είναι γυμνός. Η κόκκινη ταινία δεν υπάρχει πια. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου, απειλούν να κυλήσουν, αλλά δε θα κλάψω. Μ ου έχει απομείνει ακόμα λίγη υπερηφάνεια. Μ πορώ να καταπολεμήσω τα δάκρυα, αλλά όχι τις ερωτήσεις. Όχι την αμφιβολία που μεγαλώνει στην καρδιά μου. Τι μου συμβαίνει; Τι είμαι; Ανοίγω τα μάτια και βλέπω έναν άνδρα της Ασφάλειας να με κοιτάζει από την άλλη πλευρά των σίδερων. Τα ασημένια κουμπιά του αστράφτουν στον χαμηλό φωτισμό, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη λάμψη που εκπέμπει το φαλακρό κεφάλι του. «Πρέπει να πείτε στην οικογένειά μου πού είμαι» ψελλίζω, με την πλάτη στητή. Τουλάχιστον τους είπα ότι τους αγαπώ, θυμάμαι, καθώς σκέφτομαι τις τελευταίες μας στιγμές. «Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να σε πάω επάνω» απαντάει εκείνος, χωρίς μεγάλη ειρωνεία. Ο άντρας αυτός είναι η προσωποποίηση της ηρεμίας. «Άλλαξε τα ρούχα σου». Αίφνης συνειδητοποιώ ότι η μισοκαμένη στολή κρέμεται ακόμα από πάνω μου. Ο φρουρός δείχνει έναν καθαρό σωρό από ρούχα κοντά στα κάγκελα. Γυρίζει την πλάτη του για να μου επιτρέψει μια επίπλαστη ιδιωτική στιγμή. Τα ρούχα είναι απλά, αλλά ωραία, πιο μαλακά από οτιδήποτε έχω φορέσει ποτέ. Είναι ένα μακρυμάνικο λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, και τα δύο στολισμένα με μια ασημένια ρίγα στο πλάι. Υπάρχουν και παπούτσια επίσης, μαύρες γυαλιστερές μπότες που φτάνουν μέχρι τα γόνατά μου. Μ ε έκπληξη διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει ούτε μια κόκκινη βελονιά πάνω στα
94
VICTORIA AVEYARD
ρούχα. Το γιατί δεν το ξέρω. Η άγνοιά μου γίνεται θέμα. «Εντάξει» μουρμουρίζω, προσπαθώντας να βάλω και τη δεύτερη μπότα στο πόδι μου. Τη στιγμή που μπαίνει στη θέση της, ο άντρας γυρίζει. Δεν ακούω κουδούνισμα κλειδιών, αλλά δεν βλέπω ούτε κλειδαριά. Πώς σχεδιάζει να με βγάλει από το κλουβί μου που δεν έχει πόρτα, δεν είμαι σίγουρη. Εκείνος, αντί ν’ ανοίξει κάποια κρυφή πύλη, τινάζει το χέρι του και τα μεταλλικά κάγκελα λυγίζουν, σχηματίζοντας ένα άνοιγμα. Μ α φυσικά. Ο δεσμοφύλακας θα είναι…» «Μ αγνητικός, ναι» λέει με ένα κούνημα των δακτύλων του. «Και σε περίπτωση που αναρωτιέσαι, το κορίτσι που λίγο έλειψε να τηγανίσεις είναι ξαδέλφη μου». Μ ου κόβεται η ανάσα, δεν ξέρω τι να απαντήσω. «Συγγνώμη». Ακούγεται σαν ερώτηση. «Να λυπάσαι που αστόχησες» απαντάει χωρίς ίχνος αστειότητας. «Η Εβαγκελίν είναι σκύλα». «Οικογενειακό χαρακτηριστικό;» Η γλώσσα μου πάντα προτρέχει του μυαλού μου και αφήνω ένα βογκητό όταν συνειδητοποιώ τι είπα. Δε με χτυπάει που του αντιμίλησα, αν και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αντί γι’ αυτό, στο πρόσωπο του φρουρού πλανιέται μια σκιά χαμόγελου. «Νομίζω πως θα το ανακαλύψεις» λέει, και τα μαύρα μάτια του μελώνουν. «Είμαι ο Λούκας Σάμος. Ακολούθησέ με». Δε χρειάζεται να ρωτήσω αν έχω άλλη επιλογή. Μ ε οδηγεί έξω από το κελί μου και μετά σε μια στριφογυριστή σκάλα, όπου μετράω καμιά δωδεκαριά άνδρες της Ασφάλειας. Χωρίς λέξη, με περικυκλώνουν χρησιμοποιώντας έναν γνωστό σχηματισμό και με αναγκάζουν να προχωρήσω μαζί τους. Ο Λούκας στέκει πλάι μου, αλλά ακολουθεί τον βηματισμό των άλλων. Έχουν τα όπλα στα χέρια, σαν να είναι έτοιμοι για μάχη. Κάτι μου λέει ότι οι φρουροί δεν είναι εκεί για να προστατεύσουν εμένα, αλλά όλους τους άλλους. Όταν φτάνουμε στα πιο ωραία ανώτερα επίπεδα, οι γυάλινοι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
95
τοίχοι έχουν παραδόξως μαύρο χρώμα. Είναι βαμμένοι, μονολογώ. Θυμάμαι τι μου είχε πει η Γκίζα για το Ηλίου Μ έλαθρον. Το διαμαντόγυαλο μπορεί να σκουρύνει με μια διαταγή για να κρύψει αυτό που δεν πρέπει να φανεί. Είναι φανερό ότι ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Ξαφνιασμένη, συνειδητοποιώ ότι τα παράθυρα αλλάζουν όχι από κάποιον μηχανισμό αλλά από μια κοκκινομάλλα φρουρό. Κουνάει το χέρι σε κάθε τοίχο που περνάμε και κάποια δύναμη μέσα της μπλοκάρει το φως, θολώνοντας το γυαλί με μια λεπτή σκιά. «Είναι μια Σκιά, ελέγχει το φως» ψιθυρίζει ο Λούκας, που βλέπει την απορία μου. Κάμερες υπάρχουν κι εδώ, φυσικά. Το δέρμα μου ανατριχιάζει νιώθοντας την ηλεκτρική ματιά τους πάνω στα κόκαλά μου. Κανονικά, το κεφάλι μου θα πονούσε κάτω από το βάρος τόσου ηλεκτρικού φορτίου, αλλά ο πόνος δεν έρχεται. Κάτι στην ασπίδα με άλλαξε. Ή μπορεί να απελευθέρωσε κάτι, να αποκάλυψε ένα κομμάτι του εαυτού μου, κλειδωμένο όλον αυτό τον καιρό. Τι είμαι; Αυτή η ερώτηση αντηχεί πάλι στο κεφάλι μου, πιο απειλητική από ποτέ. Μ όνο όταν διασχίζουμε δύο τερατώδεις θύρες, περνάει η αίσθηση του ηλεκτρισμού. Τα μάτια δεν μπορούν να με δουν εδώ. Η αίθουσα θα μπορούσε να χωρέσει το σπίτι μου δέκα φορές, τα Ξυλόβαθρα και όλα τα υπόλοιπα. Και ακριβώς απέναντί μου, με το άγριο, φλογερό βλέμμα του καρφωμένο στο δικό μου, είναι ο βασιλιάς. Κάθεται σε έναν θρόνο από διαμάντι και γυαλί σκαλισμένο μέσα σε μια μεγάλη φωτιά. Πίσω του, ένα παράθυρο απ’ όπου μπαίνει το φως της ημέρας γρήγορα μετατρέπεται σε μαύρο. Μ πορεί να είναι η τελευταία αναλαμπή του ήλιου για μένα. Ο Λούκας και οι άλλοι φρουροί με οδηγούν μπροστά του, αλλά δε μένουν πολύ. Μ ε ένα μόνο βλέμμα προς τα πίσω, ο Λούκας τούς δείχνει ότι πρέπει να αποσυρθούν. Ο βασιλιάς κάθεται μπροστά μου, με τη βασίλισσα στ’ αριστερά και τον πρίγκιπα στα δεξιά του. Αρνούμαι να κοιτάξω τον Καλ, αλλά
96
VICTORIA AVEYARD
ξέρω ότι με κοιτάζει σαν χαζός. Έχω στρέψει το βλέμμα στις καινούριες μπότες μου και επικεντρώνομαι στα δάχτυλα των ποδιών μου για να μην ενδώσω στον φόβο και γίνει το σώμα μου σαν μολύβι. «Θα γονατίσεις» μουρμουρίζει η βασίλισσα με φωνή απαλή σαν βελούδο. Θα έπρεπε να γονατίσω, αλλά η υπερηφάνεια μου δε μ’ αφήνει. Ακόμα κι εδώ, μπροστά στους Ασημένιους, μπροστά στον βασιλιά, τα γόνατά μου δε λυγίζουν. «Όχι, δε θα γονατίσω» λέω, βρίσκοντας τη δύναμη να τους κοιτάξω. «Σου αρέσει το κελί σου, μικρή;» λέει ο Τιβέριας και η γεμάτη μεγαλοπρέπεια φωνή του γεμίζει το δωμάτιο. Η απειλή στα λόγια του είναι ξεκάθαρη σαν την ημέρα, αλλά εγώ παραμένω όρθια. Γέρνει το κεφάλι και με κοιτάζει σαν να είμαι ένα αίνιγμα για λύση. «Τι θέλετε από μένα;» καταφέρνω να ρωτήσω. Η βασίλισσα γέρνει κι αυτή προς το μέρος του. «Σ’ το είπα, είναι Κόκκινη πέρα για πέρα…» Αλλά ο βασιλιάς την κάνει να σωπάσει με μια κίνηση του χεριού. Εκείνη σουφρώνει τα χείλη και αποτραβιέται, με τα χέρια σφιγμένα. Διατηρεί το δικαίωμά της. «Αυτό που θέλω όσον αφορά εσένα δε γίνεται να το κάνω» λέει απότομα ο Τιβέριας. Το βλέμμα του είναι φωτιά που κρυφοκαίει, θαρρείς και προσπαθεί να με πυρπολήσει. Θυμάμαι τα λόγια της βασίλισσας. «Εγώ πάντως δε λυπάμαι που δεν μπορείς να με σκοτώσεις». Ο βασιλιάς γελάει. «Δε μου είπαν ότι είσαι ετοιμόλογη». Ανακούφιση με πλημμυρίζει σαν δροσερό αεράκι που περνά μέσα από δέντρα. Ο θάνατος δε με περιμένει εδώ. Όχι ακόμα. Ο βασιλιάς πετάει κάτω μια στοίβα χαρτιά, όλα γεμάτα γράμματα. Το χαρτί που είναι πάνω πάνω έχει τις συνηθισμένες πληροφορίες, όπως το όνομά μου, την ημερομηνία της γέννησής μου, τα ονόματα των γονιών μου και τη μικρή καφέ κηλίδα που είναι το αίμα μου. Και η φωτογραφία μου είναι εκεί, αυτή της ταυτότητάς μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα βαριεστημένα μάτια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
97
μου που έχουν αρρωστήσει από την αναμονή στην ουρά για να μου τη βγάλουν. Μ ακάρι να μπορούσα να πηδήσω στη φωτογραφία, στο κορίτσι που τα μόνα προβλήματά του ήταν η στράτευση και μια πεινασμένη κοιλιά. «Μ άρε Μ όλι Μ πάροου, γεννηθείσα την 17η Νοεμβρίου, το 302 της Νέας Εποχής, από τον Ντάνιελ και τη Ρουθ Μ πάροου» απαγγέλει ο Τιβέριας από μνήμης, αποκαλύπτοντας τη ζωή μου. «Δεν έχεις απασχόληση και είσαι προγραμματισμένη για στράτευση στα επόμενα γενέθλιά σου. Σπάνια πηγαίνεις στο σχολείο, οι ακαδημαϊκοί βαθμοί σου είναι χαμηλοί και έχεις έναν κατάλογο από παραβάσεις που θα σε οδηγούσαν στη φυλακή στις περισσότερες πόλεις. Κλεψιές, λαθρεμπόριο, αντίσταση κατά της αρχής, για ν’ αναφέρω μερικά. Επιπλέον, είσαι μια αξιολύπητη χωριάτισσα, ανήθικη, αμόρφωτη, πάμφτωχη, πικρόχολη, πεισματάρα και καταστροφή για το χωριό σου και το βασίλειό μου». Περνάει ένα χρονικό διάστημα μέχρι να χωνέψω τα τραχιά του λόγια, αλλά όταν γίνεται αυτό, δε διαμαρτύρομαι. Έχει απόλυτο δίκιο. «Κι ακόμα» λέει, ενώ σηκώνεται όρθιος. Από τόσο κοντά διαπιστώνω ότι το στέμμα του είναι θανατηφόρα αιχμηρό. Οι μύτες του μπορεί να σκοτώσουν. «Είσαι και κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορώ να εμβαθύνω. Είσαι Κόκκινη και Ασημένια ταυτόχρονα, μια ιδιαιτερότητα με θανάσιμες συνέπειες που δεν καταλαβαίνεις. Τι θα σε κάνω, λοιπόν;» Με ρωτάει; «Θα μπορούσες να με αφήσεις να φύγω. Δε θα έλεγα τίποτα». Το απότομο γέλιο της βασίλισσας με διακόπτει. «Και οι Μ εγάλοι Οίκοι; Θα παραμείνουν κι αυτοί σιωπηλοί; Θα ξεχάσουν το κοριτσάκι του κεραυνού με την κόκκινη στολή;» Όχι. Όχι, κανείς δε θα το κάνει. «Ξέρεις τη συμβουλή μου, Τιβέριας» προσθέτει η βασίλισσα, κοιτάζοντας τον βασιλιά. «Και θα λύσει όλα μας τα προβλήματα». Πρέπει να είναι κακή συμβουλή, κακή για μένα, γιατί ο Καλ
98
VICTORIA AVEYARD
σφίγγει τη γροθιά του. Η κίνηση τραβάει την προσοχή μου και τελικά τον κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω. Παραμένει ακίνητος, στωικός και ήσυχος, όπως σίγουρα έχει εκπαιδευτεί να κάνει, αλλά φωτιά καίει πίσω από τα μάτια του. Σε μια στιγμή, το βλέμμα του συναντά το δικό μου, αλλά κοιτάζω αλλού προτού βάλω τις φωνές και του ζητήσω να με σώσει. «Ναι, Ελάρα» λέει ο βασιλιάς που συμφωνεί με τη σύζυγό του. «Δεν μπορούμε να σε σκοτώσουμε, Μ άρε Μ πάροου». Το «Όχι ακόμα» κρέμεται στον αέρα. «Θα σε κρύψουμε λοιπόν από την κοινή θέα, για να μπορούμε να σε παρακολουθούμε, να σε προστατέψουμε και να προσπαθήσουμε να σε καταλάβουμε». Ο τρόπος που γυαλίζουν τα μάτια του με κάνει να νιώσω σαν γεύμα έτοιμο να με καταβροχθίσει. «Πατέρα!» ο λόγος προέρχεται από τον Καλ, αλλά ο αδελφός του – ο πιο χλομός και πιο αδύνατος πρίγκιπας– τον αρπάζει από το μπράτσο και δεν τον αφήνει να διαμαρτυρηθεί άλλο. Η παρέμβασή του έχει κατευναστικό αποτέλεσμα και ο Καλ επανέρχεται στη θέση του. Ο Τιβέριας συνεχίζει, χωρίς να δώσει σημασία στον γιο του. «Δεν είσαι πια η Μ άρε Μ πάροου, μια Κόκκινη κόρη από τα Ξυλόβαθρα». «Ποια είμαι τότε;» ρωτάω, με φωνή τρεμάμενη από τον φόβο στη σκέψη των φρικτών πραγμάτων που μπορεί να μου κάνουν. «Πατέρας σου ήταν ο Ίθαν Τιτάνος, στρατηγός της Σιδηράς Λεγεώνας, που σκοτώθηκε όταν ήσουν μικρή. Ένας στρατιώτης, ένας Κόκκινος, σε πήρε μαζί του και σε ανάθρεψε μες στη λάσπη, χωρίς να σου φανερώσει ποτέ την αληθινή σου καταγωγή. Μ εγάλωσες πιστεύοντας ότι δεν ήσουν τίποτα και τώρα, χάρη σε ένα τυχαίο συμβάν, ολοκληρώθηκες ξανά. Είσαι Ασημένια, μια αρχόντισσα ενός χαμένου Μ εγάλου Οίκου, μια ευγενής με μεγάλη δύναμη και μια μέρα, πριγκίπισσα της Νόρτας». Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να συγκρατήσω μια κραυγή. «Ασημένια… πριγκίπισσα;» Το βλέμμα μου με προδίδει και στρέφεται στον Καλ. Μια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
99
πριγκίπισσα πρέπει να παντρευτεί έναν πρίγκιπα. «Θα παντρευτείς τον γιο μου Μ έιβεν και θα το κάνεις χωρίς κουβέντα». Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό. Το σοκ μου είναι απερίγραπτο. Ένας αξιοθρήνητος, ενοχλητικός ήχος ξεφεύγει από το στόμα μου καθώς προσπαθώ να πω κάτι, αλλά μένω βουβή. Μ προστά μου, ο μικρότερος πρίγκιπας φαίνεται το ίδιο συγχυσμένος και τραυλίζει κάτι τόσο δυνατά όσο θα ήθελα κι εγώ. Αυτή τη φορά, είναι η σειρά του Καλ να τον συγκρατήσει, παρότι τα μάτια του είναι επάνω μου. Ο νεαρός πρίγκιπας καταφέρνει να βρει τη φωνή του. «Δεν καταλαβαίνω» ψελλίζει, καθώς ελευθερώνεται από τον Καλ. Προχωρά με γρήγορο βήμα προς τον πατέρα του. «Αυτή είναι… Γιατί;» Κανονικά θα έπρεπε να νιώσω προσβεβλημένη, αλλά οφείλω να συμφωνήσω με τις επιφυλάξεις του πρίγκιπα. «Σιωπή» λέει απότομα η μητέρα του. «Θα υπακούσεις». Εκείνος την κοιτάζει και κάθε ίνα του νεαρού γιου επαναστατεί κατά των γονιών του. Αλλά η μητέρα του αγριεύει και ο πρίγκιπας υποχωρεί. Ξέρει την οργή και τη δύναμή της εξίσου καλά μ’ εμένα. Η φωνή μου είναι αδύναμη, μόλις που ακούγεται. «Αυτό φαίνεται λίγο… υπερβολικό». Απλώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το περιγράψω. «Δε θέλετε να με κάνετε αρχόντισσα, κι ακόμα λιγότερο πριγκίπισσα». Ένα απαίσιο χαμόγελο χαράζει στο πρόσωπο του Τιβέριας. Όπως η βασίλισσα, τα δόντια του είναι εκτυφλωτικά λευκά. «Κι όμως θέλω, αγαπητή μου. Για πρώτη φορά στην υποτυπώδη μικρή ζωή σου έχεις έναν σκοπό». Τα λόγια του είναι σαν χαστούκι στο πρόσωπό μου. «Βρισκόμαστε στα πρώιμα στάδια μιας ανεπίκαιρης επανάστασης, με τρομοκρατικές ομάδες ή μαχητές της ελευθερίας, ή όπως αλλιώς αυτοί οι ανόητοι Κόκκινοι αποκαλούν τους εαυτούς τους, ανατινάζοντας πράγματα στο όνομα της ισότητας». «Η Ερυθρά Φρουρά». Η Φάρλεϊ. Ο Σέιντ. Καθώς το όνομα
100
VICTORIA AVEYARD
περνάει από το μυαλό μου, εύχομαι η βασίλισσα Ελάρα να μείνει έξω από το κεφάλι μου. «Έκαναν βομβιστική επίθεση…» «Στην πρωτεύουσα, ναι». Ο βασιλιάς σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και ξύνει τον σβέρκο του. Τα χρόνια που πέρασα στη σκιά με δίδαξαν πολλά πράγματα. Ποιος έχει επάνω του πιο πολλά λεφτά, ποιος δε θα σε πάρει χαμπάρι και πώς φέρονται οι ψεύτες. Ο βασιλιάς είναι ψεύτης, συνειδητοποιώ, καθώς σηκώνει πάλι αδιάφορα τους ώμους. Προσπαθεί να δείξει ότι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά δεν πιάνει. Κάτι τον τρόμαξε στη Φάρλεϊ, στην Ερυθρά Φρουρά. Κάτι πολύ μεγαλύτερο από μερικές εκρήξεις. «Κι εσύ» συνεχίζει, σκύβοντας μπροστά, «ίσως μπορέσεις να μας βοηθήσεις να τους σταματήσουμε ως εδώ». Θα έβαζα τα γέλια αν δεν ήμουν τόσο τρομαγμένη. «Μ ε το να παντρευτώ… Συγγνώμη, ποιο είναι το όνομά σου;» Τα μάγουλά του γίνονται άσπρα και υποθέτω ότι είναι η Ασημένια εκδοχή του κοκκινίσματος. Στο κάτω κάτω, το αίμα τους είναι ασημένιο. «Το όνομά μου είναι Μ έιβεν» λέει με φωνή ήρεμη και γλυκιά. Όπως ο Καλ και ο πατέρας του, τα μαλλιά του είναι γυαλιστερά και μαύρα, αλλά οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Ενώ εκείνοι είναι γεροδεμένοι, ο Μ έιβεν είναι αδύνατος με μάτια σαν το καθάριο νερό. «Και εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω». «Αυτό που θέλει να πει ο πατέρας είναι ότι αυτή αντιπροσωπεύει μια ευκαιρία για μας» λέει ο Καλ, που παρεμβαίνει για να του εξηγήσει. Αντίθετα από τον αδελφό του, η φωνή του Καλ είναι δυνατή και αυταρχική. Είναι η φωνή ενός βασιλιά. «Αν τη δουν οι Κόκκινοι, μια Ασημένια στο αίμα αλλά Κόκκινη από τη φύση της, που μεγαλώνει μαζί μας, μπορεί να μαλακώσουν. Είναι σαν ένα παλιό παραμύθι, που μια κοινή κοπέλα γίνεται πριγκίπισσα. Θα γίνει η ηρωίδα τους. Θα κοιτάζουν αυτή αντί για τους τρομοκράτες». Και ύστερα, πιο σιγανά, λέει το σημαντικότερο απ’ όλα: «Θ’ αποσπάσει την προσοχή τους». Όμως δεν είναι παραμύθι ούτε καν όνειρο. Αυτό είναι εφιάλτης.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
101
Θα είμαι φυλακισμένη για την υπόλοιπη ζωή μου, αναγκασμένη να γίνω κάποια άλλη. Να γίνω μια από αυτούς. Μ ια μαριονέτα. Ένα θέαμα για να κρατάνε τον κόσμο χαρούμενο, ήσυχο και ταπεινωμένο. «Κι αν σερβίρουμε την ιστορία σωστά, θα ικανοποιηθούν και οι Μ εγάλοι Οίκοι. Είσαι η χαμένη κόρη ενός ήρωα πολέμου. Ποια μεγαλύτερη τιμή μπορούμε να σου κάνουμε;» Συναντώ το βλέμμα του, ικετεύω σιωπηλά. Μ ε βοήθησε μία φορά, ίσως μπορεί να το ξανακάνει. Αλλά ο Καλ γέρνει το κεφάλι πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, κουνώντας το αργά. Δεν μπορεί να με βοηθήσει εδώ. «Δεν πρόκειται για παράκληση, αρχόντισσα Τιτάνος» λέει ο Τιβέριας. Χρησιμοποιεί το νέο μου όνομα, τον νέο μου τίτλο. «Θα το αποδεχθείς και θα το φέρεις σε πέρας όπως πρέπει». Η βασίλισσα Ελάρα στρέφει τα ανοιχτόχρωμα μάτια της επάνω μου. «Θα ζήσεις εδώ, όπως είναι το έθιμο για τις βασιλικές νύφες. Η κάθε μέρα θα σχεδιάζεται κατά την κρίση μου και θα διδαχθείς τα πάντα, οτιδήποτε μπορεί να σε καταστήσει…» ψάχνει να βρει τη λέξη, δαγκώνοντας τα χείλη της. «… όπως πρέπει». Δε θέλω να ξέρω τι σημαίνει αυτό. «Θα σε παρακολουθούν. Από δω και μπρος θα ζεις στην κόψη του ξυραφιού. Ένα λάθος βήμα, μια λάθος λέξη και θα υποφέρεις γι’ αυτό». Νιώθω ένα σφίξιμο στον λαιμό, λες και ο βασιλιάς κι η βασίλισσα με τυλίγουν με αλυσίδες. «Και η ζωή μου…» «Ποια ζωή;» σκούζει η Ελάρα. «Κοπέλα μου, αυτό που ζεις είναι ένα θαύμα». Ο Καλ κλείνει τα μάτια σφιχτά για μια στιγμή, λες και ο ήχος από το γέλιο της βασίλισσας τον πονά. «Εννοεί την οικογένειά της. Η Μ άρε… το κορίτσι έχει οικογένεια». Την Γκίζα, τη μαμά, τον μπαμπά, τ’ αγόρια, τον Κίλορν –τη ζωή που μου πήραν. «Α, αυτό» λέει ενοχλημένος ο βασιλιάς ενώ κάθεται πάλι βαριά στην καρέκλα του.«Υποθέτω ότι θα τους δώσουμε κάποιο βοήθημα για να μη μιλήσουν».
102
VICTORIA AVEYARD
«Θέλω τ’ αδέλφια μου να γυρίσουν σπίτι από τον πόλεμο». Για μια φορά, νιώθω ότι είπα κάτι σωστό. «Και τον φίλο μου, τον Κίλορν Γουόρεν. Μ ην αφήσετε τους λεγεωνάριους να τον πάρουν». Ο Τιβέριας απαντά στη στιγμή. Δυο τρεις Κόκκινοι στρατιώτες δε σημαίνουν τίποτα γι’ αυτόν. «Έγινε». Ακούγεται λιγότερο σαν συγγνώμη και περισσότερο σαν θανατική καταδίκη.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
103
ΕΝΝΕΑ Αρχόντισσα Μαρέενα Τιτάνος, τέκνο της αρχόντισσας Νόρας Νόλε Τιτάνος και του άρχοντα Ίθαν Τιτάνος, στρατηγού της Σιδηράς Λεγεώνας. Διάδοχος του Οίκου Τιτάνος. Μαρέενα Τιτάνος. Τιτάνος. Το νέο μου όνομα αντηχεί στο κεφάλι μου, καθώς οι Κόκκινες υπηρέτριες με ετοιμάζουν για την επερχόμενη σφαγή. Οι τρεις κοπέλες δουλεύουν γρήγορα και αποδοτικά, χωρίς να μιλούν ποτέ η μία στην άλλη. Ούτε ερωτήσεις μου κάνουν, ακόμα κι αν το θέλουν. Μη λες τίποτα, θυμάμαι ότι μου είχε πει εκείνη η κοπέλα από το χωριό μου. Δεν επιτρέπεται να μιλούν σε μένα και σίγουρα δεν επιτρέπεται να μιλούν για μένα σε κανέναν. Ακόμα και για τα παράξενα πράγματα, τα Κόκκινα πράγματα, που είμαι σίγουρη ότι βλέπουν. Εδώ και πολλά αγωνιώδη λεπτά πασχίζουν να με κάνουν όπως πρέπει. Μ ε μπανιάρουν, με στολίζουν, με βάφουν για να γίνω το ανόητο πράγμα που υποτίθεται ότι είμαι. Το βάψιμο είναι το χειρότερο, ιδίως η πηχτή άσπρη κρέμα που βάζουν στο δέρμα μου. Φέρνουν τρία βάζα από δαύτη και καλύπτουν το πρόσωπο, τον λαιμό, το κλειδοκόκαλο και τα μπράτσα με τη γυαλιστερή υγρή πούδρα. Βλέπω στον καθρέφτη ότι η ζεστασιά έχει φύγει
104
VICTORIA AVEYARD
από μέσα μου, λες και η πούδρα έχει καλύψει τη θερμοκρασία στο δέρμα μου. Ένα βογκητό μού ξεφεύγει όταν συνειδητοποιώ ότι πρέπει να κρύψω το φυσικό κοκκίνισμά μου, την κοκκινίλα στο πρόσωπό μου, το κόκκινο αίμα μου. Προσποιούμαι την Ασημένια και, όταν τελειώνουν το βάψιμο του προσώπου μου, μοιάζω πραγματικά για τέτοια. Μ ε το νέο χλομό δέρμα μου και τα σκουροβαμμένα μάτια και χείλη, φαίνομαι ψυχρή, σκληρή, ένα ζωντανό ξυράφι. Μ οιάζω με Ασημένια. Φαίνομαι όμορφη, και το μισώ αυτό. Πόσο θα κρατήσει άραγε; Αρραβωνιασμένη με έναν πρίγκιπα. Ακόμα και στο δικό μου κεφάλι, ηχεί τρελό. Επειδή είναι. Κανείς Ασημένιος που να είναι με τα καλά του δε θα σε παντρευόταν, πόσο μάλλον ένας πρίγκιπας της Νόρτας. Ούτε για να αποτρέψει μια επανάσταση, ούτε για να κρύψει την ταυτότητά σου, για τίποτα. Τότε γιατί το κάνουν; Όταν οι υπηρέτριες καταφέρνουν να με βάλουν σε μια τουαλέτα, νιώθω σαν πτώμα που το ντύνουν για την κηδεία του. Ξέρω ότι αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Τα Κόκκινα κορίτσια δεν παντρεύονται Ασημένιους πρίγκιπες. Δε θα φορέσω ποτέ στέμμα, ούτε θα καθίσω σε θρόνο. Κάτι θα γίνει, ένα ατύχημα ίσως. Ένα ψέμα θα με ανεβάσει ψηλά και, μια μέρα, ένα άλλο ψέμα θα με ρίξει κάτω. Το φόρεμα έχει μια σκούρα απόχρωση του πορφυρού με ασημί βούλες, και είναι φτιαγμένο από μετάξι και αληθινή δαντέλα. Όλοι οι οίκοι έχουν ένα χρώμα, θυμάμαι, όταν σκέφτομαι το ουράνιο τόξο των οικογενειών. Τα χρώματα των Τιτάνος, του ονόματός μου, πρέπει να είναι πορφυρό και ασημί. Όταν μία από τις υπηρέτριες πάει να μου βγάλει τα σκουλαρίκια, προσπαθώντας να πάρει το τελευταίο κομμάτι της παλιάς ζωής μου, ένα κύμα φόβου με κατακλύζει. «Μ ην τ’ αγγίξεις!» Η κοπέλα πηδάει προς τα πίσω, ανοιγοκλείνοντας έντρομη τα μάτια, ενώ οι άλλες παγώνουν από το ξέσπασμά μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
105
«Συγγνώμη, εγώ…» Μια Ασημένια δε ζητάει ποτέ συγγνώμη. Ξεροβήχω, προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου. «Άσε τα σκουλαρίκια». Η φωνή μου ακούγεται δυνατή, σκληρή – βασιλική. «Μ πορείς ν’ αλλάξεις όλα τα άλλα, αλλά μην πειράξεις τα σκουλαρίκια». Τα τρία φτηνά μεταλλικά κομμάτια, ένα από κάθε αδελφό, δε θα πάνε πουθενά. «Σου πάει το χρώμα». Γυρίζω και βλέπω τις υπηρέτριες σκυμμένες σε όμοιες υποκλίσεις. Και όρθιος από πάνω τους: ο Καλ. Ξάφνου, είμαι πολύ χαρούμενη που το βάψιμο καλύπτει την κοκκινίλα που απλώνεται επάνω μου. Μ ε μια γρήγορη κίνηση του χεριού, διώχνει τις υπηρέτριες που βγαίνουν από το δωμάτιο τρεχάλα, σαν ποντίκια που το σκάνε από τη γάτα. «Μ πορεί να είμαι καινούρια σ’ αυτή την ιστορία με τους βασιλιάδες, αλλά νομίζω ότι δε θα έπρεπε να είσαι εδώ. Στο δωμάτιό μου…» λέω, βάζοντας στη φωνή μου όσο περισσότερη περιφρόνηση μπορώ. Στο κάτω κάτω, δικό του είναι το λάθος που βρίσκομαι σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση. Κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου και εγώ, ενστικτωδώς, κάνω ένα βήμα προς τα πίσω. Τα πόδια μου μπερδεύονται στην ούγια του φορέματός μου και πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στο να μείνω ακίνητη ή να πέσω ανάσκελα. Δεν ξέρω ποιο είναι λιγότερο επιθυμητό. «Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω σε μια ακρόαση». Σταματάει απότομα, παρατηρώντας την αμηχανία μου. Ένας μυς συσπάται νευρικά στο μάγουλό του καθώς με κοιτάζει. Μ άλλον θα θυμάται το απελπισμένο κορίτσι που προσπάθησε να τον κλέψει το περασμένο βράδυ. Δε μοιάζω διόλου μ’ αυτό τώρα. «Λυπάμαι που σε έμπλεξα σ’ αυτό, Μ άρε». «Μαρέενα». Ακόμα κα το όνομα φαντάζει λάθος. «Αυτό είναι το όνομά μου, το ξέχασες;» «Τότε το Μ άρε είναι το κατάλληλο υποκοριστικό».
106
VICTORIA AVEYARD
«Δε νομίζω ότι κάτι επάνω μου είναι κατάλληλο». Τα μάτια του Καλ με περιεργάζονται και το δέρμα μου καίγεται κάτω από το βλέμμα του. «Πώς σου φαίνεται ο Λούκας;» λέει τελικά, κάνοντας ευγενικά ένα βήμα πίσω. Ο φρουρός Σάμος, ο πρώτος αξιοπρεπής Ασημένιος που συνάντησα εδώ. «Εντάξει είναι, υποθέτω». Ίσως η βασίλισσα τον απομακρύνει αν αποκαλύψω πόσο ευγενικός ήταν μαζί μου. «Ο Λούκας είναι καλός άνθρωπος. Η οικογένειά του τον θεωρεί αδύναμο λόγω της καλοσύνης του» προσθέτει, ενώ τα μάτια του σκοτεινιάζουν λιγάκι. Λες και γνωρίζει αυτό το συναίσθημα. «Όμως θα σε υπηρετήσει καλά και δίκαια. Θα φροντίσω γι’ αυτό». Τι γλυκό από μέρους του. Μου δίνει έναν καλό δεσμοφύλακα. Αλλά δαγκώνω τη γλώσσα μου. Δε θα κερδίσω τίποτε αν χαλάσω τη χαρά του. «Ευχαριστώ, Υψηλότατε». Η σπίθα επιστρέφει στα μάτια του και το χαμόγελο στα χείλη του. «Ξέρεις, το όνομά μου είναι Καλ». «Κι εσύ ξέρεις το όνομά μου, έτσι δεν είναι;» του λέω παγερά. «Ξέρεις από πού κατάγομαι». Εκείνος συγκατανεύει ελαφρά, σαν να ντρέπεται. «Πρέπει να τους φροντίσεις». Την οικογένειά μου. Τα πρόσωπά τους πετούν μπροστά στα μάτια μου, είναι ήδη τόσο μακριά. «Όλους, για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορείς». «Και βέβαια θα το κάνω». Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, καλύπτοντας το κενό ανάμεσά μας. «Συγγνώμη» επαναλαμβάνει. Τα λόγια ηχούν στο κεφάλι μου, κάτι μου θυμίζουν... Ο τοίχος της φωτιάς. Ο καπνός που μ’ έπνιξε. Συγγνώμη, συγνώμη, συγγνώμη. Ο Καλ ήταν αυτός που με έπιασε νωρίτερα, που με εμπόδισε να το σκάσω από αυτό το απαίσιο μέρος. «Λυπάσαι που δε μου έδωσες την ευκαιρία να το σκάσω;» «Εννοείς αν κατάφερνες να περάσεις από τους Σκοπούς, την Ασφάλεια, τα τείχη, το δάσος, για να γυρίσεις στο χωριό σου και να περιμένεις εκεί μέχρι να έρθει η ίδια η βασίλισσα να σε
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
107
κυνηγήσει;» αποκρίνεται, αντιμετωπίζοντας με ηρεμία τις κατηγορίες μου. «Το να σε σταματήσω ήταν το καλύτερο τόσο για σένα όσο και για την οικογένειά σου». «Θα μπορούσα να ξεφύγω. Δε με ξέρεις καλά». «Ξέρω ότι η βασίλισσα θα έκανε τον κόσμο άνω κάτω για να βρει το κοριτσάκι του κεραυνού». «Μ η με λες έτσι». Το παρατσούκλι πονάει πιο πολύ από το ψεύτικο όνομα που ακόμα προσπαθώ να συνηθίσω. Κοριτσάκι του κεραυνού. «Έτσι με λέει η μητέρα σου». Γελάει πικρά. «Δεν είναι η μητέρα μου. Είναι του Μ έιβεν, όχι δική μου». Από το σφίξιμο των σαγονιών του, καταλαβαίνω ότι δεν πρέπει να συνεχίσω πάνω σ’ αυτό το θέμα. «Ω» είναι το μόνο που λέω με φωνή σιγανή. Σβήνει γρήγορα, μια σβησμένη ηχώ στη θολωτή οροφή. Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω ολόγυρα το νέο μου δωμάτιο για πρώτη φορά από τότε που μπήκα εδώ μέσα. Είναι ωραιότερο από όσα έχω δει μέχρι τώρα, μάρμαρο και γυαλί, μετάξι και φτερά. Το φως έχει αλλάξει, έχει τώρα το πορτοκαλί χρώμα του δειλινού. Η νύχτα φτάνει. Και μαζί της, το υπόλοιπο της ζωής μου. «Σήμερα το πρωί ξύπνησα σαν ένας άνθρωπος» μουρμουρίζω, απευθυνόμενη μάλλον στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. «Και τώρα υποτίθεται ότι είμαι κάποια άλλη». «Μ πορείς να το κάνεις αυτό». Καταλαβαίνω ότι κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. Η ζεστασιά του γεμίζει το δωμάτιο με έναν τρόπο που κάνει το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει. Αλλά δεν τον κοιτάζω. Δε θα το κάνω. «Πώς το ξέρεις;» «Επειδή πρέπει». Δαγκώνει τα χείλη και με κοιτάζει. «Όσο όμορφος είναι αυτός ο κόσμος, άλλο τόσο επικίνδυνος είναι. Οι άνθρωποι που δεν είναι χρήσιμοι, οι άνθρωποι που κάνουν λάθη, μπορεί να εξαφανιστούν. Κι εσύ μπορεί να εξαφανιστείς». Αυτό θα γίνει. Μια μέρα. Αλλά δεν είναι η μόνη απειλή που αντιμετωπίζω. «Ώστε η στιγμή που θα τα κάνω θάλασσα μπορεί να είναι η τελευταία μου;»
108
VICTORIA AVEYARD
Δε μιλάει, αλλά μπορώ να δω την απάντηση στα μάτια του. Ναι. Τα δάχτυλά μου παίζουν με την ασημένια ζώνη στη μέση μου, τη σφίγγω δυνατά. Αν έβλεπα όνειρο, θα είχα ξυπνήσει. Αλλά δε γίνεται κάτι τέτοιο. Συμβαίνει πραγματικά. «Τι θα γίνει μ’ εμένα;» Απλώνω τα χέρια μου και τα κοιτάζω σαν να είναι σατανικά πράγματα. «Μ ’ αυτά;» Ο Καλ χαμογελάει. «Νομίζω ότι θα τα συνηθίσεις». Ύστερα δείχνει το δικό του γυμνό χέρι. Ένα παράξενο κόλπο στον καρπό του, κάτι σαν βραχιόλι με δύο μεταλλικές άκρες, κλείνει και βγάζει σπίθες. Αντί να εξαφανιστούν αμέσως, οι σπίθες λαμπαδιάζουν και μετατρέπονται σε κόκκινη φλόγα, που δημιουργεί ένα κύμα ζέστης. Είναι πυροφόρος, ελέγχει τη ζέστη και τη φωτιά, θυμάμαι. Είναι πρίγκιπας και γι’ αυτό επικίνδυνος. Αλλά η φλόγα εξαφανίζεται γρήγορα, όπως ήρθε. Μ ένει μόνο το ενθαρρυντικό χαμόγελο του Καλ και ο υπόκωφος θόρυβος από τις κρυμμένες κάμερες που παρακολουθούν τα πάντα. Οι μασκοφορεμένοι Σκοποί στην άκρη του ματιού μου είναι μια συνεχής υπενθύμιση της νέας θέση μου. Είμαι σχεδόν πριγκίπισσα, μνηστευμένη με τον δεύτερο πιο περιζήτητο εργένη της χώρας. Και είμαι ένα ψέμα. Ο Καλ έχει φύγει εδώ και ώρα. Είμαι μόνη με τους φρουρούς μου. Ο Λούκας δεν είναι και τόσο κακός, αλλά οι άλλοι είναι αυστηροί, αμίλητοι και ποτέ δε με κοιτούν στα μάτια. Οι φρουροί, ακόμα και ο Λούκας, έχουν αναλάβει να με κρατούν φυλακισμένη μέσα στο ίδιο μου το δέρμα, κόκκινη πίσω από ένα ασημένιο παραπέτασμα που δεν πρέπει να τραβηχτεί ποτέ. Αν πέσω, ακόμα κι αν γλιστρήσω, θα πεθάνω. Κι άλλοι θα πεθάνουν λόγω της αποτυχίας μου. Καθώς με συνοδεύουν στο συμπόσιο, ανακαλώ την ιστορία που η βασίλισσα μ’ έκανε να αποτυπώσω στον νου μου, το ωραίο παραμύθι που θα έλεγε στην αυλή. Είναι απλό, εύκολο να το θυμάται κανείς, αλλά ακόμα με κάνει να φοβάμαι. Γεννήθηκα στο μέτωπο του πολέμου. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης στο στρατόπεδο.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
109
Ένας Κόκκινος στρατιώτης μ’ έσωσε από τα ερείπια και με πήγε στο σπίτι του σε μια σύζυγο που πάντα λαχταρούσε μια θυγατέρα. Με ανάθρεψαν σ’ ένα χωριό, στα Ξυλόβαθρα, και είχα άγνοια της καταγωγής μου και της ικανότητάς μου μέχρι σήμερα το πρωί. Και τώρα γύρισα στη σωστή μου θέση. Η σκέψη με κάνει και αρρωσταίνω. Η σωστή μου θέση είναι στο σπίτι, με τους γονείς μου, την Γκίζα και τον Κίλορν. Όχι εδώ. Οι Σκοποί προπορεύονται μέσα σ’ έναν λαβύρινθο από διαδρόμους των ανωτέρων επιπέδων του παλατιού. Όπως ο Σπειροειδής Κήπος, η αρχιτεκτονική είναι όλο καμπές από πέτρα, γυαλί και μέταλλο, που στρέφονται αργά προς τα κάτω. Το μείγμα διαμαντιού και γυαλιού βρίσκεται σε κάθε γωνία, αποκαλύπτοντας την υπέροχη θέα της αγοράς, της κοιλάδας του ποταμού και του δάσους πιο πέρα. Από αυτό το ύψος, μπορώ να δω λόφους που δεν ήξερα ότι υπήρχαν να υψώνονται στο βάθος και να διαγράφονται στον ήλιο που βασιλεύει. «Τα δύο τελευταία πατώματα είναι τα βασιλικά διαμερίσματα» λέει ο Λούκας, καθώς μου δείχνει επάνω τον επικλινή, σπειροειδή διάδρομο. Το ηλιόφως λαμποκοπά σαν καταιγίδα φωτιάς, ρίχνοντας φωτεινές κηλίδες πάνω μας. «Ο ανελκυστήρας θα μας κατεβάσει στην αίθουσα χορού. Εδώ είμαστε». Ο Λούκας σταματάει δίπλα σ’ έναν μεταλλικό τοίχο που αντανακλά θολά τα είδωλά μας. Ύστερα, με μια κίνηση του χεριού του, ο τοίχος παραμερίζει. Οι Σκοποί μάς βάζουν σε ένα κουτί χωρίς καθόλου παράθυρα και με σκληρό φωτισμό. Αναπνέω με δυσκολία, και πολύ θα ήθελα να βγω από αυτό το πράγμα που μοιάζει με τεράστιο μεταλλικό φέρετρο. Πετάγομαι ξαφνιασμένη όταν ο ανελκυστήρας κινείται ξαφνικά, κάνοντας τους παλμούς μου να καλπάσουν. Η ανάσα μου γίνεται κοφτή καθώς κοιτάζω γύρω μου με έντρομα, γουρλωμένα μάτια και περιμένω να δω τους άλλους να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Όμως κανείς δε φαίνεται να δίνει σημασία στο γεγονός ότι το δωμάτιο όπου είμαστε πέφτει. Μ όνο ο Λούκας παρατηρεί τη
110
VICTORIA AVEYARD
δυσφορία μου και μειώνει λίγο την ταχύτητα της κατάβασής μας. «Ο ανελκυστήρας ανεβοκατεβαίνει, έτσι δε χρειάζεται να περπατάμε. Αυτό το μέρος είναι πολύ μεγάλο, αρχόντισσα Τιτάνος» μουρμουρίζει με ένα αχνό χαμόγελο. Είμαι μοιρασμένη ανάμεσα στον θαυμασμό και στον φόβο καθώς πέφτουμε, έτσι βγάζω έναν αναστεναγμό ανακούφισης όταν ο Λούκας ανοίγει τις πόρτες του ανελκυστήρα. Βγαίνουμε στον διάδρομο με τους καθρέφτες όπου έτρεχα σήμερα το πρωί. Οι σπασμένοι καθρέφτες έχουν ήδη διορθωθεί – είναι σαν να μην έγινε τίποτα. Όταν η βασίλισσα Ελάρα εμφανίζεται από τη γωνία, με τους δικούς της Σκοπούς κατά πόδας, ο Λούκας κάνει μια βαθιά υπόκλιση. Η βασίλισσα τώρα φοράει μαύρο, κόκκινο και ασημί, τα χρώματα του συζύγου της. Μ ε τα ξανθά μαλλιά και τη χλομή επιδερμίδα μοιάζει πιο πολύ με φάντασμα. Μ ’ αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει κοντά της καθώς βαδίζουμε. Τα χείλη της δεν κινούνται, αλλά ακούω τη φωνή της να αντηχεί στο κεφάλι μου. Αυτή τη φορά δεν πονάει ούτε μου προκαλεί ναυτία, αλλά η αίσθηση είναι αρρωστημένη και άσχημη. Θέλω να ουρλιάξω, να την κάνω να ξεκολλήσει από το κεφάλι μου, όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εκτός από το να τη μισώ. Στην οικογένεια Τιτάνος ήταν όλοι εξολοθρευτές, λέει και η φωνή της ακούγεται ολόγυρα. Μπορούσαν να ανατινάζουν πράγματα με ένα άγγιγμα, όπως έκανε η μικρή Λερολάν στον διαγωνισμό για την επιλογή της μέλλουσας βασίλισσας. Όταν προσπαθώ να θυμηθώ την κοπέλα, η Ελάρα προβάλλει μια εικόνα της κατευθείαν στο μυαλό μου. Δεν είναι πολύ καθαρή, ωστόσο βλέπω ένα νεαρό κορίτσι στα πορτοκαλί να ανατινάζει πέτρες και άμμο σαν στρατιωτικές βόμβες. Η μητέρα σου, η Νόρα Νόλε, ήταν καταιγίδα όπως όλοι του Οίκου Νόλε. Οι καταιγίδες ελέγχουν τον καιρό κατά κάποιον τρόποι. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο, αλλά η ένωσή τους είχε αποτέλεσμα τη μοναδική ικανότητά σου να ελέγχεις τον ηλεκτρισμό. Μην πεις τίποτα άλλο, αν σε ρωτήσεις
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
111
κανείς. Τι θέλεις πραγματικά από μένα; Ακόμα και στο κεφάλι μου, η φωνή μου τρέμει. Το γέλιο της αναπηδά μέσα στο κρανίο μου. Είναι η μόνη απάντηση που παίρνω. Να θυμάσαι το πρόσωπο που υποτίθεται ότι είσαι και να το θυμάσαι καλά, συνεχίζει, αγνοώντας την ερώτησή μου. Θα υποκριθείς ότι ανατράφηκες σαν Κόκκινη, αλλά είσαι Ασημένια στο αίμα. Τώρα είσαι Κόκκινη στο κεφάλι, Ασημένια στην καρδιά. Ένα ρίγος φόβου με διαπερνά. Από τώρα έως το τέλος των ημερών σου, πρέπει να λες ψέματα. Η ζωή σου εξαρτάται από αυτό, κοριτσάκι του κεραυνού.
112
VICTORIA AVEYARD
ΔΕΚΑ Η Ελάρα μ’ αφήνει έξω στον διάδρομο να αναλογίζομαι τα λόγια της. Πάντα πίστευα ότι υπήρχαν μόνο οι παρακάτω διακρίσεις: Ασημένιος και Κόκκινος, πλούσιος και φτωχός, βασιλιάδες και δούλοι. Όμως υπάρχουν πολύ περισσότερα ενδιάμεσα, πράγματα που δεν καταλαβαίνω, και τώρα βρίσκομαι στη μέση όλων αυτών. Μ εγάλωσα με το ερωτηματικό αν θα είχα φαγητό το μεσημέρι∙ τώρα βρίσκομαι σε ένα παλάτι έτοιμη να με φάνε ζωντανή. Κόκκινη στο κεφάλι, Ασημένια στην καρδιά, σ’ αυτό πρέπει να μείνω προσηλωμένη, αυτό θα οδηγεί τις κινήσεις μου. Τα μάτια μου παραμένουν ορθάνοιχτα μπροστά στο μεγαλείο του παλατιού που ούτε στον ύπνο τους δεν είχαν δει ποτέ τόσο η Μ άρε όσο και η Μ αρέενα, όμως το στόμα μου είναι σφιγμένο. Η Μ αρέενα είναι εντυπωσιασμένη, αλλά ελέγχει τα συναισθήματά της. Είναι ψυχρή και χωρίς αισθήματα. Οι θύρες στο τέλος του διαδρόμου ανοίγουν, αποκαλύπτοντας το μεγαλύτερο δωμάτιο που έχω δει ποτέ, μεγαλύτερο ακόμα κι από την αίθουσα του θρόνου. Δε νομίζω ότι θα συνηθίσω ποτέ το μέγεθος αυτού του μέρους. Περνάω τις θύρες και βρίσκομαι σε ένα πλατύσκαλο. Σκαλοπάτια οδηγούν στη σάλα όπου κάθε οίκος
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
113
περιμένει με ψυχρότητα και με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Και πάλι φορούν τα χρώματά τους. Μ ερικοί μουρμουρίζουν μεταξύ τους, ίσως για μένα και τη μικρή μου παράσταση. Ο βασιλιάς Τιβέριας και η Ελάρα κάθονται σε μια υπερυψωμένη επιφάνεια λίγα εκατοστά από το πάτωμα, απέναντι από το πλήθος των υπηκόων τους. Δε χάνουν ποτέ ευκαιρία να κάνουν επίδειξη της εξουσίας τους πάνω στους άλλους. Είτε είναι πολύ ματαιόδοξοι είτε έχουν επίγνωση των καταστάσεων. Για να φαίνεσαι ισχυρός, πρέπει να είσαι ισχυρός. Οι πρίγκιπες είναι ταιριαστοί με τους γονείς τους. Φορούν διαφορετικά ρούχα σε κόκκινο και μαύρο χρώμα, διακοσμημένα με στρατιωτικά μετάλλια. Ο Καλ στέκει στα δεξιά του πατέρα του, με πρόσωπο ακίνητο και απαθές. Αν ξέρει ποια θα παντρευτεί, δε φαίνεται ιδιαίτερα ευτυχής γι’ αυτό. Ο Μ έιβεν πάλι είναι στα αριστερά της μητέρας του, με πρόσωπο συννεφιασμένο από την καταιγίδα που μαίνεται μέσα του. Ο μικρός αδελφός δεν είναι τόσο καλός όσο ο Καλ στο να κρύβει τα συναισθήματά του. Τουλάχιστον δε θα έχω να κάνω με έναν καλό ψεύτη. «Το δικαίωμα για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας είναι πάντα ένα χαρμόσυνο γεγονός. Αντιπροσωπεύει το μέλλον του μεγάλου βασιλείου μας και τους δεσμούς που μας κρατούν γερά ενωμένους μπροστά στους εχθρούς μας» λέει ο βασιλιάς, απευθυνόμενος στο πλήθος. Δε με βλέπουν ακόμα, καθώς στέκομαι στην άλλη άκρη της αίθουσας και τους κοιτάζω από ψηλά. «Αλλά όπως είδατε σήμερα, αυτή η τελετή έφερε κάτι παραπάνω από μια μέλλουσα βασίλισσα». Γυρίζει προς την Ελάρα, που σφίγγει το χέρι του βασιλιά στο δικό της με πειθήνιο χαμόγελο. Η μεταμόρφωσή της από διαβολική και αχρεία γυναίκα σε ντροπαλή βασίλισσα είναι εκπληκτική. «Όλοι θυμόμαστε τη μεγάλη μας ελπίδα στην σκοτεινιά του πολέμου, τον αρχηγό, τον φίλο μας, τον στρατηγό Ίθαν Τιτάνος» λέει η Ελάρα. Τα μουρμουρητά του κόσμου στην αίθουσα φανερώνουν είτε αγάπη είτε θλίψη. Ακόμα και ο πατριάρχης των Σάμος, ο σκληρός
114
VICTORIA AVEYARD
πατέρας της Εβαγκελίν, σκύβει το κεφάλι. «Οδήγησε τη Σιδερένια Λεγεώνα στη νίκη, μεταφέροντας στο εχθρικό έδαφος το μέτωπο του πολέμου που παρέμεινε αμετακίνητο εδώ και εκατό χρόνια. Οι Λιμνιώτες τον έτρεμαν, οι στρατιώτες μας τον αγαπούσαν». Πολύ αμφιβάλλω αν έστω και ένας Κόκκινος στρατιώτης αγάπησε τον Ασημένιο στρατηγό τους. «Οι Λιμνιώτες κατάσκοποι σκότωσαν τον αγαπημένο μας φίλο Ίθαν, διεισδύοντας κρυφά στις γραμμές μας για να καταστρέψουν τη μόνη ελπίδα μας για ειρήνη. Η σύζυγός του, η αρχόντισσα Νόρα, μια καλή και δίκαιη γυναίκα, πέθανε μαζί του. Εκείνη τη μοιραία ημέρα πριν από δεκαέξι χρόνια, ο Οίκος Τιτάνος χάθηκε. Φίλοι μας έφυγαν από κοντά μας. Ασημένιο αίμα χύθηκε». Απόλυτη σιωπή επικρατεί στην αίθουσα καθώς η βασίλισσα κάνει μια παύση για να σκουπίσει από τα μάτια της τα δάκρυα, που ξέρω ότι είναι ψεύτικα. Μ ερικές κοπέλες που είχαν λάβει μέρος στον διαγωνισμό για την επιλογή της μέλλουσας βασίλισσας κινούνται νευρικά στα καθίσματά τους. Δεν ενδιαφέρονται για έναν νεκρό στρατηγό, ούτε και η βασίλισσα, στην πραγματικότητα. Για μένα νοιάζονται, για κάποιο Κόκκινο κορίτσι που, με κάποιο τρόπο, εισχώρησε στη βασιλική οικογένεια χωρίς να το παρατηρήσει κανείς. Είναι ένα μαγικό κόλπο και η βασίλισσα μια ικανή μάγισσα. Τα μάτια της με βρίσκουν, φανερώνοντας το σημείο όπου στέκομαι στο πάνω μέρος της σκάλας και όλοι ακολουθούν το βλέμμα της. Κάποιοι φαίνονται μπερδεμένοι, ενώ άλλοι με αναγνωρίζουν από τα πρωινά γεγονότα. Και κάποιοι άλλοι καρφώνουν το βλέμμα τους στο φόρεμά μου. Γνωρίζουν τα χρώματα του Οίκου Τιτάνος καλύτερα από εμένα και καταλαβαίνουν ποια είμαι. Ή τουλάχιστον ποια προσποιούμαι ότι είμαι. «Σήμερα το πρωί είδαμε ένα θαύμα. Παρακολουθήσαμε ένα Κόκκινο κορίτσι να πέφτει μέσα στην αρένα σαν κεραυνός, επιδεικνύοντας μια δύναμη που δε θα έπρεπε να έχει». Κι άλλοι ψίθυροι ακούγονται και μερικοί Ασημένιοι σηκώνονται όρθιοι. Η
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
115
κόρη των Σάμος φαίνεται οργισμένη, καθώς με καρφώνει με τα μαύρα μάτια της. «Ο βασιλιάς κι εγώ κάναμε πολλές ερωτήσεις στο κορίτσι για να δούμε πώς το κατάφερε αυτό». Η φράση κάναμε πολλές ερωτήσεις είναι αστείος τρόπος για να περιγράψει το ψαχούλεμα του εγκεφάλου μου. «Δεν είναι Κόκκινη, αλλά παραμένει ένα θαύμα. Φίλοι μου, καλωσορίστε, παρακαλώ, την επιστροφή της αρχόντισσας Μ αρέενας Τιτάνος, της θυγατέρας του Ίθαν Τιτάνος, που είχε χαθεί και τώρα βρέθηκε». Μ ε μια κίνηση του χεριού της μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Υπακούω. Κατεβαίνω τα σκαλιά μέσα σε χειροκροτήματα, αλλά εγώ προσέχω περισσότερο να μην πέσω. Τα πόδια μου, ωστόσο, είναι σταθερά και το πρόσωπό μου ανέκφραστο, καθώς βαδίζω ανάμεσα σε εκατοντάδες πρόσωπα γεμάτα ερωτηματικά, περιέργεια και καχυποψία. Ο Λούκας και οι φρουροί μου δε μ’ ακολουθούν, παραμένουν στο πλατύσκαλο. Γι’ άλλη μια φορά, είμαι ολομόναχη μπροστά σ’ αυτούς τους ανθρώπους και ποτέ δεν ένιωσα τόσο γυμνή, παρά τις πολλές στρώσεις του μεταξιού και της πούδρας. Και πάλι ευγνωμονώ το βάψιμο. Είναι η ασπίδα μου, ανάμεσα σ’ αυτούς και στην αλήθεια για το ποια είμαι πραγματικά. Μ ια αλήθεια που ούτε εγώ καταλαβαίνω. Η βασίλισσα δείχνει ένα άδειο κάθισμα στην πρώτη σειρά του πλήθους και προχωρώ προς αυτό. Τα κορίτσια που είχαν λάβει μέρος στον διαγωνισμό για τη μέλλουσα βασίλισσα με παρακολουθούν και σίγουρα αναρωτιούνται γιατί είμαι εδώ και γιατί είμαι τόσο σημαντική ξαφνικά. Αλλά είναι μόνο περίεργες, όχι θυμωμένες. Μ ε κοιτάζουν με οίκτο, δίνοντας έμφαση στη θλιβερή ιστορία μου. Εκτός από την Εβαγκελίν Σάμος. Όταν τελικά πηγαίνω στη θέση μου, εκείνη κάθεται δίπλα μου και καρφώνει τα μάτια της στα δικά μου. Πάνε πια τα δερμάτινα ρούχα με τα σιδερένια καρφιά. Τώρα φοράει ένα φόρεμα με μεταλλικούς κρίκους που ο ένας είναι χωμένος μέσα στον άλλο. Από τον τρόπο που σφίγγει τα δάχτυλά της, μαντεύω ότι αυτό
116
VICTORIA AVEYARD
που θέλει περισσότερο είναι να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. «Η αρχόντισσα Μ αρέενα κατάφερε να γλιτώσει τη μοίρα των γονιών της. Την πήραν από το μέτωπο και την πήγαν σε ένα Κόκκινο χωριό, δεκάξι χιλιόμετρα περίπου από δω» συνεχίζει ο βασιλιάς, για να μπορέσει να αφηγηθεί τη μεγάλη στροφή στην ιστορία μου. «Μ εγαλωμένη από Κόκκινους γονείς, εργάστηκε ως Κόκκινη υπηρέτρια. Και μέχρι σήμερα το πρωί, πίστευε ότι ήταν μία από αυτούς». Ο αναστεναγμός που συνοδεύει τα λόγια του κάνει τα δόντια μου να τρίξουν. «Η Μ αρέενα ήταν ένα ακατέργαστο διαμάντι που δούλευε στο παλάτι μου, η κόρη του μακαρίτη του φίλου μου κάτω από τη μύτη μου. Αλλά όχι πια. Για να εξιλεωθώ για την άγνοιά μου και για να ξεπληρώσω στον πατέρα της και στον οίκο της τη μεγάλη συνεισφορά τους στο βασίλειο, θα ήθελα να εκμεταλλευτώ αυτή τη στιγμή για να σας ανακοινώσω την ένωση του Οίκου Κάλορε και του αναστημένου Οίκου Τιτάνος». Κι άλλος αναστεναγμός, αυτή τη φορά από τα κορίτσια που έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό. Νομίζουν ότι θα τους πάρω τον Καλ. Νομίζουν ότι είμαι ανταγωνίστριά τους. Σηκώνω τα μάτια μου στον βασιλιά και τον ικετεύω σιωπηλά να συνεχίσει πριν κάποιο από τα κορίτσια με δολοφονήσει. Μ πορώ να νιώσω ήδη το ψυχρό μέταλλο της Εβαγκελίν να με πετσοκόβει. Έχει πλέξει τα δάχτυλά της σφιχτά, οι αρθρώσεις τους έχουν ασπρίσει από την προσπάθεια να αντισταθεί στην παρόρμησή της να με γδάρει μπροστά σε όλους. Από την άλλη πλευρά, ο σκυθρωπός πατέρας της βάζει το χέρι του στο μπράτσο της για να τη συγκρατήσει. Όταν ο Μ έιβεν κάνει ένα βήμα μπροστά, η ένταση στην αίθουσα πέφτει. Ψελλίζει για λίγο, μπερδεύοντας τα λόγια που του έχουν μάθει να πει, αλλά τελικά βρίσκει τη φωνή του. «Αρχόντισσα Μ αρέενα». Προσπαθώντας να μην τρέμω, σηκώνομαι όρθια και στέκομαι μπροστά του.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
117
«Μ προστά στα μάτια του βασιλικού πατέρα μου και της αυλής των ευγενών, θα ήθελα να ζητήσω το χέρι σου σε γάμο. Δεσμεύομαι απέναντί σου, Μ αρέενα Τιτάνος. Δέχεσαι;» Η καρδιά μου βροντοχτυπά καθώς εκείνος μιλάει. Παρότι τα λόγια του ηχούν σαν ερώτηση, ξέρω ότι δεν έχω επιλογή στην απάντησή μου. Δεν έχει σημασία πόσο θέλω να κοιτάξω αλλού, τα μάτια μου μένουν πάνω στον Μ έιβεν. Εκείνος μου χαρίζει ένα αχνό, ενθαρρυντικό χαμόγελο. Αναρωτιέμαι ποια κοπέλα είχαν επιλέξει γι’ αυτόν. Ποιον θα επέλεγα εγώ; Αν τίποτα από αυτά δεν είχαν συμβεί, αν το αφεντικό του Κίλορν δεν είχε πεθάνει, αν το χέρι της Γκίζας δεν είχε σπάσει, αν τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αν. Είναι η χειρότερη λέξη στον κόσμο. Στράτευση. Επιβίωση. Πρασινομάτικα παιδιά με τα δικά μου γρήγορα πόδια και το επίθετο του Κίλορν. Αυτό το μέλλον ήταν σχεδόν αδύνατο πριν∙ τώρα είναι ανύπαρκτο. «Δεσμεύομαι απέναντί σου, Μ έιβεν Κάλορε» λέω, μπήγοντας τα τελευταία καρφιά στο φέρετρό μου. Η φωνή μου τρέμει, αλλά δε σταματώ. «Δέχομαι». Αυτό βάζει ένα τέλος, κλείνει μια πόρτα στο υπόλοιπο της ζωής μου. Νιώθω να καταρρέω, αλλά καταφέρνω να καθίσω πάλι με χάρη. Ο Μ έιβεν ξαναγυρίζει στη θέση του, ευγνώμων που βρίσκεται μακριά από τα φώτα. Η μητέρα του τον χτυπάει απαλά στο μπράτσο για να τον καθησυχάσει. Χαμογελάει απαλά, μόνο γι’ αυτόν. Ακόμα και οι Ασημένιοι αγαπάνε τα παιδιά τους. Αλλά ξαναγίνεται ψυχρή μόλις σηκώνεται ο Καλ. Το χαμόγελό της εξαφανίζεται στη στιγμή. Ο αέρας θαρρείς και λιγοστεύει στην αίθουσα, καθώς κάθε κορίτσι παίρνει βαθιά αναπνοή, περιμένοντας την απόφασή του. Αμφιβάλλω αν ο Καλ είχε λόγο στην επιλογή της βασίλισσας, αλλά παίζει καλά τον ρόλο του, όπως ο Μ έιβεν, όπως προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Χαμογελάει αποκαλύπτοντας ακόμα πιο λευκά δόντια που κάνουν μερικά κορίτσια ν’ αναστενάξουν. Όμως το
118
VICTORIA AVEYARD
ζεστό βλέμμα του είναι φοβερά επίσημο. «Είμαι ο διάδοχος του πατέρα μου, γεννημένος με το προνόμιο της δύναμης και της εξουσίας. Μ ου οφείλετε πίστη και υπακοή, όπως εγώ σας οφείλω τη ζωή μου. Είναι καθήκον μου να υπηρετώ εσάς και το βασίλειο όσο καλύτερα μπορώ… και περισσότερο ακόμα». Έχει κάνει πρόβα τον λόγο του, αλλά η ζέση που δείχνει ο Καλ δεν μπορεί να είναι ψεύτικη. Πιστεύει στον εαυτό του, ότι θα είναι καλός βασιλιάς – ή θα πεθάνει προσπαθώντας. «Χρειάζομαι μια βασίλισσα που θα θυσιάσει τόσο πολλά όσο κι εγώ, για να διατηρήσει την τάξη, τη δικαιοσύνη και την ισορροπία». Τα κορίτσια που είχαν διαγωνιστεί γέρνουν προς τα μπρος, ανυπόμονα ν’ ακούσουν τα επόμενα λόγια του. Η Εβαγκελίν δεν κουνιέται, ενώ ένα αισχρό χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπό της. Ο Οίκος Σάμος φαίνεται το ίδιο ήρεμος. Ο αδελφός της ο Πτολέμους, μάλιστα, πνίγει ένα χασμουρητό. Ξέρουν ποια έχει επιλεγεί. «Αρχόντισσα Εβαγκελίν». Δεν ακούγεται κανένα επιφώνημα έκπληξης ή σοκαρίσματος, ούτε κραυγή ενθουσιασμού από μέρους της. Ακόμα κι οι άλλες κοπέλες, παρά την απογοήτευσή τους, κάθονται πάλι σηκώνοντας απλώς τους ώμους. Όλοι ήξεραν ότι ήταν αναμενόμενο. Θυμάμαι την οικογένεια των παχουλών στον Σπειροειδή Κήπο, που παραπονιούνταν ότι η Εβαγκελίν είχε ήδη κερδίσει. Είχαν δίκιο. Μ ε μια ασταθή, ψυχρή χάρη, η Εβαγκελίν σηκώνεται όρθια. Μ ετά βίας ρίχνει ένα βλέμμα στον Καλ. Αντίθετα, γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω και χαμογελά με κακία στα απογοητευμένα κορίτσια. Θέλει να δουν τη στιγμή της δόξας της. Θέλει να δουν όλοι τι κατάφερε. Ένα χαμόγελο πλανιέται στο πρόσωπό της, όταν το βλέμμα της πέφτει επάνω μου. Δε χάνω τη θανατηφόρα λάμψη των δοντιών της. Όταν γυρίζει πάλι το κεφάλι, ο Καλ επαναλαμβάνει την πρόταση του αδελφού του. «Μ προστά στα μάτια του βασιλικού πατέρα μου και της αυλής των ευγενών, θα ήθελα να ζητήσω το
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
119
χέρι σου σε γάμο. Δεσμεύομαι απέναντί σου, Εβαγκελίν Σάμος. Δέχεσαι;» «Δεσμεύομαι απέναντί σου, πρίγκιπα Τιβέριας» λέει εκείνη με φωνή παράξενα ψιλή και λαχανιασμένη που έρχεται σε αντίθεση με τη σκληρή εμφάνισή της. «Δέχομαι». Μ ε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, η Εβαγκελίν κάθεται πάλι κάτω και ο Καλ γυρίζει στη θέση του. Διατηρεί ένα χαμόγελο σαν ένα κομμάτι πανοπλίας, αλλά εκείνη δε φαίνεται να το παρατηρεί. Τότε νιώθω ένα χέρι στο μπράτσο μου και νύχια μπήγονται στη σάρκα μου. Καταπολεμώ την παρόρμηση να πεταχτώ από την καρέκλα μου. Η Εβαγκελίν δεν αντιδρά και κοιτάζει κατευθείαν μπροστά τη θέση που μια μέρα θα είναι δική της. Αν ήμαστε στα Ξυλόβαθρα, θα της έσπαζα μερικά δόντια. Τα δάχτυλά της χώνονται βαθιά στη σάρκα μου. Αν βγάλει αίμα, κόκκινο αίμα, το μικρό μας παιχνίδι θα τελειώσει προτού καν αρχίσει. Αλλά σταματάει απότομα, αφήνοντας μόνο μελανιές που οι υπηρέτριες θα πρέπει να κρύψουν. «Μ πες στον δρόμο μου και θα σε σκοτώσω, κοριτσάκι του κεραυνού» μουρμουρίζει μέσα από το χαμόγελό της. Κοριτσάκι του κεραυνού. Αυτό το παρατσούκλι αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα. Για να δείξει ότι δεν αστειεύεται, το λείο μεταλλικό βραχιόλι στο καρπό της μετατρέπεται σε έναν κρίκο με μυτερά αγκάθια. Μ ε κάθε κίνηση λαμποκοπά, ικετεύοντας για αίμα. Ξεροκαταπίνω και προσπαθώ να μην κουνηθώ. Αλλά εκείνη παραιτείται γρήγορα και ξαναβάζει τα χέρια στην ποδιά της. Γίνεται πάλι ένα σεμνό Ασημένιο κορίτσι. Αν κάποιος πήγαινε γυρεύοντας για μια αγκωνιά στα μούτρα, αυτή ήταν η Εβαγκελίν Σάμος. Μ ια γρήγορη ματιά στην αίθουσα μου λέει ότι κατήφεια έχει κυριεύσει την αυλή. Μ ερικά κορίτσια είναι δακρυσμένα και ρίχνουν ματιές γεμάτες μίσος στην Εβαγκελίν, ακόμα και σ’ εμένα. Φαίνεται ότι περίμεναν αυτή την ημέρα όλη τους τη ζωή, μόνο για να αποτύχουν. Εγώ θα ήθελα πολύ ν’ απαλλαγώ από τον αρραβώνα μου, ν’ αποποιηθώ αυτό που τόσο απελπισμένα
120
VICTORIA AVEYARD
λαχταρούν, αλλά όχι. Πρέπει να δείχνω χαρούμενη. Πρέπει να υποκρίνομαι. «Όσο υπέροχη και χαρούμενη είναι αυτή η ημέρα» λέει ο βασιλιάς Τιβέριας, αγνοώντας το συναίσθημα που κυριαρχεί στην αίθουσα, «πρέπει να σας θυμίσω γιατί έγινε αυτή η επιλογή. Η δύναμη του Οίκου Σάμος ενώθηκε με του γιου μου και τα παιδιά τους που θα ακολουθήσουν θα βοηθήσουν το έθνος μας. Όλοι γνωρίζετε την επισφαλή κατάσταση του βασιλείου μας, με τον πόλεμο στον βορρά και τους τρελούς εξτρεμιστές, εχθρούς του τρόπου ζωής μας, που προσπαθούν να μας καταστρέψουν εκ των έσω. Η Ερυθρά Φρουρά μπορεί να φαίνεται μικρή και ασήμαντη σ’ εμάς, αλλά αντιπροσωπεύει μια επικίνδυνη καμπή για τους Κόκκινους αδελφούς μας». Σίγουρα δε θα είναι λίγοι αυτοί που θα γελάσουν ειρωνικά με τη λέξη αδελφούς, μαζί κι εγώ. Μικρή και ασήμαντη. Τότε γιατί με χρειάζονται; Γιατί με χρησιμοποιούν, αν η Ερυθρά Φρουρά δεν είναι τίποτα γι’ αυτούς; Ο βασιλιάς είναι ψεύτης. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ακόμα τι προσπαθεί να κρύψει,. Θα μπορούσε να ήταν η δύναμη της Φρουράς. Θα μπορούσε να είμαι εγώ. Μπορεί να είναι και τα δύο. «Αν αυτή η επαναστατική κίνηση εδραιωθεί» συνεχίζει, «θα καταλήξει σε αιματοχυσία και το έθνος θα διαιρεθεί, κάτι που δεν μπορώ να ανεχθώ. Πρέπει να κρατήσουμε την ισορροπία. Η Μ αρέενα και η Εβαγκελίν θα βοηθήσουν σ’ αυτό, για το καλό όλων μας». Μ ουρμουρητά ακούγονται από το πλήθος σ’ αυτά τα λόγια του βασιλιά. Κάποιοι συμφωνούν, άλλοι κοιτάζουν τη μέλλουσα βασίλισσα, αλλά κανείς δεν εκφράζει τη διαφωνία του. Κανείς δε μιλάει. Κανείς δε θ’ άκουγε, αν το έκαναν. Μ ε ένα χαμόγελο στα χείλη, ο βασιλιάς Τιβέριας κλίνει το κεφάλι. Έχει νικήσει και το ξέρει. «Δύναμη και εξουσία» επαναλαμβάνει. Το μότο αυτό αντηχεί στην αίθουσα, καθώς όλοι επαναλαμβάνουν τα λόγια. Λόγια που σκαλώνουν στη γλώσσα μου αφού είναι ξένα στο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
121
στόμα μου. Ο Καλ με κοιτάζει και με βλέπει να τα λέω μαζί με τους άλλους. Εκείνη τη στιγμή, μισώ τον εαυτό μου. «Δύναμη και εξουσία». Υποφέρω στο συμπόσιο, καθώς παρακολουθώ χωρίς να βλέπω, ακούω χωρίς να καταλαβαίνω. Ακόμα και το φαγητό, περισσότερο φαγητό απ’ όσο έχω δει ποτέ μέχρι τώρα, είναι σαν άχυρο στο στόμα μου. Θα έπρεπε να μπουκωθώ, ν’ απολαύσω το καλύτερο γεύμα της ζωής μου, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ ούτε να μιλήσω, όταν ο Μ έιβεν μου ψιθυρίζει με φωνή ήρεμη και άχρωμη για να με καθησυχάσει. «Τα πας περίφημα» λέει, αλλά προσπαθώ να τον αγνοήσω. Όπως ο αδελφός του, φοράει το ίδιο μεταλλικό βραχιόλι που δημιουργεί φλόγες. Είναι μια συνεχής υπενθύμιση για το ποιος και τι είναι ο Μ έιβεν – πανίσχυρος και επικίνδυνος, ένας πυροφόρος, ένας Ασημένιος. Καθισμένη σε ένα τραπέζι φτιαγμένο από κρύσταλλο, πίνοντας αφρώδες χρυσό υγρό ώσπου το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει, νιώθω σαν προδότρια. Τι τρώνε οι γονείς μου για δείπνο απόψε; Ξέρουν άραγε πού είμαι; Ή μήπως η μαμά κάθεται στη βεράντα και περιμένει να γυρίσω στο σπίτι; Όμως εγώ είμαι κολλημένη σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο που θα με σκότωνε αν γνώριζε την αλήθεια. Αλλά και οι βασιλιάδες, που θα με σκότωναν αν μπορούσαν, μάλλον θα με σκοτώσουν μια μέρα. Μ ’ έκαναν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, μετέτρεψαν τη Μ άρε σε Μ αρέενα, μια κλέφτρα σε πριγκίπισσα, το βαμβάκι σε μετάξι, την Κόκκινη σε Ασημένια. Σήμερα το πρωί ήμουν υπηρέτρια, το βράδυ μνηστή του πρίγκιπα. Πόσο θα αλλάξω ακόμα; Τι άλλο θα χάσω; «Φτάνει πια» λέει ο Μ έιβεν. Η φωνή του λες κι έρχεται από μακριά μες στην οχλοβοή του συμποσίου. Μ ου παίρνει το φανταχτερό κύπελλο και το αντικαθιστά με ένα ποτήρι νερό. «Μ ου άρεσε αυτό το ποτό». Όμως κατεβάζω το νερό με λαιμαργία και νιώθω το κεφάλι μου να καθαρίζει.
122
VICTORIA AVEYARD
Ο Μ έιβεν απλώς σηκώνει τους ώμους. «Αργότερα θα μ’ ευχαριστείς». «Ευχαριστώ» λέω σαρκαστικά. Δεν έχω ξεχάσει τον τρόπο που με κοίταξε σήμερα το πρωί, σαν να ήμουν κάτι στη σόλα του παπουτσιού του που έπρεπε να το βγάλει και να το πετάξει. Τώρα όμως το βλέμμα του είναι πιο γλυκό, πιο ήρεμο, σαν του Καλ. «Λυπάμαι για σήμερα το πρωί, Μ αρέενα». Το όνομά μου είναι Μάρε. «Είμαι σίγουρη» λέω αντί γι’ αυτό. «Αλήθεια» λέει γέρνοντας προς το μέρος μου. Καθόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο, με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, στο υπερυψωμένο τραπέζι. «Μ όνο να… συνήθως ο μικρότερος πρίγκιπας επιλέγει μόνος του. Ένα από τα ελάχιστα καλά που έχεις όταν δεν είσαι ο διάδοχος» προσθέτει χαμογελώντας με το ζόρι. Ω! «Δεν το ήξερα αυτό» απαντώ, γιατί δεν ξέρω τι άλλο να πω. Θα έπρεπε να νιώθω λύπη γι’ αυτόν, αλλά δεν μπορώ να αισθανθώ οίκτο για έναν πρίγκιπα. «Ναι, πώς να το ξέρεις; Δε φταις εσύ». Γυρίζει και ρίχνει μια ματιά στην αίθουσα του συμποσίου, σαν να προσπαθεί να βρει κάποιον. Αναρωτιέμαι ποιο πρόσωπο αναζητά. «Είναι εδώ;» μουρμουρίζω. Προσπαθώ να ακούγομαι απολογητική. «Το κορίτσι που θα διάλεγες;» Εκείνος διστάζει, μετά κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν έχω καμία στο μυαλό μου. Αλλά ήταν ωραίο να έχω τη δυνατότητα της επιλογής, ξέρεις». Όχι, δεν ξέρω. Δεν έχω την πολυτέλεια της επιλογής. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. «Δεν είναι το ίδιο με τον αδελφό μου. Εκείνος μεγάλωσε γνωρίζοντας ότι δε θα είχε ποτέ λόγο για το μέλλον του. Τώρα νομίζω ότι παίρνω μια γεύση για το πώς αισθάνεται». «Εσύ κι ο αδελφός σου έχετε τα πάντα, πρίγκιπα Μ έιβεν» ψιθυρίζω με τόση θέρμη που ακούγεται σαν προσευχή. «Ζείτε σε ένα παλάτι, έχετε δύναμη, έχετε εξουσία. Δε θα καταλαβαίνατε τι σημαίνει κούραση και στέρηση αν θα τα αντιμετωπίζατε ποτέ, και
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
123
πίστεψέ με, είναι κάτι πολύ σκληρό. Συγχώρα με, λοιπόν, που δεν μπορώ να νιώσω λύπη για κανέναν σας». Να λοιπόν, που άφησα τη γλώσσα μου να μιλάει χωρίς να σκέφτεται. Καθώς συνέρχομαι και πίνω το υπόλοιπο νερό σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω, ο Μ έιβεν με κοιτάζει ψυχρά. Αλλά ο τοίχος του πάγου λιώνει και το βλέμμα του γλυκαίνει. «Έχεις δίκιο, Μ άρε. Κανείς δε θα ένιωθε λύπη για μένα». Ακούω την πίκρα στη φωνή του. Μ ε ένα ρίγος, τον βλέπω να ρίχνει μια ματιά στον Καλ. Ο μεγαλύτερος αδελφός του λάμπει σαν ήλιος, καθώς γελάει με τον πατέρα τους. Όταν ο Μ έιβεν γυρίζει πάλι προς το μέρος μου, προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά υπάρχει μια θλίψη στα μάτια του που με ξαφνιάζει. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να αγνοήσω τον οίκτο που νιώθω ξαφνικά για τον ξεχασμένο πρίγκιπα. Μ ου περνάει, όμως, όταν θυμάμαι ποιος είναι αυτός και ποια είμαι εγώ. Εγώ είμαι ένα Κόκκινο κορίτσι μέσα σε μια θάλασσα Ασημένιων και δεν μπορώ να αισθανθώ λύπη για κανέναν, πόσο μάλλον για τον γιο μιας οχιάς.
124
VICTORIA AVEYARD
ΕΝΤΕΚΑ Το πλήθος κάνει πρόποση στο τέλος του συμποσίου, σηκώνοντας τα ποτήρια προς το βασιλικό τραπέζι. Σε μια συνεχή ροή, άρχοντες και αρχόντισσες, μέσα σ’ ένα ουράνιο τόξο χρωμάτων, πηγαινοέρχονται σε μια προσπάθεια να κερδίσουν την εύνοια των εστεμμένων. Πρέπει να τους μάθω όλους σύντομα, να ταυτίζω το χρώμα με τον οίκο και τον οίκο με τους ανθρώπους. Ο Μ έιβεν μου ψιθυρίζει τα ονόματά τους, παρότι δε θα τα θυμάμαι αύριο. Στην αρχή είναι ενοχλητικό, αλλά σύντομα πιάνω τον εαυτό μου να γέρνει για να τ’ ακούσει. Ο άρχοντας Σάμος είναι ο τελευταίος που έρχεται να ευχηθεί, κι όταν το κάνει, πέφτει σιωπή. Αυτός ο άνθρωπος γεννά τον σεβασμό και μεταξύ τιτάνων ακόμα. Παρότι τα μαύρα ρούχα του είναι απλά, στολισμένα μόνο με μετάξι, χωρίς σπουδαία κοσμήματα ή σήματα που να τον χαρακτηρίζουν, διαθέτει αναμφισβήτητα τον αέρα της δύναμης. Δε χρειάζεται να μου πει ο Μ έιβεν ότι είναι ο σημαντικότερος πατριάρχης όλων των Μ εγάλων Οίκων, ένα ιδιαίτερα επίφοβο πρόσωπο. «Βόλο Σάμος» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. «Αρχηγός του Οίκου Σάμος. Είναι ιδιοκτήτης και διαχειριστής των ορυχείων σιδήρου. Κάθε όπλο του πολέμου προέρχεται από τη γη του».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
125
Ώστε δεν είναι ένας απλός ευγενής. Θεωρείται πολύ σημαντικός όχι μόνο για τους τίτλους του. Η πρόποση του Βόλο είναι σύντομη και περιεκτική. «Στην κόρη μου» λέει με υπόκωφη, σταθερή και δυνατή φωνή. «Στη μέλλουσα βασίλισσα». «Στην Εβαγκελίν!» φωνάζει ο Πτολέμους, που πετάγεται από την καρέκλα του και σπεύδει να σταθεί δίπλα στον πατέρα του. Ρίχνει μια φλογερή ματιά γύρω του, σαν να προκαλεί όποιον θα τολμούσε να του αντιταχθεί. Μ ερικοί άρχοντες και αρχόντισσες φαίνονται ενοχλημένοι, θυμωμένοι θα έλεγα, αλλά σηκώνουν τα ποτήρια τους μαζί με τους υπόλοιπους για να ευχηθούν στη νέα πριγκίπισσα. Τα ποτήρια τους αντανακλούν το φως, καθένα από αυτά ένα μικροσκοπικό αστέρι στο χέρι ενός θεού. Όταν τελειώνει, η βασίλισσα Ελάρα και ο βασιλιάς Τιβέριας σηκώνονται, χαμογελώντας στους πολλούς καλεσμένους τους. Ύστερα σηκώνεται ο Καλ, στη συνέχεια η Εβαγκελίν, ο Μ έιβεν και ύστερα από μια αμήχανη στιγμή τούς μιμούμαι κι εγώ. Οι οίκοι κάνουν το ίδιο στα τραπέζια τους και το σύρσιμο των καθισμάτων πάνω στο μάρμαρο ακούγεται σαν νυχιά πάνω σε πέτρα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τους ευχαριστούν με μια απλή υπόκλιση και κατεβαίνουν τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούν μακριά από το υπερυψωμένο τραπέζι μας. Τελείωσε. Κατάφερα να φέρω σε πέρας την πρώτη μου νύχτα. Ο Καλ παίρνει το χέρι της Εβαγκελίν και τη συνοδεύει πίσω από τους γονείς του, ενώ ο Μ έιβεν κι εγώ ακολουθούμε τελευταίοι. Όταν μου πιάνει το χέρι, το δέρμα του είναι απίστευτα παγωμένο. Οι Ασημένιοι παραμερίζουν και μας βλέπουν να περνάμε μέσα σε βαριά σιωπή. Τα πρόσωπά τους φανερώνουν περιέργεια, πονηρία, κακία – και πίσω από κάθε ψεύτικο χαμόγελο υπάρχει μια υπενθύμιση: σε παρακολουθούμε. Κάθε βλέμμα που πέφτει επάνω μου ψάχνει για ρωγμές και ατέλειες, κι αυτό με κάνει να αγωνιώ, αλλά δεν πρέπει να σπάσω. Δεν μπορώ να ξεγλιστρήσω. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Είμαι μία
126
VICTORIA AVEYARD
από αυτούς. Είμαι ξεχωριστή. Είμαι ένα ατύχημα. Είμαι ένα ψέμα. Και η ζωή μου εξαρτάται από τη διατήρηση αυτής της ψευδαίσθησης. Ο Μ έιβεν μου σφίγγει το χέρι για να μη λιποψυχήσω. «Τέλειωσε σχεδόν» ψιθυρίζει καθώς πλησιάζουμε στην άκρη της αίθουσας. «Φτάσαμε σχεδόν». Η αίσθηση ότι είμαι αυτή που εξομαλύνει μια κατάσταση περνάει αμέσως μόλις αφήνουμε πίσω το συμπόσιο. Οι κάμερες μας ακολουθούν με βαριά, ηλεκτρικά μάτια. Όσο πιο πολύ το σκέφτομαι τόσο πιο δυνατό γίνεται το βλέμμα τους, ώσπου τελικά μπορώ να νιώσω πού βρίσκονται οι κάμερες πριν τις δω. Ίσως να είναι μια παράπλευρη επίπτωση της «κατάστασής μου». Ίσως δεν είχα βρεθεί ποτέ τριγυρισμένη από τόσο ηλεκτρικό ρεύμα κι έτσι να αισθάνονται όλοι. Ή μπορεί να είμαι απλώς ένα φρικιό. Στον διάδρομο, μια ομάδα Σκοπών περιμένει να μας συνοδεύσει επάνω. Μ α τι μπορεί να απειλεί αυτούς τους ανθρώπους; Ο Καλ, ο Μ έιβεν και ο βασιλιάς Τιβέριας ελέγχουν τη φωτιά. Η Ελάρα ελέγχει το μυαλό σου. Τι μπορεί να φοβούνται; Θα σηκωθούμε, Κόκκινοι σαν την αυγή. Η φωνή της Φάρλεϊ, τα λόγια του αδελφού μου, το «πιστεύω» της Ερυθράς Φρουράς έρχονται στη μνήμη μου. Επιτέθηκαν ήδη στην πρωτεύουσα. Αυτό το παλάτι θα μπορούσε να είναι ο επόμενος στόχος τους. Εγώ θα μπορούσα να είμαι στόχος. Η Φάρλεϊ θα μπορούσε να με παρουσιάσει σε μια παράνομη εκπομπή και να με ξεσκεπάσει στον κόσμο με σκοπό να υπονομεύσει τους Ασημένιους «Δείτε τα ψέματά τους, δείτε αυτό το ψέμα» θα έλεγε, χώνοντας το πρόσωπό μου στην κάμερα. Θα με έκανε να ματώσω για να δει όλος ο κόσμος το κόκκινο αίμα μου. Όλο και πιο τρελές σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό μου, η μία πιο τρομακτική και πιο αλλόκοτη από την άλλη. Αυτό το μέρος με κάνει να παραλογίζομαι μόλις μετά από μία μέρα. «Καλά πήγε» λέει η Ελάρα, τραβώντας απότομα το χέρι της από το χέρι του βασιλιά, όταν φτάνουμε στους επάνω ορόφους,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
127
όπου είναι τα βασιλικά διαμερίσματα. Εκείνος δε φαίνεται να δίνει σημασία. «Πηγαίνετε τα κορίτσια στα δωμάτιά τους». Δεν απευθύνει τη διαταγή της σε κάποιον συγκεκριμένα, αλλά τέσσερις Σκοποί αποσπώνται από την ομάδα. Τα μάτια τους γυαλίζουν πίσω από τις μαύρες μάσκες τους. «Μ πορώ να το κάνω εγώ» λένε ταυτόχρονα ο Καλ και ο Μ έιβεν, που κοιτάζονται ξαφνιασμένοι. Η Ελάρα ανασηκώνει το ένα από τα τέλεια ματόφρυδά της. «Αυτό δε θα ήταν σωστό». «Εγώ θα συνοδεύσω τη Μ αρέενα και ο Μ άβι την Εβαγκελίν» προτείνει γρήγορα ο Καλ. Ο Μ έιβεν σουφρώνει τα χείλη ακούγοντας το υποκοριστικό. Μάβι. Ίσως να τον αποκαλούσε έτσι ο Καλ όταν ήταν μικρός και του έμεινε∙ το έμβλημα του μικρότερου αδελφού που είναι πάντα στη σκιά. Πάντα δεύτερος. Ο βασιλιάς σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Άφησέ τους, Ελάρα. Τα κορίτσια έχουν ανάγκη από έναν καλό ύπνο και οι Σκοποί θα τις έκαναν να δουν άσχημα όνειρα». Γελάει και γνέφει πειρακτικά στους φρουρούς. Εκείνοι δεν απαντούν και παραμένουν σιωπηλοί σαν πέτρα. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται να μιλούν καθόλου. Ύστερα από μια στιγμή έντονης σιωπής, η βασίλισσα γυρίζει απότομα. Όπως κάθε σύζυγος, μισεί τον άντρα της όταν την προκαλεί και όπως κάθε βασίλισσα, μισεί την εξουσία που έχει ο βασιλιάς επάνω της. Ένας κακός συνδυασμός. «Στο κρεβάτι» λέει ο βασιλιάς, με φωνή λίγο πιο πιεστική και εξουσιαστική. Οι Σκοποί παραμένουν μαζί του και τον ακολουθούν όταν πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη σύζυγό του. Μ άλλον δεν κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, αλλά αυτό δε με ξαφνιάζει πολύ. «Πού ακριβώς είναι το δωμάτιό μου;» ρωτάει η Εβαγκελίν τον Μ έιβεν. Η ντροπαλή μέλλουσα βασίλισσα έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από την απότομη διαβόλισσα που γνωρίζω. Εκείνος ξεροκαταπίνει όταν τη βλέπει. «Χμμ, από δω, δεσποινίς… κυρία… αρχόντισσά μου». Της δίνει το μπράτσο του,
128
VICTORIA AVEYARD
αλλά εκείνη πηγαίνει δίπλα του. «Καληνύχτα, Καλ, Μ αρέενα» λέει ο Μ έιβεν με έναν αναστεναγμό, καθώς με κοιτάζει. Εγώ μόνο να κουνήσω το κεφάλι μπορώ στον πρίγκιπα που αποσύρεται. Στον μνηστήρα μου. Στη σκέψη και μόνο μου έρχεται αναγούλα. Αν και φαίνεται ευγενικός, καλός θα έλεγα, είναι Ασημένιος. Και είναι γιος της Ελάρας, το χειρότερο απ’ όλα, ενδεχομένως. Τα χαμόγελα και τα ευγενικά λόγια του δεν μπορούν να το κρύψουν αυτό από μένα. Ο Καλ είναι το ίδιο κακός, μεγαλωμένος για να κυβερνά, για να διαιωνίσει αυτόν τον διαιρεμένο κόσμο. Ο διάδοχος παρακολουθεί την Εβαγκελίν να εξαφανίζεται, με τα μάτια καρφωμένα στη μορφή της που αποσύρεται, με τρόπο που μου προκαλεί μια περίεργη αμηχανία. «Διάλεξες μια αληθινή νικήτρια» μουρμουρίζω όταν δεν μπορεί πια να μας ακούσει. Το χαμόγελο του Καλ σβήνει και αντικαθίσταται από έναν μορφασμό. Ύστερα αρχίζει να βαδίζει προς το δωμάτιό μου, κατηφορίζοντας τον ελικοειδή διάδρομο. Τα μικρά μου πόδια πασχίζουν να προλάβουν τις μεγάλες δρασκελιές του, αλλά δε φαίνεται να το παρατηρεί, χαμένος καθώς είναι στις σκέψεις του. Τελικά γυρίζει, με μάτια σαν αναμμένα κάρβουνα. «Δε διάλεξα τίποτα. Όλοι το ξέρουν αυτό». «Τουλάχιστον ήταν κάτι αναμενόμενο. Εγώ ξύπνησα ένα πρωί και δεν είχα πια φίλο». Το πρόσωπο του Καλ συσπάται στα λόγια μου, αλλά δε με νοιάζει. Δεν μπορώ να χειριστώ την αυτολύπησή του. «Και, ξέρεις, είναι στη μέση το “πρόκειται να γίνεις βασιλιάς”. Αυτό θα σε βοηθήσει να το αντέξεις». Αφήνει να του ξεφύγει ένα γελάκι, που μόνο γέλιο δεν είναι. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και κάνει ένα βήμα μπροστά, ενώ με παρατηρεί από πάνω μέχρι κάτω. Δε φαίνεται επικριτικός, μάλλον λυπημένος. Η βαθιά θλίψη στις χρυσοκόκκινες λίμνες των ματιών του τον κάνουν να μοιάζει με χαμένο παιδάκι που ψάχνει να βρει κάποιον να το σώσει. «Μ οιάζεις πολύ με τον Μ έιβεν» μου λέει ύστερα από λίγο.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
129
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. «Εννοείς ότι αρραβωνιάστηκα έναν ξένο; Πράγματι, αυτό είναι το μόνο κοινό που έχουμε». «Είστε κι οι δυο πολύ έξυπνοι». Δεν μπορώ να κρύψω τη δυσθυμία μου. Είναι φανερό ότι ο Καλ δεν ξέρει ότι αδυνατώ να περάσω το τεστ μαθηματικών ενός δεκατετράχρονου παιδιού. «Ξέρετε τους ανθρώπους, τους καταλαβαίνετε, βλέπετε μέσα τους». «Έκανα σπουδαία δουλειά πάνω σ’ αυτό χθες βράδυ. Κατάλαβα αμέσως ότι ήσουν ο διάδοχος» λέω ειρωνικά. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήταν μόλις χθες. Πόσο διαφέρει η μια μέρα από την άλλη. «Κατάλαβες ότι δεν ανήκα σ’ εσάς». Η λύπη του είναι κολλητική και νιώθω έναν πόνο σε όλο μου το κορμί. «Αλλάξαμε θέσεις, λοιπόν». Αίφνης, το παλάτι δε φαίνεται τόσο ωραίο ή τόσο μεγαλοπρεπές. Το σκληρό μέταλλο και η πέτρα είναι τόσο αυστηρά, τόσο λαμπερά, τόσο αφύσικα, αληθινή παγίδα για μένα. Και πάνω απ’ όλα, το συνεχές βουητό από τις κάμερες. Δεν είναι καν βουητό, αλλά μια αίσθηση στο πετσί μου, στα κόκαλά μου, στο αίμα μου. Το μυαλό μου πηγαίνει στον ηλεκτρισμό, σαν από ένστικτο, θαρρείς. Στοπ, λέω στον εαυτό μου. Στοπ. Οι τρίχες στα χέρια μου σηκώνονται όρθιες, λες και κάτι τσιτσιρίζει κάτω από το δέρμα μου, μια ενέργεια που δεν μπορώ να ελέγξω. Επιστρέφει τώρα, και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω. Όμως η αίσθηση αυτή περνά γρήγορα όπως ήρθε και το βουητό του ηλεκτρισμού χαμηλώνει πάλι, επιτρέποντας στον κόσμο να επιστρέψει στο φυσιολογικό. «Είσαι καλά;» Ο Καλ με κοιτάζει μπερδεμένος. «Συγγνώμη» ψελλίζω. «Απλώς σκέφτομαι». Εκείνος συγκατανεύει και είναι σαν να απολογείται. «Την οικογένειά σου;» Τα λόγια του είναι σαν χαστούκι στο πρόσωπό μου. Δεν είχα σκεφτεί καθόλου τους δικούς μου τις τελευταίες ώρες και αυτό με
130
VICTORIA AVEYARD
αρρωσταίνει. Μερικές ώρες στο μετάξι και στη βασιλική οικογένεια με άλλαξαν ήδη. «Έστειλα ένα χαρτί αποστράτευσης για τ’ αδέλφια σου και τον φίλο σου, και έναν άνδρα της Ασφάλειας στο σπίτι σου να πει στους γονείς σου πού βρίσκεσαι» συνεχίζει ο Καλ, πιστεύοντας ότι αυτό θα με ηρεμήσει. «Όμως δεν μπορούμε να τους τα πούμε όλα». Μ όνο να φανταστώ μπορώ πώς έγινε. Ω, γεια σας. Η κόρη σας είναι Ασημένια τώρα και θα παντρευτεί έναν πρίγκιπα. Δε θα την ξαναδείτε, αλλά θα σας στείλουμε μερικά χρήματα για να σας βοηθήσουμε. Ακόμα και να κάνετε εμπόριο, τι λέτε; «Ξέρουν ότι δουλεύεις για μας και ότι πρέπει να ζεις εδώ, αλλά ακόμα νομίζουν ότι είσαι υπηρέτρια. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Όταν η ζωή σου πάρει μεγαλύτερη δημοσιότητα, θα δούμε πώς θα το χειριστούμε». «Μ πορώ τουλάχιστον να τους γράψω;» Τα γράμματα του Σέιντ ήταν πάντα μια φωτεινή αχτίδα στις μαύρες μέρες μας. Ίσως και το δικό μου να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά ο Καλ κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι αδύνατο». «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ». Ο Καλ με οδηγεί στο δωμάτιό μου, που ζωντανεύει αμέσως. Φώτα που ενεργοποιούνται με την κίνηση, νομίζω. Όπως στον διάδρομο, οι αισθήσεις μου οξύνονται και οτιδήποτε ηλεκτρικό προκαλεί μια αίσθηση καψίματος στο μυαλό μου. Αμέσως καταλαβαίνω ότι υπάρχουν τέσσερις τουλάχιστον κάμαρες στο δωμάτιό μου και αυτό με γεμίζει με αγωνία. «Είναι για τη δική σου προστασία. Αν κάποιος υπέκλεβε τα γράμματά σου, αν ανακάλυπτε ποια είσαι…» «Οι κάμερες εδώ είναι για την προστασία μου;» ρωτώ, δείχνοντας τους τοίχους. Οι κάμερες καρφώνουν τη σάρκα μου, παρακολουθούν κάθε εκατοστό μου. Είναι τρελό, και ύστερα από μια μέρα σαν τη σημερινή δεν ξέρω πόσο μπορώ να αντέξω ακόμα. «Είμαι κλειδωμένη σ’ αυτό το εφιαλτικό παλάτι,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
131
τριγυρισμένη από τοίχους και φρουρούς και ανθρώπους που ευχαρίστως θα μ’ έκαναν κομματάκια, και δεν μπορώ να έχω ούτε μια στιγμή ησυχίας στο δωμάτιό μου». Αντί να μου απαντήσει, ο Καλ φαίνεται ξαφνιασμένος. Κοιτάζει προσεκτικά τριγύρω. Οι τοίχοι είναι γυμνοί, αλλά πρέπει να τις αισθάνεται κι αυτός. Πώς γίνεται να μην νιώθει κάποιος τα μάτια που τον κοιτάζουν; «Μ άρε, δεν υπάρχουν κάμερες εδώ». Μ ε μια κίνηση του χεριού μου δείχνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ακόμα νιώθω το βουητό του ηλεκτρικού ρεύματος πάνω στο δέρμα μου. «Μ ην είσαι ανόητος. Τις νιώθω». Τώρα δείχνει να τα έχει χαμένα πραγματικά. «Τις νιώθεις; Τι εννοείς;» «Εγώ…» Αλλά οι λέξεις ξεψυχούν στο λαρύγγι μου καθώς συνειδητοποιώ ότι εκείνος δεν αισθάνεται τίποτα. Δεν καταλαβαίνει καν τι λέω. Πώς να του το εξηγήσω, αν δεν το ξέρει ήδη; Πώς να του πω ότι νιώθω την ενέργεια στον αέρα σαν παλμό, σαν ένα άλλο κομμάτι μου; Σαν μια άλλη αίσθηση; Θα το καταλάβαινε; Θα το καταλάβαινε κανείς; «Αυτό… δεν είναι φυσιολογικό;» Κάτι τρεμοπαίζει στα μάτια του καθώς διστάζει, προσπαθώντας να βρει τα λόγια για να μου πει ότι είμαι διαφορετική. Ακόμα και μεταξύ των Ασημένιων, είμαι το κάτι άλλο. «Όχι απ’ όσο ξέρω» λέει τελικά. Η φωνή μου ακούγεται σιγανή, ακόμα και σε μένα. «Δεν νομίζω πως κάτι επάνω μου είναι φυσιολογικό πια». Ανοίγει το στόμα να μιλήσει, αλλά το ξανασκέφτεται. Δεν μπορεί να πει τίποτα για να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε απολύτως για μένα. Στα παραμύθια, η φτωχή κοπέλα χαμογελά όταν γίνεται πριγκίπισσα. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω αν θα χαμογελάσω ξανά.
132
VICTORIA AVEYARD
ΔΩΔΕΚΑ ΤΟ ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ: 07:30-ΠΡΟΓΕΥΜΑ/ 08:00-ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ / 11:30 – ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟ ΓΕΥΜΑ / 13:00 – ΜΑΘΗΜΑΤΑ / 18:00 – ΔΕΙΠΝΟ. Ο ΛΟΥΚΑΣ ΘΑ ΣΕ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΣΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΟ. Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΥΨΗΛΟΤΗΤΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΕΛΑΡΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΜΕΡΑΝΤΟΥΣ. Το σημείωμα είναι σύντομο και συγκεκριμένο, για να μην πω αγενές. Στο μυαλό μου τριγυρίζουν οι πέντε ώρες των Μ αθημάτων και μου θυμίζουν πόσο άσχημα τα πήγαινα στο σχολείο. Μ ε ένα μουγκρητό, πετάω πάλι το σημείωμα στο κομοδίνο. Προσγειώνεται σε μια λίμνη χρυσαφένιου πρωινού φωτός, μόνο και μόνο για να με πειράξει. Όπως χθες, οι τρεις υπηρέτριες μπαίνουν μέσα, ήσυχα σαν ψίθυροι. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, αφού δοκιμάζω κάτι σφιχτές δερμάτινες γκέτες, ένα φόρεμα με πτυχές και άλλα περίεργα, καθόλου πρακτικά ρούχα, καταλήγουμε στο πιο απλό πράγμα που μπορώ να βρω μέσα στην ντουλάπα των θαυμάτων. Ένα εφαρμοστό, αλλά γερό μαύρο παντελόνι, ένα πορφυρό σακάκι με ασημένια κουμπιά και γυαλιστερές γκρι μπότες. Αν εξαιρέσει
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
133
κανείς τα γυαλιστερά μαλλιά και το πολεμικό βάψιμο, μοιάζω σχεδόν πάλι στον εαυτό μου. Ο Λούκας περιμένει στην άλλη πλευρά της πόρτας, χτυπώντας ανυπόμονα το πόδι στο πέτρινο δάπεδο. «Ένα λεπτό πίσω από το πρόγραμμα» λέει μόλις βγαίνω στον διάδρομο. «Σκοπεύεις να με φροντίζεις σαν μωρό κάθε μέρα ή μέχρι να μάθω τον δρόμο;» Εκείνος βαδίζει πλάι μου και με οδηγεί ευγενικά στη σωστή κατεύθυνση. «Τι νομίζεις εσύ;» «Ότι θα έχουμε μια μακρόχρονη και ευτυχισμένη φιλία, φρουρέ Σάμος». «Κάτι τέτοιο, αρχόντισσά μου». «Μ η με λες έτσι». «Ό,τι πεις, αρχόντισσά μου». Σε σύγκριση με το χθεσινό συμπόσιο, το πρόγευμα φαντάζει άχρωμο. Η «μικρότερη» τραπεζαρία είναι και πάλι μεγάλη, με ψηλή οροφή και θέα στο ποτάμι, αλλά το μακρύ τραπέζι είναι στρωμένο μόνο για τρεις. Δυστυχώς για μένα, οι άλλες δύο τυχαίνει να είναι η Ελάρα και η Εβαγκελίν. Έχουν μισοτελειώσει ήδη το μπολ με τα φρούτα τους όταν μπαίνω μέσα. Η Ελάρα μετά βίας μού ρίχνει μια ματιά, αλλά το κοφτερό βλέμμα της Εβαγκελίν αρκεί και για τις δύο. Έτσι όπως αντανακλάται ο ήλιος στη μεταλλική φορεσιά της, φαντάζει σαν εκτυφλωτικό άστρο. «Πρέπει να φας γρήγορα» λέει η βασίλισσα χωρίς να σηκώσει τα μάτια. «Η αρχόντισσα Μ πλόνος δεν ανέχεται καθυστερήσεις». Απέναντί μου, η Εβαγκελίν γελάει και κρύβει το στόμα με το χέρι της. «Ακόμα ακολουθείς το Πρωτόκολλο;» «Εννοείς ότι εσύ δεν το ακολουθείς;» Η καρδιά μου αγαλλιάζει στην προοπτική ότι δε θα πρέπει να είμαι στα μαθήματα μαζί της. «Υπέροχα». Η Εβαγκελίν με κοροϊδεύει και πετάει την προσβολή της. «Μ όνο τα παιδιά ακολουθούν το Πρωτόκολλο». Προς μεγάλη μου έκπληξη, η βασίλισσα παίρνει το μέρος μου. «Η αρχόντισσα
134
VICTORIA AVEYARD
Μ αρέενα έχει μεγαλώσει κάτω από φοβερές συνθήκες. Δεν ξέρει τίποτα για τον τρόπο της ζωής μας, για τις προσδοκίες που έχουμε από εκείνη. Σίγουρα καταλαβαίνεις τις ανάγκες της, Εβαγκελίν;» Η επίπληξη γίνεται με ήρεμη, σιγανή, απειλητική φωνή. Το χαμόγελο της Εβαγκελίν σβήνει και κουνάει καταφατικά το κεφάλι, χωρίς να τολμά να κοιτάξει τη βασίλισσα στα μάτια. «Το μεσημεριανό γεύμα θα γίνει στη Γυάλινη Ταράτσα, με τις κυρίες που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό για την ανάδειξη της μέλλουσας βασίλισσας και με τις μητέρες τους. Προσπαθήστε να μη δείξετε τη χαρά σας» προσθέτει η Ελάρα, παρότι εγώ δε θα το έκανα ποτέ. Η Εβαγκελίν, από την άλλη, γίνεται κάτασπρη. «Είναι ακόμα εδώ;» ακούω τη φωνή μου να ρωτάει. «Έστω… έστω κι αν δεν επιλέχθηκαν;» Η Ελάρα κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Οι καλεσμένοι μας θα είναι εδώ τις επόμενες εβδομάδες, για να τιμήσουν όπως πρέπει τον πρίγκιπα και τη μνηστή του. Δε θα φύγουν πριν από τον Αποχαιρετιστήριο Χορό». Η καρδιά μου σφίγγεται. Ώστε κι άλλες βραδιές σαν τη χθεσινή, με τον κόσμο να συνωστίζεται και τα χίλια μάτια καρφωμένα επάνω μου. Θα κάνουν ερωτήσεις επίσης, ερωτήσεις στις οποίες θα πρέπει να απαντώ. «Πολύ ωραία». «Και μετά τον χορό θα φύγουμε μαζί τους» συνεχίζει η Ελάρα, στριφογυρίζοντας το μαχαίρι. «Για να επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα». Η πρωτεύουσα. Το Αρχαίον. Ξέρω ότι η βασιλική οικογένεια γυρίζει στο Παλάτι της Λευκής Φωτιάς στο τέλος κάθε καλοκαιριού, και τώρα θα πάω κι εγώ μαζί τους. Θα πρέπει να φύγω, κι αυτός ο κόσμος που δεν καταλαβαίνω θα γίνει η μοναδική μου πραγματικότητα. Δε θα μπορέσω ποτέ να πάω σπίτι. Το ήξερες αυτό, λέω στον εαυτό μου, συμφώνησες σ’ αυτό. Όμως δεν πονάει λιγότερο. Όταν βρίσκομαι πάλι στον διάδρομο, ο Λούκας με οδηγεί στο παρακάτω επίπεδο μέσα από ένα πέρασμα. Καθώς βαδίζουμε, μου
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
135
χαμογελά. «Έχεις καρπούζι στο πρόσωπό σου». «Φυσικά» λέω απότομα, σκουπίζοντας το στόμα μου με το μανίκι. «Η αρχόντισσα Μ πλόνος είναι εδώ κοντά» λέει, δείχνοντας στην άλλη άκρη του διαδρόμου. «Και τι κάνει αυτή; Πετάει ή κάνει να φυτρώνουν λουλούδια από τ’ αυτιά της;». Ο Λούκας σκάει ένα χαμόγελο. «Όχι ακριβώς. Είναι θεραπεύτρια. Υπάρχουν βέβαια δύο ειδών θεραπευτές: θεραπευτές του δέρματος και θεραπευτές του αίματος. Όλοι όσοι ανήκουν στον Οίκο Μ πλόνος είναι θεραπευτές αίματος, που σημαίνει ότι μπορούν να γιατρέψουν τον εαυτό τους. Θα μπορούσα να την πετάξω από την κορυφή του παλατιού και εκείνη να σηκωθεί και να φύγει χωρίς γρατζουνιά». Θα ήθελα να τη δω να το δοκιμάζει αυτό, αλλά δεν το λέω δυνατά. «Δεν έχω ξανακούσει για θεραπευτή αίματος». «Αυτό είναι σίγουρο, αφού δεν επιτρέπεται να πολεμούν στις αρένες. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνουν αυτό». Πω πω! Άλλη μία Ασημένια με επικές διαστάσεις. «Έτσι, αν έχω, χμμ, κανένα επεισόδιο…» Ο Λούκας μαλακώνει. Καταλαβαίνει τι προσπαθώ να πω. «Θα είναι μια χαρά. Οι κουρτίνες, από την άλλη…» «Γι’ αυτό μου την έδωσαν. Επειδή είμαι επικίνδυνη». Αλλά ο Λούκας κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Αρχόντισσα Τιτάνος, σου την έδωσαν επειδή η κατάστασή σου είναι φοβερή και τρως σαν σκύλος. Η Μ πες Μ πλόνος θα σου μάθει να φέρεσαι σαν αρχόντισσα κι αν τη “φωτίσεις” κάνα δυο φορές, κανείς δε θα σε κατηγορήσει». Να φέρομαι σαν αρχόντισσα… αυτό θα είναι φρικτό. Το χτύπημά του στην πόρτα με κάνει να αναπηδήσω. Ανοίγει αθόρυβα, χωρίς να τρίξουν οι μεντεσέδες, και αποκαλύπτει ένα ηλιόλουστο δωμάτιο. «Θα έρθω να σε πάρω για το γεύμα» λέει. Εγώ δεν κουνιέμαι, λες και τα πόδια μου έχουν βγάλει ρίζες, αλλά ο Λούκας με
136
VICTORIA AVEYARD
σπρώχνει απαλά στο τρομακτικό δωμάτιο. Η πόρτα κλείνει πίσω μου, κι αυτή τη φορά αφήνει έξω τον διάδρομο και ό,τι θα μπορούσε να με ηρεμήσει. Το δωμάτιο είναι ωραίο με έναν τοίχο όλο παράθυρα, και εντελώς άδειο. Το βουητό από τις κάμερες, τα φώτα, τον ηλεκτρισμό, είναι πολύ έντονο εδώ, καίει σχεδόν τον αέρα γύρω μου με την ενέργειά του. Είμαι σίγουρη ότι η βασίλισσα παρακολουθεί, έτοιμη να γελάσει με τις προσπάθειές μου να κάνω αυτό που πρέπει. «Γεια;» λέω, περιμένοντας απάντηση, αλλά τίποτα δεν ακούγεται. Πλησιάζω στα παράθυρα για να ρίξω μια ματιά στην αυλή. Αντί για άλλον έναν ωραίο κήπο, ανακαλύπτω έκπληκτη ότι αυτό το παράθυρο δε βλέπει έξω, αλλά κάτω, σε μια τεράστια λευκή αίθουσα. Υπάρχουν αρκετοί όροφοι κάτω από μένα και ένα είδος μονοπατιού περιβάλλει το εξωτερικό άκρο. Στο κέντρο, μια παράξενη μηχανή στριφογυρίζει με τεντωμένα τα μεταλλικά μπράτσα της. Άντρες και γυναίκες, όλοι με φόρμες, προσπαθούν να αποφύγουν τη μηχανή. Μ παίνουν ανάμεσα στα «χέρια» της και αποτραβιούνται με χάρη και ταχύτητα. Σε κάθε στροφή, η μηχανή επιταχύνει, ώσπου τελικά κόβει ταχύτητα και σταματά. Τη νίκησαν. Πρέπει να είναι ένα είδος εκπαίδευσης για την Ασφάλεια και τους Σκοπούς. Αλλά όταν δύο εκπαιδευόμενοι αρχίζουν να εξασκούνται σε στόχους, συνειδητοποιώ ότι δεν είναι της Ασφάλειας. Το ζευγάρι αυτό πυροβολεί λαμπερές κόκκινες μπάλες φωτιάς στον αέρα, στόχους που εκρήγνυνται, καθώς υψώνονται και πέφτουν. Είναι και οι δυο εξαιρετικοί σκοπευτές και από εδώ πάνω ακόμη αναγνωρίζω τα χαμογελαστά πρόσωπά τους. Είναι ο Καλ και ο Μέιβεν. Ώστε αυτό κάνουν όλη την ημέρα. Δε μαθαίνουν να κυβερνούν, να είναι βασιλιάδες ή έστω σωστοί άρχοντες, αλλά εκπαιδεύονται για τον πόλεμο. Ο Καλ και ο Μ έιβεν είναι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
137
θανατηφόρα πλάσματα, στρατιώτες. Όμως η μάχη τους δεν είναι μόνο στην πρώτη γραμμή. Είναι εδώ, στο παλάτι, στις εκπομπές, στην καρδιά κάθε ανθρώπου που κυβερνούν. Θα κυβερνούν, όχι επειδή έχουν το κληρονομικό δικαίωμα, αλλά επειδή έχουν εξουσία. Δύναμη και εξουσία. Μ όνον αυτό σέβονται όλοι οι Ασημένιοι, κι αυτό χρειάζεται για να έχουν εμάς τους Κόκκινους δούλους. Η Εβαγκελίν είναι η επόμενη. Όταν ρίχνονται οι στόχοι, εκείνη πετάει μια βεντάλια από κοφτερές, ασημένιες μεταλλικές σαΐτες για να ρίξει κάτω κάθε στόχο με τη σειρά. Δεν είναι ν’ απορείς που με κορόιδεψε για το Πρωτόκολλο. Ενώ εγώ είμαι εδώ για να μάθω πώς να τρώω, εκείνη εκπαιδεύεται πώς να σκοτώνει. «Απολαμβάνεις το θέαμα, αρχόντισσα Μ αρέενα;» ακούγεται μια φωνή πίσω μου. Γυρίζω με τα νεύρα ελαφρώς τεντωμένα. Αυτό που αντικρίζω δε με ηρεμεί καθόλου. Η αρχόντισσα Μ πλόνος έχει τρομακτική θωριά και πρέπει να επιστρατεύσω όλη μου την ευγένεια για να μην την κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Θεραπεύτρια αίματος, ικανή να γιατρεύει τον εαυτό της. Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει. Πρέπει να είναι πάνω από πενήντα, μεγαλύτερη από τη μητέρα μου, αλλά το δέρμα της είναι λείο και απίστευτα σφιχτό πάνω στα κόκαλά της. Τα μαλλιά της είναι ολόλευκα, τραβηγμένα προς τα πίσω και τα φρύδια της δίνουν την εντύπωση ότι είναι σε συνεχή κατάσταση σοκ, καμαρωτά, στο αρυτίδωτο μέτωπό της. Τα πάντα επάνω της είναι λάθος, από τα πολύ γεμάτα χείλη της ως την αφύσικη κλίση της σουβλερής μύτης της. Μ όνο τα σκούρα γκρίζα μάτια της φαίνονται ζωντανά. Τα υπόλοιπα, συνειδητοποιώ, είναι ψεύτικα. Μ ε κάποιον τρόπο κατάφερε να θεραπεύσει ή ν’ αλλάξει τον εαυτό της σε αυτό το τερατώδες πράγμα, στην προσπάθειά της να φαίνεται νεότερη, ωραιότερη, καλύτερη. «Συγγνώμη» καταφέρνω να πω τελικά. «Μ πήκα μέσα και δεν ήσουν…» «Σε παρατηρούσα» με διακόπτει. Είμαι σίγουρη ότι με μισεί ήδη. «Στεκόσουν σαν δέντρο στην καταιγίδα».
138
VICTORIA AVEYARD
Αρπάζει τους ώμους μου και τους σπρώχνει προς τα πίσω, αναγκάζοντάς με να σταθώ ίσια. «Το όνομά μου είναι Μ πες Μ πλόνος και θα προσπαθήσω να σε κάνω κυρία. Θα γίνεις πριγκίπισσα μια μέρα και δεν μπορούμε να σε αφήσουμε να φέρεσαι σαν άγρια, έτσι δεν είναι;» Άγρια; Για μια στιγμή σκέφτομαι να φτύσω την ανόητη αρχόντισσα Μ πλόνος στα μούτρα. Τι θα μου κόστιζε όμως αυτό; Σε τι θα χρησίμευε; Και θα αποδείκνυε ότι είχε δίκιο. Και το χειρότερο απ’ όλα, συνειδητοποιώ ότι τη χρειάζομαι. Η εκπαίδευσή της θα με βοηθήσει να μην κάνω κάτι στραβά και, το σημαντικότερο, θα με κρατήσει ζωντανή. «Ναι, έτσι είναι» απαντάω και η φωνή μου ηχεί σαν άδειο κοχύλι. Ύστερα από τρεισήμισι ώρες ακριβώς, η Μ πλόνος με αφήνει από τα νύχια της και βρίσκομαι πάλι στη φροντίδα του Λούκας. Η πλάτη μου πονάει από τα μαθήματα για τον τρόπο που πρέπει να κάθομαι, να στέκομαι, να περπατώ, ακόμα και να κοιμάμαι (ανάσκελα, με τα χέρια στο πλάι, πάντα ακίνητη), αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη νοητική άσκηση που μου βάζει. Προσπάθησε να μου βάλει στο κεφάλι τους κανόνες της αυλής, με γέμισε με ονόματα, πρωτόκολλα και ετικέτα. Τις τελευταίες ώρες έκανα εντατικό μάθημα για όλα όσα, υποτίθεται, πρέπει να γνωρίζω. Σιγά σιγά, η ιεραρχία των Μ εγάλων Οίκων γίνεται πιο συγκεκριμένη, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα τα θαλασσώσω. Βέβαια, απλώς προσεγγίσαμε επιφανειακά το Πρωτόκολλο, αλλά τώρα μπορώ να πάω στην ανόητη συγκέντρωση της βασίλισσας ,έχοντας κάποια ιδέα τουλάχιστον για το πώς πρέπει να φερθώ. Η Γυάλινη Ταράτσα είναι σχετικά κοντά, μόνο έναν όροφο πιο κάτω, στο τέλος ενός διαδρόμου. Έτσι δεν έχω πολύ χρόνο να βρω την αυτοκυριαρχία μου προτού αντιμετωπίσω πάλι την Ελάρα και την Εβαγκελίν. Αυτή τη φορά, όταν περνώ την πόρτα, με υποδέχεται ένα αναζωογονητικό φρέσκο αεράκι. Βρίσκομαι έξω για πρώτη φορά από τότε που έγινα Μ αρέενα, αλλά τώρα, με
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
139
τον άνεμο στα πνευμόνια μου και τον ήλιο στο πρόσωπό μου, νιώθω πιο πολύ σαν Μ άρε. Αν κλείσω τα μάτια, μπορώ να υποκριθώ ότι τίποτε από όλα αυτά δε συνέβη. Κι όμως συνέβησαν. Η Γυάλινη Ταράτσα είναι τόσο διακοσμημένη όσο γυμνή ήταν η τάξη μου, και σίγουρα αντάξια του ονόματός της. Ένας γυάλινος θόλος που στηρίζεται σε διάφανες, περίτεχνες κολόνες απλώνεται από πάνω μας και διαθλά τον ήλιο σε ένα εκατομμύριο παιχνιδιάρικα χρώματα για να ταιριάζουν με τις γυναίκες που περιφέρονται εκεί. Είναι πανέμορφη με τεχνητό τρόπο, όπως όλα σ’ αυτόν τον Ασημένιο κόσμο. Πριν προλάβω να πάρω ανάσα, με πλησιάζουν δυο κοπέλες. Τα χαμόγελά τους είναι ψεύτικα και ψυχρά, όπως τα μάτια τους. Κρίνοντας από τα χρώματα των φορεμάτων τους (σκούρο μπλε και κόκκινο για τη μία, κατάμαυρο για την άλλη), ανήκουν στον Οίκο Άιραλ και στον Οίκο Χέβεν. Μ εταξωτοί και Σκιές θυμάμαι, φέρνοντας στον νου τα μαθήματα της Μ πλόνος για τις ικανότητές τους. «Αρχόντισσα Μ αρέενα» λένε κι οι δυο μαζί, με μια τυπική υπόκλιση. Κάνω το ίδιο, κλίνοντας το κεφάλι, όπως μου έδειξε η αρχόντισσα Μ πλόνος. «Είμαι η Σόνια του Οίκου Άιραλ» λέει η πρώτη, τινάζοντας περήφανα το κεφάλι. Οι κινήσεις της είναι σβέλτες, σαν της γάτας. Οι Μεταξωτοί είναι γρήγοροι και αθόρυβοι, τέλεια ισορροπημένοι και ευκίνητοι. «Κι εγώ είμαι η Ιλέιν του Οίκου Χέβεν» προσθέτει η άλλη, με φωνή ψιθυριστή. Ενώ η κόρη του Οίκου Άιραλ είναι μελαχρινή, με μελαψό δέρμα και μαύρα μαλλιά, η Ιλέιν είναι χλομή, με γυαλιστερές κόκκινες μπούκλες. Το παιχνίδισμα του ηλιόφωτος σχηματίζει στίγματα στο δέρμα της μέσα σε μια τέλεια άλω. Την κάνει να φαντάζει άψογη. Σκιά, ελέγχει το φως. «Θέλαμε να σε καλωσορίσουμε». Όμως το ψυχρό χαμόγελο και τα στενεμένα μάτια τους δείχνουν το αντίθετο.
140
VICTORIA AVEYARD
«Ευχαριστώ. Πολύ ευγενικό από μέρους σας». Ξεροβήχω σε μια προσπάθεια να ακουστώ φυσιολογική. Οι κοπέλες το παρατηρούν και κοιτάζονται με νόημα. «Συμμετείχατε στον διαγωνισμό για την επιλογή της Μ έλλουσας Βασίλισσας;» λέω γρήγορα, με την ελπίδα ν’ αποσπάσω την προσοχή τους από τους απαίσιους κοινωνικούς τρόπους μου. Όμως αυτό απλώς τις εξοργίζει. Η Σόνια σταυρώνει τα χέρια της, δείχνοντας μυτερά νύχια στο χρώμα του σίδερου. «Ναι, λάβαμε μέρος. Είναι φανερό ότι δεν ήμαστε τόσο τυχερές όσο εσύ ή η Εβαγκελίν». «Λυπάμαι…» μου ξεφεύγει άθελά μου. Η Μαρέενα δεν απολογείται. «Θέλω να πω, ξέρετε, ότι δεν είχα πρόθεση να…» «Μ ένει να δούμε τις προθέσεις σου» γουργουρίζει η Σόνια, που μοιάζει περισσότερο με γάτα κάθε λεπτό που περνάει. Όταν γυρίζει και ενώνει τα δάχτυλά της με τέτοιο τρόπο ώστε να προβάλει τα απειλητικά της νύχια, μορφάζω. «Γιαγιά, έλα να γνωρίσεις την αρχόντισσα Μ αρέενα». Γιαγιά. Ανασαίνω σχεδόν από ανακούφιση, γιατί περιμένω μια καλοσυνάτη ηλικιωμένη γυναίκα που θα έρθει περπατώντας σαν πάπια να με σώσει από αυτές τις τσούχτρες. Αλλά κάνω πολύ μεγάλο λάθος. Αντί για μια σοφή γριούλα, συναντώ μια εκπληκτική γυναίκα από ατσάλι και σκιά. Σαν τη Σόνια, έχει σκούρο δέρμα και μαύρα μαλλιά, αν και τα δικά της έχουν μερικές λευκές ρίγες. Παρά την ηλικία της, τα καστανά μάτια της αστράφτουν από ζωή. «Αρχόντισσα Μ αρέενα, αυτή είναι η γιαγιά μου, η αρχόντισσα Έιρα, επικεφαλής του Οίκου Άιραλ» εξηγεί η Σόνια με ένα δεικτικό χαμόγελο. Η ηλικιωμένη γυναίκα με κοιτάζει και το βλέμμα της είναι χειρότερο από την κάμερα, γιατί με διαπερνά ολόκληρη. «Ίσως την ξέρεις ως Πάνθηρα». «Πάνθηρα; Εγώ δεν…» Αλλά η Σόνια συνεχίζει να μιλάει, απολαμβάνοντας την αγωνία μου. «Πριν από πολλά χρόνια, όταν ο πόλεμος παρέμενε στάσιμος, οι μυστικοί πράκτορες ήταν σημαντικότεροι από τους
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
141
στρατιώτες. Η Πάνθηρας ήταν η σπουδαιότερη όλων». Μια κατάσκοπος. Στέκομαι μπροστά σε μια κατάσκοπο. Βιάζω τον εαυτό μου να χαμογελάσει, μπας και καταφέρω να κρύψω τον φόβο μου. Οι παλάμες μου ιδρώνουν και ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί να κάνω κάποια χειραψία. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, αρχόντισσά μου». Η Έιρα απλώς κουνάει το κεφάλι. «Γνώριζα τον πατέρα σου, Μ αρέενα. Και τη μητέρα σου». «Μ ου λείπουν τρομερά» απαντώ, λέγοντας τα λόγια που θα τη μαλάκωναν. Η γυναίκα που φέρει την ονομασία Πάνθηρας όμως φαίνεται προβληματισμένη, καθώς γέρνει το κεφάλι στο πλάι. Για μια στιγμή, βλέπω χιλιάδες μυστικά που αποκτήθηκαν με κόπο στις σκιές του πολέμου να καθρεφτίζονται στα μάτια της. «Τους θυμάσαι;» ρωτάει, σκαλίζοντας τη ζωή μου. Κομπιάζω, αλλά πρέπει να συνεχίσω να μιλώ, να συνεχίσω να λέω ψέματα. «Όχι, αλλά πολύ θα ήθελα να έχω γονείς». Η μαμά και ο μπαμπάς έρχονται στον νου μου, αλλά τους απωθώ. Το Κόκκινο παρελθόν μου είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να σκέφτομαι. «Μ ακάρι να ήταν εδώ, θα με βοηθούσαν να τα καταλάβω όλα αυτά». «Χμμ» κάνει εκείνη, ενώ με κοιτάζει ερευνητικά. Η καχυποψία της με κάνει να θέλω να πηδήσω από το μπαλκόνι. «Ο πατέρας σου είχε γαλάζια μάτια, το ίδιο και η μητέρα σου». Και τα δικά μου μάτια είναι καστανά. «Είμαι διαφορετική με πολλούς τρόπους που δεν καταλαβαίνω ακόμα» είναι το μόνο που καταφέρνω να πω, με την ελπίδα ότι η εξήγηση αυτή είναι αρκετή. Για μια φορά, η παρέμβαση της βασίλισσας είναι η σωτηρία μου. «Καθόμαστε, αρχόντισσές μου;» λέει και η φωνή της αντηχεί πάνω από το πλήθος. Αυτό είναι αρκετό για να με απομακρύνει από την Έιρα, τη Σόνια και την ήσυχη Ιλέιν. Τελικά, κάθομαι σε μια καρέκλα όπου μπορώ να βγάλω έναν σιγανό αναστεναγμό. Χάρη στα μαθήματα, έστω και μισά, αρχίζω να νιώθω ήρεμη
142
VICTORIA AVEYARD
πάλι. Απευθύνομαι σε όλους όπως πρέπει και μιλώ μόνο όσο πρέπει, όπως με έχουν διδάξει. Η Εβαγκελίν μίλησε αρκετά και για τις δυο μας, φιλεύοντας τις γυναίκες με την «αιώνια αγάπη» της για τον Καλ και την τιμή που ένιωσε με την επιλογή της. Σκέφτηκα ότι οι ανταγωνίστριές της θα ενώνονταν για να τη σκοτώσουν, αλλά δεν το έκαναν, προς μεγάλη ενόχλησή μου. Μ όνο η γιαγιά Άιραλ και η Σόνια φαίνονταν να νοιάζονται ακόμα που ήμουν εκεί, αν και δε συνέχισαν άλλο την ανάκρισή τους. Αλλά σίγουρα θα το κάνουν. Όταν ο Μ έιβεν εμφανίζεται από τη γωνία, είμαι τόσο υπερήφανη που κατάφερα να επιζήσω του γεύματος, ώστε η παρουσία του δε μ’ ενοχλεί. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω μια παράξενη ανακούφιση και αφήνω για λίγο κατά μέρος το ψυχρό φέρσιμό μου. Εκείνος χαμογελά και με πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές. «Είσαι ακόμα ζωντανή;» ρωτάει. Σε σύγκριση με τις Άιραλ, είναι σαν φιλικό σκυλάκι. Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω. «Θα έπρεπε να στείλεις την αρχόντισσα Άιραλ πίσω στους Λιμνιώτες. Θα τους κάνει να παραδοθούν μέσα σε μία βδομάδα». Το γέλιο του είναι υπόκωφο, βεβιασμένο. «Αυτή είναι πολεμικό τσεκούρι. Δεν φαίνεται να καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια στον πόλεμο. Σου έκανε τίποτα ερωτήσεις;» «Μ άλλον με ανέκρινε. Νομίζω ότι είναι θυμωμένη που νίκησα την εγγονή της». Φόβος διαφαίνεται στα μάτια του και καταλαβαίνω το γιατί. Αν η Πάνθηρας μυριστεί τα ίχνη μου… «Δε θα έπρεπε να σ’ ενοχλήσει έτσι» μουρμουρίζει. «Θα το πω στη μητέρα μου κι εκείνη θα το φροντίσει». Όσο κι αν δε θέλω τη βοήθειά του, δε βλέπω άλλον τρόπο εδώ γύρω. Μ ια γυναίκα σαν την Άιρα εύκολα θα έβρισκε ρωγμές στην ιστορία μου, και τότε θα ήμουν πραγματικά τελειωμένη. «Ευχαριστώ, θα ήταν… θα ήταν πολύ μεγάλη βοήθεια». Βλέπω ότι ο Μ έιβεν δε φορά πια τη στολή του, αλλά απλά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
143
ρούχα, λειτουργικά. Μ ε ηρεμεί λιγάκι που βλέπω τουλάχιστον κάποιον που μοιάζει τόσο ανεπίσημος. Αλλά δεν μπορώ να επιτρέψω οτιδήποτε επάνω του να με καταπραΰνει. Είναι ένας από αυτούς. Δε γίνεται να το ξεχάσω αυτό. «Τέλειωσες για σήμερα;» ρωτάει. Το πρόσωπό του ξαστερώνει, αποκαλύπτοντας ένα ανυπόμονο χαμόγελο. «Θα μπορούσα να σε ξεναγήσω, αν θέλεις». «Όχι». Η λέξη βγαίνει γρήγορα και το χαμόγελό του σβήνει. Το σκυθρωπό ύφος του μου προκαλεί αμηχανία, όπως και το χαμόγελό του. «Έχω μαθήματα μετά» προσθέτω με την ελπίδα να απαλύνω το χτύπημα. Γιατί νοιάζομαι τόσο για τα αισθήματά του, δεν το γνωρίζω. «Η μητέρα σου λατρεύει τα προγράμματά της». Εκείνος συμφωνεί με ένα κούνημα του κεφαλιού. «Αυτό είναι αλήθεια. Λοιπόν, να μη σε κρατάω άλλο». Μ ου πιάνει απαλά το χέρι. Η παγωνιά που ένιωσα προηγουμένως έχει εξαφανιστεί. Αντικαταστάθηκε από μια υπέροχη ζεστασιά. Πριν προλάβω να το τραβήξω, με αφήνει εκεί μόνη μου. Ο Λούκας μού δίνει ένα λεπτό να συνέλθω προτού παρατηρήσει. «Ξέρεις, θα φτάναμε εκεί πολύ πιο γρήγορα, αν κουνιόσουν». «Μ η μιλάς, Λούκας».
144
VICTORIA AVEYARD
ΔΕΚΑΤΡΙΑ Ο επόμενος δάσκαλος με περιμένει σε ένα δωμάτιο γεμάτο από το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι με περισσότερα βιβλία από όσα έχω δει ποτέ, περισσότερα βιβλία από όσα νόμιζα ότι υπάρχουν. Φαίνονται παλιά και εντελώς άχρηστα. Παρά την αποστροφή μου για το σχολείο και για κάθε είδους βιβλία, νιώθω μια έλξη γι’ αυτά. Όμως οι τίτλοι και οι σελίδες είναι γραμμένες σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη, με κάτι μπερδεμένα σύμβολα που δε θα μπορούσα ποτέ να αποκρυπτογραφήσω. Την ίδια περιέργεια μού κινούν οι χάρτες κατά μήκος του τοίχου. Είναι του βασιλείου και άλλων χωρών, παλιών και νέων. Μ έσα σε κορνίζα στον απέναντι τοίχο, πίσω από ένα γυάλινο τζάμι, είναι ένα μεγάλος, έγχρωμος πίνακας συναρμολογημένος από ξεχωριστά κομμάτια χαρτιού. Είναι διπλάσιος στο ύψος από μένα και δεσπόζει στο δωμάτιο. Ξεθωριασμένος και σχισμένος, είναι ένας μπερδεμένος κόμπος από κόκκινες γραμμές, γαλάζιες ακτές, πράσινα δάση και κίτρινες πόλεις. Είναι ο παλιός κόσμος, με παλιά ονόματα και παλιά σύνορα που δε χρησιμοποιούμε πια. «Είναι παράξενο να κοιτάζεις τον κόσμο όπως ήταν κάποτε» λέει ο δάσκαλος, που εμφανίζεται πίσω από μια στοίβα βιβλία. Τα κίτρινα ρούχα του, λερωμένα και ξεθωριασμένα από τον χρόνο,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
145
τον κάνουν να μοιάζει με ζωντανό κομμάτι χαρτί. «Μ πορείς να βρεις πού είμαστε;» Το μεγάλο μέγεθος του χάρτη με κάνει να ξεροκαταπιώ, αλλά όπως κάθε άλλο πράγμα εκεί μέσα, είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για μια δοκιμασία. «Θα προσπαθήσω». Η Νόρτα είναι στα βορειοανατολικά. Τα Ξυλόβαθρα είναι στον Μεγάλο Ποταμό και ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. Ύστερα από επώδυνο ψάξιμο ενός λεπτού, βρίσκω τελικά τον ποταμό και τον ποταμόκολπο κοντά στο χωριό μου. «Εκεί» λέω, δείχνοντας προς τον Βορρά όπου υποθέτω ότι είναι το Σάμερτον. Εκείνος κουνάει καταφατικά το κεφάλι, ευτυχής που δεν είμαι εντελώς χαζή. «Αναγνωρίζεις κάτι άλλο;» Όμως, όπως τα βιβλία, ο χάρτης είναι γραμμένος σε μια άγνωστη γλώσσα. «Δεν μπορώ να τον διαβάσω». «Δε σε ρώτησα αν μπορείς να τον διαβάσεις» αποκρίνεται με ευγένεια πάντα. «Εκτός αυτού, οι λέξεις μπορεί να λένε ψέματα. Να βλέπεις πέρα από αυτές». Μ ε ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων, πιέζω τον εαυτό μου να ξανακοιτάξει. Ποτέ δεν ήμουν καλή μαθήτρια στο σχολείο κι αυτός ο άνθρωπος σύντομα θα το ανακαλύψει.Αλλά με έκπληξη βλέπω ότι μου αρέσει αυτό το παιχνίδι. Να κοιτάζω τον χάρτη, να αναζητώ χαρακτηριστικά που αναγνωρίζω. «Αυτός πρέπει να είναι ο Όρμος του Λιμανιού» μουρμουρίζω τελικά, κυκλώνοντας την περιοχή γύρω από ένα ακρωτήρι που μοιάζει με γάντζο. «Σωστά» λέει και το πρόσωπό του σουφρώνει σε ένα χαμόγελο. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του βαθαίνουν, όταν μιλάει ή κινείται, φανερώνοντας την ηλικία του. «Εδώ είναι οι Δελφοί» προσθέτει, καθώς δείχνει μια πόλη χαμηλά στον Νότο. «Και το Αρχαίον είναι εδώ». Βάζει το δάχτυλό του πάνω στον Μ εγάλο Ποταμό, μερικά χιλιόμετρα βόρεια της μεγαλύτερης πόλης που υπάρχει στον χάρτη, σε ολόκληρη την περιοχή του παλιού κόσμου. Τα ερείπια. Έχω ακουστά το όνομα, από μεγαλύτερα παιδιά που το ανέφεραν ψιθυριστά, και από τον αδελφό μου, τον Σέιντ. Η Πόλη της
146
VICTORIA AVEYARD
Στάχτης, τα Συντρίμμια, την είχε αποκαλέσει. Ένα ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου στη σκέψη ενός τέτοιου τόπου, καλυμμένου ακόμα από καπνό και σκοτάδι εξαιτίας ενός πολέμου που έγινε πριν από χίλια χρόνια. Μήπως και τούτος ο κόσμος καταντήσει έτσι, αν δεν τελειώσει ο πόλεμός μας; Ο δάσκαλος κάνει ένα βήμα προς τα πίσω για να μ’ αφήσει να σκεφτώ. Πολύ παράξενη ιδέα έχει για τη διδασκαλία∙ θα καταλήξει σε ένα τετράωρο παιχνίδι όπου εγώ θα κοιτάζω σε έναν τοίχο. Ξαφνικά, έχω πλήρη επίγνωση του βουητού σ’ αυτό το δωμάτιο. Ή μάλλον της απουσίας του. Όλη τη μέρα ένιωθα το ηλεκτρικό βάρος από τις κάμερες, τόσο που έπαψα να του δίνω σημασία. Έως αυτή τη στιγμή που δεν το νιώθω καθόλου. Έχει εξαφανιστεί. Μ πορώ να νιώσω τα φώτα που πάλλονται ακόμη από ηλεκτρισμό, αλλά όχι κάμερες. Καθόλου μάτια. Η Ελάρα δεν μπορεί να με δει εδώ. «Γιατί δε μας παρακολουθεί κανείς;» Εκείνος απλώς με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Ώστε υπάρχει διαφορά» μουρμουρίζει. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό και με εξοργίζει. «Γιατί;» «Μ άρε, είμαι εδώ για να σου μάθω το παρελθόν σου, για να σου μάθω πώς θα γίνεις Ασημένια και πώς θα είσαι, χμμ, χρήσιμη» λέει με κάποια πικρία. Τον κοιτάζω μπερδεμένη. Φόβος με κυριεύει. «Το όνομά μου είναι Μ αρέενα». Όμως αυτός κάνει μια αδιάφορη κίνηση με το χέρι του, αποκρούοντας την αδύναμη δήλωσή μου. «Θα προσπαθήσω επίσης να καταλάβω πώς έγινες αυτό που είσαι και πώς λειτουργούν οι ικανότητές σου». «Οι ικανότητές μου οφείλονται στο ότι… στο ότι είμαι Ασημένια. Οι ικανότητές των γονιών μου αναμείχθηκαν – ο πατέρας μου ήταν εξολοθρευτής και η μητέρα μου καταιγίδα»
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
147
ψελλίζω την εξήγηση που μου είπε να λέω η Ελάρα, σε μια προσπάθεια να τον κάνω να καταλάβει. «Είμαι Ασημένια, κύριε». Όταν κουνάει αρνητικά το κεφάλι, φρικάρω. «Όχι, δεν είσαι, Μ άρε Μ πάροου, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσεις ποτέ». Ξέρει. Είμαι τελειωμένη. Όλα τέλειωσαν. Θα έπρεπε να τον ικετέψω, να τον παρακαλέσω να μη φανερώσει το μυστικό μου, αλλά τα λόγια κολλάνε στο λαρύγγι μου. Το τέλος πλησιάζει και δεν μπορώ ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω για να το σταματήσω. «Δεν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτό» συνεχίζει παρατηρώντας τον φόβο μου. «Δε σκοπεύω να ειδοποιήσω κανέναν για την κληρονομιά σου». Η ανακούφιση που νιώθω είναι σύντομη, γιατί με κυριεύει ένας διαφορετικός φόβος. «Γιατί; Τι θέλεις από μένα;» «Πάνω απ’ όλα, είμαι περίεργος. Κι όταν μια Κόκκινη υπηρέτρια μπήκε έστω κι έτσι στον αγώνα για την επιλογή της μέλλουσας βασίλισσα και μετά παρουσιάστηκε σαν μια χαμένη Ασημένια αρχόντισσα, ομολογώ ότι η περιέργειά μου έφτασε στο έπακρο». «Γι’ αυτό δεν υπάρχουν κάμερες εδώ;» ανατριχιάζω και απομακρύνομαι από κοντά του. Σφίγγω τις γροθιές μου και εύχομαι να έρθει ο κεραυνός να με προστατέψει από αυτόν τον άνθρωπο. «Ώστε δε θα με καταγράφεις όσο με εξετάζεις;» «Δεν υπάρχουν κάμερες εδώ, επειδή έχω τη δύναμη να τις σβήνω». Η ελπίδα αστράφτει μέσα μου, σαν φως σε απόλυτο σκοτάδι. «Ποια είναι η δύναμή σου;» ρωτώ τρέμοντας. Μπορεί να είναι σαν κι εμένα. «Μ άρε, όταν ένας Ασημένιος λέει “δύναμη» εννοεί δύναμη. Η “ικανότητα” από την άλλη, αναφέρεται σε όλα τα μικρά ανόητα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε». Μικρά ανόητα πράγματα όπως το να τσακίζεις έναν άνθρωπο στα δύο ή να τον πνίγεις σε μια πλατεία. «Θέλω να πω ότι η αδελφή μου ήταν βασίλισσα κάποτε και ότι ακόμα μετράει κάπως εδώ». «Η αρχόντισσα Μ πλόνος δε μου το έμαθε αυτό».
148
VICTORIA AVEYARD
Εκείνος αφήνει ένα γελάκι. «Επειδή η αρχόντισσα Μ πλόνος σού μαθαίνει ανοησίες. Εγώ δε θα το κάνω ποτέ αυτό». «Μ α αν η βασίλισσα ήταν αδελφή σου, τότε είσαι…» «Ο Τζούλιαν Τζάκος, στις υπηρεσίες σου». Κάνει μια κωμική υπόκλιση. «Επικεφαλής του Οίκου Τζάκος, κληρονόμος μερικών παλαιών βιβλίων μόνο. Η αδελφή μου ήταν η μακαρίτισσα βασίλισσα Κοριάνα και ο πρίγκιπας Τιβέριας ο Έβδομος, ο Καλ όπως τον λένε, είναι ανιψιός μου». Τώρα που το λέει, βλέπω την ομοιότητα. Τα χρώματά του είναι του πατέρα του, αλλά την ηρεμία, τη ζεστασιά πίσω από τα μάτια του πρέπει να τα έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του. «Ώστε, λοιπόν, δε θα με μετατρέψεις σε πειραματόζωο για τη βασίλισσα;» ρωτώ ανήσυχη ακόμα. Αντί να προσβληθεί, ο Τζούλιαν γελάει δυνατά. «Αγαπητή μου, το μόνο που θέλει η βασίλισσα είναι να εξαφανιστείς. Το τελευταίο πράγμα που θέλει είναι να σε βοηθήσει να καταλάβεις ποια είσαι πραγματικά». «Όμως εσύ θα το κάνεις οπωσδήποτε;» Μ ια λάμψη περνάει από τα μάτια του, κάτι σαν θυμός. «Το χέρι της βασίλισσας δεν είναι τόσο μακρύ όσο θέλει να πιστεύεις. Προσωπικά, θέλω να μάθω τι είσαι και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θέλεις κι εσύ». Ο μεγάλος φόβος που με κυρίευε πριν από λίγο έγινε περιέργεια. «Θέλω». «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ» λέει χαμογελώντας μου πάνω από μια στοίβα βιβλία. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά πρέπει να κάνω επίσης κι αυτό που μου ζητήθηκε, να σε προετοιμάσω για την ημέρα που θα εμφανιστείς». Κατσουφιάζω καθώς θυμάμαι τι μου είχε πει ο Καλ στην αίθουσα του θρόνου. «Είσαι η ηρωίδα τους. Μια Ασημένια που μεγάλωσε σαν Κόκκινη. «Θέλουν να με χρησιμοποιήσουν για να σταματήσω μια επανάσταση. Κάτι τέτοιο». «Ναι. Ο αγαπητός γαμπρός μου και η βασίλισσά του πιστεύουν ότι μπορείς να το κάνεις, αν σε χρησιμοποιήσουν σωστά». Πικρία
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
149
σταλάζει από τα λόγια του. «Είναι μια ανόητη ιδέα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα και τότε…» Η φωνή μου σβήνει. Τότε θα με σκοτώσουν. Ο Τζούλιαν ακολουθεί τον ειρμό της σκέψης μου. «Κάνεις λάθος, Μ άρε. Δεν καταλαβαίνεις τη δύναμη που έχεις τώρα, πόσα πράγματα θα μπορούσες να ελέγξεις». Δένει τα χέρια πίσω από την πλάτη του, παράξενα σφιχτά. «Η Ερυθρά Φρουρά παραείναι δραστική για τους περισσότερους, παραείναι γρήγορη και αποτελεσματική. Όμως εσύ είσαι η ελεγχόμενη αλλαγή, το είδος του ανθρώπου που μπορούν να εμπιστευτούν. Είσαι η σιγανή φωτιά που θα καταστείλει την επανάσταση με μερικά λόγια και χαμόγελα. Μ πορείς να μιλήσεις στους Κόκκινους, να τους πεις πόσο ευγενείς, πόσο καλοπροαίρετοι, πόσο δίκαιοι είναι ο βασιλιάς και οι Ασημένιοι του. Μ πορείς να μιλήσεις στον λαό σου κι αυτοί να ξαναγυρίσουν στις αλυσίδες τους. Ακόμα και οι Ασημένιοι που κάνουν πολλές ερωτήσεις στον βασιλιά, αυτοί που έχουν αμφιβολίες, μπορεί να πειστούν από σένα. Και ο κόσμος θα μείνει ίδιος». Μ ε έκπληξη διαπιστώνω ότι ο Τζούλιαν φαίνεται αποκαρδιωμένος από αυτή την προοπτική. Χωρίς τις κάμερες να παραμονεύουν, ξεχνιέμαι και παίρνω ύφος σαρκαστικό. «Και δεν το θέλεις αυτό; Είσαι Ασημένιος και θα έπρεπε να μισείς την Ερυθρά Φρουρά… και μένα». «Το να πιστεύεις ότι όλοι οι Ασημένιοι είναι σατανικοί είναι το ίδιο κακό με το να πιστεύεις ότι όλοι οι Κόκκινοι είναι κατώτεροι» λέει με σοβαρή φωνή. «Αυτό που κάνει ο λαός μου σε σένα και στους δικούς σου είναι λάθος και εντελώς απάνθρωπο. Να σας καταπιέζουμε, να σας παγιδεύουμε σε έναν ατέλειωτο κύκλο φτώχειας και θανάτου, απλώς επειδή σας θεωρούμε διαφορετικούς από εμάς, δεν είναι σωστό. Και κάθε μελετητής της ιστορίας θα σου έλεγε ότι αυτό θα έχει άσχημη κατάληξη». «Μ α είμαστε διαφορετικοί». Μ ία μόνο μέρα σε τούτο τον
150
VICTORIA AVEYARD
κόσμο μού το έμαθε αυτό. «Δεν είμαστε ίδιοι». Ο Τζούλιαν σκύβει και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. «Ψάχνω να βρω μια απόδειξη ότι κάνεις λάθος». Κοιτάζεις ένα φρικιό, Τζούλιαν. «Θα μ’ αφήσεις να αποδείξω ότι κάνεις λάθος, Μ άρε;» «Ποιο το όφελος; Τίποτα δε θ’ αλλάξει». Ο Τζούλιαν αναστενάζει απελπισμένος. Περνάει το χέρι του στα αραιά καστανά μαλλιά του. «Εδώ και αιώνες οι Ασημένιοι βαδίζουν στη Γη σαν ζωντανοί θεοί και οι Κόκκινοι είναι σαν έντομα στα πόδια τους, ώσπου ήρθες εσύ. Αν αυτό δεν είναι αλλαγή, τότε τι είναι;» Μπορεί να με βοηθήσει να επιζήσω. Καλύτερα ακόμα, ίσως με βοηθήσει να ζήσω. «Τι κάνουμε, λοιπόν;» Οι μέρες μου ακολουθούν έναν ρυθμό, πάντα με βάση το ίδιο πρόγραμμα. Πρωτόκολλο το πρωί, Μ αθήματα το απόγευμα, ενώ ενδιάμεσα η Ελάρα με επιδεικνύει στα γεύματα και στα δείπνα. Η Πάνθηρας και η Σόνια είναι ακόμα επιφυλακτικές μαζί μου, αλλά δεν έχουν πει τίποτα ύστερα από εκείνο το γεύμα. Η βοήθεια του Μ έιβεν φαίνεται ότι έπιασε τόπο, όσο κι αν δε θέλω να το παραδεχτώ. Στην επόμενη μεγάλη συγκέντρωση, αυτή τη φορά στην προσωπική τραπεζαρία της βασίλισσας, οι Άιραλ με αγνοούν εντελώς. Παρά τα μαθήματα πάνω στο Πρωτόκολλο, το γεύμα εξακολουθεί να είναι δοκιμασία για μένα, καθώς προσπαθώ να θυμηθώ αυτά που έχω μάθει. Οσάνος, υδροφόροι, μπλε και πράσινο. Βέλε, πρασινοφόροι, πράσινο και χρυσό. Λέρολαν, εξολοθρευτές, πορτοκαλί και κόκκινο. Ράμπος και Τύρος και Νόρνους και Άιραλ κι ένα σωρό άλλοι. Πώς γίνεται να τα ξέρει κανείς όλα αυτά, ποτέ δε θα το μάθω. Ως συνήθως, κάθομαι δίπλα στην Εβαγκελίν. Γνωρίζω πολύ καλά ότι όλα εκείνα τα μεταλλικά μαγειρικά σκεύη πάνω στο τραπέζι είναι θανάσιμα όπλα στο ανελέητο χέρι της. Κάθε φορά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
151
που σηκώνει το μαχαίρι για να κόψει το φαγητό της, το σώμα μου σφίγγεται, περιμένοντας το χτύπημα. Η Ελάρα ξέρει τι σκέφτομαι, όπως πάντα, αλλά συνεχίζει το φαγητό της χαμογελαστή. Αυτό ίσως είναι χειρότερο από το μαρτύριο της Εβαγκελίν, γιατί ξέρω ότι απολαμβάνει τον σιωπηλό πόλεμό μας. «Πώς σου φαίνεται το Ηλίου Μ έλαθρον, αρχόντισσα Τιτάνος;» ρωτάει η κοπέλα απέναντί μου –η Ατάρα, του Οίκου Βάιπερ, πράσινο και μαύρο. Η άνιμος που σκότωσε τα περιστέρια. «Υποθέτω ότι δε συγκρίνεται με το… χωριό που ζούσες μέχρι τώρα». Λέει τη λέξη χωριό σαν βλαστήμια και δε μου διαφεύγει το ειρωνικό χαμόγελό της. Οι άλλες γυναίκες γελούν μαζί της, κάποιες ψιθυρίζουν σκανδαλισμένες. Μ ου παίρνει ένα λεπτό για ν’ απαντήσω καθώς προσπαθώ να συγκρατήσω την οργή μου. «Το παλάτι και το Σάμερτον είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που έχω συνηθίσει» καταφέρνω να πω. «Αυτό είναι φανερό» λέει μια άλλη γυναίκα, καθώς γέρνει προς τα μπρος για να πάρει μέρος στη συζήτηση. Μ ια Βέλε, αν κρίνω από τον χρυσοπράσινο χιτώνα της. «Έκανα μια βόλτα κάποτε στη Μ εγάλη Κοιλάδα και οφείλω να πω ότι τα Κόκκινα χωριά είναι αξιοθρήνητα. Ούτε καλούς δρόμους δεν έχουν». Εδώ μετά βίας μπορούμε να τραφούμε, πόσο μάλλον να πλακοστρώσουμε τους δρόμους. Σφίγγω τόσο δυνατά τα σαγόνια που φοβάμαι μήπως σπάσω τα δόντια μου. Προσπαθώ να χαμογελάσω, αλλά το μόνο που κάνω είναι να μορφάσω, καθώς οι άλλες γυναίκες συμφωνούν μαζί της. «Και οι Κόκκινοι, υποθέτω ότι κάνουν ό,τι μπορούν με αυτά που διαθέτουν» συνεχίζει η Βέλε, σουφρώνοντας τη μύτη σ’ αυτή τη σκέψη. «Έχουν προσαρμοστεί σ’ αυτή τη ζωή». «Δε φταίμε εμείς που γεννήθηκαν για να υπηρετούν» λέει με ελαφρότητα μια Ράμπος με καφέ φόρεμα, λες και μιλάει για τον καιρό ή το φαγητό. «Είναι κάτι φυσικό». Ο θυμός με πνίγει, αλλά μια ματιά της βασίλισσας μου λέει ότι
152
VICTORIA AVEYARD
δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Αντίθετα, πρέπει να κάνω το καθήκον μου. «Πράγματι, έτσι είναι» ακούω τον εαυτό μου να λέει. Κάτω από το τραπέζι, σφίγγω τα χέρια και έχω την εντύπωση ότι η καρδιά μου θα σπάσει. Σε όλο το τραπέζι, οι γυναίκες ακούνε προσεκτικά. Πολλές χαμογελούν, οι περισσότερες συγκατανεύουν, καθώς επιβεβαιώνω τις φοβερές πεποιθήσεις τους για τον λαό μου. Θέλω να ουρλιάξω, βλέποντας τα πρόσωπά τους. «Βέβαια» συνεχίζω «όταν είσαι αναγκασμένος να ζεις μια τέτοια ζωή χωρίς ανάπαυλα, χωρίς αναστολή και χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής, θα γίνεις υπηρέτης οποιουδήποτε». Τα λιγοστά χαμόγελα σβήνουν και μετατρέπονται σε σαστιμάρα. «Η αρχόντισσα Τιτάνος έχει τους καλύτερους δασκάλους και την καλύτερη βοήθεια ώστε να προσαρμοστεί απολύτως» με διακόπτει η Ελάρα γρήγορα. «Έχει αρχίσει ήδη μαθήματα με τη αρχόντισσα Μ πλάνος». Οι γυναίκες επαινούν τη βασίλισσα γι’ αυτό, ενώ τα κορίτσια ανταλλάσσουν απορημένες ματιές. Αυτό μου αρκεί για να συνέλθω, να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία που χρειάζομαι για να επιζήσω του γεύματος. «Τι σκοπεύει να κάνει η Βασιλική Υψηλότητά του με τους επαναστάτες;» ρωτάει μια γυναίκα και η άγρια φωνή της βυθίζει στη σιωπή το τραπέζι, αποσπώντας την προσοχή από μένα. Όλα τα μάτια στρέφονται σ’ αυτή που μίλησε, μια γυναίκα με στρατιωτική στολή. Μ ερικές ακόμα γυναίκες φορούν στολές, αλλά η δική της λαμποκοπά από τα πολλά μετάλλια και τις κορδέλες. Η άσχημη ουλή στο φακιδιασμένο πρόσωπό της λέει ότι ίσως τα κέρδισε πραγματικά. Εδώ στο παλάτι, είναι εύκολο να ξεχάσεις ότι υπάρχει ένας πόλεμος που συνεχίζεται, αλλά το βασανισμένο βλέμμα της λέει ότι εκείνη δεν μπορεί να ξεχάσει. Η βασίλισσα Ελάρα αφήνει κάτω το κουτάλι της με χάρη και χαμόγελο, στα οποία έχει εξασκηθεί ιδιαίτερα. «Συνταγματάρχα Μ άκανθος, εγώ δε θα τους έλεγα επαναστάτες…»
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
153
«Κι αυτό αφορά μόνο την επίθεση που ισχυρίστηκαν ότι έκαναν» ανταπαντά η συνταγματάρχης, διακόπτοντας τη βασίλισσα. «Τι έχετε να πείτε για την έκρηξη στον Όρμο του Λιμανιού ή στο αεροδρόμιο των Δελφών; Τρία τζετ καταστράφηκαν και άλλα δύο κλάπηκαν από τις βάσεις μας!» Γουρλώνω τα μάτια και ένα βογκητό ξεφεύγει από τα χείλη μου, όπως και από μερικές κυρίες. Κι άλλες επιθέσεις; Αλλά ενώ οι υπόλοιπες φαίνονται τρομαγμένες και βάζουν το χέρι στο στόμα, εγώ πρέπει να καταπνίξω την ανάγκη μου να χαμογελάσω. Η Φάρλεϊ έχει μπόλικη δουλειά. «Είσαι μηχανικός, Συνταγματάρχα;» Η φωνή της Ελάρα είναι απότομη, ψυχρή και κοφτή. Δε δίνει στη Μ άκανθος το περιθώριο ούτε το κεφάλι της να κουνήσει αρνητικά. «Τότε δε θα καταλάβεις ποτέ πώς μια διαρροή αερίου στον Όρμο μπορεί να προκαλέσει έκρηξη. Και θύμισέ μου, μήπως διοικείς κανένα σμήνος αεροπλάνων; Ω, όχι, λυπάμαι πολύ, η ειδικότητά σου έχει να κάνει με τις χερσαίες δυνάμεις. Αυτό που συνέβη στο αεροδρόμιο ήταν κατά τη διάρκειας μιας άσκησης που παρακολουθούσε ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Λάρις. Διαβεβαίωσε προσωπικά τη Μ εγαλειότητά του για την απόλυτη ασφάλεια της βάσης μας στους Δελφούς». Σε μια δίκαιη μάχη, η Μ άκανθος θα έκανε κομμάτια την Ελάρα με τα χέρια της. Αλλά αντί γι’ αυτό, η Ελάρα ξέσκισε τη συνταγματάρχη με τα λόγια. Και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Τα λόγια του Τζούλιαν ηχούν στο κεφάλι μου – τα λόγια μπορεί να είναι ψεύτικα. «Στόχος τους είναι να βλάψουν αθώους πολίτες, Ασημένιους και Κόκκινους, για να προκαλέσουν φόβο και υστερία. Είναι ασήμαντοι, λιγοστοί και δειλοί, κρύβονται από τη δικαιοσύνη του συζύγου μου. Μ ε το να λέμε ότι κάθε ατύχημα και παρεξήγηση σ’ αυτό το βασίλειο είναι δουλειά αυτών των κακών ανθρώπων αυξάνει απλώς τις προσπάθειές τους να μας τρομοκρατήσουν. Μ η δώσετε σ’ αυτά τα τέρατα αυτή την ικανοποίηση». Μ ερικές γυναίκες στο τραπέζι χειροκροτούν και συμφωνούν με
154
VICTORIA AVEYARD
το μεγάλο ψέμα της βασίλισσας. Η Εβαγκελίν μπαίνει κι αυτή στο χορό και σύντομα όλες τη μιμούνται. Στο τέλος μόνο η συνταγματάρχης κι εγώ παραμένουμε σιωπηλές. Μ αντεύω ότι δεν πιστεύει τίποτε από όσα είπε η βασίλισσα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να αποκαλέσει τη βασίλισσα ψεύτρα. Όχι, εδώ, όχι στην αρένα της. Όσο κι αν θέλω να μείνω ακίνητη, ξέρω ότι δεν μπορώ. Είμαι η Μ αρέενα, όχι η Μ άρε, και πρέπει να στηρίξω τη βασίλισσά μου και τα αξιοθρήνητα λόγια της. Ενώνω τα χέρια και χειροκροτώ το ψέμα της Ελάρας, ενώ η συνταγματάρχης σκύβει το κεφάλι. Παρά το γεγονός ότι είμαι συνέχεια τριγυρισμένη από υπηρέτες και Ασημένιους, νιώθω μοναξιά. Δεν βλέπω πολύ τον Καλ γιατί είναι πολύ απασχολημένος με τη συνεχή εκπαίδευσή του. Πολλές φορές φεύγει από το παλάτι για να μιλήσει σε στρατεύματα σε μια κοντινή βάση ή για να συνοδεύσει τον πατέρα του σε κρατικές υποθέσεις. Θα μπορούσα να μιλήσω βέβαια στον Μ έιβεν, με τα γαλάζια μάτια και το αμυδρό χαμόγελο, αλλά είμαι ακόμα επιφυλακτική μαζί του. Ευτυχώς, ποτέ δεν έχουμε μείνει πραγματικά μόνοι. Είναι μια ανόητη παράδοση της αυλής, να κρατούν τα αγόρια και τα κορίτσια των ευγενών μακριά από τον πειρασμό, όπως λέει η αρχόντισσα Μ πλόνος, αλλά αμφιβάλλω αν θα εφαρμοστεί ποτέ για μένα. Η αλήθεια είναι, ότι τον μισό καιρό ξεχνώ ότι πρόκειται να τον παντρευτώ μια μέρα. Η ιδέα ότι ο Μ έιβεν θα γίνει άντρας μου δε φαντάζει αληθινή. Δεν είμαστε καν φίλοι, πόσο μάλλον σύντροφοι. Όσο ευγενικός κι αν είναι, το ένστικτό μου μού λέει να μη γυρίσω την πλάτη στον γιο της Ελάρας, ότι κάτι κρύβει. Τι μπορεί να είναι αυτό, δεν το γνωρίζω. Τα μαθήματα του Τζούλιαν τα κάνουν όλα αυτά πιο υποφερτά∙ η εκπαίδευση που κάποτε φοβόμουν είναι τώρα ένας φωτεινός φάρος στη θάλασσα του σκότους μου. Χωρίς τις κάμερες και τα μάτια της Ελάρας, περνάμε τον χρόνο μας ανακαλύπτοντας τι είμαι πραγματικά. Όμως η εξέλιξη είναι αργή και
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
155
απογοητευόμαστε. «Νομίζω ότι ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά σου» λέει ο Τζούλιαν στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Στέκομαι μερικά μέτρα μακριά του, με τα χέρια απλωμένα σαν χαζή, ως συνήθως. Υπάρχει μια παράξενη ηλεκτρική μηχανή στα πόδια μου, που κάπου κάπου πετάει σπίθες. Ο Τζούλιαν θέλει να την ελέγξω, να τη χρησιμοποιήσω, αλλά για άλλη μια φορά απέτυχα να δημιουργήσω την ηλεκτρική εκκένωση που με έβαλε σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση αρχικά. «Ίσως πρέπει να βρίσκομαι σε θανάσιμο κίνδυνο» λέω. «Να ζητήσουμε το όπλο του Λούκας;» Συνήθως ο Τζούλιαν γελά με τ’ αστεία μου, αλλά αυτή τη στιγμή είναι βαθιά συλλογισμένος. «Κάνεις σαν παιδί» λέει τελικά. Σουφρώνω τη μύτη προσβεβλημένη, αλλά εκείνος συνεχίζει: «Έτσι είναι τα παιδιά στην αρχή, όταν δεν μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους. Οι ικανότητές τους εμφανίζονται σε περιπτώσεις άγχους ή φόβου, μέχρι να μάθουν να ελέγχουν αυτά τα συναισθήματα και να τις χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Υπάρχει κάτι που τις πυροδοτεί, κι εσύ πρέπει να βρεις τι είναι». Θυμάμαι πώς είχα νιώσει στον Σπειροειδή Κήπο, όταν έπεφτα σ’ αυτό που νόμιζα ότι ήταν η καταδίκη μου. Όμως δεν ήταν φόβος αυτό που κυκλοφορούσε στις φλέβες μου τη στιγμή που ενώθηκα με την ηλεκτρική ασπίδα. Ήταν γαλήνη. Ήταν γνωστό ότι το τέλος μου είχε έρθει και το αποδεχόμουν, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω – το άφησα να συμβεί. «Αξίζει να προσπαθήσουμε, τουλάχιστον» με προτρέπει ο Τζούλιαν. Μ ε ένα βογκητό, στέκομαι πάλι απέναντι στον τοίχο. Ο Τζούλιαν βάζει στη σειρά μερικά πέτρινα ράφια για βιβλία, όλα άδεια, φυσικά, για να στοχεύω κάτι. Μ ε το πλάι του ματιού μου, τον βλέπω να πηγαίνει προς τα πίσω, χωρίς να με αφήνει από τα μάτια του. Εμπρός. Άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο, ψιθυρίζει η φωνή στο
156
VICTORIA AVEYARD
κεφάλι μου. Τα μάτια μου κλείνουν καθώς συγκεντρώνομαι, απομακρύνοντας τις σκέψεις μου ώστε το μυαλό μου να φτάσει, να αισθανθεί το ηλεκτρισμό που λαχταρά ν’ αγγίξει. Το ενεργειακό κύμα, που είναι ζωντανό κάτω από το δέρμα μου, με πλημμυρίζει πάλι ώσπου τραγουδά σε κάθε μυ και νεύρο. Συνήθως σταματάει εκεί, στην άκρη της αίσθησης, αλλά όχι αυτή τη φορά. Αντί να περιμένω, αντί να σπρώξω τον εαυτό μου σ’ αυτή τη δύναμη, αφήνομαι. Και πέφτω σε κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, σε μια αίσθηση που είναι τα πάντα και τίποτα, φως και σκοτάδι, ζέστη και κρύο, ζωή και θάνατος. Πολύ γρήγορα, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι το μόνο πράγμα μες στο κεφάλι μου, εξαφανίζοντας όλα τα φαντάσματα και τις αναμνήσεις μου. Ακόμα και ο Τζούλιαν και τα βιβλία παύουν να υπάρχουν. Το μυαλό μου είναι καθαρό, ένα μαύρο κενό που βουίζει με δύναμη. Τώρα, όταν διώχνω την αίσθηση, δεν εξαφανίζεται και κινείται μέσα μου, από τα μάτια ως τα ακροδάχτυλά μου. Στα αριστερά μου, ο Τζούλιαν αφήνει ένα δυνατό βογκητό. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω πορφυρούς και λευκούς σπινθήρες να ξεπηδούν από τη μηχανή και να φτάνουν στα δάχτυλά μου, σαν να γίνεται μια ένωση μεταξύ καλωδίων. Για μια φορά, ο Τζούλιαν δεν έχει τίποτα να πει. Ούτε κι εγώ. Δε θέλω να κουνηθώ, φοβάμαι ότι η ελάχιστη κίνηση μπορεί να κάνει την ηλεκτρική εκκένωση να εξαφανιστεί. Όμως δεν εξασθενεί. Παραμένει, πηδάει και στριφογυρίζει στο χέρι μου όπως ένα γατάκι με ένα κουβάρι μαλλί. Φαίνεται αβλαβές, αλλά θυμάμαι τι θα έκανε, παραλίγο, στην Εβαγκελίν. Αυτή η δύναμη μπορεί να γίνει καταστροφική, αν την αφήσω. «Προσπάθησε να τη μετακινήσεις» λέει με κομμένη ανάσα ο Τζούλιαν που κοιτάζει με διάπλατα, ενθουσιώδη μάτια. Κάτι μου λέει ότι αυτή η ηλεκτρική εκκένωση θα υπακούσει στις επιθυμίες μου. Είναι μέρος του εαυτού μου, ένα κομμάτι της ψυχής μου που ζωντανεύει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σφίγγω τη χούφτα μου και οι σπινθήρες αντιδρούν στους τεντωμένους μυς μου. Γίνονται μεγαλύτεροι, λαμπρότεροι και
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
157
ταχύτεροι. Κατατρώγουν το μανίκι του πουκαμίσου μου, καίνε το ύφασμα σε δευτερόλεπτα. Σαν παιδί που πετάει μια μπάλα, τεντώνω το χέρι μου προς τα πέτρινα ράφια, ανοίγοντας την παλάμη μου την τελευταία στιγμή. Ο κεραυνός διασχίζει τον αέρα μέσα σε έναν κύκλο από λαμπερούς σπινθήρες και συγκρούεται με τα ράφια. Ο θόρυβος με κάνει να ουρλιάξω και να πέσω πάνω σε μια στοίβα βιβλία. Καθώς πέφτω κάτω, με την καρδιά μου να καλπάζει στο στήθος μου, η συμπαγής πέτρα των ραφιών καταρρέει μέσα σε ένα σύννεφο πυκνής σκόνης. Σπίθες πετάγονται πάνω από τα μπάζα για μια στιγμή προτού εξαφανιστούν, αφήνοντας μόνο ερείπια. «Λυπάμαι για τα ράφια» λέω κάτω από ένα σωρό πεσμένων βιβλίων. Το μανίκι μου ακόμα καπνίζει, αλλά δεν είναι τίποτα μπροστά στο βουητό του κεφαλιού μου. Νιώθω τα νεύρα μου τεντωμένα, τη δύναμη που κυλάει μέσα τους. Αυτή η αίσθηση είναι ωραία. Η σκιά του Τζούλιαν κινείται μες στο θολό νέφος, ενώ ένα γέλιο αντηχεί βαθιά από το στήθος του καθώς εξετάζει το χειροτέχνημά μου. Το άσπρο χαμόγελό του λάμπει μέσα από τη σκόνη. «Θα χρειαστούμε μεγαλύτερη τάξη». Έχει δίκιο. Είμαστε αναγκασμένοι να βρούμε καινούριες και μεγαλύτερες αίθουσες για να εξασκούμαι κάθε μέρα. Τελικά, βρίσκουμε ένα μέρος στα υπόγεια επίπεδα, ύστερα από μία εβδομάδα. Εδώ οι τοίχοι είναι μεταλλικοί και συμπαγείς, δυνατότεροι από τη διακοσμητική πέτρα και το ξύλο των άνω ορόφων. Το σημάδι μου σίγουρα δεν είναι καλό και ο Τζούλιαν είναι πολύ προσεκτικός όταν με εκπαιδεύει. Όμως γίνεται όλο και πιο εύκολο για μένα να καλώ τον «κεραυνό». Ο Τζούλιαν κρατάει σημειώσεις όλη την ώρα, καταγράφοντας τα πάντα, από τον παλμό της καρδιάς μου έως τη θερμοκρασία ενός πρόσφατα ηλεκτρισμένου κυπέλου. Κάθε καινούρια
158
VICTORIA AVEYARD
σημείωση φέρνει άλλο ένα αινιγματικό, αλλά χαρούμενο χαμόγελο στο πρόσωπό του, αν και δε μου λέει τον λόγο. Αμφιβάλλω αν θα καταλάβαινα, ακόμα κι αν μου εξηγούσε. «Εκπληκτικό» μουρμουρίζει, ενώ διαβάζει κάτι από μια άλλη μεταλλική μηχανή που δεν μπορώ να ονοματίσω. Λέει ότι μετράει την ηλεκτρική ενέργεια, αλλά δεν ξέρω πώς. Τρίβω τα χέρια μου και τα παρακολουθώ να «κλείνουν το ρεύμα» όπως λέει ο Τζούλιαν. Τα μανίκια μου παραμένουν άθικτα αυτή τη φορά, χάρη στα νέα μου ρούχα. Είναι από πυρίμαχο ύφασμα, όπως αυτό που φορούν ο Καλ και ο Μ έιβεν, αν και το δικό μου θα έπρεπε να λέγεται κατά της ηλεκτροπληξίας. «Τι είναι εκπληκτικό;» Εκείνος διστάζει, σαν να μη θέλει να μου το πει, σαν να μην πρέπει να μου το πει, αλλά τελικά σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Πριν ρίξεις την ηλεκτρική εκκένωση και τηγανίσεις εκείνο το καημένο το άγαλμα…» δείχνει ένα σωρό από μπάζα που κάποτε ήταν ο ανδριάντας κάποιου βασιλιά. «Μ έτρησα την ποσότητα του ηλεκτρισμού σ’ αυτό το δωμάτιο. Από τα φώτα, τα καλώδια, τέτοια πράγματα. Και τώρα μέτρησα εσένα». «Και;» «Έδωσες διπλάσιο ηλεκτρισμό από αυτόν που κατέγραψα προηγουμένως» λέει περήφανα, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί έχει τόση σημασία αυτό. Μ ε μια γρήγορη κίνηση, κλείνει το κουτί με τους σπινθήρες, όπως έχω συνηθίσει να το λέω. Νιώθω τον ηλεκτρισμό να σβήνει μέσα του. «Προσπάθησε πάλι». Συγκεντρώνομαι πάλι. Ύστερα από λίγο, οι σπινθήρες μου επιστρέφουν, το ίδιο δυνατοί με πριν. Αλλά αυτή τη φορά έρχονται από μέσα μου. Το χαμόγελο του Τζούλιαν απλώνεται ίσαμε τ’ αυτιά. «Λοιπόν…» «Επιβεβαιώνονται οι υποψίες μου». Μ ερικές φορές ξεχνώ ότι ο Τζούλιαν είναι επιστήμονας, αλλά πάντα μου το θυμίζει. «Παρήγαγες ηλεκτρική ενέργεια». Τώρα είμαι στ’ αλήθεια μπερδεμένη. «Σωστά. Αυτή είναι η
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
159
ικανότητά μου, Τζούλιαν». «Όχι, νόμιζα ότι η ικανότητά σου ήταν να ελέγχεις τον ηλεκτρισμό, όχι να τον δημιουργείς» λέει με σοβαρή φωνή. «Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει, Μ άρε». «Όμως αυτό δε βγάζει νόημα. Οι υδροφόροι…» «Μ εταχειρίζονται νερό που ήδη υπάρχει. Δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάτι που δεν είναι εκεί». «Και ο Καλ; Ο Μ έιβεν; Δε βλέπω πολλές φωτιές να βρυχούνται γύρω τους ώστε να παίζουν μαζί τους». Ο Τζούλιαν χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι. «Έχεις δει τα βραχιόλια τους, σωστά;» «Τα φορούν πάντα». «Τα βραχιόλια δημιουργούν σπίθες, μικρές φλογίτσες για να τις ελέγχουν τ’ αγόρια. Αν δεν υπάρχει κάτι ν’ αρχίσει τη φωτιά, είναι ανίσχυροι. Όλοι όσοι ελέγχουν στοιχεία της φύσης είναι όμοιοι, είτε μέταλλο χειρίζονται, είτε νερό, είτε φυτική ζωή που υπάρχει ήδη. Είναι τόσο δυνατοί όσο το περιβάλλον τους. Όχι όπως εσύ, Μ άρε». Όχι όπως εγώ. Δε μοιάζω με κανένα. «Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό;» «Δεν είμαι σίγουρος. Είσαι το κάτι άλλο. Ούτε Κόκκινη ούτε Ασημένια. Κάτι άλλο. Κάτι παραπάνω». «Κάτι διαφορετικό». Περίμενα ότι οι δοκιμές του Τζούλιαν θα μ’ έφερναν πιο κοντά σε μια απάντηση, αλλά αντί γι’ αυτό γέννησαν περισσότερα ερωτήματα. «Τι είμαι, Τζούλιαν; Τι τρέχει με μένα;» Ξάφνου δυσκολεύομαι να αναπνεύσω και τα μάτια μου βουρκώνουν. Πρέπει να καταπιώ τα καυτά δάκρυά μου, να τα κρύψω από τον Τζούλιαν. Επειδή με παρακολουθούν, νομίζω. Τα Μ αθήματα, το Πρωτόκολλο, αυτό το μέρος όπου δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν, όπου δεν είμαι καν ο εαυτός μου. Μ ε πνίγει. Θέλω να ουρλιάξω, αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ. «Δεν είναι κακό που είσαι διαφορετική» ακούω τον Τζούλιαν να λέει, αλλά τα λόγια του είναι απλώς μια ηχώ. Οι σκέψεις μου,
160
VICTORIA AVEYARD
οι θύμησες του σπιτιού, της Γκίζας και του Κίλορν, τα πνίγουν. «Μ άρε;» Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, η καλοσύνη προσωποποιημένη – αλλά στέκεται σε απόσταση ενός πήχη από μένα. Όχι για το καλό μου, αλλά για το δικό του καλό. Για να προστατέψει τον εαυτό του από μένα. Μ ε ένα βογκητό, συνειδητοποιώ ότι οι σπινθήρες έχουν ξαναγυρίσει και διατρέχουν το κάτω μέρος του μπράτσου μου, απειλώντας να με καταβροχθίσουν σε μια λαμπερή καταιγίδα που βρυχάται. «Μ άρε, συγκεντρώσου σ’ εμένα. Μ άρε, έλεγξέ το». Μ ιλάει απαλά, ήρεμα, αλλά με σταθερή φωνή. Κάνει σαν να με φοβάται. «Έλεγξέ το, Μ άρε». Όμως δεν μπορώ να ελέγξω τίποτα. Ούτε το μέλλον μου, ούτε τις σκέψεις μου, ούτε καν αυτή την ικανότητα που είναι η αιτία όλων των προβλημάτων μου. Πάντως υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να ελέγξω ακόμα, προς το παρόν, τουλάχιστον. Τα πόδια μου. Σαν δειλή που είμαι, το βάζω στα πόδια. Οι διάδρομοι είναι άδειοι καθώς τους διασχίζω, αλλά το αόρατο βάρος από τις χίλιες κάμερες με πιέζει. Δεν έχω πολύ χρόνο μέχρι να με βρει ο Λούκας ή, ακόμα χειρότερο, οι Σκοποί. Απλώς έχω ανάγκη ν’ αναπνεύσω. Απλώς έχω ανάγκη να δω από πάνω μου τον ουρανό, όχι γυαλί. Στέκομαι στο μπαλκόνι δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα προτού συνειδητοποιήσω ότι βρέχει. Ξάφνου ο θυμός μου καταλαγιάζει. Οι σπινθήρες σβήνουν εντελώς και τους αντικαθιστούν οργισμένα, άσχημα δάκρυα που κυλάνε στο πρόσωπό μου. Μ ια βροντή ακούγεται κάπου στο βάθος και ο αέρας είναι ζεστός. Αλλά η υγρασία έχει χαθεί από την ατμόσφαιρα. Η ζέστη έχει υποχωρήσει και το καλοκαίρι σύντομα θα τελειώσει. Ο καιρός περνά. Η ζωή μου προχωρά, ασχέτως αν εγώ θέλω να μείνει ίδια. Όταν ένα δυνατό χέρι μ’ αρπάζει από το μπράτσο, σχεδόν ουρλιάζω. Δύο Σκοποί στέκονται από πάνω μου, με μάτια σκοτεινά πίσω από τις μάσκες. Και οι δύο είναι διπλάσιοι στο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
161
ύψος από μένα και άκαρδοι. Προσπαθούν να με σύρουν πίσω στη φυλακή μου. «Αρχόντισσά μου» βρυχάται ο ένας, αλλά δεν ακούγεται καθόλου σεβαστικός. «Αφήστε με να φύγω». Η διαταγή είναι αδύναμη, ένας ψίθυρος σχεδόν. Καταπίνω τον αέρα σαν να πνίγομαι. «Δώστε μου λίγα λεπτά μόνο, σας παρακαλώ…» Αλλά δεν είμαι η αφέντρα τους. Δε μου απαντάνε. Κανείς δεν το κάνει. «Άκουσες τη μνηστή μου» λέει μια άλλη φωνή. Τα λόγια του είναι σταθερά και σκληρά, η φωνή της εξουσίας. Ο Μέιβεν. «Αφήστε τη να φύγει». Όταν ο πρίγκιπας βγαίνει στο μπαλκόνι, νιώθω μεγάλη ανακούφιση. Οι Σκοποί ισιώνουν το κορμί μπροστά του και κλίνουν το κεφάλι προς το μέρος του. Αυτός που με κρατάει, του λέει : «Πρέπει να κρατήσουμε την αρχόντισσα Τιτάνος στο πρόγραμμά της». Χαλαρώνει ωστόσο τη λαβή του. «Είναι διαταγές, κύριε». «Τότε έχετε καινούριες διαταγές» απαντάει ο Μ έιβεν, με φωνή ψυχρή σαν πάγο. «Θα συνοδεύσω εγώ τη Μ αρέενα στα μαθήματά της». «Πολύ καλά, κύριε» λένε ταυτόχρονα οι Σκοποί που δεν μπορούν ν’ αρνηθούν στον πρίγκιπα. Όταν απομακρύνονται, με τις αστραφτερές κάπες τους να στάζουν βροχή, βγάζω έναν βαθύ αναστεναγμό. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει προηγουμένως, αλλά τα χέρια μου κινούνται ανεξέλεγκτα και πρέπει να σφίξω τις γροθιές μου για να κρύψω το τρέμουλο. Αλλά ο Μ έιβεν είναι ευγενικός και κάνει πως δεν το παρατήρησε. «Έχουμε ντους μέσα, ξέρεις». Σκουπίζω τα μάτια μου, αν και τα δάκρυά μου έχουν χαθεί τόση ώρα στη βροχή. Το μόνο που απομένει είναι μια ενοχλητική μύτη που τρέχει και λίγη μαύρη μπογιά από το βάψιμο των ματιών μου. Ευτυχώς, η ασημένια πούδρα μου κρατάει. Είναι φτιαγμένη από
162
VICTORIA AVEYARD
ανθεκτικότερο υλικό από μένα. «Η πρώτη βροχή της σεζόν» καταφέρνω να πω, ενώ προσπαθώ ν’ ακουστώ φυσιολογική. «Έπρεπε να το δω με τα μάτια μου». «Σωστά» λέει, καθώς με πλησιάζει. Γυρίζω αλλού το κεφάλι, για να κρύψω το πρόσωπό μου ακόμα λίγο. «Καταλαβαίνω, ξέρεις». Αλήθεια, πρίγκιπα; Καταλαβαίνεις πώς είναι να σε παίρνουν μακριά από όλα όσα αγαπάς, να σε αναγκάζουν να γίνεις κάτι άλλο; Να λες ψέματα κάθε λεπτό της κάθε μέρας για το υπόλοιπο της ζωής σου; Να ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά με σένα; Δεν έχω τη δύναμη να χειριστώ τα χαμόγελα της κατανόησής του. «Σταμάτα να υποκρίνεσαι ότι ξέρεις τα πάντα για μένα ή για τα αισθήματά μου». Ακούγοντας τον τόνο της φωνής μου, παίρνει ύφος θλιμμένο, το στόμα του παραμορφώνεται από έναν μορφασμό. «Νομίζεις ότι δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι να είσαι εδώ; Μ ε αυτούς τους ανθρώπους;» Ρίχνει ένα βλέμμα πάνω από τον ώμο του σαν ν’ ανησυχεί μήπως τον ακούσει κανένας. Αλλά δεν υπάρχει κανείς, εκτός από τη βροχή και τη βροντή. «Δεν μπορώ να πω αυτό που θέλω, να κάνω αυτό που θέλω… με τη μητέρα μου τριγύρω μετά βίας μπορώ να σκεφτώ ό,τι θέλω. Και ο αδελφός μου…» «Τι συμβαίνει με τον αδελφό σου;» Τα λόγια κολλάνε στο στόμα του. Δε θέλει να τα πει, αλλά τα νιώθει. «Είναι δυνατός, είναι ταλαντούχος, είναι ισχυρός… κι εγώ είμαι η σκιά του. Η σκιά της φλόγας». Εκπνέει αργά και καταλαβαίνω ότι η ατμόσφαιρα γύρω μας έχει γίνει παράξενα ζεστή. «Συγγνώμη» προσθέτει και απομακρύνεται λίγο για να δροσίσει ο αέρας. Μ προστά στα μάτια μου, ξαναγίνεται ο Ασημένιος πρίγκιπας που του ταιριάζουν περισσότερο τα συμπόσια και οι στολές. «Δε θα έπρεπε να το πω αυτό». «Δεν πειράζει» μουρμουρίζω. «Είναι καλό ν’ ακούω ότι δεν είμαι η μόνη που παραπονιέμαι ότι νιώθω εκτός τόπου και χρόνου».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
163
«Αυτό είναι κάτι που έπρεπε να το γνωρίζεις για μας τους Ασημένιους. Είμαστε πάντα μόνοι. Εδώ κι εδώ» λέει, καθώς δείχνει το κεφάλι και την καρδιά του. «Αυτό σε κρατά δυνατό». Μ ια αστραπή σκίζει τον ουρανό από πάνω μας. Τα μάτια του φωτίζονται και στο τέλος φεγγοβολούν. «Αυτό είναι ανοησία» του λέω, κι εκείνος γελάει μελαγχολικά. «Καλύτερα να κρύψεις την καρδιά σου, αρχόντισσα Τιτάνος. Δε θα σε οδηγήσει εκεί που θέλεις να πας». Τα λόγια του μου φέρνουν ρίγος. Τελικά θυμάμαι τη βροχή και ότι θα έχω τα χάλια μου. «Πρέπει να γυρίσω στα μαθήματά μου» μουρμουρίζω, με σκοπό να τον αφήσω στο μπαλκόνι. Όμως εκείνος μ’ αρπάζει από το μπράτσο. «Νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω στο πρόβλημά σου». Ανασηκώνω το ένα φρύδι. «Ποιο πρόβλημα;» «Δεν είσαι από εκείνα τα κορίτσια που κλαίνε επειδή τους έπεσε το καπέλο. Νοσταλγείς το σπίτι σου». Σηκώνει το χέρι πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ. «Μ πορώ να το κανονίσω αυτό».
164
VICTORIA AVEYARD
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ Στον προθάλαμο υπάρχουν περίπολοι της Ασφάλειας, ανά δύο άνδρες, αλλά με τον Μ έιβεν στο μπράτσο μου, δε με σταματούν. Αν και είναι νύχτα και θα έπρεπε να είμαι στο κρεβάτι μου εδώ και ώρα, κανείς δε λέει λέξη. Κανείς δεν εμποδίζει έναν πρίγκιπα. Πού με πηγαίνει τώρα, δεν ξέρω, αλλά υποσχέθηκε να με πάει εκεί. Σπίτι. Είναι σιωπηλός, αλλά αποφασισμένος και αντιμάχεται ένα αμυδρό χαμόγελο. Δεν μπορώ να μην τον κοιτάξω με πρόσωπο που λάμπει από χαρά. Μπορεί να μην είναι τόσο κακός. Αλλά σταματάμε πολύ πιο νωρίς απ’ όσο υπολόγιζα – δεν αφήνουμε καν τους ορόφους όπου είναι τα διαμερίσματα. «Εδώ είμαστε» λέει και χτυπάει την πόρτα που ανοίγει αμέσως, φανερώνοντας τον Καλ. Η εμφάνισή του με κάνει να οπισθοχωρήσω. Το στήθος του είναι γυμνό, ενώ η υπόλοιπη αρματωσιά του κρέμεται από πάνω του. Μ εταλλικά φύλλα πλεγμένα σαν ύφασμα, κάποια από αυτά με εγκοπές. Δε μου διαφεύγει η μελανιά πάνω από την καρδιά του ή τα γένια στα μάγουλά του. Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω εδώ και μια εβδομάδα και είναι φανερό ότι τον έπιασα σε ακατάλληλη στιγμή. Δεν με παρατηρεί στην αρχή. Προσπαθεί να
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
165
βγάλει την πανοπλία του. Ξεροκαταπίνω. «Πήρα εκείνο το πράγμα, Μ άβι…» αρχίζει, αλλά σταματά όταν σηκώνει το κεφάλι και με βλέπει να στέκομαι πλάι στον αδελφό του. «Μ άρε, πώς μπορώ, χμμ, τι μπορώ να κάνω για σένα;» Φαίνεται να τα έχει χαμένα, για πρώτη φορά. «Δεν είμαι σίγουρη» απαντώ, στρέφοντας το βλέμμα μου στον Μ έιβεν. Ο μνηστήρας μου απλώς χαμογελάει και ανασηκώνει το ένα φρύδι. «Μ ια και είναι ο καλός γιος, ο αδελφός μου έχει την ελευθερία να κάνει κάποια πράγματα που θέλει» λέει και το ύφος του είναι παραδόξως παιχνιδιάρικο. Ακόμα κι ο Καλ χαμογελά. «Ήθελες να πας σπίτι, Μ άρε, και σου βρήκα κάποιον που έχει πάει εκεί». Για μια στιγμή τα χάνω, αλλά μετά συνειδητοποιώ τι λέει ο Μ έιβεν και πόσο ανόητη είμαι που δεν το κατάλαβα πιο μπροστά. Ο Καλ μπορεί να με βγάλει από το παλάτι. Ο Καλ ήταν στην ταβέρνα… Κατάφερε να βγει από εδώ μέσα, το ίδιο μπορεί να κάνει και για μένα. «Μ έιβεν» λέει ο Καλ μέσα από τα δόντια του. Το χαμόγελο έχει σβήσει από το πρόσωπό του. «Ξέρεις ότι δεν μπορεί. Δεν είναι καλή ιδέα…» Είναι η σειρά μου να μιλήσω, να πάρω αυτό που θέλω. «Ψεύτη». Εκείνος με κοιτάζει με μάτια φλογισμένα, το βλέμμα του με διαπερνά. Ελπίζω να δει την αποφασιστικότητά μου, την απελπισία μου, την ανάγκη μου. «Της πήραμε τα πάντα, αδελφέ» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν, που πηγαίνει κοντά του. «Σίγουρα δεν μπορούμε να της δώσουμε αυτό που επιθυμεί;» Και τότε, αργά, απρόθυμα, ο Καλ συναινεί και μου κάνει νόημα να περάσω στο δωμάτιό του. Ζαλισμένη από ενθουσιασμό, σπεύδω μέσα, σχεδόν χοροπηδώντας. Θα πάω σπίτι. Ο Μ έιβεν στέκεται στην πόρτα και το χαμόγελό του ξεθωριάζει λίγο όταν φεύγω από το πλευρό του. «Εσύ δε θα έρθεις». Δεν
166
VICTORIA AVEYARD
είναι ερώτηση. Εκείνος κουνάει το κεφάλι. «Θα έχεις αρκετά να νοιαστείς, δε χρειάζεται να σέρνεις κι εμένα». Δεν είναι ανάγκη να είμαι ιδιοφυία για να καταλάβω την αλήθεια των λόγων του. Όμως, επειδή δε θα έρθει, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ξεχάσω τι έκανε για μένα. Χωρίς να το σκεφτώ, αγκαλιάζω τον Μ έιβεν. Εκείνος δεν ανταποκρίνεται για λίγο, αλλά σιγά σιγά, βάζει το ένα του χέρι γύρω από τους ώμους μου. Όταν τραβιέμαι, ένα ασημένιο χρώμα βάφει τα μάγουλά του. Όσο για μένα, νιώθω το αίμα μου να κυλάει καυτό κάτω από το δέρμα μου και να αντηχεί στ’ αυτιά μου. «Μ ην αργήσεις» λέει, τραβώντας τα μάτια του από πάνω μου για να κοιτάξει τον Καλ. Ο Καλ χαμογελά αμυδρά. «Κάνεις σαν να είναι η πρώτη μου φορά». Τ’ αδέλφια κρυφογελούν, ένα γελάκι μόνο γι’ αυτούς που έχω δει να το κάνουν άπειρες φορές και τα δικά μου αδέλφια. Όταν η πόρτα κλείνει πίσω από τον Μ έιβεν και μένω μόνη με τον Καλ, η εχθρότητά μου για τον πρίγκιπα σίγουρα έχει μειωθεί λιγάκι. Το δωμάτιο του Καλ είναι δύο φορές σαν το δικό μου, αλλά τόσο γεμάτο που φαίνεται μικρότερο. Πανοπλίες και στολές, αμφιέσεις μάχης γεμίζουν τα κοιλώματα κατά μήκος των τοίχων, όλα κρεμασμένα πάνω σε κάτι που υποθέτω ότι είναι κούκλες στο σώμα του Καλ. Υψώνονται από πάνω μου σαν απρόσωπα φαντάσματα που με κοιτούν με αόρατα μάτια. Οι περισσότερες πανοπλίες είναι ελαφριές, από ατσάλινα φύλλα και χοντρό ύφασμα. Κάποιες όμως είναι βαριές, προφανώς για μάχη και όχι για εκπαίδευση. Μ ία μάλιστα έχει κράνος από γυαλιστερό μέταλλο και προσωπίδα από βαμμένο γυαλί. Ένα έμβλημα γυαλίζει στο μανίκι, ραμμένο στο σκούρο γκρι υλικό. Το φλεγόμενο μαύρο στέμμα και ασημένια φτερά. Τώρα, τι σημαίνει αυτό, για ποιο λόγο είναι οι στολές ή τι έχει κάνει ο Καλ μέσα σ’ αυτές δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Όπως ο Τζούλιαν, ο Καλ έχει παντού στοίβες με βιβλία, όμοιες με ποταμάκια από μελάνι και χαρτί. Όμως δεν είναι τόσο παλιά
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
167
όσο του Τζούλιαν – τα περισσότερα φαίνονται να έχουν καινούριο δέσιμο, είναι δακτυλογραφημένα και ξανατυπωμένα σε πλαστικοποιημένα φύλλα χαρτιού για να προστατεύονται τα γράμματα. Και όλα είναι γραμμένα στην Κοινή, τη γλώσσα της Νόρτας, της Λιμνοχώρας και του Πιεμόν. Ενώ ο Καλ εξαφανίζεται στην ντουλάπα του, βγάζοντας την υπόλοιπη πανοπλία καθ’ οδόν, ρίχνω μια ματιά στα βιβλία. Είναι παράξενα, γεμάτα χάρτες, διαγράμματα και πίνακες – οδηγοί για τη φοβερή τέχνη του πολέμου. Το ένα είναι πιο βίαιο από το άλλο και καταγράφει με λεπτομέρειες στρατιωτικές κινήσεις των τελευταίων ετών και πιο παλιές ακόμα. Σημαντικές νίκες, αιματηρές ήττες, όπλα και ελιγμούς, αρκετά για να με πιάσει ζαλάδα. Οι σημειώσεις του Καλ μέσα στα βιβλία είναι χειρότερες, καθώς περιγράφει τις τακτικές που προτιμά και οι οποίες αποτιμούν το κόστος μιας ζωής. Στις εικόνες, στα μικροσκοπικά τετράγωνα που αντιπροσωπεύουν τους στρατιώτες, βλέπω τ’ αδέλφια μου και τον Κίλορν και τους ομοίους τους. Εκτός από τα βιβλία, δίπλα στο παράθυρο, υπάρχει ένα μικρό τραπέζι και δύο καρέκλες. Στην επιφάνεια του τραπεζιού βρίσκεται ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με τα πιόνια ήδη στη θέση τους. Πρέπει να συναντιούνται το βράδυ, να παίζουν και να γελούν όπως κάνουν τ’ αδέλφια. «Δε θα έχουμε πολύ χρόνο για την επίσκεψη». Η φωνή του Καλ με κάνει να αναπηδήσω. Κοιτάζω προς την ντουλάπα και βλέπω από πίσω το ψηλό ανάστημά του και τη γεμάτη μυς πλάτη του καθώς βάζει ένα πουκάμισο. Εκεί έχει κι άλλες μελανιές και ουλές, αν και είμαι σίγουρη ότι θα έχει ολόκληρη στρατιά από θεραπευτές, αν θέλει. Για κάποιο λόγο, θέλησε να διατηρήσει τις ουλές. «Όσο χρειάζεται για να δω την οικογένειά μου» αποκρίνομαι, ενώ κάνω στην άκρη για να μη βλέπω. Ο Καλ εμφανίζεται, αυτή τη φορά ντυμένος με απλά ρούχα. Ύστερα από λίγο, συνειδητοποιώ ότι είναι τα ίδια που φορούσε τη νύχτα που τον συνάντησα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν
168
VICTORIA AVEYARD
κατάλαβα ποιος ήταν από την αρχή: ένας λύκος με προβιά προβάτου. Και τώρα εγώ είμαι το πρόβατο που υποκρίνεται ότι είναι λύκος. Κανείς δε μας σταματάει όταν αφήνουμε τους ορόφους με τα διαμερίσματα. Το να είσαι ο διάδοχος έχει τα πλεονεκτήματά του. Ο Καλ στρίβει σε μια γωνιά και με οδηγεί σε ένα φαρδύ δωμάτιο από μπετόν. «Εδώ είμαστε». Φαίνεται σαν ένα είδος αποθήκης, γεμάτο με σειρές από παράξενα σχήματα σκεπασμένα με καναβάτσο. Κάποια είναι μεγάλα, κάποια άλλα μικρά, αλλά όλα κρυμμένα. «Είναι αδιέξοδο» διαμαρτύρομαι. Δεν υπάρχει τρόπος να βγούμε, εκτός από κει που ήρθαμε. «Ναι, Μ άρε, σε έφερα σε ένα αδιέξοδο» λέει με έναν αναστεναγμό, καθώς βαδίζει πλάι σε μια συγκεκριμένη σειρά. Τα καλύμματα κυματίζουν στο διάβα του και βλέπω από κάτω μέταλλο να γυαλίζει. «Κι άλλες πανοπλίες;» λέω δείχνοντας ένα από τα κρυμμένα πράγματα «Ήμουν έτοιμη να σου πω να πάρεις κι άλλες. Φαίνεται ότι δεν έχεις αρκετές επάνω. Ίσως θέλεις να φορέσεις καμιά. Τ’ αδέλφια μου είναι αρκετά μεγαλόσωμα και τους αρέσει να δέρνουν κόσμο». Ωστόσο, κρίνοντας από τη συλλογή των βιβλίων του Καλ και από τους μυς του, μπορεί να τα βγάλει πέρα μια χαρά. Για να μην αναφέρω ότι μπορεί να ελέγχει τη φωτιά. Εκείνος κουνάει απλώς το κεφάλι. «Νομίζω ότι θα είμαι εντάξει μ’ αυτό. Εξάλλου, μοιάζω με άνδρας της Ασφάλειας μ’ αυτά τα ρούχα. Δε θέλουμε να βγάλει λάθος συμπέρασμα η οικογένειά σου, σωστά;» «Και ποιο συμπέρασμα θέλουμε να βγάλει; Δε νομίζω ότι μπορώ να σε συστήσω όπως πρέπει». «Δουλεύω μαζί σου, πήραμε άδεια το βράδυ. Είναι απλό» λέει, σηκώνοντας τους ώμους. Πολύ εύκολα λένε ψέματα αυτοί οι άνθρωποι. «Λοιπόν, γιατί έρχεσαι μαζί μου; Γιατί είμαστε εδώ;»
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
169
Μ ε ένα πονηρό χαμόγελο, ο Καλ δείχνει το καλυμμένο με καναβάτσο όγκο δίπλα του. «Είμαι το μεταφορικό σου μέσο». Βγάζει το κάλυμμα και αποκαλύπτει μια μηχανή από μέταλλο και μαύρη μπογιά. Έχει δύο ρόδες, φώτα, ένα μακρύ δερμάτινο κάθισμα και είναι από αστραφτερό χρώμιο – ένα μεταφορικό μέσον που δεν έχω ξαναδεί. «Είναι ένα μοτοποδήλατο» λέει ο Καλ, χαϊδεύοντας τα ασημένια τιμόνια σαν υπερήφανος πατέρας. Γνωρίζει και αγαπά κάθε εκατοστό του μεταλλικού θηρίου. «Ταχύτατο, ευκίνητο και μπορεί να πάει εκεί που τα άλλα μεταφορικά μέσα δεν μπορούν». «Μ οιάζει… με παγίδα θανάτου» λέω τελικά, ανίκανη να κρύψω τον φόβο μου. Εκείνος γελάει και βγάζει από το πίσω κάθισμα ένα κράνος. Ελπίζω να μην περιμένει να το φορέσω, πόσο μάλλον να καβαλήσω αυτό το πράγμα. «Αυτό είπε ο πατέρας και η συνταγματάρχης Μ άκανθος. Δε θέλουν τη μαζική παραγωγή του για τα στρατεύματα, αλλά θα τους καταφέρω. Δεν έχω τρακάρει ούτε μία φορά από τότε που τελειοποίησα τους τροχούς». «Εσύ το έφτιαξες;» λέω με δυσπιστία, αλλά εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Τώρα μάλιστα». «Περίμενε πρώτα να το καβαλήσεις» λέει εκείνος, ενώ μου δίνει το κράνος. Στην τελευταία ατάκα, ο απέναντι τοίχος τραντάζεται, οι μεταλλικοί μηχανισμοί του τρίζουν και αρχίζει να παραμερίζει, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή νυχτιά. Κάνω ένα βήμα πίσω από τη μηχανή του θανάτου. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό». Όμως ο Καλ χαμογελάει, περνάει το ένα πόδι πάνω από το μοτοποδήλατο και κάθεται στο κάθισμα. Η μηχανή ζωντανεύει από κάτω του, βουίζει και μουγκρίζει δυνατά. Μ πορώ να αισθανθώ την μπαταρία βαθιά μέσα στη μηχανή που την κινεί. Παρακαλάει να την αφήσει ελεύθερη, να «καταβροχθίσει» τον μακρύ δρόμο από δω μέχρι το σπίτι. Σπίτι. «Είναι απολύτως ασφαλές, στο υπόσχομαι» φωνάζει από τη μηχανή. Οι προβολείς ανάβουν, φωτίζοντας το σκοτάδι που
170
VICTORIA AVEYARD
απλώνεται μπροστά μας. Τα χρυσοκόκκινα μάτια του Καλ συναντούν τα δικά μου και απλώνει το χέρι του. «Μ άρε;» Παρά τον φόβο που κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται, βάζω το κράνος στο κεφάλι μου. Δεν έχω ανέβει ποτέ σε αερόπλοιο, αλλά ξέρω ότι πρέπει να νιώθεις σαν να πετάς. Η μηχανή του Καλ καταβροχθίζει τον γνωστό δρόμο με κομψές, καμαρωτές στροφές. Είναι καλός οδηγός, του το αναγνωρίζω. Ο παλιός δρόμος είναι γεμάτος βουναλάκια και λακκούβες, αλλά τα περνάει με ευκολία, αν και η καρδιά μου έχει φτάσει στο στόμα μου. Μ όνο όταν σταματάμε, ένα χιλιόμετρο περίπου έξω από το χωριό, συνειδητοποιώ ότι κρατιέμαι τόσο σφιχτά από τη μέση του που με δυσκολία με ξεκολλάει από πάνω του. Ξάφνου νιώθω παγωμένη χωρίς τη ζεστασιά του, αλλά διώχνω αυτή τη σκέψη. «Πλάκα έχει, σωστά;» λέει, σβήνοντας τη μηχανή. Τα πόδια και η πλάτη μου με πονούν ήδη από το παράξενο μικρό κάθισμα, αλλά εκείνος κατεβαίνει άνετα με ένα πήδημα. Μ ε κάποια δυσκολία, γλιστράω κάτω κι εγώ. Τα γόνατά μου τρέμουν, πιο πολύ από τον χτύπο της καρδιάς μου που αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, αλλά νομίζω ότι είμαι εντάξει. «Δε θα είναι η πρώτη μου επιλογή στη μεταφορά». «Θύμισέ μου να σε πάρω σε κανένα τζετ καμιά φορά. Μ ετά σίγουρα θα κολλήσεις στα μοτοποδήλατα» απαντά, καθώς απομακρύνει τη μηχανή από τον δρόμο για να την κρύψει στο δάσος. Αφού πετάει κάνα δυο κλαδιά με φύλλα πάνω της, κάνει λίγο πίσω για να θαυμάσει τη δουλειά του. Αν δεν ήξερα πού να κοιτάξω ακριβώς, δε θα παρατηρούσα ότι το μοτοποδήλατο είναι εκεί. «Πρέπει να το κάνεις τακτικά αυτό, βλέπω». Ο Καλ επιστρέφει σε μένα, με το ένα χέρι στην τσέπη. «Καμιά φορά στα παλάτια μαζεύεται πολύς… κόσμος». «Το ίδιο και στα μπαρ, στα Κόκκινα μπαρ, σωστά;» ρωτάω για να μπω στο θέμα. Όμως εκείνος αρχίζει να περπατάει προς το
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
171
χωριό με βήμα γοργό σαν να θέλει να αποφύγει την ερώτηση. «Δε βγαίνω για να πιω, Μ άρε». «Τι κάνεις τότε, απλώς τσακώνεις πορτοφολούδες και τους δίνεις δουλειά θέλοντας και μη;» Όταν σταματάει απότομα και γυρίζει, πέφτω πάνω στο στήθος του και για μια στιγμή νιώθω το σφιχτοδεμένο κορμί του. Κατόπιν συνειδητοποιώ ότι γελάει με την καρδιά του. «Είπες μόλις τώρα “θέλοντας και μη”;» λέει ανάμεσα στα γέλια του. Γίνομαι κατακόκκινη κάτω από το βάψιμό μου και τον σπρώχνω ελαφρά. Εντελώς ανάρμοστο, με μαλώνει το μυαλό μου. «Απλώς απάντησε στην ερώτηση». Το χαμόγελό του παραμένει, αν και το γέλιο του σβήνει σιγά σιγά. «Δεν το κάνω για μένα» λέει. «Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, Μ άρε. Μ ια μέρα θα γίνω βασιλιάς. Δεν έχω την πολυτέλεια να είμαι εγωιστής». «Πίστευα ότι ο βασιλιάς ήταν το μόνο πρόσωπο που θα είχε αυτή την πολυτέλεια». Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι και με κοιτάζει με βλέμμα απελπισμένο. «Μ ακάρι να ήταν αλήθεια». Ο Καλ ανοιγοκλείνει τη γροθιά του και μπορώ να διακρίνω τις φλόγες στο δέρμα του, να υψώνονται καυτές μαζί με τον θυμό του. Όμως του περνάει γρήγορα και αφήνει μόνο μια θλίψη στο βλέμμα του. Όταν αρχίζει να βαδίζει πάλι, το βήμα του είναι πιο αργό. «Ένας βασιλιάς πρέπει να γνωρίζει τον λαό του. Γι’ αυτό φεύγω κρυφά» μουρμουρίζει. «Το ίδιο κάνω και στην πρωτεύουσα και στο μέτωπο του πολέμου. Μ ου αρέσει να βλέπω πώς είναι πραγματικά τα πράγματα στο βασίλειο, αντί να μου τα λένε οι σύμβουλοι και οι διπλωμάτες. Αυτό θα έκανε ένας καλός βασιλιάς». Κάνει σαν να ντρέπεται επειδή θέλει να γίνει καλός ηγέτης. Ίσως για τα μάτια του πατέρα του και όλων εκείνων των τρελών, έτσι θα έπρεπε να είναι. Δύναμη και εξουσία, με αυτές τις λέξεις
172
VICTORIA AVEYARD
μεγάλωσε ο Καλ. Αυτές έπρεπε να μάθει. Όχι καλοσύνη. Όχι ευγένεια. Όχι ενσυναίσθηση ή γενναιότητα ή ισότητα ή οτιδήποτε άλλο για το οποίο θα έπρεπε ν’ αγωνίζεται ένα κυβερνήτης. «Και τι βλέπεις, Καλ;» ρωτώ, δείχνοντας το χωριό που φαίνεται ήδη ανάμεσα στα δέντρα. Η καρδιά μου χοροπηδά στο στήθος μου, πλησιάζω. «Βλέπω έναν κόσμο στην κόψη του ξυραφιού. Χωρίς ισορροπία, θα πέσει» λέει με αναστεναγμό γιατί ξέρει ότι δεν είναι η απάντηση που θέλω ν’ ακούσω. «Δεν ξέρεις πόσο επικίνδυνα είναι τα πράγματα, πόσο κοντά είναι αυτός ο κόσμος στο να μετατραπεί σε ερείπια. Ο πατέρας μου κάνει ό,τι μπορεί για να μας κρατήσεις ασφαλείς, το ίδιο θα κάνω κι εγώ». «Ο κόσμος μου έχει γίνει ήδη ερείπια» λέω, ενώ κλοτσάω το χώμα του δρόμου. Γύρω μας τα δέντρα θαρρείς και ανοίγουν, αποκαλύπτοντας τον λασπότοπο που λέω σπίτι. Σε σύγκριση με το παλάτι, πρέπει να φαίνεται σαν τρώγλη, σαν κόλαση. Γιατί δεν το βλέπει αυτό; «Ο πατέρα σου φροντίζει για την ασφάλεια του δικού σου λαού, όχι του δικού μου». «Η αλλαγή του κόσμου έχει κόστος, Μ άρε» λέει. «Πολλοί θα πεθάνουν, Κόκκινοι κυρίως. Και στο τέλος δε θα υπάρξει νίκη, ούτε για εσάς. Δεν έχετε τη συνολική εικόνα». «Πες μου, λοιπόν». Ανατριχιάζω, μισώ τα λόγια του. «Δείξε μου τη συνολική εικόνα». «Οι Λιμνιώτες είναι σαν κι εμάς, μια μοναρχία, ευγενείς, μια ελίτ Ασημένιων που κυβερνά τους υπόλοιπους. Και οι πρίγκιπες του Πιεμόν, οι σύμμαχοί μας, ποτέ δε θα στήριζαν ένα έθνος όπου οι Κόκκινοι είναι ίσοι. Οι Πρερί και οι Τιράξες είναι το ίδιο. Ακόμα κι αν άλλαζε η Νόρτα, η υπόλοιπη ήπειρος δε θα το άφηνε να διαρκέσει. Θα εισέβαλαν στη χώρα, θα μας διαιρούσαν, θα μας διέλυαν. Περισσότερος πόλεμος, περισσότερος θάνατος». Θυμάμαι τον χάρτη του Τζούλιαν, το εύρος του κόσμου πέρα από τη χώρα μας. Όλα ελέγχονται από Ασημένιους, κι εμείς δεν έχουμε πού να στραφούμε. «Κι αν κάνεις λάθος; Αν η Νόρτα είναι η αρχή; Η αλλαγή που χρειάζονται οι άλλες χώρες. Δεν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
173
ξέρεις πού οδηγεί η ελευθερία». Ο Καλ δεν έχει απάντηση σ’ αυτό και απομένουμε σιωπηλοί. «Εδώ είναι» μουρμουρίζω και σταματώ κάτω από το γνωστό περίγραμμα του σπιτιού μου. Τα πόδια μου ανεβαίνουν αθόρυβα στη βεράντα, εντελώς αντίθετα από τα βαριά βήματα του Καλ που κάνουν τις σανίδες να τρίζουν. Η γνωστή ζεστασιά κυλάει από πάνω του και, για μια στιγμή, τον φαντάζομαι να βάζει φωτιά στο σπίτι. Διαισθάνεται την ανησυχία μου και ακουμπάει το ζεστό του χέρι στον ώμο μου, αλλά αυτό δε με καθησυχάζει. «Μ πορώ να περιμένω κάτω, αν θέλεις» ψιθυρίζει και τα λόγια του με ξαφνιάζουν. «Δε θέλουμε να πάρουμε το ρίσκο να με αναγνωρίσουν». «Αυτό αποκλείεται. Παρότι τ’ αδέλφια μου υπηρέτησαν, αποκλείεται να σε γνώρισαν». Ο Σέιντ θα μπορούσε, σκέφτηκα, αλλά ο Σέιντ είναι αρκετά έξυπνος για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. «Εξάλλου, είπες ότι θέλεις να μάθεις για ποιο πράγμα δεν αξίζει να πολεμήσεις». Και με αυτά τα λόγια, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο σπίτι που δεν είναι πια δικό μου. Μ ου φαίνεται σαν να κάνω ένα βήμα πίσω στον χρόνο. Το σπίτι αντιλαλεί από τα ροχαλητά. Δεν προέρχονται από τον πατέρα μου, αλλά από τη χοντρή μορφή στο καθιστικό. Ο Μ πρι είναι σωριασμένος σε μια καρέκλα, ένας σωρός από μυς και λεπτές κουβέρτες. Τα μαύρα μαλλιά του είναι ακόμα κοντοκουρεμένα με τον στρατιωτικό τρόπο και έχει ουλές στα χέρια και στο πρόσωπο, αποδείξεις από τη συμμετοχή του σε μάχες. Θα πρέπει να έχασε κάποιο στοίχημα με τον Τράμι, ο οποίος τινάζεται και στριφογυρίζει στο κρεβάτι μου. Ο Σέιντ δε φαίνεται πουθενά, αλλά ποτέ δεν ήταν υπέρ του ύπνου. Το πιο πιθανό είναι να τριγυρίζει στο χωριό για να δει παλιές φιλενάδες του. «Σήκω και λάμψε» λέω γελώντας, καθώς τραβάω απαλά την κουβέρτα μαζί με τον Μ πρι.
174
VICTORIA AVEYARD
Εκείνος σκάει στο πάτωμα – το πάτωμα πρέπει να πόνεσε πιότερο από κείνον – και κυλάει μέχρι τα πόδια μου. Για μια στιγμή, φαίνεται ότι θα το ξαναρίξει στον ύπνο. Ύστερα με κοιτάζει με μάτια θολά, μπερδεμένος. Μ ε λίγα λόγια, ο συνηθισμένος Μ πρι. «Μ άρε;» «Βγάλε τον σκασμό, Μ πρι, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να κοιμηθούν!» φωνάζει θυμωμένος ο Τράμι στο σκοτάδι. «ΚΑΝΤΕ ΗΣΥΧΙΑ, ΟΛΟΙ ΣΑΣ!» βρυχάται ο μπαμπάς από το υπνοδωμάτιό του, κατατρομάζοντάς μας. Δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπε αυτό. Ο Μ πρι διώχνει τον ύπνο από τα μάτια του και με τραβάει κοντά του, γελώντας με την καρδιά του. Ένας κοντινός γδούπος αναγγέλλει τον Τράμι που πηδάει από τη σοφίτα και προσγειώνεται δίπλα μας ανάλαφρα. «Είναι η Μ άρε!» φωνάζει, καθώς με τραβάει από το πάτωμα για να με πάρει στην αγκαλιά του. Είναι πιο λεπτός από τον Μ πρι, αλλά όχι το λυγερόκορμο παλικάρι που θυμάμαι. Νιώθω σκληρούς κόμπους κάτω από τα χέρια μου. Τα τελευταία χρόνια δε θα ήταν εύκολα γι’ αυτόν. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Τράμι» λέω, καθώς προσπαθώ να πάρω ανάσα. Είμαι έτοιμη να σκάσω από το πολύ σφίξιμο. Η πόρτα του υπνοδωματίου ανοίγει απότομα και βγαίνει η μαμά με μια κουρελιασμένη ρόμπα του μπάνιου. Ανοίγει το στόμα για να μαλώσει τ’ αγόρια, αλλά μόλις με βλέπει τα λόγια της ξεψυχούν. Αντί γι’ αυτό, χαμογελάει και χτυπάει τα χέρια της. «Ω, ήρθες τελικά να μας επισκεφτείς!» Ο μπαμπάς ακολουθεί, τσουλώντας την καρέκλα του στο κυρίως δωμάτιο. Η Γκίζα είναι η τελευταία που ξυπνάει, αλλά βγάζει μόνο το κεφάλι της από το χείλος της σοφίτας και κοιτάζει κάτω. Ο Τράμι με αφήνει τελικά και με βάζει δίπλα στον Καλ, που τα καταφέρνει περίφημα, καθώς δείχνει αμήχανος και εκτός τόπου. «Έμαθα ότι τα κατάφερες τελικά και έπιασες δουλειά» λέει πειρακτικά ο Τράμι, ενώ μου δίνει μια σπρωξιά στα πλευρά.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
175
Ο Μ πρι γελάει και ανακατεύει τα μαλλιά μου. «Ο στρατός δε θα την ήθελε, έτσι κι αλλιώς. Θα κατάκλεβε όλη τη λεγεώνα της». Του δίνω κι εγώ μια σπρωξιά, χαμογελώντας. «Φαίνεται ότι ο στρατός δεν ήθελε ούτε εσάς. Αποστρατευτήκατε, ε;» Ο μπαμπάς απαντάει γι’ αυτούς, πλησιάζοντας. «Κάποια λοταρία, έλεγε το γράμμα. Τα’ αγόρια Μ πάροου κέρδισαν μια τιμητική αποστράτευση. Πλήρη σύνταξη, επίσης». Μ αντεύω ότι δεν πιστεύει τίποτα από αυτά, αλλά ο μπαμπάς δε δίνει συνέχεια στο θέμα. Η μαμά από την άλλη το έχει χάψει. «Δεν είναι υπέροχο; Τελικά, η κυβέρνηση έκανε κάτι για μας» λέει φιλώντας τον Μ πρι στο μάγουλο. «Και τώρα εσύ, με δουλειά». Ακτινοβολεί από υπερηφάνεια. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι – συνήθως τη φυλάει όλη για την Γκίζα. Είναι υπερήφανη για ένα ψέμα. «Καιρός ήταν να θυμηθεί η τύχη αυτή την οικογένεια». Από πάνω μας, η Γκίζα σαρκάζει. Δεν την κατηγορώ. Η τύχη μου της έσπασε το χέρι και της κατέστρεψε το μέλλον. «Ναι, είμαστε πολύ τυχεροί» λέει οργισμένη, καθώς έρχεται τελικά κοντά μας. Οι κινήσεις της είναι αργές, καθώς κατεβαίνει τη σκάλα με το ένα χέρι. Όταν φτάνει κάτω, βλέπω ότι ο νάρθηκάς της είναι τυλιγμένος σε ένα χρωματιστό ύφασμα. Μ ε πόνο και θλίψη συνειδητοποιώ ότι είναι ένα κομμάτι από το ωραίο εργόχειρο που δε θα τελειώσει ποτέ. Απλώνω τα χέρια για να την αγκαλιάσω, αλλά τραβιέται. Έχει τα μάτια καρφωμένα στον Καλ. Φαίνεται ότι είναι η μόνη που τον παρατήρησε. «Ποιος είναι αυτός;» Κοκκινίζω στη σκέψη ότι τον ξέχασα σχεδόν εντελώς. «Ω, είναι ο Καλ. Είναι κι αυτός υπηρέτης στο παλάτι μαζί μου». «Γεια» λέει εκείνος, κουνώντας ανόητα το χέρι. Η μαμά γελάει σαν μαθητριούλα και ανταποδίδει τον χαιρετισμό, ενώ το βλέμμα της μένει στα μυώδη χέρια του. Αλλά ο μπαμπάς και τ’ αδέλφια μου δε φαίνονται ιδιαίτερα γοητευμένοι. «Δεν είσαι από αυτά τα μέρη» γρυλίζει ο μπαμπάς, ενώ κοιτάζει
176
VICTORIA AVEYARD
τον Καλ σαν να είναι κανένα σκιάχτρο. «Μ πορώ να το μυρίσω». «Είναι η μυρωδιά του παλατιού, μπαμπά…» διαμαρτύρομαι, αλλά ο Καλ με διακόπτει. «Είμαι από τον Όρμο του Λιμανιού» λέει, προσπαθώντας να πει το ρ του με τη συνηθισμένη προφορά του Λιμανιού. «Άρχισα να υπηρετώ στον Λόφο του Ωκεανού, στη βασιλική κατοικία εκεί πέρα, και τώρα ταξιδεύω με όλη την ομάδα, όποτε μετακινούνται». Μ ου ρίχνει ένα λοξό, πονηρό βλέμμα. «Πολλοί υπηρέτες το κάνουν αυτό». Η μαμά παίρνει βαθιά ανάσα και μου πιάνει το χέρι. «Θα πας κι εσύ; Θα πρέπει να πας με κείνους τους ανθρώπους όταν φύγουν;» Θέλω να τους πω ότι δεν είναι κάτι που επέλεξα εγώ, ότι δε φεύγω με τη θέλησή μου. Όμως πρέπει να πω ψέματα, για το καλό τους. «Ήταν η μόνη θέση που είχαν. Εξάλλου, τα λεφτά είναι καλά». «Νομίζω ότι ξέρω πολύ καλά τι συμβαίνει» λέει άγρια ο Μ πρι, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Καλ. Προς τιμήν του, ο Καλ τον αντιμετωπίζει με ψυχραιμία. «Τίποτα δε συμβαίνει» λέει ψυχρά, καθώς συναντά το βλέμμα του Μ πρι με την ίδια φλόγα στα μάτια. «Η Μ άρε επέλεξε να δουλέψει για το παλάτι. Υπέγραψε συμβόλαιο να υπηρετήσει ένα χρόνο, αυτό είναι όλο». Μ ε ένα γρύλισμα, ο Μ πρι υποχωρεί. «Μ ου άρεσε καλύτερα ο νεαρός Γουόρεν» λέει. «Μ ην κάνεις σαν παιδί, Μ πρι» λέω απότομα. Η μαμά μορφάζει ακούγοντας τη φωνή μου, λες και έχει ξεχάσει πώς είναι, αν και έχουν περάσει μόνο τρεις εβδομάδες. Παραδόξως, τα μάτια της βουρκώνουν. Σε ξεχνά. Γι’ αυτό θέλει να μείνεις. Για να μη σε ξεχάσει. «Μ αμά, μην κλαις» λέω. Πηγαίνω κοντά της και την αγκαλιάζω. Τη νιώθω τόσο αδύνατη μες στα χέρια μου. Πιο αδύνατη απ’ όσο τη θυμόμουν. Ή μπορεί να μην παρατήρησα ποτέ πόσο εύθραυστη έχει γίνει. «Δεν είναι μόνο για σένα, αγάπη μου, είναι…» Κοιτάζει τον
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
177
μπαμπά. Τα μάτια της φανερώνουν έναν πόνο που δεν καταλαβαίνω. Οι άλλοι δεν αντέχουν να τη βλέπουν. Ακόμα και ο μπαμπάς κοιτάζει τα άχρηστα πόδια του. Μ ια μελαγχολία βαραίνει την ατμόσφαιρα του σπιτιού. Κατόπιν συνειδητοποιώ τι συμβαίνει, ότι από κάτι προσπαθούν να με προστατέψουν. Η φωνή μου τρέμει όταν μιλώ και κάνω την ερώτηση για την οποία δε θέλω να πάρω απάντηση. «Πού είναι ο Σέιντ;» Η μαμά διπλώνεται στα δύο και με δυσκολία πηγαίνει σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας, προτού ξεσπάσει σε λυγμούς. Ο Μ πρι και ο Τράμι δεν αντέχουν να τη βλέπουν και γυρνούν αλλού το κεφάλι. Η Γκίζα δεν κουνιέται, κοιτάζει το πάτωμα λες και θέλει να πνιγεί μέσα του. Κανείς δε μιλάει, αφήνοντας μόνο τον ήχο από τα δάκρυα της μητέρας μου και την αγωνιώδη αναπνοή του πατέρα μου να γεμίζει την τρύπα που κάποτε κατείχε ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου, ο αγαπημένος μου αδελφός. Κάνω μερικά βήματα προς τα πίσω. Πάνω στην αγωνία μου δε βλέπω το σκαλοπάτι, αλλά ο Καλ με στηρίζει. Μ ακάρι να μην το έκανε. Θέλω να πέσω κάτω, να νιώσω κάτι σκληρό και αληθινό, ώστε ο πόνος στο κεφάλι μου να μη με βασανίζει τόσο πολύ. Το χέρι μου πηγαίνει στο αυτί μου και πιάνω τις τρεις πέτρες που φυλάω με τόση αγάπη. Την τρίτη πέτρα, του Σέιντ, την νιώθω παγωμένη πάνω στο δέρμα μου. «Δε θέλαμε να σου το πούμε στο γράμμα» ψιθυρίζει η Γκίζα, πιάνοντας τον νάρθηκά της. «Πέθανε πριν φτάσει η διαταγή για την αποστράτευση». Η ανάγκη να ηλεκτρίσω κάτι, να ξεθυμάνω τον θυμό και τη θλίψη μου με ένα κεραυνοβόλημα, ποτέ δεν ήταν εντονότερη. Έλεγξέ το, λέω στον εαυτό μου. Δεν πιστεύω ότι ανησύχησα μήπως κάψει ο Καλ το σπίτι∙ ο ηλεκτρισμός μπορεί να καταστρέψει το ίδιο εύκολα με τη φλόγα. Η Γκίζα προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της και να πει τα λόγια. «Προσπάθησε να το σκάσει. Τον εκτέλεσαν».
178
VICTORIA AVEYARD
Τα πόδια μου λυγίζουν τόσο γρήγορα που ούτε ο Καλ δεν προλαβαίνει να με πιάσει. Δεν ακούω, δε βλέπω, μόνο αισθάνομαι. Λύπη, σοκ, πόνο, όλος ο κόσμος στριφογυρίζει. Οι γλόμποι βουίζουν από τον ηλεκτρισμό, ουρλιάζουν τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα σπάσει το κεφάλι μου. Το ψυγείο τρίζει στη γωνιά, η παλιά μπαταρία του χτυπά σαν ετοιμοθάνατη καρδιά. Μ ε περιπαίζουν, με πειράζουν, προσπαθώντας να με κάνουν να σπάσω. Αλλά δε θα το κάνω. Όχι. «Μ άρε» ψιθυρίζει στο αυτί μου ο Καλ, ενώ τα ζεστά του χέρια με αγκαλιάζουν. Έχω την αίσθηση ότι μου μιλάει από την άλλη άκρη του ωκεανού. «Μ άρε!» Αφήνω ένα πονεμένο βογκητό και πασχίζω να βρω την ανάσα μου. Τα μάγουλά μου είναι υγρά, αν και δε θυμάμαι να έκλαψα. Εκτελέστηκε. Το αίμα μου βράζει κάτω από το δέρμα μου. Είναι ψέματα. Δεν το έσκασε. Ήταν στην Φρουρά. Και το ανακάλυψαν. Γι’ αυτό τον σκότωσαν. Τον δολοφόνησαν. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο μεγάλο θυμό. Ούτε όταν έφυγαν τ’ αγόρια ούτε όταν ήρθε να με βρει ο Κίλορν. Ούτε όταν έσπασαν το χέρι της Γκίζας. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος κάνει το σπίτι να τρίξει, καθώς το ψυγείο, οι γλόμποι και τα ηλεκτρικά καλώδια στους τοίχους φορτίζονται πολύ. Ο ηλεκτρισμός βουίζει και με κάνει να νιώθω ζωντανή, θυμωμένη και επικίνδυνη. Τώρα δημιουργώ ενέργεια και τη διοχετεύω όλη μέσα στο σπίτι, όπως μ’ έμαθε ο Τζούλιαν. Ο Καλ ουρλιάζει, με ταρακουνάει, προσπαθεί να με συνεφέρει. Αλλά δεν μπορεί. Ο ηλεκτρισμός είναι μέσα μου και δε θέλω να τον αφήσω να φύγει. Είναι καλύτερα έτσι παρά να πονάω. Γυαλιά πέφτουν πάνω μας, καθώς οι γλόμποι εκρήγνυνται, σκάνε σαν καλαμπόκι μέσα σε κατσαρόλα. Ποπ, ποπ, ποπ. Σχεδόν πνίγουν την κραυγή της μαμάς. Κάποιος με σηκώνει όρθια με άγρια δύναμη. Νιώθω χέρια στο πρόσωπό μου, με κρατούν ακίνητη καθώς μιλούν. Όχι για να με παρηγορήσουν ή για να μου συμπαρασταθούν, αλλά για να με μαλώσουν. Παντού θ’ αναγνώριζα αυτή τη φωνή.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
179
«Μ άρε, σύνελθε!» Κοιτάζω και βλέπω δυο καθάρια πράσινα μάτια και ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία. «Κίλορν». «Ήξερα ότι θα γύριζες κάποια στιγμή» μουρμουρίζει. «Και είχα τον νου μου». Τα χέρια του είναι άγρια πάνω στο δέρμα μου, αλλά καθησυχαστικά. Μ ε επαναφέρει στην πραγματικότητα, σε έναν κόσμο όπου ο αδελφός μου δε ζει πια. Ο τελευταίος ακέραιος γλόμπος ταλαντεύεται από πάνω μας. Μ ετά βίας φωτίζει το δωμάτιο και την έκπληκτη οικογένειά μου. Όμως δεν είναι το μόνο πράγμα που φωτίζει το σκοτάδι. Πορφυροί και λευκοί σπινθήρες χορεύουν γύρω από τα χέρια μου. Έχουν αδυνατίσει αυτή τη στιγμή, αλλά είναι ξεκάθαροι σαν την ημέρα. Ο κεραυνός μου. Δε θα μπορέσω να ξεφύγω απ’ αυτό. Ο Κίλορν με σέρνει σε μια καρέκλα. Το πρόσωπό του φανερώνει την ταραχή και τη σύγχυσή του. Οι άλλοι μόνο κοιτούν, και με λύπη συνειδητοποιώ ότι φοβούνται. Αλλά ο Κίλορν δε φοβάται καθόλου – είναι θυμωμένος. «Τι σου έκαναν;» ρωτάει με υπόκωφη φωνή, με τα χέρια πολύ κοντά στα δικά μου. Οι σπινθήρες σβήνουν εντελώς, αφήνοντας μόνο δέρμα και τρεμάμενα δάχτυλα. «Δε μου έκαναν τίποτα». Μακάρι να ήταν δικό τους λάθος. Μακάρι να μπορούσα να ρίξω το φταίξιμο σε κάποιον άλλο. Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι του Κίλορν και συναντώ το βλέμμα του Καλ. Καταλαβαίνει την ερώτησή μου και κουνάει το κεφάλι. Επικοινωνούμε χωρίς λόγια. Δε χρειάζεται να πεις ψέματα γι’ αυτό. «Να τι είμαι». Το πρόσωπο του Κίλορν σκυθρωπιάζει πιο πολύ. «Είσαι μία από αυτούς;» Δεν έχω ξανακούσει τόσο μεγάλο θυμό, τόσο μεγάλη αηδία, μέσα σε μία μόνο πρόταση. Νιώθω να πεθαίνω. «Είσαι;» Η μαμά συνέρχεται πρώτη και, χωρίς κανένα φόβο, πιάνει το
180
VICTORIA AVEYARD
χέρι μου. «Η Μ άρε είναι κόρη μου, Κίλορν» λέει και τον καρφώνει με ένα τρομακτικό βλέμμα. Δεν ήξερα ότι μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. «Όλοι το ξέρουμε αυτό». Η οικογένειά μου συμφωνεί και είναι στο πλευρό μου, αλλά ο Κίλορν δεν έχει πειστεί. Μ ε κοιτάζει σαν να είμαι ξένη, σαν να μη γνωριζόμαστε μια ολόκληρη ζωή. «Δώσε μου ένα μαχαίρι και θα το τακτοποιήσω αυτό αμέσως» λέω, κοιτώντας τον. «Θα σου δείξω τι αίμα θα χύσω». Αυτό τον ηρεμεί λιγάκι και κάνει πίσω. «Απλώς… δεν καταλαβαίνω». Τώρα γίναμε δυο. «Συμφωνώ με τον Κίλορν σ’ αυτό. Ξέρουμε ποια είσαι, Μ άρε, αλλά…» ψελλίζει ο Μ πρι, ψάχνοντας να πει το σωστό. Ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια. «Πώς;» Δεν ξέρω τι να πω, αλλά βάζω τα δυνατά μου να τους εξηγήσω. Το γεγονός ότι ο Καλ είναι εκεί και ακούει, με κάνει να αφήσω στην άκρη τη Φρουρά και τα ευρήματα του Τζούλιαν και να μιλήσω για τις τρεις τελευταίες εβδομάδες όσο πιο απλά μπορώ. Ότι υποκρίνομαι την Ασημένια, ότι αρραβωνιάστηκα έναν πρίγκιπα, ότι έμαθα να ελέγχω τον εαυτό μου – ακούγεται παράλογο, αλλά ακούνε με προσοχή. «Δεν ξέρουμε πώς ή γιατί, απλώς έτσι είναι» τελειώνω, τεντώνοντας το άλλο μου χέρι. Δε μου διαφεύγει η κίνηση του Τράμι να το αποφύγει. «Ίσως δε μάθουμε ποτέ τι σημαίνει αυτό». Η μαμά μού σφίγγει το χέρι σε ένδειξη συμπαράστασης. Η ανακούφιση που νιώθω κάνει θαύματα μέσα μου. Είμαι ακόμα θυμωμένη, ακόμα αγιάτρευτα λυπημένη, αλλά η ανάγκη να καταστρέψω κάτι έχει σβήσει. Βρίσκω κάπως τον αυτοέλεγχό μου, κι αυτό αρκεί για να ηρεμήσω. «Νομίζω ότι είναι ένα θαύμα» μουρμουρίζει με ένα βεβιασμένο χαμόγελο για το χατίρι μου. «Πάντα θέλαμε το καλύτερο για σένα και τώρα έγινε πραγματικότητα. Ο Μ πρι και ο Τράμι είναι ασφαλείς, η Γκίζα δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί, μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι, κι εσύ…» τα δακρυσμένα μάτια της
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
181
συναντούν τα δικά μου «εσύ, καλή μου, θα γίνεις κάποια ξεχωριστή. Τι άλλο να ζητήσει μια μητέρα;» Μ ακάρι τα λόγια της να ήταν αληθινά, αλλά εγώ συμφωνώ και χαμογελώ στη μητέρα μου και στην οικογένειά μου. Νιώθω καλύτερα λέγοντας ψέματα και φαίνονται να με πιστεύουν. Όχι όμως ο Κίλορν. Είναι ακόμα ταραγμένος και πασχίζει να συγκρατήσει άλλο ένα ξέσπασμα. «Πώς είναι ο πρίγκιπας;» ρωτάει η μαμά. «Ο Μ έιβεν;» Επικίνδυνο έδαφος. Καταλαβαίνω ότι ο Καλ περιμένει ν’ ακούσει τι θα πω για τον μικρότερο αδελφό του. Τι μπορώ να πω; Ότι είναι ευγενικός; Ότι έχω αρχίσει να τον συμπαθώ; Ότι ακόμα δεν ξέρω αν μπορώ να τον εμπιστευτώ; Ή το χειρότερο, ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν πια. «Δεν είναι όπως τον περίμενα». Η Γκίζα καταλαβαίνει την αμηχανία μου και γυρίζει προς τον Καλ. «Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός; Ο σωματοφύλακάς σου;» «Ναι» λέει ο Καλ, αντί για μένα. Ξέρει ότι δε θέλω να πω ψέματα στην οικογένειά μου, όχι περισσότερα απ’ όσα πρέπει. «Και λυπάμαι, αλλά πρέπει αν φύγουμε σε λίγο». Τα λόγια του είναι σαν μαχαίρι στην καρδιά μου, αλλά πρέπει να υπακούσω. «Ναι». Η μαμά στέκει πλάι μου, κρατώντας το χέρι μου τόσο σφιχτά που φοβάμαι ότι θα το σπάσει. «Δε θα πούμε τίποτα, φυσικά». «Ούτε λέξη» συμφωνεί ο μπαμπάς. Τ’ αδέλφια μου συμφωνούν επίσης και ορκίζονται ότι δε θα μιλήσουν. Όμως ο Κίλορν έχει σκυθρωπιάσει. Για κάποιο λόγο, έχει θυμώσει πολύ και, στη ζωή μου, δεν ξέρω γιατί. Αλλά κι εγώ είμαι θυμωμένη. Ο θάνατος του Σέιντ βαραίνει επάνω μου ακόμα σαν μια φοβερή πέτρα. «Κίλορν;» «Ναι, δε θα μιλήσω» λέει ξερά. Πριν προλάβω να τον σταματήσω, σηκώνεται από την καρέκλα του και βγαίνει έξω σαν σίφουνας. Η πόρτα χτυπάει με πάταγο πίσω του, κάνοντας τους τοίχους να ταρακουνηθούν. Έχω συνηθίσει τις συγκινήσεις του Κίλορν, τις σπάνιες στιγμές απελπισίας του, αλλά αυτή η οργή
182
VICTORIA AVEYARD
είναι κάτι νέο για μένα. Δεν ξέρω πώς να τη διαχειριστώ. Το άγγιγμα της αδελφής μου με φέρνει πίσω και μου θυμίζει ότι αυτό είναι ένα αντίο. «Είναι δώρο» μου ψιθυρίζει στο αφτί. «Μ ην το χαραμίσεις». «Θα ξανάρθεις, έτσι δεν είναι;» λέει ο Μ πρι, ενώ η Γκίζα αποσύρεται. Για πρώτη φορά από τότε που έφυγε στον πόλεμο, βλέπω φόβο στα μάτια του. «Είσαι πριγκίπισσα τώρα, μπορείς να βάλεις κανόνες». Μακάρι. Ο Καλ κι εγώ ανταλλάσσουμε ματιές∙ επικοινωνούμε χωρίς λόγια. Από το σφίξιμο των χειλιών του και τα σκοτεινά του μάτια, μαντεύω ποια πρέπει να είναι η απάντησή μου. «Θα προσπαθήσω» ψιθυρίζω, με σπασμένη φωνή. Τι πειράζει άλλο ένα ψέμα; Όταν φτάνουμε στην άκρη των Ξυλόβαθρων, το αντίο της Γκίζας με κατατρέχει ακόμα. Δεν υπήρχε κατηγόρια στο βλέμμα της, αν και της πήρα τα πάντα. Τα τελευταία λόγια της ηχούν στο άνεμο, πνίγοντας οτιδήποτε άλλο. «Μην το χαραμίσεις». «Λυπάμαι για τον αδελφό σου» λέει ο Καλ. «Δεν ήξερα ότι…» «…ήταν ήδη νεκρός;» Εκτελέστηκε επειδή λιποτάκτησε. Άλλο ένα ψέμα. Μ ε κυριεύει πάλι οργή και δε θέλω καν να την ελέγξω. Όμως τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Τι μπορώ να κάνω για να εκδικηθώ τον αδελφό μου ή για να σώσω τους άλλους; Μην το χαραμίσεις. «Πρέπει να κάνω άλλη μια στάση». Πριν προλάβει ο Καλ να διαμαρτυρηθεί, φοράω το καλύτερο χαμόγελό μου. «Δε θ’ αργήσω, στο υπόσχομαι». Μ ε έκπληξη τον βλέπω να κουνάει καταφατικά το κεφάλι μες στο σκοτάδι. «Μ ια δουλειά στο παλάτι, αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό» καγχάζει ο Γουίλ, ενώ κάθομαι μέσα στην άμαξά του. Το παλιό μπλε κερί ακόμα καίει, ρίχνοντας ένα φως που μετατοπίζεται συνεχώς γύρω μας. Όπως το περίμενα, η Φάρλεϊ έχει φύγει εδώ
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
183
και καιρό. Όταν βεβαιώνομαι ότι η πόρτα και τα παράθυρα είναι κλειστά, χαμηλώνω τη φωνή μου. «Δε δουλεύω εκεί, Γουίλ. Αυτοί…» Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Γουίλ κουνάει το χέρι σαν να μου λέει «μην μπαίνεις στον κόπο». «Ω, τα ξέρω όλα. Τσάι;» «Ό… όχι» λέω με τρεμάμενη φωνή από το σοκ. «Πώς το έμαθες;» «Οι βασιλικές μαϊμούδες επέλεξαν βασίλισσα την περασμένη εβδομάδα και, φυσικά, έπρεπε να το μεταδώσουν στις πόλεις των Ασημένιων» λέει μια φωνή πίσω από μια κουρτίνα. Η μορφή εμφανίζεται και δεν είναι η Φάρλεϊ, αλλά κάτι που μοιάζει με ξύλο σαν αυτά που στηρίζουν τις φασολιές με ανθρώπινη μορφή. Το κεφάλι του ξύνει την οροφή με αποτέλεσμα να σκύβει άτσαλα. Τα κόκκινα μαλλιά του είναι μακριά και ταιριάζουν με την κόκκινη εσάρπα που τυλίγει το σώμα του από τον ώμο έως τον μηρό. Στερεώνεται με το ίδιο ηλιακό σήμα που φορούσε η Φάρλεϊ στην εκπομπή της. Και να μην ξεχάσω τη ζώνη για τα όπλα γύρω από τη μέση του, γεμάτη αστραφτερές σφαίρες και δύο πιστόλια. Είναι κι αυτός Ερυθροφρουρός. «Ήσουν σε όλες τις Ασημένιες οθόνες, αρχόντισσα Τιτάνος». Λέει τον τίτλο μου σαν βρισιά. «Εσύ και το κορίτσι των Σάμος. Πες μου, είναι τόσο αντιπαθητική όσο φαίνεται;» «Αυτός είναι ο Τρίσταν, υπολοχαγός της Φάρλεϊ» τον διακόπτει ο Γουίλ. Του ρίχνει μια αυστηρή ματιά. «Τρίσταν, να είσαι ευγενικός». «Γιατί;» σαρκάζω. «Η Εβαγκελίν Σάμος είναι μια ηλίθια που διψάει για αίμα». Ο Τρίσταν χαμογελά και ρίχνει μια υπεροπτική ματιά στον Γουίλ. «Δεν είναι όλοι μαϊμούδες» προσθέτω σιγανά, όταν θυμάμαι τα ευγενικά λόγια του Μ έιβεν σήμερα το πρωί. «Εννοείς τον πρίγκιπα που έχεις αρραβωνιαστεί ή εκείνον που περιμένει στο δάσος;» ρωτάει ήρεμα ο Γουίλ, σαν να μιλάει για την τιμή του αλευριού.
184
VICTORIA AVEYARD
Αντίθετα, ο Τρίσταν γίνεται έξαλλος και πετιέται από τη θέση του. Τον προλαβαίνω στην πόρτα. Ευτυχώς, διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι να ηλεκτρίσω ένα μέλος της Ερυθράς Φρουράς. «Έφερες έναν Ασημένιο εδώ;» μου λέει άγρια. «Τον πρίγκιπα; Ξέρεις τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, αν τον πιάναμε; Πόσα πράγματα θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε;» Αν και υψώνεται σαν γίγαντας από πάνω μου, δεν το βάζω κάτω. «Να τον αφήσεις ήσυχο». «Μ ερικές εβδομάδες στην αγκαλιά της πολυτέλειας και το αίμα σου έγινε τόσο ασημένιο όσο το δικό τους» λέει με περιφρόνηση. Κάνει σαν να θέλει να με σκοτώσει. «Θα με κάνεις να πάθω ηλεκτροπληξία;» Αυτό πονάει και το ξέρει. Αφήνω τα χέρια μου να πέσουν κάτω, από φόβο μη με προδώσουν. «Δεν προστατεύω αυτόν, προστατεύω εσάς, ανόητε τρελέ. Ο Καλ είναι γεννημένος και αναθρεμμένος στρατιώτης και θα μπορούσε να κάψει όλο το χωριό, αν το ήθελε πραγματικά». Όχι ότι θα το έκανε ποτέ. Ελπίζω. Το χέρι του Τρίσταν πηγαίνει στο όπλο του. «Θα ήθελα να δω την προσπάθειά του». Αλλά ο Γουίλ βάζει το ρυτιδωμένο χέρι του πάνω στο μπράτσο του υπολοχαγού. Το άγγιγμά του αρκεί για να ηρεμήσει τον επαναστάτη. «Αρκετά» ψιθυρίζει. «Γιατί ήρθες εδώ, Μ άρε; Ο Κίλορν είναι ασφαλής, το ίδιο και τ’ αδέλφια σου». Αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό, με το βλέμμα ακόμα στον Τρίσταν. Μ όλις πριν από λίγο απείλησε ότι θα απαγάγει τον Καλ και θα τον κρατήσει για λύτρα. Και για κάποιο λόγο, σ’ αυτή τη σκέψη και μόνο αναστατώνομαι βαθιά. «Ο…» Μ ια συλλαβή βγήκε από το στόμα μου και νιώθω ήδη να πνίγομαι. «Ο Σέιντ ήταν μέλος της Φρουράς». Δεν είναι ερώτηση πια, αλλά μια αλήθεια. Ο Γουίλ χαμηλώνει το βλέμμα, απολογητικά, ενώ ο Τρίσταν κρεμάει το κεφάλι. «Τον σκότωσαν γι’ αυτό. Σκότωσαν τον αδελφό μου και τώρα οι Ασημένιοι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
185
θέλουν από μένα να φέρομαι σαν να είμαι σύμφωνη μ’ αυτό». «Αν αρνηθείς, θα πεθάνεις» απαντάει ο Γουίλ. Αλλά αυτό είναι κάτι που το ξέρω. «Δε σκοπεύω να κάνω κάτι τέτοιο. Θα λέω ό,τι θέλουν. Αλλά…» Κομπιάζω λιγάκι, στην άκρη αυτού του νέου δρόμου. «Είμαι στο παλάτι, στο κέντρο αυτού του κόσμου. Είμαι γρήγορη, είμαι αθόρυβη, μπορώ να βοηθήσω την υπόθεσή μας». Ο Τρίσταν παίρνει μια ανάσα και ορθώνει το ανάστημά του. Παρά τον θυμό του προηγουμένως, κάτι σαν περηφάνια λάμπει στα μάτια του. «Θέλεις να γίνεις δική μας». «Ναι». Ο Γουίλ σφίγγει το σαγόνι και με κοιτάζει διαπεραστικά. «Ελπίζω να ξέρεις σε τι πας να μπλέξεις. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι μόνο δικός μου ή της Φάρλεϊ ή της Ερυθράς Φρουράς… είναι δικός σου. Μ έχρι το τέλος. Κι όχι για να εκδικηθείς τον αδελφό σου, αλλά για να εκδικηθείς όλους εμάς. Θα πολεμήσεις γι’ αυτούς που έζησαν πριν από μας και για να σώσεις αυτούς που θ’ ακολουθήσουν». Το ροζιασμένο χέρι του πιάνει το δικό μου και για πρώτη φορά παρατηρώ το τατουάζ γύρω από τον καρπό του: μια κόκκινη ταινία. Σαν κι αυτή που μας αναγκάζουν να φοράμε. Μ όνο που εκείνος τη φοράει για πάντα. Είναι μέρος του εαυτού του, όπως το αίμα στις φλέβες μας. «Είσαι μαζί μας, Μ άρε Μ πάροου;» λέει, σφίγγοντας το χέρι μου. Περισσότερος πόλεμος, περισσότερος θάνατος, είπε ο Καλ. Όμως υπάρχει η πιθανότητα να κάνει λάθος. Υπάρχει η πιθανότητα να το αλλάξουμε. Σφίγγω δυνατά το χέρι του Γουίλ. Καταλαβαίνω το βάρος της πράξης μου, πόσο μεγάλη σημασία έχει. «Είμαι μαζί σας». «Θα σηκωθούμε» λέει ταυτόχρονα με τον Τρίσταν. Θυμάμαι τα λόγια και τα λέω κι εγώ. «Κόκκινοι σαν την αυγή». Στο τρεμάμενο φως του κεριού, οι σκιές μας φαντάζουν τερατώδεις στους τοίχους.
186
VICTORIA AVEYARD
Όταν συναντώ τον Καλ στην άκρη του χωριού, νιώθω πιο ανάλαφρη κατά κάποιον τρόπο, πιο θαρραλέα χάρη στην απόφασή μου και την προοπτική του επερχόμενου. Ο Καλ βαδίζει πλάι μου, μου ρίχνει καμιά ματιά κάπου κάπου, αλλά δε μιλάει. Εύκολα θα μπορούσα να πιέσω κάποιον, να τον προκαλέσω ή να του πάρω με τη βία μια απάντηση, όμως ο Καλ δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Ίσως είναι μια στρατιωτική τακτική που τη βρήκε σε κάποιο από τα βιβλία του. Άσε τον εχθρό να έρθει σ’ εσένα. Γιατί αυτό είμαι τώρα. Εχθρός του. Μ ε προβληματίζει, όπως ο αδελφός του. Είναι και οι δύο ευγενικοί, αν και ξέρουν ότι είμαι Κόκκινη, αν και δε θα ’πρεπε να με βλέπουν καθόλου. Όμως ο Καλ με πήγε σπίτι και ο Μ έιβεν ήταν καλός μαζί μου, γιατί ήθελε να βοηθήσει. Παράξενα παιδιά. Όταν μπαίνουμε πάλι στο δάσος, η συμπεριφορά του Καλ αλλάζει. Σκληραίνει, γίνεται σοβαρή. «Θα πρέπει να μιλήσω στη βασίλισσα, ν’ αλλάξει το πρόγραμμά σου». «Γιατί;» «Λίγο έλειψε να εκραγείς εκεί μέσα» λέει ευγενικά. «Πρέπει ν’ αρχίσεις να εκπαιδεύεσαι μαζί μας, ώστε να είμαστε σίγουροι πως κάτι τέτοιο δε θα ξανασυμβεί». Ο Τζούλιαν με εκπαιδεύει. Αλλά ακόμα και η φωνούλα στο κεφάλι μου ξέρει ότι ο Τζούλιαν δεν μπορεί να μου διδάξει αυτά που μαθαίνουν ο Καλ, ο Μ έιβεν και η Εβαγκελίν. Αν μάθω έστω τα μισά από αυτά που ξέρουν, ποιος ξέρει πόσο θα μπορούσα να βοηθήσω τη Φρουρά; Στη μνήμη του Σέιντ; «Αν αυτό με βγάλει από το Πρωτόκολλο, δε θα έλεγα όχι». Ξαφνικά, ο Καλ βρίσκεται με ένα πήδημα πίσω από το μοτοποδήλατό του. Τα χέρια του έχουν αρπάξει φωτιά και ένα παρόμοιο φλογερό φως καίει στα μάτια του. «Κάποιος μας παρακολουθεί». Δεν μπαίνω στον κόπο να ρωτήσω. Η στρατιωτική διαίσθηση του Καλ είναι έντονη, αλλά τι θα μπορούσε να τον απειλεί εδώ; Τι μπορεί να φοβάται στο δάσος ενός κοιμισμένου φτωχού
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
187
χωριού; Ένα χωριό που είναι γεμάτο επαναστάτες, υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Όμως αντί για τη Φάρλεϊ ή οπλισμένους επαναστάτες, πίσω από τα φύλλα εμφανίζεται ο Κίλορν. Ξέχασα πόσο έξυπνος είναι, με πόση ευκολία μπορεί να κινηθεί στο σκοτάδι. Η φωτιά στα χέρια του Καλ σβήνει μέσα σε μια τουλύπα καπνού. «Ω, εσύ είσαι». Ο Κίλορν αποστρέφει το βλέμμα από μένα και κοιτάζει τον Καλ. Κλίνει την κεφαλή σε μια συγκαταβατική υπόκλιση. «Συγγνώμη, Υψηλότατε». Αντί να το αρνηθεί, ο Καλ ισιώνει λίγο το κορμί και μοιάζει με τον βασιλιά που γεννήθηκε για να γίνει. Δεν απαντά και πηγαίνει να βγάλει το μοτοποδήλατό του που είναι κρυμμένο κάτω από τα φύλλα. Όμως νιώθω τα μάτια του επάνω μου. Παρακολουθεί κάθε δευτερόλεπτο που περνά ανάμεσα σε μένα και τον Κίλορν. «Το κάνεις στ’ αλήθεια αυτό;» λέει ο Κίλορν που μοιάζει με πληγωμένο ζώο. «Φεύγεις πραγματικά; Για να γίνεις μία απ’ αυτούς;» Τα λόγια του πονάνε πιο πολύ από χαστούκι. Δεν είναι δική μου επιλογή, θέλω να του πω. «Είδες τι έγινε εκεί μέσα, τι μπορώ να κάνω. Αυτοί μπορούν να με βοηθήσουν». Ακόμα κι εγώ ξαφνιάζομαι με το πόσο εύκολα βγαίνει το ψέμα από το στόμα μου. Μ ια μέρα ίσως καταφέρω να λέω ψέματα στον εαυτό μου, να κοροϊδεύω το μυαλό μου ότι είμαι ευτυχισμένη. «Είμαι εκεί όπου υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι». Εκείνος κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Ύστερα αρπάζει το χέρι μου σαν να θέλει να με τραβήξει στο παρελθόν, όπου οι στενοχώριες μας ήταν απλές. «Υποτίθεται ότι πρέπει να είσαι εδώ». «Μ άρε». Ο Καλ περιμένει υπομονετικά, γερμένος στο κάθισμα της μηχανής του, αλλά η φωνή του είναι σταθερή, προειδοποιητική. «Πρέπει να φύγω». Προσπαθώ να προσπεράσω τον Κίλορν, να τον αφήσω πίσω, αλλά εκείνος δε μ’ αφήνει. Πάντα ήταν πιο
188
VICTORIA AVEYARD
δυνατός από μένα. Αλλά όσο κι αν θέλω να συνεχίσει να με κρατάει, αυτό δε γίνεται. «Μ άρε, σε παρακαλώ…» «Άφησέ τη» λέει ο Καλ άγρια. Η ζέστη κυλάει από πάνω του, κυματίζει σχεδόν στον αέρα. Βλέπω την ηρεμία που προσπαθεί να διατηρήσει να μειώνεται, απειλώντας να χαθεί εντελώς. Ο Κίλορν τον κοιτάζει ειρωνικά, έτοιμος να μαλώσει. Όμως είναι σαν εμένα∙ είμαστε κλέφτες, είμαστε ποντικοί. Ξέρουμε πότε θα μαλώσουμε και πότε θα το βάλουμε στα πόδια. Υποχωρεί, λοιπόν, απρόθυμα, ενώ τα δάχτυλά του ταξιδεύουν στο μπράτσο μου. Ίσως είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε. Ο αέρας κρυώνει, αλλά ο Καλ δεν κάνει πίσω. Είμαι η μνηστή του αδελφού του, πρέπει να είναι προστατευτικός μαζί μου. «Παζάρεψες και για μένα, για να με σώσεις από τη στράτευση» λέει ο Κίλορν σιγανά. Καταλαβαίνει, τελικά, το τίμημα που πλήρωσα. «Έχεις το κακό συνήθειο να προσπαθείς να με σώσεις». Ίσα που κουνώ το κεφάλι καταφατικά και αμέσως βάζω το κράνος για να κρύψω τα βουρκωμένα μάτια μου. Σαν ναρκωμένη, ακολουθώ τον Καλ στο μοτοποδήλατο και κάθομαι στη θέση πίσω του. Ο Κίλορν οπισθοχωρεί, μορφάζοντας όταν η μηχανή μαρσάρει. Κατόπιν μου χαμογελά πονηρά και το πρόσωπό του παίρνει μια έκφραση που χρησιμοποιούσε όταν ήθελε να με κάνει να τον γρονθοκοπήσω. «Θα πω στη Φάρλεϊ τα χαιρετίσματά σου». Το μοτοποδήλατο μουγκρίζει σαν θηρίο. Μ ε παίρνει μακριά από τον Κίλορν, τα Ξυλόβαθρα και την παλιά ζωή μου. Ο φόβος κυκλοφορεί μέσα μου σαν δηλητήριο, ώσπου με πλημμυρίζει από την κορφή ίσαμε τα νύχια. Αλλά όχι για μένα. Όχι πια. Φοβάμαι για τον Κίλορν, για την ανοησία που σκέπτεται να κάνει. Θα πάει να βρει τη Φάρλεϊ. Να συμπαραταχθεί μαζί της.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
189
ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ Το άλλο πρωί, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μια σκοτεινή μορφή να στέκεται πλάι στο κρεβάτι μου. Αυτό είναι. Έφυγα. Παραβίασα τους κανόνες και θα με σκοτώσουν γι’ αυτό. Αλλά όχι χωρίς μάχη. Πριν προλάβει η μορφή, πετάγομαι από το κρεβάτι, έτοιμη να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Νιώθω τους μυς μου να τεντώνονται, ενώ το υπέροχο βουητό αρχίζει να γεννιέται μέσα μου. Αλλά αντί για τον δολοφόνο, αντικρίζω μια κόκκινη στολή. Και αναγνωρίζω τη γυναίκα που τη φορά. Η Γουόλς δεν έχει αλλάξει καθόλου, ενώ για μένα δεν ισχύει το ίδιο. Στέκεται δίπλα σε ένα καροτσάκι φορτωμένο με τσάι, ψωμί και ό,τι μπορεί να θέλω για πρωινό. Όπως κάθε σωστή υπηρέτρια, κρατάει το στόμα της κλειστό, αλλά τα μάτια της μου φωνάζουν. Κοιτάζει στο χέρι μου τους δυο γνωστούς πλέον σπινθήρες που ελίσσονται γύρω από τα δάχτυλά μου. Διώχνω τις φωτεινές φλέβες, ώσπου εξαφανίζονται μες στο δέρμα μου. «Λυπάμαι πολύ» αναφωνώ και φεύγω από κοντά της. Εκείνη πάλι δε μιλάει. «Γουόλς…» Εκείνη όμως ασχολείται με το φαγητό. Ύστερα, προς μεγάλη
190
VICTORIA AVEYARD
μου έκπληξη, διαβάζω στα χείλη της πέντε λέξεις. Είναι λόγια που έχω αρχίσει να ξέρω σαν προσευχή – ή κατάρα. Σηκωθείτε, Κόκκινοι σαν την αυγή. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, πριν συνέλθω από το σοκ, η Γουόλς βάζει πιεστικά ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι μου. «Περίμενε…» Απλώνω το χέρι, αλλά εκείνη το αποφεύγει για να κάνει μετά μια βαθιά υπόκλιση. «Αρχόντισσά μου» λέει, βάζοντας απότομα τέλος στη συνομιλία μας. Την αφήνω να φύγει και την παρακολουθώ ώσπου να βγει από το δωμάτιο όπου έχει μείνει μόνο η ηχώ των άφατων λόγων της. Και η Γουόλς είναι στη Φρουρά. Το φλιτζάνι στα χέρια μου είναι παγωμένο. Περίεργα παγωμένο. Κοιτάζω και βλέπω ότι δεν έχει τσάι, αλλά νερό. Και στον πάτο του φλιτζανιού, ένα χαρτί ξερνάει μελάνι. Το μελάνι περιστρέφεται καθώς διαβάζω το μήνυμα. Το νερό το απομακρύνει, σβήνοντας κάθε ίχνος, ώσπου το μόνο που απομένει είναι ένα θολό, γκρίζο υγρό και ένα άγραφο κατσαρωμένο χαρτί. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την πρώτη επαναστατική πράξη μου. Δεν είναι δύσκολο να θυμηθώ το μήνυμα. Είναι μόνο μία λέξη. Μεσάνυχτα. Το γεγονός ότι έχω έναν σύνδεσμο με την ομάδα τόσο κοντά μου θα έπρεπε να με καθησυχάζει, αλλά χωρίς να ξέρω το γιατί, τρέμω ολόκληρη. Μπορεί οι κάμερες να μην είναι οι μόνες που με παρακολουθούν εδώ. Και δεν είναι το μόνο σημείωμα που με περιμένει. Το νέο πρόγραμμά μου βρίσκεται πάνω στο κομοδίνο, γραμμένο με την εκνευριστικά τέλεια γραφή της βασίλισσας. Το πρόγραμμά σου άλλαξε. 06:30 – Πρωινό / 07:00 – Εκπαίδευση / 10:00 – Πρωτόκολλο / 11:30 – Γεύμα / 13:00 – Πρωτόκολλο / 14:00 – Μαθήματα / 18:00 – Δείπνο. Ο Λούκας θα σε συνοδεύει
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
191
σε όλα αυτά. Το πρόγραμμα δεν είναι διαπραγματεύσιμο. ΗΑΥ Βασίλισσα Ελάρα. «Ώστε τελικά σε έστειλαν στην Εκπαίδευση;» Ο Λούκας μού χαμογελά και μια σπάνια μικρή λάμψη περηφάνιας περνάει από το βλέμμα του, καθώς με οδηγεί στο πρώτο μου μάθημα. «Είτε ήσουν πολύ καλή είτε πολύ κακή». «Λίγο κι απ’ τα δυο». Περισσότερο κακή, θαρρώ, φέρνοντας στη μνήμη μου το χθεσινοβραδινό επεισόδιο στο σπίτι. Ξέρω ότι το νέο πρόγραμμα είναι δουλειά του Καλ, αλλά δεν περίμενα να ενεργήσει τόσο γρήγορα. Η αλήθεια είναι ότι είμαι ενθουσιασμένη με την Εκπαίδευση. Αν είναι σαν αυτό που είδα να κάνουν ο Καλ και ο Μ έιβεν, το να εξασκείται κάποιος κυρίως στην ικανότητά του, σίγουρα θα είμαι πολύ πίσω, αλλά τουλάχιστον θα έχω κάποιον να μιλήσω. Κι αν είμαι στ’ αλήθεια τυχερή, η Εβαγκελίν θα είναι πολύ άρρωστη και κρεβατωμένη για το υπόλοιπο της άθλιας ζωής της. Ο Λούκας κουνάει το κεφάλι, γελώντας. «Να είσαι προετοιμασμένη. Οι εκπαιδευτές φημίζονται για την ικανότητά τους να τσακίζουν και τον πιο δυνατό στρατιώτη. Δε θα δουν με καλό μάτι την αυθάδειά σου». «Ούτε εγώ θα δω με καλό μάτι το να με τσακίσουν» απαντώ. «Πώς ήταν η δική σου Εκπαίδευση;» «Εγώ πήγα κατευθείαν στον στρατό, όταν ήμουν μόλις εννιά ετών. Η εμπειρία μου, λοιπόν, ήταν κάπως διαφορετική» λέει, ενώ τα μάτια του σκοτεινιάζουν σ’ αυτή την ανάμνηση. «Εννιά;» Μ ου φαίνεται απίθανο. Είχε δεν είχε ικανότητες, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Όμως ο Λούκας σηκώνει αδιάφορα τους ώμους σαν να μην είναι τίποτε. «Το μέτωπο είναι το καλύτερο μέρος για να εκπαιδευτείς. Ακόμα και οι πρίγκιπες εκπαιδεύτηκαν στο μέτωπο για ένα διάστημα». «Όμως τώρα είσαι εδώ» λέω. Κοιτάζω τη στολή του Λούκας,
192
VICTORIA AVEYARD
το μαύρο και ασημί της Ασφάλειας. «Δεν είσαι στρατιώτης πια». Για πρώτη φορά, το αμυδρό χαμόγελο του Λούκας εξαφανίζεται εντελώς. «Το κουβαλάς πάνω σου» παραδέχεται, στον εαυτό του μάλλον παρά σε μένα. «Υποτίθεται ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι στον πόλεμο πολύ καιρό». «Και με τους Κόκκινους τι γίνεται;» ακούω τον εαυτό μου να ρωτάει. Ο Μπρι, ο Τράμι, ο Σέιντ, ο μπαμπάς, ο πατέρας του Κίλορν. Και χιλιάδες άλλοι. Εκατομμύρια άλλοι. «Αντέχουν καλύτερα τον πόλεμο από τους Ασημένιους;» Φτάνουμε στην πόρτα της αίθουσας όπου γίνεται η εκπαίδευση πριν απαντήσει τελικά ο Λούκας, που φαίνεται λίγο αμήχανος. «Έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Οι Κόκκινοι υπηρετούν, οι Κόκκινοι δουλεύουν, οι Κόκκινοι πολεμούν. Σ’ αυτά είναι καλοί. Αυτά, υποτίθεται, πρέπει να κάνουν». Δαγκώνω τη γλώσσα για να μην τα βάλω μαζί του. «Δεν είναι όλοι ξεχωριστοί». Βράζω από τον θυμό μου, αλλά δε λέω λέξη εναντίον του Λούκας. Αν χάσω την ψυχραιμία μου και μ’ αυτόν, δε θα μου βγει σε καλό. «Παίρνω παράδειγμα από δω» λέω ξερά. Εκείνος παρατηρεί τη δυσθυμία μου και κατσουφιάζει λίγο. Όταν μιλάει, η φωνή του είναι σιγανή και γρήγορη, σαν να μη θέλει ν’ ακουστεί. «Δεν έχω την πολυτέλεια των ερωτήσεων» μουρμουρίζει. Τα μαύρα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου γεμάτα νόημα. «Ούτε κι εσύ». Η καρδιά μου σφίγγεται. Τα λόγια του και το κρυμμένο νόημά τους με τρομάζουν. Ο Λούκας ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλα που δεν του έχουν πει για μένα. «Λούκας…» «Η θέση μου δε μου επιτρέπει να κάνω ερωτήσεις». Ζαρώνει το μέτωπό του, πασχίζοντας να με κάνει να καταλάβω, πασχίζοντας να με κάνει να αισθανθώ άνετα. «Αρχόντισσα Τιτάνος». Ο τίτλος ακούγεται πιο σταθερός από ποτέ, γίνεται η ασπίδα μου όπως το όπλο της βασίλισσας. Ο Λούκας δεν κάνει ερωτήσεις. Παρά τα μαύρα μάτια του, το Ασημένιο αίμα του και το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια Σάμος, δε θα τραβήξει την κλωστή που θα μπορούσε να ξεφτίσει
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
193
την ύπαρξή μου. «Ακολούθησε το πρόγραμμά σου, αρχόντισσά μου». Οπισθοχωρεί, πιο επίσημος από ποτέ. Μ ε ένα κούνημα της κεφαλής, δείχνει προς την πόρτα όπου ένας Κόκκινος υπηρέτης περιμένει. «Θα έρθω να σε πάρω μετά την Εκπαίδευση». «Ευχαριστώ, Λούκας» είναι το μόνο που καταφέρνω να πω. Μ ου έδωσε πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζει. Ο υπηρέτης μού δίνει ένα ελαστικό μαύρο ρούχο με πορφυρές και ασημένιες ρίγες. Μ ου δείχνει ένα μικρό δωμάτιο, όπου αλλάζω στα γρήγορα∙ βγάζω τα συνηθισμένα μου ρούχα και βάζω την ολόσωμη φόρμα. Μ ου θυμίζει τα παλιά μου ρούχα, αυτά που χρησιμοποιούσα στα Ξυλόβαθρα. Φθαρμένα από τον χρόνο και την κίνηση, αλλά καθαρά και εφαρμοστά για να μη μ’ εμποδίζουν. Όταν μπαίνω στην αίθουσα όπου γίνεται η εκπαίδευση, διαπιστώνω με οδύνη ότι όλοι κοιτάζουν εμένα, για να μην αναφέρω τις δεκάδες κάμερες. Το πάτωμα είναι μαλακό και ελαστικό κάτω από τα πόδια μου, πνίγοντας κάθε βήμα. Ένας πελώριος φεγγίτης υψώνεται από πάνω μας και φανερώνει έναν γαλάζιο καλοκαιρινό ουρανό γεμάτο σύννεφα που με σαρκάζουν. Σπειροειδείς σκάλες συνδέουν τα διάφορα επίπεδα που είναι κομμένα μέσα στον τοίχο, το καθένα σε διαφορετικό ύψος, με διαφορετικό εξοπλισμό. Υπάρχουν επίσης πολλά παράθυρα, ένα από τα οποία ξέρω ότι ανήκει στην τάξη της αρχόντισσας Μ πλόνος. Πού οδηγούν τα άλλα ή ποιος μπορεί να παρακολουθεί, δεν έχω ιδέα. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι νευρική μπαίνοντας σε έναν χώρο γεμάτο έφηβους μαχητές, όλοι τους καλύτερα εκπαιδευμένοι από μένα. Όμως εγώ σκέφτομαι μόνο το ανυπόφορο παγάκι από κόκαλα και μέταλλο, γνωστό ως Εβαγκελίν Σάμος. Δεν προλαβαίνω να φτάσω στα μισά της αίθουσα και ανοίγει το στόμα για να χύσει το φαρμάκι της. «Αποφοίτησες κιόλας από το Πρωτόκολλο; Κατάφερες τελικά να μάθεις την τέχνη να κάθεσαι με τα πόδια σταυρωμένα;» λέει ειρωνικά, πηδώντας από ένα μηχάνημα με βάρη. Τα ασημένια
194
VICTORIA AVEYARD
μαλλιά της είναι τραβηγμένα προς τα πίσω σε μια πολύπλοκη κοτσίδα που πολύ θα ήθελα να κόψω, αλλά οι θανάσιμες αιχμηρές μεταλλικές λεπίδες στη μέση της με σταματούν. Όπως εγώ, όπως όλοι, φοράει μια φόρμα με τα χρώματα του οίκου της. Στα μαύρα και στα ασημί φαντάζει πολύ επικίνδυνη. Η Σόνια και η Ιλέιν την πλαισιώνουν, με παρόμοιο χαμόγελο στα μούτρα τους. Τώρα που δε μ’ εκφοβίζουν πια, φαίνεται ότι έχουν στραφεί προς τη μελλοντική βασίλισσα. Βάζω τα δυνατά μου να τις αγνοήσω και πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τον Μ έιβεν. Κάθεται σε μια γωνιά, χωριστά από τους άλλους. Τουλάχιστον μπορούμε να μείνουμε μόνοι. Ψίθυροι με ακολουθούν, καθώς πάνω από δέκα έφηβοι με παρακολουθούν να πηγαίνω προς το μέρος του. Μ ερικοί κλίνουν το κεφάλι σε μια προσπάθεια να φανούν ευγενικοί, αλλά οι περισσότεροι είναι επιφυλακτικοί. Τα κορίτσια κυρίως είναι στα όριά τους∙ στο κάτω κάτω, πήρα έναν από τους πρίγκιπές τους. «Άργησες αρκετά» λέει ο Μ έιβεν με ένα γελάκι, όταν κάθομαι δίπλα του. Δε φαίνεται ν’ αποτελεί μέρος του πλήθους, ούτε ότι το επιθυμεί. «Αν δεν ήξερα τι συμβαίνει, θα έλεγα ότι προσπαθούσες να μείνεις μακριά μας». «Μ όνο από ένα πρόσωπο ειδικά» απαντώ ρίχνοντας μια ματιά πίσω στην Εβαγκελίν. Έχει μαζέψει την αυλή της κοντά στον τοίχο-στόχο, όπου κάνει μια εντυπωσιακή επίδειξη στις φιλενάδες της. Τα μεταλλικά μαχαίρια της σκίζουν τον αέρα και καρφώνονται στο κέντρο των στόχων τους. Ο Μ έιβεν, με ύφος σκεφτικό, με κοιτάζει που την κοιτάζω,. «Όταν επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα, δε θα χρειάζεται να τη βλέπεις τόσο πολύ» μουρμουρίζει. «Αυτή και ο Καλ θα είναι απασχολημένοι. Θα περιοδεύουν τη χώρα και θα εκτελούν τα καθήκοντά τους. Εμείς θα έχουμε τα δικά μας». Η προοπτική να είμαι μακριά από την Εβαγκελίν είναι δελεαστική, αλλά μου θυμίζει επίσης ότι ο χρόνος κυλάει εναντίον μου. Σύντομα θα αναγκαστώ να αφήσω πίσω το παλάτι, την κοιλάδα του ποταμού και την οικογένειά μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
195
«Ξέρεις πότε εσύ…» Κομπιάζω και διορθώνω τον εαυτό μου. «Θέλω να πω, πότε θα γυρίσουμε στην πρωτεύουσα;». «Μ ετά τον Αποχαιρετιστήριο Χορό. Δε σου το είπαν;» «Ναι, η μητέρα σου το ανέφερε… και η αρχόντισσα Μ πλόνος μού μαθαίνει να χορεύω…» λέω με αμηχανία. Προσπάθησε να μου μάθει μερικά βήματα χθες, αλλά τα έκανα θάλασσα. Στο κλέψιμο τα καταφέρνω μια χαρά, αλλά ο χορός, προφανώς, δεν είναι το καλύτερό μου. «Η λέξη κλειδί είναι: προσπάθεια». «Μ ην ανησυχείς, δε θα τραβήξουμε εμείς το ζόρι». Η σκέψη ότι θα χορέψω με τρομάζει, αλλά καταπίνω τον φόβο μου. «Τότε ποιος;» «Ο Καλ» λέει χωρίς δισταγμό. «Ο μεγάλος αδελφός θα πρέπει να ανεχθεί ένα σωρό ανόητες συζητήσεις και να χορέψει με πολλά ενοχλητικά κορίτσια. Θυμάμαι πέρυσι…» Η ανάμνηση τον κάνει να σταματήσει και να βάλει τα γέλια. «Η Σόνια Άιραλ έτρεχε συνέχεια πίσω του, διέκοπτε τους χορούς, προσπαθούσε να τον παρασύρει για να διασκεδάσουν λίγο. Αναγκάστηκα να μπω στη μέση και να χορέψω δυο τραγούδια μαζί της για να πάρει μια ανάσα ο Καλ». Η σκέψη των δυο αδελφών που συμμαχούν εναντίον μιας λεγεώνας απελπισμένων κοριτσιών με κάνει να γελάσω. Ποιος ξέρει τι άλλο έκαναν για να σώσουν ο ένας τον άλλον. Αλλά ενώ το δικό μου χαμόγελο γίνεται πλατύ, του Μ έιβεν σβήνει. «Τουλάχιστον αυτή τη φορά θα έχει τη Σάμος κρεμασμένη στο μπράτσο του. Τα άλλα κορίτσια δε θα τολμήσουν να μπουν στον δρόμο της». Ξεφυσώ, όταν θυμάμαι την άγρια, δυνατή λαβή της στο μπράτσο μου. «Καημένε Καλ». «Αλήθεια, πώς πήγε η επίσκεψή σου χθες;» ρωτάει. Αναφέρεται στην εκδρομή μου στο σπίτι. Ώστε ο Καλ δεν του είπε τίποτa. «Δύσκολα». Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω για να την περιγράψω. Τώρα η οικογένειά μου γνωρίζει τι είμαι και ο Κίλορν έριξε τον εαυτό του στους λύκους. Και, φυσικά, ο Σέιντ είναι
196
VICTORIA AVEYARD
νεκρός. «Ένα από τα αδέλφια μου εκτελέστηκε, λίγο πριν φτάσει η αποστράτευση». Περιμένω να νιώσει αμηχανία. Στο κάτω κάτω, ο δικός του λαός το έκανε αυτό. Όμως εκείνος βάζει το χέρι του πάνω στο δικό μου. «Λυπάμαι, Μ άρε. Είμαι σίγουρος ότι δεν του άξιζε κάτι τέτοιο». «Όχι, δεν του άξιζε» ψιθυρίζω, γιατί θυμάμαι για ποιο λόγο πέθανε ο αδελφός μου. Τώρα ακολουθώ κι εγώ τον ίδιο δρόμο. Ο Μ έιβεν με κοιτάζει έντονα, σαν να προσπαθεί να διαβάσει το μυστικό στα μάτια μου. Για μια φορά, χαίρομαι για τα μαθήματα της Μ πλόνος, διαφορετικά θα υπέθετα ότι ο Μ έιβεν μπορεί να διαβάσει το μυαλό των ανθρώπων, όπως η βασίλισσα. Αλλά όχι, είναι μόνο πυροφόρος και τίποτε άλλο. Ελάχιστοι Ασημένιοι κληρονομούν ικανότητες από τις μητέρες τους και κανείς δεν είχε ποτέ πάνω από μία. Έτσι η προσχώρησή μου στην Ερυθρά Φρουρά παραμένει μυστικό. Όταν απλώνει το χέρι για να με βοηθήσει να σηκωθώ, το πιάνω. Οι άλλοι γύρω μας κάνουν ζέσταμα. Οι περισσότεροι εκτελούν γυμναστικές ασκήσεις ή κάνουν τον γύρο της αίθουσας. Μ ερικοί πάλι είναι πολύ εντυπωσιακοί. Η Ιλέιν μπαίνει και βγαίνει από το οπτικό μου πεδίο καθώς χαμηλώνει το φως γύρω της μέχρι να εξαφανιστεί. Ένας νεαρός, ανεμοφόρος, ο Όλιβερ του Οίκου Λάρις, δημιουργεί έναν μικροσκοπικό ανεμοστρόβιλο ανάμεσα στα χέρια του, σηκώνοντας κόκκους σκόνης. Η Σόνια ανταλλάσσει νωχελικά χτυπήματα με τον Άντρος Ίγκρι, έναν κοντό αλλά γεροδεμένο δεκαοχτάχρονο. Ως μεταξωτή, η Σόνια είναι απίστευτα επιδέξια και γρήγορη, και εύκολα θα μπορούσε να υπερισχύσει, αλλά ο Άντρος ανταποδίδει κάθε χτύπημα σε έναν βίαιο χορό. Οι Ασημένιοι του Οίκου Ίγκρι είναι μάντεις, που σημαίνει ότι έχουν την ικανότητα να βλέπουν το άμεσο μέλλον, και ο Άντρος χρησιμοποιεί τις ικανότητές του στο έπακρο. Κανείς δε φαίνεται να έχει το πάνω χέρι και παίζουν ένα παιχνίδι ισορροπίας μάλλον παρά δύναμης. Απλώς φαντάσου τι μπορούν να κάνουν πραγματικά. Είναι τόσο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
197
δυνατοί, τόσο ισχυροί. Και τούτοι εδώ είναι μόνο παιδιά. Κι έτσι απλά, η ελπίδα μου εξατμίζεται και μετατρέπεται σε φόβο. «Στις σειρές σας» λέει μια φωνή, ή μάλλον ένας ψίθυρος. Ο νέος εκπαιδευτής μου μπαίνει αθόρυβα με τον Καλ στο πλευρό του, ενώ ένας τηλεπαθητικός από τον Οίκο Πρόβος τούς ακολουθεί. Σαν καλός στρατιώτης, ο Καλ προχωρεί σύμφωνα με τον βηματισμό του εκπαιδευτή, που φαντάζει μια σταλιά και ασήμαντος μπροστά στον όγκο του διαδόχου. Το χλομό πρόσωπό του είναι γεμάτο ρυτίδες και τα μαλλιά του κάτασπρα, όπως τα ρούχα του, πράγμα που φανερώνει την αληθινή ηλικία του και τον οίκο του. Οίκος Άρβεν, ο σιωπηλός οίκος, θυμάμαι από τα μαθήματά μου. Σημαντικός οίκος, παντοδύναμος και πανίσχυρος, όλα όσα εμπιστεύονται οι Ασημένιοι. Τον θυμάμαι πριν γίνω ακόμη η Μ αρέενα Τιτάνος, από τότε που ήμουν παιδούλα. Επέβλεπε τις εκτελέσεις που γίνονταν στην πρωτεύουσα και μεταδίδονταν από τις οθόνες. Αυτός αποφάσιζε τις θανατικές ποινές των Κόκκινων, ακόμα και των Ασημένιων. Τώρα καταλαβαίνω τον λόγο που τον επέλεξαν γι’ αυτή τη δουλειά. Η νεαρή Χέβεν ξαναγυρίζει στην πραγματικότητα, γίνεται πάλι ορατή, ενώ ο ανεμοστρόβιλος πεθαίνει στα χέρια του Όλιβερ. Τα μαχαίρια της Εβαγκελίν πέφτουν κάτω. Ακόμα κι εγώ νιώθω μια ηρεμία να με τυλίγει, εξαφανίζοντας την ηλεκτρική μου αίσθηση. Είναι ο Ρέιν Άρβεν, ο εκπαιδευτής, ο εκτελεστής, η σιωπή. Μ πορεί να κάνει έναν Ασημένιο αυτό που μισεί περισσότερο: Κόκκινο. Μ πορεί να σβήσει τις ικανότητές του. Μ πορεί να τον κάνει φυσιολογικό. Ενώ τον κοιτάζω σαν χαζή, ο Μ έιβεν με τραβάει και με βάζει πίσω του, με τον Καλ πρώτο στη σειρά μας. Η Εβαγκελίν είναι επικεφαλής της διπλανής σειράς και για μία φορά δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για μένα. Έχει τα μάτια καρφωμένα στον Καλ, καθώς εκείνος παίρνει θέση. Είναι σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, στη θέση της εξουσίας που του ανήκει. Ο Άρβεν δε χάνει χρόνο με συστάσεις. Η αλήθεια είναι πως μετά βίας παρατηρεί ότι παίρνω μέρος στο μάθημά του.
198
VICTORIA AVEYARD
«Γύροι» λέει, με απότομη, σιγανή φωνή. Ωραία. Να κάτι που μπορώ να κάνω τελικά. Ξεκινάμε στις σειρές μας και κάνουμε τον γύρο της αίθουσας με χαλαρό βηματισμό μέσα σε μακάρια ησυχία. Αρχίζω να προχωρώ πιο γρήγορα, απολαμβάνοντας την άσκηση που μου έλειψε τόσο πολύ, ώσπου επιταχύνω και προσπερνώ την Εβαγκελίν. Δίπλα μου είναι ο Καλ, που ρυθμίζει τον βηματισμό των υπολοίπων. Μ ου χαμογελά καθώς με βλέπει να τρέχω. Αυτό είναι κάτι που μπορώ να κάνω, κάτι που απολαμβάνω, μάλιστα. Νιώθω κάπως παράξενα καθώς τα πόδια μου βουλιάζουν στο πάτωμα και αναπηδώ σε κάθε βήμα, αλλά το αίμα που χτυπάει στ’ αυτιά μου, ο ιδρώτας, η προπόνηση, όλα είναι γνωστά. Αν κλείσω τα μάτια, μπορώ να προσποιηθώ ότι είμαι πίσω στο χωριό, με τον Κίλορν ή τ’ αδέλφια μου ή απλώς μόνη μου. Απλώς ελεύθερη. Αυτό ώσπου ένα κομμάτι του τοίχου βγαίνει προς τα έξω και με πετυχαίνει στο στομάχι. Μ ε πετάει κάτω και σωριάζομαι φαρδιά πλατιά, αλλά αυτό που πληγώνεται πιο πολύ είναι η περηφάνια μου. Οι υπόλοιποι δρομείς απομακρύνονται, ενώ η Εβαγκελίν χαμογελάει ειρωνικά πάνω από τον ώμο της, βλέποντας ότι έχω μείνει πίσω. Μ όνο ο Μ έιβεν βραδύνει το βήμα και περιμένει να τον φτάσω. «Καλωσόρισες στην εκπαίδευση». Γελάει, καθώς με παρακολουθεί ν’ αποφεύγω τα εμπόδια. Σε όλη την αίθουσα, κι άλλα τμήματα του τοίχου αλλάζουν θέση, σχηματίζοντας εμπόδια για τους δρομείς. Όλοι οι άλλοι τα αντιμετωπίζουν με ηρεμία∙ είναι συνηθισμένοι σ’ αυτό. Ο Καλ και η Εβαγκελίν οδηγούν την ομάδα, περνώντας από πάνω ή κάτω από κάθε εμπόδιο που εμφανίζεται μπροστά τους. Μ ε την άκρη του ματιού μου, παρατηρώ τον τηλεπαθητικό Πρόβο να μετακινεί και να διευθύνει τα κομμάτια του τοίχου. Φαίνεται μάλιστα να μου χαμογελά προσποιητά. Συγκρατώ την ανάγκη μου να τα ψάλλω στον τηλεπαθητικό και συγκεντρώνομαι στο τρέξιμο. Ο Μ έιβεν τρέχει δίπλα μου, ποτέ περισσότερο από ένα βήμα μακριά μου, κι αυτό είναι παράξενα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
199
εξοργιστικό. Επιταχύνω, ώσπου αρχίζω να τρέχω και να πηδώ τα εμπόδια όσο καλύτερα μπορώ. Αλλά ο Μ έιβεν δεν είναι σαν τον Ασφαλίτη στο χωριό – είναι δύσκολο να φάει τη σκόνη σου. Όταν τελειώνουμε τους γύρους, ο Καλ είναι ο μόνος που δεν έχει ιδρώσει. Ακόμα και η Εβαγκελίν φαίνεται εξουθενωμένη, αν και κάνει ό,τι μπορεί για να το κρύψει. Εγώ έχω λαχανιάσει πολύ, αλλά είμαι περήφανη για τον εαυτό μου. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, τα έβγαλα πέρα. Ο εκπαιδευτής Άρβεν μάς επιθεωρεί για λίγο. Τα μάτια του καρφώνονται πάνω μου για μια στιγμή, πριν στραφεί στον τηλεπαθητικό. «Τους στόχους, παρακαλώ, Τεό» λέει πάλι ψιθυριστά. Όπως τραβάς μια κουρτίνα για να μπει ο ήλιος, έτσι νιώθω τις ικανότητές μου να επανέρχονται. Ο τηλεπαθητικός βοηθός κουνάει το χέρι του. Ένα τμήμα του πατώματος απομακρύνεται και εμφανίζεται το παράξενο όπλο που είχα δει από το παράθυρο στην τάξη της Μ πλόνος. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι όπλο, αλλά ένα κύλινδρος. Κινείται χάρη στη δύναμη του τηλεπαθητικού όχι χάρη σε κάποια σπουδαία, παράξενη τεχνολογία. Οι ικανότητες είναι το μόνο που έχουν. «Αρχόντισσα Τιτάνος» μουρμουρίζει ο Άρβεν, κάνοντάς με να αναπηδήσω. «Καταλαβαίνω ότι έχεις μια ενδιαφέρουσα ικανότητα». Πιστεύει ότι είναι ο ηλεκτρισμός, οι καταστροφικές, λευκοπόρφυρες αστραπές, αλλά ο νους μου ξεστρατίζει σ’ αυτά που μου είπε χθες ο Τζούλιαν. Δεν τον ελέγχω απλώς, μπορώ να τον δημιουργήσω. Είμαι ξεχωριστή. Όλα τα μάτια στρέφονται επάνω μου, αλλά σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ να φανώ δυνατή. «Ενδιαφέρουσα, αλλά όχι πρωτάκουστη, Εκπαιδευτά» λέω. «Ανυπομονώ πολύ να μάθω γι’ αυτήν, κύριε». «Μ πορείς ν’ αρχίσεις από τώρα» λέει ο εκπαιδευτής και ο τηλεπαθητικός πίσω του σφίγγεται. Την ίδια στιγμή, μια από τις μπάλες στόχους πετάει στον αέρα,
200
VICTORIA AVEYARD
πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζα. Έλεγχος, λέω στον εαυτό μου, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Τζούλιαν. Αυτοσυγκέντρωση. Αυτή τη φορά, μπορώ να νιώσω την άντληση καθώς ρουφώ τον ηλεκτρισμό από τον αέρα – και από κάπου μέσα μου. Εμφανίζεται στα χέρια μου με τη μορφή μικρών σπινθήρων. Αλλά η μπάλα πέφτει κάτω πριν προλάβω να τη χτυπήσω, ενώ οι σπίθες απλώνονται στο πάτωμα και εξαφανίζονται. Η Εβαγκελίν χλιμιντρίζει από πίσω μου, αλλά όταν γυρίζω να την κοιτάξω, βλέπω τον Μ έιβεν. Μ ου κάνει ένα αδιόρατο νόημα, παροτρύνοντάς με να ξαναδοκιμάσω. Και δίπλα του, ο Καλ σταυρώνει τα χέρια, με πρόσωπο σκοτεινό από μια συγκίνηση που δεν καταλαβαίνω. Ένας άλλος στόχος εκτοξεύεται και στριφογυρίζει στον αέρα. Οι σπινθήρες έρχονται πιο γρήγορα τώρα, ζωηροί και λαμπεροί, καθώς ο στόχος φτάνει στο ζενίθ του. Όπως προηγουμένως στην τάξη του Τζούλιαν, σφίγγω τη γροθιά μου και, νιώθοντας την ηλεκτρική ενέργεια να βρυχάται μέσα μου, την εκτοξεύω. Σχηματίζει ένα ωραίο τόξο καταστροφικού φωτός και χτυπάει στο πλάι τον στόχο που πέφτει. Κομματιάζεται από τη δύναμή μου, καπνίζει και πετάει σπίθες καθώς πέφτει στο πάτωμα με θόρυβο. Δεν μπορώ να μη χαμογελάσω, ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Πίσω μου ο Μ έιβεν και ο Καλ χειροκροτούν, όπως και μερικά άλλα παιδιά. Φυσικά, όχι η Εβαγκελίν και οι φίλες της. Οι τελευταίες μάλιστα φαίνονται προσβεβλημένες από τη νίκη μου. Αλλά ο εκπαιδευτής Άρβεν δε λέει τίποτα, δεν μπαίνει καν στον κόπο να με συγχαρεί. Κοιτάζει απλώς από πάνω μου, προς την υπόλοιπη ομάδα. «Ο επόμενος». Ο εκπαιδευτής κάνει την τάξη άνω κάτω. Μ ας βάζει να κάνουμε τον ένα γύρο μετά τον άλλο για να συντονίσουμε τάχα τις ικανότητές μας. Βέβαια, είναι αδύνατο να τους συναγωνιστώ, αλλά καταλαβαίνω ότι βελτιώνομαι. Όταν τελειώνει το μάθημα,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
201
στάζω από τον ιδρώτα και πονάω παντού. Το μάθημα του Τζούλιαν είναι ευλογία, αφού μου επιτρέπει να καθίσω και να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου. Αλλά ακόμα και το πρωινό μάθημα δε με καταβάλλει – τα μεσάνυχτα πλησιάζουν. Όσο πιο γρήγορα περνά ο χρόνος, τόσο πιο κοντά είναι τα μεσάνυχτα. Τόσο πιο κοντά είμαι για να κάνω το επόμενο βήμα, για να ελέγξω τη μοίρα μου. Ο Τζούλιαν δεν παρατηρεί την ανησυχία μου, ίσως επειδή είναι βουτηγμένος μέχρι τον αγκώνα μέσα σε μια στοίβα καινούρια βιβλία. Κάθε βιβλίο έχει περίπου δυόμισι εκατοστά πάχος κι επάνω γράφει καθαρά μια χρονολογία, και τίποτε άλλο. Τι μπορεί να είναι, δεν ξέρω. «Τι είναι αυτά;» ρωτώ, καθώς παίρνω ένα. Μ έσα υπάρχουν ένα σωρό κατάλογοι με ονόματα, ημερομηνίες, τοποθεσίες – και αιτίες θανάτου. Οι περισσότεροι οφείλονται σε απώλεια αίματος, αλλά και σε ασθένεια, σε ασφυξία, σε πνιγμό, ενώ για κάποιους υπάρχουν πιο εξειδικευμένες και φρικτές λεπτομέρειες. Το αίμα παγώνει στις φλέβες μου καθώς συνειδητοποιώ τι διαβάζω. «Ένας κατάλογος νεκρών». Ο Τζούλιαν το επιβεβαιώνει. «Εδώ είναι όλοι όσοι πέθαναν στον πόλεμο με τη Λιμνοχώρα». Το μυαλό μου πάει αμέσως στον Σέιντ και νιώθω το στομάχι μου ν’ ανακατεύεται. Κάτι μου λέει ότι το όνομά του δε βρίσκεται σε κάποιον από αυτούς τους καταλόγους. Οι λιποτάκτες δεν αξίζουν την τιμή έστω μιας αράδας από μελάνι. Θυμωμένη, αφήνω τον νου μου να φτάσει στη λάμπα του γραφείου που φωτίζει το διάβασμά μου. Ο ηλεκτρισμός μέσα της με καλεί, το ίδιο οικείος με τον παλμό μου. Μ ε τη δύναμη του νου μόνο, την αναβοσβήνω, σύμφωνα με τον ρυθμό της τσακισμένης μου καρδιάς. Ο Τζούλιαν παρατηρεί το φως που μια φέγγει και μια σβήνει, με τα χείλη σουφρωμένα. «Συμβαίνει κάτι, Μ άρε;» ρωτάει ξερά. Πολλά, πολλά και άσχημα. «Δεν είμαι υπέρ της αλλαγής του προγράμματος» του λέω
202
VICTORIA AVEYARD
απλώς κι αφήνω τη λάμπα ήσυχη. Δεν είναι ψέμα, αλλά ούτε αλήθεια. «Δε θα μπορούμε να εκπαιδευόμαστε». Εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και τα ρούχα του που έχουν το χρώμα του παπύρου στρίβουν με την κίνηση. Φαίνονται πιο λερωμένα, σαν να γυρίζει κι αυτός μέσα στις σελίδες των βιβλίων του. «Απ’ ό,τι άκουσα, χρειάζεσαι περισσότερη καθοδήγηση από αυτή που μπορώ να σου δώσω». Τα δόντια μου τρίζουν και μασώ τα λόγια μου προτού τ’ αφήσω να βγουν. «Ο Καλ σου είπε τι συνέβη;» «Ναι» απαντάει ήρεμα ο Τζούλιαν. «Κι έχει δίκιο. Μ ην τον κατηγορείς γι’ αυτό». «Μ πορώ να τον κατηγορήσω για ό,τι θέλω» λέω απότομα, καθώς θυμάμαι τα βιβλία του πολέμου και τους οδηγούς του θανάτου στο δωμάτιό του. «Είναι ίδιος με τους άλλους». Ο Τζούλιαν ανοίγει το στόμα να πει κάτι, αλλά μετά το ξανασκέφεται και γυρίζει πάλι στα βιβλία του. «Μ άρε, δε θα έλεγα αυτό που κάνουμε εκπαίδευση. Εξάλλου, ήσουν πολύ καλή στο μάθημα σήμερα». «Το είδες; Πώς;» «Μ ου ζήτησαν να το παρακολουθήσω». «Ποιος;» «Δεν έχει σημασία» λέει καθώς το βλέμμα του με διαπερνά ολόκληρη. Η φωνή του γίνεται ξαφνικά μελωδική, δημιουργώντας βαθιές, απαλές δονήσεις. Καθώς εκπνέω, συνειδητοποιώ ότι έχει δίκιο. «Δεν έχει σημασία» επαναλαμβάνω. Παρότι δεν μιλάει, η ηχώ της φωνής του Τζούλιαν κρέμεται ακόμα στον αέρα σαν καταπραϋντικό αεράκι. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε σήμερα;» Ο Τζούλιαν χαμογελάει, διασκεδάζοντας με τον εαυτό του. «Μ άρε;» Η φωνή του είναι πάλι κανονική, απλή και οικεία. Διαλύει την ηχώ, την απομακρύνει από πάνω μου μέσα σε ένα σύννεφο. «Τι… τι στο καλό ήταν αυτό;» «Φαίνεται ότι η αρχόντισσα Μ πλόνος δε σου μίλησε πολύ για
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
203
τον Οίκο Τζάκος στα Μ αθήματα» λέει, ενώ ένα χαμόγελο πλανιέται ακόμη στα χείλη του. «Ξαφνιάζομαι που δε ρώτησες ποτέ». Αυτό είναι αλήθεια, ποτέ δεν αναρωτήθηκα για την ικανότητα του Τζούλιαν. Πάντα πίστευα ότι ήταν κάτι αδύναμο, γιατί δεν δείχνει τόσο πομπώδης όσο οι άλλοι – αλλά φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει πραγματικά. Είναι πολύ πιο δυνατός και επικίνδυνος απ’ όσο φαντάζομαι. «Μ πορείς να ελέγχεις τους ανθρώπους. Είσαι σαν κι αυτή». Η σκέψη ότι ο Τζούλιαν, ένας συμπαθητικός, ένας καλός άνθρωπος, είναι ακριβώς ίδιος με τη βασίλισσα με κάνει να τρέμω. Εκείνος δέχεται την κατηγορία ήρεμα και στρέφει την προσοχή του πάλι στο βιβλίο του. «Όχι, δεν είμαι. Ούτε κατά διάνοια δε φτάνω τη δύναμή της. Ή την αγριότητά της». Αφήνει έναν αναστεναγμό και εξηγεί. «Μ ας αποκαλούν τραγουδιστές. Ή τουλάχιστον έτσι θα μας έλεγαν, αν ήμαστε περισσότεροι. Είμαι ο τελευταίος του οίκου μου και ο τελευταίος του είδους μου. Δε διαβάζω τον νου, δεν μπορώ να ελέγξω τις σκέψεις, δεν μπορώ να μιλήσω στο κεφάλι σου. Όμως μπορώ να τραγουδήσω – εφόσον κάποιος με ακούει, εφόσον μπορώ να τον κοιτάξω βαθιά στα μάτια–, μπορώ να επηρεάσω έναν άνθρωπο να κάνει ό,τι θέλω». Τρόμος με κυριεύει. Ακόμα κι ο Τζούλιαν. Γέρνω προς τα πίσω σιγά σιγά για να βάλω μια απόσταση ανάμεσά μας. Το παρατηρεί, φυσικά, αλλά δε φαίνεται θυμωμένος. «Έχεις δίκιο που δε μ’ εμπιστεύεσαι» μουρμουρίζει. «Κανείς δεν το κάνει. Υπάρχει λόγος που οι μόνοι φίλοι μου είναι οι γραπτές λέξεις. Αλλά το κάνω μόνο σε απόλυτη ανάγκη, και ποτέ με πονηρό σκοπό». Ύστερα γελάει με νόημα. «Αν το ήθελα πραγματικά, θα μπορούσα να διεκδικήσω τον θρόνο». «Δεν το θέλησες όμως». «Όχι. Ούτε και η αδελφή μου, άσχετα με το τι λένε». Η μητέρα του Καλ. «Κανείς δε φαίνεται να λέει κάτι γι’ αυτήν.
204
VICTORIA AVEYARD
Όχι σε μένα, πάντως». «Στους ανθρώπους δεν αρέσει να μιλούν για πεθαμένες βασίλισσες» λέει απότομα, καθώς απομακρύνεται από κοντά μου με μια απαλή κίνηση. «Μ ιλούσαν όμως όταν ήταν ζωντανή. Η Κοριάνα Τζάκος, η Τραγουδίστρια Βασίλισσα». Δεν έχω ξαναδεί τον Τζούλιαν έτσι, ούτε μία φορά. Συνήθως είναι ήσυχος, ήρεμος, κάπως επίμονος ίσως, αλλά ποτέ θυμωμένος. Ποτέ τόσο πληγωμένος. «Δεν επιλέχθηκε με τη γνωστή διαδικασία, ξέρεις. Όχι σαν την Ελάρα ή την Εβαγκελίν, ή σαν εσένα. Ο Τίβε παντρεύτηκε την αδελφή μου επειδή την αγάπησε, όπως τον αγάπησε κι αυτή». Τίβε. Το να αποκαλείς τον Τιβέριας Κάλορε τον Έκτο, Βασιλιά της Νόρτας, Φλόγα του Βορρά, οτιδήποτε λιγότερο από οχτώ συλλαβές φαίνεται εξωφρενικό. Όμως ήταν νέος κάποτε. Ήταν σαν τον Καλ, ένα αγόρι γεννημένο για να γίνει βασιλιάς. «Τη μισούσαν επειδή ήμαστε από κατώτερο οίκο, επειδή δεν είχαμε δύναμη ή εξουσία ή οποιαδήποτε άλλη ανοησία διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι» συνεχίζει ο Τζούλιαν, με το βλέμμα στραμμένο αλλού. Οι ώμοι του γέρνουν με κάθε αναπνοή. «Κι όταν η αδελφή μου έγινε βασίλισσα, απείλησε ότι θα τ’ αλλάξει όλα αυτά. Ήταν ευγενική, συμπονετική, μια μητέρα που θα μπορούσε να αναθρέψει έτσι τον Καλ ώστε να γίνει ο βασιλιάς που χρειαζόταν αυτή η χώρα για να μας ενώσει όλους. Ένας βασιλιάς που δε θα φοβόταν την αλλαγή. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ». «Ξέρω πώς είναι να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο» μουρμουρίζω, καθώς θυμάμαι τον Σέιντ. Σου φαίνεται σαν ψέμα, ότι όλοι λένε ψέματα και ότι εκείνος είναι στο σπίτι τώρα, χαρούμενος και ασφαλής. Ξέρω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Και ότι κάπου το αποκεφαλισμένο κουφάρι του αδελφού μου κείτεται ως απόδειξη γι’ αυτό. «Το έμαθα μόλις χθες βράδυ. Ο αδελφός μου πέθανε στο μέτωπο». Ο Τζούλιαν γυρίζει τελικά, με μάτια γυάλινα. «Λυπάμαι, Μ άρε. Δεν το ήξερα».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
205
«Από πού να το μάθεις; Ο στρατός δεν αναφέρει τις εκτελέσεις στα βιβλιαράκια του». «Εκτελέστηκε;» «Λιποταξία». Η λέξη έχει τη γεύση του αίματος, του ψέματος. «Παρότι δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». Ύστερα από μια μακριά σιωπή, ο Τζούλιαν βάζει το χέρι του στον ώμο μου. «Φαίνεται ότι έχουμε περισσότερα κοινά απ’ όσα νομίζεις, Μ άρε». «Τι εννοείς;» «Και την αδελφή μου τη σκότωσαν. Ήταν εμπόδιο στον δρόμο τους και την έβγαλαν από τη μέση. Και…» η φωνή του χαμηλώνει, «θα το ξανακάνουν, σε οποιονδήποτε, αν χρειαστεί. Ακόμα και στον Καλ ή στον Μ έιβεν, και ιδίως σ’ εσένα». Ιδίως σ’ εμένα. Στο κοριτσάκι του κεραυνού. «Νόμιζα ότι ήθελες ν’ αλλάξεις τα πράγματα, Τζούλιαν». «Πράγματι, θέλω. Αλλά αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο, σχέδιο και πολύ μεγάλη τύχη». Μ ε κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω, λες και ξέρει ότι έχω κάνει ήδη το πρώτο βήμα στον σκοτεινό δρόμο. «Δε θέλω να μπλέξεις πουθενά». Πολύ αργά.
206
VICTORIA AVEYARD
ΔΕΚΑΕΞΙ Ύστερα από μία εβδομάδα που κοιτάζω συνέχεια το ρολόι μου, περιμένοντας τα μεσάνυχτα, αρχίζω να απελπίζομαι. Είναι φυσικό να μην μπορεί να μας φτάσει εδώ η Φάρλεϊ. Μ πορεί να μην είναι τόσο ταλαντούχα. Απόψε όμως, όταν το ρολόι σημαίνει, για πρώτη φορά μετά τον διαγωνισμό για την επιλογή της μέλλουσας βασίλισσας, δε νιώθω τίποτα. Ούτε κάμερες, ούτε ηλεκτρισμό, τίποτα. Το ρεύμα έχει κοπεί εντελώς. Έχω ζήσει αμέτρητες διακοπές ρεύματος, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Δεν είναι ατύχημα. Είναι για μένα. Μ ε γρήγορες κινήσεις, βάζω τις μπότες μου που έχουν χαλάσει πια ύστερα από τόσες εβδομάδες που τις φοράω και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Δεν προλαβαίνω να βγω στον διάδρομο και ακούω τη Γουόλς στο αυτί μου να μιλάει σιγανά και γρήγορα, καθώς με τραβάει στο σκοτάδι. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο» μουρμουρίζει, καθώς με οδηγεί σε μια σκάλα υπηρεσίας. Είναι πίσσα σκοτάδι, αλλά ξέρει πού πηγαίνουμε και την εμπιστεύομαι απόλυτα. «Θα επαναφέρουν το ρεύμα σε δεκαπέντε λεπτά, αν είμαστε τυχεροί». «Κι αν δεν είμαστε;» ψιθυρίζω στο σκοτάδι. Μ ε κατεβάζει από τα σκαλιά και ανοίγει με τους ώμους μια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
207
πόρτα. «Τότε ελπίζω να μην αγαπάς πολύ το κεφάλι σου». Η μυρωδιά του χώματος, της σκόνης και του νερού φτάνει πρώτα στη μύτη μου και ανασκαλεύει όλες τις αναμνήσεις της ζωής στο δάσος. Αλλά παρότι μοιάζει με δάσος γεμάτο ροζιασμένα γέρικα δέντρα και εκατοντάδες φυτά που φαντάζουν μπλε και μαύρα στο φεγγαρόφωτο, μια γυάλινη οροφή υψώνεται από πάνω μας. Το θερμοκήπιο. Σε κάθε σκοτεινή γωνιά, νομίζω πως βλέπω άνδρες της Ασφάλειας και Σκοπούς που περιμένουν να μας συλλάβουν και να μας σκοτώσουν όπως τον αδελφό μου. Όμως αντί για τις απαίσιες μαύρες ή κόκκινες στολές τους, αντικρίζω ανθισμένα λουλούδια κάτω από τη γυάλινη οροφή των άστρων. «Συγγνώμη που δεν υποκλίνομαι» λέει μια φωνή που έρχεται από ένα αλσύλλιο με λευκοντυμένες μανόλιες. Τα γαλάζια μάτια της καθρεφτίζουν το φεγγάρι και λάμπουν στο σκοτάδι σαν κρύα φωτιά. Η Φάρλεϊ έχει αληθινό ταλέντο στα θεατρικά. Όπως στην εκπομπή της, φοράει στο πρόσωπο ένα κόκκινο μαντίλι που κρύβει τα χαρακτηριστικά της. Δεν κρύβει ωστόσο μια μεγάλη ουλή που φτάνει μέχρι τον λαιμό της και εξαφανίζεται κάτω από τον γιακά του πουκαμίσου της. Φαίνεται πρόσφατη, μόλις έχει αρχίσει να επουλώνεται. Θα ήταν ιδιαίτερα πολυάσχολη από την τελευταία φορά που την είδα. Το ίδιο όμως κι εγώ. «Φάρλεϊ» λέω, κλίνοντας το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού. Εκείνη δεν τον ανταποδίδει – όχι ότι περίμενα κάτι τέτοιο, βέβαια. Το μυαλό της είναι στη δουλειά. «Και ο άλλος;» μουρμουρίζει. Ο άλλος; «Τον φέρνει ο Χόλαντ. Όπου να ’ναι». Η Γουόλς ακούγεται λαχανιασμένη, ενθουσιασμένη θα έλεγα, γι’ αυτόν που περιμένουμε. Ακόμα και τα μάτια της Φάρλεϊ λάμπουν. «Τι τρέχει; Ποιος άλλος θα έρθει;» Δε μου απαντούν. Αντί γι’ αυτό, ανταλλάσσουν ματιές. Μ ερικά ονόματα περνούν από τον νου μου, υπηρέτες και αγόρια του μαγειρείου που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την υπόθεσή μας.
208
VICTORIA AVEYARD
Αλλά το πρόσωπο που συντάσσεται μαζί μας δεν είναι υπηρέτης. Δεν είναι καν Κόκκινος. «Μέιβεν». Δεν ξέρω αν πρέπει να ουρλιάξω ή να το βάλω στα πόδια, όταν βλέπω τον μνηστήρα μου να εμφανίζεται από τις σκιές. Είναι πρίγκιπας, είναι Ασημένιος, είναι ο εχθρός, κι όμως είναι εδώ, μαζί με μια αρχηγό της Ερυθράς Φρουράς. Ο σύντροφός του, ο Χόλαντ, ένας ηλικιωμένος Κόκκινος υπηρέτης με πολλά χρόνια υπηρεσία πίσω του, φαίνεται να φουσκώνει από υπερηφάνεια. «Στο είπα, δεν είσαι μόνη σου, Μ άρε» λέει ο Μ έιβεν, χωρίς να χαμογελάσει. Στριφογυρίζει το χέρι στο πλευρό του – σημάδι νευρικότητας. Η Φάρλεϊ τον τρομάζει. Και καταλαβαίνω γιατί. Έρχεται προς το μέρος μας, με το όπλο στο χέρι, αλλά είναι το ίδιο νευρική με εκείνον. Πάντως, η φωνή της δεν τρέμει. «Θέλω να το ακούσω από τα χείλη σου, μικρέ πρίγκιπα. Πες μου τι του είπες» λέει, γέρνοντας το κεφάλι προς τον Χόλαντ. Ο Μ έιβεν αντιδρά στο «μικρέ πρίγκιπα». Σουφρώνει τα χείλη από απέχθεια, αλλά δε μιλάει. «Θέλω να γίνω μέλος της Φρουράς» λέει με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση. Εκείνη κινείται με ταχύτητα, οπλίζει το πιστόλι και τον σημαδεύει. Νομίζω ότι η καρδιά μου θα σταματήσει, όταν πιέζει την κάνη στο μέτωπό του, αλλά ο Μ έιβεν παραμένει ατάραχος. «Γιατί;» ρωτάει με συριστική φωνή. «Επειδή αυτός ο κόσμος είναι άδικος. Αυτό που έχει κάνει ο πατέρας μου, αυτό που θα κάνει ο αδελφός μου, είναι άδικο». Και με το όπλο στον κεφάλι του, καταφέρνει να μιλά με ηρεμία, αλλά μια σταγόνα ιδρώτα κυλάει στον λαιμό του. Η Φάρλεϊ δεν κατεβάζει το όπλο, περιμένει καλύτερη απάντηση, και πιάνω τον εαυτό μου να κάνει το ίδιο. Το βλέμμα του στρέφεται σ’ εμένα και ξεροκαταπίνει. «Όταν ήμουν δώδεκα ετών, ο πατέρας μου μ’ έστειλε στο μέτωπο για να με σκληραγωγήσει, για να με κάνει σαν τον αδελφό μου. Ο Καλ είναι τέλειος, βλέπετε, γιατί να μη γίνω κι εγώ;»
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
209
Μ ορφάζω στα λόγια του και αναγνωρίζω τον πόνο που κρύβουν. Εγώ έζησα στη σκιά της Γκίζας, ενώ εκείνος στου Καλ. Ξέρω πώς είναι μια τέτοια ζωή. Η Φάρλεϊ ξεφυσά, τον κοροϊδεύει σχεδόν. «Δε χρειάζομαι ζηλιάρικα μικρά αγόρια». «Μ ακάρι να ήταν ζήλια αυτό που με έφερε εδώ» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. «Πέρασα τρία χρόνια στους στρατώνες, ακολουθώντας τον Καλ, αξιωματικούς και στρατηγούς, βλέποντας στρατιώτες να πολεμούν και να πεθαίνουν για έναν πόλεμο στον οποίο κανείς δεν πίστευε. Εκεί που ο Καλ είδε τιμή, πίστη και αφοσίωση, εγώ είδα ανοησία. Είδα σπατάλη. Αίμα και από τις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. Έπειτα, ο λαός σας έχει δώσει τόσο πολλά». Θυμάμαι τα βιβλία στο δωμάτιο του Καλ, τις τακτικές και τους ελιγμούς απλωμένους σαν παιχνίδι. Η θύμηση αυτή με γεμίζει φόβο, αλλά αυτό που λέει στη συνέχεια ο Μ έιβεν κάνει το αίμα μου να παγώσει. «Ήταν ένα αγόρι, δεκαεπτά χρόνων μόνο, ένας Κόκκινος από τον παγωμένο βορρά. Δε με ήξερε στο πρόσωπο, όχι όπως όλοι οι άλλοι, αλλά μου φέρθηκε ωραία. Μ ε αντιμετώπισε σαν άνθρωπο. Νομίζω ότι ήταν ο πρώτος αληθινό φίλος μου». Μ πορεί να φταίει το φεγγαρόφωτο, αλλά κάτι σαν δάκρυ λάμπει στα μάτια του. «Τον έλεγαν Τόμας και τον είδα να πεθαίνει. Θα μπορούσα να τον σώσω, αλλά οι φρουροί μου με συγκράτησαν. Δεν άξιζε να χαραμίσω τη ζωή μου για τη δική του, είπαν». Μ ετά τα δάκρυα σβήνουν και αντικαθίστανται από σφιγμένες γροθιές και μια σιδερένια θέληση. «Αυτό ο Καλ το αποκαλεί ισορροπία των Ασημένιων επί των Κόκκινων. Είναι καλός άνθρωπος και θα γίνει δίκαιος κυβερνήτης, αλλά δεν πιστεύει ότι η αλλαγή αξίζει το κόστος» λέει. «Προσπαθώ να σου πω ότι δεν είμαι ίδιος με τους άλλους. Πιστεύω ότι η ζωή μου αξίζει όσο και η δική σας, και θα τη δώσω ευχαρίστως, αν αυτό σημαίνει αλλαγή». Είναι πρίγκιπας και, το χειρότερο απ’ όλα, γιος της βασίλισσας. Δεν ήθελα να τον εμπιστευτώ μέχρι τώρα γι’ αυτόν ακριβώς τον
210
VICTORIA AVEYARD
λόγο, για τα μυστικά που έκρυβε. Ή ίσως αυτό έκρυβε όλο αυτό τον καιρό… την καρδιά του. Παρότι προσπαθεί όσο μπορεί να δείχνει σκληρός, να κρατάει τη ράχη του ίσια και τα χείλη του να μην τρέμουν, μπορώ να δω το παιδί κάτω από τη μάσκα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει να τον αγκαλιάσει, να τον παρηγορήσει, αλλά η Φάρλεϊ θα με σταματούσε πριν προλάβω να το κάνω. Όταν κατεβάζει το όπλο της, αργά αλλά σταθερά, ανασαίνω. Δεν είχα καταλάβει ότι τόση ώρα κρατούσα την αναπνοή μου. «Το αγόρι λέει την αλήθεια» παρεμβαίνει ο υπηρέτης Χόλαντ. Πηγαίνει δίπλα στον Μ έιβεν, παράξενα προστατευτικός με τον πρίγκιπά του. «Έτσι νιώθει εδώ και μήνες, από τότε που γύρισε από το μέτωπο». «Κι εσύ του είπες για μας ύστερα από μερικές δακρύβρεχτες νύχτες;» λέει σαρκαστικά η Φάρλεϊ, καθώς στρέφει το φοβερό της βλέμμα στον Χόλαντ. Όμως ο άντρας δεν λυγίζει. «Ξέρω τον πρίγκιπα από παιδάκι. Όποιος είναι κοντά του μπορεί να καταλάβει ότι η καρδιά του έχει αλλάξει». Ο Χόλαντ ρίχνει λοξές ματιές στον Μ έιβεν, σαν να ξαναβλέπει το παιδάκι που υπηρετούσε. «Σκέψου τι σύμμαχος θα ήταν. Θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά». Ο Μέιβεν είναι διαφορετικός. Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι, αλλά κάτι μου λέει ότι τα λόγια μου δε θ’ αλλάξουν τη γνώμη της Φάρλεϊ. Μ όνο ο Μ έιβεν μπορεί να το κάνει αυτό τώρα. «Ορκίσου στα χρώματά σου» του λέει. Πρόκειται για έναν παλιό όρκο, σύμφωνα με την αρχόντισσα Μ πλόνος. Σαν να ορκίζεσαι στη ζωή σου, στην οικογένειά σου και στους απογόνους σου, όλα σε ένα. Και ο Μ έιβεν δε διστάζει να το κάνει. «Ορκίζομαι στα χρώματά μου» λέει, σκύβοντας το κεφάλι. «Δεσμεύομαι στην Ερυθρά Φρουρά». Ακούγεται σαν πρόταση γάμου, μόνο που είναι κάτι πιο σημαντικό και πιο θανάσιμο. «Καλωσόρισες στην Ερυθρά Φρουρά» λέει εκείνη τελικά, βγάζοντας το μαντίλι της.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
211
Κινούμαι γρήγορα στο πλακόστρωτο, ώσπου νιώθω το χέρι του μέσα στο δικό μου. Καίει τώρα με τη γνωστή ζεστασιά. «Ευχαριστώ, Μ έιβεν» ψιθυρίζω. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μας». Για μένα. Οποιοσδήποτε άλλος θα χαμογελούσε στην προοπτική να στρατολογήσει έναν Ασημένιο, και μάλιστα από τη βασιλική οικογένεια, αλλά η Φάρλεϊ ίσα που αντιδρά. «Τι είσαι πρόθυμος να κάνεις για μας;» «Μ πορώ να σας δίνω πληροφορίες, ειδήσεις, οτιδήποτε χρειαστείτε για να συνεχίσετε την επιχείρησή σας. Παρευρίσκομαι μαζί με τον πατέρα μου στα συμβούλια για τους φόρους…» «Δε μας ενδιαφέρουν οι φόροι» λέει απότομα η Φάρλεϊ. Μ ου ρίχνει μια θυμωμένη ματιά, λες και φταίω εγώ που δεν της άρεσε αυτό που προσφέρει. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ονόματα, τοποθεσίες, στόχους. Τι θα χτυπήσουμε και πότε ώστε να προκαλέσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά. Μ πορείς να μου τα δώσεις αυτά;» Ο Μ έιβεν στριφογυρίζει αμήχανα. «Θα προτιμούσα έναν λιγότερο εχθρικό δρόμο» μουρμουρίζει. «Οι βίαιες μέθοδοί σας δε σας βοηθούν να κάνετε φίλους». Η Φάρλεϊ γελάει ειρωνικά και ο ήχος αντηχεί στο θερμοκήπιο. «Ο λαός σου είναι χίλιες φορές πιο βίαιος και κακός από τον δικό μου. Τους τελευταίους αιώνες ζήσαμε κάτω από την μπότα του Ασημένιου και δεν πρόκειται να ξεφύγουμε απ’ αυτό με το να είμαστε καλοί». «Μ άλλον» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. Μ αντεύω ότι σκέφτεται τον Τόμας, και κάθε Τόμας που είδε να πεθαίνει. Ο ώμος του αγγίζει τον δικό μου, καθώς τραβιέται προς τα πίσω, σαν να ζητά την προστασία μου. Αυτό δε διαφεύγει από τη Φάρλεϊ, που βάζει τα γέλια. «Ο μικρός πρίγκιπας και το κοριτσάκι με τον κεραυνό. Εσείς οι δυο ταιριάζετε. Ο ένας, δειλός, κι εσύ…» γυρίζει σε μένα τα ατσάλινα γαλάζια μάτια της που πετάνε φωτιές. «Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, έψαχνες στη λάσπη για ένα
212
VICTORIA AVEYARD
θαύμα». «Το βρήκα» της λέω. Για να αποδείξω τα λεγόμενά μου, σπινθήρες πετάγονται από τα χέρια μου και ρίχνουν το παιχνιδιάρικο κόκκινο φως τους επάνω μας. Τα σκοτάδι φωτίζεται και μέλη της Ερυθράς Φρουράς εμφανίζονται με ύφος απειλητικό πίσω από δέντρα και θάμνους. Έχουν τα πρόσωπα καλυμμένα με μαντίλια και φαρδιές ταινίες, αλλά δεν τα κρύβουν όλα. Ο πιο ψηλός από όλους πρέπει να είναι ο Τρίσταν, τον αναγνωρίζω από τα μακριά κανιά του. Από τον τρόπο που στέκονται, από την ένταση και την ετοιμότητά τους για δράση, μαντεύω ότι φοβούνται. Όμως το πρόσωπο της Φάρλεϊ δεν αλλάζει. Ξέρει ότι οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι θα την προστατεύσουν δεν μπορούν να τα βάλουν με τον Μ έιβεν, ή και μ’ εμένα ακόμα. Όμως δε δείχνει διόλου φοβισμένη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τελικά χαμογελάει. Το χαμόγελό της είναι τρομακτικό, όλο δόντια και άγρια πείνα. «Μ πορούμε να βομβαρδίσουμε κάθε εκατοστό αυτής της χώρας» μουρμουρίζει, με ύφος που μοιάζει με περηφάνια, «αλλά δε θα κάνουμε ποτέ την ζημιά που μπορείτε να προκαλέσετε εσείς οι δυο. Ένας Ασημένιος πρίγκιπας που στρέφεται κατά του θρόνου του και ένα Κόκκινο κορίτσι με ικανότητες. Τι θα πει ο κόσμος όταν δει εσάς τους δυο να είστε με το μέρος μας;» «Νόμιζα ότι ήθελες…» αρχίζει ο Μ έιβεν, αλλά η Φάρλεϊ δεν τον αφήνει να συνεχίσει. «Οι βομβιστικές επιθέσεις είναι απλώς ένας τρόπος για να τραβήξουμε την προσοχή. Όταν το πετύχουμε, όταν κάθε Ασημένιος σ’ αυτή την έρμη χώρα θα έχει τα μάτια στραμμένα επάνω μας, χρειαζόμαστε κάτι να του δείξουμε». Γυρίζει το βλέμμα προς το μέρος μας και φαίνεται σαν να μας ζυγίζει για να δει αν κάνουμε γι’ αυτό που έχει κατά νου. «Νομίζω ότι εσείς είστε μια χαρά». Η φωνή μου τρέμει από φόβο για το τι θα πει. «Για ποιο πράγμα;» «Για να γίνετε τα πρόσωπα της ένδοξης επανάστασής μας» λέει περήφανα, τινάζοντας προς τα πίσω το κεφάλι. Τα χρυσαφένια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
213
μαλλιά της λάμπουν στο φως του φεγγαριού. Για μια στιγμή, φαίνεται να φορά ένα αστραφτερό στέμμα. «Η σταγόνα του νερού που θα σπάσει το φράγμα». Ο Μ έιβεν συγκατανεύει με ζέση. «Πότε αρχίζουμε, λοιπόν;» «Λοιπόν, νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να κάνουμε κάτι σαν αυτό που συνέβη με τη Μ άρε». «Τι σημαίνει αυτό;» Δεν καταλαβαίνω, αλλά ο Μ έιβεν ακολουθεί την σκέψη της Φάρλεϊ εύκολα. «Ο πατέρας μου έχει κρύψει τις άλλες επιθέσεις της Ερυθράς Φρουράς» μουρμουρίζει, καθώς μου εξηγεί το σχέδιό της. Ο νους μου πηγαίνει στη συνταγματάρχη Μ άκανθος και στο ξέσπασμά της στο γεύμα. «Το αεροδρόμιο, οι Δελφοί, ο Όρμος του Λιμανιού». Ο Μ έιβεν κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Τις αποκαλεί ατυχήματα, εκπαιδευτικές ασκήσεις, ψέματα. Αλλά όταν έλαμψες στον διαγωνισμό για την επιλογή της μέλλουσας βασίλισσας, ακόμα και η μητέρα μου δεν μπόρεσε να σε αγνοήσει. Χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο, κάτι που κανείς δε θα μπορεί να κρύψει. Για να δείξουμε στον κόσμο ότι η Ερυθρά Φρουρά είναι πολύ επικίνδυνη και πολύ αληθινή». «Ναι, αλλά αυτό δε θα έχει συνέπειες;» Οι σκέψεις μου πάνε πίσω στην εξέγερση, στους αθώους που βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν από μια τρελαμένη ορδή ανθρώπων. «Οι Ασημένιοι θα στραφούν εναντίον μας, τα πράγματα θα χειροτερέψουν». Η Φάρλεϊ στρέφει αλλού το βλέμμα, ανίκανη ν’ αντέξει τη ματιά μου. «Όμως πιο πολλοί θα συνταχθούν μαζί μας. Πιο πολλοί θα συνειδητοποιήσουν ότι η ζωή που ζούμε είναι λάθος και ότι πρέπει να γίνει κάτι για να την αλλάξουμε. Μ είναμε αδρανείς πάρα πολύ καιρό. Ήρθε η ώρα για θυσίες και για να πάμε μπροστά». «Γι’ αυτό θυσιάσατε τον αδελφό μου;» λέω απότομα, καθώς νιώθω τον θυμό να με κυριεύει. «Είχε καμιά αξία ο θάνατός του για σας;»
214
VICTORIA AVEYARD
Προς τιμήν της, δεν προσπαθεί να πει ψέματα. «Ο Σέιντ ήξερε σε τι έμπλεκε». «Και με τους άλλους τι γίνεται; Τι γίνεται με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους και όποιον δεν υπογράψει την “ένδοξη επανάστασή σας”; Τι θα γίνει όταν οι Σκοποί αρχίσουν να τους ζώνουν για να τους τιμωρήσουν, όταν δε θα μπορούν να βρουν εσένα;» Η φωνή του Μ έιβεν είναι ζεστή και απαλή στο αυτί μου. «Σκέψου τις ιστορίες σου, Μ άρε. Τι σου έμαθε ο Τζούλιαν;» Μου έμαθε για τον θάνατο. Για το παρελθόν. Για τους πολέμους. Αλλά και για την εποχή που τα πράγματα μπορούσαν ακόμα ν’ αλλάξουν, τότε που υπήρχαν επαναστάσεις. Οι άνθρωποι εξεγέρθηκαν, οι αυτοκρατορίες έπεσαν και τα πράγματα άλλαξαν. Η ελευθερία προχωρούσε με σκαμπανεβάσματα, μια υψωνόταν και μια έπεφτε ανάλογα με την παλίρροια του καιρού. «Η επανάσταση χρειάζεται μια σπίθα» μουρμουρίζω, επαναλαμβάνοντας αυτό που έλεγε ο Τζούλιαν στα μαθήματά μας. Η Φαρλεϊ χαμογελά. «Εσύ πρέπει να το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα». Όμως ακόμα δεν έχω πειστεί. Ο πόνος της απώλειας του Σέιντ, η συνειδητοποίηση ότι οι γονείς μου έχασαν ένα παιδί, θα πολλαπλασιαστεί αν το κάνουμε αυτό. Πόσοι Σέιντ θα πεθάνουν ακόμα; Παραδόξως, ο Μ έιβεν είναι αυτός, όχι η Φάρλεϊ, που προσπαθεί να μου αλλάξει γνώμη. «Ο Καλ πιστεύει ότι η αλλαγή δεν αξίζει το κόστος» λέει. Η φωνή του τρέμει, πάλλεται από νεύρο και πεποίθηση. «Και θα κυβερνήσει μια μέρα. Θα του επιτρέψεις να γίνει το μέλλον;» Για πρώτη φορά, η απάντηση είναι εύκολη για μένα. «Όχι». Η Φάρλεϊ επιδοκιμάζει, ευχαριστημένη. «Η Γουόλς και ο Χόλαντ» λέει και κοιτάζει προς το μέρος τους «μου είπαν ότι πρόκειται να γίνει ένα μικρό πάρτι εδώ». «Ο χορός» εξηγεί ο Μ έιβεν. «Είναι πολύ επικίνδυνος στόχος» λέω απότομα. «Όλοι θα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
215
έχουν φρουρούς, η βασίλισσα θα το καταλάβει αν κάτι δεν πάει καλά…» «Όχι, δε θα το καταλάβει» με διακόπτει ο Μ έιβεν, γελώντας σχεδόν ειρωνικά με αυτή την ιδέα. «Η μητέρα μου δεν είναι τόσο ισχυρή, όπως θέλει να πιστεύεις. Ακόμα κι αυτή έχει τα όριά της». Όρια; Η βασίλισσα; Στη σκέψη και μόνο εξοργίζομαι. «Πώς λες κάτι τέτοιο; Ξέρεις καλά τι μπορεί να κάνει…» «Ξέρω ότι στη μέση του χορού, με τόσες φωνές και σκέψεις να στριφογυρίζουν ολόγυρά της, θα είναι άχρηστη. Και όσο μένουμε μακριά από τον δρόμο της και δεν της δίνουμε αφορμή για να μας προσέξει, δε θα μάθει τίποτε. Το ίδιο θα γίνει και με τους μάντεις, από τον οίκο των Ίγκρι. Δε θα περιμένουν φασαρίες, κι έτσι δε θα τις προβλέψουν». Γυρίζει προς τη Φάρλεϊ, με το κορμί ίσιο σαν βέλος. «Εμείς οι Ασημένιοι μπορεί να είμαστε δυνατοί, αλλά δεν είμαστε ανίκητοι. Μ πορεί να γίνει». Η Φάρλεϊ κουνάει απαλά το κεφάλι και χαμογελάει πλατιά. «Θα τα ξαναπούμε, μόλις τα πράγματα πάρουν τον δρόμο τους». «Μ πορείς να μου κάνεις μια χάρη γι’ αυτό;» ψελλίζω, καθώς απλώνω το χέρι και την πιάνω από το μπράτσο. «Ο φίλος μου, αυτός για τον οποίο ήρθα τότε σε σένα, θέλει να προσχωρήσει στην Ερυθρά Φρουρά. Μ ην τον αφήσεις. Φρόντισε να μην μπλέξει σ’ αυτό». Εκείνη ελευθερώνει με μια απαλή κίνηση το χέρι της, ενώ μια θλίψη συννεφιάζει τα μάτια της. «Ελπίζω να μην εννοείς εμένα». Έντρομη, βλέπω έναν από τους φρουρούς της να προχωράει μπροστά. Το κόκκινο κουρέλι γύρω από το πρόσωπό του δεν κρύβει τις φαρδιές πλάτες του ή το χιλιοφορεμένο γνωστό πουκάμισο. Όμως το ατσάλινο βλέμμα και η αποφασιστικότητά του, χαρακτηριστικά ενός άντρα με τα διπλάσια χρόνια του, μου είναι εντελώς άγνωστα. Ο Κίλορν φαίνεται ότι έχει φτάσει ήδη πολύ μακριά. Είναι Ερυθρός Φρουρός ως το κόκαλο, πρόθυμος να πολεμήσει και να πεθάνει για την υπόθεση. Είναι Κόκκινος
216
VICTORIA AVEYARD
σαν την αυγή. «Όχι» ψιθυρίζω, καθώς τραβιέμαι πίσω από τη Φάρλεϊ. Τώρα βλέπω μόνο τον Κίλορν να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα προς το πεπρωμένο του. «Ξέρεις τι συνέβη στον Σέιντ. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». Εκείνος βγάζει το κουρέλι και κάνει να μ’ αγκαλιάσει, αλλά οπισθοχωρώ. Το άγγιγμά του είναι σαν προδοσία. «Μ άρε, δε χρειάζεται να προσπαθείς πάντα να με σώσεις». «Θα το κάνω εφόσον δεν το κάνεις εσύ». Τι άλλο περιμένει εκτός από το να είμαι μια ανθρώπινη ασπίδα; Πώς το κάνει αυτό; Από μακριά, κάτι αρχίζει να βουίζει και με κάθε δευτερόλεπτο που περνά το βουητό γίνεται δυνατότερο, αλλά μόλις που το παρατηρώ. Προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου για να μην κυλήσουν μπροστά στη Φάρλεϊ, στον Φρουρό και στον Μ έιβεν. «Κίλορν, σε παρακαλώ». Εκείνος σκυθρωπιάζει ακούγοντας τα λόγια μου. Λες και είναι βρισιά και όχι η ικεσία μιας νεαρής κοπέλας. «Εσύ έκανες την επιλογή σου, κάνω κι εγώ τη δική μου». «Έκανα αυτή την επιλογή για σένα, για να είσαι ασφαλής» του πετάω. Είναι εκπληκτικό πόσο εύκολα ξαναβρίσκουμε στον παλιό ρυθμό μας, πώς καβγαδίζουμε όπως πάντα. Όμως τώρα διακυβεύονται πολύ περισσότερα. Δεν μπορώ να τον σπρώξω απλώς στη λάσπη και να φύγω. «Παζάρεψα για σένα». «Κάνεις αυτό που νομίζεις ότι θα με προστατέψει, Μ άρε» μουρμουρίζει με υπόκωφη φωνή. «Άσε με λοιπόν να κάνω κι εγώ αυτό που μπορώ για να σώσω εσένα». Κλείνω σφιχτά τα μάτια και αφήνω τον πόνο της καρδιάς μου να με κυριεύσει. Προστατεύω τον Κίλορν από τότε που τον εγκατέλειψε η μητέρα του, από τότε που τον βρήκα μισοπεθαμένο από την πείνα στην πόρτα μου. Τώρα όμως δε μ’ αφήνει, όσο επικίνδυνο κι αν έχει γίνει το μέλλον. Ανοίγω αργά τα μάτια. «Κάνε ό,τι θέλεις, Κίλορν». Η φωνή μου είναι ψυχρή και μηχανική, όπως τα καλώδια και τα κυκλώματα που προσπαθούν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
217
να επαναφέρουν το φως. «Το ρεύμα θα έρθει σύντομα. Πρέπει να φύγουμε». Οι άλλοι ενεργούν άμεσα και εξαφανίζονται στο θερμοκήπιο, ενώ η Γουόλς με πιάνει από το μπράτσο. Ο Κίλορν οπισθοχωρεί, ακολουθώντας τους άλλους στις σκιές, αλλά τα μάτια του μένουν καρφωμένα επάνω μου. «Μ άρε» φωνάζει. «Πες τουλάχιστον ένα γεια». Αλλά εγώ έχω απομακρυνθεί ήδη, με τον Μ έιβεν στο πλευρό μου και με οδηγό τη Γουόλς. Δεν ξανακοιτάζω πίσω, όχι από τη στιγμή που πρόδωσε όλα όσα έκανα γι’ αυτόν. Ο χρόνος κυλάει αργά όταν περιμένεις κάτι καλό, έτσι πετούν κι οι μέρες όσο ο φοβερός χορός πλησιάζει. Μ ία εβδομάδα περνά χωρίς καμία επαφή, αφήνοντας τον Μ έιβεν κι εμένα στο σκοτάδι, ενώ οι ώρες προχωρούν. Κι άλλη Εκπαίδευση, κι άλλο Πρωτόκολλο, κι άλλα χαζά γεύματα που με αφήνουν δακρυσμένη. Κάθε φορά πρέπει να λέω ψέματα, να επαινώ τους Ασημένιους και να μειώνω τους δικούς μου. Μ όνο η Φρουρά με κρατά δυνατή. Η αρχόντισσα Μ πλόνος με μαλώνει που είμαι τόσο αφηρημένη στο Πρωτόκολλο. Δε μου πάει η καρδιά να της πω ότι αφηρημένη ή όχι μου είναι αδύνατο να χωνέψω τα χορευτικά βήματα που προσπαθεί να μου μάθει για τον Αποχαιρετιστήριο Χορό. Όσο συνηθισμένη κι αν είμαι να ξεγλιστράω, είμαι φρικτή στη ρυθμική κίνηση. Εντωμεταξύ, η άλλοτε τρομακτική Εκπαίδευση είναι μια διέξοδος για όλο τον θυμό και την αγωνία μου. Μ ου επιτρέπει να τρέχω ή να κεραυνοβολώ ό,τι προσπαθώ να κρατήσω μέσα μου. Όμως, τη στιγμή που αρχίζω να συνηθίζω τις ασκήσεις, η μορφή της Εκπαίδευσης αλλάζει δραστικά. Η Εβαγκελίν και οι λακέδες της δε μου την πέφτουν πια, αλλά επικεντρώνονται εντατικά στο ζέσταμά τους. Ακόμα και ο Μ έιβεν γυμνάζεται πιο προσεκτικά, λες και προετοιμάζεται για κάτι. «Τι συμβαίνει;» τον ρωτώ, δείχνοντας την υπόλοιπη τάξη. Το βλέμμα μου πηγαίνει στον Καλ που κάνει πους απς με τέλεια
218
VICTORIA AVEYARD
φόρμα. «Θα δεις σ’ ένα λεπτό» απαντά ο Μ έιβεν, με φωνή παράξενα νωθρή. Όταν ο Άρβεν μπαίνει μέσα μαζί με τον Πρόβος, βλέπω ότι ακόμα κι αυτός έχει ένα παράξενο πηδηχτό βάδισμα. Δε φωνάζει να μπούμε στη σειρά για να τρέξουμε, αντίθετα πλησιάζει την τάξη. «Τιράνα» μουρμουρίζει ο εκπαιδευτής Άρβεν. Ένα κορίτσι με μπλε ριγέ φόρμα, η υδροφόρος από τον Οίκο Οσάνος, στέκεται προσοχή. Προχωρά προς το κέντρο της αίθουσας σαν να περιμένει κάτι. Φαίνεται ενθουσιασμένη και τρομαγμένη συνάμα. Ο Άρβεν γυρίζει και ψάχνει ανάμεσά μας. Για μια στιγμή, τα μάτια του στέκονται επάνω μου, αλλά ευτυχώς μετά πηγαίνουν στον Μ έιβεν. «Πρίγκιπα Μ έιβεν, αν έχεις την καλοσύνη». Δείχνει την Τιράνα που περιμένει. Ο Μ έιβεν κουνάει καταφατικά το κεφάλι και πηγαίνει να σταθεί πλάι της. Είναι και οι δύο σε υπερένταση και κουνάνε τα δάχτυλά τους σαν να περιμένουν αυτό που θα ’ρθει. Ξαφνικά, το δάπεδο της αίθουσας κινείται γύρω τους, ενώ οι τοίχοι υποχωρούν για να σχηματιστεί κάτι. Ο Πρόβος σηκώνει πάλι τα χέρια και χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να μετασχηματίσει την αίθουσα των προπονήσεων. Καθώς η δομή παίρνει σχήμα, η καρδιά μου βροντοχτυπά. Καταλαβαίνω τι είναι. Μια αρένα. Ο Καλ παίρνει τη θέση του Μ έιβεν στο πλευρό μου, με κινήσεις γρήγορες και αθόρυβες. «Δε θα κάνουν κακό ο ένας στον άλλο» εξηγεί. «Ο Άρβεν μάς σταματά πριν προκαλέσει κάποιος αληθινή ζημιά, και οι θεραπευτές είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο». «Παρηγορητικό» λέω με πνιχτή φωνή. Στο κέντρο της ταχύτατα διαμορφωμένης αρένας, ο Μ έιβεν και η Τιράνα ετοιμάζονται για τον αγώνα τους. Το βραχιόλι του
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
219
Μ έιβεν βγάζει σπίθες και στα χέρια του καίει φωτιά, που εξαπλώνεται στα μπράτσα του. Την ίδια στιγμή σταγόνες υγρασίας κατεβαίνουν από τον αέρα και αρχίζουν να στριφογυρίζουν γύρω από την Τιράνα σε μια τρομακτική επίδειξη. Είναι και οι δυο έτοιμοι για μάχη. Η ανησυχία μου κάνει τον Καλ νευρικό. «Ο Μ έιβεν είναι ο μόνος λόγος που στενοχωριέσαι;» Δεν πλησίασε καν. «Το Πρωτόκολλο δεν είναι πολύ εύκολο τώρα». Δε λέω ψέματα, αλλά στον κατάλογο των προβλημάτων μου, το να μάθω να χορεύω είναι κάτω κάτω. «Φαίνεται ότι είμαι χειρότερη στον χορό παρά στο να αποστηθίσω την ετικέτα της αυλής». Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Καλ γελάει δυνατά. «Πρέπει να είσαι φρικτή». «Ξέρεις, είναι δύσκολο να μάθεις χωρίς καβαλιέρο» απαντώ απότομα. «Πράγματι». Τα δύο τελευταία κομμάτια ενώνονται και ολοκληρώνουν την εκπαιδευτική αρένα, απομονώνοντας τον Μ έιβεν και την αντίπαλό του. Ένα χοντρό γυαλί τούς χωρίζει από εμάς. Οι δύο αντίπαλοι είναι παγιδευμένοι σε μια μικροσκοπική εκδοχή μιας αγωνιστικής αρένας. Την τελευταία φορά που παρακολούθησα Ασημένιους να μάχονται, κάποιος λίγο έλειψε να πεθάνει. «Ποιος έχει το πλεονέκτημα;» ρωτάει ο Άρβεν την τάξη; Όλα τα χέρια εκτός από το δικό μου σηκώνονται ψηλά. «Ιλέιν;» Η κόρη των Χέβεν τεντώνει το σαγόνι και λέει με περηφάνια : «Η Τιράνα έχει το πλεονέκτημα. Είναι μεγαλύτερη και πιο έμπειρη». Η Ιλέιν μιλάει σαν να είναι το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. Τα μάγουλα του Μ έιβεν γίνονται κάτασπρα από ντροπή, αν και προσπαθεί να το κρύψει. «Και το νερό νικάει τη φωτιά». «Πολύ καλά». Ο Άρβεν στρέφει το βλέμμα στον Μ έιβεν και τον προκαλεί να επιχειρηματολογήσει. Αλλά εκείνος κρατάει το στόμα του κλειστό, αφήνοντας τη φωτιά που έχει μεγαλώσει να
220
VICTORIA AVEYARD
μιλήσει γι’ αυτόν. «Εντυπωσιάστε με». Εκείνοι συγκρούονται σαν νέφη καταιγίδας, ξερνώντας φωτιά και βροχή. Είναι σαν να μονομαχούν στοιχεία της φύσης. Η Τιράνα χρησιμοποιεί το νερό σαν ασπίδα και οι άγριες επιθέσεις του Μ έιβεν δεν τη διαπερνούν. Κάθε φορά που την πλησιάζει, κουνώντας τις φλεγόμενες γροθιές του, υποχωρεί γιατί η φωτιά γίνεται ατμός. Η μάχη δείχνει ισόπαλη, αλλά ο Μ έιβεν φαίνεται ότι έχει το πάνω χέρι. Της επιτίθεται και τη σπρώχνει πάνω σε έναν τοίχο. Όλη η τάξη ζητωκραυγάζει, παρακινώντας τους μαχητές. Παλιά ένιωθα απέχθεια για τέτοιες επιδείξεις, αλλά τώρα δυσκολεύομαι να κάτσω ήσυχη. Κάθε φορά που ο Μ έιβεν επιτίθεται, κάθε φορά που ετοιμάζεται να ρίξει κάτω την Τιράνα, δεν μπορώ να μη ζητωκραυγάσω μαζί με τους άλλους. «Είναι παγίδα, Μ άβι» ψιθυρίζει ο Καλ, στον εαυτό του μάλλον. «Τι συμβαίνει; Τι θα του κάνει;» Ο Καλ κουνάει το κεφάλι. «Απλώς κοίτα. Τον έχει». Αλλά η Τιράνα κάθε άλλο παρά νικήτρια δείχνει. Είναι κολλημένη πάνω στον τοίχο και παλεύει άγρια πίσω από την υδάτινη ασπίδα της, καθώς εξουδετερώνει το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Δε χάνω την αστραπιαία κίνηση της Τιράνας, που στρέφει κυριολεκτικά την παλίρροια πάνω στον Μ έιβεν. Τον αρπάζει από το χέρι και τον τραβά, ενώ ταυτόχρονα κάνει μια στροφή με αποτέλεσμα να αλλάξουν θέσεις στο δευτερόλεπτο. Τώρα είναι ο Μ έιβεν πίσω από την ασπίδα της, ακινητοποιημένος ανάμεσα στο νερό και στον τοίχο. Όμως δεν μπορεί να ελέγξει το νερό που τον πιέζει και τον ακινητοποιεί, ακόμα κι όταν προσπαθεί να το εξατμίσει. Το νερό βράζει μόνο, κοχλάζει πάνω στο φλεγόμενο δέρμα του. Η Τιράνα κάνει ένα βήμα πίσω και τον παρακολουθεί που αγωνίζεται, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Παραδίνεσαι;» Ένα ρυάκι καυτό νερό βγαίνει από τα χείλη του Μ έιβεν. Παραδίνεται.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
221
Το νερό πέφτει από πάνω του και εξατμίζεται πάλι στον αέρα, κάτω από χειροκροτήματα. Ο Πρόβος κουνάει πάλι το χέρι και ένας από τους τοίχους της αρένας γλιστράει προς τα πίσω. Η Τιράνα κάνει μια μικρή υπόκλιση, ενώ ο Μ έιβεν βγαίνει βαδίζοντας με δυσκολία από την αρένα, μουσκεμένος και κατσουφιασμένος. «Προκαλώ την Ιλέιν Χέβεν» λέει απότομα η Σόνια Άιραλ, προτού προλάβει ο εκπαιδευτής μας να την ταιριάξει με κάποιον άλλο. Ο Άρβεν συναινεί με ένα κούνημα της κεφαλής, επιτρέποντας την πρόκληση προτού στρέψει το βλέμμα του στην Ιλέιν. Έκπληκτη, τη βλέπω να χαμογελά και να κατευθύνεται χαρούμενη προς την αρένα, ενώ τα μακριά κόκκινα μαλλιά της ανεμίζουν σε κάθε κίνηση. «Δέχομαι την πρόκληση» απαντάει η Ιλέιν, καθώς παίρνει θέση στο κέντρο της αρένας. «Ελπίζω να έμαθες κανένα νέο κόλπο». Η Σόνια ακολουθεί με μάτια που πετάνε σπίθες. Γελάει μάλιστα. «Νομίζεις ότι θα σου το έλεγα, αν είχα μάθει;» Μ ε κάποιον τρόπο καταφέρνουν να κακαρίζουν και να χαμογελούν, ώσπου η Ιλέιν Χέβεν εξαφανίζεται εντελώς και αρπάζει τη Σόνια από τον λαιμό. Εκείνη πνίγεται και πασχίζει να αναπνεύσει, πριν ελευθερωθεί από το αόρατο χέρι της κοπέλας και ξεγλιστρήσει. Ο αγώνας τους εξελίσσεται στο θανατηφόρο, βίαιο παιχνίδι της γάτας και του αόρατου ποντικού. Ο Μ έιβεν δεν μπαίνει στον κόπο να παρακολουθήσει, θυμωμένος καθώς είναι από την εμφάνισή του. «Ναι;» λέει στον Καλ, και ο αδελφός του αρχίζει να του κάνει ολόκληρη διάλεξη. Έχω την αίσθηση ότι αυτό είναι κάτι φυσικό. «Μ η στριμώχνεις κάποιον καλύτερο από σένα, τον κάνει πιο επικίνδυνο» λέει, αγκαλιάζοντας τον αδελφό του από τους ώμους. «Δεν μπορείς να τη νικήσεις με την ικανότητά σου, γι’ αυτό νίκησέ τη με το μυαλό σου». «Θα το έχω υπόψη» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. Μ πορεί να δυσφορεί με τη συμβουλή, αλλά την κρατάει. «Βελτιώνεσαι, πάντως» μουρμουρίζει ο Καλ και χτυπάει απαλά
222
VICTORIA AVEYARD
τον Μ έιβεν στον ώμο. Η πρόθεσή του είναι καλή, αλλά φαίνεται σαν πατρονάρισμα. Ξαφνιάζομαι που ο Μ έιβεν δεν αντιδρά – μάλλον έχει συνηθίσει σ’ αυτό, όπως εγώ είχα συνηθίσει την Γκίζα. «Ευχαριστώ, Καλ. Νομίζω πως το κατάλαβε» λέω εκ μέρους του Μ έιβεν. Ο μεγάλος αδελφός δεν είναι ανόητος και αντιδρά στον υπαινιγμό με ένα σμίξιμο των φρυδιών του. Μ ε ένα τελευταίο βλέμμα σε μένα, ο Καλ μάς αφήνει και πάει να σταθεί δίπλα στην Εβαγκελίν. Μ ακάρι να μην το είχε κάνει. Δεν αντέχω να τη βλέπω να χαμογελά και να χαίρεται. Άσε το περίεργο στρίψιμο που νιώθω στο στομάχι κάθε φορά που την κοιτάζει. Όταν απομακρύνεται αρκετά ώστε να μη μας ακούει, σκουντώ τον Μ έιβεν με τον ώμο μου. «Έχει δίκιο, ξέρεις. Πρέπει να χρησιμοποιείς την εξυπνάδα σου σε τέτοιους ανθρώπους». Μ προστά μας, η Σόνια αρπάζει κάτι που μοιάζει με αέρα και το χτυπάει πάνω στον τοίχο. Ασημί υγρό ξεπετιέται και η Ιλέιν γίνεται πάλι ορατή, ενώ αίμα τρέχει από τη μύτη της. «Έχει πάντα δίκιο, όταν πρόκειται για την αρένα» λέει, παράξενα εκνευρισμένος. «Περίμενε και θα δεις». Από την άλλη μεριά της αρένας, η Εβαγκελίν χαμογελά με τη φονική επίδειξη. Πώς μπορεί και παρακολουθεί τις φίλες της να ματώνουν στην παλαίστρα, δεν ξέρω. Οι Ασημένιοι είναι διαφορετικοί, θυμίζω στον εαυτό μου. Οι ουλές τους δεν κρατάνε. Δε θυμούνται τον πόνο. Μ ε τους θεραπευτές δέρματος να περιμένουν στις πτέρυγες, η βία έχει αποκτήσει νέο όνομα γι’ αυτούς. Μ ια σπασμένη σπονδυλική στήλη, ένα σκισμένο στομάχι, δεν έχει σημασία. Κάποιος θα έρθει πάντα να το φτιάξει. Δεν ξέρουν τι σημαίνει κίνδυνος, φόβος ή πόνος. Μ όνο η υπερηφάνεια τους μπορεί να πληγωθεί. Είσαι Ασημένια. Είσαι η Μαρέενα Τιτάνος. Το απολαμβάνεις αυτό. Τα μάτια του Καλ πηγαίνουν από τη μία κοπέλα στην άλλη. Φαίνεται να τις μελετάει σαν βιβλίο ή σαν πίνακα παρά σαν μια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
223
κινούμενη μάζα από αίμα και κόκαλα. Κάτω από τη μαύρη αθλητική φόρμα του, με τους μυς τεντωμένους, περιμένει πανέτοιμος τη σειρά του. Κι όταν έρχεται, καταλαβαίνω τι εννοεί ο Μ έιβεν. Ο εκπαιδευτής Άρβεν βάζει τον Καλ απέναντι σε δύο άλλους, τον ανεμοφόρο Όλιβερ και τη Σαϊρίν Μ άκανθος, ένα κορίτσι που μετατρέπει το δέρμα της σε πέτρα. Είναι αγώνας μόνο κατ’ όνομα. Αν και υπερτερούν σε αριθμό, ο Καλ παίζει μαζί τους. Τους βγάζει εκτός μάχης ταυτόχρονα, παγιδεύοντας τον Όλιβερ σε μια δίνη φωτιάς, ενώ ανταλλάσσει χτυπήματα με τη Σαϊρίν. Εκείνη μοιάζει με ζωντανό άγαλμα, φτιαγμένο από συμπαγή πέτρα παρά από σάρκα, αλλά ο Καλ είναι πιο δυνατός. Τα χτυπήματά του τσακίζουν το πέτρινο δέρμα της, σχηματίζοντας ρωγμές στο σώμα της με κάθε μπουνιά. Γι’ αυτόν είναι κάτι σαν εξάσκηση∙ φαίνεται μάλιστα να βαριέται. Τελειώνει τον αγώνα όταν η αρένα μετατρέπεται σε φλεγόμενη κόλαση. Ακόμα και ο Μ έιβεν οπισθοχωρεί. Μ έχρι να φύγει ο καπνός και να σβήσει η φωτιά, ο Όλιβερ και η Σαϊρίν έχουν παραδοθεί. Το δέρμα τους σκάει σε μικρά κομμάτια καμένης σάρκας, αλλά κανείς τους δε φωνάζει. Ο Καλ τούς αφήνει πίσω του, χωρίς να μπει στον κόπο να παρακολουθήσει τον θεραπευτή που εμφανίζεται για να τους επιδιορθώσει. Μ ’ έσωσε, με πήγε σπίτι, παραβίασε τους κανόνες για μένα. Και είναι ένας ανελέητος στρατιώτης, ο κληρονόμος ενός αιματοβαμμένου θρόνου. Το αίμα του Καλ μπορεί να είναι ασημένιο, αλλά η καρδιά του είναι μαύρη σαν καμένο δέρμα. Όταν το βλέμμα του βρίσκει το δικό μου, πιέζω τον εαυτό μου να κοιτάξει αλλού. Δεν επιτρέπω στη ζεστασιά του να με τυλίξει. Η παράξενη καλοσύνη του με μπερδεύει και θυμάμαι μόνο την κόλαση που μπορεί να προκαλέσει. Ο Καλ είναι πιο επικίνδυνος από όλους αυτούς μαζί. Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό. «Εβαγκελίν, Άντρος» λέει ο Άρβεν και τους κάνει νόημα. Ο Άντρος χάνει ξαφνικά την αυτοπεποίθησή του και δείχνει ενοχλημένος με την προοπτική να αγωνιστεί – και να χάσει– από
224
VICTORIA AVEYARD
την Εβαγκελίν, αλλά κατευθύνεται υπάκουα προς την αρένα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Εβαγκελίν δε σαλεύει. «Όχι» λέει με τόλμη. Όταν ο Άρβεν γυρίζει προς το μέρος της, η φωνή του υψώνεται πάνω από τον συνηθισμένο ψίθυρο και κόβει σαν ξυράφι. «Τι είπες, αρχόντισσα Σάμος». Εκείνη γυρίζει τα μαύρα μάτια της επάνω μου και το βλέμμα της είναι κοφτερό σαν μαχαίρι. «Προκαλώ τη Μ αρέενα Τιτάνος».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
225
ΔΕΚΑΕΠΤΑ «Αυτό αποκλείεται» φωνάζει ο Μ έιβεν. «Προπονείται μόνο δύο εβδομάδες, θα την κάνεις κομμάτια». Η Εβαγκελίν απλώς σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, ενώ ένα τεμπέλικο γελάκι παιχνιδίζει στα χείλη της. Τα δάχτυλά της χορεύουν πάνω στο πόδι της και τα νιώθω σχεδόν σαν γαμψά νύχια στη σάρκα μου. «Και τι πειράζει;» μπαίνει στη μέση η Σόνια, και νομίζω ότι βλέπω μια αντανάκλαση της γιαγιάς της στο μάτι της. «Οι θεραπευτές είναι εδώ. Δε θα πάθει τίποτε. Εξάλλου, αν συνεχίσει να εκπαιδεύεται μαζί μας, πρέπει να το κάνει σωστά, έτσι δεν είναι;» Δε θα πάθει τίποτε, λέω σαρκαστικά από μέσα μου. Δε θα πάθω τίποτε, αλλά το αίμα μου θα χυθεί και θα το δουν όλοι. Ο χτύπος της καρδιάς μου βροντά στο κεφάλι μου και γίνεται όλο και πιο γρήγορος κάθε λεπτό που περνά. Από πάνω μου, τα φώτα λάμπουν ζωηρά, φωτίζουν την παλαίστρα. Θα είναι δύσκολο να κρύψω το αίμα μου και θα καταλάβουν ποια είμαι. Η Κόκκινη, η ψεύτρα, η κλέφτρα. «Θα ήθελα να παρακολουθήσω λίγο καιρό ακόμα, προτού μπω στην παλαίστρα, αν δε σας πειράζει» απαντώ, ενώ πασχίζω να
226
VICTORIA AVEYARD
ακούγομαι σαν Ασημένια. Όμως η φωνή μου τρέμει. Η Εβαγκελίν το πιάνει. «Τόσο πολύ φοβάσαι να παλέψεις;» με κεντρίζει, κουνώντας τεμπέλικα το χέρι. Ένα από τα μαχαίρια της, ένα μικρό πραγματάκι σαν ασημένιο δόντι γυρίζει αργά γύρω από τον καρπό της σαν φανερή απειλή. «Καημένο κοριτσάκι του κεραυνού». Ναι, θέλω να ουρλιάξω. Ναι, φοβάμαι. Αλλά οι Ασημένιοι δεν παραδέχονται τέτοια πράγματα. Οι Ασημένιοι έχουν την υπερηφάνεια τους, τη δύναμή τους – και τίποτε άλλο. «Όταν αγωνιστώ, σκοπεύω να νικήσω» αντιγυρίζω. «Δεν είμαι ανόητη, Εβαγκελίν, και δεν μπορώ να νικήσω ακόμη». «Η προπόνηση έξω από την παλαίστρα θα σε καθυστερήσει πολύ, Μ αρέενα» λέει η Σόνια, που πιάνεται από το ψέμα μου με χαρά. «Δε συμφωνείς, εκπαιδευτά; Πώς περιμένει να νικήσει, αν δεν προσπαθήσει;» Ο Άρβεν ξέρει ότι είμαι κάπως διαφορετική, κάποιος λόγος υπάρχει για την ικανότητα και τη δύναμή μου. Αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι. Μ ια λάμψη περιέργειας υπάρχει στο μάτι του. Θέλει κι αυτός να με δει στην παλαίστρα. Και οι μόνοι σύμμαχοί μου, ο Καλ και ο Μ έιβεν, ανταλλάσουν ματιές και αναρωτιούνται πώς θα προχωρήσουν σε ένα τόσο επικίνδυνο έδαφος. Δεν το περίμεναν αυτό; Δε σκέφτηκαν ότι θα φτάναμε σ’ αυτό; Ή ίσως προς αυτό όδευα όλον αυτό τον καιρό. Προς έναν τυχαίο θάνατο στην Εκπαίδευση, άλλο ένα ψέμα για τη βασίλισσα, έναν θάνατο ταιριαστό για το κορίτσι που δεν ανήκει σ’ αυτούς. Είναι μια παγίδα στην οποία έπεσα με τη θέλησή μου. Το παιχνίδι θα τελειώσει. Και όλοι όσους αγαπώ θα χαθούν. «Η αρχόντισσα Τιτάνος είναι κόρη ενός νεκρού ήρωα πολέμου και το μόνο που κάνεις είναι να την πειράζεις» λέει αυστηρά ο Καλ, ρίχνοντας φονικά βλέμματα στις κοπέλες. Αυτές δεν καταλαβαίνουν τίποτε και γελούν με την αδύναμη υπεράσπισή του. Μ πορεί να είναι γεννημένος μαχητής, αλλά τα χάνει όταν πρόκειται να μιλήσει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
227
Η Σόνια είναι πιο εξοργιστική, η πανούργα φύση της επικρατεί. Ενώ ο Καλ είναι μαχητής στην παλαίστρα, εκείνη είναι στρατιώτης του λόγου και διαστρεβλώνει τα λόγια του με τρομακτική ευκολία. «Η κόρη ενός στρατηγού πρέπει να τα πηγαίνει καλά στην παλαίστρα. Αν μη τι άλλο, η Εβαγκελίν θα έπρεπε να φοβάται». «Δεν ανατράφηκε από έναν στρατηγό, μην είσαι ανόητη…» λέει ειρωνικά ο Μ έιβεν. Είναι πολύ καλύτερος σ’ αυτά τα πράγματα, αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω να κερδίσει τις μάχες μου. Όχι με αυτά τα κορίτσια. «Δε θ’ αγωνιστώ» λέω πάλι. «Προκάλεσε κάποιον άλλον». Όταν χαμογελάει η Εβαγκελίν και βλέπω τα άσπρα, μυτερά δόντια της, τα παλιά μου ένστικτα ηχούν στο κεφάλι μου σαν καμπάνα. Μ όλις που προλαβαίνω να πέσω κάτω καθώς το μαχαίρι της σκίζει τον αέρα και χτυπάει το σημείο όπου δευτερόλεπτα πριν ήταν ο λαιμός μου. «Σε προκαλώ» λέει άγρια και άλλη μια λεπίδα πετάει προς το πρόσωπό μου. Κι άλλες υψώνονται από τη ζώνη της, έτοιμες αν με κόψουν φέτες. «Εβαγκελίν, σταμάτα» φωνάζει ο Μ έιβεν, ενώ ο Καλ με σπρώχνει κάτω. Το βλέμμα του δεν κρύβει την ανησυχία του. Το αίμα μου βράζει, η αδρεναλίνη μου έχει πάει στα ύψη, οι σφυγμοί μου είναι τόσο δυνατοί που σχεδόν δεν ακούω τα λόγια που μου ψιθυρίζει. «Είσαι πιο γρήγορη. Μ ην την αφήσεις σε ησυχία. Μη φοβάσαι». Άλλο ένα μαχαίρι αστράφτει. Αυτή τη φορά καρφώνεται κοντά στα πόδια μου. «Μ ην την αφήσεις να σε δει να ματώνεις». Πάνω από τον ώμο του, βλέπω την Εβαγκελίν να αναζητά τη λεία της σαν αγριόγατα, με μια γυαλιστερή καταιγίδα από μαχαίρια στη χούφτα της. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι τίποτα και κανείς δε θα την σταματήσει. Ούτε καν οι πρίγκιπες. Και δεν μπορώ να της δώσω την ευκαιρία να με νικήσει. Δεν μπορώ να χάσω. Τότε ένας κεραυνός μού ξεφεύγει και σκίζει τον αέρα με δική
228
VICTORIA AVEYARD
μου εντολή. Τη χτυπάει στο στήθος και παραπατά προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στον εξωτερικό τοίχο της αρένας. Όμως αντί να θυμώσει, η Εβαγκελίν με κοιτάζει χαρούμενη. «Θα είναι γρήγορο, κοριτσάκι του κεραυνού» λέει ειρωνικά, καθώς σκουπίζει λίγο ασημένιο αίμα. Γύρω μας, οι άλλοι μαθητές αποτραβιούνται και μας κοιτάζουν. Είναι η τελευταία φορά μάλλον που με βλέπουν ζωντανή. Όχι, το ξανασκέφτομαι. Δε γίνεται να χάσω. Η αυτοσυγκέντρωσή μου αυξάνεται, η αίσθηση του ηλεκτρισμού γίνεται τόσο δυνατή που μετά βίας παρατηρώ τους τοίχους που αλλάζουν θέση γύρω μας. Μ ε ένα κλικ, ο Πρόβος σχηματίζει πάλι την αρένα και μας κλείνει μέσα, ένα Κόκκινο κορίτσι και ένα χαμογελαστό Ασημένιο τέρας. Η Εβαγκελίν μού χαμογελάει σαρκαστικά και λεπτά κομμάτια από μέταλλο σαν ξυράφια ξεφλουδίζονται από το πάτωμα σε ό,τι σχήμα επιθυμεί. Κουλουριάζονται, τρεμουλιάζουν, ξύνουν, ένας ζωντανός εφιάλτης. Οι συνηθισμένες λεπίδες της δεν υπάρχουν, τις αφήνει στην άκρη για μια νέα τακτική. Τα μεταλλικά πράγματα, πλάσματα του νου της, κινούνται ανάλαφρα και με ταχύτητα στο πάτωμα και σταματούν στα πόδια της. Έχουν οχτώ πόδια σαν ξυράφια, αιχμηρά και αδυσώπητα. Τρέμουν καθώς περιμένουν να τα ελευθερώσει για να με κάνουν κομμάτια. Αράχνες. Έχω ήδη τη φοβερή αίσθηση ότι έρπουν πάνω στο σώμα μου. Σπινθήρες εμφανίζονται στα χέρια μου, χορεύουν ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Το φως τρεμοσβήνει καθώς η ενέργεια που υπάρχει στο δωμάτιο κυλάει μέσα μου σαν νερό που διαποτίζει ένα σφουγγάρι. Το ηλεκτρικό ρεύμα καλπάζει στο σώμα μου, οδηγούμενο από τη δύναμή μου – και από ανάγκη. Δε θα πεθάνω εδώ. Από την άλλη μεριά του τοίχου, ο Μ έιβεν χαμογελά, αλλά το πρόσωπό του είναι ωχρό, τρομαγμένο. Πλάι του, ο Καλ στέκει ακίνητος. Ένας στρατιώτης δε φανερώνει τα αισθήματά του μέχρι να κερδηθεί η μάχη.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
229
«Ποια έχει το πλεονέκτημα;» ρωτάει ο εκπαιδευτής Άρβεν. «Η Μ αρέενα ή η Εβαγκελίν;» Κανείς δε σηκώνει το χέρι του. Ούτε οι φίλες της Εβαγκελίν. Αντί γι’ αυτό, κοιτάζουν πότε εκείνη και πότε εμένα, παρακολουθούν τις ικανότητές μας να αυξάνονται. Το χαμόγελο της Εβαγκελίν σβήνει και μετατρέπεται σε σαρκασμό. Έχει συνηθίσει να είναι η ευνοημένη, να είναι αυτή που όλοι φοβούνται. Και αυτή τη στιγμή είναι πιο θυμωμένη από ποτέ. Πάλι τα φώτα αναβοσβήνουν, καθώς το σώμα μου βουίζει σαν υπερφορτωμένο καλώδιο. Στο σκοτάδι που φωτίζεται με αναλαμπές, οι αράχνες της διασχίζουν το πάτωμα, ενώ τα μεταλλικά τους πόδια ηχούν με φοβερή αρμονία. Ύστερα το μόνο που ξέρω είναι ο φόβος και η ηλεκτρική ενέργεια στις φλέβες μου. Σκοτάδι και φως εναλλάσσονται, βυθίζοντάς μας σε μια αλλόκοτη μάχη τρεμουλιαστών χρωμάτων. Ο κεραυνός μου χτυπάει μες στο σκοτάδι, πορφυρός και λευκός καθώς συντρίβει τις αράχνες σε κάθε στροφή. Η συμβουλή του Καλ αντηχεί στο κεφάλι μου και συνεχίζω να κινούμαι∙ προσπαθώ να μη μένω ποτέ σε ένα σημείο και να είμαι αρκετά μακριά από την Εβαγκελίν για να μη με τραυματίσει. Μ εταλλικά κομμάτια πέφτουν στα χέρια μου, αλλά η δερμάτινη φόρμα κρατάει γερά. Η αντίπαλός μου είναι γρήγορη, αλλά εγώ την ξεπερνώ σε ταχύτητα, έστω και με αράχνες να τριγυρίζουν στα πόδια μου. Σε μια στιγμή, η εξοργιστική ασημένια πλεξίδα της περνάει ανάμεσα από τα δάχτυλά μου, πριν προλάβει να απομακρυνθεί αρκετά. Την παίρνω στο κυνήγι. Νικάω. Ακούω τον Μ έιβεν, μέσα από τα μεταλλικά τριξίματα και τις επευφημίες των μαθητών, που μου φωνάζει να την αποτελειώσω. Τα φώτα τρεμοπαίζουν και είναι δύσκολο να την εντοπίσω, αλλά για μια στιγμή νιώθω πώς είναι να είσαι μία από αυτούς. Να νιώθεις την απόλυτη δύναμη και την εξουσία, να ξέρεις ότι μπορείς να κάνεις αυτό που εκατομμύρια άλλοι δεν μπορούν. Η
230
VICTORIA AVEYARD
Εβαγκελίν αισθάνεται έτσι κάθε μέρα, αλλά τώρα είναι η σειρά μου. Θα σου μάθω εγώ πώς είναι να νιώθεις φόβο. Μ ια γροθιά με χτυπάει χαμηλά στην πλάτη. Ο πόνος διαχέεται σε όλο μου το κορμί. Τα γόνατά μου λυγίζουν από την αγωνία και σωριάζομαι στο πάτωμα. Η Εβαγκελίν στέκεται από πάνω μου και το χαμόγελό της πλαισιώνεται από μια απαίσια κουρτίνα ασημένιων μαλλιών. «Όπως είπα» καγχάζει. «Γρήγορο!» Τα πόδια μου κινούνται από μόνα τους και κάνουν έναν ελιγμό που έχω χρησιμοποιήσει στα σοκάκια των Ασημένιων αμέτρητες φορές. Ακόμα και πάνω στον Κίλορν, μία ή δύο. Τα πόδια μου περνούν ανάμεσα από τα δικά της και με μια κίνηση την πετάω στο πάτωμα πλάι μου. Βρίσκομαι από πάνω της στη στιγμή, παρά τον αφόρητο πόνο που νιώθω στην πλάτη μου. Τα χέρια μου σπινθηροβολούν από καυτή ενέργεια, ακόμα κι όταν έρχονται σε επαφή με το πρόσωπό της. Τα κόκαλα στα δάχτυλά μου πονούν, αλλά συνεχίζω. Περιμένω να δω γλυκό ασημένιο αίμα. «Θα ήθελες να ήταν γρήγορο» λέω άγρια, καθώς της επιτίθεμαι. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από τα μελανιασμένα χείλη της, η Εβαγκελίν καταφέρνει να γελάσει. Ο ήχος σβήνει και αντικαθίσταται από ένα μεταλλικό τρίξιμο. Και τότε γύρω μας, οι πεσμένες, κεραυνοβολημένες αράχνες ζωντανεύουν. Τα μεταλλικά σώματά τους αναδιαμορφώνονται, συρράπτονται και μετατρέπονται σε ένα καταστροφικό τέρας που βγάζει καπνούς. Περπατάει με εκπληκτική ταχύτητα και με απομακρύνει βίαια από πάνω της. Τώρα είμαι εγώ από κάτω και κοιτάζω τα όρθια, περιστρεφόμενα κομμάτια του μετάλλου. Οι σπινθήρες στα χέρια μου σβήνουν από τον φόβο και την εξάντληση. Ακόμα και οι θεραπευτές δε θα μπορέσουν να με σώσουν ύστερα από αυτό. Ένα πόδι σαν ξυράφι σκίζει το πρόσωπό μου που βγάζει κόκκινο, καυτό αίμα. Ακούω τον εαυτό μου να ουρλιάζει, όχι από πόνο, αλλά επειδή νικήθηκα. Αυτό είναι το τέλος. Και τότε ένα χέρι που ξερνάει φωτιά πετάει το μεταλλικό τέρας
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
231
από πάνω του και το μετατρέπει σε έναν μαύρο σωρό από στάχτες. Δυνατά χέρια με στήνουν στα πόδια μου και μετά πηγαίνουν στα μαλλιά μου. Τα φέρνουν μπροστά στο πρόσωπό μου για να κρύψουν το κόκκινο σημάδι που θα μπορούσε να με προδώσει. Γυρίζω προς τον Μ έιβεν και τον αφήνω να με βγάλει από την εκπαιδευτική αίθουσα. Κάθε εκατοστό του κορμιού μου τρέμει, αλλά εκείνος με κρατάει σταθερά και προχωράει. Ένας θεραπευτής έρχεται προς το μέρος μας, αλλά ο Καλ τον διώχνει, μπαίνοντας μπροστά στο πρόσωπό μου για να μην το δει. Προτού κλείσει η πόρτα πίσω μας, ακούω την Εβαγκελίν να ουρλιάζει και την συνήθως ήρεμη φωνή του Καλ να της αντιγυρίζει τα ουρλιαχτά και να βρυχάται από πάνω της σαν καταιγίδα. Η φωνή μου είναι ραγισμένη όταν ξαναμιλάω. «Οι κάμερες, οι κάμερες μπορεί να το είδαν». «Σκοποί που ορκίζονται στο όνομα της μητέρας μου χειρίζονται τις κάμερες, πίστεψέ με. Δεν πρέπει ν’ ανησυχούμε γι’ αυτούς» λέει ο Μ έιβεν μπερδεύοντας τα λόγια του. Μ ε κρατάει σφιχτά από το μπράτσο, σαν να φοβάται ότι θα με πάρουν μακριά του. Το χέρι του χαϊδεύει το πρόσωπό μου και σκουπίζει το αίμα με το μανίκι του. Αν μας δει κανείς… «Πήγαινέ με στον Τζούλιαν». «Ο Τζούλιαν είναι τρελός» μουρμουρίζει. Κάποιοι εμφανίζονται στην άλλη άκρη του διαδρόμου, δυο περιπλανώμενοι ευγενείς, και τότε εκείνος, για να τους αποφύγει, με σπρώχνει σε ένα πέρασμα για τους υπηρέτες. «Ο Τζούλιαν ξέρει ποια είμαι» του ψιθυρίζω, ενώ αρπάζομαι από πάνω του. Καθώς η λαβή του σφίγγει, το ίδιο κάνει και η δική μου. «Ο Τζούλιαν θα ξέρει τι να κάνω». Ο Μ έιβεν με κοιτάζει για λίγο αναποφάσιστος, αλλά τελικά συναινεί. Μ έχρι να φτάσουμε στα διαμερίσματα του Τζούλιαν, η αιμορραγία έχει σταματήσει, αλλά το πρόσωπό μου είναι χάλια. Ο γέροντας ανοίγει την πόρτα με το πρώτο χτύπημα, με το
232
VICTORIA AVEYARD
συνηθισμένο χαμένο ύφος του. Μ ε έκπληξη, ωστόσο, βλέπω ότι στη θέα του Μ έιβεν σκυθρωπιάζει. «Πρίγκιπα Μ έιβεν» λέει και σκύβει σε μια ξερή, σχεδόν προσβλητική υπόκλιση. Ο Μ έιβεν δεν απαντά, μόνο με σπρώχνει μέσα στο καθιστικό του Τζούλιαν. Ο Τζούλιαν έχει δύο μικρά δωμάτια, που φαίνονται ακόμα πιο μικρά λόγω της σκοτεινιάς και του αέρα που δεν ανανεώνεται συχνά. Οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες, αφήνοντας έξω τον απογευματινό ήλιο, ενώ το πάτωμα γλιστράει από τις παρατημένες στοίβες των χαρτιών. Μ ια χύτρα σιγοβράζει πάνω σε ένα ηλεκτρικό μεταλλικό κομμάτι που υποτίθεται ότι αντικαθιστά μια συσκευή μαγειρέματος. Γι’ αυτό δεν τον είδα ποτέ κάπου αλλού, εξόν από τα Μ αθήματα∙ φαίνεται πως έχει ό,τι χρειάζεται εδώ μέσα. «Τι συμβαίνει;» ρωτά, ενώ μας δείχνει δυο σκονισμένες καρέκλες . Είναι φανερό ότι δε διασκεδάζει πολύ. Εγώ κάθομαι, αλλά ο Μ έιβεν αρνείται και μένει όρθιος. Παραμερίζω την κουρτίνα των μαλλιών μου και αποκαλύπτω τη λαμπερή κόκκινη παντιέρα της ταυτότητά μου. «Η Εβαγκελίν έχασε την ψυχραιμία της». Ο Τζούλιαν, φανερά αμήχανος, αμφιταλαντεύεται στα δυο του πόδια. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτή που τον κάνει να νιώθει άβολα∙ είναι ο Μ έιβεν. Ανταλλάσσουν ματιές, κατά πάσα πιθανότητα για κάτι που δεν καταλαβαίνω. Τελικά, στρέφει το βλέμμα του σε μένα. «Δεν είμαι θεραπευτής δέρματος, Μ άρε. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να σου το καθαρίσω». «Σου το είπα» λέει ο Μ έιβεν. «Δεν μπορεί να κάνει τίποτα». Ο Τζούλιαν σουφρώνει τα χείλη. «Βρες τη Σάρα Σκόνος» λέει απότομα με σφιγμένο το σαγόνι, καθώς περιμένει από τον Μ έιβεν να κουνηθεί. Δεν έχω ξαναδεί τον Μ έιβεν τόσο θυμωμένο, ούτε με τον Καλ. Αλλά μετά συνειδητοποιώ ότι δεν είναι θυμός αυτό που ξεχύνεται από τον Μ έιβεν ή από τον Τζούλιαν – είναι μίσος. Απεχθάνονται ο ένας τον άλλον. «Κάνε το, πρίγκιπά μου». Ο τίτλος από τα χείλη του Τζούλιαν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
233
ηχεί σαν βρισιά. Ο Μ έιβεν υποχωρεί τελικά και βγαίνει από την πόρτα. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ψιθυρίζω, δείχνοντας μεταξύ του Τζούλιαν και της πόρτας. «Όχι τώρα» λέει εκείνος και μου πετά ένα άσπρο πανί για να καθαριστώ. Κάνει έναν σκούρο κόκκινο λεκέ καθώς το αίμα μου λερώνει το ύφασμα. «Ποια είναι η Σάρα Σκόνος;» Ο Τζούλιαν πάλι διστάζει. «Μ ια θεραπεύτρια δέρματος. Θα σε φροντίσει». Αναστενάζει. «Και είναι φίλη. Διακριτική φίλη». Δεν ήξερα ότι ο Τζούλιαν είχε φίλους εκτός από μένα και τα βιβλία του, αλλά δεν του κάνω καμία ερώτηση. Όταν ο Μ έιβεν μπαίνει στο δωμάτιο ύστερα από λίγα λεπτά, έχω καταφέρει να καθαρίσω καλά το πρόσωπό μου, παρόλο που το νιώθω πρησμένο. Θα έχω μερικές μελανιές να κρύψω αύριο και δε θέλω να ξέρω πώς είναι η πλάτη μου τώρα. Πολύ προσεκτικά, αγγίζω τον μεγάλο σβώλο στο σημείο που με γρονθοκόπησε η Εβαγκελίν. «Η Σάρα δεν είναι…» κομπιάζει ο Μ έιβεν, μασώντας τα λόγια του. «Δεν είναι αυτή που θα διάλεγα για την περίπτωσή μας». Πριν προλάβω να ρωτήσω γιατί, η πόρτα ανοίγει και αποκαλύπτει μια γυναίκα που υποθέτω ότι είναι η Σάρα. Μ παίνει μέσα σιωπηλή και χαμηλοβλεπούσα. Αντίθετα από τις άλλες, τις θεραπεύτριες όπως η Μ πλόνος, η ηλικία της φαίνεται καθαρά στο πρόσωπό της, σε κάθε ρυτίδα και στα βουλιαγμένα μάγουλά της. Φαίνεται ότι είναι στην ηλικία του Τζούλιαν, αλλά από τον τρόπο που γέρνει τους ώμους συμπεραίνω ότι έχει ζήσει χειρότερα πράγματα από εκείνον. «Χαίρω πολύ που σε γνωρίζω, αρχόντισσα Σκόνος». Η φωνή μου είναι ήρεμη, σαν να τη ρωτάω για τον καιρό. Φαίνεται ότι τα μαθήματα του Πρωτόκολλου έχουν αποτυπωθεί τελικά μέσα μου. Η Σάρα όμως δεν απαντά. Αντί γι’ αυτό, γονατίζει μπροστά στην καρέκλα μου και παίρνει το πρόσωπό μου στα άγρια χέρια της. Το άγγιγμά της είναι δροσερό, σαν νερό στο έγκαυμα από τον
234
VICTORIA AVEYARD
ήλιο και τα δάχτυλά της κινούνται πάνω στο βαθύ κόψιμο του προσώπου μου με εκπληκτική απαλότητα. Δουλεύει προσεκτικά και γιατρεύει όλες τις μελανιές στο πρόσωπό μου. Προτού αναφέρω την πλάτη μου, γλιστράει το χέρι της χαμηλά στο τραύμα και κάτι σαν καταπραϋντικός πάγος εισχωρεί στον πόνο. Όλα τελειώνουν μέσα σε λίγες στιγμές και νιώθω όπως όταν πρωτοήρθα εδώ. Καλύτερα, μάλιστα. Οι παλιοί πόνοι και οι μελανιές μου έχουν εξαφανιστεί εντελώς. «Ευχαριστώ» λέω, αλλά πάλι δεν παίρνω απάντηση. «Ευχαριστώ, Σάρα» ψιθυρίζει ο Τζούλιαν, κι εκείνη του ρίχνει μια αστραφτερή γκρίζα ματιά. Ύστερα κλίνει ελαφρά το κεφάλι. Εκείνος απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει για μια στιγμή το μπράτσο της καθώς τη βοηθά να σηκωθεί όρθια. Αυτοί οι δυο κινούνται σαν ζευγάρι που χορεύει στον ρυθμό μιας μουσικής που κανείς άλλος δεν μπορεί ν’ ακούσει. Η φωνή του Μ έιβεν σπάει τη σιωπή τους. «Τελειώσαμε, Σκόνος». Η ηρεμία της Σάρας μετατρέπεται σε θυμό που δυσκολεύεται να κρύψει καθώς ελευθερώνεται από τη λαβή του Τζούλιαν και προχωρά προς την πόρτα σαν πληγωμένο ζώο. Η πόρτα κλείνει πίσω της με δύναμη, κάνοντας τους καδραρισμένους χάρτες να τρανταχτούν στις γυάλινες φυλακές τους. Ακόμα και τα χέρια του Τζούλιαν τρέμουν αρκετή ώρα μετά την αναχώρησή της, λες και συνεχίζει να την αισθάνεται. Προσπαθεί να το κρύψει, αλλά δεν τα καταφέρνει: ο Τζούλιαν ήταν ερωτευμένος κάποτε μαζί της, ίσως να είναι ακόμα. Κοιτάζει την πόρτα σαν μαγεμένος, λες και την περιμένει να ξαναγυρίσει. «Τζούλιαν;» «Όσο αργείτε, τόσο περισσότεροι θ’ αρχίσουν να μιλάνε» μουρμουρίζει, καθώς μας κάνει νόημα να φύγουμε. «Συμφωνώ». Ο Μ έιβεν πηγαίνει προς την πόρτα, έτοιμος να την ανοίξει και να με σπρώξει έξω. «Είσαι σίγουρος ότι δε μας είδε κανείς;» Το χέρι μου πηγαίνει στο μάγουλό μου, που τώρα είναι λείο και καθαρό. Ο Μ έιβεν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
235
στέκει για μια στιγμή συλλογισμένος. «Κανείς που θα μπορούσε να πει κάτι». «Τα μυστικά δε μένουν μυστικά εδώ» μουρμουρίζει ο Τζούλιαν. Η φωνή του τρέμει από θυμό. «Το ξέρεις αυτό, Υψηλότατε». «Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις τη διαφορά μεταξύ των μυστικών και των ψεμάτων» απαντάει με απότομη φωνή ο Μ έιβεν. Μ ε πιάνει από τον καρπό και με τραβάει έξω στον διάδρομο, πριν καταφέρω να ρωτήσω τι συμβαίνει. Δεν προλαβαίνουμε να απομακρυνθούμε και μια γνωστή μορφή μας σταματά. «Πρόβλημα, καλέ μου;» Η βασίλισσα Ελάρα, μια οπτασία στα μεταξωτά, απευθύνεται στον Μ έιβεν. Πράγμα παράξενο, είναι μόνη της χωρίς Σκοπούς να τη φρουρούν. Το βλέμμα της πέφτει στο χέρι του, που κρατά ακόμη το δικό του. Για πρώτη φορά, δε νιώθω ότι προσπαθεί να μπει στο μυαλό μου. Είναι στο κεφάλι του Μέιβεν αυτή τη στιγμή, όχι στο δικό μου. «Τίποτε που δεν μπορώ να χειριστώ» λέει ο Μ έιβεν, σφίγγοντας τη λαβή του, σαν να είμαι άγκυρα. Εκείνη ανασηκώνει το ένα φρύδι. Δεν πιστεύει λέξη από όσα λέει, αλλά δεν τον ρωτάει. Αμφιβάλλω αν ρωτάει κάποιον πραγματικά∙ γνωρίζει ήδη όλες τις απαντήσεις. «Καλύτερα να βιαστείς, αρχόντισσα Μ αρέενα, διαφορετικά θ’ αργήσεις στο γεύμα» λέει τελικά, γυρνώντας τα αλλόκοτα μάτια της σε μένα. Και μετά είναι η σειρά μου να κρατηθώ από τον Μ έιβεν. «Και να είσαι πιο προσεκτική στα εκπαιδευτικά μαθήματά σου. Το κόκκινο αίμα δύσκολα καθαρίζεται». «Εσύ το ξέρεις καλά αυτό» απαντώ, καθώς το μυαλό μου πάει στον Σέιντ. «Γιατί όσο κι αν προσπαθείς να το κρύψεις, το βλέπω παντού στα χέρια σου». Εκείνη γουρλώνει τα μάτια, έκπληκτη από το ξέσπασμά μου. Δε νομίζω ότι της μίλησε ποτέ κανένας μ’ αυτό τον τρόπο, και νιώθω σαν κατακτητής. Αλλά δεν κρατά πολύ. Ξάφνου το σώμα μου τινάζεται προς τα πίσω και πέφτει πάνω
236
VICTORIA AVEYARD
στον τοίχο του διαδρόμου με δυνατό θόρυβο. Μ ε κάνει να χορεύω σαν μαριονέτα που την κινούν βίαιοι σπάγκοι. Κάθε κόκαλο τρίζει και ο λαιμός μου τσακίζει, με αποτέλεσμα να πέσει το κεφάλι μου προς τα πίσω ώσπου βλέπω παγωμένα μπλε άστρα. Όχι, όχι άστρα. Μάτια. Τα μάτια της. «Μ ητέρα!» φωνάζει ο Μ έιβεν, αλλά η φωνή του ακούγεται μακρινή. «Μ ητέρα, σταμάτα!» Ένα χέρι τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου και με κρατάει στη θέση μου, καθώς χάνω τον έλεγχο του σώματός μου. Η αναπνοή της είναι γλυκιά πάνω στο πρόσωπό μου, υπερβολικά γλυκιά για να την αντέξω. «Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι άλλη φορά» λέει η Ελάρα, πολύ θυμωμένη για να ψιθυρίσει μέσα στο κεφάλι μου. Η λαβή της γίνεται πιο σφιχτή και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί της, ακόμα και να το ήθελα. Γιατί δε με σκοτώνει, αναρωτιέμαι καθώς προσπαθώ να πάρω ανάσα. Αφού είμαι τόσο μεγάλο βάρος, τόσο πρόβλημα, γιατί δε με σκοτώνει; «Αρκετά!» βρυχάται ο Μ έιβεν και η φωτιά του θυμού του πάλλεται στον διάδρομο. Ακόμα και μέσα στη θολούρα μου, τον βλέπω να την τραβάει από πάνω μου με εκπληκτική δύναμη και τόλμη. Η ικανότητά της να με κρατάει εξαφανίζεται και σωριάζομαι πάνω στον τοίχο. Η Ελάρα παραπατά, τρεκλίζει από το σοκ. Τώρα το βλέμμα της πηγαίνει στον Μ έιβεν, τον μοναχογιό της που στράφηκε εναντίον της. «Ξαναγύρισε στο πρόγραμμά σου, Μ άρε». Φαίνεται ταραγμένος και δεν αφήνει από τα μάτια του τη μητέρα του. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι του, ότι τον μαλώνει που με προστάτεψε. «Πήγαινε!» Η έντονη ζέστη τριζοβολά ολόγυρα, εκπέμπεται από το δέρμα μου, και για μια στιγμή μου θυμίζει τον συγκρατημένο χαρακτήρα του Καλ. Φαίνεται ότι ο Μ έιβεν κρύβει επίσης μια φωτιά, δυνατότερη ακόμη, και δε θα ήθελα να είμαι τριγύρω όταν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
237
εκραγεί. Καθώς απομακρύνομαι γρήγορα για να βάλω όσο μεγαλύτερη απόσταση γίνεται ανάμεσα σε μένα και στη βασίλισσα, δεν κρατιέμαι και γυρίζω να κοιτάξω πίσω. Κοιτούν ο ένας τον άλλον στα μάτια, δύο πιόνια που αναμετριούνται σε ένα παιχνίδι που δεν καταλαβαίνω. Στο δωμάτιό μου, οι υπηρέτριες περιμένουν σιωπηλά με άλλο ένα χρυσοποίκιλτο φόρεμα στα χέρια. Ενώ μια μου φοράει το εντυπωσιακό μεταξωτό ρούχο με τα πορφυρά πετράδια, οι άλλες φτιάχνουν τα μαλλιά μου και με βάφουν. Ως συνήθως, δε λένε λέξη, αν και είμαι σαν τρελή και σε άθλια κατάσταση ύστερα από ένα τέτοιο πρωινό. Το γεύμα είναι μεικτή υπόθεση. Συνήθως οι γυναίκες γευματίζουν μαζί για να συζητούν για τους επερχόμενους γάμους και όλες τις ανοησίες που απασχολούν τις πλούσιες αρχόντισσες. Σήμερα όμως είναι διαφορετικά. Είμαστε στην ταράτσα που βλέπει στο ποτάμι και οι κόκκινες στολές των υπηρετών διακρίνονται ανάμεσα στο πλήθος. Μ όνο που σήμερα υπάρχουν περισσότερες στρατιωτικές στολές από κάθε άλλη φορά. Λες και γευματίζουμε μαζί με ολόκληρη λεγεώνα. Ο Καλ και ο Μ έιβεν είναι παρόντες, επίσης, λάμποντας ολόκληροι μες στα μετάλλιά τους. Χαμογελούν καθώς συζητούν για ευχάριστα, προφανώς, πράγματα, ενώ ο βασιλιάς ανταλλάσσει χειραψίες με τους στρατιώτες. Όλοι οι στρατιώτες είναι νέοι, με γκρι στολές και ασημένια εμβλήματα. Δεν έχουν καμία σχέση με τις φθαρμένες κόκκινες στολές αγγαρείας που πήραν τ’ αδέλφια μου και άλλοι Κόκκινοι όταν στρατολογήθηκαν. Αυτοί οι Ασημένιοι πάνε στον πόλεμο, ναι, αλλά όχι για να πολεμήσουν πραγματικά. Είναι γιοι και κόρες σημαντικών ανθρώπων και γι’ αυτούς, ο πόλεμος είναι απλώς άλλο ένα μέρος για να επισκεφτούν. Άλλο ένα βήμα στην εκπαίδευσή τους. Για μας, για μένα κάποτε, ήταν αδιέξοδο. Ήταν καταδίκη. Όμως πρέπει να κάνω το καθήκον μου, να χαμογελώ και να
238
VICTORIA AVEYARD
σφίγγω χέρια και να τους ευχαριστώ για την γενναία υπηρεσία τους. Κάθε λέξη έχει ακόμα πιο πικρή γεύση, ώσπου το σκάω από το πλήθος και πάω σε ένα κοίλωμα που το μισοκρύβουν φυτά. Ο θόρυβος από τον κόσμο δυναμώνει συνεχώς μαζί με τον μεσημεριανό ήλιο, αλλά μπορώ ν’ ανασάνω ξανά. Για μια στιγμή, τουλάχιστον. «Όλα καλά;» Ο Καλ στέκεται από πάνω μου. Δείχνει ανήσυχος, αλλά παράξενα χαλαρός. Του αρέσει να περιβάλλεται από στρατιώτες. Υποθέτω ότι είναι έτσι το φυσικό του. Παρόλο που θέλω να εξαφανιστώ, ισιώνω το κορμί μου. «Δεν είμαι οπαδός των καλλιστείων». Εκείνος κατσουφιάζει. «Μ άρε, πηγαίνουν στο μέτωπο. Πίστευα ότι εσύ τουλάχιστον θα ήθελες να τους αποχαιρετήσεις όπως πρέπει». Το γέλιο που μου ξεφεύγει αντηχεί σαν πιστολιά. «Ποιο κομμάτι της ζωής μου σε κάνει να πιστεύεις ότι θα νοιαζόμουν γι’ αυτά τα κακομαθημένα που πάνε στον πόλεμο σαν να πρόκειται για διακοπές;» «Το ότι επέλεξαν να πάνε δεν τους κάνει λιγότερο γενναίους». «Τότε ελπίζω να απολαύσουν τους στρατώνες, τα εφόδια και τις αναστολές τους και όλα αυτά τα πράγματα που δε δόθηκαν ποτέ στα αδέλφια μου». Αμφιβάλλω αν από αυτούς τους εθελοντές στρατιώτες θα λείψει έστω κι ένα κουμπί. Αν και είναι έτοιμος να με κατσαδιάσει, ο Καλ καταπίνει την οργή του. Τώρα που ξέρω τι μπορεί να κάνει, ξαφνιάζομαι με τον αυτοέλεγχό του. «Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη Ασημένια λεγεώνα που πηγαίνει στα χαρακώματα» λέει απλά. «Πάνε να πολεμήσουν μαζί με τους Κόκκινους, ντυμένοι σαν τους Κόκκινους, να υπηρετήσουν μαζί με τους Κόκκινους. Οι Λιμνιώτες δε θα καταλάβουν ποιοι είναι, όταν φτάσουν στο Τσοκ. Κι όταν πέσουν οι βόμβες, όταν ο εχθρός προσπαθήσει να σπάσει τη γραμμή, θα υποστούν περισσότερα απ’ όσα περίμεναν. Η Σκιώδης Λεγεώνα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
239
θα τους σαρώσει». Αίφνης νιώθω να καίγομαι και να κρυώνω συνάμα. «Πρωτότυπο». Αλλά ο Καλ δε χαίρεται, φαίνεται λυπημένος. «Εσύ μου έδωσες την ιδέα». «Πώς;» «Όταν έπεσες στην παλαίστρα, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Είμαι σίγουρος ότι οι Λιμνιώτες θα νιώσουν το ίδιο». Αν και προσπαθώ να μιλήσω, κανένας ήχος δε βγαίνει από το στόμα μου. Ποτέ δεν υπήρξα αιτία έμπνευσης για κανέναν, πόσο μάλλον για πολεμικούς ελιγμούς. Ο Καλ με κοιτάζει σαν να θέλει να μου πει περισσότερα, αλλά σωπαίνει. Κανείς μας δεν ξέρει τι να πει. Ένα αγόρι από την Εκπαίδευσή μας, ο ανεμοφόρος Όλιβερ, βάζει το ένα χέρι στον ώμο του Καλ, ενώ με το άλλο κρατάει ένα ποτό. Φοράει κι αυτός στολή. Θα πάει να πολεμήσει. «Γιατί κρύβεσαι, Καλ;» γελάει, ενώ δείχνει το πλήθος γύρω του. «Μ προστά στους Λιμνιώτες, τούτοι εδώ δεν είναι τίποτα!» Ο Καλ ανταμώνει το βλέμμα μου, ενώ τα μάγουλά του βάφονται ασημένια. «Θα κανονίσω τους Λιμνιώτες όποτε θέλω εγώ» απαντάει, χωρίς να με αφήσει από τα μάτια του. «Φεύγεις μαζί τους;» Ο Όλιβερ απαντάει για τον Καλ, με ένα πλατύ χαμόγελο αταίριαστο σε ένα αγόρι που πάει στον πόλεμο. «Αν φεύγει, λέει; Ο Καλ θα μας οδηγήσει! Τη λεγεώνα του, σε όλο τον δρόμο μέχρι το μέτωπο». Μ ε αργές κινήσεις, ο Καλ ελευθερώνεται από τη λαβή του Όλιβερ. Ο μεθυσμένος ανεμοφόρος δεν το παρατηρεί και συνεχίζει να φλυαρεί. «Θα είναι ο νεότερος στρατηγός στην ιστορία και ο πρώτος πρίγκιπας που θα πολεμήσει στην πρώτη γραμμή». Και ο πρώτος που θα πεθάνει, ψιθυρίζει μια πένθιμη φωνή στο κεφάλι μου. Αντίθετα από αυτό που μου λέει το ένστικτό μου, του πιάνω το χέρι. Εκείνος δεν τραβιέται. Τώρα δε μοιάζει με
240
VICTORIA AVEYARD
πρίγκιπα ή με στρατηγό, ούτε καν με Ασημένιο, αλλά με εκείνο το αγόρι στο μπαρ, εκείνο που θέλησε να με σώσει. Η φωνή μου είναι σιγανή, αλλά δεν τρέμει. «Πότε;» «Όταν φύγετε για την πρωτεύουσα, μετά τον χορό. Εσείς θα πάτε νότια» μουρμουρίζει «κι εγώ θα πάω βόρεια». Ένα παγωμένο ρίγος φόβου με διαπερνά, όπως τότε που μου πρωτοείπε ο Κίλορν ότι θα πήγαινε να πολεμήσει. Αλλά ο Κίλορν είναι ψαράς, ένας κλέφτης, κάποιος που ξέρει πώς να επιβιώνει, πώς να γλιστράει μέσα από τις ρωγμές. Όχι σαν τον Καλ. Ο Καλ είναι στρατιώτης. Θα πεθάνει, αν χρειαστεί. Θα ματώσει γι’ αυτόν τον πόλεμο. Γιατί με τρομάζει όμως τόσο πολύ, δεν ξέρω. Γιατί νοιάζομαι, δεν μπορώ να πω. «Μ ε τον Καλ στις γραμμές μας, αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει επιτέλους. Μ ε τον Καλ θα νικήσουμε» λέει ο Όλιβερ, γελώντας σαν χαζός. Τον πιάνει πάλι από τον ώμο, αλλά αυτή τη φορά τον κάνει να γυρίσει και τον παρασύρει στη γιορτή, αφήνοντας εμένα πίσω. Κάποιος βάζει ένα κρύο ποτό στο χέρι μου και το κατεβάζω μονορούφι, «Ήρεμα» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. «Ακόμα τα πρωινά γεγονότα σκέφτεσαι; Κανείς δεν είδε το πρόσωπό σου, το έλεγξα με τους Σκοπούς». Όμως αυτό είναι το τελευταίο που με απασχολεί, καθώς βλέπω τον Καλ να ανταλλάσσει χειραψία με τον πατέρα του. Κολλάει ένα υπέροχο χαμόγελο στο πρόσωπό του, μια μάσκα που μόνο εγώ μπορώ να δω μέσα από αυτή. Ο Μ έιβεν ακολουθεί το βλέμμα και τις σκέψεις μου. «Ήθελε να το κάνει αυτό. Ήταν επιλογή του». «Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να μας αρέσει». «Ο γιος μου ο στρατηγός!» αναφωνεί ο βασιλιάς Τιβέριας και η γεμάτη περηφάνια φωνή του διαπερνά την οχλοβοή της γιορτής. Για μια στιγμή, όταν τραβάει τον Καλ κοντά του και αγκαλιάζει τον γιο του, ξεχνώ ότι είναι βασιλιάς. Καταλαβαίνω σχεδόν την ανάγκη του Καλ να τον ευχαριστήσει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
241
Και τι δε θα ’δινα για να δω τη μητέρα μου να με κοιτάζει έτσι, τότε που ήμουν απλώς μια κλέφτρα; Και τι δε θα ’δινα τώρα. Αυτός ο κόσμος είναι Ασημένιος, αλλά και γκρίζος. Δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο. Όταν κάποιος χτυπά την πόρτα μου εκείνη τη νύχτα, αρκετή ώρα μετά το δείπνο, περιμένω τη Γουόλς και άλλο ένα μυστικό μήνυμα σε τσάι. Όμως βλέπω μπροστά μου τον Καλ. Χωρίς τη στολή ή την πανοπλία του, μοιάζει με το νεαρό αγόρι που είναι. Δεκαεννιά χρόνων μόλις, στο χείλος του θανάτου ή της δόξας ή και των δύο μαζί. Ζαρώνω στις πιτζάμες μου και εύχομαι να είχα μια ρόμπα να ρίξω επάνω μου. «Καλ; Τι θέλεις;» Εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, με ένα αμυδρό μειδίαμα. «Η Εβαγκελίν λίγο έλειψε να σε σκοτώσει στην παλαίστρα σήμερα». «Και λοιπόν;» «Λοιπόν, δε θέλω να σε αποτελειώσει στην πίστα του χορού». «Μ ήπως έχασα κάτι; Θα παλέψουμε στον χορό;» Εκείνος γελά, ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας. Όμως δεν πατάει το πόδι του στο δωμάτιό μου, σαν να μην μπορεί. Ή μήπως δεν πρέπει; Θα γίνεις η σύζυγος του αδελφού του. Κι αυτός πάει στον πόλεμο. «Αν ξέρεις να χορεύεις σωστά, δε θα χρειαστεί». Θυμάμαι που του είπα ότι δεν μπορώ να χορέψω ούτε για τη ζωή μου, πόσο μάλλον κάτω από τη φοβερή καθοδήγηση της Μ πλόνος. Αλλά πώς μπορεί να με βοηθήσει ο Καλ; Και γιατί να το κάνει; «Είμαι εκπληκτικός δάσκαλος» προσθέτει, με ένα λοξό χαμόγελο. Όταν μου απλώνει το χέρι, το σώμα μου τρέμει. Ξέρω ότι δεν πρέπει. Ξέρω ότι θα έπρεπε να κλείσω την πόρτα και να μην ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Όμως πάει να πολεμήσει, μπορεί να πεθάνει. Τρέμοντας, βάζω το χέρι μου στο δικό του και τον αφήνω να
242
με βγάλει από το δωμάτιό μου.
VICTORIA AVEYARD
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
243
ΔΕΚΑ ΟΧΤΩ Το φως του φεγγαριού που πλημμυρίζει το δωμάτιο είναι αρκετά δυνατό για να βλέπουμε. Κάτω από τις ασημένιες αχτίδες του, η κοκκινίλα στο δέρμα μου μετά βίας διακρίνεται. Μ οιάζω με Ασημένια. Καρέκλες σέρνονται στο ξύλινο πάτωμα, καθώς ο Καλ τις παραμερίζει για να κάνει χώρο για την πρόβα. Ο θάλαμος είναι απομονωμένος, αλλά το βουητό από τις κάμερες ακούγεται πάντα. Οι άνδρες της Ελάρας παρακολουθούν, αλλά κανείς δεν έρχεται να μας σταματήσει. Ή μάλλον να σταματήσει τον Καλ. Βγάζει από το σακάκι του ένα παράξενο μηχάνημα, ένα μικρό κουτί, και το αφήνει στη μέση του δωματίου. Το κοιτάζει ανυπόμονα, σαν να περιμένει κάτι. Κουνάει με νόημα το κεφάλι, πάντα χαμογελαστός. «Δε δουλεύει, αν και θα βοηθούσε». Ξαφνικά, ένας ρυθμός ακούγεται από το κουτί και συνειδητοποιώ ότι είναι ένα μεγάφωνο, σαν εκείνα που είχαν στην αρένα, στο χωριό. Μ όνο που αυτό είναι για μουσική, όχι για μάχη. Για ζωή, όχι για θάνατο. Η μελωδία είναι ανάλαφρη και γρήγορη, σαν χτυποκάρδι. Απέναντί μου, ο Καλ χαμογελάει πλατιά και το πόδι του ακολουθεί τον ρυθμό. Ούτε εγώ μπορώ να συγκρατήσω τα
244
VICTORIA AVEYARD
δάχτυλα των ποδιών μου που κουνιούνται με τη μουσική. Είναι τόσο ζωηρή και χαρούμενη, δε μοιάζει καθόλου με την ψυχρή, μεταλλική μουσική που ακούω στην τάξη της Μ πλόνος ή με τα λυπητερά τραγούδια του χωριού μου. Καθώς τα πόδια μου γλιστρούν στο πάτωμα, προσπαθώ να θυμηθώ τα βήματα που μου έχει μάθει η δασκάλα μου. «Μ ην ανησυχείς γι’ αυτό, απλώς συνέχισε να κινείσαι». Ο Καλ γελάει. Ήχος τυμπάνου ακούγεται πάνω από τη μουσική κι εκείνος στριφογυρίζει στην αυτοσχέδια πίστα. Για πρώτη φορά δείχνει να μην κουβαλά το βάρος ενός θρόνου στους ώμους του. Το ίδιο νιώθω κι εγώ, καθώς οι φόβοι και οι στενοχώριες μου εξαφανίζονται, έστω για λίγα λεπτά. Αυτό είναι ένα διαφορετικό είδος ελευθερίας, σαν να πετάω στον κύκλο του Καλ. Ο Καλ είναι πολύ καλύτερος σ’ αυτό από μένα, αλλά πάλι μοιάζει σαν ανόητος∙ φαντάζομαι πόσο ηλίθια θα φαίνομαι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, λυπάμαι όταν το τραγούδι τελειώνει. Καθώς οι νότες σβήνουν σιγά σιγά, είναι σαν να ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα. Καθώς συνειδητοποιώ τι κάνω, ένα κρύο ρίγος με διαπερνά. Δε θα έπρεπε να είμαι εδώ. «Αυτό μάλλον δεν είναι καλή ιδέα, Καλ». Εκείνος γέρνει το κεφάλι στο πλάι, μπερδεμένος αλλά χαρούμενος. «Για ποιο λόγο;» Θα με κάνει στ’ αλήθεια να το πω. «Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να μένω μόνη ούτε με τον Μ έιβεν» ψελλίζω, ενώ νιώθω τα μάγουλά μου να φουντώνουν. «Δεν ξέρω αν είναι σωστό να χορεύω μαζί σου σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο». Αντί να το συζητήσει, ο Καλ απλώς γελάει και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. Ένα άλλο τραγούδι, πιο αργό με έναν περίεργο ρυθμό, πλημμυρίζει το δωμάτιο. «Εγώ πάλι πιστεύω ότι κάνω χάρη στον αδελφό μου». Και με ένα λοξό χαμόγελο, προσθέτει: «Εκτός κι αν θέλεις να πατάς πάνω στα πόδια του όλη τη νύχτα». «Έχω εξαιρετικό πάτημα, ευχαριστώ» λέω σταυρώνοντας τα χέρια.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
245
Αργά, απαλά, με πιάνει από το χέρι. «Στην παλαίστρα, ίσως» λέει. «Αλλά όχι ιδιαίτερα καλό στην πίστα». Κοιτάζω τα πόδια του που ακολουθούν τον ρυθμό. Τότε εκείνος με τραβάει κοντά του και με αναγκάζει να τον ακολουθήσω. Όμως, παρά τις προσπάθειές μου, σκοντάφτω επάνω του. Ο Καλ χαμογελάει, χαρούμενος που απέδειξε ότι είχα άδικο. Είναι στρατιώτης στην καρδιά, και στους στρατιώτες αρέσει να νικούν. «Είναι η ίδια χρονομέτρηση με τα περισσότερα τραγούδια που θ’ ακούσεις στη γιορτή. Είναι απλός χορός, εύκολος». «Θα βρω τρόπο να τα κάνω θάλασσα» γκρινιάζω, καθώς του επιτρέπω να με στροβιλίσει στο δωμάτιο. Τα πόδια μας σχηματίζουν ένα ημιτελές τετράγωνο και προσπαθώ να μη σκέφτομαι πόσο κοντά μου είναι ή τους κάλους στα χέρια του. Μ ε έκπληξη διαπιστώνω ότι είναι σαν τα δικά μου: άγρια, ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς. «Ίσως» μουρμουρίζει σοβαρά. Έχω συνηθίσει τον Καλ ψηλότερο από μένα, αλλά απόψε τον νιώθω πιο κοντό. Ίσως είναι το σκοτάδι ή ίσως ο χορός. Είναι όπως τότε που τον πρωτογνώρισα∙ όχι ένας πρίγκιπας, αλλά ένας απλός άνθρωπος. Το βλέμμα του στέκεται στο πρόσωπό μου, στο σημείο όπου ήταν η πληγή μου. «Ο Μ έιβεν σ’ έφτιαξε ωραία». Υπάρχει μια παράξενη πίκρα στη φωνή του. «Ο Τζούλιαν το έκανε. Ο Τζούλιαν και η Σάρα Σκόνος». Αν και ο Καλ δεν αντιδρά τόσο έντονα όσο ο Μ έιβεν, σφίγγει κι αυτός το σαγόνι. «Γιατί δεν τη συμπαθείτε;» «Ο Μ έιβεν έχει τους λόγους του, καλούς λόγους» μουρμουρίζει. «Αλλά δεν είναι δική μου ιστορία για να την πω. Και δεν αντιπαθώ τη Σάρα. Απλώς… απλώς δε μου αρέσει να τη σκέφτομαι». «Γιατί; Τι σας έκανε;» «Όχι σ’ εμένα» αναστενάζει. «Μ εγάλωσε μαζί με τον Τζούλιαν και τη μητέρα μου». Η φωνή του χαμηλώνει όταν αναφέρεται στη μαμά του. «Ήταν η καλύτερη φίλη της. Κι όταν πέθανε, η Σάρα
246
VICTORIA AVEYARD
δεν ήξερε τι να κάνει από τη λύπη της. Ο Τζούλιαν ήταν ράκος, αλλά η Σάρα…» Δεν ολοκληρώνει τη φράση του, αναρωτιέται πώς να συνεχίσει. Τα βήματά μας επιβραδύνονται ώσπου σταματούν, παγώνουν ενώ η μουσική αντηχεί γύρω μας. «Δε θυμάμαι τη μητέρα μου» λέει απότομα, προσπαθώντας να μου εξηγήσει. «Δεν ήμουν ούτε ενός έτους όταν πέθανε. Ξέρω μόνο όσα μου έχει πει ο πατέρας μου και ο Τζούλιαν. Κανείς τους δε θέλει να μιλάει γι’ αυτήν». «Σίγουρα η Σάρα θα μπορούσε να σου μιλήσει για κείνη, αφού ήταν πολύ καλές φίλες». «Η Σάρα Σκόκος δεν μπορεί να μιλήσει, Μ άρε». «Καθόλου;» Ο Καλ συνεχίζει αργά, με την άχρωμη, ήρεμη φωνή που χρησιμοποιεί ο πατέρας του. «Είπε πράγματα που δεν έπρεπε να πει, φοβερά ψέματα, και τιμωρήθηκε γι’ αυτό». Μ ε πιάνει τρόμος. Δεν μπορεί να μιλήσει. «Τι είπε;» Στο δευτερόλεπτο, ο Καλ παγώνει κάτω από τα δάχτυλά μου. Αποτραβιέται, απομακρύνεται από την αγκαλιά μου καθώς η μουσική τελικά ξεψυχά. Μ ε γρήγορες κινήσεις, βάζει στην τσέπη του το μεγάφωνο και μόνο το χτυποκάρδι μας γεμίζει τη σιωπή. «Δε θέλω να μιλήσω άλλο γι’ αυτή». Αναπνέει βαριά. Τα μάτια του φαίνονται παράξενα λαμπερά, τρεμοπαίζουν ανάμεσα σ’ εμένα και στα παράθυρα που φωτίζονται από το σεληνόφως. Νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά∙ ο πόνος στη φωνή του με πληγώνει. «Εντάξει». Μ ε γρήγορα, προσεκτικά βήματα προχωράει προς την πόρτα σαν να προσπαθεί σκληρά να μην το βάλει στα πόδια. Αλλά όταν γυρίζει και με βλέπει στην άλλη άκρη του δωματίου, φαίνεται όπως συνήθως – ήρεμος, συγκεντρωμένος, απόμακρος. «Κάνε εξάσκηση στα βήματά σου» λέει. Ακούγεται σαν την αρχόντισσα Μ πλόνος. «Την ίδια ώρα αύριο». Και φεύγει. Μ ε αφήνει ολομόναχη σε ένα δωμάτιο γεμάτο ήχους. «Τι στο διάολο κάνω εδώ;» μουρμουρίζω.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
247
Ετοιμάζομαι να πέσω στο κρεβάτι, όταν συνειδητοποιώ ότι κάτι δεν πάει καλά στο δωμάτιό μου: οι κάμερες είναι σβηστές. Ούτε μία δε με κατασκοπεύει, κανένα ηλεκτρικό μάτι δεν καταγράφει αυτά που κάνω. Αλλά, αντίθετα με τη διακοπή που είχε γίνει προ ημερών, τα πάντα γύρω μου εξακολουθούν να βουίζουν. Ο ηλεκτρισμός ακόμα πάλλεται μέσα στους τοίχους, σε κάθε δωμάτιο εκτός από το δικό μου. Φάρλεϊ. Όμως, αντί για την επαναστάτρια, από το σκοτάδι εμφανίζεται ο Μ έιβεν. Τραβάει τις κουρτίνες να μπει λίγο φεγγαρόφωτο, ώστε να βλέπουμε ο ένας τον άλλον. «Νυχτερινός περίπατος;» λέει με πικρό χαμόγελο. Μ ένω με το στόμα ανοιχτό, πασχίζοντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις. «Ξέρεις, υποτίθεται ότι δεν πρέπει να είσαι εδώ». Χαμογελώ βεβιασμένα, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω. «Η αρχόντισσα Μ πλόνος θα σκανδαλιστεί. Θα μας τιμωρήσει και τους δυο». «Οι άνδρες της μητέρας μού χρωστάνε κάνα δυο χάρες» λέει, δείχνοντας το σημείο όπου είναι οι κρυμμένες κάμερες. «Η Μ πλόνος δε θα έχει στοιχεία για να μας καταδικάσει». Όμως αυτό δε με καθησυχάζει. Αντίθετα, νιώθω ρίγη να με διαπερνούν ολόκληρη. Όχι από φόβο, αλλά από προσμονή. Τα ρίγη δυναμώνουν, εισέρχονται στα νεύρα μου σαν τον ηλεκτρισμό μου, καθώς ο Μ έιβεν κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Μ ε βλέπει να κοκκινίζω από αυτό που φαντάζει σαν προσμονή. «Καμιά φορά ξεχνάω» μουρμουρίζει, καθώς αγγίζει απαλά το μάγουλό μου. Θα έλεγε κανείς ότι αισθάνεται το χρώμα που πάλλεται στις φλέβες μου. «Μ ακάρι να μη χρειαζόταν να σε βάφουν κάθε μέρα». Το δέρμα μου βουίζει κάτω από τα δάχτυλά του, αλλά προσπαθώ να το αγνοήσω. «Είμαστε δύο τότε». Κάνει μια προσπάθεια να χαμογελάσει, αλλά δεν τα καταφέρνει.
248
VICTORIA AVEYARD
«Τι συμβαίνει;» «Η Φάρλεϊ ήρθε πάλι σε επαφή». Τραβιέται πίσω και βάζει τα χέρια στις τσέπες του για να κρύψει τα τρεμάμενα δάχτυλά του. «Όμως δεν ήσουν εδώ». Τι ατυχία! «Τι είπε;» Ο Μ έιβεν σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. Πηγαίνει στο παράθυρο και ατενίζει τον νυχτερινό ουρανό. «Την περισσότερη ώρα έκανε ερωτήσεις». Στόχοι. Πρέπει να τον πίεσε πάλι, θα ζήτησε πληροφορίες που ο Μ έιβεν δε θα ήθελε να δώσει. Από τους σκυφτούς ώμους του, το τρέμουλο της φωνής του, μαντεύω ότι είπε περισσότερα από όσα ήθελε. Πολύ περισσότερα. «Ποιος;» Το μυαλό μου πάει σε πολλούς Ασημένιους που γνώρισα εδώ, σε όσους ήταν καλοί μαζί μου, με τον τρόπο τους. Μ ήπως κάποιος απ’ αυτούς θα θυσιαστεί για την επανάσταση; Ποιον έβαλαν στο σημάδι; «Μ έιβεν, ποιον κατέδωσες;» Γυρίζει απότομα και μια αγριάδα που δεν έχω ξαναδεί αστράφτει στα μάτια του. Για μια στιγμή, φοβάμαι ότι θ’ αρχίσει να βγάζει φλόγες. «Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά έχει δίκιο. Δεν μπορούμε να μένουμε αδρανείς, πρέπει να δράσουμε. Κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να της δώσω κάποιους, θα το κάνω. Δε μου αρέσει, αλλά θα το κάνω. Και το έκανα». Όπως ο Καλ, παίρνει μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα για να ηρεμήσει. «Παρευρίσκομαι στα συμβούλια με τον πατέρα μου, για φόρους, για θέματα ασφάλειας και άμυνας. Ξέρω ποιος θα λείψει από… από τους Ασημένιους. Της έδωσα τέσσερα ονόματα». «Ποια;» «Ρέιναλντ Άιραλ. Πτολέμους Σάμος. Ελίν Μ άκανθος. Μ πελίκος Λέρολαν». Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη μου, πριν συγκατανεύσω. Αυτοί οι θάνατοι δεν μπορούν να κρυφτούν. Ο αδελφός της Εβαγκελίν, η συνταγματάρχης – αυτή σίγουρα θα τους λείψει. «Η συνταγματάρχης Μ άκανθος ήξερε ότι η μητέρα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
249
σου έλεγε ψέματα. Ήξερε γα τις άλλες επιθέσεις…» «Διοικεί μισή λεγεώνα και είναι επικεφαλής του πολεμικού συμβουλίου. Χωρίς αυτή, στο μέτωπο θα επικρατήσει πανικός για μήνες». «Το μέτωπο;» Ο Καλ. Η λεγεώνα του. Ο Μ έιβεν κουνάει το κεφάλι. «Ο πατέρας μου δε θα στείλει τον διάδοχό του στον πόλεμο ύστερα από αυτό. Μ ε μια επίθεση τόσο κοντά στο σπίτι, αμφιβάλλω αν θα τον αφήσει να βγει από την πρωτεύουσα». Ώστε ο θάνατός της θα σώσει τον Καλ. Και θα βοηθήσει τη Φρουρά. Ο Σέιντ πέθανε γι’ αυτόν τον σκοπό. Η υπόθεσή του είναι δική μου τώρα. «Μ ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» ψιθυρίζω, ενώ καυτά δάκρυα απειλούν να με πνίξουν. Όσο δύσκολο κι αν είναι, θ’ ανταλλάξω τη ζωή της με του Καλ. Θα το κάνω χίλιες φορές. «Και ο φίλος σου θα πάρει μέρος σ’ αυτό». Τα γόνατά μου τρέμουν, αλλά καταφέρνω να σταθώ όρθια. Θυμός και φόβος εναλλάσσονται μέσα μου, καθώς ο Μ έιβεν μου εξηγεί το σχέδιο με βαριά καρδιά. «Κι αν αποτύχουμε;» ρωτάω όταν τελειώνει, λέγοντας δυνατά τα λόγια που δεν τολμά να πει. Εκείνος το αρνείται με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού. «Αυτό αποκλείεται να συμβεί». «Αν όμως συμβεί;» Εγώ δεν είμαι πριγκίπισσα, η ζωή μου δεν ήταν ωραία. Ξέρω να περιμένω πάντα το χειρότερο. «Τι θα γίνει αν αποτύχουμε, Μ έιβεν;» Παίρνει βαθιά ανάσα, καθώς προσπαθεί να παραμείνει ήρεμος. «Τότε θα είμαστε και οι δύο προδότες. Θα δικαστούμε για προδοσία, θα καταδικαστούμε και θα εκτελεστούμε». Κατά τη διάρκεια του επόμενου μαθήματος με τον Τζούλιαν, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό που πρόκειται να γίνει. Πολλά πράγματα μπορεί να πάνε στραβά και
250
VICTORIA AVEYARD
διακυβεύονται επίσης πολλά. Η δική μου ζωή, του Κίλορν, του Μ έιβεν – όλοι παίζουμε κορόνα γράμματα το κεφάλι μας γι’ αυτό. «Δεν είναι βέβαια δική μου δουλειά, αλλά…» αρχίζει ο Τζούλιαν και η φωνή του με ξαφνιάζει, «φαίνεσαι, να, πολύ δεμένη με τον πρίγκιπα Μ έιβεν». Γελάω σχεδόν από ανακούφιση, αλλά ταυτόχρονα νιώθω ένα δάγκωμα στην καρδιά. Ο Μ έιβεν είναι το τελευταίο πρόσωπο για το οποίο θα ανησυχούσα μέσα σ’ αυτό τον λάκκο με τα φίδια. Απλώς η παρατήρησή του με ταράζει. «Είμαι αρραβωνιασμένη μαζί του» απαντώ όσο πιο ήρεμα μπορώ. Όμως αντί να το αφήσει να πέσει κάτω, ο Τζούλιαν γέρνει μπροστά. Το ήρεμο παρουσιαστικό του με γαληνεύει συνήθως, αλλά σήμερα νιώθω απογοήτευση. «Απλώς προσπαθώ να σε βοηθήσω. Ο Μ έιβεν είναι παιδί της μητέρας του». Αυτή τη φορά δεν μπορώ να κρατηθώ. «Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν» λέω απότομα. Ο Μέιβεν είναι φίλος μου. Ο Μέιβεν διακινδυνεύει περισσότερα από μένα. «Κρίνοντάς τον από τους γονείς του είναι σαν να κρίνεις εμένα για το αίμα μου. Επειδή μισείς τον βασιλιά και τη βασίλισσα δε σημαίνει ότι πρέπει να μισείς κι αυτόν». Ο Τζούλιαν με κοιτάζει με βλέμμα ευθύ που βγάζει φωτιές. Όταν μιλάει, η φωνή του ηχεί σαν μουγκρητό. «Μ ισώ τον βασιλιά επειδή δεν μπόρεσε να σώσει την αδελφή μου, επειδή την αντικατέστησε μ’ αυτή την οχιά. Μ ισώ τη βασίλισσα επειδή κατέστρεψε τη Σάρα Σκόνος, επειδή πήρε την κοπέλα που αγαπούσα και την τσάκισε. Επειδή έκοψε τη γλώσσα της Σάρας». Και προσθέτει σαν να θρηνεί: «Και είχε τόσο ωραία φωνή». Ένα κύμα ναυτίας με πλημμυρίζει. Αίφνης, η οδυνηρή σιωπή της Σάρας, τα βουλιαγμένα μάγουλά της εξηγούνται. Δεν είναι ν’ απορείς που ο Τζούλιαν την κάλεσε να με γιατρέψει∙ δε θα μπορούσε να πει πουθενά την αλήθεια. «Μ α…» ψελλίζω με σιγανή, βραχνή φωνή, «είναι θεραπεύτρια». «Οι θεραπεύτριες δέρματος δε θεραπεύουν τον εαυτό τους. Και
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
251
κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει την τιμωρία της βασίλισσας. Επομένως, η Σάρα αναγκάστηκε να ζει έτσι, ντροπιασμένη για πάντα». Η φωνή του είναι φορτισμένη από τις αναμνήσεις, η μία χειρότερη από την άλλη. «Οι Ασημένιοι δε δίνουν σημασία στον πόνο, αλλά είμαστε υπερήφανοι. Υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια, τιμή∙ αυτά είναι πράγματα που καμιά ικανότητα δεν μπορεί να αντικαταστήσει». Όσο άσχημα κι αν νιώθω για τη Σάρα, δεν μπορώ να μη φοβάμαι για τον εαυτό μου. Της έκοψαν τη γλώσσα για κάτι που είπε. Εμένα τι θα μου κάνουν; «Ξεχνάς τον εαυτό σου, κοριτσάκι του κεραυνού». Το υποκοριστικό είναι σαν χαστούκι στα μούτρα μου και με επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός σου. Κι αυτό δεν αλλάζει, επειδή έμαθες καλούς τρόπους. Δεν καταλαβαίνεις το παιχνίδι που παίζουμε». «Επειδή δεν είναι παιχνίδι, Τζούλιαν». Σπρώχνω το βιβλίο με τα αρχεία προς το μέρος του και ο κατάλογος με τα ονόματα των νεκρών πέφτει στην αγκαλιά του. «Εδώ πρόκειται για ζωή και για θάνατο. Δεν παίζω για έναν θρόνο, για ένα στέμμα ή για έναν πρίγκιπα. Δεν παίζω καθόλου. Είμαι διαφορετική». «Ναι, είσαι» μουρμουρίζει, διατρέχοντας με το δάχτυλο τις σελίδες. «Και γι’ αυτό κινδυνεύεις απ’ όλους. Ακόμα κι από τον Μ έιβεν. Ακόμα κι από μένα. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε». Το μυαλό του τρέχει αλλού και το βλέμμα του συννεφιάζει. Στο φως του δωματίου δείχνει γέρος και γκρίζος, ένας πικραμένος άνθρωπος που τον κατατρέχει μια νεκρή αδελφή, που είναι ερωτευμένος με μια τσακισμένη γυναίκα και καταδικασμένος να διδάσκει μια κοπέλα που μόνο ψέματα μπορεί να του πει. Πίσω του, βλέπω τον χάρτη μια άλλης εποχής. Όλος αυτός ο κόσμος είναι στοιχειωμένος. Κι έπειτα, μου έρχεται η χειρότερη σκέψη που έκανα ποτέ. Ο Σέιντ είναι ήδη το δικό μου φάντασμα. Ποιος άλλος θα τον
252
VICTORIA AVEYARD
συντροφέψει; «Μ ην κάνεις κανένα λάθος, κορίτσι μου» ψιθυρίζει τελικά. «Παίζεις το παιχνίδι σαν μαριονέτα κάποιου άλλου». Δεν έχω τη δύναμη να διαφωνήσω μαζί του. Σκέψου ό,τι θέλεις για μένα, Τζούλιαν. Δεν είμαι πιόνι κανενός. Πτολέμους Σάμος. Συνταγματάρχης Μάκανθος. Τα πρόσωπά τους χορεύουν στο κεφάλι μου, καθώς ο Καλ κι εγώ στριφογυρίζουμε στο δάπεδο του καθιστικού. Απόψε το φεγγάρι είναι στη χάση του, σβήνει σιγά σιγά, αλλά η ελπίδα μου ποτέ δεν ήταν δυνατότερη. Ο χορός είναι αύριο, και μετά, καλά, δεν είμαι σίγουρη πού θα μας βγάλει αυτός ο δρόμος. Όμως θα είναι ένας διαφορετικός δρόμος, ένα νέο μονοπάτι που θα μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον. Θα υπάρξουν παράπλευρες απώλειες, τραυματισμοί και θάνατοι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, όπως λέει ο Μ έιβεν. Ξέρουμε ωστόσο τους κινδύνους. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, η Ερυθρά Φρουρά θα έχει υψώσει τη σημαία της και θα τη δουν όλοι. Η Φάρλεϊ θα εμφανιστεί σε άλλο ένα βίντεο μετά την επίθεση και θα πει λεπτομερώς τα αιτήματά μας. Ισότητα, ελευθερία, ανεξαρτησία. Σε σύγκριση με μια γενικευμένη επανάσταση, φαίνεται καλή διαπραγμάτευση. Το σώμα μου γέρνει προς τα πίσω για να σχηματίσει αργά ένα τόξο που με κάνει να φωνάξω. Τα δυνατά χέρια του Καλ με αρπάζουν και με επαναφέρουν στη θέση μου στο δευτερόλεπτο. «Συγγνώμη» λέει κάπως αμήχανος, «Νόμιζα ότι ήσουν έτοιμη γι’ αυτό». Δεν είμαι έτοιμη. Είμαι φοβισμένη. Πιέζω τον εαυτό μου να γελάσει, να κρύψω αυτό που δεν μπορώ να του δείξω. «Όχι, εγώ φταίω. Το μυαλό μου ήταν αλλού πάλι». Δεν ξεγελιέται εύκολα. Σκύβει και με κοιτάζει στα μάτια. «Ακόμα ανησυχείς για τον χορό;» «Πιο πολύ απ’ όσο φαντάζεσαι». «Ένα βήμα τη φορά, είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις». Ύστερα βάζει τα γέλια και κάνουμε πάλι εύκολα βήματα. «Ξέρω
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
253
ότι δε θα το πιστέψεις, αλλά ούτε εγώ ήμουν πάντα ο καλύτερος χορευτής». «Μ ε σοκάρεις» λέω χαμογελώντας. «Νόμιζα ότι οι πρίγκιπες γεννιούνται με την ικανότητα να χορεύουν και να κάνουν αδιάφορες συζητήσεις». Εκείνος γελάει πάλι και επιταχύνει τον βηματισμό μας με την κίνηση. «Όχι εγώ. Αν ήταν στο χέρι μου, θα ήμουν σε κανένα συνεργείο ή στους στρατώνες, να φτιάχνω μηχανές ή να εκπαιδεύομαι. Δεν είμαι σαν τον Μ έιβεν, Αυτός είναι δυο φορές πρίγκιπας». Σκέφτομαι τον Μ έιβεν, τα ευγενικά του λόγια, τους τέλειους τρόπους του, την τέλεια γνώση της αυλής – όλα όσα υποκρίνεται ότι είναι για να κρύψει την αληθινή καρδιά του. Δυο φορές πρίγκιπας, πράγματι. «Όμως αυτός θα παραμείνει για πάντα πρίγκιπας» μουρμουρίζω, κλαψουρίζοντας σχεδόν σ’ αυτή τη σκέψη. «Κι εσύ θα γίνεις βασιλιάς». Η φωνή του χαμηλώνει για να ταιριάξει με τη δική μου και το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Μ ια θλίψη τον βασανίζει που κάθε μέρα μεγαλώνει. Ίσως δεν του αρέσει ο πόλεμος τόσο όσο νομίζω. «Καμιά φορά εύχομαι να ήταν αλλιώς τα πράγματα». Μ ιλάει σιγανά, αλλά η φωνή του γεμίζει το κεφάλι μου. Αν και ο χορός προβάλλει απειλητικός στον αυριανό ορίζοντα, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πιο πολύ εκείνον και τα χέρια του και την ελαφριά μυρωδιά του καμένου ξύλου που φαίνεται να ακολουθεί τον Καλ όπου πάει. Μ ου θυμίζει τη ζεστασιά, το φθινόπωρο, το σπίτι. Τα βάζω με την καρδιά μου που χτυπάει γρήγορα στη μελωδία, στη μουσική που ξεχειλίζει από ζωή. Η αποψινή βραδιά μού θυμίζει κατά κάποιον τρόπο τα μαθήματα του Τζούλιαν, τις ιστορίες του κόσμου πριν από τον δικό μας. Ήταν ένας κόσμος αυτοκρατοριών, διαφθοράς, πολέμων – και με περισσότερη ελευθερία απ’ όση γνώρισα ποτέ. Όμως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής χάθηκαν, τα όνειρά τους γκρεμίστηκαν και το μόνο που έμεινε είναι καπνός και στάχτη.
254
VICTORIA AVEYARD
Είναι στη φύση μας, θα έλεγε ο Τζούλιαν. Καταστρέφουμε. Είναι ίδιον του είδους μας. Ανεξάρτητα από το χρώμα του αίματος, ο άνθρωπος πάντα θα πέφτει. Πριν από μερικές μέρες, δεν καταλάβαινα αυτό το μάθημα, τώρα όμως, με τα χέρια του Καλ στα δικά μου, καθώς με οδηγεί, αγγίζοντάς με ανάλαφρα, αρχίζω να βλέπω τι εννοούσε. Νιώθω τον εαυτό μου να πέφτει. «Θα πας στ’ αλήθεια με τη λεγεώνα;» Ακόμα και οι λέξεις με τρομάζουν. Εκείνος κουνάει ελαφρά το κεφάλι. «Η θέση ενός στρατηγού είναι με τους άνδρες του». «Η θέση ενός πρίγκιπα είναι με την πριγκίπισσά του. Μ ε την Εβαγκελίν» προσθέτω με βιάση. Με την καλή σου, τη Μάρε, ουρλιάζει το μυαλό μου. Ο αέρας γύρω μας πυκνώνει, γίνεται πιο ζεστός, αν και ο Καλ δεν κουνιέται. «Θα είναι μια χαρά, νομίζω. Δεν είναι και τόσο δεμένη μαζί μου. Ούτε σε μένα θα λείψει». Αδυνατώντας να συναντήσω το βλέμμα του, επικεντρώνομαι σ’ αυτό που είναι μπροστά μου. Δυστυχώς τυχαίνει να είναι το στήθος του και ένα πολύ λεπτό πουκάμισο. Τον ακούω να κοντανασαίνει από πάνω μου. Ύστερα νιώθω τα δάχτυλά του κάτω από το πιγούνι μου, να σηκώνει το κεφάλι μου για να συναντήσω το βλέμμα του. Χρυσές φλόγες τρεμοπαίζουν στα μάτια του, αντανακλούν την εσωτερική του θερμότητα. «Όμως εσύ, Μ άρε, θα μου λείψεις». Όσο κι αν θέλω να μείνω ακίνητη, να σταματήσω τον χρόνο και ν’ αφήσω αυτή τη στιγμή να κρατήσει για πάντα, ξέρω ότι δεν είναι δυνατόν. Ό,τι κι αν νιώθω ή σκέφτομαι, ο Καλ δεν είναι ο πρίγκιπας για τον οποίο με προορίζουν. Και το σημαντικότερο, είναι στη λάθος πλευρά. Είναι εχθρός μου. Ο Καλ είναι απαγορευμένος. Έτσι, με διστακτικά, απρόθυμα βήματα, αποτραβιέμαι από την αγκαλιά του και βγαίνω από τον κύκλο της ζεστασιάς του που συνήθισα τόσο.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
255
«Δεν μπορώ» είναι το μόνο που λέω, αν και ξέρω ότι τα μάτια μου με προδίδουν. Ακόμα και τώρα νιώθω δάκρυα οργής και τύψης, δάκρυα που ορκίστηκα να μη χύσω. Αλλά το γεγονός ότι πάει στο πόλεμο, κάνει τον Καλ τολμηρό και απερίσκεπτο, κάτι που δεν ήταν πριν. Μ ε πιάνει από το χέρι και με τραβάει κοντά του. Προδίδει τον μοναδικό του αδελφό. Εγώ προδίδω την υπόθεσή μου, τον Μ έιβεν και τον εαυτό μου, αλλά δε θέλω να σταματήσω αυτό που συμβαίνει. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε. Τα χείλη του είναι πάνω στα δικά μου, σκληρά, ζεστά, πιεστικά. Το άγγιγμα είναι σαν ηλεκτρισμός, αλλά όχι σαν αυτόν που έχω συνηθίσει. Δεν είναι σπίθα καταστροφής, αλλά σπίθα ζωής. Όσο κι αν θέλω να τραβηχτώ, δεν μπορώ. Ο Καλ είναι βράχος κι εγώ, στο χείλος του, πέφτω στο κενό, χωρίς να σκεφτώ τι θα μπορούσε να συμβεί και στους δυο μας. Μ ια μέρα θα συνειδητοποιήσει ότι είμαι εχθρός του, κι όλα αυτά θα είναι μια μακρινή ανάμνηση. Όχι όμως ακόμα.
256
VICTORIA AVEYARD
ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ Χρειάζονται ώρες για να με βάψουν και να με μεταμορφώσουν στο κορίτσι που υποτίθεται ότι είμαι, αλλά νομίζω ότι έχουν περάσει μόνο λίγα λεπτά. Όταν οι υπηρέτριες με στήνουν μπροστά στον καθρέφτη, ζητώντας σιωπηλά την επιδοκιμασία μου, μόνο να γνέψω μπορώ στην κοπελίτσα που με κοιτάζει από τον καθρέφτη. Φαίνεται πανέμορφη και τρομοκρατημένη από αυτό που θα συμβεί, τυλιγμένη σε αστραφτερές μεταξωτές αλυσίδες. Πρέπει να την κρύψω, την τρομαγμένη κοπελίτσα. Πρέπει να χαμογελώ και να χορεύω, και να φαίνομαι σαν κι αυτούς. Μ ε μεγάλη προσπάθεια, αποβάλλω τον φόβο μου. Ο φόβος θα με σκοτώσει. Ο Μ έιβεν με περιμένει στο βάθος του διαδρόμου, μια σκιά στην επίσημη στολή του. Το μαύρο χρώμα τονίζει τα μάτια του, το έντονο γαλάζιο πάνω στο χλομό, λευκό δέρμα του. Δε φαίνεται καθόλου φοβισμένος, αλλά είναι πρίγκιπας. Είναι Ασημένιος. Δε θα λυγίσει. Απλώνει το χέρι του και το παίρνω ευχαρίστως. Περιμένω να με κάνει να νιώσω ασφαλής ή δυνατή, ή και τα δύο, αλλά το άγγιγμά του μου θυμίζει τον Καλ και την προδοσία μας. Η περασμένη νύχτα έρχεται έντονα στο μυαλό μου, κάθε ανάσα,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
257
κάθε φιλί. Για μια φορά, ο Μ έιβεν δεν παρατηρεί την αμηχανία μου. Σκέφτεται πιο σημαντικά πράγματα. «Είσαι πολύ όμορφη, λέει σιγανά, δείχνοντας με το κεφάλι το φόρεμά μου. Δε συμφωνώ μαζί του. Είναι ένα ανόητο, υπερβολικό και περίπλοκο πράγμα από πορφυρά πετράδια που αστράφτουν σε κάθε μου κίνηση και με κάνουν να μοιάζω με γυαλιστερό σκιάχτρο. Παρ’ όλα αυτά, υποτίθεται ότι είμαι αρχόντισσα απόψε, μια μέλλουσα πριγκίπισσα, έτσι κουνάω το κεφάλι και χαμογελώ με χάρη. Δεν μπορώ όμως να μη θυμάμαι ότι τα χείλη μου, που τώρα χαμογελούν στον Μ έιβεν, τα φιλούσε ο αδελφός του χθες βράδυ. «Θέλω μόνο να τελειώσει». «Δε θα τελειώσει απόψε, Μ άρε. Θα κρατήσει πολύ καιρό. Το ξέρεις αυτό, σωστά;» Μ ιλάει σαν μεγάλος άνθρωπος, σαν σοφός, όχι σαν δεκαεπτάχρονο αγόρι. Όταν διστάζω, χωρίς να ξέρω πραγματικά πώς νιώθω, σφίγγει το σαγόνι. «Μ άρε;» μουρμουρίζει, και ακούω το τρέμουλο στη φωνή του. «Φοβάσαι, Μ έιβεν;» Τα λόγια μου είναι σιγανά, ένας ψίθυρος. «Εγώ φοβάμαι». Το βλέμμα του σκληραίνει, μετατρέπεται σε γαλάζιο ατσάλι. «Φοβάμαι μήπως αποτύχουμε. Φοβάμαι μήπως αφήσουμε αυτή την ευκαιρία να περάσει. Και φοβάμαι γι’ αυτό που θα συμβεί αν τούτος ο κόσμος δεν αλλάξει ποτέ». Γίνεται καυτός κάτω από το άγγιγμά μου, από την αποφασιστικότητά του. «Αυτό με τρομάζει πιο πολύ κι από τον θάνατο». Είναι δύσκολο να μην παρασυρθώ από τα λόγια του και γνέφω καταφατικά. Πώς μπορώ να κάνω πίσω; Δε θα λυγίσω. «Σήκω», μουρμουρίζει, τόσο σιγά που μετά βίας τον ακούω. Κόκκινη σαν την αυγή. Η λαβή του γίνεται πιο σφιχτή, καθώς φτάνουμε στον προθάλαμο μπροστά στους ανελκυστήρες. Μ ια ομάδα Σκοπών φρουρούν τον βασιλιά και τη βασίλισσα, που μας περιμένουν. Ο Καλ και η Εβαγκελίν είναι άφαντοι, κι ελπίζω να μείνουν μακριά.
258
VICTORIA AVEYARD
Όσο λιγότερο τους βλέπω μαζί τόσο πιο ευτυχισμένη θα είμαι. Η βασίλισσα Ελάρα φοράει ένα αστραφτερό τερατούργημα σε κόκκινο, μαύρο, άσπρο και μπλε, τα χρώματα του οίκου της και του οίκου του συζύγου της. Έχει ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη και κοιτάζει μέσα από μένα τον γιο της. «Εδώ είμαστε» λέει ο Μ έιβεν, αφήνοντας το χέρι μου για να σταθεί στο πλευρό της μητέρας του. Νιώθω στο δέρμα μου μια παράξενη παγωνιά χωρίς αυτόν. «Λοιπόν, πόση ώρα πρέπει να μείνω εδώ;» Η φωνή του έχει έναν κλαψιάρικο τόνο. Παίζει καλά τον ρόλο του. Όσο πιο πολύ αποσπάει την προσοχή της τόσο περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας έχουμε. Αν τύχει και μπει σε λάθος κεφάλι, τα πάντα θα γίνουν καπνός. Και θα μας σκοτώσουν όλους από πάνω. «Μ έιβεν, δεν μπορείς να έρχεσαι και να φεύγεις όποτε σου αρέσει. Έχεις καθήκοντα και θα μείνεις όσο χρειαστεί». Τον κοιτάζει με αγάπη και του φτιάχνει τον γιακά, τα μετάλλια, τα μανίκια του, και για μια στιγμή δε με προσέχει. Είναι η γυναίκα που εισέβαλε στις σκέψεις μου, που με απομάκρυνε από τη ζωή μου, η γυναίκα που μισώ, που έχει ωστόσο κάτι καλό. Λατρεύει τον γιο της. Και παρ’ όλα τα λάθη της, ο Μ έιβεν την αγαπά. Ο βασιλιάς Τιβέριας, από την άλλη, δε φαίνεται να ενοχλείται καθόλου από τον Μ έιβεν. Μ ετά βίας του ρίχνει μια ματιά. «Το παιδί απλώς βαριέται. Οι μέρες του περνούν ανούσια. Δεν υπάρχει ενθουσιασμός και συγκίνηση όπως στο μέτωπο» λέει, χαϊδεύοντας την περιποιημένη γενειάδα του. «Χρειάζεσαι έναν σκοπό, Μ έιβεν». Για μια στιγμή, η μάσκα της βαρεμάρας του πρίγκιπα πέφτει. Έχω σκοπό, φωνάζουν τα μάτια του, αλλά κρατά το στόμα του κλειστό. «Ο Καλ έχει τη λεγεώνα του, ξέρει τι κάνει, ξέρει τι θέλει. Πρέπει να σκεφτείς κι εσύ με τι θα ήθελες να ασχοληθείς». «Ναι, πατέρα» λέει ο Μ έιβεν. Αν και προσπαθεί να το κρύψει, μια σκιά περνάει από το πρόσωπό του. Ξέρω αυτό το ύφος πολύ καλά. Το έπαιρνα κι εγώ όταν οι γονείς μου υπαινίσσονταν ότι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
259
έπρεπε να γίνω σαν την Γκίζα, πράγμα αδύνατο. Πήγαινα για ύπνο, μισώντας τον εαυτό μου. Ευχόμουν να μπορούσα ν’ αλλάξω, να μπορούσα να είμαι ήσυχη και ταλαντούχα και όμορφη σαν κι αυτή. Τίποτα δε σε πληγώνει πιο πολύ από αυτό το συναίσθημα. Όμως ο βασιλιάς δεν παρατηρεί τον πόνο του Μ έιβεν, όπως ακριβώς οι γονείς μου δεν παρατήρησαν ποτέ τον δικό μου. «Νομίζω ότι η βοήθεια που μου προσφέρει για να προσαρμοστώ εδώ είναι ένας σκοπός για τον Μ έιβεν» λέω, με την ελπίδα να τραβήξω την αποδοκιμαστική ματιά του βασιλιά. Όταν ο Τιβέριας γυρίζει προς το μέρος μου, ο Μ έιβεν αναστενάζει και μου στέλνει ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. «Και τι δουλειά έκανε!» απαντάει ο βασιλιάς, κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω. Ξέρω ότι θυμάται το φτωχό Κόκκινο κορίτσι που αρνήθηκε να υποκλιθεί μπροστά του. «Απ’ ό,τι ακούω, κοντεύεις να γίνεις σωστή κυρία πια». Όμως το προσποιητό χαμόγελο δε φτάνει στα μάτια του, που με κοιτάζουν με καχυποψία. Ήθελε να με σκοτώσει στην αίθουσα του θρόνου για να προστατέψει τον θρόνο του και την ισορροπία της χώρας του, και δε νομίζω ότι αυτή η τάση θα σβήσει ποτέ. Είμαι μια απειλή, αλλά είμαι επίσης μια επένδυση. Θα με χρησιμοποιήσει όποτε θελήσει και θα με σκοτώσει όποτε χρειαστεί. «Είχα καλή βοήθεια, βασιλιά μου». Υποκλίνομαι, για να δείξω ότι τάχα κολακεύτηκα, παρότι δε με νοιάζει διόλου τι σκέφτεται. Η γνώμη του δεν αξίζει ούτε τη σκουριά της αναπηρικής καρέκλας του πατέρα μου. «Είμαστε έτοιμοι;» λέει η φωνή του Καλ, που κάνει θρύψαλα τις σκέψεις μου. Το σώμα μου αντιδρά και γυρίζει για να τον δει που μπαίνει στην αίθουσα. Το στομάχι μου ανακατεύεται, αλλά όχι από συγκίνηση ή νεύρα ή για οποιαδήποτε άλλη ανοησία μιλάνε τα κορίτσια. Νιώθω αηδία για τον εαυτό μου, γι’ αυτό που επέτρεψα να συμβεί – γι’ αυτό που θέλησα να συμβεί. Αν και προσπαθεί να
260
VICTORIA AVEYARD
συναντήσει το βλέμμα μου, εγώ στρέφω αλλού τα μάτια, στην Εβαγκελίν που κρέμεται από το μπράτσο του. Φοράει πάλι μεταλλικό κοστούμι και καταφέρνει να χαμογελά χωρίς να κουνά τα χείλη της. «Μ εγαλειότατε! Μ εγαλειοτάτη!» μουρμουρίζει με μια απίστευτα τέλεια υπόκλιση. Ο Τιβέριας της χαμογελά – στη μνηστή του γιού του–, προτού χτυπήσει φιλικά τον Καλ στον ώμο. «Εσένα περιμέναμε, γιε μου», λέει χαρούμενα. Όταν στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο, η ομοιότητα είναι αναμφισβήτητη – ίδια μαλλιά, ίδια χρυσοκόκκινα μάτια, ακόμα και η στάση του σώματος. Ο Μ έιβεν παρακολουθεί. Τα γαλάζια μάτια του είναι γλυκά και σκεφτικά, ενώ η μητέρα του τον κρατά σφιχτά από το μπράτσο. Μ ε την Εβαγκελίν από τη μια πλευρά και τον πατέρα του από την άλλη, ο Καλ δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να συναντά το βλέμμα μου. Κουνάει ελαφρά το κεφάλι και ξέρω ότι είναι ο μόνος χαιρετισμός που μου αξίζει. Παρά τη διακόσμηση, η αίθουσα χορού φαντάζει ίδια όπως πριν από έναν μήνα περίπου, όταν η βασίλισσα με έφερε σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο, τότε που μου αφαίρεσαν επισήμως το όνομα και την ταυτότητά μου. Μ ου έδωσαν ένα δυνατό χτύπημα εδώ μέσα και τώρα είναι η σειρά μου να το ανταποδώσω. Απόψε θα χυθεί αίμα. Όμως δεν κάνει να το σκέφτομαι αυτό τώρα. Πρέπει να στέκομαι μαζί με τους άλλους, να μιλάω με τα εκατοντάδες μέλη της αυλής που περιμένουν στη σειρά να ανταλλάξουν δυο λόγια με τη βασιλική οικογένεια και με μια παρείσακτη Κόκκινη ψεύτρα. Ρίχνω μια ματιά στην ουρά, αναζητώντας τους σταμπαρισμένους – τους στόχους που έδωσε ο Μ έιβεν στη Φρουρά, τις σπίθες για ν’ ανάψει η φωτιά. Ο Ρέιναλντ, η συνταγματάρχης, ο Μπελίκος – και ο Πτολέμους. Ο αδελφός της Εβαγκελίν με τα ασημένια μαλλιά και τα μαύρα μάτια. Είναι από τους πρώτους που μας χαιρετά, καθώς στέκεται πίσω από τον αυστηρό πατέρα του, ο οποίος σπεύδει κοντά στη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
261
θυγατέρα του. Όταν με πλησιάζει ο Πτολέμους, πασχίζω να καταπολεμήσω τη ναυτία μου. Δεν έχω ξανακάνει κάτι τόσο δύσκολο, να κοιτάζω στα μάτια έναν ζωντανό νεκρό. «Τα συγχαρητήριά μου» λέει, με φωνή σκληρή σαν πέτρα. Το χέρι που απλώνει είναι το ίδιο σταθερό. Δε φοράει στρατιωτική στολή, αλλά ένα κοστούμι από μαύρο μέταλλο που είναι φτιαγμένο από λείες, γυαλιστερές φολίδες. Είναι πολεμιστής, αλλά όχι στρατιώτης. Όπως ο πατέρας του πριν από αυτόν, ο Πτολέμους είναι επικεφαλής της φρουράς στο Αρχαίον. Προστατεύει την πρωτεύουσα με τον δικό του στρατό. Η κεφαλή ενός φιδιού, τον είπε κάποτε ο Μ έιβεν. Κόψε την και οι υπόλοιποι θα πεθάνουν. Το αρπακτικό του βλέμμα είναι στραμμένο στην αδελφή του, ενώ κρατά το χέρι μου. Μ ’ αφήνει βιαστικά, κι αφού περνά στα γρήγορα μπροστά από τον Μ έιβεν και τον Καλ, αγκαλιάζει την Εβαγκελίν σε μια σπάνια επίδειξη αγάπης. Ξαφνιάζομαι που τα ανόητα μεταλλικά ρούχα τους δεν μπλέκονται μεταξύ τους. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, δε θα αγκαλιάσει ποτέ ξανά την αδελφή του. Η Εβαγκελίν θα έχει χάσει έναν αδελφό, όπως κι εγώ. Παρότι γνωρίζω αυτόν τον πόνο από πρώτο χέρι, δεν καταφέρνω να νιώσω λύπη για δαύτη. Ιδίως έτσι που τη βλέπω να στηρίζεται πάνω στον Καλ. Είναι εντελώς διαφορετικοί στην εμφάνιση, εκείνος με την απλή στολή του, ενώ εκείνη γυαλοκοπά σαν αστέρι σε μια αμφίεση από αιχμηρές ακίδες. Θα ήθελα να τη σκοτώσω, θα ήθελα να είμαι στη θέση της. Όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η Εβαγκελίν και ο Καλ δεν είναι το πρόβλημά μου απόψε. Καθώς ο Πτολέμους εξαφανίζεται και περισσότεροι άνθρωποι περνούν με ψυχρά χαμόγελα και απότομα λόγια, είναι πιο εύκολο να ξεχαστώ. Ο Οίκος Άιραλ χαιρετά κατόπιν, με επικεφαλής την ευκίνητη, χαλαρή Έιρα την Πάνθηρα. Μ ε έκπληξη την βλέπω να κάνει μια βαθιά υπόκλιση μπροστά μου, χαμογελώντας. Όμως υπάρχει κάτι περίεργο σ’ αυτό, κάτι που μου λέει ότι ξέρει περισσότερα απ’ όσα αφήνει να εννοηθούν. Περνάει χωρίς λέξη,
262
VICTORIA AVEYARD
χωρίς να με υποβάλει σε άλλη μια ανάκριση. Η Σόνια ακολουθεί τη γιαγιά της, αγκαζέ με έναν άλλο στόχο: τον Ρέιναλντ Άιραλ, τον εξάδελφό της. Ο Μ έιβεν μου είπε ότι είναι οικονομικός σύμβουλος, μια ιδιοφυΐα που χρηματοδοτεί τον στρατό χάρη στους φόρους και στα εμπορικά σχήματα. Αν πεθάνει, το ίδιο θα συμβεί και στο χρήμα, αλλά και στον πόλεμο. Είμαι πρόθυμη να ανταλλάξω έναν φοροσυλλέκτη γι’ αυτό. Όταν παίρνει το χέρι μου στο δικό του, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι τα μάτια του είναι παγωμένα και τα χέρια του απαλά. Αυτά τα χέρια δε θ’ αγγίξουν ποτέ ξανά τα δικά μου. Δε θα είναι τόσο εύκολο να ξεφορτωθώ τη συνταγματάρχη Μ άκανθος που πλησιάζει. Η ουλή στο πρόσωπό της φαίνεται ολοκάθαρα, ιδίως απόψε που όλοι είναι ιδιαίτερα περιποιημένοι. Μ πορεί να μη νοιάζεται για τη Φρουρά, αλλά ούτε τη βασίλισσα πίστεψε. Δεν ήταν πρόθυμη να καταπιεί τα ψέματα που μας τάισε η Μ εγαλειοτάτη. Η λαβή της είναι δυνατή καθώς με χαιρετά. Να και κάποιος που δε φοβάται ότι θα σπάσω σαν γυαλί. «Σου εύχομαι κάθε ευτυχία, αρχόντισσα Μ αρέενα. Βλέπω ότι εκείνος εκεί σου ταιριάζει». Δείχνει με το κεφάλι της τον Μ έιβεν. «Δε μοιάζεις με τη φαντασιόπληκτη Σάμος» προσθέτει με έναν παιχνιδιάρικο ψίθυρο. «Θα γίνει θλιβερή βασίλισσα, ενώ εσύ μια ευτυχισμένη πριγκίπισσα, θυμήσου τα λόγια μου». «Τα θυμάμαι» ψιθυρίζω. Καταφέρνω να χαμογελάσω, παρότι η ζωή της σύντομα θα λάβει τέλος. Όσα ευγενικά λόγια κι αν πει, τα λεπτά της είναι μετρημένα. Ύστερα προχωρά στον Μ έιβεν. Τη στιγμή που του σφίγγει το χέρι και τον προσκαλεί να επιθεωρήσει τα στρατεύματά της σε μία εβδομάδα περίπου, μαντεύω ότι κι αυτός είναι συγκινημένος. Όταν η Μ άκανθος απομακρύνεται, μου πιάνει το χέρι και μου το σφίγγει καθησυχαστικά. Ξέρω ότι λυπάται που την κατέδωσε, αλλά ο θάνατός της, όπως του Ρέινολντ, όπως του Πτολέμους, θα χρησιμεύσει για έναν σκοπό. Η ζωή της δε θα πάει χαμένη τελικά.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
263
Ο επόμενος στόχος βρίσκεται ακόμα αρκετά μακριά στη σειρά. Ανήκει σε κατώτερο οίκο. Όταν ο Μ πελίκος Λέρολαν πλησιάζει, βλέπω ότι έχει ευγενικό χαμόγελο, καστανά μαλλιά και ρούχα στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος για να ταιριάζουν με αυτά του οίκου του. Αντίθετα από τους άλλους που χαιρέτησα απόψε, φαίνεται εγκάρδιος και καλός άνθρωπος. Το χαμόγελο στα μάτια του είναι αληθινό, το ίδιο και η χειραψία του. «Ευχαρίστησή μου, αρχόντισσα Μ αρέενα». Κλίνει το κεφάλι σε χαιρετισμό, ευγενικός μέχρι παρεξηγήσεως. «Ελπίζω να είμαι στην υπηρεσία σας πολλά χρόνια ακόμα». Του χαμογελώ, προσποιούμενη ότι θα υπάρξουν πολλά χρόνια ακόμα, αλλά είναι δύσκολο να κρατήσω αυτή τη στάση όσο περνούν τα δευτερόλεπτα. Όταν εμφανίζεται η γυναίκα του, κρατώντας τα δίδυμα αγοράκια του, θέλω να ουρλιάξω. Θα είναι γύρω στα τέσσερα, ξεφωνίζουν σαν κουταβάκια και τριγυρίζουν στα πόδια του πατέρα τους. Εκείνος χαμογελάει γλυκά, ένα χαμόγελο μόνο γι’ αυτά. Διπλωμάτη, τον αποκάλεσε ο Μ έιβεν. Είπε ότι είναι πρέσβης στους συμμάχους μας στο Πιεμόν, κάτω στον νότο. Χωρίς αυτόν, οι δεσμοί μας με αυτή τη χώρα και τον στρατό της θα διακοπούν, αναγκάζοντας τη Νόρτα να μείνει μόνη εναντίον της κόκκινης αυγής μας. Είναι άλλη μια θυσία που πρέπει να κάνουμε, άλλο ένα όνομα που θα σβήσουμε. Και είναι πατέρας. Είναι πατέρας και πρόκειται να τον σκοτώσουμε. «Ευχαριστώ, Μ πελίκος» λέει ο Μ έιβεν, ανταλλάσσοντας χειραψία μαζί του, ενώ προσπαθεί να απομακρύνει τους Λέρολαν προτού λυγίσω. Προσπαθώ να μιλήσω, αλλά το μόνο που σκέφτομαι είναι τον πατέρα που θα κλέψω από τόσο μικρά παιδιά. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, θυμάμαι τον Κίλορν να κλαίει μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ήταν τόσο μικρός κι αυτός. «Μ ας συγχωρείτε ένα λεπτό». Η φωνή του Μ έιβεν θαρρείς κι έρχεται από μακριά, καθώς μιλάει. «Η Μ αρέενα δεν έχει συνηθίσει ακόμα τις συγκινήσεις της αυλής».
264
VICTORIA AVEYARD
Πριν προλάβω να ρίξω άλλη μια ματιά στον καταδικασμένο πατέρα, ο Μ έιβεν με απομακρύνει βιαστικά. Κάποιοι μας κοιτάζουν με περιέργεια και νιώθω το βλέμμα του Καλ να μας ακολουθεί. Σχεδόν παραπατώ, αλλά ο Μ έιβεν με κρατάει όρθια και με σπρώχνει σε ένα μπαλκόνι. Κανονικά, ο καθαρός αέρας θα μ’ ευχαριστούσε, αλλά αμφιβάλλω αν κάτι μπορεί να με βοηθήσει αυτή τη στιγμή. «Παιδιά». Η λέξη βγαίνει με δυσκολία από το στόμα μου. «Είναι πατέρας». Ο Μ έιβεν μ’ αφήνει και πέφτω πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού. Δε φεύγει ωστόσο. Στο φως του φεγγαριού, τα μάτια του είναι ψυχρά σαν πάγος, γυαλίζουν και με κοιτάζουν έντονα. Μ ε πιάνει από τους ώμους, με παγιδεύει στα δυο του χέρια και με αναγκάζει να τον ακούσω. «Και ο Ρέιναλντ είναι πατέρας. Η συνταγματάρχης έχει κι αυτή παιδιά. Ο Πτολέμους είναι τώρα αρραβωνιασμένος με τη θυγατέρα των Χέβεν. Όλοι έχουν ανθρώπους, όλοι έχουν κάποιον που θα τους κλάψει». Οι λέξεις με δυσκολία βγαίνουν από το στόμα του. Είναι καταρρακωμένος όπως εγώ. «Δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί στον τρόπο που θα βοηθήσουμε την υπόθεση, Μ άρε. Πρέπει να κάνουμε αυτό που μπορούμε, όποιο κι αν είναι το κόστος». «Δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό». «Νομίζεις ότι θέλω να το κάνω εγώ;» ψιθυρίζει, πολύ κοντά στο πρόσωπό μου. «Όλους τους γνωρίζω και με πονάει που τους προδίδω, αλλά πρέπει να γίνει. Σκέψου τι θ’ αγοράσουμε με τη ζωή τους, τι θα καταφέρουμε με τον θάνατό τους. Πόσοι από τον λαό σου θα μπορέσουν να σωθούν; Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει αυτό!» Σταματάει και κλείνει σφιχτά τα μάτια. Όταν συνέρχεται, απλώνει το χέρι και μου χαϊδεύει απαλά το μάγουλο. «Συγγνώμη, εγώ απλώς…» Η φωνή του τρέμει. «Ίσως δεν μπορείς να καταλάβεις πού θα μας οδηγήσει η αποψινή νύχτα, αλλά εγώ μπορώ. Και ξέρω ότι θ’ αλλάξει τα πράγματα».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
265
«Σε πιστεύω» ψιθυρίζω και παίρνω το χέρι του στο δικό μου. «Απλώς εύχομαι να μη χρειαζόταν να γίνει μ’ αυτόν τον τρόπο». Πάνω από τον ώμο του, στην αίθουσα χορού, η σειρά των καλεσμένων φθίνει. Οι χειραψίες και τα αστεία τελειώνουν. Τώρα αρχίζει πραγματικά η νύχτα. «Πρέπει, όμως, Μ άρε. Ειλικρινά, αυτό πρέπει να κάνουμε». Όσο κι αν πονάει, όσο κι αν η καρδιά μου σφίγγεται και ματώνει, συμφωνώ. «Εντάξει». «Είστε καλά εσείς οι δυο εκεί πέρα;» Για μια στιγμή, η φωνή του Καλ ηχεί παράξενη και διαπεραστική, αλλά ξεροβήχει καθώς εμφανίζεται στο μπαλκόνι. Το βλέμμα του πέφτει στο πρόσωπό μου. «Είσαι έτοιμη γι’ αυτό, Μ άρε;» Ο Μ έιβεν απαντά αντί για μένα. «Έτοιμη είναι». Απομακρυνόμαστε μαζί από τα κάγκελα, από τη νύχτα και το τελευταίο κομμάτι ησυχίας που μπορεί να έχουμε ποτέ. Καθώς περνάμε κάτω από την αψίδα, νιώθω ένα στιγμιαίο άγγιγμα στο μπράτσο μου: ο Καλ. Κοιτάζω πίσω και τον βλέπω να με κοιτάζει ακόμα, με τα δάχτυλα τεντωμένα. Τα μάτια του είναι πιο σκοτεινά από ποτέ, φλέγονται από κάποια παράξενη συγκίνηση που δεν μπορώ να καταλάβω. Αλλά πριν προλάβει να μιλήσει, η Εβαγκελίν εμφανίζεται στο πλευρό του. Όταν την πιάνει από το χέρι, γυρίζω αλλού το βλέμμα. Ο Μ έιβεν με οδηγεί στο κέντρο της αίθουσας χορού. «Αυτό είναι το δύσκολο μέρος» λέει, προσπαθώντας να με ηρεμήσει. Τα λόγια του έχουν αποτέλεσμα και τα ρίγη που με διαπερνούν ολόκληρη σταματούν. Στην αρχή χορεύουμε εμείς οι τέσσερις, οι δυο πρίγκιπες και οι μέλλουσες σύζυγοί τους, μπροστά σε όλους. Άλλη μια επίδειξη δύναμης και εξουσίας. Επιδεικνύουν τις δυο κοπέλες που κέρδισαν μπροστά σε όλες τις οικογένειες που έχασαν. Αυτή τη στιγμή είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω, αλλά είναι για την υπόθεση. Καθώς η ηλεκτρονική μουσική που μισώ ζωντανεύει, συνειδητοποιώ ότι είναι τουλάχιστον ένας χορός που
266
VICTORIA AVEYARD
αναγνωρίζω. Ο Μ έιβεν τα χάνει όταν τα πόδια μου κινούνται σωστά. «Έκανες πρόβες;» Με τον αδελφό σου. «Λιγάκι». «Είσαι όλο εκπλήξεις» λέει και βρίσκει τη δύναμη να χαμογελάσει. Δίπλα μας, ο Καλ στροβιλίζεται με την Εβαγκελίν. Μ οιάζουν όπως πρέπει να είναι ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, μεγαλοπρεπείς, ψυχροί και ωραίοι. Όταν το βλέμμα του Καλ συναντά το δικό μου, τη στιγμή που τα χέρια του σφίγγουν τα δικά της, νιώθω ένα σωρό πράγματα, διόλου ευχάριστα, φυσικά. Αλλά αντί να αδιαφορήσω, πάω πιο κοντά στον Μ έιβεν. Εκείνος με κοιτάζει με τα γαλάζια του μάτια ορθάνοιχτα, καθώς αρχίζει πάλι η μουσική. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Καλ εκτελεί τα βήματά του, οδηγώντας την Εβαγκελίν στον ίδιο χορό που μου έμαθε. Είναι πολύ καλύτερη, φυσικά, γεμάτη χάρη και άγρια ομορφιά. Πάλι νιώθω αποτυχημένη. Στριφογυρίζουμε στην πίστα, ακολουθώντας τη μουσική, τριγυρισμένοι από ψυχρούς θεατές. Τώρα μπορώ κι αναγνωρίζω τα πρόσωπα. Ξέρω τους οίκους, τα χρώματα, τις ικανότητες, τις ιστορίες, ποιον να φοβάμαι, ποιον να λυπάμαι. Μ ας παρακολουθούν με πεινασμένα μάτια και ξέρω γιατί. Πιστεύουν ότι είμαστε το μέλλον, ο Καλ, ο Μ έιβεν, η Εβαγκελίν, ακόμα κι εγώ. Πιστεύουν ότι παρακολουθούν έναν βασιλιά και μια βασίλισσα, έναν πρίγκιπα και μια πριγκίπισσα. Αλλά είναι ένα μέλλον που δεν έχω σκοπό να επιτρέψω να συμβεί. Στον τέλειο κόσμο μου, ο Μ έιβεν δε θα χρειάζεται να κρύβει την καρδιά του, ούτε εγώ να κρύβω ποια είμαι πραγματικά. Ο Καλ δε θα έχει στέμμα να φορέσει ούτε θρόνο να προστατέψει. Αυτοί οι άνθρωποι δε θα έχουν πια τείχη για να κρυφτούν πίσω τους. Η αυγή θα έρθει για όλους. Χορεύουμε άλλους δύο χορούς, ενώ κι άλλα ζευγάρια ανεβαίνουν στην πίστα. Το στροβίλισμα των χρωμάτων κρύβει εντελώς τον Καλ και την Εβαγκελίν, ώσπου έχω την αίσθηση ότι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
267
ο Μ έιβεν κι εγώ στριφογυρίζουμε μόνοι μας. Για μια στιγμή, το πρόσωπο του Καλ αιωρείται μπροστά μου, αντικαθιστώντας εκείνο του αδελφού του και νομίζω ότι βρίσκομαι πάλι στο φεγγαρόλουστο δωμάτιο. Όμως ο Μ έιβεν δεν είναι ο Καλ, όσο κι αν το επιθυμεί ο πατέρας του. Δεν είναι στρατιώτης, δε θα γίνει βασιλιάς, αλλά είναι πιο γενναίος. Και είναι πρόθυμος να κάνει το σωστό. «Ευχαριστώ, Μ έιβεν» ψιθυρίζω. Μ όλις που ακούγομαι με αυτή τη φρικτή μουσική. Δε χρειάζεται να ρωτήσει τι εννοώ. «Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς». Η φωνή του είναι παράξενα βραχνή, σπασμένη σχεδόν καθώς τα μάτια του σκοτεινιάζουν. «Για τίποτα». Πρώτη φορά βρίσκομαι τόσο πολύ κοντά του, η μύτη μου μερικά εκατοστά μόλις από το μάγουλό του. Αισθάνομαι την καρδιά του να χτυπά κάτω από τα χέρια μου, σε απόλυτο συντονισμό με τη δική μου. Ο Μέιβεν είναι παιδί της μητέρας του, είπε κάποτε ο Τζούλιαν. Κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Χορεύοντας πάντα, ο Μ έιβεν κι εγώ βρισκόμαστε στην άκρη της πίστας, που είναι τώρα γεμάτη από άρχοντες και αρχόντισσες. Κανείς δε θα παρατηρήσει ότι φεύγουμε. «Αναψυκτικό;» μουρμουρίζει ένας υπηρέτης, που κουβαλάει ένα δίσκο με ένα αφρώδες χρυσαφί ποτό. Του κάνω νόημα να φύγει, αλλά αναγνωρίζω τα πράσινα μάτια του. Χρειάζεται να δαγκώσω τη γλώσσα μου για να μη φωνάξω το όνομά του δυνατά. Κίλορν. Παραδόξως, η κόκκινη στολή τού πάει και, για μια φορά, κατάφερε να καθαρίσει τη βρομιά από το πρόσωπό του. Έχω την αίσθηση ότι ο νεαρός ψαράς που γνώριζα χάθηκε για πάντα. «Αυτό το πράγμα μου προκαλεί φαγούρα» λέει μέσα από τα δόντια του. Όχι εντελώς, ίσως. «Δε θα τη φοράς για πολύ ακόμα» λέει ο Μ έιβεν. «Είναι όλα εντάξει;» Ο Κίλορν κουνάει καταφατικά το κεφάλι, με το βλέμμα στραμμένο στον κόσμο. «Επάνω είναι έτοιμοι».
268
VICTORIA AVEYARD
Από πάνω μας, Σκοποί είναι μαζεμένοι σε έναν εξώστη που προεξέχει, παραταγμένοι στους τοίχους. Αλλά πάνω από αυτούς, στα κοιλώματα των παραθύρων και στα μικρά μπαλκόνια δεν υπάρχουν Σκοποί. «Εσύ απλώς θα δώσεις το σύνθημα» ψιθυρίζει, καθώς προτείνει τον δίσκο και το αθώο ποτήρι με το χρυσαφί ποτό. Ο Μ έιβεν ορθώνει το κορμί, ενώ ο ώμος του ακουμπά τον δικό μου για να με στηρίξει. «Μ άρε;» Η σειρά μου τώρα. «Είμαι έτοιμη» μουρμουρίζω, καθώς ανακαλώ στη μνήμη μου το σχέδιο που μου ψιθύρισε ο Μ έιβεν πριν από μερικά βράδια. Τρέμοντας, αφήνω το οικείο βουητό του ηλεκτρισμού να με πλημμυρίσει, ώσπου νιώθω κάθε φως και κάμερα να λάμπει στο κεφάλι μου. Σηκώνω το ποτήρι και πίνω το ποτό μονορούφι. Ο Κίλορν παίρνει στα γρήγορα το ποτήρι. «Ένα λεπτό». Η φωνή του ηχεί απόλυτα κατηγορηματική. Ύστερα προχωρεί κρατώντας πάντα τον δίσκο του προς το πλήθος, ώσπου δεν τον βλέπω πια. Τρέχα, παρακαλώ, ελπίζοντας ότι είναι αρκετά ταχύς. Ο Μ έιβεν με αφήνει με τη σειρά του για να φέρει σε πέρας τη δική του δουλειά στο πλευρό της μητέρας του. Κατευθύνομαι προς το κέντρο του πλήθους, αν και νιώθω ότι ο ηλεκτρισμός απειλεί να γίνει ανεξέλεγκτος. Όμως δεν μπορώ να τον ελευθερώσω ακόμα. Όχι προτού αρχίσουν. Τριάντα δευτερόλεπτα. Μ προστά μου, διακρίνω τον βασιλιά Τιβέριας να γελάει με τον αγαπημένο του γιο. Φαίνεται ότι είναι στο τρίτο ποτήρι κρασί και τα μάγουλά του έχουν πάρει ασημένιο χρώμα, ενώ ο Καλ πίνει ευγενικά νερό. Κάπου στα αριστερά μου, ακούω το διαπεραστικό γέλιο της Εβαγκελίν. Μ άλλον θα διασκεδάζει με τον αδελφό της. Μ έσα στην αίθουσα, τέσσερις άνθρωποι παίρνουν τις τελευταίες ανάσες τους. Αφήνω την καρδιά μου να μετράει τα τελευταία δευτερόλεπτα. Ο Καλ με εντοπίζει μες στο πλήθος, στα χείλη του ανθίζει εκείνο το χαμόγελο που αγαπώ και αρχίζει να προχωρά προς το μέρος
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
269
μου. Όμως δε θα με φτάσει ποτέ, όχι πριν ολοκληρωθεί το έργο. Ο κόσμος γυρίζει πιο αργά ώσπου το μόνο που νιώθω είναι η ισχύς του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στους τοίχους. Όπως στην Εκπαίδευση, όπως με τον Τζούλιαν, μαθαίνω να τον ελέγχω. Τέσσερις πυροβολισμοί αντηχούν, μαζί με τέσσερις ζωηρές λάμψεις από τα όπλα επάνω. Τα ουρλιαχτά ακολουθούν μετά.
270
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ Ουρλιάζω κι εγώ μαζί, τα φώτα αστράφτουν, τρεμοπαίζουν και μετά σβήνουν εντελώς. Ένα λεπτό απόλυτου σκότους. Αυτό πρέπει να τους δώσω. Τα ουρλιαχτά, οι φωνές, τα ποδοβολητά αποσπούν την προσοχή μου, αλλά αναγκάζω τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί. Τα φώτα αστράφτουν εκτυφλωτικά για μια στιγμή και μετά σβήνουν. Είναι αδύνατο να κουνηθεί κανείς. Έτσι θα καταφέρουν οι φίλοι μου να ξεγλιστρήσουν. «Στα κοιλώματα!» βρυχάται μια φωνή μες στο χάος. «Το σκάνε!» Κι άλλες φωνές ενώνονται μαζί της, αλλά καμία δεν είναι γνωστή. Όμως μέσα στην τρέλα που επικρατεί, όλοι ακούγονται διαφορετικά. «Βρείτε τους!» «Σταματήστε τους!» Σκοτώστε τους!» Οι Σκοποί στον εξώστη στέκουν με τα όπλα προτεταμένα, ενώ καταφτάνουν κι άλλοι∙ μοιάζουν με σκιές καθώς αρχίζουν να τρέχουν. Η Γουόλς είναι μαζί τους, θυμίζω στον εαυτό μου. Αν η Γουόλς και άλλοι υπηρέτες μπόρεσαν να βάλουν μέσα κρυφά τη Φάρλεϊ και τον Κίλορν, μπορούν να τους βγάλουν πάλι έξω. Μ πορούν να κρυφτούν. Μ πορούν να δραπετεύσουν. Θα είναι μια χαρά.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
271
Το σκοτάδι μου θα τους σώσει. Μ ια λάμψη φωτιάς ξεπετιέται από το πλήθος, κουλουριάζεται στον αέρα σαν φλεγόμενο φίδι. Μ ουγκρίζει από πάνω μας, φωτίζοντας τη μισοσκότεινη αίθουσα χορού. Τρεμάμενες σκιές ζωγραφίζουν τους τοίχους και τα γυρισμένα προς τα πάνω πρόσωπα μετατρέπουν την αίθουσα χορού σε έναν εφιάλτη κόκκινου φωτός και μπαρουτιού. Η Σόνια ουρλιάζει εκεί κοντά, σκυμμένη πάνω από το σώμα του Ρέιναλντ. Η αεικίνητη γριά Έιρα την απομακρύνει με δυσκολία από το πτώμα και το χάος. Τα γυάλινα μάτια του Ρέιναλντ κοιτάζουν την οροφή και μέσα τους αντανακλάται το κόκκινο φως. Εγώ κρατάω ακόμα, κάθε μυς μέσα μου σκληρός και τεντωμένος. Κάπου κοντά στη φωτιά, αναγνωρίζω τους φρουρούς του βασιλιά που τον βγάζουν βιαστικά από την αίθουσα. Εκείνος αντιστέκεται, φωνάζει και ουρλιάζει ότι θέλει να μείνει, αλλά για μια φορά δεν ακολουθούν τις διαταγές του. Ακολουθεί η Ελάρα που την σπρώχνει ο Μ έιβεν καθώς απομακρύνονται από τον κίνδυνο. Πολλοί τους μιμούνται, θέλοντας να βρεθούν μακριά από αυτό το μέρος. Άνδρες της Ασφάλειας τρέχουν κόντρα στην πλημμυρίδα, ενώ οι φωνές και τα ποδοβολητά τους γεμίζουν την αίθουσα. Άρχοντες και αρχόντισσες με σπρώχνουν σε μια προσπάθεια να διαφύγουν, αλλά εγώ παραμένω στη θέση μου και κρατάω όσο μπορώ. Κανείς δεν προσπαθεί να με πάρει μαζί του∙ δε με προσέχουν καν. Φοβούνται. Παρ’ όλη τη δύναμή τους, παρ’ όλη την εξουσία τους, γνωρίζουν τι σημαίνει φόβος. Και μερικές σφαίρες αρκούν για να τους τρομοκρατήσουν. Μ ια γυναίκα που κλαίει πέφτει επάνω μου και με ρίχνει κάτω. Βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με το πτώμα της αντισυνταγματάρχη Μ άκανθος, να κοιτάζω την ουλή της. Ασημένιο αίμα κυλάει στο πρόσωπό της, από το μέτωπο μέχρι το πάτωμα. Η τρύπα της σφαίρας είναι αλλόκοτη, περιβάλλεται από γκρίζα, πετρώδη σάρκα. Ήταν σκληρόπετση. Έμεινε αρκετή ώρα
272
VICTORIA AVEYARD
ζωντανή για να προσπαθήσει να το σταματήσει, για να προστατευτεί. Όμως η σφαίρα ήταν αδύνατο να σταματήσει. Τελικά πέθανε. Προσπαθώ να σηκωθώ από τη δολοφονημένη γυναίκα, αλλά τα χέρια μου γλιστρούν από ένα μείγμα ασημένιου αίματος και κρασιού. Αφήνω ένα ουρλιαχτό, ένας συνδυασμός απογοήτευσης και θλίψης. Το αίμα κολλάει στα χέρια μου, λες και ξέρει τι έχω κάνει. Είναι κολλώδες και παγωμένο, απλωμένο παντού, σαν να προσπαθεί να με πνίξει. «Μ ΑΡΕ!» Δυνατά χέρια με σέρνουν στο πάτωμα, με απομακρύνουν από τη γυναίκα που επέτρεψα να πεθάνει. «Μ άρε, σε παρακαλώ…» η φωνή ικετεύει, αλλά δεν ξέρω γιατί. Μ ε ένα βογκητό απογοήτευσης, χάνω τη μάχη. Τα φώτα ξανάρχονται και αποκαλύπτουν μια πολεμική ζώνη από μετάξι και θάνατο. Όταν προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, να βεβαιωθώ ότι η δουλειά έγινε πραγματικά, ένα χέρι με σπρώχνει πάλι κάτω. Λέγω τα λόγια που πρέπει, παίζοντας τον ρόλο μου. «Συγγνώμη… τα φώτα… Δεν μπορώ…» Από πάνω, τα φώτα τρεμοσβήνουν πάλι. Ο Καλ ίσα που με ακούει, γονατίζει πλάι μου. «Πού χτύπησες;» φωνάζει, καθώς με εξετάζει διεξοδικά όπως έχει εκπαιδευτεί. Τα δάχτυλά του ψαχουλεύουν τα χέρια μου και τα πόδια μου, ψάχνουν για κάποιο τραύμα, για την αιτία όλου αυτού του αίματος. Η φωνή μου ηχεί παράξενη. Απαλή. Σπασμένη. «Καλά είμαι». Πάλι δε με ακούει. «Καλ, καλά είμαι». Η ανακούφιση φαίνεται στο πρόσωπό του και για μια στιγμή πιστεύω ότι θα με ξαναφιλήσει. Όμως ξαναβρίσκει τον εαυτό του πιο γρήγορα από μένα. «Είσαι σίγουρη;» Ήρεμα, σηκώνω το μανίκι μου που είναι βουτηγμένο σε ασημένιο αίμα. «Πώς είναι δυνατό να είναι δικό μου;» Το αίμα μου δεν έχει αυτό το χρώμα. Το ξέρεις αυτό. Κουνάει το κεφάλι. «Βέβαια» ψιθυρίζει. «Απλώς… σε είδα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
273
πεσμένη κάτω και σκέφτηκα…» Δεν τελειώνει τη φράση του, μια φοβερή θλίψη καθρεφτίζεται στα μάτια του. Γρήγορα όμως σβήνει και μετατρέπεται σε αποφασιστικότητα. «Λούκας! Πάρ’ την από δω!» Ο προσωπικός φρουρός μου ορμάει μες στο χάος, με το όπλο στο χέρι. Μ ολονότι δείχνει ίδιος με τις μπότες και τη στολή του, δεν είναι ο Λούκας που ξέρω. Τα μαύρα μάτια του, τα μάτια των Σάμος, είναι σκοτεινά σαν τη νύχτα. «Θα την πάω μαζί με τους άλλους» λέει, καθώς με σηκώνει επάνω. Αν και ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι ο κίνδυνος πέρασε, αρπάζω τον Καλ από το χέρι. «Κι εσύ;» Εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και ελευθερώνεται από τη λαβή μου με εκπληκτική ευκολία. «Δε θα το βάλω στα πόδια». Ύστερα γυρίζει, με το κορμί στητό, σε μια ομάδα Σκοπών. Δρασκελίζει τα πτώματα, με το κεφάλι στραμμένο προς την οροφή. Ένας Σκοπός του πετάει ένα όπλο κι εκείνος το πιάνει επιδέξια, βάζοντας το δάχτυλο στην σκανδάλη. Το άλλο χέρι του ενεργοποιείται και τρίζει από μια σκούρα και φονική φλόγα. Μ ε φόντο τους Σκοπούς και τα πτώματα, φαντάζει σαν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. «Πάμε για κυνήγι» γρυλλίζει και ορμάει στις σκάλες. Σκοποί και άνδρες της Ασφάλειας τον ακολουθούν, σαν ένα νέφος κοκκινόμαυρου καπνού που σέρνεται πίσω από τη φλόγα του. Εγκαταλείπουν μια αιματοβαμμένη αίθουσα χορού, γεμάτη σκόνη και ουρλιαχτά. Στο κέντρο όλων αυτών κείται ο Μ πελίκος Λέρολαν, τρυπημένος όχι από σφαίρα, αλλά από μια ασημένια λόγχη. Ρίχτηκε από ένα καμάκι σαν αυτά που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα. Ένα σκισμένο κόκκινο μαντίλι κρέμεται από το κοντάρι και κουνιέται ελαφρά μες στη δίνη. Πάνω του υπάρχει ένα σύμβολο – ένα ήλιος κομμένος στα δύο. Μ ετά η αίθουσα χορού εξαφανίζεται, την καταπίνουν οι σκοτεινοί τοίχοι ενός διαδρόμου υπηρεσίας. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούγεται κάτω από το έδαφος. Ο Λούκας με σπρώχνει
274
VICTORIA AVEYARD
στον τοίχο και μπαίνει μπροστά μου. Ένας ήχος σαν κεραυνός αντηχεί, κάνοντας την οροφή να σειστεί, ενώ πέτρες πέφτουν επάνω μας. Η πόρτα πίσω μας ανατινάζεται από μέσα και καταστρέφεται από τη φλόγα. Στο βάθος, η αίθουσα χορού είναι μαύρη από τον καπνό. Μια έκρηξη. «Καλ…» Προσπαθώ να ξεφύγω από τον Λούκας, να γυρίσω πίσω, αλλά εκείνος με συγκρατεί. «Λούκας, πρέπει να τον βοηθήσουμε»! «Πιστέψτε με, μια βόμβα δε θα πειράξει τον πρίγκιπα» μουρμουρίζει και με σπρώχνει για να προχωρήσω. «Μ ια βόμβα;» Αυτό δεν ήταν στο σχέδιο. «Βόμβα ήταν αυτή;» Ο Λούκας αποτραβιέται από κοντά μου, τρέμοντας από οργή. «Είδες το ματωμένο κόκκινο μαντίλι. Αυτή είναι η Ερυθρά Φρουρά, κι αυτό» – δείχνει την αίθουσα χορού, που είναι ακόμα σκοτεινή και καίγεται– «κι αυτό δείχνει ποιοι είναι». «Δε βγαίνει νόημα» μονολογώ, πασχίζοντας να θυμηθώ κάθε βήμα του σχεδίου. Ο Μ έιβεν δε μου μίλησε ποτέ για βόμβα. Ποτέ. Και ο Κίλορν δε θα με άφηνε να το κάνω, όχι αν ήξερε ότι κινδυνεύω. Δε θα μου το έκαναν αυτό. Ο Λούκας βάζει το όπλο στη θήκη. «Από τους φονιάδες δε βγάζεις νόημα». Η ανάσα μου πιάνεται. Πόσοι έμειναν εκεί πίσω; Πόσα παιδιά, πόσοι άδικοι θάνατοι; Ο Λούκας νομίζει ότι η σιωπή μου οφείλεται στο σοκ, αλλά κάνει λάθος. Αυτό που νιώθω είναι θυμός. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε. Ο Λούκας με οδηγεί στο υπόγειο, μέσα από τρεις πόρτες που καθεμιά έχει πάχος τρία εκατοστά και είναι φτιαγμένη από ατσάλι. Δεν έχουν κλειδαριές, αλλά τις ανοίγει με ένα κούνημα του χεριού του. Μ ου θυμίζει την πρώτη φορά που τον συνάντησα, όταν με μια κίνηση λύγισε τα σίδερα του κελιού μου. Ακούω τους άλλους πριν τους δω. Οι φωνές τους αντηχούν στους μεταλλικούς τοίχους καθώς μιλούν μεταξύ τους. Ο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
275
βασιλιάς βλαστημάει, και τα λόγια του με κάνουν να αναριγήσω. Η παρουσία του φαίνεται να γεμίζει το καταφύγιο, καθώς πηγαινοέρχεται, με τον μανδύα ν’ ανεμίζει πίσω του. «Θέλω να τους βρείτε. Τους θέλω μπροστά μου μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη και θέλω να κελαηδήσουν σαν δειλά πουλιά που είναι!» Απευθύνεται σε μια Σκοπό, αλλά η μασκοφορεμένη γυναίκα δεν κουνάει βλέφαρο. «Θέλω να μάθω τι συμβαίνει!» Η Ελάρα κάθεται σε μια καρέκλα με το ένα χέρι πάνω στην καρδιά της, ενώ με το άλλο κρατάει σφιχτά τον Μ έιβεν. Εκείνος ξαφνιάζεται μόλις με βλέπει. «Είσαι καλά;» ψιθυρίζει και με παίρνει για λίγο στην αγκαλιά του. «Απλώς τρομαγμένη» καταφέρνω να πω, προσπαθώντας να επικοινωνήσω όπως μπορώ. Αλλά με την Ελάρα τόσο κοντά, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σκεφτεί, πόσο μάλλον να μιλήσω. «Έγινε έκρηξη μετά τους πυροβολισμούς. Μ ια βόμβα». Ο Μ έιβεν ζαρώνει το μέτωπο, μπερδεμένος, αλλά γρήγορα το καλύπτει με οργή. «Μ πάσταρδοι». «Βάρβαροι» λέει περιφρονητικά ο βασιλιάς Τιβέριας μέσα από τα δόντια του. «Και με τον γιο μου τι γίνεται;» Το βλέμμα μου πηγαίνει στον Μ έιβεν, αλλά μετά καταλαβαίνω ότι ο βασιλιάς δεν εννοεί αυτόν. Ο Μ έιβεν το παραβλέπει. Έχει συνηθίσει να περνάει απαρατήρητος. «Ο Καλ κυνήγησε τους δολοφόνους. Πήρε μια ομάδα Σκοπών μαζί του». Η ανάμνησή του, σκοτεινή και οργισμένη σαν φλόγα, με τρομάζει. «Και μετά έγινε η έκρηξη στην αίθουσα χορού. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι ήταν ακόμα… ακόμα μέσα». «Έγινε τίποτε άλλο εκεί πέρα, καλή μου;» Όταν προέρχεται από την Ελάρα, η τρυφερή αυτή λέξη ενεργεί σαν ηλεκτροσόκ. Είναι πιο χλομή απ’ ό,τι συνήθως και κοντανασαίνει. Είναι φοβισμένη. «Θυμάσαι κάτι άλλο;» «Υπήρχε μια παντιέρα δεμένη σε μια λόγχη. Η Ερυθρά Φρουρά το έκανε». «Αλήθεια;» λέει, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. Καταπολεμώ την ανάγκη μου να κάνω πίσω, να τρέξω μακριά από εκείνη τη
276
VICTORIA AVEYARD
γυναίκα και τους ψιθύρους της. Περιμένω από στιγμή σε στιγμή να τη νιώσω να γλιστράει στο κεφάλι μου, να αποσπά την αλήθεια. Αντί γι’ αυτό, η Ελάρα παίρνει τα μάτια της από πάνω μου και γυρίζει προς τον βασιλιά. «Βλέπεις τι έκανες;» Το χείλος της γυρίζει προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας τα δόντια της. Στο φως, φαντάζουν σαν γυαλιστερά δόντια φιδιού. «Εγώ; Εσύ αποκάλεσες την Φρουρά μικρή και αδύναμη, εσύ είπες ψέματα στον λαό μας» της απαντά άγρια ο Τιβέριας. «Οι δικές σου πράξεις μάς εξασθένισαν μπροστά στον κίνδυνο, όχι οι δικές μου». «Αν το φρόντιζες τότε που είχες την ευκαιρία, όταν ήταν μικροί και αδύναμοι, αυτό δε θα είχε συμβεί ποτέ!» Τρώγονται σαν πεινασμένα σκυλιά, προσπαθώντας να πάρει καθένας τους το μεγαλύτερο κομμάτι. «Ελάρα, δεν ήταν τρομοκράτες τότε. Δεν μπορούσα να βάλω τους στρατιώτες και τους φρουρούς μου να κυνηγήσουν μερικούς Κόκκινους επειδή έγραψαν μερικά φυλλάδια. Δεν έκαναν κάτι κακό». Η Ελάρα δείχνει με αργές κινήσεις την οροφή. «Αυτό που έγινε δεν το θεωρείς κακό;» Εκείνος δεν ξέρει τι να της απαντήσει και η βασίλισσα χαμογελά προσποιητά Απολαμβάνει τη νίκη σε μια λογομαχία. «Μ ια μέρα εσείς οι άντρες θα μάθετε να δίνετε προσοχή και όλος ο κόσμος θα σειστεί συθέμελα. Είναι μια αρρώστια, που επέτρεψες να ριζώσει. Και ήρθε η ώρα να σκοτώσουμε αυτή την αρρώστια εκεί που φυτρώνει». Σηκώνεται από την καρέκλα της, προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία της. «Είναι Κόκκινοι διάβολοι και πρέπει να έχουν συμμάχους εντός των τειχών μας». Κάνω ό,τι μπορώ για να παραμείνω ήρεμη, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. «Νομίζω ότι πρέπει να πω δυο λόγια στους υπηρέτες. Φρουρέ Σάμος, παρακαλώ;» Εκείνος στέκεται προσοχή και της ανοίγει την πόρτα του
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
277
υπογείου. Βγαίνει έξω με δυο Σκοπούς ξοπίσω της, σαν σίφουνας από οργή. Ο Λούκας πηγαίνει μαζί της για να της ανοίγει τις βαριές πόρτες, κι ο θόρυβος που κάνει καθεμιά ακούγεται όλο και πιο μακρινός. Δε θέλω να μάθω τι θα κάνει η βασίλισσα στους υπηρέτες, αλλά ξέρω ότι θα είναι οδυνηρό και ότι δε θα βρει τίποτα. Η Γουόλς και ο Χόλαντ το έσκασαν μαζί με τη Φάρλεϊ, σύμφωνα με το σχέδιό μας. Ήξεραν ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνα τα πράγματα μετά τον χορό – και είχαν δίκιο. Το παχύ μέταλλο της πόρτας κλείνει για λίγο, μόνο για να ανοίξει ξανά. Ένας άλλος μαγνητικός την κατευθύνει: η Εβαγκελίν. Μ οιάζει με κόλαση με τη γιορτινή αμφίεση και τα στολίδια της στραπατσαρισμένα, και την ίδια σε άθλια κατάσταση. Το χειρότερο απ’ όλα είναι τα μάτια της∙ άγρια και βουρκωμένα, σχηματίζουν ένα ρυάκι από μαύρη μπογιά. Ο Πτολέμους. Κλαίει για τον νεκρό αδελφό της. Αν και λέω στον εαυτό μου ότι δε με νοιάζει, προσπαθώ να καταστείλω την παρόρμησή μου να την παρηγορήσω. Όμως μου περνά αμέσως μόλις ο σύντροφός της μπαίνει στο καταφύγιο πίσω της. Το δέρμα του είναι γεμάτο καπνιά και μουντζούρες και η καθαρή κάποτε στολή του λερωμένη. Κανονικά θα έπρεπε να μ’ ενδιαφέρει το αγριεμένο, γεμάτο μίσος βλέμμα στα μάτια του Καλ, αλλά κάτι άλλο με γεμίζει τρόμο. Αίμα στάζει από την μαύρη στολή του και πέφτει πάνω στα χέρια του. Δεν είναι ασημένιο. Είναι κόκκινο. Το αίμα είναι κόκκινο. «Μ άρε» μου λέει, αλλά όλη η ζεστασιά του έχει εξαφανιστεί. «Έλα μαζί μου. Τώρα». Τα λόγια του απευθύνονται σε μένα, αλλά ακολουθούν και οι υπόλοιποι καθώς μας οδηγεί μέσα από τους διαδρόμους στα κελιά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει στο στήθος μου, είναι έτοιμη να εκραγεί. Όχι ο Κίλορν. Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από αυτόν. Ο Μ έιβεν με κρατάει σφιχτά από τον ώμο. Στην αρχή νομίζω ότι θέλει να με παρηγορήσει, αλλά μετά καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να μ’ εμποδίσει να τρέξω μπροστά. «Θα έπρεπε να τον σκοτώσεις επιτόπου» λέει η Εβαγκελίν στον Καλ. Δείχνει το κόκκινο αίμα στο πουκάμισό του. «Εγώ δε θα
278
VICTORIA AVEYARD
άφηνα τον Κόκκινο διάβολο ζωντανό». Αυτός είναι. Δαγκώνω τα χείλη και κρατώ το στόμα μου κλειστό για να μην πω καμιά ανοησία. Τα χέρια του Μ ειβεν στον ώμο μου με σφίγγουν σαν τανάλια και νιώθω τον σφυγμό του να επιταχύνεται. Από ό,τι καταλαβαίνω, αυτό θα είναι το τέλος του παιχνιδιού μας. Η Ελάρα θα έρθει και θα τσακίσει τους εγκεφάλους τους. Και σκάβοντας μέσα στα ερείπια, θ’ ανακαλύψει το βάθος της συνωμοσίας. Τα σκαλοπάτια που οδηγούν στα κελιά είναι ίδια, αλλά φαίνονται μακρύτερα, γιατί εκτείνονται στα κατάβαθα του Μ ελάθρου. Η φυλακή υψώνεται για να μας χαιρετήσει, ενώ έξι Σκοποί τη φρουρούν. Ένα παγωμένο ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου, αλλά δεν τρέμω. Μ ε δυσκολία μπορώ να κουνηθώ. Τέσσερις μορφές βρίσκονται στο κελί, γεμάτες αίματα και μελανιές. Παρά τον χαμηλό φωτισμό, τους αναγνωρίζω αμέσως. Το μάτι της Γουόλς είναι κλειστό από το πρήξιμο, αλλά φαίνεται καλά. Όχι όμως κι ο Τρίσταν, που ακουμπάει πάνω στον τοίχο για να μη βαραίνει το πόδι του που είναι γεμάτο αίματα. Υπάρχει ένας πρόχειρος επίδεσμος γύρω από την πληγή, ένα κομμάτι από το πουκάμισο του Κίλορν, θαρρώ. Όσο για τον Κίλορν, αυτός φαίνεται ακέραιος, προς μεγάλη μου ανακούφιση. Μ ε το ένα χέρι, στηρίζει τη Φάρλεϊ που ακουμπάει επάνω του. Το κλειδοκόκαλό της έχει βγει από τη θέση του και το ένα χέρι της κρέμεται, σχηματίζοντας μια παράξενη γωνία. Όμως αυτό δεν την εμποδίζει να μας δείχνει τα δόντια της. Φτύνει μάλιστα μέσα από τα κάγκελα, αίμα και σάλιο μαζί που προσγειώνεται στα πόδια της Εβαγκελίν. «Κόψε της τη γλώσσα γι’ αυτό» γρυλίζει εκείνη και τρέχει στα κάγκελα. Αλλά σταματάει απότομα και το χέρι της χτυπάει πάνω στο μέταλλο. Αν και θα μπορούσε να το σκίσει με μια σκέψη, να διαλύσει το κελί και τους ανθρώπους που είναι εκεί μέσα, συγκρατείται. Η Φάρλεϊ αντιμετωπίζει το βλέμμα της, δεν κουνάει βλέφαρο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
279
σχεδόν στο ξέσπασμά της. Αν αυτό είναι το τέλος της, σίγουρα θα πεθάνει με το κεφάλι ψηλά. «Λίγο βίαιη για πριγκίπισσα». Προτού η Εβαγκελίν χάσει την ψυχραιμία της, ο Καλ την απομακρύνει από τα σίδερα. Ύστερα σηκώνει το χέρι αργά και δείχνει. «Εσύ». Έντρομη, συνειδητοποιώ ότι δείχνει τον Κίλορν. Ένας μυς συσπάται νευρικά στο μάγουλό του, αλλά συνεχίζει να έχει τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Ο Καλ τον θυμάται. Από εκείνη τη βραδιά που με πήγε στο σπίτι. «Μ άρε, μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;» Ανοίγω το στόμα μου, με την ελπίδα ότι θα βγει κάποιο φανταστικό ψέμα, αλλά τίποτα δεν έρχεται. Το βλέμμα του Καλ σκοτεινιάζει. «Είναι φίλος σου. Εξήγησέ το αυτό». Η Εβαγκελίν αφήνει ένα βογκητό και στρέφει την οργή της σε μένα. «Εσύ τον έφερες εδώ;» στριγγλίζει, πηδώντας κατά πάνω μου. «Εσύ το έκανες αυτό!» «Δεν έκανα τίποτα» ψελλίζω, ενώ νιώθω όλα τα βλέμματα στο δωμάτιο επάνω μου. «Θέλω να πω ότι πράγματι του βρήκα δουλειά εδώ. Ήταν στις μάντρες της ακατέργαστης ξυλείας και ήταν σκληρή δουλειά, πολύ δύσκολη δουλειά…» Τα ψέματα βγαίνουν απ’ το στόμα μου το ένα πιο γρήγορα από το άλλο. «Είναι… ήταν φίλος μου, τότε στο χωριό. Απλώς ήθελα να είναι καλά. Του βρήκα δουλειά υπηρέτη, όπως…» Το βλέμμα μου πέφτει στον Καλ. Και οι δυο θυμόμαστε τη βραδιά που πρωτογνωριστήκαμε και την ημέρα που ακολούθησε. «Πίστευα ότι τον βοηθούσα». Ο Μ έιβεν κάνει ένα βήμα προς το κελί και κοιτάζει τους φίλους μας σαν να τους βλέπει για πρώτη φορά. Δείχνει τις κόκκινες στολές τους. «Φαίνεται ότι είναι απλοί υπηρέτες». «Το ίδιο θα έλεγα κι εγώ, αν δεν τους ανακαλύπταμε να προσπαθούν να το σκάσουν μέσα από έναν υπόνομο» αντιγυρίζει ο Καλ. «Μ ας πήρε λίγο χρόνο μέχρι να τους βγάλουμε έξω».
280
VICTORIA AVEYARD
«Αυτοί είναι όλοι;» ρωτάει ο βασιλιάς Τιβέριας, κοιτώντας μέσα από τα σίδερα του κελιού. Ο Καλ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Υπήρχαν κι άλλοι μπροστά, αλλά πήγαν στο ποτάμι. Πόσοι ήταν, δεν ξέρω». «Ας το μάθουμε, λοιπόν» λέει η Εβαγκελίν, με τα φρύδια ανασηκωμένα. «Φωνάξτε τη βασίλισσα. Και στο μεταξύ…» Στέκεται μπροστά στον βασιλιά. Εκείνος κρυφογελάει κάτω από τη γενειάδα του και συμφωνεί. Δε χρειάζεται να ρωτήσω τι έχουν στο μυαλό τους. Βασανιστήρια. Οι τέσσερις φυλακισμένοι παραμένουν δυνατοί, δε λυγίζουν. Το σαγόνι του Μ έιβεν δουλεύει με λύσσα καθώς προσπαθεί να βρει μια διέξοδο, αλλά ξέρει ότι δεν υπάρχει. Αν μη τι άλλο, αυτό θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις ελπίδες μας. Αν καταφέρουν να πουν ψέματα. Αλλά πώς να τους το ζητήσουμε; Πώς θα τους βλέπουμε να ουρλιάζουν, παραμένοντας απαθείς; Ο Κίλορν φαίνεται ότι έχει μια απάντηση για μένα. Παρά τη φοβερή θέση στην οποία βρίσκεται, τα πράσινα μάτια του αστράφτουν. Θα πω ψέματα για σένα. «Καλ, αφήνω την τιμή σε σένα», λέει ο βασιλιάς, βάζοντας το χέρι στον ώμο του γιου του. Εγώ μόνο να κοιτάζω μπορώ και να παρακαλώ με ορθάνοιχτα μάτια, να προσεύχομαι να μην κάνει ο Καλ αυτό που ζητάει ο πατέρας του. Εκείνος μου ρίχνει μια ματιά κάτι σαν συγγνώμη. Ύστερα στρέφεται σε έναν Σκοπό, πιο κοντό από τους άλλους. Είναι γυναίκα και τα γκριζόλευκα μάτια της αστράφτουν πίσω από τη μάσκα. «Σκοπέ Γκλίακον, νομίζω ότι χρειάζομαι λίγο πάγο». Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό, αλλά η Εβαγκελίν γελάει πονηρά. «Καλή επιλογή». «Δεν είναι ανάγκη να το δεις αυτό» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν, προσπαθώντας να με απομακρύνει. Όμως δε γίνεται ν’ αφήσω τον Κίλορν. Όχι τώρα. Τον σπρώχνω θυμωμένη, με τα μάτια πάντα πάνω στον φίλο μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
281
«Αφήστε τη να μείνει» λέει η Εβαγκελίν που απολαμβάνει τη δυστυχία μου. «Αυτό θα της μάθει να μη φέρεται στους Κόκκινους φιλικά». Ξαναγυρίζει στο κελί και με ένα κούνημα του χεριού της ανοίγει τα κάγκελα. Τεντώνει το άσπρο δάχτυλό της. «Άρχισε μ’ αυτή. Πρέπει να σπάσει». Η Σκοπός κουνάει το κεφάλι, αρπάζει τη Φάρλεϊ από τον καρπό και τη βγάζει από το κελί. Τα σίδερα ξαναμπαίνουν στη θέση τους, παγιδεύοντας τους υπόλοιπους μέσα. Η Γουόλς και ο Κίλορν ορμούν στα σίδερα, προσωποποίηση του φόβου και οι δυο. Η Σκοπός αναγκάζει τη Φάρλεϊ να γονατίσει και περιμένει την επόμενη διαταγή. «Κύριε;» Ο Καλ πλησιάζει και στέκεται από πάνω της, βαριανασαίνοντας. Διστάζει προτού μιλήσει, αλλά η φωνή του είναι δυνατή. «Πόσοι είστε ακόμα;» Το σαγόνι της Φάρλεϊ κλειδώνει, μαζί και τα δόντια της. Θα πεθάνει πριν μιλήσει. «Άρχισε με το χέρι». Η Σκοπός δεν είναι ευγενική, καθώς στρίβει το τραυματισμένο μπράτσο της Φάρλεϊ. Εκείνη ουρλιάζει από τον πόνο, αλλά δε λέει τίποτα. Βάζω τα δυνατά μου για να μην κεραυνοβολήσω τη Σκοπό. «Και είπες εμάς βάρβαρους» λέει με περιφρόνηση ο Κίλορν, με το μέτωπο πάνω στα κάγκελα του κελιού. Μ ε αργές κινήσεις, η Σκοπός βγάζει το ματωμένο μανίκι της Φάρλεϊ και ακουμπάει τα ωχρά, μοχθηρά της χέρια πάνω στη σάρκα της. Η Φάρλεϊ ουρλιάζει στο άγγιγμά της, αλλά δεν ξέρω γιατί. «Πού είναι οι άλλοι;» ρωτάει ο Καλ, καθώς γονατίζει για να την κοιτάξει στα μάτια. Για μια στιγμή εκείνη σωπαίνει και παίρνει βαθιά ανάσα. Εκείνος σκύβει, περιμένοντας υπομονετικά πότε θα σπάσει. Αντί γι’ αυτό, η Φάρλεϊ παίρνει φόρα και τον χτυπάει με όλη της τη δύναμη με το κεφάλι. «Είμαστε παντού». Γελάει, αλλά ουρλιάζει ξανά καθώς η Σκοπός ξαναρχίζει να το βασανιστήριό
282
VICTORIA AVEYARD
της. Ο Καλ συνέρχεται γρήγορα, αλλά με το ένα χέρι κρατά τη σπασμένη μύτη του. Ένας άλλος θα έπεφτε κάτω, αλλά όχι αυτός. Κόκκινα τσιμπήματα σαν από κεφαλή καρφίτσας εμφανίζονται στο μπράτσο της Φάρλεϊ, γύρω από το χέρι της Σκοπού. Μ εγαλώνουν κάθε δευτερόλεπτο που περνά, μυτερά και γυαλιστερά κόκκινα σημάδια που πετάγονται από το μελανιασμένο πλέον δέρμα της. Σκοπός Γκλίακον. Οίκος Γκλίακον. Το μυαλό μου πάει στο Πρωτόκολλο, στα μαθήματα για τους οίκους. Παγωμένοι. Αμέσως καταλαβαίνω και γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη μεριά. «Αυτό είναι αίμα» ψιθυρίζω, ανίκανη να κοιτάξω πάλι. «Παγώνει το αίμα της». Μ όνο ο Μ έιβεν κουνάει καταφατικά το κεφάλι. Το βλέμμα του είναι σοβαρό και γεμάτο θλίψη. Πίσω μας, η Σκοπός συνεχίζει τη δουλειά της σε όλο το χέρι της Φάρλεϊ. Κόκκινα παγάκια, κοφτερά σαν ξυράφια διαπερνούν τη σάρκα της, κόβοντας κάθε νεύρο και προκαλώντας απίστευτο πόνο. Η αναπνοή της Φάρλεϊ βγαίνει σφυριχτή μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. Παρ’ όλα αυτά, δε λέει τίποτα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά καθώς περνούν τα δευτερόλεπτα. Αναρωτιέμαι πότε θα έρθει η βασίλισσα, πότε το παιχνίδι μας θα τελειώσει πραγματικά. Τελικά, ο Καλ πετάγεται πάνω. «Αρκετά». Ένας άλλος Σκοπός, ένας Σκόνος θεραπευτής δέρματος, κάθεται δίπλα στη Φάρλεϊ. Εκείνη σωριάζεται κάτω και κοιτάζει με μάτια απλανή το κομματιασμένο από τα μαχαίρια του παγωμένου αίματος μπράτσο της. Ο νέος Σκοπός τη θεραπεύει γρήγορα. Η Φάρλεϊ γελάει μελαγχολικά καθώς η θερμοκρασία επιστρέφει στο χέρι της. «Κι όλα αυτά για να το ξανακάνετε, ε;» Ο Καλ βάζει τα χέρια στην πλάτη και κοιτάζει τον πατέρα του, ο οποίος κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Πράγματι» αναστενάζει ο Καλ, κοιτάζοντας πάλι την
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
283
παγωμένη. Αλλά δεν έχει την ευκαιρία να συνεχίσει. «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;» μια φοβερή φωνή ουρλιάζει και αντηχεί μέχρι τα τελευταία σκαλιά. Ο θόρυβος κάνει την Εβαγκελίν να γυρίσει και να τρέξει στη σκάλα. «Εδώ είμαι!» φωνάζει. Όταν ο Πτολέμους Σάμος κατεβαίνει για ν’ αγκαλιάσει την αδελφή του, χώνω τα νύχια στην παλάμη μου για να μην αντιδράσω. Στέκει εκεί, ολοζώντανος και φοβερά θυμωμένος. Στο πάτωμα, η Φάρλεϊ καταριέται τον εαυτό της. Αυτός βραδύνει το βήμα για μια στιγμή και μετά προσπερνά την Εβαγκελίν, με βλέμμα τρομακτικά οργισμένο. Το θωρακισμένο κοστούμι του είναι σκισμένο στον ώμο, τρυπημένο από μια σφαίρα. Αλλά το δέρμα από κάτω είναι ανέπαφο. Θεραπεύτηκε. Προχωράει προς το κελί, με τα χέρια λυγισμένα. Τα μεταλλικά σίδερα τρέμουν στις βάσεις τους, τρίζουν πάνω στο τσιμέντο. «Πτολέμους, όχι ακόμα…» φωνάζει ο Καλ, αρπάζοντάς τον. Όμως ο Πτολέμους σπρώχνει μακριά τον πρίγκιπα. Παρά το μέγεθος και τη δύναμή του, ο Καλ παραπατά προς τα πίσω. Η Εβάγκελιν τρέχει στον αδελφό της και τον τραβάει από το χέρι. «Όχι, τους χρειαζόμαστε για να μιλήσουν!» Μ ε μια κίνηση του χεριού του, ελευθερώνεται από τη λαβή της – ούτε καν εκείνη δεν μπορεί να τον σταματήσει. Τα σίδερα σπάνε, στριγκλίζουν με τη δύναμή του καθώς το κελί ανοίγει σ’ αυτόν. Ούτε οι Σκοποί μπορούν να τον σταματήσουν καθώς βαδίζει με μεγάλες δρασκελιές. Προχωράει με ταχύτητα και μελετημένες κινήσεις. Ο Κίλορν και η Γουόλς οπισθοχωρούν και κολλάνε πάνω στους πέτρινους τοίχους. Όμως ο Πτολέμους είναι θηρευτής, και οι θηρευτές επιτίθενται στον αδύναμο. Μ ε το πόδι σπασμένο, σχεδόν ανίκανος να κινηθεί, ο Τρίσταν δεν έχει καμία πιθανότητα. «Δε θα ξανατρομάξεις την αδελφή μου» μουγκρίζει ο Πτολέμους και κατευθύνει τα μεταλλικά σίδερα του κελιού. Το ένα βρίσκει τον Τρίσταν στο στήθος. Εκείνος αφήνει ένα βογκητό, πνίγεται από το ίδιο του το αίμα, πεθαίνει. Ο Πτολέμους
284
VICTORIA AVEYARD
χαμογελάει. Όταν στρέφεται στον Κίλορν, με τον φόνο στην καρδιά, αφήνω μια κραυγή. Σπινθήρες ζωντανεύουν στο δέρμα μου. Όταν το χέρι μου κλείνει γύρω από τον μυώδη λαιμό του Πτολέμους, ελευθερώνω τους σπινθήρες. Τον χτυπούν, το ηλεκτρικό ρεύμα χορεύει στις φλέβες του και ακινητοποιείται κάτω από το άγγιγμά μου. Το μέταλλο της στολής του πάλλεται και καπνίζει, σχεδόν τον ψήνει ζωντανό. Ύστερα πέφτει στο τσιμεντένιο πάτωμα, ενώ το σώμα του τραντάζεται ακόμα από το ηλεκτροσόκ. «Πτολέμους!» Η Εβαγκελίν τρέχει κοντά του και πιάνει το πρόσωπό του. Μ ια ηλεκτρική εκκένωση χτυπάει τα δάχτυλά της και την αναγκάζει να υποχωρήσει μ’ έναν μορφασμό. Γυρίζει προς το μέρος μου αστράφτοντας από θυμό. «Πώς τόλμησες…» «Θα συνέλθει». Δεν τον χτύπησα αρκετά ώστε να του κάνω αληθινή ζημιά. «Όπως είπες, τους χρειαζόμαστε για να μιλήσουν. Αυτό δεν μπορούν να το κάνουν αν είναι πεθαμένοι». Οι άλλοι με κοιτάζουν με ανάμεικτα συναισθήματα, με μάτια ορθάνοιχτα… και φόβο. Ο Καλ, το αγόρι που φίλησα, ο στρατιώτης, ο αγροίκος, δεν αντέχει το βλέμμα μου. Αναγνωρίζω την έκφραση στο πρόσωπό του: ντροπή. Άραγε επειδή πλήγωσε τη Φάρλεϊ ή επειδή δεν κατάφερε να την κάνει να μιλήσει; Τουλάχιστον ο Μ έιβεν δείχνει λυπημένος. Το βλέμμα του δεν ξεκολλάει από το πτώμα του Τρίσταν που ακόμα αιμορραγεί. «Η μητέρα θα φροντίσει τους αιχμαλώτους, πατέρα» λέει στον βασιλιά. «Όμως ο κόσμος επάνω θα θέλει να δει τον μονάρχη του και να διαπιστώσει ότι είναι ασφαλής. Τόσοι πέθαναν. Πρέπει να τους παρηγορήσεις, πατέρα. Το ίδιο ισχύει και για σένα, Καλ». Θέλει να κερδίσει χρόνο. Ο πανέξυπνος Μ έιβεν προσπαθεί να μας δώσει μια ευκαιρία. Παρότι αυτό κάνει το δέρμα μου να ανατριχιάζει, απλώνω το χέρι και αγγίζω τον ώμο του Καλ. Μ ε φίλησε μια φορά. Ίσως μ’ ακούσει αν του μιλήσω. «Έχει δίκιο, Καλ. Αυτό μπορεί να περιμένει».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
285
Από το πάτωμα, η Εβαγκελίν μού δείχνει τα δόντια της. «Η αυλή θα θέλει απαντήσεις, όχι αγκαλιές! Κι αυτό πρέπει να γίνει τώρα. Μ εγαλειότατε, αποσπάστε την αλήθεια απ’ αυτούς τους άθλιους!» Αλλά ακόμα και ο Τιβέριας βλέπει πόσο συνετά ήταν τα λόγια του Μ έιβεν. «Δεν πρόκειται να πάνε πουθενά» λέει. «Κι αύριο η αλήθεια θα φανερωθεί». Η λαβή μου σφίγγει στο μπράτσο του Καλ. Νιώθω τους τεντωμένους του μυς από κάτω. Το άγγιγμά μου τον χαλαρώνει και κάνει σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω του. Οι Σκοποί στέκονται προσοχή και σέρνουν τη Φάρλεϊ στο σπασμένο κελί. Τα μάτια της μένουν επάνω μου, σαν να αναρωτιούνται τι στα κομμάτια έχω κατά νου. Μακάρι να ήξερα. Η Εβαγκελίν σέρνει τον Πτολέμους έξω, επιτρέποντας στα σίδερα να ενωθούν ξανά πίσω της. «Είσαι αδύναμος, πρίγκιπά μου» ψιθυρίζει στο αυτί του Καλ. Αντιστέκομαι στην παρόρμηση να κοιτάξω τον Κίλορν, καθώς τα λόγια του ηχούν στο κεφάλι μου. Μην προσπαθείς να με προστατέψεις. Δε θα το κάνω. Αίμα στάζει από το μανίκι μου, αφήνοντας ίχνη από ασημένιες σταγόνες πίσω μου, καθώς βαδίζουμε προς την αίθουσα του θρόνου. Σκοποί και άνδρες της Ασφάλειας φυλάνε την τεράστια θύρα, με τα όπλα προτεταμένα προς τον διάδρομο. Δεν κουνιούνται καθώς περνάμε, παραμένουν ακίνητοι. Οι διαταγές τους είναι να σκοτώσουν, αν υπάρξει ανάγκη. Στο βάθος, η μεγάλη αίθουσα αντηχεί από θυμό και θλίψη. Θέλω να νιώσω κάποια ψήγματα ικανοποίησης για τη νίκη, αλλά όταν σκέφτομαι τον Κίλορν πίσω από τα σίδερα, κάθε χαρά που μπορεί να έχω μειώνεται. Ακόμα και τα παγωμένα μάτια της συνταγματάρχη με στοιχειώνουν. Πηγαίνω δίπλα στον Καλ. Ούτε που το παρατηρεί, τα φλογισμένα μάτια του είναι καρφωμένα στο πάτωμα. «Πόσοι
286
VICTORIA AVEYARD
νεκροί;» «Δέκα μέχρι τώρα» μουρμουρίζει. «Τρεις από τους πυροβολισμούς, οχτώ από την έκρηξη. Άλλοι δεκαπέντε τραυματίες». Ακούγεται σαν να μιλάει για είδη παντοπωλείου. «Όμως θα θεραπευτούν όλοι». Δείχνει με το δάχτυλο τους θεραπευτές που τρέχουν ανάμεσα στους τραυματίες. Μ ετράω δυο παιδιά ανάμεσά τους. Και πιο πέρα από τους πληγωμένους είναι οι σοροί των νεκρών, μπροστά στον θρόνο του βασιλιά. Τα δίδυμα αγόρια του Μ πελίκος Λέρολαν κείτονται δίπλα του, ενώ η χαροκαμένη μητέρα τους αγρυπνά πάνω από τα κορμιά τους. Βάζω το χέρι στο στόμα μου για να συγκρατήσω ένα βογκητό. Ποτέ δε θέλησα κάτι τέτοιο. Τα ζεστά χέρια του Μ έιβεν πιάνουν τα δικά μου και με απομακρύνει από τη θλιβερή σκηνή. Μ ε οδηγεί στη θέση μας, κοντά στον θρόνο. Ο Καλ στέκει εκεί κοντά και προσπαθεί μάταια να σκουπίσει το κόκκινο αίμα από τα χέρια του. «Ο καιρός για δάκρυα τελείωσε» λέει με βροντερή φωνή ο Τιβέριας, με τις γροθιές σφιγμένες. Οι λυγμοί και οι αναστεναγμοί στην αίθουσα σταματούν την ίδια στιγμή. «Τώρα τιμάμε τους νεκρούς, θεραπεύουμε τους τραυματίες και παίρνουμε εκδίκηση για τους πεσόντες. Είμαι ο βασιλιάς. Δεν ξεχνώ. Δε συγχωρώ. Φέρθηκα με επιείκεια στο παρελθόν και επέτρεψα στους Κόκκινους αδερφούς μας μια καλή ζωή γεμάτη ευημερία και αξιοπρέπεια. Όμως αυτοί μας έφτυσαν, απέρριψαν την ευσπλαχνία μας και υπέγραψαν οι ίδιοι την καταδίκη τους». Μ ε ένα μουγκρητό, πετάει κάτω την ασημένια λόγχη με το κόκκινο κουρέλι. Αυτή χτυπάει πάνω στο πάτωμα με έναν ήχο που θυμίζει νεκρική καμπάνα. Ο κομμένος στα δύο ήλιος μάς κοιτάζει όλους. «Αυτοί οι τρελοί, αυτοί οι τρομοκράτες, αυτοί οι φονιάδες, θα έρθουν ενώπιον της δικαιοσύνης. Και θα πεθάνουν. Ορκίζομαι στο στέμμα μου, στον θρόνο μου, στους γιους μου, ότι θα πεθάνουν».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
287
Ένα μουρμουρητό ακούγεται από το πλήθος καθώς κάθε Ασημένιος αναδεύεται. Σηκώνονται όλοι σαν ένας άνθρωπος, τραυματίες και μη. Η μεταλλική οσμή του αίματος είναι διάχυτη παντού. «Δύναμη» φωνάζει η αυλή. «Εξουσία! Θάνατος!» Ο Μ έιβεν με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, τρομαγμένα. Ξέρω τι σκέφτεται, γιατί το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ. Τι κάναμε;
288
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ Στο δωμάτιό μου, βγάζω το κατεστραμμένο φόρεμα. Το μετάξι πέφτει στο πάτωμα. Φέρνω ξανά και ξανά στο μυαλό μου τα λόγια του βασιλιά, μαζί με εικόνες από αυτή τη φοβερή νύχτα. Τα μάτια του Κίλορν κατέχουν εξέχουσα θέση, μια πράσινη φωτιά που με καίει. Πρέπει να τον προστατέψω, αλλά πώς; Μ ακάρι να μπορούσα ν’ ανταλλάξω πάλι τον εαυτό μου μ’ αυτόν, την ελευθερία μου με τη δική του. Μ ακάρι τα πράγματα να ήταν τόσο απλά. Τα μαθήματα του Τζούλιαν ποτέ δεν ήταν τόσο έντονα στο μυαλό μου: το παρελθόν είναι πολύ πιο σπουδαίο από αυτό το μέλλον. Τζούλιαν. Τζούλιαν. Οι πτέρυγες με τα καταλύματα βρίθουν από Σκοπούς και άνδρες της Ασφάλειας, όλους στην τσίτα. Αλλά έχω τελειοποιήσει εδώ και καιρό την τέχνη να ξεγλιστρώ απαρατήρητη. Άλλωστε, η πόρτα του Τζούλιαν δεν είναι μακριά. Παρά το ακατάλληλο της ώρας, είναι ξυπνητός, απορροφημένος από τα βιβλία του. Όλα φαίνονται ίδια, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μ πορεί να μην ξέρει. Αλλά μετά παρατηρώ το μπουκάλι με το καφετί υγρό πάνω στο τραπέζι, που καταλαμβάνει τη θέση που συνήθως είναι για το τσάι. Και βέβαια ξέρει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
289
«Κάτω από το φως τον προσφάτων γεγονότων, νόμιζα ότι τα μαθήματά μας ακυρώθηκαν προς το παρόν» λέει πάνω από τις σελίδες του βιβλίου του. Το κλείνει, ωστόσο, με μια απότομη κίνηση και στρέφει την προσοχή του σ’ εμένα. «Άσε που είναι πολύ αργά». «Σε χρειάζομαι, Τζούλιαν». «Έχει σχέση με τους Ηλιοπυροβολισμούς; Ναι, σκέφτηκαν ένα πολύ έξυπνο όνομα». Δείχνει την σκοτεινή οθόνη του βίντεο στη γωνία. «Είναι στις ειδήσεις εδώ και ώρες. Ο βασιλιάς θα απευθυνθεί στο έθνος το πρωί». Θυμάμαι την ανόητη ξανθιά παρουσιάστρια των ειδήσεων να αναφέρει τη βομβιστική επίθεση στην πρωτεύουσα πριν από έναν μήνα περίπου. Τότε οι τραυματισμοί ήταν λίγοι, κι όμως η αγορά εξεγέρθηκε. Τι θα κάνουν τώρα; Πόσοι αθώοι Κόκκινοι θα πληρώσουν; «Ή μήπως πρόκειται για τους τέσσερις τρομοκράτες που είναι κλειδωμένοι στα κελιά αυτού τους οικήματος;» πιέζει ο Τζούλιαν, περιμένοντας την απάντησή μου. «Συγγνώμη, εννοώ τρεις. Ο Πτολέμους Σάμος σίγουρα δικαίωσε τη φήμη του». «Δεν είναι τρομοκράτες» απαντώ ήρεμα, πασχίζοντας να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου. «Θέλεις να σου δείξω τον ορισμό της τρομοκρατίας, Μ άρε;» λέει με τόνο δηκτικό. «Η υπόθεσή τους μπορεί να είναι δίκαιη, αλλά οι μέθοδοί τους… εξάλλου, δεν έχει σημασία τι λες εσύ». Δείχνει πάλι την οθόνη του βίντεο. «Έχουν τη δική τους εκδοχή για την αλήθεια κι αυτή θα ακούσει ο λαός». Τρίζω τα δόντια. «Θέλεις να βοηθήσεις ή όχι;» «Εγώ είμαι ένας δάσκαλος και, κατά κάποιον τρόπο, ένας παρίας, σε περίπτωση που δεν το παρατήρησες. Τι μπορώ να κάνω, λοιπόν;» «Τζούλιαν, σε παρακαλώ». Νιώθω την τελευταία μου ελπίδα να γλιστρά από τα δάχτυλά μου. «Είσαι τραγουδιστής, μπορείς να πεις στους φρουρούς – να τους πείσεις να κάνουν ό,τι θέλεις. Μ πορείς να τους ελευθερώσεις».
290
VICTORIA AVEYARD
Όμως εκείνος παραμένει ακίνητος και πίνει ήρεμα το ποτό του. Δε μορφάζει όπως κάνουν συνήθως οι άντρες. Η τσουχτερή γεύση του αλκοόλ τού είναι οικεία. «Αύριο θα τους ανακρίνουν. Και όσο δυνατοί κι αν είναι, όσο κι αν αντισταθούν, η αλήθεια θα φανερωθεί». Παίρνω αργά το χέρι του Τζούλιαν και κρατώ τρυφερά εκείνα τα δάχτυλα που φαγώθηκαν από το χαρτί. «Ήταν δικό μου σχέδιο. Είμαι μία από αυτούς». Δεν είναι ανάγκη να μάθει για τον Μ έιβεν. Θα τον κάνει να αγριέψει πιο πολύ. Το μισό ψέμα κάνει καλά τη δουλειά του. Το βλέπω στα μάτια του Τζούλιαν. «Εσύ; Εσύ το έκανες αυτό;» ψελλίζει. «Τους πυροβολισμούς, τη βόμβα…» «Η βόμβα ήταν… αναπάντεχη». Η βόμβα ήταν φρίκη. Τα μάτια του στενεύουν και μπορώ να καταλάβω τα γρανάζια που γυρίζουν στο μυαλό του. Ύστερα ξεσπάει. «Σου το είπα! Σου είπα να μην μπλέξεις σε κάτι τέτοιο!» Κοπανάει τη γροθιά του στο τραπέζι. Δεν τον έξω ξαναδεί τόσο θυμωμένο. «Και τώρα» ψιθυρίζει με μάτια γεμάτα θλίψη που μου ματώνουν την καρδιά, «τώρα πρέπει να σε βλέπω να πνίγεσαι». «Αν δραπετεύσουν…» Εκείνος κατεβάζει το υπόλοιπο ποτό του μονοκοπανιά. Ύστερα, αρπάζει το ποτήρι και το πετάει στο πάτωμα όπου γίνεται χίλια κομμάτια. Αναπηδώ τρομαγμένη. «Και μ’ εμένα τι θα γίνει; Έστω κι αν εξουδετερώσω τις κάμερες, τις αναμνήσεις των φρουρών, οτιδήποτε θα ενέπλεκε κάποιον από εμάς, η βασίλισσα θα καταλάβει». Κουνάει αρνητικά το κεφάλι και αναστενάζει. «Θα μου βγάλει τα μάτια γι’ αυτό». Και ο Τζούλιαν δε θα διαβάσει ποτέ ξανά. Πώς μπορώ να του ζητήσω κάτι τέτοιο; «Τότε άσε με να πεθάνω». Τα λόγια κολλάνε στο λαρύγγι μου. «Το αξίζω όσο κι αυτοί». Δεν μπορεί να μ’ αφήσει να πεθάνω. Δε θα το κάνει. Είμαι το κοριτσάκι του κεραυνού και θα κάνω τον κόσμο ν’ αλλάξει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
291
Όταν ξαναμιλάει, η φωνή του είναι υπόκωφη. «Αποκάλεσαν τον θάνατο της αδελφής μου αυτοκτονία». Τα δάχτυλά του κάνουν αργά τον γύρο του καρπού του, όπου κατοικεί μια πολύ παλιά θύμηση. «Ήταν ψέμα, και το ήξερα. Ήταν μια θλιμμένη γυναίκα, αλλά δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Όχι, εφόσον είχε τον Καλ και τον Τίβε. Δολοφονήθηκε, κι εγώ δεν είπα τίποτα. Φοβόμουν και την άφησα να πεθάνει στην ντροπή. Από κείνη την ημέρα, δουλεύω για να το διορθώσω αυτό, κρυμμένος στις σκιές αυτού του τερατώδους κόσμου. Περιμένω την ώρα που θα πάρω εκδίκηση». Σηκώνει τα μάτια σ’ εμένα. Λάμπουν από τα δάκρυα. «Υποθέτω ότι αυτό θα είναι μια καλή αρχή». Ο Τζούλιαν δεν αργεί να σκεφτεί ένα σχέδιο. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένας μαγνητικός και μερικές τυφλές κάμερες. Ευτυχώς, μπορώ να του προμηθεύσω και τα δύο. Ο Λούκας χτυπά την πόρτα του υπνοδωματίου μου πριν περάσουν δυο λεπτά από τη στιγμή που τον φωνάζω. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Μ άρε;» λέει, πιο νευρικός από ό,τι συνήθως. Ξέρω ότι επέβλεπε την ανάκριση των υπηρετών από τη βασίλισσα και σίγουρα δε θα πέρασε εύκολες στιγμές. Τουλάχιστον θα είναι αρκετά αφηρημένος για να παρατηρήσει ότι τρέμω. «Πεινάω». Τα λόγια που έχω κάνει πρόβα αρκετές φορές βγαίνουν ευκολότερα απ’ όσο θα έπρεπε. «Ξέρεις, το δείπνο δεν έγινε ποτέ και αναρωτιόμουν…» «Μ οιάζω με μάγειρα; Θα έπρεπε να καλέσεις τους υπηρέτες του μαγειρείου, αυτή είναι η δουλειά τους». «Να, απλώς, σκέφτηκα ότι δεν είναι καλή στιγμή να τριγυρίζουν εδώ πέρα υπηρέτες. Όλοι είναι ακόμα στα όριά τους και δε θέλω να πληγωθεί κάποιος επειδή εγώ δεν έφαγα βραδινό. Σου ζητάω απλώς να με συνοδεύσεις. Και, ποιος ξέρει, μπορεί να πάρεις και κανένα μπισκοτάκι». Αναστενάζοντας σαν ενοχλημένος έφηβος, ο Λούκας απλώνει το χέρι του. Καθώς το πιάνω, με ένα βλέμμα μου, οι κάμερες του
292
VICTORIA AVEYARD
διαδρόμου βγαίνουν εκτός λειτουργίας. Φύγαμε, λοιπόν. Θα έπρεπε να νιώθω άσχημα που χρησιμοποιώ τον Λούκας, αφού ξέρω από πρώτο χέρι πώς είναι να παίζουν με το μυαλό σου. Όμως πρόκειται για τη ζωή του Κίλορν. Ο Λούκας ακόμα φλυαρεί όταν στρίβουμε τη γωνία και πέφτουμε πάνω στον Τζούλιαν. «Άρχοντα Τζάκος…» αρχίζει ο Λούκας κλίνοντας το κεφάλι. Όμως ο Τζούλιαν τον πιάνει από το σαγόνι με μια απίστευτη, ταχύτατη κίνηση. Πριν προλάβει ο Λούκας ν’ αντιδράσει, ο Τζούλιαν τον κοιτάζει έντονα στα μάτια και η αντίδρασή του πεθαίνει πριν καν ξεκινήσει. Τα μελένια λόγια του, μαλακά σαν βούτυρο και δυνατά σαν σίδερο, πέφτουν σε ανοιχτά αυτιά. «Πήγαινέ μας στα κελιά. Κράτησέ μας μακριά από περιπολίες. Δε θα θυμάσαι τίποτε από αυτά». Ο Λούκας, συνήθως χαμογελαστός και εύθυμος, πέφτει σε μια παράξενη κατάσταση μισοΰπνωσης. Τα μάτια του γυαλίζουν και δεν παίρνει είδηση ότι ο Τζούλιαν τού αποσπά το όπλο. Συνεχίζει να βαδίζει και να μας οδηγεί στον λαβύρινθο του παλατιού. Σε κάθε στροφή περιμένω να νιώσω τα ηλεκτρικά μάτια, κλείνοντας τα πάντα στον δρόμο μας. Ο Τζούλιαν κάνει το ίδιο στους φρουρούς, αφού τους αναγκάζει να μη θυμούνται το πέρασμά μας. Οι τρεις μας αποτελούμε ένα αχτύπητο τρίο και ύστερα από λίγη ώρα στεκόμαστε στο κεφαλόσκαλο της φυλακής. Θα υπάρχουν Σκοποί εκεί μέσα, κι ο Τζούλιαν δε θα μπορεί να τους αντιμετωπίσει μόνος του. «Μ ην πεις λέξη» ψιθυρίζει ο Τζούλιαν στον Λούκας, ο οποίος συγκατανεύει. Τώρα είναι η σειρά μου να προπορευτώ. Περιμένω να νιώσω φόβο, αλλά το ημίφως και η προχωρημένη ώρα μού είναι οικεία. Εκεί ανήκω, εκεί που μπορώ να τρυπώσω κρυφά, να ξεγελάσω και να κλέψω. «Ποιος είναι; Δήλωσε το όνομά σου και τι θέλεις εδώ!» φωνάζει ένας Σκοπός. Αναγνωρίζω τη φωνή της. Είναι η
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
293
Γκλίακον, που βασάνισε τη Φάρλεϊ. Ίσως πείσω τον Τζούλιαν να της τραγουδήσει να βουτήξει από κανένα βράχο. Ορθώνω το κορμί μου, αν και αυτό που μετράει είναι η φωνή μου και ο τόνος της. «Ονομάζομαι αρχόντισσα Μ αρέενα Τιτάνος, μνηστή του πρίγκιπα Μ έιβεν» λέω αποφασιστικά, ενώ κατεβαίνω τα σκαλιά με όσο μεγαλύτερη χάρη μπορώ. Η φωνή μου είναι ψυχρή και κοφτή, όπως της Ελάρας και της Εβαγκελίν. Έχω κι εγώ δύναμη και εξουσία. «Και δε δίνω αναφορά στους Σκοπούς όσον αφορά τον λόγο που είμαι εδώ». Μ όλις με βλέπουν, οι τέσσερις Σκοποί κοιτάζονται με απορία. Ο ένας μάλιστα, ένας εύσωμος άντρας με γουρουνίσια μάτια, με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με χυδαίο τρόπο. Πίσω από τα σίδερα, ο Κίλορν και η Γουόλς πετάγονται πάνω. Η Φάρλεϊ δεν κουνιέται από τη γωνιά της. Έτσι όπως έχει αγκαλιάσει τα γόνατά της, για μια στιγμή νομίζω ότι κοιμάται, ώσπου κάνει μια κίνηση και τα γαλάζια μάτια της αντανακλούν το φως. «Πρέπει να ξέρω, αρχόντισσά μου» λέει η Γκλίακον με ύφος απολογητικό. Κάνει νόημα στον Τζούλιαν και στον Λούκας, οι οποίοι με ακολουθούν. «Αυτό ισχύει και για εσάς, επίσης». «Θα ήθελα μια ιδιωτική ακρόαση με τούτους εδώ» λέω με όσο μεγαλύτερη απέχθεια μπορώ∙ δεν είναι δύσκολο, με τον Γουρουνομάτη Σκοπό τόσο κοντά μου. «Έχουμε ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν και άσχημα πράγματα να ανταποδώσουμε. Έτσι δεν είναι, Τζούλιαν;» Ο Τζούλιαν γρυλίζει και δίνει μια ωραία παράσταση. «Εύκολα θα τους κάνουμε να τραγουδήσουν». «Αυτό δεν γίνεται, αρχόντισσά μου» πετιέται ο Γουρουνομάτης. Η προφορά του είναι τραχιά και άξεστη. Από τον Όρμο του Λιμανιού. «Οι διαταγές μας είναι να μείνουμε εδώ. Να μην το κουνήσουμε για κανένα λόγο». Κάποτε, στα Ξυλόβαθρα, ένα αγόρι με αποκάλεσε άθλια γκόμενα επειδή του πήρα, με διάφορα τσαλιμάκια, ένα ζευγάρι μπότες. «Καταλαβαίνεις τη θέση μου, έτσι δεν είναι; Σύντομα θα γίνω πριγκίπισσα, και η εύνοια μιας πριγκίπισσας είναι ιδιαίτερα
294
VICTORIA AVEYARD
πολύτιμη. Εξάλλου, οι Κόκκινοι αρουραίοι πρέπει να πάρουν ένα μάθημα. Οδυνηρό, μάλιστα». Ο Γουρουνομάτης μισοκλείνει τεμπέλικα τα μάτια και δείχνει ότι το σκέφτεται. Ο Τζούλιαν τριγυρίζει πίσω μου, έτοιμος να πει τα γλυκά του λόγια, αν τα χρειαστώ. Ο Γουρουνομάτης διαστάζει για μια στιγμή πριν δώσει τη συγκατάθεσή του.. Ύστερα κάνει νόημα στους άλλους. «Μ πορούμε να σας δώσουμε πέντε λεπτά». Το πρόσωπό μου πονάει από το πλατύ χαμόγελο, αλλά δε με νοιάζει. «Σας ευχαριστώ πολύ. Σας το χρωστάω, σε όλους σας». Απομακρύνονται ένας ένας με τη σειρά, σέρνοντας τις μπότες τους. Μ όλις φτάνουν στο πλατύσκαλο, αρχίζω να ελπίζω. Πέντε λεπτά είναι παραπάνω από αρκετά. Ο Κίλορν χοροπηδάει σχεδόν πιασμένος από τα σίδερα, ανυπομονώντας να βγει από το κελί του, ενώ η Γουόλς βοηθάει τη Φάρλεϊ να σηκωθεί. Όμως εγώ δεν κάνω καμία κίνηση. Δε σκοπεύω να τους ελευθερώσω, όχι ακόμα. «Μ άρε…» ψιθυρίζει ο Κίλορν, που δεν καταλαβαίνει τον δισταγμό μου, αλλά τον κάνω να σωπάσει με ένα βλέμμα. «Η βόμβα». Καπνός και φωτιά σκοτεινιάζουν τις σκέψεις μου, καθώς ξαναγυρίζω νοερά στην αίθουσα χορού όπου έγινε η έκρηξη. «Πες μου για τη βόμβα». Περιμένω ν’ αρχίσουν τις συγγνώμες, να ικετεύσουν τη συγγνώμη μου, αλλά αντί γι’ αυτό ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα απορία. Η Φάρλεϊ γέρνει πάνω στα σίδερα με μάτια που πετούν φωτιές. «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό» ψιθυρίζει. «Ποτέ δεν έδωσα άδεια για κάτι τέτοιο. Υποτίθεται ότι ήταν οργανωμένο, ότι οι στόχοι ήταν συγκεκριμένοι. Δε σκοτώνουμε στην τύχη, χωρίς λόγο». «Η πρωτεύουσα, οι άλλες βόμβες…» «Ξέρεις ότι τα κτίρια ήταν άδεια. Κανείς δεν πέθανε εκεί, πάντως όχι εξαιτίας μας» λέει ανέκφραστα. «Σου τ’ ορκίζομαι, Μ άρε, αυτό δεν ήταν δική μας δουλειά». «Πιστεύεις πραγματικά ότι θα προσπαθούσαμε να ανατινάξουμε τη μεγαλύτερη ελπίδα μας;» προσθέτει ο Κίλορν. Δε χρειάζεται να ρωτήσω για να μάθω ότι εννοεί εμένα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
295
Τελικά, κάνω νόημα στον Τζούλιαν, πίσω μου. «Άνοιξε το κελί. Ήσυχα» μουρμουρίζει ο Τζούλιαν, με τα χέρια στο πρόσωπο του Λούκας. Ο μαγνητικός συμμορφώνεται και αναγκάζει τα σίδερα να σχηματίσουν ένα στρογγυλό άνοιγμα αρκετά μεγάλο για να περάσουν. Η Γουόλς βγαίνει πρώτη, με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη. Ο επόμενος είναι ο Κίλορν, που βοηθά τη Φάρλεϊ να βγει κι αυτή απ’ το κελί. Το χέρι της κρέμεται ακόμη αβοήθητο – ο θεραπευτής ξέχασε ένα σημείο. Δείχνω τον τοίχο και κινούνται αθόρυβα σαν ποντίκια στην πέτρα. Το βλέμμα της Γουόλς πέφτει στο σώμα του Τρίσταν που κείτεται άψυχο στο κελί, αλλά παραμένει δίπλα στη Φάρλεϊ. Ο Τζούλιαν σπρώχνει τον Λούκας κοντά τους προτού πάρει θέση στο κάτω μέρος της σκάλας, απέναντι από τους ελεύθερους πλέον κρατούμενους. Εγώ στέκομαι στην άλλη πλευρά, δίπλα στον Κίλορν. Παρόλο που πέρασε τη νύχτα στα κελιά, συντροφιά με ένα πτώμα, μυρίζει ακόμα σπίτι. «Το ήξερα ότι θα έρθεις» μου ψιθυρίζει στο αυτί. «Το ήξερα». Όμως δεν έχουμε χρόνο για αστεία ή εορτασμούς. Όχι μέχρι να φύγουν με ασφάλεια. Από την άλλη μεριά της σκάλας, ο Τζούλιαν μού κάνει νόημα. Είναι έτοιμος. «Σκοπέ Γκλίακον, μπορώ να σου πω κάτι;» φωνάζω προς τα σκαλιά. Ρίχνω το δόλωμα για την επόμενη παγίδα μας. Το σύρσιμο των ποδών μού λέει ότι το έχαψε. «Τι είναι, αρχόντισσά μου;» Όταν φτάνει κάτω, τα μάτια της πάνε αμέσως στο ανοιχτό κελί και βγάζει ένα βογκητό πίσω από τη μάσκα της. Όμως ο Τζούλιαν είναι πολύ γρήγορος ακόμα και για μια Σκοπό. «Πήγες μια βόλτα. Γύρισες και βρήκες αυτό. Δε μας θυμάσαι. Φώναξε κάτω έναν από τους άλλους» μουρμουρίζει, η φωνή του ένα φοβερό τραγούδι. «Σκοπέ Τάιρος, σε χρειαζόμαστε» λέει άτονα εκείνη.
296
VICTORIA AVEYARD
«Τώρα θα κοιμηθείς». Η γυναίκα σωριάζεται πριν βγει η τελευταία λέξη από τα χείλη του, αλλά ο Τζούλιαν την πιάνει από τη μέση και την ακουμπάει απαλά κάτω. Ο Κίλορν μένει έκπληκτος, ο Τζούλιαν τον έχει εντυπωσιάσει. Ένα ευχαριστημένο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του τελευταίου. Ο Τάιρος είναι ο επόμενος που κατεβαίνει τα σκαλιά, προβληματισμένος, αλλά ανυπόμονος να υπηρετήσει. Ο Τζούλιαν επαναλαμβάνει τη διαδικασία και τραγουδάει τις διαταγές του σε μερικά δευτερόλεπτα. Δεν περίμενα να είναι τόσο ανόητοι οι Σκοποί, αλλά υπάρχει εξήγηση. Εκπαιδεύονται από παιδιά στην τέχνη της πολέμου∙ η λογική και η εξυπνάδα δεν είναι στις προτεραιότητές τους. Όμως οι δυο τελευταίοι δεν είναι εντελώς χαζοί. Όταν ο Τάιρος φωνάζει τον θεραπευτή δέρματος να κατέβει κάτω, κάτι λένε μεταξύ τους. «Τελειώσατε, αρχόντισσα Τιτάνος;» φωνάζει ο Γουρουνομάτης ανήσυχος. Το μυαλό μου παίρνει στροφές. «Ναι, τελειώσαμε» φωνάζω. «Οι σύντροφοί σου επέστρεψαν στις θέσεις τους. Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα κάνεις κι εσύ το ίδιο». «Ω, αλήθεια; Έτσι είναι, Τάιρος;» Μ ε εκπληκτική ταχύτητα, ο Τζούλιαν γονατίζει πάνω από τον λιπόθυμο άντρα. Του ανοίγει τα μάτια, ανασηκώνοντας τα βλέφαρα. «Πες ότι γύρισες στη θέση σου. Πες ότι η αρχόντισσα τελείωσε». «Γύρισα στη θέση μου» λέει μισοκοιμισμένος ο Τάιρος. Ευτυχώς το μεγάλο κλιμακοστάσιο και οι πέτρινοι τοίχοι αλλοιώνουν τη φωνή του. «Η αρχόντισσα τελείωσε». Ο Γουρουνομάτης αφήνει ένα μουγκρητό. «Πολύ καλά». Οι μπότες τους ακούγονται στα σκαλιά. Κατεβαίνουν κι οι δυο μαζί. Δύο. Ο Τζούλιαν δεν μπορεί να χειριστεί και τους δύο μόνος του. Νιώθω την ένταση του Κίλορν πίσω μου. Έχει σφίξει τις γροθιές και είναι έτοιμος για όλα. Μ ε το ένα χέρι τον σπρώχνω
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
297
στον τοίχο, ενώ το άλλο γίνεται άσπρο από τους σπινθήρες. Τα βήματα σταματούν λίγο πριν το άνοιγμα. Δεν μπορώ να τους δω ούτε ο Τζούλιαν, αλλά ο Γουρουνομάτης ανασαίνει σαν σκύλος. Και ο θεραπευτής περιμένει εκεί, μακριά μας. Μ ες στην απόλυτη σιωπή, δε δυσκολεύομαι ν’ ακούσω το κλικ ενός όπλου. Ο Τζούλιαν ανοίγει διάπλατα τα μάτια, αλλά παραμένει σταθερός. Στο χέρι του σφίγγει το κλεμμένο όπλο. Εγώ φοβάμαι και ν’ ανασάνω ακόμα, ξέρω ότι οι στιγμές είναι πολύ κρίσιμες. Οι τοίχοι θαρρείς και σμικραίνουν για να μας εγκλωβίσουν σε ένα πέτρινο φέρετρο χωρίς διέξοδο. Είμαι απόλυτα ήρεμη όταν πηγαίνω μπροστά στα σκαλιά, με το σπινθηροβόλο χέρι μου στην πλάτη. Περιμένω να νιώσω τις σφαίρες ανά πάσα στιγμή, αλλά κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Δε θα με πυροβολήσουν, όχι μέχρι να τους δώσω έναν καλό λόγο. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Σκοποί;» λέω άγρια, ανασηκώνοντας το ένα φρύδι, όπως έχω δει να κάνει η Εβαγκελίν εκατό φορές. Σιγά σιγά, ανεβαίνω τα σκαλιά, μέχρι να τους δω. Στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο, με τα χέρια στη σκανδάλη. «Θα προτιμούσα να μη με σημαδεύατε με τα όπλα». Ο Γουρουνομάτης με κοιτάζει στα ίσια, αλλά δεν κάνει κάτι που θα μ’ ενοχλούσε. Είσαι μια αρχόντισσα. Φέρσου σαν αρχόντισσα. Προσποιήσου για τη ζωή σου. «Πού είναι ο φίλος σου;» «Ω, έρχεται. Μ ία από τις αιχμάλωτες έχει μεγάλο στόμα. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή». Το ψέμα βγαίνει πολύ εύκολα. Πράγματι, η πρακτική εξάσκηση κάνει θαύματα. Ο Γουρουνομάτης χαμογελά και κατεβάζει λίγο το όπλο του. «Η τρομαγμένη σκύλα; Αναγκάστηκα να της δείξω την ανάστροφη του χεριού μου». Αφήνει ένα ειρωνικό γελάκι. Γελώ μαζί του κι εγώ και ονειρεύομαι τι θα μπορούσε να κάνει ο κεραυνός στα γουρουνίσια, ανοιχτόχρωμα μάτια του. Καθώς πλησιάζω, ο θεραπευτής δέρματος βάζει το χέρι του στο μεταλλικό κιγκλίδωμα, κλείνοντας τον δρόμο μου. Κάνω το ίδιο. Είναι παγωμένο στο χέρι μου και στερεό. Εύκολο είναι, λέω στον
298
VICTORIA AVEYARD
εαυτό μου, καθώς βάζω αρκετή ενέργεια στους σπινθήρες μου. Όχι τόση όση να τους τραυματίσει ή να τους κάνει ουλή, αλλά αρκετή για να τους εξουδετερώσει. Είναι σαν να περνάς κλωστή σε μια βελόνα και, για μια φορά, είμαι η ειδική στο ράψιμο. Από πάνω μου, ο θεραπευτής δε γελάει με τον φίλο του. Τα μάτια του έχουν ζωηρό ασημί χρώμα και, με τη μάσκα και τον περήφανο μανδύα του, μοιάζει με δαίμονα από εφιάλτη. «Τι έχεις πίσω από την πλάτη σου;» ρωτάει καχύποπτα μέσα από τη μάσκα. Σηκώνω αδιάφορα τους ώμους, κάνοντας άλλο ένα βήμα. «Τίποτα, Σκοπέ Σκόνος». Οι επόμενες λέξεις είναι σοβαρές. «Λες ψέματα». Δρούμε την ίδια στιγμή. Η σφαίρα με βρίσκει στο στομάχι, αλλά ο κεραυνός μου ανεβαίνει στο μεταλλικό κιγκλίδωμα, και στη συνέχεια στο δέρμα και στον εγκέφαλο του θεραπευτή. Ο Γουρουνομάτης βγάζει μια φωνή και πυροβολεί. Η σφαίρα καρφώνεται στον τοίχο, λίγα χιλιοστά από μένα. Όμως εγώ δεν αστοχώ και του ρίχνω μια μπάλα από σπίθες πίσω από την πλάτη μου. Γλιστρούν στα σκαλιά αναίσθητοι και οι δύο, ενώ οι μυς τους τινάζονται από το σοκ. Ύστερα σωριάζομαι κάτω. Για μια στιγμή αναρωτιέμαι αν το κεφάλι μου θα σπάσει στο πέτρινο δάπεδο. Μ άλλον είναι καλύτερο από το να πεθάνει κανείς από αιμορραγία. Αντί γι’ αυτό, μακριά χέρια με αρπάζουν. «Μ άρε, θα γίνεις καλά» ψιθυρίζει ο Κίλορν. Καλύπτει με τα χέρια το στομάχι μου για να σταματήσει την αιμορραγία. Τα μάτια του είναι πράσινα σαν το γρασίδι. Ξεχωρίζουν σε έναν κόσμο που χάνεται στο σκοτάδι. «Δεν είναι τίποτα». «Φορέστε αυτά» φωνάζει ο Τζούλιαν στους άλλους. Η Φάρλεϊ και η Γουόλς με προσπερνούν για να βάλουν τους κόκκινους μανδύες και τις μάσκες. «Κι εσύ!» Τραβάει τον Κίλορν από πάνω μου, τον πετάει σχεδόν στην άλλη άκρη του δωματίου πάνω στη βιασύνη του. «Τζούλιαν…» προφέρω με δυσκολία, προσπαθώντας να τον
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
299
πιάσω. Πρέπει να τον ευχαριστήσω. Αλλά είναι μακριά μου, γονατισμένος πάνω από τον θεραπευτή. Ανοίγει τα βλέφαρα του Σκοπού και τραγουδάει. Τον διατάζει να ξυπνήσει. Το επόμενο πράγμα που βλέπω, είναι ο θεραπευτής που με κοιτάζει, ενώ τα χέρια του είναι στην πληγή μου. Χρειάζεται μόνο ένα δευτερόλεπτο πριν ο κόσμος επιστρέψει στην κανονική μορφή του. Στη γωνία, ο Κίλορν αφήνει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και τραβάει τον μανδύα πάνω από το κεφάλι του. «Κι εκείνη επίσης». Δείχνω τη Φάρλεϊ. Ο Τζούλιαν συγκατανεύει και κατευθύνει τον θεραπευτή κοντά της. Μ ε ένα ελαφρό θόρυβο, ο ώμος της μπαίνει στη θέση του. «Είμαι υπόχρεη» λέει, βάζοντας τη μάσκα στο πρόσωπό της. Η Γουόλς στέκεται από πάνω μας, με τη μάσκα ξεχασμένη στο χέρι της. Κοιτάζει τους πεσμένους Σκοπούς, με ανοιχτό το στόμα. «Είναι πεθαμένοι;» ρωτάει σιγανά σαν τρομαγμένο παιδί. Ο Τζούλιαν σηκώνει τα μάτια από τον Γουρουνομάτη, αφού τελειώνει πρώτα το τραγούδι του. «Δε νομίζω. Θα ξυπνήσουν σε μερικές ώρες, κι αν είστε τυχεροί, κανείς δε θα ξέρει ότι φύγατε μέχρι τότε». «Μ ου φτάνουν μερικές ώρες». Η Φάρλεϊ δίνει ένα χαστούκι στη Γουόλς και την ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. «Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, κοπελιά, έχουμε πολύ τρέξιμο να κάνουμε απόψε». Δε μας παίρνει πολλή ώρα να τους περάσουμε από τους τελευταίους διαδρόμους. Ο φόβος μου, ωστόσο, μεγαλώνει με κάθε χτυποκάρδι. Τελικά, βρισκόμαστε στη μέση του γκαράζ του Καλ. Ο υπνωτισμένος Λούκας ανοίγει μια τρύπα στη μεταλλική πόρτα σαν να σκίζει χαρτί, αποκαλύπτοντας τη νύχτα στο βάθος. Η Γουόλς μ’ αγκαλιάζει, κι αυτό με πιάνει εξ απροόπτου. «Δεν ξέρω πώς» μουρμουρίζει «αλλά ελπίζω να γίνεις βασίλισσα μια μέρα. Φαντάσου τι θα μπορούσες να κάνεις τότε! Η Κόκκινη βασίλισσα». Χαμογελώ σ’ αυτή την απίθανη σκέψη. «Πήγαινε, πριν μου
300
VICTORIA AVEYARD
μεταδώσεις την ανοησία σου». Στη Φάρλεϊ δεν αρέσουν οι αγκαλιές, αλλά με χτυπάει ελαφρά στον ώμο. «Θα τα ξαναπούμε, και σύντομα μάλιστα». «Όχι μ’ αυτόν τον τρόπο, ελπίζω». Στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται ένα σπάνιο, πλατύ χαμόγελο. Παρά την ουλή, συνειδητοποιώ ότι είναι πολύ όμορφη. «Όχι μ’ αυτόν τον τρόπο» επαναλαμβάνει τα λόγια μου, προτού χαθεί στο σκοτάδι με τη Γουόλς. «Ξέρω ότι δεν μπορώ να σου ζητήσω να έρθεις μαζί μου» μουρμουρίζει ο Κίλορν, έτοιμος να τις ακολουθήσει. Κοιτάζει τα χέρια του, τις ουλές που γνωρίζω καλύτερα από τον εαυτό μου. Κοίταξέ με, ανόητε. Μ ε έναν αναστεναγμό, τον σπρώχνω προς την ελευθερία. «Η υπόθεσή μας με χρειάζεται εδώ. Κι εσύ με χρειάζεσαι εδώ». «Το τι χρειάζομαι και το τι θέλω είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα». Θέλω να γελάσω, αλλά δε βρίσκω τη δύναμη. «Δεν τελειώσαμε εδώ, Μ άρε» μουρμουρίζει ο Κίλορν, καθώς με αγκαλιάζει. Γελάει, και ο θόρυβος κάνει το στήθος του να πάλλεται. «Κόκκινη βασίλισσα. Ενδιαφέρον ακούγεται». «Τράβα από δω, ανόητε». Ποτέ το χαμόγελό μου δεν ήταν τόσο λαμπερό ενώ ταυτόχρονα ένιωθα τόση θλίψη στην καρδιά μου. Εκείνος μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα και κουνάει το κεφάλι στον Τζούλιαν, προτού χαθεί στο σκοτάδι. Το μέταλλο ενώνεται πάλι πίσω του, και δεν μπορώ να δω πια τους φίλους μου. Το πού πάνε δε θέλω να το ξέρω. Ο Τζούλιαν με απομακρύνει με δυσκολία, αλλά δε με μαλώνει για τον παρατεταμένο αποχαιρετισμό μου. Νομίζω ότι τον απασχολεί πιότερο ο Λούκας, ο οποίος, σε κατάσταση ύπνωσης πάντα, φέρεται ανεξέλεγκτα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
301
ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ Εκείνη τη νύχτα ονειρεύομαι ότι ο Σέιντ, ο αδελφός μου, έρχεται να μ’ επισκεφτεί στο σκοτάδι. Μ υρίζει μπαρούτι. Αλλά όταν ανοίγω τα μάτια, εξαφανίζεται και το μυαλό μου ουρλιάζει αυτό που ήδη γνωρίζω. Ο Σέιντ είναι πεθαμένος. Όταν έρχεται το πρωί, συρσίματα ποδιών και κρότοι με ξυπνούν απότομα. Ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και περιμένω να δω Σκοπούς, τον Καλ ή τον δολοφονικό Πτολέμους έτοιμο να με κομματιάσει γι’ αυτό που έκανα. Όμως είναι απλώς οι υπηρέτριες που ψαχουλεύουν στην ντουλάπα μου. Φαίνονται πιο βιαστικές απ’ ό,τι συνήθως και βγάζουν τα ρούχα μου χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. «Τι συμβαίνει;» Στην ντουλάπα, τα κορίτσια παγώνουν. Υποκλίνονται με τα χέρια γεμάτα μεταξωτά και λινά. Καθώς πλησιάζω, συνειδητοποιώ ότι στέκονται πάνω από δύο δερμάτινα κιβώτια. «Πηγαίνουμε πουθενά;» «Διαταγές, αρχόντισσά μου» λέει η μία, με χαμηλωμένα μάτια. «Εμείς ξέρουμε μόνο αυτά που μας είπαν». «Φυσικά. Να ντυθώ, τότε». Απλώνω το χέρι για να πιάσω το πλησιέστερο ρούχο, με σκοπό να κάνω κάτι για τον εαυτό μου
302
VICTORIA AVEYARD
έστω για μία φορά, αλλά οι υπηρέτριες μου το παίρνουν. Πέντε λεπτά αργότερα, με έχουν ήδη βάψει και είμαι έτοιμη, ντυμένη με ένα παράξενο δερμάτινο παντελόνι και ένα πουκάμισο με διακοσμητικές ρίγες. Θα προτιμούσα τη φόρμα μου, αλλά προφανώς δεν είναι «σωστό» να τη φοράω εκτός μαθημάτων. «Λούκας;» φωνάζω, όταν βγαίνω στον άδειο διάδρομο. Περιμένω μήπως πεταχτεί από κανένα κοίλωμα. Όμως ο Λούκας είναι άφαντος και κατευθύνομαι προς το Πρωτόκολλο, με την ελπίδα ότι θα τον δω μπροστά μου. Όταν αυτό δε γίνεται, φόβος με κυριεύει. Ο Τζούλιαν τον έκανε να ξεχάσει τη χθεσινή νύχτα, αλλά ίσως διέρρευσε κάτι. Μ πορεί να τον ανέκριναν, να τον τιμώρησαν για τη νύχτα που δεν μπορεί να θυμηθεί και για όσα τον αναγκάσαμε να κάνει. Όμως δεν είμαι μόνη για πολύ. Ο Μ έιβεν εμφανίζεται μπροστά μου με ένα εύθυμο χαμόγελο στα χείλη. «Νωρίς σηκώθηκες». Ύστερα σκύβει και μου λέει ψιθυριστά: «Ιδίως ύστερα από μια τέτοια νύχτα». «Δεν ξέρω τι εννοείς». Προσπαθώ να το παίξω αθώα. «Οι αιχμάλωτοι το έσκασαν. Και οι τρεις, έγιναν καπνός». Βάζω το χέρι στην καρδιά, με ύφος σοκαρισμένο για τις κάμερες. «Μ α τα χρώματά μου! Μ ερικοί Κόκκινοι δραπέτευσαν από μας; Μ ου φαίνεται αδύνατο». «Πράγματι». Μ ολονότι το χαμόγελό του παραμένει, τα μάτια του σκοτεινιάζουν ελαφρά. «Βέβαια, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Το ρεύμα κόβεται, το σύστημα ασφαλείας δε λειτουργεί, για να μην αναφερθώ στην ομάδα των Σκοπών που έχουν αρκετά κενά στη μνήμη τους». Μ ε κοιτάζει έντονα. Του ανταποδίδω το βλέμμα χωρίς να κρύψω την ανησυχία μου. «Η μητέρα σου… τους ανέκρινε;» «Ναι». «Και θα μιλήσει σε…» – επιλέγω τα λόγια μου προσεκτικά– «σε κανέναν άλλον όσον αφορά τη δραπέτευση; Σκοπούς, φύλακες;» Ο Μ έιβεν κουνάει το κεφάλι του με νόημα. «Όποιος το έκανε
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
303
αυτό, καλώς το έκανε. Εγώ τη βοήθησα στην ανάκριση και την κατηύθυνα σε όποιον ήταν ύποπτος». Την κατηύθυνε. Την κατηύθυνε μακριά από μένα. Βγάζω έναν μικρό αναστεναγμό ανακούφισης και του σφίγγω το χέρι για να τον ευχαριστήσω που με προστάτευσε. «Εξάλλου, ίσως να μη βρούμε ποτέ ποιος το έκανε. Πολλοί έφυγαν μετά τη χθεσινή νύχτα. Πιστεύουν ότι το ανάκτορο δεν είναι πια ασφαλές». «Μ ετά τη χθεσινή νύχτα, μάλλον έχουν δίκιο». Περνάω το μπράτσο μου στο δικό του και τον τραβάω πιο κοντά. «Τι έμαθε η μητέρα σου για τη βόμβα;» Η φωνή του χαμηλώνει, γίνεται ψίθυρος. «Δεν υπήρξε βόμβα». Πώς; «Έγινε έκρηξη, αλλά οφειλόταν σε ατύχημα. Μ ια σφαίρα τρύπησε μια γραμμή γκαζιού στο πάτωμα, κι όταν οι σφαίρες του Καλ έπεσαν πάνω της…» Δεν αποσώνει τη φράση του, αφήνει τα χέρια του να το κάνουν. «Ήταν ιδέα της μητέρας να το χρησιμοποιήσει αυτό προς, χμμ, όφελός μας». Δε σκοτώνουμε χωρίς λόγο. «Αυτό κάνει τη Φρουρά να φαντάζει τερατώδης». Εκείνος συμφωνεί. «Κανείς δε θα θέλει να πάει μαζί τους. Ούτε καν οι Κόκκινοι», λέει με ύφος σοβαρό. Το αίμα μου βράζει. Κι άλλα ψέματα. Μ ας χτυπάει χωρίς να ρίξει ούτε μία πιστολιά ή να τραβήξει μαχαίρι. Μ όνο λόγια χρειάζεται. Και τώρα θα με στείλει πιο βαθιά στον κόσμο της, στο Αρχαίον. Δε θα ξαναδείς την οικογένειά σου. Η Γκίζα θα μεγαλώσει τόσο που δε θα την αναγνωρίζεις πια. Ο Μπρι και ο Τράμι θα παντρευτούν, θα κάνουν παιδιά και θα με ξεχάσουν. Ο μπαμπάς θα σβήνει σιγά σιγά, ασφυκτιώντας από τα τραύματά του. Κι όταν φύγει, η μαμά δε θα το αντέξει και θα χαθεί κι αυτή. Ο Μ έιβεν μ’ αφήνει στις σκέψεις μου και γεμάτος έγνοια παρακολουθεί τα συναισθήματα που αποτυπώνονται στο πρόσωπό μου. Πάντα μ’ αφήνει στις σκέψεις μου. Καμιά φορά η σιωπή του είναι καλύτερη από τα λόγια οποιουδήποτε άλλου. «Πόσο θα μείνουμε ακόμα εδώ;»
304
VICTORIA AVEYARD
«Αναχωρούμε το απόγευμα. Οι περισσότεροι αυλικοί θα φύγουν πιο μπροστά, αλλά εμείς πρέπει να πάρουμε το πλοίο. Για να κρατήσουμε την παράδοση μέσα σε όλη αυτή την τρέλα». Όταν ήμουν μικρή, συνήθιζα να κάθομαι στη βεράντα και να βλέπω τα ωραία πλοία που περνούσαν με κατεύθυνση τα κατάντη του ποταμού, προς την πρωτεύουσα. Ο Σέιντ γελούσε που ήθελα να δω έστω για μια στιγμή τον βασιλιά. Δεν καταλάβαινα τότε ότι ήταν απλώς ένα μέρος της παράστασης, άλλη μια επίδειξη όπως οι αγώνες στην αρένα, για να μας δείξουν ακριβώς πόσο χαμηλά ήμαστε στο μεγάλο σχέδιο του κόσμου. Τώρα θα γίνω πάλι μέρος του, μόνο που αυτή τη φορά θα είμαι στην άλλη πλευρά. «Τουλάχιστον θα δεις το σπίτι σου πάλι, έστω για λίγο» προσθέτει, προσπαθώντας να είναι ευγενικός. Ναι, Μέιβεν, αυτό ακριβώς θέλω. Να δω το σπίτι μου και την παλιά ζωή μου να περνά μπροστά από τα μάτια μου. Όμως αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσω. Ελευθερώνοντας τον Κίλορν και τους άλλους, έχασα τις τελευταίες λιγοστές μέρες μου στην κοιλάδα. Κι αυτή τη συναλλαγή χαίρομαι που την έκανα. Εκείνη τη στιγμή, μας διακόπτει ένας δυνατός θόρυβος. Έρχεται από ένα κοντινό πέρασμα που οδηγεί στο δωμάτιο του Καλ. Ο Μ έιβεν αντιδρά πρώτος και φτάνει στην άλλη άκρη του διαδρόμου πριν από μένα, σαν να προσπαθεί να με προστατέψει από κάτι. «Άσχημα όνειρα, αδελφέ;» φωνάζει, ανήσυχος από αυτό που βλέπει. Αντί για απάντηση, ο Καλ βγαίνει στον διάδρομο, με τις γροθιές σφιγμένες, σαν να προσπαθεί να κρατήσει τα χέρια του υπό έλεγχο. Έχει βγάλει την αιματοβαμμένη στολή και την έχει αντικαταστήσει με κάτι που μοιάζει με την πανοπλία του Πτολέμους, αν και του Καλ έχει μια κοκκινωπή απόχρωση. Θέλω να τον χαστουκίσω, να του ορμήσω και να τον βρίσω για όσα έκανε στη Φάρλεϊ, στον Τρίσταν, στον Κίλορν και στη Γουόλς. Οι σπινθήρες χορεύουν μέσα μου, με ικετεύουν να τους
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
305
ελευθερώσω. Μ α τι περίμενα; Ξέρω ποιος είναι και σε τι πιστεύει – οι Κόκκινοι δεν αξίζει να σωθούν. Έτσι μιλώ όσο πιο ευγενικά μπορώ. «Θα φύγεις με τη λεγεώνα σου;» Καταλαβαίνω ότι δε θα φύγει, αν κρίνω από τον θυμό στα μάτια του. Κάποτε φοβόμουν που θα έφευγε, και τώρα το εύχομαι. Δεν το πιστεύω ότι μ’ ενδιέφερε τόσο η σωτηρία του. Δεν το πιστεύω ότι κάποτε τον σκεφτόμουν πολύ. Ο Καλ αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό. «Η Σκιώδης Λεγεώνα δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Ο πατέρας δε θα το επιτρέψει. Όχι πια. Είναι πολύ επικίνδυνο και είμαι ιδιαίτερα πολύτιμος». «Ξέρεις ότι έχει δίκιο». Ο Μ έιβεν πιάνει τον αδελφό του από τον ώμο και προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Θυμάμαι τον Καλ να κάνει το ίδιο στον Μ έιβεν, αλλά τώρα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. «Είσαι ο διάδοχος. Δε θ’ αντέξει να χάσει κι εσένα». «Είμαι στρατιώτης» λέει απότομα ο Καλ, καθώς ελευθερώνεται από το άγγιγμα του αδελφού του. «Δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής και ν’ αφήνω τους άλλους να πολεμούν για μένα». Κάνει σαν παιδί που κλαίει για ένα παιχνίδι – πρέπει να του αρέσουν οι σκοτωμοί. Αυτό με αρρωσταίνει. Δε λέω τίποτα και αφήνω τον διπλωμάτη Μ έιβεν να μιλάει για μένα. Πάντα ξέρει τι να πει. «Βρες έναν άλλο σκοπό. Φτιάξε έναν άλλο κύκλο, διπλασίασε την εκπαίδευσή σου, κάνε γυμνάσια στους άντρες σου, προετοιμάσου για αργότερα, όταν περάσει ο κίνδυνος. Καλ, μπορείς να κάνεις ένα σωρό άλλα πράγματα, και τίποτε από αυτά δε θα γίνει αν σκοτωθείς σε καμιά ενέδρα!» λέει, κοιτάζοντας τον αδελφό του. Ύστερα χαμογελάει για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Δε θ’ αλλάξεις ποτέ, Καλ. Δεν μπορείς να μείνεις στιγμή ήσυχος». Ύστερα από μια ενοχλητική σιωπή, ο Καλ σκάει ένα χαμόγελο. «Ποτέ». Τα μάτια του στρέφονται σε μένα, αλλά δε θα με αιχμαλωτίσει ξανά το χάλκινο βλέμμα του, όχι. Γυρίζω αλλού το κεφάλι και κάνω πως κοιτάζω έναν πίνακα
306
VICTORIA AVEYARD
στον τοίχο. «Ωραία πανοπλία» λέω ειρωνικά. «Θα ταιριάξει μια χαρά με τη συλλογή σου». Φαίνεται πληγωμένος, τα χάνει, θα έλεγα, αλλά γρήγορα συνέρχεται. Το χαμόγελο χάνεται από τα χείλη του, τα μάτια του στενεύουν και σφίγγει το σαγόνι. Χτυπάει την πανοπλία του∙ ακούγεται σαν γρατζουνιά στην πέτρα. «Ήταν δώρο από τον Πτολέμους. Νόμιζα ότι θα μοιραστώ έναν σκοπό με τον αδελφό της μνηστής μου». Της μνηστής μου. Το λέει σαν να θέλει να με κάνει να ζηλέψω ή κάτι τέτοιο. Ο Μ έιβεν κοιτάζει την πανοπλία ανήσυχος. «Τι εννοείς;» «Ο Πτολέμους διοικεί τους φρουρούς στην πρωτεύουσα. Μ αζί μ’ εμένα και τη λεγεώνα μου, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε κάτι χρήσιμο, έστω και μες στην πόλη». Το παγωμένο χέρι του φόβου σφίγγει πάλι την καρδιά μου, απομακρύνοντας όποια ελπίδα και χαρά μου έφερε η χθεσινοβραδινή επιτυχία. «Και τι σημαίνει αυτό, ακριβώς;» ακούω τον εαυτό μου να μουρμουρίζει. «Εγώ είμαι καλός κυνηγός. Αυτός είναι καλός φονιάς». Ο Καλ κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, σαν να θέλει να απομακρυνθεί από κοντά μας. Τον νιώθω να γλιστράει, όχι κάτω στον διάδρομο, αλλά σε ένα σκοτεινό και μπερδεμένο μονοπάτι. Μ ε κάνει να φοβάμαι για το αγόρι που με έμαθε να χορεύω. Όχι, όχι γι’ αυτόν. Αυτόν. Κι αυτό είναι χειρότερο από όλους τους τρόμους και τους εφιάλτες μου. «Μ εταξύ μας, θα ξεριζώσουμε την Ερυθρά Φρουρά. Θα βάλουμε τέλος σε τούτη την επανάσταση, μια για πάντα». Δεν υπάρχει πρόγραμμα σήμερα, καθώς όλοι είναι πολύ απασχολημένοι με την επικείμενη αναχώρηση για να κάνουν μαθήματα ή γυμνάσια. Η λέξη φυγή θα ταίριαζε καλύτερα, γιατί έτσι μοιάζει όλο αυτό από την πλεονεκτική θέση μου στον προθάλαμο. Πάντα πίστευα ότι οι Ασημένιοι ήταν απρόσβλητοι θεοί που δεν τους απειλούσε ποτέ κανείς, ότι δεν ένιωθαν ποτέ φόβο. Τώρα ξέρω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Βρίσκονται πάρα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
307
πολύ καιρό στην κορυφή, προστατευμένοι και απομονωμένοι που ξέχασαν ότι μπορεί να πέσουν. Η δύναμή τους έγινε η αδυναμία τους. Κάποτε φοβόμουν αυτά τα τείχη, με τρόμαζε η τόση ομορφιά. Αλλά τώρα βλέπω τις ρωγμές. Είναι όπως την ημέρα της βομβιστικής επίθεσης, όταν συνειδητοποίησα ότι οι Ασημένιοι δεν ήταν ανίκητοι. Τότε ήταν μια έκρηξη – τώρα μερικές σφαίρες σύντριψαν το διαμαντόγυαλο, αποκαλύπτοντας φόβο και παράνοια από κάτω. Ασημένιοι τρέχουν για να γλιτώσουν από τους Κόκκινους – λιοντάρια που το σκάνε από τα ποντίκια. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είναι σε συνεχή διαμάχη, η αυλή έχει τις δικές της συμμαχίες, και ο Καλ, ο τέλειος πρίγκιπας, ο καλός στρατιώτης, είναι ένας διεστραμμένος, φοβερός εχθρός. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε. Ο Καλ και ο Μ έιβεν αποχαιρετούν τον καθένα ξεχωριστά, κάνουν το καθήκον τους παρά το οργανωμένο χάος. Τα αερόπλοια περιμένουν εκεί κοντά και ο θόρυβος από τους κινητήρες τους ακούγεται μέχρι εδώ. Θέλω να δω τις μεγάλες μηχανές από κοντά, αλλά θα έπρεπε να αντιμετωπίσω το πλήθος και δεν αντέχω τα βλέμματα των θλιμμένων ανθρώπων. Συνολικά πέθαναν δώδεκα χθες το βράδυ, αλλά δε θέλω να μάθω τα ονόματά τους. Δε θέλω να με βαραίνουν, τώρα που χρειάζομαι το μυαλό μου περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Όταν δεν αντέχω να παρακολουθώ άλλο, τα πόδια μου με πάνε όπου θέλουν, και τώρα περιπλανιέμαι σε οικεία περάσματα. Θάλαμοι κλείνουν καθώς περνώ, μέχρι την επόμενη επιστροφή της αυλής. Εγώ δε θα ξαναγυρίσω, το ξέρω. Υπηρέτες σκεπάζουν με άσπρα σεντόνια τα έπιπλα, τους πίνακες και τα αγάλματα, ώσπου όλο το μέρος μοιάζει σαν στοιχειωμένο από φαντάσματα. Ύστερα από λίγο, πιάνω τον εαυτό μου να στέκεται μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας της παλιάς τάξης του Τζούλιαν και αυτό που βλέπω με σοκάρει. Οι στοίβες των βιβλίων, το γραφείο, ακόμα και οι χάρτες έχουν εξαφανιστεί. Το δωμάτιο φαίνεται μεγαλύτερο, αλλά εγώ το νιώθω πιο μικρό. Είχε κάποτε μέσα του
308
VICTORIA AVEYARD
ολόκληρους κόσμους, αλλά τώρα υπάρχει μόνο σκόνη και τσαλακωμένα χαρτιά. Το βλέμμα μου στέκεται στον τοίχο όπου κάποτε ήταν ο τεράστιος χάρτης. Παλιά δεν τον καταλάβαινα∙ τώρα τον θυμάμαι σαν παλιό φίλο. Νόρτα, Λιμνοχώρα, Λιβάδι, Τιράξες, Μονφόρ, Σίρον και όλες οι αμφισβητούμενες περιοχές ανάμεσά τους. Άλλες χώρες, άλλοι λαοί, όλοι χωρισμένοι με τις γραμμές του αίματος όπως εμείς. Αν αλλάξουμε εμείς, θ’ αλλάξουν κι αυτοί; Ή θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν κι εμάς; «Ελπίζω να θυμάσαι τα μαθήματά σου». Η φωνή του Τζούλιαν με βγάζει από τις σκέψεις μου και ξαναγυρίζω στο άδειο δωμάτιο. Στέκεται πίσω μου και ακολουθεί το βλέμμα μου στον τοίχο με τον χάρτη. «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σου μάθω περισσότερα». «Θα έχουμε άφθονο χρόνο για μαθήματα στο Αρχαίον». Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του και σχεδόν με πονάει που το βλέπω. Αναπηδώ όταν συνειδητοποιώ ότι νιώθω κάμερες να μας παρακολουθούν από την πρώτη στιγμή. «Τζούλιαν;» «Οι αρχειοθέτες στους Δελφούς μού πρόσφεραν μια θέση για να αποκαταστήσω μερικά παλιά κείμενα». Το ψέμα είναι τόσο εμφανές όσο η μύτη στο πρόσωπό του. «Φαίνεται ότι έκαναν ανασκαφές στο Γουός και βρήκαν μερικές αποθήκες. Προφανώς, ολόκληρα βουνά για να εξετάσει κανείς». «Θα σου αρέσει πολύ». Η φωνή μου είναι πνιγμένη. Το ήξερες ότι θα έφευγε. Τον ανάγκασες να κάνει αυτό το πράγμα χθες βράδυ και έβαλες τη ζωή του σε κίνδυνο για να σώσεις εκείνη του Κίλορν. «Θα με επισκεφθείς, όποτε μπορέσεις;» «Ναι, φυσικά». Κι άλλο ψέμα. Η Ελάρα θα καταλάβει τον ρόλο του πολύ σύντομα και θα τον κυνηγήσει. Καταλαβαίνω γιατί θέλει να κάνει μια νέα αρχή. «Σου έφερα κάτι». Θα προτιμούσα να έχω τον Τζούλιαν από οποιοδήποτε δώρο, αλλά πασχίζω να δείξω ότι χαίρομαι. «Καμιά καλή συμβουλή;» Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι, χαμογελώντας. «Θα δεις
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
309
όταν φτάσεις στην πρωτεύουσα». Ύστερα απλώνει τα χέρια και μου γνέφει. «Πρέπει να πηγαίνω, γι’ αυτό αποχαιρέτησέ με όπως πρέπει». Καθώς τον αγκαλιάζω έχω την αίσθηση ότι αγκαλιάζω τον πατέρα μου ή τ’ αδέλφια μου που δεν πρόκειται να ξαναδώ. Δε θέλω να τον αφήσω να φύγει, αλλά ο κίνδυνος είναι μεγάλος γι’ αυτόν αν μείνει και το ξέρουμε καλά κι οι δυο. «Σ’ ευχαριστώ, Μ άρε» μου ψιθυρίζει στο αυτί «Μ ου θυμίζεις τόσο πολύ εκείνη». Δε χρειάζεται να ρωτήσω για να καταλάβω ότι εννοεί την Κοριάνα, την αδελφή που έχασε πριν από πολύ καιρό. «Θα μου λείψεις, κοριτσάκι του κεραυνού». Αυτή τη στιγμή, το παρατσούκλι δεν ακούγεται τόσο άσχημα. Δεν έχω τη δύναμη να απολαύσω το ταξίδι με το πλοίο, που κινείται στο νερό με τη βοήθεια ηλεκτροκινητήρων. Μ αύρες, ασημένιες και κόκκινες σημαίες κυματίζουν σε κάθε κοντάρι, για να δείξουν ότι είναι το πλοίο του βασιλιά. Όταν ήμουν μικρή, αναρωτιόμουν γιατί ο βασιλιάς διαλαλούσε το χρώμα μας. Ήταν τόσο κατώτερό του. Τώρα καταλαβαίνω ότι οι σημαίες είναι κόκκινες σαν τη φλόγα του, σαν την καταστροφή –και τον λαό– που ελέγχει. «Οι Σκοποί της χθεσινής νύχτας τοποθετήθηκαν αλλού» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν καθώς περπατάμε στο κατάστρωμα. Αυτό σημαίνει ότι τιμωρήθηκαν. Όταν θυμάμαι τον Γουρουνομάτη και τον τρόπο με τον οποίο με κοίταξε, δε λυπάμαι καθόλου. «Πού πήγαν;» «Στο μέτωπο, φυσικά. Θα ενταχθούν σε κάποια άναρχη ομάδα για να διοικούν τραυματίες, ανίκανους ή κακότροπους στρατιώτες. Αυτοί στέλνονται συνήθως πρώτοι για επίθεση στα χαρακώματα». Από τις σκιές πίσω από τα μάτια του, μαντεύω ότι ο Μ έιβεν το ξέρει αυτό από πρώτο χέρι. «Είναι οι πρώτοι που θα πεθάνουν» λέει σοβαρά. «Και ο Λούκας; Έχω να τον δω από χθες». «Καλά είναι. Ταξιδεύει με τον Οίκο Σάμος. Πήγε με την
310
VICTORIA AVEYARD
οικογένεια. Οι πυροβολισμοί στο Μ έλαθρον τους έκαναν όλους να το βάλουν στα πόδια, ακόμα και τους Μ εγάλους Οίκους». Νιώθω βαθιά ανακούφιση και λύπη συνάμα. Μ ου λείπει ήδη ο Λούκας, αλλά χαίρομαι που ξέρω ότι είναι ασφαλής και μακριά από την αδιακρισία της Ελάρας. Ο Μ έιβεν δαγκώνει το χείλος. Φαίνεται στενοχωρημένος. «Αλλά όχι για πολύ. Οι απαντήσεις δε θ’ αργήσουν». «Τι εννοείς;» «Βρήκαν αίμα κάτω στα κελιά. Κόκκινο αίμα». Το τραύμα μου από τον πυροβολισμό έχει εξαφανιστεί, αλλά η ανάμνηση του πόνου δεν έχει σβήσει. «Και λοιπόν;» «Λοιπόν, το ποιος από τους φίλους σου είχε την ατυχία να τραυματιστεί δε θα είναι μυστικό πια, αν η βάση αίματος κάνει τη δουλειά της». «Η βάση αίματος;» «Η βάση με τα δεδομένα του αίματος. Από κάθε Κόκκινο που γεννιέται σε απόσταση εκατόν πενήντα χιλιομέτρων από τον πολιτισμό παίρνουν δείγμα μόλις γεννιέται. Άρχισε σαν ένα πρόγραμμα για να κατανοήσουμε ποια είναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσά μας, αλλά κατέληξε σε άλλον ένα τρόπο να περάσουμε κολάρο στον λαό σου. Στις μεγάλες πόλεις, οι Κόκκινοι δε χρησιμοποιούν ταυτότητα, αλλά ταμπέλες αίματος. Τους παίρνουν δείγμα σε κάθε πύλη, κι όταν μπαίνουν κι όταν βγαίνουν. Ακολουθούν τα ίχνη τους σαν να είναι ζώα». Αμέσως το μυαλό μου πάει στα παλιά έγγραφα που μου πέταξε ο βασιλιάς εκείνη την ημέρα στην αίθουσα του θρόνου. Το όνομά μου, η φωτογραφία μου και μια κηλίδα αίμα ήταν εκεί μέσα. Το αίμα μου. Έχουν το αίμα μου. «Και… και μπορούν να βρουν τίνος είναι το αίμα έτσι;» «Χρειάζεται λίγος χρόνος, μία εβδομάδα περίπου, αλλά ναι, έτσι υποτίθεται ότι δουλεύουν». Το βλέμμα του πέφτει στα τρεμάμενα χέρια μου και τα σκεπάζει με τα δικά του. Η ζεστασιά τους εισχωρεί στο παγωμένο ξαφνικά δέρμα μου. «Μ άρε;» «Μ ε πυροβόλησε» ψιθυρίζω. «Ο Σκοπός με πυροβόλησε. Δικό
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
311
μου είναι το αίμα που βρήκαν». Και τότε τα χέρια του γίνονται κρύα σαν τα δικά μου. Παρά τις έξυπνες ιδέες του, ο Μ έιβεν δε βρίσκει τίποτα να πει. Απλώς με κοιτάζει, κοντανασαίνοντας. Ξέρω την έκφραση στο πρόσωπό του∙ την παίρνω κι εγώ όταν είμαι αναγκασμένη ν’ αποχαιρετήσω κάποιον. «Κρίμα που δε μείναμε πιο πολύ» μουρμουρίζω, κοιτάζοντας τον ποταμό. «Θα ήθελα να πεθάνω κοντά στο σπίτι». Άλλη μια ριπή της αύρας ρίχνει τα μαλλιά μου στο πρόσωπό μου, αλλά ο Μ έιβεν τα παραμερίζει και ξαφνικά με τραβάει άγρια κοντά του. Το φιλί του δεν είναι όπως του αδελφού του. Ο Μ έιβεν είναι πιο απελπισμένος, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του κι εμένα. Ξέρει ότι βουλιάζω γρήγορα, μια πέτρα στο ποτάμι. Και θέλει να πνιγεί μαζί μου. «Θα το τακτοποιήσω αυτό» μουρμουρίζει πάνω στα χείλη μου. Ποτέ δεν ξανάδα τα μάτια του τόσο λαμπερά και άγρια. «Δε θα επιτρέψω να σου κάνουν κακό. Έχεις τον λόγο μου». Ένα κομμάτι μου θέλει να τον πιστέψει. «Μ έιβεν, δεν μπορείς να τα διορθώσεις όλα». «Έχεις δίκιο, εγώ δεν μπορώ» απαντάει κάπως απότομα. «Μ πορώ να πείσω όμως κάποιον με μεγαλύτερη δύναμη από μένα». «Ποιον;» Όταν η θερμοκρασία γύρω μας ανεβαίνει, ο Μ έιβεν οπισθοχωρεί, σφίγγοντας το σαγόνι. Από τον τρόπο που αστράφτουν τα μάτια του, περιμένω να επιτεθεί σε όποιον μας διέκοψε. Δε γυρίζω να δω ποιος είναι, κυρίως επειδή δε νιώθω τα μέλη μου. Έχω μουδιάσει, παρότι τα χείλη μου ακόμα με πονούν από τη θύμηση. Τι σημαίνει αυτό, δεν το γνωρίζω. Τι είναι αυτό που νιώθω, δεν το καταλαβαίνω. «Η βασίλισσα θέλει να παρουσιαστείτε στο κατάστρωμα με θέα». Η φωνή του Καλ μοιάζει με τρίξιμο πέτρας. Ακούγεται σχεδόν θυμωμένος, αλλά τα χαλκόχρωμα μάτια του φαίνονται
312
VICTORIA AVEYARD
λυπημένα, ηττημένα θα έλεγα. «Περνάμε από τα Ξυλόβαθρα, Μ άρε». Ναι, η ακτογραμμή μού είναι οικεία. Το ξέρω αυτό το κατσιασμένο δέντρο, αυτή τη λωρίδα της ακτής, και η ηχώ των πριονιών και των δέντρων που πέφτουν είναι αδιάψευστο στοιχείο. Εδώ είναι το σπίτι μου. Μ ε απέραντο πόνο, απομακρύνομαι από την κουπαστή για να αντικρίσω τον Καλ, ο οποίος φαίνεται ότι έχει μια σιωπηλή συνομιλία με τον αδελφό του. «Ευχαριστώ, Καλ» μουρμουρίζω, ενώ προσπαθώ ακόμα να καταλάβω τι σήμαινε για μένα το φιλί του Μ έιβεν και, φυσικά, τη μοίρα που με περιμένει. Ο Καλ απομακρύνεται. Η συνήθως ίσια πλάτη του τώρα καμπουριάζει. Μ ε κάθε βήμα, η ενοχή μου μεγαλώνει και με κάνει να θυμάμαι τον χορό μας και το δικό μας φιλί. Τους πλήγωσα όλους, κυρίως τον εαυτό μου. Ο Μ έιβεν κοιτάζει τον αδελφό του που απομακρύνεται βιαστικά. «Δεν του αρέσει να χάνει. Αλλά…» χαμηλώνει τη φωνή, τόσο κοντά μου τώρα που μπορώ να δω μικροσκοπικές ασημένιες φλούδες στα μάτια του, «ούτε και σε μένα. Δε θα σε χάσω, Μ άρε. Όχι». «Ποτέ δε θα με χάσεις». Άλλο ένα ψέμα, και το ξέρουμε κι οι δυο. Το κατάστρωμα με θέα δεσπόζει στο μπροστινό τμήμα του πλοίου και είναι περιφραγμένο με γυαλί απ’ άκρη σ’ άκρη. Καφετιά σχήματα παίρνουν μορφή στην όχθη του ποταμού, και ο παλιός λόφος με την αρένα εμφανίζεται πέρα από τα δέντρα. Είμαστε πολύ μακριά από την όχθη για να δω κάποιον καλά, αλλά ξέρω ότι το σπίτι μου θα φανεί όπου να ’ναι. Η παλιά παντιέρα κυματίζει στη βεράντα, κεντημένη ακόμα με τρία κόκκινα άστρα. Το ένα έχει μια εγκάρσια μαύρη ρίγα προς τιμήν του Σέιντ. Ο Σέιντ εκτελέστηκε. Υποτίθεται ότι πρέπει να αφαιρείς ένα άστρο ύστερα από κάτι τέτοιο. Δεν το έκαναν όμως. Το κράτησαν,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
313
κάνοντας έτσι τη δική τους μικρή επανάσταση. Θέλω να δείξω το σπίτι μου στον Μ έιβεν, να του πω για το χωριό. Είδα τη ζωή του και τώρα θέλω να του δείξω τη δική μου. Αλλά στο κατάστρωμα με θέα επικρατεί σιωπή, όλοι κοιτάζουμε το χωριό καθώς πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ. Οι χωρικοί δεν νοιάζονται για σένα, θέλω να ουρλιάξω. Μόνο οι τρελοί θα σταθούν να κοιτάξουν. Μόνο οι τρελοί θα χάσουν έστω μία στιγμή για σένα. Καθώς το πλοίο συνεχίζει την πορεία του, αρχίζω να σκέφτομαι ότι όλο το χωριό αποτελείται από τρελούς. Και οι δυο χιλιάδες κάτοικοι φαίνεται ότι έχουν μαζευτεί στην όχθη. Μ ερικοί είναι μέχρι τον αστράγαλο στο νερό του ποταμού. Από αυτή την απόσταση, φαντάζουν όλοι ίδιοι. Ξεθωριασμένα μαλλιά και τριμμένα ρούχα, δέρματα με κοκκινίλες, κουρασμένοι, πεινασμένοι – όλα όσα ήμουν κι εγώ. Και θυμωμένοι. Κι από το πλοίο ακόμα, νιώθω τον θυμό τους. Δεν επευφημούν ούτε φωνάζουν τα ονόματά μας. Κανείς δεν κουνάει το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού. Και κανείς δε χαμογελάει. «Τι είναι αυτό;» ψιθυρίζω, χωρίς να περιμένω απάντηση. Αλλά η βασίλισσα απαντά με μεγάλη ευχαρίστηση. «Μ εγάλη σπατάλη να παρελαύνεις στο ποτάμι και να μη σε βλέπει κανείς. Φαίνεται ότι αυτό το διορθώσαμε». Κάτι μου λέει ότι είναι άλλο ένα γεγονός κατόπιν εντολής, όπως οι αγώνες, όπως οι εκπομπές. Οι άνδρες της Ασφάλειας σήκωσαν άρρωστους γέροντες από τα κρεβάτια τους και εξουθενωμένους εργάτες από το πάτωμα για να τους αναγκάσουν να μας παρακολουθήσουν. Ένα μαστίγιο σφυρίζει κάπου στην όχθη και ακολουθεί μια γυναικεία κραυγή. «Μ είνετε στη σειρά!» ακούγεται μια φωνή πάνω από το πλήθος. Τα μάτια τους δεν κουνιούνται, κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά. Είναι τόσο ακίνητα που δεν μπορώ να καταλάβω πού έγινε η αναταραχή. Τι έγινε για να γίνουν τόσο πειθήνιοι; Τι έχει συμβεί;
314
VICTORIA AVEYARD
Νιώθω δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα μάτια μου καθώς παρακολουθώ. Κι άλλα μαστιγώματα ακούγονται και μερικά μωρά κλαίνε, αλλά κανείς στην όχθη δε διαμαρτύρεται. Ξαφνικά βρίσκομαι στην άκρη του καταστρώματος, έτοιμη να περάσω μέσα από το γυαλί. «Πού πας, Μ αρέενα;» ρωτάει η Ελάρα από τη θέση της δίπλα στον βασιλιά. Πίνει ατάραχη ένα ποτό και με παρακολουθεί πάνω από τα γυαλιά της. «Γιατί το κάνεις αυτό;» Μ ε τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην υπέροχη τουαλέτα της, η Εβαγκελίν με κοιτάζει με ειρωνεία. «Και σένα τι σε νοιάζει;» Αλλά κανείς δεν την ακούει. «Έμαθαν τι συνέβη στο Μ έλαθρον, ίσως συμφωνούν μ’ αυτό. Έτσι πρέπει να δουν ότι δε νικηθήκαμε» μουρμουρίζει ο Καλ, με τα μάτια στραμμένα στην όχθη. Δε με κοιτάζει καν, ο δειλός. «Δε ματώσαμε καν». Άλλο ένα μαστίγωμα ακούγεται και ανοιγοκλείνω τα μάτια, σαν να νιώθω το χτύπημα στη σάρκα μου. «Τους διατάξατε επίσης να τους χτυπούν;» Εκείνος δε δέχεται την πρόκληση και σφίγγει το σαγόνι. Αλλά όταν ένας άλλος χωρικός φωνάζει και διαμαρτύρεται στους άνδρες της Ασφάλειας, κλείνει τα μάτια. «Έλα πίσω, αρχόντισσα Τιτάνος». Η φωνή του βασιλιά αντηχεί σαν μακρινή βροντή, μια διαταγή, αν δόθηκε ποτέ. Διαισθάνομαι σχεδόν το υπεροπτικό χαμόγελό του, όταν οπισθοχωρώ και πάω δίπλα στον Μ έιβεν. «Είναι ένα Κόκκινο χωριό, αυτό το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους μας. Παρέχουν άσυλο σ’ αυτούς τους τρομοκράτες, τους ταΐζουν, τους προστατεύουν, γίνονται δικοί τους. Είναι παιδιά που έχουν κάνει λάθος. Και πρέπει να πάρουν ένα μάθημα». Ανοίγω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ, αλλά η βασίλισσα μου δείχνει τα δόντια της. «Ίσως γνωρίζεις κάποιους που θα μπορούσαν να γίνουν παράδειγμα για τους άλλους» λέει ήρεμα, δείχνοντας προς την όχθη.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
315
Τα λόγια πεθαίνουν στο λαρύγγι μου, κυνηγημένα από την απειλή της. «Όχι, Μ εγαλειοτάτη, δε γνωρίζω». «Τότε κάθισε πίσω και μη μιλάς». Και με ένα ειρωνικό χαμόγελο προσθέτει: «Γιατί θα έρθει η ώρα σου να μιλήσεις». Γι’ αυτό με θέλουν εμένα. Για μια τέτοια στιγμή, όταν η ζυγαριά δε θα γέρνει πια προς το μέρος τους. Αλλά δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ. Μ πορώ να κάνω μόνο αυτό που με πρόσταξε και να βλέπω το σπίτι μου να χάνεται στο βάθος. Για πάντα. Όσο πλησιάζουμε στην πρωτεύουσα τόσο μεγαλύτερα γίνονται τα χωριά. Σύντομα το τοπίο με τις μάντρες της ακατέργαστης ξυλείας και τις αγροτικές κοινότητες αλλάζει σε κανονικές πόλεις. Βρίσκονται γύρω από μεγάλους μύλους και έχουν τούβλινα σπίτια και κοιτώνες για να στεγάζουν Κόκκινους εργάτες. Όπως στα άλλα χωριά, οι κάτοικοί τους στέκονται στους δρόμους για να μας δουν να περνάμε. Άνδρες της Ασφάλειας φωνάζουν, μαστίγια χτυπάνε, κι εγώ δεν πρόκειται να το συνηθίσω ποτέ αυτό. Τινάζομαι κάθε φορά. Ύστερα οι πόλεις αντικαθίστανται από μεγάλες ιδιοκτησίες και πύργους, παλάτια σαν το Μ έλαθρον. Είναι κατασκευασμένα από πέτρα, γυαλί και μάρμαρο με νερά, το ένα πιο μεγαλοπρεπές από το άλλο. Οι πρασιές τους φτάνουν μέχρι το ποτάμι και είναι διακοσμημένες με κήπους με γρασίδι και ωραία σιντριβάνια. Τα σπίτια πάλι μοιάζουν με έργο θεών, το καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή ομορφιά. Όμως τα παράθυρα είναι σκοτεινά, οι πόρτες σφαλιστές. Ενώ τα χωριά και οι πόλεις έβριθαν από κόσμο, αυτά φαίνονται άδεια από ζωή. Μ όνο οι παντιέρες κυματίζουν ψηλά σε κάθε οίκημα και μου δείχνουν ότι κάποιος ζει εκεί τελικά. Μ πλε για τον Οίκο Οσάνος, ασημένια για τον Οίκο Σάμος, καφέ για τον Οίκο Ράμπος κ.ο.κ. Τώρα ξέρω τα χρώματα απέξω και ταυτίζω πρόσωπα με κάθε σιωπηλό σπίτι. Σκότωσα μάλιστα τους ιδιοκτήτες μερικών. «Το Ρίβερ Ρόου» εξηγεί ο Μ έιβεν. «Οι εξοχικές κατοικίες, όποτε ένας άρχοντας ή αρχόντισσα επιθυμεί να δραπετεύσει από
316
VICTORIA AVEYARD
την πόλη». Το βλέμμα μου πλανιέται στον Οίκο Άιραλ, ένα υπέροχο σπίτι με κολόνες από μαύρο μάρμαρο. Πέτρινοι πάνθηρες φρουρούν τη βεράντα, κοιτώντας απειλητικά τον ουρανό. Ακόμα και τα αγάλματα με κάνουν ν’ ανατριχιάζω∙ μου θυμίζουν την Έιρα Άιραλ και τις πιεστικές ερωτήσεις της. «Δεν είναι κανείς εδώ». «Τα σπίτια είναι άδεια τον περισσότερο καιρό και κανείς δε θα τολμούσε να φύγει από την πόλη τώρα με την υπόθεσης της Φρουράς». Μ ου χαρίζει ένα αμυδρό, πικρό χαμόγελο. «Καλύτερα να κρύβονταν πίσω από τους διαμαντένιους τοίχους τους και να άφηναν τον αδελφό μου να πολεμήσει γι’ αυτούς». «Μ ακάρι να μη χρειαζόταν να πολεμήσει κανείς». Εκείνος κουνάει το κεφάλι με σκεπτικισμό. «Δεν κάνει καλό να ονειρεύεσαι». Παρακολουθούμε σιωπηλοί το Ρίβερ Ρόου να χάνεται πίσω μας, ενώ ένα άλλο δάσος υψώνεται στις όχθες. Τα δέντρα είναι παράξενα, πολύ ψηλά, με μαύρο κορμό και σκουροκόκκινα φύλλα. Επικρατεί νεκρική ησυχία, κάτι εντελώς ασυνήθιστο σε ένα δάσος. Ούτε το κελάηδημα ενός πουλιού δε ραγίζει τη σιωπή, κι από πάνω ο ουρανός σκοτεινιάζει, αλλά όχι επειδή φθίνει το απογευματινό φως. Μ αύρα σύννεφα μαζεύονται και τριγυρίζουν πάνω από τα δέντρα σαν χοντρή κουβέρτα. «Τι είναι αυτό;» ακόμα και η φωνή μου ακούγεται πνιχτή και ξαφνικά χαίρομαι για το γυαλί που καλύπτει το κατάστρωμα. Μ ε έκπληξη βλέπω ότι οι άλλοι έχουν φύγει και μας έχουν αφήσει μόνους να παρακολουθούμε το σκοτάδι που πέφτει. Ο Μ έιβεν κοιτάζει προς το δάσος με απέχθεια. «Φραγμόδεντρα. Εμποδίζουν τη μόλυνση να ταξιδέψει πέρα από το πάνω μέρος του ποταμού. Τα δημιούργησαν οι Βέλε, οι υπεύθυνοι για το πράσινο, πριν από πολλά χρόνια». Καφέ αφρισμένα κυματάκια χτυπούν το πλοίο, αφήνοντας ένα λεπτό στρώμα μαύρης λίγδας πάνω στο γυαλιστερό ατσάλινο σκάφος. Ο κόσμος παίρνει ένα παράξενο χρώμα, σαν να κοιτάζω
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
317
μέσα από βρόμικο γυαλί. Τα χαμηλά νέφη δεν είναι καν νέφη, αλλά καπνός που βγαίνει από χίλιες καμινάδες, σκοτεινιάζοντας τον ουρανό. Πάνε τα δέντρα και το γρασίδι – τούτη εδώ είναι η χώρα της στάχτης και της παρακμής. «Η Γκρίζα Πόλη» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν. Εργοστάσια εκτείνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, βρόμικα και συμπαγή, που βουίζουν από τον ηλεκτρισμό. Μ ε χτυπάει σαν γροθιά, σχεδόν με κάνει να χάσω την ισορροπία μου. Η καρδιά μου πασχίζει να είναι σε επαφή με τον αλλόκοτο παλμό και αναγκάζομαι να κάτσω κάτω, καθώς νιώθω το αίμα μου να καλπάζει. Νόμιζα ότι ο κόσμος μου ήταν λάθος, ότι η ζωή μου ήταν άδικη. Αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ ένα μέρος σαν την Γκρίζα Πόλη. Σταθμοί ηλεκτρικού ρεύματος διακρίνονται στο μισοσκόταδο, στέλνοντας μπλε και πράσινο του μεταξιού ρεύμα στα καλώδια ψηλά. Μ εταφορικά μέσα με στοίβες τα φορτία κινούνται στους υπερυψωμένους δρόμους, πηγαινοφέρνοντας διάφορα εμπορεύματα από το ένα εργοστάσιο στο άλλο. Ουρλιάζουν το ένα στο άλλο μέσα σε ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο και κινούνται σαν τεμπέλικο μαύρο αίμα σε γκρίζες φλέβες. Και το χειρότερο, μικρά σπίτια, που σχηματίζουν γύρω από κάθε εργοστάσιο ένα τετράγωνο, το ένα πάνω στο άλλο, με στενούς δρόμους ανάμεσά τους. Τρώγλες. Κάτω από έναν τέτοιο καπνισμένο ουρανό, αμφιβάλλω αν οι εργάτες βλέπουν ποτέ το φως της ημέρας. Περπατούν ανάμεσα στα εργοστάσια και στα σπίτια τους και πλημμυρίζουν τους δρόμους σε κάθε αλλαγή βάρδιας. Δεν υπάρχουν φύλακες, ούτε μαστίγια, ούτε κενά βλέμματα. Κανείς δεν τους παρακολουθεί καθώς περνούν. Ο βασιλιάς δε χρειάζεται να κάνει επίδειξη της δύναμής του εδώ, συνειδητοποιώ. Είναι τσακισμένοι από γεννησιμιού τους. «Αυτοί είναι οι τεχνικοί» ψιθυρίζω βραχνά, καθώς θυμάμαι το όνομα που οι Ασημένιοι με τόση χαρά το λένε παντού. «Αυτοί
318
VICTORIA AVEYARD
φτιάχνουν τα φώτα, τις κάμερες, τις οθόνες των βίντεο…» «Τα όπλα, τις σφαίρες, τα πλοία, τα μεταφορικά μέσα» προσθέτει ο Μ έιβεν. «Φροντίζουν για την κανονική ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Διατηρούν το νερό μας καθαρό. Κάνουν τα πάντα για μας». Και το μόνο που παίρνουν ως ανταμοιβή είναι ο καπνός. «Γιατί δε φεύγουν;» Εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Είναι η μόνη ζωή που ξέρουν. Οι περισσότεροι τεχνικοί δε θα φύγουν ποτέ από τον δρόμο τους. Δεν μπορούν ούτε να στρατολογηθούν». Δεν μπορούν ούτε να στρατολογηθούν. Η ζωή τους είναι τόσο απαίσια ώστε ο πόλεμος είναι μια καλύτερη εναλλακτική λύση, και δεν τους επιτρέπουν καν αυτό. Όπως όλα τα άλλα στο ποτάμι, τα εργοστάσια χάνονται στο βάθος, αλλά η εικόνα μένει μαζί μου. Δεν πρέπει να το ξεχάσω αυτό, μου λέει κάτι μέσα μου. Δεν πρέπει να τους ξεχάσω. Άστρα μάς περιμένουν μετά από άλλο ένα φραγμόδασος, και πιο κάτω: το Αρχαίον. Στην αρχή δε βλέπω καθόλου την πρωτεύουσα, περνάω τα φώτα της για λαμπερά άστρα. Καθώς πλησιάζουμε, μένω με το στόμα ανοιχτό. Μ ια γέφυρα σε τρία επίπεδα, το ένα πάνω στο άλλο, διασχίζει τον φαρδύ ποταμό, ενώνοντας τις δύο πόλεις. Έχει χιλιάδες μέτρα μήκος και είναι γεμάτη φώτα και ηλεκτρισμό. Έχει καταστήματα και αγορές, όλα κατασκευασμένα μέσα στην ίδια τη γέφυρα, τριάντα μέτρα πάνω από το ποτάμι. Φαντάζομαι τους Ασημένιους εκεί πάνω, να τρωγοπίνουν και να κοιτάζουν κάτω τον κόσμο αφ’ υψηλού. Μ εταφορικά μέσα κινούνται κατά μήκος της χαμηλότερης λωρίδας της Γέφυρας και οι προβολείς τους, όμοιοι με ασπροκόκκινους κομήτες, σκίζουν το σκοτάδι. Και στις δύο άκρες της Γέφυρας υπάρχουν πύλες, ενώ τα τμήματα των πόλεων, εκατέρωθεν, είναι περιτειχισμένα. Στην ανατολική όχθη, μεγάλοι μεταλλικοί πύργοι υψώνονται από το έδαφος σαν σπαθιά για να τρυπήσουν τον ουρανό. Στην κορφή τους έχουν όλοι για διακόσμηση γυαλιστερά γιγάντια όρνεα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
319
Περισσότερα τροχοφόρα και άνθρωποι κυκλοφορούν στους πλακόστρωτους δρόμους που ανηφορίζουν στις ανώμαλες όχθες του ποταμού, ενώνοντας τα κτίρια με τη Γέφυρα και τις εξωτερικές πύλες. Τα τείχη είναι από διαμαντόγυαλο, όπως στο Μ έλαθρον, αλλά συνδυάζονται με φωτισμένους μεταλλικούς πύργους και άλλες κατασκευές. Στα τείχη υπάρχουν περίπολοι, αλλά οι στολές τους δεν είναι κατακόκκινες όπως των Σκοπών ή κατάμαυρες όπως των ανδρών της Ασφάλειας. Φορούν στολές σε θαμπό ασημένιο και άσπρο, με αποτέλεσμα να γίνονται σχεδόν ένα με το περιβάλλον της πόλης. Είναι στρατιώτες, και όχι σαν αυτούς που χορεύουν με κυρίες. Τούτο εδώ είναι οχυρό. Το Αρχαίον χτίστηκε για να αντέχει στον πόλεμο, όχι στην ειρήνη. Στη δυτική όχθη, αναγνωρίζω τη Βασιλική Αυλή και το Θησαυροφυλάκιο από το βίντεο με τις βομβιστικές επιθέσεις. Είναι και τα δύο κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο και πλήρως επιδιορθωμένα, παρότι δέχτηκαν επίθεση μόλις πριν από ένα μήνα. Μου φαίνεται σαν ολόκληρη ζωή. Είναι δίπλα στο Παλάτι της Λευκής Φωτιάς, ένα γνωστό κτίριο. Ο γερο-δάσκαλός μου έλεγε ότι ήταν σμιλεμένο μες στη λοφοπλαγιά, ένα ζωντανό κομμάτι από άσπρη πέτρα. Φλόγες φτιαγμένες από χρυσάφι και μαργαριτάρια λαμποκοπούν πάνω στα τείχη που το περιβάλλουν. Προσπαθώ να αποτυπώσω τα πάντα, καθώς τα μάτια μου πηγαινοέρχονται στις δυο πλευρές της Γέφυρας, αλλά το μυαλό μου απλώς δεν μπορεί καταλάβει αυτή την πόλη. Από πάνω, αερόπλοια κινούνται αργά στον νυχτερινό ουρανό, ενώ τα τζετ πετούν ακόμα πιο ψηλά, γρήγορα σαν πεφταστέρια. Νόμιζα ότι το Ηλίου Μ έλαθρον ήταν ένα θαύμα∙ είναι φανερό ότι δε γνώριζα τι σημαίνει πραγματικά αυτή η λέξη. Όμως δεν μπορώ να βρω τίποτα ωραίο εδώ∙ όχι, όταν τα καπνισμένα, σκοτεινά εργοστάσια απέχουν μόλις μερικά χιλιόμετρα. Η αντίθεση μεταξύ της Ασημένιας πόλης και της Κόκκινης τρώγλης με κάνει να σφίγγω τα δόντια από απόγνωση.
320
VICTORIA AVEYARD
Αυτός είναι ο κόσμος που προσπαθώ να γκρεμίσω, ο κόσμος που προσπαθεί να σκοτώσει εμένα και όλα όσα με ενδιαφέρουν. Τώρα καταλαβαίνω πραγματικά ενάντια σε τι παλεύω και πόσο δύσκολο, πόσο επικίνδυνο, θα είναι να νικήσω. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο μικρή όσο τώρα, με τη μεγάλη γέφυρα να ορθώνεται από πάνω μας. Φαίνεται έτοιμη να με καταβροχθίσει. Όμως πρέπει να προσπαθήσω. Έστω μόνο για την Γκρίζα Πόλη, για κείνους που δεν έχουν δει ποτέ τον ήλιο.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
321
ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ Μ έχρι να πλευρίσει το πλοίο στη δυτική όχθη και να βγούμε στη στεριά, έχει νυχτώσει. Στο σπίτι, αυτό σήμαινε ότι θα κλείναμε το ρεύμα και θα πηγαίναμε για ύπνο, αλλά όχι στο Αρχαίον. Αν μη τι άλλο, η πόλη φαίνεται να φεγγοβολά ενώ ο υπόλοιπος κόσμος σκοτεινιάζει. Πυροτεχνήματα σκάνε από πάνω μας, βρέχοντας φως πάνω στη Γέφυρα, ενώ στη Λευκή Φωτιά, γίνεται η έπαρση μιας κοκκινόμαυρης σημαίας. Ο βασιλιάς γύρισε στον θρόνο του. Ευτυχώς δεν υπάρχουν άλλα θεάματα. Μ ας υποδέχονται θωρακισμένα μεταφορικά μέσα που ήρθαν να μας παραλάβουν από τις αποβάθρες. Η χαρά μου είναι μεγάλη, όταν ο Μ έιβεν κι εγώ μπαίνουμε μόνοι σε ένα τέτοιο μέσο, με δύο Σκοπούς μόνο. Εκείνος μου δείχνει τα ορόσημα της πόλης, καθώς περνάμε, και μου εξηγεί τι είναι κάθε άγαλμα και κάθε γωνιά. Αναφέρει ακόμα και το αγαπημένο του αρτοποιείο, αν και βρίσκεται στην άλλη όχθη του ποταμού. «Η Γέφυρα και το Ανατολικό Αρχαίον είναι για πολίτες, για τους απλούς Ασημένιους, αν και πολλοί είναι πλουσιότεροι από μερικούς ευγενείς». «Απλοί Ασημένιοι;» Μ ού ’ρχεται να γελάσω. «Υπάρχει τέτοιο πράγμα;»
322
VICTORIA AVEYARD
Ο Μ έιβεν σηκώνει απλώς τους ώμους. «Φυσικά. Είναι έμποροι, επιχειρηματίες, στρατιώτες, φρουροί, καταστηματάρχες, πολιτικοί, μεγαλοκτηματίες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Μ ερικοί παντρεύονται με μέλη Μ εγάλων Οίκων, κάποιοι άλλοι ανεβαίνουν ψηλά, αλλά δεν έχουν αριστοκρατικό αίμα και οι ικανότητές τους δεν είναι και τόσο ισχυρές». Δεν είναι όλοι ξεχωριστοί. Ο Λούκας μού το είπε αυτό κάποτε. Δεν ήξερα ότι εννοούσε και τους Ασημένιους. «Στο μεταξύ, το Δυτικό Αρχαίον είναι για την αυλή και τον βασιλιά» συνεχίζει ο Μ έιβεν. Περνάμε έναν δρόμο με πανέμορφα πέτρινα σπίτια και κλαδεμένα, ανθισμένα δέντρα. «Όλοι οι Μ εγάλοι Οίκοι έχουν κατοικίες εδώ, για να είναι κοντά στον βασιλιά και στην κυβέρνηση. Πράγματι, ολόκληρη η χώρα μπορεί να ελέγχεται από αυτόν τον βράχο, αν υπάρξει ανάγκη». Αυτό εξηγεί την τοποθεσία. Η δυτική όχθη ανηφορίζει απότομα. Το παλάτι και τα άλλα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην κορφή του λόφου και βλέπουν στη Γέφυρα. Ένα άλλο τείχος περιβάλλει τη κορυφή, απομονώνοντας την καρδιά της χώρας. Προσπαθώ να μην κοιτάζω σαν χαζή καθώς διαβαίνουμε την πύλη που μας βγάζει σε μια πλακόστρωτη πλατεία στο μέγεθος μιας αρένας. Ο Μ έιβεν είπε ότι λέγεται Πλατεία του Καίσαρα, από το όνομα του πρώτου βασιλιά της δυναστείας του. Ο Τζούλιαν μου ανέφερε επίσης το όνομα του βασιλιά Καίσαρα, αλλά χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Τα μαθήματά μας ποτέ δεν πήγαν πιο πέρα από την Πρώτη Διχοτόμηση, τότε που το κόκκινο και το ασημένιο έγιναν κάτι περισσότερο από χρώματα. Το Παλάτι της Λευκής Φωτιάς καταλαμβάνει τη νότια πλευρά της Πλατείας, ενώ οι αυλές, το θησαυροφυλάκιο και τα διοικητικά κέντρα πιάνουν τα υπόλοιπα. Υπάρχει κι ένας στρατώνας, αν κρίνω από τα στρατεύματα που κάνουν γυμνάσια στην περιτειχισμένη αυλή. Είναι η Σκιώδης Λεγεώνα του Καλ, που έφυγε πριν από μας για την πόλη. Μια ανακούφιση για τους ευγενείς, τους αποκάλεσε ο Μ έιβεν. Στρατιώτες μέσα στα τείχη για να μας προστατέψουν σε περίπτωση που γίνει κάποια άλλη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
323
επίθεση. Παρά το προχωρημένο της ώρας, στην Πλατεία υπάρχει μεγάλη κίνηση, καθώς άνθρωποι τρέχουν προς ένα οικοδόμημα με αυστηρή εμφάνιση δίπλα στον στρατώνα. Κόκκινες και μαύρες σημαίες με το σπαθί σύμβολο του στρατού κρέμονται από τις κολόνες του. Βλέπω ότι μπροστά στο κτίριο έχει στηθεί μια μικρή σκηνή, με ένα βήμα τριγυρισμένο από έντονους προβολείς και πλήθος που αυξάνεται συνεχώς. Ξαφνικά, το βλέμμα μιας κάμερας, πιο βαριάς από αυτές που έχω συνηθίσει, προσγειώνεται πάνω στο μεταφορικό μας μέσο και μας ακολουθεί καθώς τα οχήματα περνούν με τη σειρά μπροστά από τη σκηνή. Ευτυχώς, συνεχίζουμε τον δρόμο μας, κι αφού περνάμε μια καμάρα βγαίνουμε σε μια μικρή αυλή, όπου σταματάμε. «Τι είναι αυτό;» ψιθυρίζω κι αρπάζομαι από τον Μ έιβεν. Μ έχρι τώρα έλεγχα τον φόβο μου, αλλά ανάμεσα στα φώτα, στις κάμερες και στο πλήθος, το τείχος μου αρχίζει να καταρρέει. Ο Μ έιβεν αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό, περισσότερο ενοχλημένος από όλους. «Ο πατέρας μάλλον θα βγάλει λόγο. Θα κουνήσει λίγο το ξίφος, δηλαδή, για να κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο. Ο κόσμος λατρεύει να έχει αρχηγό κάποιον που υπόσχεται τη νίκη». Ο Μ έιβεν βγαίνει έξω και τραβάει και μένα μαζί. Παρά το βάψιμο και την αμφίεσή μου, νιώθω ξαφνικά γυμνή. Θα γίνει απευθείας μετάδοση της ομιλίας. Χιλιάδες, εκατομμύρια θα τη δουν. «Μ ην ανησυχείς, εμείς θα στεκόμαστε απλώς και θα δείχνουμε αυστηροί» μου ψιθυρίζει στο αυτί. «Νομίζω ότι αυτό το κάλυψε ήδη ο Καλ». Δείχνω το σημείο όπου στέκει ο πρίγκιπας σκυθρωπός με την Εβαγκελίν πάντα στο πλευρό του. Ο Μ έιβεν γελάει μέσα από τα δόντια του. «Πιστεύει ότι οι λόγοι είναι χάσιμο χρόνου. Στον Καλ αρέσει η δράση, όχι τα λόγια».
324
VICTORIA AVEYARD
Είμαστε δύο, λοιπόν, αλλά δε θέλω να το παραδεχτώ. Δεν έχω τίποτα κοινό με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μ έιβεν. Μ πορεί να το πίστευα κάποτε, αλλά όχι πια. Ποτέ ξανά. Ένας βιαστικός γραμματέας μάς κάνει νόημα. Τα ρούχα του είναι μπλε και γκρι, τα χρώματα του Οίκου Μ άκανθος. Μ πορεί να γνώριζε τη συνταγματάρχη, μπορεί να ήταν αδελφός ή εξάδελφός της. Μην το κάνεις αυτό, Μάρε. Αυτό είναι το τελευταίο μέρος για να χάσεις την ψυχραιμία σου. Δε χαλαλίζει ούτε ένα βλέμμα για μας, όταν πηγαίνουμε να σταθούμε πίσω από τον Καλ και την Εβαγκελίν. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είναι μπροστά τους. Παραδόξως, η Εβαγκελίν δεν έχει τη συνήθη αυτοκυριαρχία της∙ βλέπω τα χέρια της να τρέμουν. Φοβάται. Ήθελε πάνω της τα φώτα, ήθελε να γίνει η μνηστή του Καλ, κι όμως φοβάται. Πώς γίνεται αυτό; Ύστερα αρχίζουμε να προχωράμε προς ένα κτίριο με αμέτρητους Σκοπούς και ακολούθους. Στο εσωτερικό, το κτίριο είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να καλύπτει διάφορες κρατικές λειτουργίες. Έχει χάρτες, γραφεία και αίθουσες συμβουλίων, αντί για πίνακες και σαλόνια. Άνθρωποι με γκρίζες στολές κάνουν διάφορες εργασίες στον διάδρομο, παρότι σταματούν για να περάσουμε. Οι περισσότερες πόρτες είναι κλειστές, αλλά καταφέρνω να ρίξω μια ματιά στο εσωτερικό ορισμένων. Αξιωματικοί και στρατιώτες είναι σκυμμένοι πάνω σε χάρτες του πολεμικού μετώπου και συζητούν για τη θέση των λεγεώνων. Ένα άλλο δωμάτιο, γεμάτο ισχυρή ενέργεια, φαίνεται ότι έχει καμιά εκατοστή βιντεοθόνες, που τις χειρίζονται στρατιώτες με πολεμική περιβολή. Μ ιλούν σε συσκευές που έχουν στο κεφάλι, δίνοντας διαταγές σε ανθρώπους και μέρη που είναι μακριά. Τα λόγια διαφέρουν. Αλλά η έννοια είναι η ίδια. «Διατηρήστε τη γραμμή». Ο Καλ βραδύνει το βήμα μπροστά στην πόρτα της αίθουσας με τα βίντεο και τεντώνει τον λαιμό για να δει καλύτερα, αλλά η πόρτα κλείνει ξαφνικά στα μούτρα του. Εκείνος οργίζεται, αλλά δε διαμαρτύρεται και πηγαίνει πάλι στη σειρά δίπλα στην
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
325
Εβαγκελίν. Εκείνη κάτι του λέει ψιθυριστά, αλλά ο Καλ την απομακρύνει προς μεγάλη μου ευχαρίστηση. Όμως το χαμόγελό μου σβήνει καθώς βρισκόμαστε πάλι στα εκτυφλωτικά φώτα, στα μπροστινά σκαλιά του κτιρίου. Μ ια χάλκινη πλάκα δίπλα στην πόρτα λέει: Στρατιωτική Διοίκηση. Αυτό το μέρος είναι η καρδιά του στρατού –κάθε στρατιώτης, κάθε στράτευμα, κάθε όπλο ελέγχεται από εδώ. Το στομάχι μου γυρίζει με τόσο ρεύμα εδώ πέρα, αλλά δεν πρέπει να χάσω την ψυχραιμία μου, και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο. Τα φλας αστράφτουν και με στραβώνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, ακούω μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Ο γραμματέας βάζει ένα χαρτί στο χέρι μου. Μ ια ματιά και μου ’ρχεται να ουρλιάξω. Τώρα ξέρω γιατί με ήθελαν. Κέρδισε τα έξοδα της συντήρησής σου, ψιθυρίζει η φωνή της Ελάρας στο κεφάλι μου. Μ ε κοιτάζει έτσι καθώς στέκομαι δίπλα στον Μ έιβεν και βάζει τα δυνατά της για να μη χαμογελάσει ειρωνικά. Ο Μ έιβεν ακολουθεί το γεμάτο κακία βλέμμα της και παρατηρεί το χαρτί στο τρεμάμενο χέρι μου. Αργά, τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω από τα δικά μου, σαν να θέλει να μου μεταδώσει τη δύναμή του. Πολύ θα ήθελα να κόψω το χαρτί στα δύο, αλλά εκείνος με κρατάει γερά. «Πρέπει» λέει μοναχά. Η φωνή του ένας ψίθυρος που μετά βίας ακούω. «Πρέπει». «Η καρδιά μου θλίβεται για τις χαμένες ζωές, αλλά ξέρω ότι δε χάθηκαν μάταια. Το αίμα τους θα δυναμώσει την αποφασιστικότητά μας και θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που έχουμε μπροστά μας. Είμαστε ένα εμπόλεμο έθνος, αυτό συμβαίνει εδώ και έναν αιώνα, και έχουμε συνηθίσει τα εμπόδια που μπαίνουν στον δρόμο μας. Αυτοί οι άνθρωποι θα βρεθούν, αυτοί οι άνθρωποι θα τιμωρηθούν, και αυτή η αρρώστια που αποκαλούν επανάσταση δε θα ριζώσει ποτέ στη χώρα μου». Η βιντεοθόνη στη νέα κρεβατοκάμαρά μου είναι τόσο χρήσιμη
326
VICTORIA AVEYARD
όσο ένα πλοίο χωρίς πάτο. Παίζει τον λόγο του βασιλιά από το περασμένο βράδυ και μου ’ρχεται να κάνω εμετό. Μ πορώ πλέον να πω λέξη προς λέξη όλο τον λόγο, αλλά δε σταματώ να παρακολουθώ. Κι αυτό γιατί ξέρω τι ακολουθεί. Το πρόσωπό μου φαντάζει παράξενο στην οθόνη, πολύ χλομό, πολύ ψυχρό. Ακόμα δεν πιστεύω πώς κατάφερα να παραμείνω ψύχραιμη καθώς διάβαζα τα λόγια. Όταν προχωρώ προς το βήμα, παίρνοντας τη θέση του βασιλιά, δεν τρέμω καθόλου. «Ανατράφηκα από Κόκκινους. Νόμιζα ότι ήμουν μία από αυτούς. Και γνώρισα από πρώτο χέρι την καλοσύνη της Αυτού Μ εγαλειότητας του Βασιλιά, τον δίκαιο τρόπο με τον οποίο μας φέρονται οι Ασημένιοι άρχοντες και τα μεγάλα προνόμια που μας παρέχουν. Το δικαίωμα να εργαζόμαστε, να υπηρετούμε τη χώρα μας, να ζούμε, και μάλιστα να ζούμε καλά». Στην οθόνη, ο Μ έιβεν με πιάνει από το μπράτσο. Κουνάει με νόημα το κεφάλι σε όλο τον λόγο μου. «Τώρα ξέρω ότι γεννήθηκα Ασημένια, είμαι μια αρχόντισσα του Οίκου Τιτάνος, και μια μέρα, πριγκίπισσα της Νόρτας. Τα μάτια μου άνοιξαν. Ένας κόσμος που δεν είχα ποτέ ονειρευτεί, υπάρχει και είναι ανίκητος. Είναι σπλαχνικός. Κι αυτοί οι τρομοκράτες, φονιάδες του χειρότερου είδους, προσπαθούν να καταστρέψουν τα θεμέλια του έθνους μας. Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε». Στην ασφάλεια του δωματίου μου, αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό. Το χειρότερο έρχεται. «Στη σοφία του, ο βασιλιάς Τιβέριας πήρε ορισμένα Μ έτρα για να ξεριζώσει την αρρώστια της επανάστασης και να προστατέψει τους καλούς πολίτες του έθνους μας. Είναι τα εξής: Από σήμερα, ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου για όλους τους Κόκκινους. Η Ασφάλεια θα διπλασιαστεί σε κάθε Κόκκινο χωριό και πόλη. Νέα φυλάκια θα ανεγερθούν στους δρόμους και θα επανδρωθούν πλήρως. Όλα τα παραπτώματα των Κόκκινων, μεταξύ των οποίων η παραβίαση της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, θα τιμωρούνται με εκτέλεση. Και…» σ’ αυτό το σημείο η φωνή μου τρέμει για πρώτη φορά «η ηλικία στράτευσης
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
327
μειώνεται στα δεκαπέντε έτη. Όποιος δώσει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη των ενεργών μελών της Ερυθράς Φρουράς ή για την αποτροπή ενεργειών της Ερυθράς Φρουράς θα αμειφθεί με ειδικά έγγραφα που θα απαλλάσσουν πέντε μέλη της ίδιας οικογένειας από την στρατιωτική υπηρεσία». Είναι μια πανέξυπνη και φοβερή κίνηση. Οι Κόκκινοι θα σφαχτούν μεταξύ τους γι’ αυτά τα έγγραφα. «Τα Μ έτρα θα διατηρηθούν με κάθε κόστος έως ότου καταστραφεί η αρρώστια που είναι γνωστή ως Ερυθρά Φρουρά». Κοιτάζω τα μάτια μου στην οθόνη, καθώς προσπαθώ να μην πνιγώ όσο μιλάω. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα, ελπίζοντας ότι ο λαός μου θα καταλάβει τι προσπαθώ να πω. Τα λόγια μπορεί να λένε ψέματα. «Ζήτω ο βασιλιάς». Θυμός με κυριεύει, και η οθόνη σταματάει τη μετάδοση, αντικαθιστώντας το πρόσωπό μου με ένα μαύρο κενό. Αλλά ακόμα βλέπω κάθε νέα διαταγή στο μυαλό μου. Περισσότεροι φρουροί θα περιπολούν, περισσότερα πτώματα θα κρέμονται από τις αγχόνες και περισσότερες μάνες θα θρηνούν για τα κλεμμένα παιδιά τους. Σκοτώσαμε καμιά δεκαριά από δαύτους κι αυτοί σκότωσαν χίλιους δικούς μας. Ένα κομμάτι μου ξέρει ότι αυτά τα χτυπήματα θα οδηγήσουν μερικούς Κόκκινους στο πλευρό της Φρουράς, αλλά οι περισσότεροι θα πάνε με το μέρος του βασιλιά. Για τη ζωή τους, για τη ζωή των παιδιών τους, θα παραχωρήσουν αυτή τη λιγοστή ελευθερία που τους έχει απομείνει. Νόμιζα ότι το να είμαι μαριονέτα τους θα ήταν εύκολο σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο. Έκανα μεγάλο λάθος. Όμως δε θα τους επιτρέψω να με τσακίσουν, όχι τώρα. Όχι τώρα που και η δική μου καταδίκη φαίνεται στον ορίζοντα. Πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ μέχρι να ταιριάξουν το αίμα μου και το παιχνίδι μου να πάρει τέλος. Μ έχρι να έρθουν να με πάρουν για να με σκοτώσουν. Το παράθυρό μου τουλάχιστον είναι μπροστά στο ποτάμι και βλέπει νότια προς τη θάλασσα. Όταν κοιτάζω το νερό, ξεχνώ το αβέβαιο μέλλον μου. Το βλέμμα μου από το γοργοκίνητο ρεύμα
328
VICTORIA AVEYARD
του ποταμού πηγαίνει στη σκούρα κηλίδα του ορίζοντα. Ενώ ο υπόλοιπος ουρανός είναι καθαρός, μαύρα σύννεφα πλανιούνται πάνω από τον νότο, χωρίς να μετακινούνται ποτέ από την απαγορευμένη παράκτια περιοχή. Η Κατεστραμμένη Πόλη. Η ραδιενέργεια και η φωτιά την κατέφαγαν κάποτε και δεν την άφησαν να αναπτυχθεί. Τώρα είναι μόνο ένα μαύρο φάντασμα που δεν το πλησιάζει κανείς, ένα απομεινάρι του παλιού κόσμου. Ένα κομμάτι μου εύχεται να χτυπούσε ο Λούκας την πόρτα μου για να με συνοδέψει βιαστικά σε ένα νέο πρόγραμμα, αλλά δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Μ άλλον είναι καλύτερα να μείνει μακριά μου για να μην κινδυνεύσει η ζωή του. Το δώρο του Τζούλιαν είναι ακουμπισμένο στον τοίχο και μου θυμίζει άλλον ένα φίλο που έχασα. Είναι ένα κομμάτι του τεράστιου χάρτη, κορνιζαρισμένο και αστραφτερό πίσω από το γυαλί. Όταν το σηκώνω, κάτι πέφτει με θόρυβο στο πάτωμα από το πίσω μέρος της κορνίζας. Το ήξερα. Η καρδιά μου βροντοχτυπά καθώς γονατίζω, ελπίζοντας να βρω κάποιο μυστικό σημείωμα από τον Τζούλιαν. Αντί γι’ αυτό, υπάρχει μόνο ένα βιβλίο. Παρά την απογοήτευσή μου, δεν μπορώ να μη χαμογελάσω. Το περίμενα ότι ο Τζούλιαν θα μου άφηνε άλλη μια ιστορία, άλλη μια συλλογή λέξεων να με παρηγορούν, αφού εκείνος δεν μπορεί πια. Ανοίγω το εξώφυλλο, περιμένοντας να βρω μερικές νέες ιστορίες. Αντίθετα βλέπω λέξεις γραμμένες με το χέρι να με κοιτούν από τη σελίδα με την ταυτότητα του βιβλίου. Κόκκινο και ασημένιο. Σίγουρα είναι τα ορνιθοσκαλίσματα του Τζούλιαν. Το μάτι της κάμερας στο δωμάτιο πέφτει στην πλάτη μου και μου θυμίζει ότι δεν είμαι μόνη. Ο Τζούλιαν το γνώριζε κι αυτό. Πανέξυπνε Τζούλιαν. Το βιβλίο φαίνεται κανονικό, μια ανιαρή μελέτη για τα κειμήλια που βρέθηκαν στους Δελφούς. Όμως κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις, με τον ίδιο τύπο, είναι ένα μυστικό που αξίζει να το πει κανείς. Μ ου παίρνει πολλά λεπτά μέχρι να ανακαλύψω κάθε
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
329
αράδα που έχει προστεθεί και είμαι πολύ χαρούμενη που σηκώθηκα τόσο νωρίς. Τελικά τις βρίσκω όλες κι έχω ξεχάσει πώς ν’ αναπνέω, θαρρώ. Ντέιν Ντάβιντσον, Κόκκινος στρατιώτης, Λεγεώνα της Καταιγίδας, σκοτώθηκε σε περιπολία ρουτίνας, το πτώμα δεν επανακτήθηκε. 1η Αυγούστου, 296 ΝΕ. Πέις Γκάρντνερ, Κόκκινος στρατιώτης, Λεγεώνα της Καταιγίδας, εκτελέστηκε για ανυπακοή, πτώμα μετατοπισμένο. 4 Ιουνίου, 300 ΝΕ. Υπάρχουν κι άλλα ονόματα για τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλοι αποτεφρωμένοι ή οι σοροί τους χαμένοι ή «μετατοπισμένοι». Πώς μπορεί να μεταφερθεί αλλού ένας εκτελεσμένος άντρας, δεν το γνωρίζω. Το όνομα στο τέλος του καταλόγου με κάνει να βουρκώσω. Σέιντ Μπάροου, Κόκκινος στρατιώτης, Λεγεώνα της Καταιγίδας, εκτελέστηκε για λιποταξία, πτώμα αποτεφρώθηκε. 27 Ιουλίου, 320 ΝΕ. Τα λόγια του ίδιου του Τζούλιαν ακολουθούν το όνομα του αδελφού μου και έχω την αίσθηση ότι είναι πάλι δίπλα μου και μου διδάσκει ήρεμα και αργά το μάθημά του. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο, όλοι οι Κόκκινοι στρατιώτες πρέπει να ταφούν στα νεκροταφεία του Τσοκ. Οι εκτελεσμένοι στρατιώτες δε δικαιούνται κηδείας και τοποθετούνται σε μαζικούς τάφους. Η αποτέφρωση δεν είναι συνήθης τακτική. Οι μετατοπισμένοι σοροί είναι ανύπαρκτοι. Κι όμως βρήκα 27 ονόματα, 27 στρατιώτες, μεταξύ αυτών και τον αδελφό σου, που είχαν τη ίδια τύχη. Όλοι πέθαναν σε περιπολία, σκοτώθηκαν από Λιμνιώτες ή από τις μονάδες τους, αν δεν εκτελέστηκαν για εντελώς αβάσιμες πληροφορίες. Όλοι είχαν μεταταχθεί στη Λεγεώνα της Καταιγίδας μερικές εβδομάδες πριν πεθάνουν. Και οι σοροί όλων καταστράφηκαν ή χάθηκαν με κάποιον τρόπο. Γιατί; Η Λεγεώνα της Καταιγίδας δεν είναι ένας ουλαμός θανάτου – εκατοντάδες Κόκκινοι έχουν υπηρετήσει κάτω από τον στρατηγό Ίγκρι χωρίς να πεθάνουν με τρόπο περίεργο. Γιατί σκότωσε λοιπόν αυτούς
330
VICTORIA AVEYARD
τους 27; Για μια φορά, χάρηκα για τη βάση αίματος. Αν και είναι από καιρό «πεθαμένοι», τα δείγματα του αίματός τους παραμένουν ακόμα. Και τώρα, οφείλω να σου ζητήσω συγγνώμη, Μάρε, που δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Με εμπιστεύτηκες για να σε εκπαιδεύσω, για να σε βοηθήσω, και το έκανα, αλλά βοηθούσα επίσης τον εαυτό μου. Είμαι περίεργος άνθρωπος κι εσύ είσαι το πιο περίεργο πράγμα που είδα ποτέ. Δεν κρατήθηκα λοιπόν και συνέκρινα το δείγμα του αίματός σου με το δικό τους. Και βρήκα ένα πανομοιότυπο σημάδι σ’ αυτούς, διαφορετικό από των άλλων. Δεν εκπλήσσομαι που δεν το παρατήρησε κανείς, διότι δεν το έψαξαν. Τώρα όμως που έμαθα, ήταν εύκολο να το βρω. Το αίμα σου είναι κόκκινο, αλλά δεν είναι ίδιο με των άλλων. Υπάρχει κάτι νέο σε σένα, κάτι που δεν το είδε ποτέ κανείς. Και ήταν και στους άλλους 27. Μια μετάλλαξη, μια αλλαγή που μπορεί να είναι το κλειδί γι’ αυτό που είσαι. Δεν είσαι η μόνη, Μάρε. Δεν είσαι μόνη. Απλώς είσαι η πρώτη που προστατεύτηκε από τα μάτια των πολλών, η πρώτη που δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν και να κρύψουν. Όπως οι άλλοι, είσαι Κόκκινη και Ασημένια, πιο δυνατή κι από τους δυο. Νομίζω ότι είσαι το μέλλον. Νομίζω ότι είσαι η νέα αυγή. Κι αν υπήρξαν ήδη 27, πρέπει να υπάρχουν κι άλλοι. Πρέπει να είναι πολλοί. Νιώθω παγωμένη, νιώθω μουδιασμένη, νιώθω τα πάντα και τίποτα. Κι άλλοι σαν εμένα. Χρησιμοποιώντας τις μεταλλάξεις στο αίμα σου, έψαξα την υπόλοιπη βάση αίματος και βρήκα τις ίδιες και σε άλλα δείγματα. Τους έχω συμπεριλάβει όλους εδώ, για να τους έχεις. Ξέρω ότι δε χρειάζεται να σου πω πόσο σημαντικός είναι αυτός ο κατάλογος, τι θα μπορούσε να σημαίνει για σένα και τους υπόλοιπους σ’ αυτόν τον κόσμο. Δώσε τον σε κάποιον που εμπιστεύεσαι, βρες τους άλλους, προστάτεψέ τους, εκπαίδευσέ
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
331
τους, γιατί είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι να ανακαλύψει κάποιος άλλος, λιγότερο φιλικός, αυτό που γνωρίζω – και να τους κυνηγήσει. Τα λόγια του τελειώνουν εδώ και ακολουθεί ένας κατάλογος που κάνει τα δάχτυλά μου να τρέμουν. Υπάρχουν ονόματα και τοποθεσίες, πάρα πολλά, κι όλοι περιμένουν να βρεθούν. Όλοι περιμένουν να πολεμήσουν. Το μυαλό μου λες κι έχει πάρει φωτιά. Άλλοι. Πολλοί. Τα λόγια του Τζούλιαν πετάνε μπροστά στα μάτια μου, στιγματίζουν την ψυχή μου. Πιο δυνατοί κι από τους δυο. Το μικρό βιβλίο κάθεται αναπαυτικά στη ζακέτα μου, κρυμμένο δίπλα στην καρδιά μου. Αλλά προτού πάω στον Μ έιβεν για να του δείξω την ανακάλυψη του Τζούλιαν, με βρίσκει ο Καλ. Μ ε στριμώχνει σε ένα καθιστικό, όμοιο με εκείνο που χορεύαμε, παρότι το φεγγάρι και η μουσική έχουν χαθεί πια. Κάποτε, λαχταρούσα οτιδήποτε μπορούσε να μου δώσει και τώρα η θωριά του κάνει το στομάχι μου να γυρίζει. Βλέπει στο πρόσωπό μου την αποστροφή που νιώθω, όσο κι αν προσπαθώ να την κρύψω. «Είσαι θυμωμένη μαζί μου» λέει, και δεν πρόκειται για ερώτηση. «Όχι, δεν είμαι». «Μ η λες ψέματα» λέει άγρια, με μάτια σκέτη φωτιά ξαφνικά. Λέω ψέματα από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. «Πριν από δύο μέρες με φίλησες και τώρα δεν μπορείς ούτε να με κοιτάξεις». «Είμαι αρραβωνιασμένη με τον αδελφό σου» του λέω, καθώς τραβιέμαι. Εκείνος δεν το αποδέχεται. «Αυτό δε σε σταμάτησε τις προάλλες. Τι άλλαξε;» Κατάλαβα ποιος είσαι πραγματικά, θέλω να ουρλιάξω. Δεν είσαι ο ευγενικός πολεμιστής, ο τέλειος πρίγκιπας ή ακόμα το
332
VICTORIA AVEYARD
μπερδεμένο αγόρι που υποκρινόσουν ότι είσαι. Όσο κι αν προσπαθείς να το πολεμήσεις αυτό, είσαι ακριβώς ίδιος με τους άλλους. «Είναι για τους τρομοκράτες;» Σφίγγω τα δόντια με δύναμη. «Επαναστάτες». «Δολοφόνησαν ανθρώπους, παιδιά, αθώους». «Τόσο εσύ όσο κι εγώ ξέρουμε ότι δεν έφταιγαν αυτοί» του λέω, χωρίς να νοιάζομαι για τα σκληρά μου λόγια. Ο Καλ τα χάνει για μια στιγμή. Δείχνει να υποφέρει στη θύμηση των πυροβολισμών στο Ηλίου Μ έλαθρον – και στην τυχαία έκρηξη που ακολούθησε. Αλλά το ξεπερνάει για να το αντικαταστήσει με οργή. «Όμως αυτοί το προκάλεσαν» λέει θυμωμένα. «Αυτό που διέταξα τους Σκοπούς να κάνουν το όφειλα στους νεκρούς. Για ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη». «Και τι κατάφερες με τα βασανιστήρια; Έμαθες τα ονόματά τους, πόσοι είναι, μήπως έμαθες τι θέλουν; Μ πήκες ποτέ στον κόπο να τους ακούσεις;» Αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό, προσπαθώντας να σώσει τη συζήτηση. «Ξέρω ότι έχεις τους λόγους σου για… για να τους συμπαθείς, αλλά οι μέθοδοί τους δεν μπορούν να…» «Οι μέθοδοί τους είναι δικό σας λάθος. Μ ας βάλατε να δουλεύουμε, μας κάνατε να ματώνουμε, μας κάνατε να πεθαίνουμε στους πολέμους σας και στα εργοστάσιά σας, για τις μικρές ανέσεις που δεν παρατηρείτε καν. Κι όλα αυτά επειδή είμαστε διαφορετικοί. Πώς περιμένετε να το αντέξουμε αυτό για πάντα;» Ο Καλ ταράζεται, ένας μυς στο μάγουλό του κινείται νευρικά. Δεν έχει απάντηση σ’ αυτό. «Ο μόνος λόγος που δεν είμαι νεκρή σε κανένα χαράκωμα είναι επειδή με λυπήθηκες. Ο μόνος λόγος που με ακούς αυτή τη στιγμή είναι επειδή, από κάποιο παράλογο θαύμα, έτυχε να είμαι διαφορετική». Χωρίς να κάνω τίποτα, οι σπινθήρες υψώνονται στα χέρια μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
333
Δεν ξέρω πώς ζωντάνεψαν προτού το σώμα μου γεμίσει ηλεκτρική ενέργεια, αλλά σίγουρα θα το θυμάμαι. «Μ πορείς να το σταματήσεις αυτό, Καλ. Θα γίνεις βασιλιάς, και μπορείς να σταματήσεις αυτόν τον πόλεμο, μπορείς να σώσεις χιλιάδες, εκατομμύρια, γενιές ολόκληρες από μια ένδοξη σκλαβιά, αν πεις φτάνει πια». Τα λόγια μου επηρεάζουν τον Καλ και η φωτιά που προσπαθεί τόσο να κρύψει καλμάρει. Πηγαίνει στο παράθυρο με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Μ ε τον ανατέλλοντα ήλιο στο πρόσωπό του και τη σκιά πίσω του, φαντάζει διχασμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Βαθιά στην καρδιά μου, ξέρω ότι είναι. Το μικρό κομμάτι μου που ενδιαφέρεται ακόμα γι’ αυτόν θέλει να μειώσει την απόσταση ανάμεσά μας, αλλά δεν είμαι τόσο ανόητη. Δεν είμαι πια το ερωτοχτυπημένο κορίτσι. «Έτσι σκεφτόμουν κι εγώ κάποτε» μουρμουρίζει. «Αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση και από τις δυο πλευρές, και δε θέλω να είμαι ο βασιλιάς που κατέστρεψε αυτή τη χώρα. Αυτή είναι η κληρονομιά μου, η κληρονομιά του πατέρα μου και έχω καθήκον απέναντί της». Μ ια ζεστασιά ξεχύνεται από μέσα του και θολώνει το γυαλί του παραθύρου. «Θ’ αντάλλασσες ένα εκατομμύριο νεκρούς γι’ αυτό που θέλουν;» Ένα εκατομμύριο νεκροί. Ο νους μου πετάει πίσω στο πτώμα του Μ πελίκος Λέρολαν, με τα νεκρά παιδιά του στο πλευρό του. Κι έπειτα άλλα πρόσωπα νεκρών προστίθενται στα δικά τους – ο Σέιντ, ο πατέρας του Κίλορν, κάθε Κόκκινος στρατιώτης που πέθανε για τον πόλεμό τους. «Η Φρουρά δε θα σταματήσει» λέω σιγανά, αλλά ξέρω ότι μετά βίας ακούει πια. «Κι ενώ κανείς δεν αρνείται ότι φταίνε, το ίδιο φταις κι εσύ. Τα χέρια σου είναι αιματοβαμμένα, πρίγκιπα». Και του Μέιβεν. Και τα δικά μου. Τον αφήνω να στέκεται εκεί, με την ελπίδα ότι τον άλλαξα. Ξέρω όμως ότι οι πιθανότητες είναι λίγες, στην καλύτερη περίπτωση. Είναι γιος του πατέρα του. «Ο Τζούλιαν εξαφανίστηκε, έτσι δεν είναι;» φωνάζει πίσω μου,
334
VICTORIA AVEYARD
κι εγώ σταματώ επιτόπου. Γυρίζω αργά, ενώ αναλογίζομαι τι μπορώ να του πω. «Εξαφανίστηκε;» Αποφασίζω να το παίξω χαζή. «Η δραπέτευση άφησε τρύπες στη μνήμη πολλών Σκοπών, όπως και στις εγγραφές των βίντεο. Ο θείος μου δε χρησιμοποιεί τις ικανότητές του συχνά, αλλά γνωρίζω τα σημάδια». «Πιστεύεις ότι τους βοήθησε να δραπετεύσουν;» «Ναι» λέει με πόνο, κοιτώντας τα χέρια του. «Γι’ αυτό του έδωσα αρκετό χρόνο για να φύγει». «Τι έκανες, λέει;» Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Ο Καλ, ο στρατιώτης, αυτός που πάντα ακολουθεί τις διαταγές, να παραβεί τους κανόνες για τον θείο του! «Είναι θείος μου, έκανα ό,τι μπόρεσα γι’ αυτόν. Για τόσο άκαρδο με περνάς;» Μ ου χαμογελά θλιμμένα, χωρίς να περιμένει απάντηση. Αυτό με πονά. «Καθυστέρησα τη σύλληψη όσο μπορούσα, αλλά όλοι αφήνουν ίχνη, και η βασίλισσα θα τον βρει» λέει με αναστεναγμό, βάζοντας το χέρι του πάνω στο γυαλί. «Και θα εκτελεστεί». «Θα το έκανες αυτό στον θείο σου;» Δεν μπαίνω στον κόπο να κρύψω την απέχθειά μου ή τον φόβο μου. Αν σκοτώσει τον Τζούλιαν, έστω κι αν τον άφησε να φύγει, τι θα κάνει σε μένα όταν μ’ ανακαλύψουν; Ο Καλ ορθώνει το κορμί και μεταμορφώνεται πάλι σε στρατιώτη. Δε θ’ ακούσει τίποτε άλλο για τον Τζούλιαν ή την Ερυθρά Φρουρά. «Ο Μ έιβεν έκανε μια ενδιαφέρουσα πρόταση». Αυτό ήταν αναπάντεχο. «Αλήθεια;» Κουνάει καταφατικά το κεφάλι, παράξενα ενοχλημένος στη σκέψη του αδελφού του. «Ο Μ άβι κατεβάζει γρήγορα ιδέες. Το πήρε από τη μητέρα του». «Αυτό υποτίθεται ότι θα με τρομάξει;» Ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι ο Μ έιβεν δεν είναι καθόλου σαν τη μητέρα του ή οποιονδήποτε άλλο Ασημένιο. «Τι προσπαθείς να πεις, Καλ;» «Είσαι εκτεθειμένη τώρα» ψιθυρίζει. «Μ ετά τον λόγο σου, όλη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
335
η χώρα γνωρίζει το όνομά σου και το πρόσωπό σου. Έτσι περισσότεροι θα αναρωτιούνται ποια και τι είσαι». Εγώ μόνο να κατσουφιάσω μπορώ και να σηκώσω αδιάφορα τους ώμους. «Αυτό θα έπρεπε να το σκεφτείς πριν με βάλεις να διαβάσω εκείνο τον απαίσιο λόγο». «Εγώ είμαι στρατιώτης, όχι πολιτικός. Το ξέρεις ότι δεν είχα καμία σχέση με τα Μ έτρα». «Ναι, αλλά θα τα εφαρμόσεις. Θα τα εφαρμόσεις αδιαμαρτύρητα». Δεν το διαψεύδει. Παρά τα ελαττώματά του, ο Καλ δε θα μου έλεγε ποτέ ψέματα. Όχι τώρα. «Όλα τα στοιχεία σου έχουν καταστραφεί. Ασφάλεια, αρχειοθέτες, κανείς δε θα βρει ποτέ απόδειξη ότι γεννήθηκες Κόκκινη» μουρμουρίζει με τα μάτια στο πάτωμα. «Αυτό πρότεινε ο Μ έιβεν». Παρά τον θυμό μου, αφήνω ένα βογκητό. Η βάση αίματος. Τα στοιχεία. «Τι σημαίνει αυτό;» Δεν έχω τη δύναμη να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή μου. «Η εγγραφή σου στο σχολείο, το πιστοποιητικό της γέννησής σου, το δείγμα του αίματός σου, ακόμα και η ταυτότητά σου καταστράφηκαν». Μ όλις που τον ακούω πάνω από τον δυνατό χτύπο της καρδιάς μου. Κάποτε, θα τον αγκάλιαζα αμέσως. Όμως πρέπει να παραμείνω ακίνητη, Δεν πρέπει ν’ αφήσω τον Καλ να καταλάβει ότι πάλι με έσωσε. Όχι, όχι ο Καλ. Αυτό ήταν δουλειά του Μ έιβεν. Ήταν η σκιά που έλεγξε τη φλόγα. «Νομίζω ότι έτσι έπρεπε να γίνει» λέω δυνατά, σε μια προσπάθεια να φανώ αδιάφορη. Η δράση μου, λοιπόν, μπορεί να συνεχιστεί. Ύστερα από μια απότομη υπόκλιση στον Καλ, βγαίνω βιαστικά από το δωμάτιο, κρύβοντας ένα άγριο χαμόγελο.
336
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ Περνώ την υπόλοιπη μέρα μου εξερευνώντας το παλάτι, αν και το μυαλό μου είναι αλλού. Η Λευκή Φωτιά είναι πιο παλιά από το Μ έλαθρον. Οι τοίχοι του είναι από πέτρα και σκαλιστό ξύλο, όχι από διαμαντόγυαλο. Αμφιβάλλω αν θα μάθω ποτέ όλα τα κατατόπια του, αφού δεν περιέχει μόνο τα βασιλικά διαμερίσματα, αλλά επίσης πολλά διοικητικά γραφεία και θαλάμους, αίθουσες χορού, ολόκληρη αυλή και άλλα πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Μ άλλον γι’ αυτό ο πολυλογάς γραμματέας κάνει μισή ώρα περίπου να με βρει, καθώς περιπλανιέμαι σε μια στοά με αγάλματα. Δεν έχω άλλο χρόνο για εξερεύνηση. Έχω καθήκοντα να εκπληρώσω. Καθήκοντα, σύμφωνα με τον γραμματέα του βασιλιά, που απαιτούν μια σειρά απαίσιων πραγμάτων, εκτός από την ανάγνωση των Μ έτρων. Ως μέλλουσα πριγκίπισσα, πρέπει να συναντώ ανθρώπους σε κανονισμένες εξόδους, να βγάζω λόγους, να ανταλλάσσω χειραψίες και να στέκομαι στο πλευρό του Μ έιβεν. Το τελευταίο δε μ’ ενοχλεί πραγματικά, αλλά το να παρελαύνω σαν κατσίκα σε δημοπρασία δε μ’ ενθουσιάζει ιδιαίτερα. Συναντώ τον Μ έιβεν σε ένα μεταφορικό μέσο που μας οδηγεί
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
337
στην πρώτη δημόσια εμφάνισή μας. Ανυπομονώ να του πω για τον κατάλογο και να τον ευχαριστήσω για τη βάση αίματος, αλλά υπάρχουν πολλά μάτια και αυτιά. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περνάει γρήγορα μέσα σε μια θολούρα από θορύβους και χρώματα καθώς επισκεπτόμαστε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας. Η Αγορά της Γέφυρας μου θυμίζει τον Μ εγάλο Κήπο, αν και είναι τρεις φορές το μέγεθός του. Στη μία ώρα που περνάμε χαιρετώντας παιδιά και καταστηματάρχες, βλέπω Ασημένιους να επιτίθενται ή να αγριεύουν σε δεκάδες Κόκκινους υπηρέτες που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Η Ασφάλεια τούς φυλάει από την κακοποίηση, αλλά τα λόγια που εκσφενδονίζουν πονάνε το ίδιο. Φονιάδες παιδιών, ζώα, διάβολοι. Ο Μ έιβεν μου κρατά το χέρι και το σφίγγει κάθε φορά που ένας Κόκκινος πέφτει κάτω. Όταν φτάνουμε στην επόμενη στάση, μια γκαλερί τέχνης, χαίρομαι που δεν υπάρχουν πολλοί τριγύρω. Ώσπου βλέπω τους πίνακες. Ο Ασημένιος καλλιτέχνης χρησιμοποιεί δύο χρώματα, ασημί και κόκκινο, σε μια τρομακτική συλλογή που με αρρωσταίνει. Ο ένας πίνακας είναι χειρότερος από τον άλλο και απεικονίζει τη δύναμη των Ασημένιων και την αδυναμία των Κόκκινων σε κάθε πινελιά. Ο τελευταίος πίνακας αναπαριστά μια γκρι και ασημί μορφή, σαν φάντασμα, ενώ το στέμμα στο φαρδύ μέτωπό του στάζει αίμα. Μ ου ’ρχεται να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τοίχο. Η πλατεία έξω από την γκαλερί έχει φασαρία, σφύζει από ζωή. Πολλοί σταματούν για να μας κοιτάξουν, να μας χαζέψουν, καθώς κατευθυνόμαστε στο μεταφορικό μας μέσον. Ο Μ έιβεν χαιρετά, χαμογελώντας και το πλήθος φωνάζει το όνομά του. Είναι καλός σ’ αυτό. Στο κάτω κάτω, αυτοί οι άνθρωποι είναι πατρογονικό δικαίωμά του. Όταν σταματάει για να μιλήσει με μερικά παιδιά, το χαμόγελό του γίνεται πιο λαμπερό. Ο Καλ μπορεί να είναι γεννημένος να κυβερνάει, αλλά ο Μ έιβεν προορίζεται γι’ αυτό. Και ο Μ έιβεν θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο για μας, για τους Κόκκινους που ανατράφηκε να φτύνει. Στα κρυφά, αγγίζω τον κατάλογο στην τσέπη μου, ενώ
338
VICTORIA AVEYARD
σκέφτομαι εκείνους που μπορούν να βοηθήσουν τον Μ έιβεν κι εμένα ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Είναι άραγε όμοιοι με μένα ή διαφέρουν όπως οι Ασημένιοι; Ο Σέιντ ήταν σαν εσένα. Ήξεραν για τον Σέιντ και έπρεπε να τον σκοτώσουν, αλλά εσένα δεν μπόρεσαν να σε βγάλουν από τη μέση. Η καρδιά μου πονάει για τον πεθαμένο αδελφό μου, για τις συζητήσεις που θα κάναμε. Για το μέλλον που θα είχαμε δημιουργήσει. Αλλά ο Σέιντ είναι νεκρός και είναι πολλοί αυτοί που χρειάζονται τη βοήθειά μου. «Πρέπει να βρούμε τη Φάρλεϊ» ψιθυρίζω στο αυτί του Μ έιβεν. Ίσα που ακούγομαι. Όμως εκείνος μ’ ακούει και ανασηκώνει το ένα φρύδι ερωτηματικά. «Έχω κάτι να της δώσω». «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα μας βρει εκείνη» μουρμουρίζει, «αν δε μας παρακολουθεί ήδη». «Πώς…» Η Φάρλεϊ μας κατασκοπεύει; Μ έσα σε μια πόλη που θέλει να την κομματιάσει; Φαίνεται απίθανο. Αλλά μετά παρατηρώ το πλήθος των Ασημένιων που συνωστίζεται και τους Κόκκινους υπηρέτες πιο πέρα. Μ ερικοί κοντοστέκονται για να μας δουν, με την κόκκινη ταινία στα χέρια. Οποιοσδήποτε από αυτούς θα μπορούσε να δουλεύει για τη Φάρλεϊ. Όλοι θα μπορούσαν. Ακόμα και με τους Σκοπούς και την Ασφάλεια ολόγυρα, είναι πάλι μαζί μας. Τώρα το ερώτημα είναι πώς θα βρούμε τον σωστό Κόκκινο, να πούμε το σωστό πράγμα, να βρούμε το σωστό μέρος, κι όλα αυτά να τα κάνουμε χωρίς να πάρει είδηση κανείς ότι ο πρίγκιπας και η μέλλουσα πριγκίπισσά του επικοινωνούν με μια επικηρυγμένη τρομοκράτισσα. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι όπως στο χωριό, όπου μπορούσα να κυκλοφορώ ανάμεσά τους εύκολα. Τώρα ξεχωρίζω, είμαι μια μέλλουσα πριγκίπισσα τριγυρισμένη από φρουρούς, που κουβαλάει στους ώμους της μια επανάσταση. Και ίσως κάτι σημαντικότερο, σκέφτομαι, καθώς θυμάμαι τον κατάλογο με τα ονόματα στο σακάκι μου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
339
Όταν το πλήθος αρχίζει να σπρώχνει για να μας δει, βρίσκω την ευκαιρία να ξεγλιστρήσω. Οι Σκοποί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Μ έιβεν∙ δεν έχουν συνηθίσει ακόμα να φυλάνε κι εμένα. Αφού κοιτάζω μερικές φορές πίσω μου, βγαίνω από τον κλοιό των φρουρών και των περιέργων. Εκείνοι συνεχίζουν να περπατούν στην πλατεία χωρίς εμένα, κι αν ο Μ έιβεν έχει παρατηρήσει ότι έφυγα, δεν τους το λέει. Οι Κόκκινοι υπηρέτες δε μ’ αναγνωρίζουν, έχουν τα κεφάλια σκυμμένα καθώς πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα καταστήματα. Προτιμούν τους παράδρομους και τις σκιές, προσπαθώντας να περνούν απαρατήρητοι. Είμαι τόσο απασχολημένη να κοιτώ τα Κόκκινα πρόσωπα που δεν προσέχω τον μικρό που μ’ έχει πλησιάσει. «Αρχόντισσά μου, σου έπεσε αυτό» λέει το αγοράκι. Είναι περίπου δέκα ετών και στο μπράτσο του έχει την κόκκινη ταινία. «Αρχόντισσά μου;» Τότε παρατηρώ ότι κρατάει κάτι. Δεν είναι τίποτε, απλώς ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί που δε θυμάμαι να είχα. Ωστόσο, χαμογελώ στο παιδί και το παίρνω. «Ευχαριστώ πολύ». Εκείνο μου σκάει ένα χαμόγελο, όπως μόνο ένα παιδί ξέρει, προτού τρυπώσει σε ένα δρομάκι. Χοροπηδά σε κάθε βήμα. Η ζωή δεν το έχει πάρει ακόμα από κάτω. «Από εδώ, αρχόντισσα Τιτάνος». Ένας Σκοπός στέκει από πάνω μου και με παρακολουθεί με ανέκφραστα μάτια. Τέρμα λοιπόν αυτό το σχέδιο. Τον αφήνω να με οδηγήσει στο μεταφορικό μέσον. Αίφνης νιώθω αποθαρρυμένη. Δεν μπορώ ούτε να το σκάω όπως παλιά. Γίνομαι μαλθακή. «Τι ήταν όλο αυτό;» αναρωτιέται ο Μ έιβεν καθώς επιβιβάζομαι στο μεταφορικό μέσον. «Τίποτε» αναστενάζω, ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο, καθώς απομακρυνόμαστε από την πλατεία. «Νόμιζα ότι είδα κάποιον». Περιμένω να στρίψουμε στη γωνιά του δρόμου για να ρίξω μια ματιά στο χαρτάκι. Το ξετυλίγω στα πόδια μου και το κρύβω στις
340
VICTORIA AVEYARD
πτυχές του μανικιού μου. Έχει κάτι ορνιθοσκαλίσματα, αλλά τα γράμματα είναι τόσο μικρά που με δυσκολία τα διαβάζω. Θέατρο Εξαπρίν. Απογευματινό έργο. Οι καλύτερες θέσεις. Μ ου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι καταλαβαίνω μόνο τις μισές λέξεις, αλλά δε με πειράζει καθόλου. Χαμογελώντας, βάζω το μήνυμα στο χέρι του Μ έιβεν. Ήταν αρκετό να το ζητήσει ο Μ έιβεν για να πάμε στο θέατρο. Είναι μικρό, αλλά πολύ μεγαλοπρεπές, με πράσινη θολωτή οροφή με έναν μαύρο κύκνο από πάνω. Είναι τόπος ψυχαγωγίας, όπου παίζονται θεατρικά έργα ή συναυλίες, ακόμα και μερικές αρχειακές ταινίες σε ειδικές περιπτώσεις. Θεατρικό έργο, μου λέει ο Μ έιβεν, είναι όταν άνθρωποι, ηθοποιοί, παίζουν μια ιστορία στη σκηνή. Στο σπίτι δεν είχαμε χρόνο για παραμύθια την ώρα του ύπνου, πόσο μάλλον για σκηνές, ηθοποιούς και κοστούμια. Προτού το καταλάβω, βρισκόμαστε καθισμένοι σε ένα κλειστό μπαλκόνι πάνω από τη σκηνή. Οι θέσεις από κάτω μας είναι γεμάτες κόσμο, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά, όλοι τους Ασημένιοι. Μ ερικοί Κόκκινοι περιφέρονται ανάμεσα στις σειρές και στις πτέρυγες, σερβίροντας ποτά ή παίρνοντας εισιτήρια, αλλά κανείς δεν κάθεται. Δεν είναι μια πολυτέλεια που μπορούν να πληρώσουν. Εντωμεταξύ, εμείς καθόμαστε σε βελούδινες καρέκλες με την καλύτερη θέα, ενώ ο γραμματέας και οι Σκοποί στέκονται πίσω από το παραπέτασμα της πόρτα μας. Όταν σβήνουν τα φώτα, ο Μ έιβεν μ’ αγκαλιάζει από τους ώμους και με τραβάει τόσο κοντά που νιώθω τον χτύπο της καρδιάς του. Χαμογελάει στον γραμματέα που ρίχνει μια ματιά ανάμεσα από τις κουρτίνες. «Μ η μας ενοχλείς» λέει ο Μ έιβεν, και γυρίζει το κεφάλι μου προς το μέρος του. Η πόρτα κλειδώνει πίσω μας, αλλά κανείς μας δεν τραβιέται. Περνάει έτσι ένα λεπτό ή μία ώρα, δεν ξέρω πραγματικά, ώσπου φωνές πάνω στην σκηνή με επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
341
«Συγγνώμη» μουρμουρίζω στον Μ έιβεν, καθώς σηκώνομαι από την καρέκλα μου σε μια προσπάθεια να βάλω κάποια απόσταση ανάμεσά μας. Δεν έχουμε χρόνο για φιλιά, όσο κι αν το θέλω. Εκείνος απλώς χαμογελά και κοιτάζει εμένα αντί για το έργο. Βάζω τα δυνατά μου να μην τον κοιτώ, αλλά κάτι τραβάει το βλέμμα μου επάνω του. «Τι κάνουμε τώρα;» Εκείνος γελάει και τα μάτια του λάμπουν πονηρά. «Δεν εννοώ αυτό». Όμως δεν μπορώ να μην χαμογελάσω κι εγώ. «Ο Καλ με στρίμωξε νωρίτερα». Ο Μ έιβεν σφίγγει τα χείλη σ’ αυτή τη σκέψη. «Και;» «Φαίνεται ότι σώθηκα». Το χαμόγελο που ανθίζει στα χείλη του θα μπορούσε να φωτίσει τον κόσμο ολόκληρο. Νιώθω την ανάγκη να τον ξαναφιλήσω. «Στο είπα ότι θα το έκανα» λέει με φωνή απότομη ξαφνικά. Όταν απλώνει το χέρι για να πιάσει το δικό μου, το παίρνω αυθόρμητα. Πριν προλάβουμε να συνεχίσουμε, ένα κομμάτι της οροφής παραμερίζει από πάνω μας. Ο Μ έιβεν πετιέται από το κάθισμά του, περισσότερο ξαφνιασμένος από μένα, και κοιτάζει ερευνητικά το μαύρο κενό που χάσκει. Ούτε ένας ψίθυρος δεν ακούγεται κάτω, αλλά εγώ ξέρω τι να κάνω. Η εξάσκηση με έχει κάνει πιο δυνατή και ανεβαίνω με ευκολία. Εξαφανίζομαι στο κρύο και στο σκοτάδι. Δε βλέπω τίποτα και κανέναν, αλλά δε φοβάμαι. Μ ια ζωηρή συγκίνηση με συνεπαίρνει και μ’ ένα χαμόγελο απλώνω το χέρι για να βοηθήσω τον Μ έιβεν. Εκείνος σκαρφαλώνει επάνω και προσπαθεί να προσανατολιστεί. Προτού τα μάτια μας συνηθίσουν στο μισοσκόταδο, το κομμάτι της οροφής ξαναμπαίνει στη θέση του, αποκόπτοντάς μας από το φως, το έργο και τον κόσμο από κάτω. «Να είστε ήσυχοι και γρήγορα. Θα σας πάρω από δω». Δεν αναγνωρίζω τη φωνή, αλλά τη μυρωδιά: ένα δυνατό μείγμα από τσάι, παλιά μπαχαρικά και το γνωστό μπλε κερί.
342
VICTORIA AVEYARD
«Γουίλ;» λέω με σπασμένη φωνή. «Γουίλ Γουίστλ;» Σιγά σιγά, αρχίζω να τον διακρίνω στο σκοτάδι. Η λευκή γενειάδα του, μπερδεμένη όπως πάντα, εμφανίζεται μπροστά μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω λάθος. «Δεν έχουμε καιρό για ανταμώματα, μικρή Μ πάροου» λέει. «Μ ας περιμένει δουλειά». Πώς κατάφερε ο Γουίλ να έρθει εδώ, κάνοντας ένα τόσο μεγάλο ταξίδι από τα Ξυλόβαθρα, δεν ξέρω, αλλά η γνώση που έχει για το θέατρο είναι ξεχωριστή. Μ ας οδηγεί μέσω της οροφής, σε κάτι ανεμόσκαλες και σκαλοπάτια και μικρές καταπακτές, ενώ ταυτόχρονα το έργο συνεχίζεται από πάνω. Ύστερα από λίγο βρισκόμαστε κάτω από το έδαφος, ενώ από πάνω μας υψώνονται στηρίγματα από τούβλο και μεταλλικά δοκάρια. «Σίγουρα στον λαό σου αρέσει το δραματικό στοιχείο» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν, με το βλέμμα στο μισοσκόταδο που μας περιβάλλει. Μ οιάζει με κρύπτη, σκοτεινή και υγρή, όπου κάθε σκιά κρύβει κάτι φρικτό. Ο Γουίλ σκάει ένα γελάκι, καθώς ανοίγει με τον ώμο μια μεταλλική πόρτα. «Περιμένετε και θα δείτε». Διασχίζουμε το στενό πέρασμα που κατηφορίζει κι άλλο. Ο αέρας μυρίζει ελαφρώς βρομόνερα. Μ ε έκπληξη διαπιστώνω ότι το μονοπάτι καταλήγει σε μια μικρή αποβάθρα. Φωτίζεται μόνο από μια αναμμένη δάδα που ρίχνει παράξενες σκιές σε έναν τοίχο έτοιμο να καταρρεύσει ντυμένο με σπασμένα πλακάκια. Υπάρχουν μαύρα σημάδια επάνω του, γράμματα, αλλά όχι από την παλιά γλώσσα που έχω δει. Πριν ρωτήσω γι’ αυτά, ένα δυνατό τρίξιμο τραντάζει τους τοίχους γύρω μας. Έρχεται από μια στρογγυλή οπή στον τοίχο, μουγκρίζοντας από ένα μεγαλύτερο σκοτάδι. Ο Μ έιβεν αρπάζει το χέρι μου, ξαφνιασμένος από τον ήχο. Κι εγώ είμαι το ίδιο τρομαγμένη μ’ αυτόν. Μ έταλλο που ξύνεται πάνω σε μέταλλο, ένας θόρυβος εκκωφαντικός. Λαμπερά φώτα πλησιάζουν από τη σήραγγα και νιώθω κάτι να έρχεται, κάτι μεγάλο, ηλεκτρικό και ισχυρό.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
343
Ένα μεταλλικό σκουλήκι εμφανίζεται και σταματάει μπροστά μας. Τα πλαϊνά μέρη είναι από σκέτο μέταλλο, ενωμένα και μανταλωμένα μεταξύ τους, ενώ κάτι χαραμάδες κάνουν χρέη παραθύρων. Μ ια συρόμενη πόρτα ανοίγει τρίζοντας και μια ζεστή θαλπωρή ξεχύνεται στην αποβάθρα. Η Φάρλεϊ μας χαμογελά από μια θέση μέσα από την πόρτα. Μ ας κάνει νόημα με το χέρι ν’ ανεβούμε. «Ανεβείτε πάνω». «Οι τεχνίτες το αποκαλούν Υπόγειο Σιδηρόδρομο» λέει, ενώ καθόμαστε τρέμοντας. «Είναι εκπληκτικά γρήγορο και τσουλάει στις αρχαίες ράγες που οι Ασημένιοι δεν μπήκαν στον κόπο να ψάξουν ποτέ». Ο Γουίλ κλείνει την πόρτα πίσω μας και μας εγκλωβίζει μέσα σε κάτι που μοιάζει με μακρύ κονσερβοκούτι. Αν δεν ανησυχούσα τόσο μήπως τσακιστούμε μ’ αυτό το υπόγειο πράμα, θα εντυπωσιαζόμουν. Αντί γι’ αυτό, πιάνομαι γερά από το κάθισμά μου. «Πού το φτιάξατε αυτό;» αναρωτιέται ο Μ έιβεν δυνατά, σαρώνοντας με τα μάτια το άθλιο κλουβί. «Η Γκρίζα Πόλη ελέγχεται, οι τεχνίτες δουλεύουν για…» «Έχουμε δικούς μας τεχνίτες και τεχνοπόλεις, μικρέ πρίγκιπα» λέει η Φάρλεϊ με μεγάλη υπερηφάνεια. «Αυτά που γνωρίζετε εσείς οι Ασημένιοι για τη Φρουρά είναι σταγόνα στον ωκεανό». Το τρένο ταλαντεύεται από κάτω μας και σε μια στιγμή παραλίγο να πέσω από το κάθισμά μου, αλλά κανείς άλλος δεν κουνάει βλέφαρο. Γλιστράει στις ράγες ώσπου αναπτύσσει μια ταχύτητα που κάνει το στομάχι μου να κολλήσει στην πλάτη μου. Οι άλλοι συνεχίζουν τη συζήτηση, κυρίως ο Μ έιβεν που κάνει ερωτήσεις για τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο και τη Φρουρά. Χαίρομαι που κανείς δε μου ζητάει να μιλήσω, γιατί σίγουρα θα ξερνούσα ή θα λιποθυμούσα αν έκανα κάτι περισσότερο από το να κάθομαι ακίνητη. Όχι όμως ο Μ έιβεν. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Κοιτάζει από το παράθυρο και κάτι καταλαβαίνει από τα βράχια που περνάμε με ταχύτητα. «Κατευθυνόμαστε νότια»
344
VICTORIA AVEYARD
Η Φάρλεϊ κάθεται αναπαυτικά στο κάθισμά της και κουνάει το κεφάλι. «Ναι». «Ο νότος έχει ραδιενέργεια» φωνάζει εκείνος, κοιτώντας τη στα μάτια. Εκείνη σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. Τελικά βρίσκω τη φωνή μου. «Πού μας πας;» μουρμουρίζω. Ο Μ έιβεν δε χάνει καιρό και πηγαίνει προς την κλειστή πόρτα. Κανείς δεν τον σταματάει, αφού δεν έχει πουθενά να πάει. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. «Ξέρεις τι κάνει; Η ραδιενέργεια;» Ακούγεται πραγματικά φοβισμένος. Η Φάρλεϊ αρχίζει να μετρά τα συμπτώματα στα δάχτυλά της, με ένα τρελό χαμόγελο στο πρόσωπο. «Ναυτία, εμετό, πονοκέφαλο, αιφνίδια προσβολή, καρκίνο και, ω ναι, θάνατο. Έναν πολύ δυσάρεστο θάνατο». Ξάφνου νιώθω πολύ άρρωστη. «Γιατί μας το κάνεις αυτό; Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε». «Μ άρε, σταμάτα το τρένο, μπορείς να σταματήσεις το τρένο». Ο Μ έιβεν έρχεται μπροστά μου και με αρπάζει από τους ώμους. «Σταμάτα το τρένο!» Μ ε έκπληξη, ακούω το κονσερβοκούτι να στριγκλίζει και να κάνει μια απότομη και ξαφνική στάση. Ο Μ έιβεν κι εγώ πέφτουμε κάτω –χέρια πόδια στον αέρα– και χτυπάμε στο σκληρό μεταλλικό πάτωμα με έναν οδυνηρό γδούπο. Από την ανοιχτή πόρτα, φώτα πέφτουν επάνω μας και βλέπουμε ότι είμαστε σε μια άλλη αποβάθρα που φωτίζεται από δάδες. Είναι πολύ μεγαλύτερη και εκτείνεται αρκετά προς τα πίσω. Η Φάρλεϊ περνάει από πάνω μας χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά και ετοιμάζεται να κατέβει στην αποβάθρα. «Δε θα έρθετε;» «Μ ην κουνιέσαι, Μ άρε. Αυτό το μέρος θα μας σκοτώσει!» Κάτι βουίζει μες στο αυτί μου, πνίγοντας το ψυχρό γέλιο της Φάρλεϊ. Καθώς ανακάθομαι, βλέπω ότι μας περιμένει υπομονετικά. «Πώς το ξέρεις ότι ο νότος, τα Ερείπια, έχουν ακόμα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
345
ραδιενέργεια;» ρωτάει με ένα τρελό χαμόγελο. Ο Μ έιβεν μπερδεύει τα λόγια του. «Έχουμε μηχανήματα, ανιχνευτές, μας λένε…» Η Φάρλεϊ συγκατανεύει. «Και ποιος έφτιαξε αυτά τα μηχανήματα;» «Τεχνίτες» λέει πνιχτά ο Μ έιβεν. «Κόκκινοι». Τελικά καταλαβαίνει τι θέλει να του πει. «Οι ανιχνευτές λένε ψέματα». Μ ’ ένα λοξό χαμόγελο, η Φάρλεϊ κουνάει καταφατικά το κεφάλι και του δίνει το χέρι για να σηκωθεί από το πάτωμα. Εκείνος έχει τα μάτια καρφωμένα επάνω της, ανήσυχος ακόμα, αλλά της επιτρέπει να μας οδηγήσει στην αποβάθρα και στη συνέχεια ν’ ανεβούμε δυο σιδερένιες σκάλες. Το ηλιόφως μας λούζει από ψηλά και το καθαρό αεράκι στροβιλίζεται προς τα κάτω και αναμειγνύεται με τους μαύρους ατμούς του υπεδάφους. Ύστερα μισοκλείνοντάς τα μάτια βρισκόμαστε στο ύπαιθρο να κοιτάμε ένα χαμηλό στρώμα ομίχλης. Τοίχοι υψώνονται γύρω μας, στηρίγματα μιας οροφής που δεν υπάρχει πια. Μ όνο μερικά τμήματά της απομένουν, μικρά κομμάτια από ακουαμαρίνα και χρυσό. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονται, διακρίνω ψηλές σκιές στον ουρανό, που οι κορφές τους χάνονται στην καταχνιά. Οι δρόμοι, πλατιοί μαύροι ποταμοί από άσφαλτο, είναι γεμάτοι ρωγμές που ανάμεσά τους φυτρώνουν γκρίζα αγριόχορτα εκατοντάδων ετών. Δέντρα και θάμνοι μεγαλώνουν πάνω στο μπετόν, αναζητώντας μικρούς θύλακες και γωνιές, αλλά τα περισσότερα έχουν ξεριζωθεί. Τα πόδια μου πατούν πάνω σε σπασμένα γυαλιά και σύννεφα σκόνης παρασύρονται από τον άνεμο. Παρ’ όλα αυτά, τούτο το μέρος, η εικόνα της παραμέλησης, δε μοιάζει εγκαταλειμμένο, ξέρω αυτό τον τόπο από τις ιστορίες, από τα βιβλία και τους παλιούς χάρτες. Η Φάρλεϊ με αγκαλιάζει από τους ώμους, με πλατύ χαμόγελο. «Καλωσόρισες στην Πόλη των Ερειπίων, στο Νέρσι» λέει, χρησιμοποιώντας το παλιό ξεχασμένο από καιρό όνομα. Η κατεστραμμένη απομονωμένη πόλη έχει ειδικούς μετρητές
346
VICTORIA AVEYARD
ραδιενέργειας γύρω από τα σύνορα ώστε να ξεγελούν τους ανιχνευτές που χρησιμοποιούν οι Ασημένιοι με σκοπό να παρακολουθούν τα παλιά πεδία των μαχών. Έτσι την προστατεύουν, την πατρίδα της Ερυθράς Φρουράς. Στη Νόρτα, τουλάχιστον. Αυτό είπε η Φάρλεϊ, υπονοώντας ότι υπάρχουν κι άλλες βάσεις στη χώρα. Και σύντομα θα είναι το ιερό κάθε Κόκκινου πρόσφυγα που θα καταφέρει να ξεφύγει από τις νέες τιμωρίες του βασιλιά. Κάθε κτίριο που περνάμε, φαίνεται ερειπωμένο, καλυμμένο με στάχτη και αγριόχορτα. Όμως αν ρίξεις μια πιο προσεκτική ματιά, θα διακρίνεις πατήματα στο χώμα, ένα φως σε κάποιο παράθυρο, μυρωδιά φαγητού που βγαίνει από κάποιον υπόνομο. Ο λαός μου, οι Κόκκινοι, έχουν μια μυστική δική τους πόλη εδώ, μπροστά στα μάτια τους. Το ηλεκτρικό ρεύμα σπανίζει, αλλά όχι τα χαμόγελα. Το μισογκρεμισμένο κτίριο όπου μας οδηγεί η Φάρλεϊ πρέπει να ήταν κάποτε ένα είδος καφετέριας, αν κρίνει κανείς από τα φαγωμένα από τη σκουριά τραπέζια και τα σχισμένα καθίσματα των καναπέδων. Τα παράθυρα έχουν από καιρό εξαφανιστεί, αλλά το πάτωμα είναι καθαρό. Μ ια γυναίκα σκουπίζει το χώμα έξω από την πόρτα και το στοιβάζει πάνω στο σπασμένο πεζοδρόμιο. Εγώ θα είχα αποθαρρυνθεί από μια τέτοια δουλειά, γνωρίζοντας ότι υπάρχει τόσο χώμα ακόμα που χρειάζεται σκούπισμα. Εκείνη όμως το κάνει χαμογελαστή, σιγοτραγουδώντας. Η Φάρλεϊ κάνει νόημα στην καθαρίστρια κι εκείνη απομακρύνεται για να μας αφήσει στην ησυχία μας. Και βλέπω με χαρά ότι στον κοντινότερο καναπέ υπάρχει ένα γνωστό πρόσωπο. Ο Κίλορν σώος και ασφαλής. Τολμάει μάλιστα να μου κλείσει το μάτι. «Καιρό έχουμε να ειδωθούμε». «Δεν έχουμε χρόνο για χαριτωμενιές» λέει απότομα η Φάρλεϊ, ενώ κάθεται δίπλα του. Μ ας γνέφει να τη μιμηθούμε κι εμείς υπακούμε. Ο καναπές αφήνει μια στριγκλιά τη στιγμή που καθόμαστε. «Πιστεύω ότι είδες τα χωριά όταν ταξιδεύατε στον ποταμό».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
347
Το χαμόγελό μου σβήνει αμέσως, το ίδιο και του Κίλορν. «Ναι». «Και τους νέους νόμους; Ξέρω ότι έμαθες γι’ αυτούς». Το βλέμμα της σκληραίνει, λες και φταίω εγώ που με ανάγκασαν να διαβάσω τα Μ έτρα. «Αυτά παθαίνεις όταν απειλείς ένα θηρίο» μουρμουρίζει ο Μ έιβεν, θέλοντας να με υπερασπιστεί. «Τώρα όμως ξέρουν τα ονόματά μας». «Τώρα σας κυνηγάνε» λέει απότομα ο Μ έιβεν, χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Το λεπτό στρώμα της σκόνης που σηκώνεται, σχηματίζει μικρά νέφη που αιωρούνται στον αέρα. «Κουνήσατε μια κόκκινη παντιέρα μπροστά σε έναν ταύρο, αλλά το μόνο που καταφέρατε ήταν να τον ερεθίσετε». «Τρόμαξαν ωστόσο» μπαίνω στη μέση. «Έμαθαν να σας φοβούνται. Κάτι είναι κι αυτό». «Τίποτα δεν είναι, αν τρέξετε να κρυφτείτε στην πόλη σας και τους αφήσετε να ανασυνταχθούν. Δίνετε στον βασιλιά και στον στρατό χρόνο. Ο αδελφός μου είναι ήδη στα ίχνη σας και δε θ’ αργήσει να σας εντοπίσει». Ο Μ έιβεν κοιτάζει τα χέρια του, παράξενα αγριεμένος. «Πολύ γρήγορα, το να προπορεύεστε ένα βήμα δε θα είναι αρκετό. Δε θα είναι καν δυνατό». Τα μάτια της Φάρλεϊ αστράφτουν στο φως καθώς μας παρατηρεί συλλογισμένη. Ο Κίλορν αρκείται να ζωγραφίζει κύκλους στη σκόνη, φαινομενικά αδιάφορος. Μ ετά βίας κρατιέμαι να μην τον κλοτσήσω κάτω από το τραπέζι για να τον κάνω να προσέξει. «Δε μ’ ενδιαφέρει η δική μου ασφάλεια, πρίγκιπα» λέει η Φάρλεϊ. «Για τον κόσμο στα χωριά νοιάζομαι, για τους εργάτες και τους στρατιώτες. Αυτοί τιμωρούνται τώρα και μάλιστα σκληρά». Η σκέψη μου πετάει στην οικογένειά μου και στα Ξυλόβαθρα. Θυμάμαι το άψυχο βλέμμα σε χίλια μάτια καθώς περνούσαμε. «Τι έχεις μάθει;» «Τίποτα καλό». Ο Κίλορν σηκώνει απότομα το κεφάλι, παρότι τα δάχτυλά του
348
VICTORIA AVEYARD
εξακολουθούν να στριφογυρίζουν πάνω στο τραπέζι. «Διπλές βάρδιες στη δουλειά, τις Κυριακές κρεμάλες, μαζικοί τάφοι. Δεν είναι καλό για όσους δεν μπορούν να συμμορφωθούν». Θυμάται το χωριό μας, όπως κι εγώ. «Οι άνθρωποί μας στο μέτωπο λένε ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά εκεί πάνω. Τα δεκαπεντάχρονα και τα δεκαεξάχρονα τοποθετούνται στη δική τους λεγεώνα. Δε θα βγάλουν τον μήνα». Τα δάχτυλά του σχηματίζουν ένα Χ στη σκόνη, φανερώνοντας έτσι τον θυμό που αισθάνεται. «Ίσως μπορώ να το σταματήσω αυτό» λέει ο Μ έιβεν δυνατά αυτό που σκέφτεται. «Αν πείσω το πολεμικό συμβούλιο να τους κρατήσει στα μετόπισθεν, να τους εκπαιδεύσει κι άλλο». «Αυτό δεν αρκεί». Η φωνή μου είναι σιγανή, αλλά σταθερή. Έχω την αίσθηση ότι ο κατάλογος καίει πάνω στο δέρμα μου, ικετεύει να τον ελευθερώσω. Γυρίζω προς τη Φάρλεϊ. «Έχεις ανθρώπους παντού, έτσι;» Δε μου διαφεύγει η σκιά της ικανοποίησης στο πρόσωπό της. «Ναι». «Τότε δώσ’ τους αυτά τα ονόματα». Βγάζω το βιβλίο του Τζούλιαν από το σακάκι μου και το ανοίγω εκεί που αρχίζει η λίστα. «Και βρείτε τους». Ο Μ έιβεν παίρνει απαλά το βιβλίο και το κοιτάζει διεξοδικά. «Πρέπει να είναι εκατοντάδες» μουρμουρίζει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τη σελίδα. «Τι είναι αυτό;» «Είναι σαν εμένα, Κόκκινοι και Ασημένιοι, και δυνατότεροι κι από τους δυο». Είναι η σειρά μου να καμαρώσω. Ακόμα και ο Μ έιβεν με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Η Φάρλεϊ χτυπάει τα δάχτυλα κι εκείνος της το δίνει αμέσως, χωρίς να πάρει ωστόσο τα μάτια από το βιβλιαράκι που περιέχει ένα τόσο ισχυρό μυστικό. «Πάντως, δε θ’ αργήσει να το ανακαλύψει το λάθος πρόσωπο» προσθέτω. «Φάρλεϊ, πρέπει να τους βρεις πρώτη». Ο Κίλορν κοιτάζει τα ονόματα σαν να είναι προσβολή γι’ αυτόν. «Αυτό θα πάρει μήνες, χρόνια».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
349
Ο Μ έιβεν οργίζεται. «Δεν έχουμε τόσο χρόνο στη διάθεσή μας». «Ακριβώς» συμφωνεί ο Κίλορν. «Πρέπει να δράσουμε άμεσα». Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Οι επαναστάσεις δε γίνονται βιαστικά. «Αν περιμένεις όμως, αν βρεις όσο περισσότερους μπορείς, θα έχεις ολόκληρο στρατό». Ξαφνικά, ο Μ έιβεν χτυπάει το τραπέζι. Αναπηδούμε όλοι ξαφνιασμένοι. «Μ α έχουμε στρατό». «Έχω πολλούς άντρες κάτω από τη διοίκησή μου, αλλά όχι τόσο πολλούς» υποστηρίζει η Φάρλεϊ. Κοιτάζει τον Μ έιβεν λες και ο πρίγκιπας έχει τρελαθεί. Όμως εκείνος χαμογελάει, σαν να τον καίει μια εσωτερική φωτιά. «Αν μπορέσω να οργανώσω έναν στρατό, μια λεγεώνα στο Αρχαίον, τι θα μπορούσες να κάνεις;» Εκείνη σηκώνει τους ώμους. «Λίγα πράγματα. Οι άλλες λεγεώνες θα τον συνέτριβαν στο πεδίο της μάχης». Αυτό πέφτει σαν κεραυνός, και συνειδητοποιώ τελικά τι θέλει να πει ο Μ έιβεν. «Δε θα πολεμήσουν στο πεδίο της μάχης» ψιθυρίζω. Εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου και χαμογελάει σαν τρελός. «Εννοείς ένα πραξικόπημα». Η Φάρλεϊ συνοφρυώνεται. «Πραξικόπημα;» «Ναι, ένα πραξικόπημα. Είναι ιστορικό πράγμα, κάτι που γινόταν παλιά» εξηγώ, προσπαθώντας να τους δώσω να καταλάβουν. «Είναι όταν μια μικρή ομάδα ανατρέπει μια μεγάλη κυβέρνηση. Σας φαίνεται γνωστό;» Η Φάρλεϊ και ο Κίλορν κοιτάζονται σκεφτικοί. «Συνέχισε» λέει εκείνη. «Ξέρετε με ποιον τρόπο χτίστηκε το Αρχαίον, με τη Γέφυρα, τη Δυτική πλευρά και την Ανατολική πλευρά». Τα δάχτυλά μου κινούνται μαζί με τα λόγια μου, ζωγραφίζοντας έναν πρόχειρο χάρτη πάνω στη σκόνη. «Τώρα, στη Δυτική πλευρά είναι το παλάτι, η διοίκηση, το θησαυροφυλάκιο, οι αυλές, ολόκληρη η κυβέρνηση. Αν με κάποιον τρόπο καταφέρουμε να μπούμε εκεί μέσα, να αποκόψουμε την περιοχή, να πιάσουμε τον βασιλιά και
350
VICTORIA AVEYARD
να τον κάνουμε να συμφωνήσει με τους όρους μας, τότε όλα τελειώνουν. Το είπες και μόνος σου, Μ έιβεν, μπορείς να διοικήσεις όλη τη χώρα από την Πλατεία του Καίσαρα. Το μόνο που μένει είναι να την καταλάβουμε». Κάτω από το τραπέζι, ο Μ έιβεν με χτυπάει απαλά στο γόνατο. Είναι γεμάτος περηφάνια. Το συνηθισμένο καχύποπτο βλέμμα της Φάρλεϊ εξαφανίζεται, το αντικαθιστά η ελπίδα. Περνάει το χέρι πάνω από τα χείλη της και κάτι μονολογεί καθώς κοιτάζει το σχέδιο στη σκόνη. «Αυτό θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ» αρχίζει ο Κίλορν με τον συνηθισμένο ψεύτικο τόνο του πάλι. «Αλλά δεν ξέρω πώς θα καταφέρεις να βάλεις εκεί μέσα αρκετούς Κόκκινους για να πολεμήσουν τους Ασημένιους. Χρειάζονται δέκα από μας για να ρίξουν κάτω έναν Ασημένιο. Άσε τους πέντε χιλιάδες Ασημένιους στρατιώτες που είναι πιστοί στον αδελφό σου». Ρίχνει μια λοξή ματιά στον Μ έιβεν. «Κι όλοι αυτοί είναι εκπαιδευμένοι να σκοτώνουν και έτοιμοι να μας κυνηγήσουν αυτή τη στιγμή που μιλάμε». Ο ενθουσιασμός μου χάνεται. Σωριάζομαι πάλι στο κάθισμα. «Θα ήταν πολύ δύσκολο». Αδύνατο. Ο Μ έιβεν σβήνει με το χέρι τον χάρτη από σκόνη και εξαφανίζει το Δυτικό Αρχαίον με μερικές κινήσεις των δαχτύλων του. «Οι λεγεώνες είναι πιστές στους στρατηγούς τους και τυχαίνει να γνωρίζω μια κοπέλα που ξέρει έναν στρατηγό πολύ καλά». Όταν το βλέμμα του συναντά το δικό μου, όλη η φωτιά έχει σβήσει και έχει αντικατασταθεί από μια ψυχρότητα. Χαμογελά με τα χείλη σφιγμένα. «Τον Καλ εννοείς;» Τον στρατιώτη. Τον στρατηγό. Τον πρίγκιπα. Τον γιο του πατέρα του. Το μυαλό μου πάει πάλι στον Τζούλιαν, στον θείο που ο Καλ θα σκότωνε με τη διεστραμμένη άποψη που έχει για τη δικαιοσύνη. Ο Καλ δε θα πρόδιδε ποτέ την πατρίδα του, για τίποτα. Όταν ο Μ έιβεν απαντά, αυτό που φοβάμαι γίνεται
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
351
πραγματικότητα. «Θα τον φέρουμε μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα». Νιώθω τα μάτια του Κίλορν στο πρόσωπό μου. Περιμένει να δει την αντίδρασή μου, κι εγώ δεν αντέχω τόση πίεση. «Ο Καλ δε θα γυρίσει ποτέ την πλάτη στο στέμμα του ή στον πατέρα σας». «Ξέρω καλά τον αδελφό μου. Αν βρεθεί στο δίλημμα να διαλέξει τη ζωή σου ή το στέμμα του, ξέρουμε καλά κι οι δυο τι θα διάλεγε» απαντάει ο Μ έιβεν. «Δε θα διάλεγε ποτέ εμένα». Το δέρμα μου καίει κάτω από το βλέμμα του Μ έιβεν, στη θύμηση εκείνου του κλεμμένου φιλιού. Αυτός ήταν που με έσωσε από την Εβαγκελίν. Ο Καλ ήταν αυτός που μ’ εμπόδισε να το σκάσω και να προκαλέσω μεγαλύτερο πόνο στον εαυτό μου. Ο Καλ ήταν αυτός που μ’ έσωσε από τη στράτευση. Ήμουν πολύ απασχολημένη προσπαθώντας να σώσω άλλους για να προσέξω πόσες φορές έσωσε εμένα ο Καλ. Πόσο πολύ μ’ αγαπάει. Ξάφνου δυσκολεύομαι να ανασάνω. Ο Μ έιβεν κουνάει το κεφάλι. «Σίγουρα θα διαλέξει εσένα». Η Φάρλεϊ κατσουφιάζει. «Θέλεις να στηρίξω ολόκληρη την επιχείρησή μου, ολόκληρη την επανάσταση, σε μια εφηβική αγάπη; Δεν το πιστεύω αυτό». Από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, το πρόσωπο του Κίλορν παίρνει ένα παράξενο ύφος. Όταν η Φάρλεϊ γυρίζει προς το μέρος του, αναζητώντας κάποια υποστήριξη, δεν βρίσκει καμία. «Εγώ το πιστεύω» ψιθυρίζει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπό μου.
352
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ Καθώς ο Μ έιβεν κι εγώ περνάμε τη Γέφυρα, με κατεύθυνση το παλάτι, ύστερα από μια ατελείωτη ημέρα με χειραψίες και μυστικά σχέδια, εύχομαι η αυγή να άρχιζε απόψε αντί για αύριο το πρωί. Έχω πλήρη επίγνωση του υπόκωφου θορύβου γύρω μας καθώς διασχίζουμε την πόλη. Τα πάντα πάλλονται από ενέργεια, από τα μεταφορικά μέσα στους δρόμους μέχρι τα φώτα που είναι τρυπωμένα μέσα σε ατσάλι και μπετόν. Μ ου θυμίζει εκείνη τη στιγμή στον Μ εγάλο Κήπο πριν από καιρό, όταν παρακολουθούσα τους υδροφόρους να παίζουν σε ένα σιντριβάνι ή τους πρασινοφόρους να φροντίζουν τα άνθη τους. Εκείνη τη στιγμή, βρήκα τον κόσμο τους όμορφο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί θέλουν να τον κρατήσουν, να διατηρήσουν την εξουσία τους πάνω σε όλους και σε όλα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα τους το επιτρέψω. Συνήθως γίνεται κάποιο συμπόσιο για να γιορτάσουν την επιστροφή του βασιλιά στην πόλη, αλλά κάτω από το φως των προσφάτων γεγονότων, η Πλατεία του Καίσαρα είναι πιο ήσυχη απ’ όσο θα έπρεπε. Ο Μ έιβεν κάνει ότι παραπονιέται για την έλλειψη κάποιου θεάματος, ίσως για να γεμίσει μόνο τη σιωπή. «Η αίθουσα συμποσίων είναι διπλάσια σε μέγεθος από εκείνη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
353
του Μ ελάθρου» λέει καθώς περνάμε τις μεγάλες πύλες. Βλέπω ένα τμήμα της λεγεώνας του Καλ να κάνει γυμνάσια στον στρατώνα. Χίλιοι άντρες περίπου βαδίζουν με ρυθμό. Τα βήματά τους ηχούν σαν τύμπανο. «Παλιά χορεύαμε μέχρι τα ξημερώματα… ο Καλ, τουλάχιστον. Οι κοπέλες δε μου ζητούσαν πολύ να χορέψουμε, εκτός κι αν τις ανάγκαζε εκείνος». «Θα σου ζητήσω εγώ να χορέψουμε» του ψιθυρίζω, με το βλέμμα πάντα στον στρατώνα. Θα είναι δικοί μας αύριο; Ο Μ έιβεν δεν απαντά, στριφογυρίζει μόνο στο κάθισμά του καθώς πλησιάζουμε σε μια στάση. Πάντα εσένα θα διαλέγει. «Δε νιώθω τίποτα για τον Καλ» του ψιθυρίζω στο αυτί, καθώς κατεβαίνουμε από το μεταφορικό μέσο. Εκείνος χαμογελά, μου σφίγγει το χέρι, κι εγώ λέω στον εαυτό μου ότι δεν είναι ψέμα. Όταν οι θύρες του παλατιού ανοίγουν για να περάσουμε, ένα ουρλιαχτό αντηχεί στους μαρμάρινους διαδρόμους. Ο Μ έιβεν κι εγώ κοιταζόμαστε, ξαφνιασμένοι. Οι φρουροί μας τίθενται σε επιφυλακή και ετοιμάζονται να τραβήξουν τα όπλα. Όμως δεν είναι αρκετά γρήγοροι για να με σταματήσουν, όταν ορμώ σαν βέλος. Ο Μ έιβεν προσπαθεί να με φτάσει. Το ουρλιαχτό ακούγεται πάλι, κι αυτή τη φορά συνοδεύεται από τα βήματα καμιά δεκαριά ανθρώπων που προελαύνουν και από τον γνωστό ήχο της πανοπλίας. Αρχίζω να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ, με τον Μ έιβεν ακριβώς πίσω μου. Ορμάμε μέσα σε μια στρογγυλή αίθουσα, μια αίθουσα συμβουλίου από γυαλισμένο μάρμαρο και σκούρο ξύλο. Είναι κόσμος μαζεμένος εκεί και παραλίγο να πέσω πάνω στον Άρχοντα Σάμος. Ευτυχώς τα πόδια μου με σταματούν εγκαίρως. Ο Μ έιβεν χτυπάει πάνω στην πλάτη μου και παραλίγο να πέσουμε κάτω κι οι δυο. Ο Σάμος χαμογελάει ειρωνικά μόλις μας βλέπει. Τα μαύρα μάτια του είναι ψυχρά και σκληρά. «Αρχόντισσά μου, πρίγκιπα Μ έιβεν» λέει κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι προς το μέρος μας. «Ήρθατε να δείτε το θέαμα;»
354
VICTORIA AVEYARD
Το θέαμα. Γύρω μας βλέπω κι άλλους άρχοντες και αρχόντισσες, κι ακόμα τον βασιλιά και τη βασίλισσα. Όλοι κοιτούν κατευθείαν μπροστά. Περνάω ανάμεσά τους χωρίς να ξέρω τι θα βρω από την άλλη μεριά. Ξέρω όμως ότι δε θα είναι καλό. Ο Μ έιβεν ακολουθεί χωρίς ν’ αφήνει το μπράτσο μου. Όταν φτάνουμε μπροστά στο πλήθος, χαίρομαι για το ζεστό του χέρι∙ με ανακουφίζει, με κρατάει ήρεμη… και με συγκρατεί. Όχι λιγότεροι από δεκαέξι στρατιώτες στέκονται στο κέντρο της αίθουσας, με τις μπότες τους να βρομίζουν με χώμα τη μεγάλη σφραγίδα του στέμματος. Οι πανοπλίες τους είναι όμοιες, φτιαγμένες με φολίδες από μαύρο μέταλλο, εκτός από μία με κοκκινωπή απόχρωση. Ο Καλ. Η Εβαγκελίν είναι πλάι του, με τα μαλλιά τραβηγμένα, πλεγμένα σε κοτσίδα. Βαριανασαίνει, αλλά φαίνεται περήφανη για τον εαυτό της. Κι όπου είναι η Εβαγκελίν, ο αδελφός της δεν μπορεί να είναι μακριά. Ο Πτολέμους εμφανίζεται από το πίσω μέρος της αγέλης, σέρνοντας από τα μαλλιά ένα σώμα που ουρλιάζει. Ο Καλ γυρίζει αλλού το κεφάλι και τα μάτια του συναντούν τα δικά μου τη στιγμή που την αναγνωρίζω. Βλέπω λύπη μέσα τους, αλλά δεν κάνει τίποτα για να τη σώσει. Ο Πτολέμους πετάει τη Γουόλς στο γυαλισμένο πάτωμα. Το πρόσωπό της χτυπάει πάνω στην πέτρα. Ίσα που ρίχνει μια ματιά σ’ εμένα πριν γυρίσει τα πονεμένα μάτια της στον βασιλιά. Θυμάμαι την παιχνιδιάρα, χαμογελαστή υπηρέτρια που με έμπασε σ’ αυτό τον κόσμο∙ εκείνο το άτομο έχει χαθεί. «Οι αρουραίοι σέρνονται στις παλιές σήραγγες» γρυλίζει ο Πτολέμους, γυρίζοντάς τη με το πόδι. Εκείνη προσπαθεί να αποφύγει το άγγιγμά του, με μια απίστευτα γρήγορη κίνηση παρά τα τραύματά της. «Βρήκαμε αυτόν εδώ να μας παρακολουθεί κοντά στις τρύπες του ποταμού». Να τους παρακολουθεί; Πώς φέρθηκε τόσο ανόητα; Αλλά η Γουόλς δεν είναι ανόητη. Όχι, ακολουθούσε διαταγές, συνειδητοποιώ με φρίκη. Παρακολουθούσε τις σήραγγες του
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
355
τρένου για να βεβαιωθεί ότι ο δρόμος ήταν καθαρός για μας, όταν γυρίζαμε από το Νέρσι. Κι ενώ εμείς φτάσαμε με ασφάλεια, εκείνη πιάστηκε στη φάκα. Η λαβή του Μ έιβεν στο μπράτσο μου σφίγγει. Μ ε τραβάει κοντά του, ώσπου το στήθος του ακουμπάει στην πλάτη μου. Ξέρει ότι θέλω να τρέξω κοντά της, να τη σώσω, να τη βοηθήσω. Κι εγώ ξέρω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε απολύτως. «Πήγαμε όσο πιο μακριά μας επέτρεψαν οι ανιχνευτές ραδιενέργειας» προσθέτει ο Καλ, προσπαθώντας να αγνοήσει τη Γουόλς που φτύνει αίμα. «Το σύστημα των σηράγγων είναι τεράστιο, πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο νομίζαμε. Πρέπει να υπάρχουν δεκάδες χιλιόμετρα στην περιοχή και η Ερυθρά Φρουρά τις γνωρίζει καλύτερα από όλους μας». Ο βασιλιάς Τιβέριας κατσουφιάζει κάτω από τη γενειάδα του. Δείχνει τη Γουόλς και κάνει νόημα να την πάνε κοντά του. Ο Καλ την πιάνει από το μπράτσο και τη σέρνει προς τον βασιλιά. Χίλια διαφορετικά βασανιστήρια περνούν από το κεφάλι μου, το ένα χειρότερο από το άλλο. Φωτιά, μέταλλο, νερό, ακόμα και ο δικός μου ηλεκτρισμός, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να την κάνουν να μιλήσει. «Δε θα ξανακάνω το ίδιο λάθος» μουγκρίζει ο βασιλιάς μες στα μούτρα της. «Ελάρα, κάνε την να τραγουδήσει. Αυτή τη στιγμή». «Ευχαρίστως» απαντάει η βασίλισσα, ελευθερώνοντας τα χέρια της από τις μακριές χειρίδες. Αυτό είναι χειρότερο. Η Γουόλς θα μιλήσει, θα μας μπλέξει όλους, θα μας καταστρέψει. Και μετά θα τη σκοτώσουν αργά. Όλους θα μας σκοτώσουν αργά. Ένας Ίγκρι από την ομάδα των στρατιωτών, που έχει την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, ξάφνου πετάγεται μπροστά. «Σταματήστε την! Κρατήστε τα χέρια της!» Αλλά η Γουόλς είναι ταχύτερη από το όραμά του. «Για τον Τρίσταν» λέει, προτού βάλει κάτι στο στόμα της. Το μασάει και το καταπίνει, ρίχνοντας προς τα πίσω το κεφάλι. «Έναν θεραπευτή!» φωνάζει ο Καλ. Την αρπάζει από το λαιμό
356
VICTORIA AVEYARD
και προσπαθεί να τη σταματήσει. Όμως το στόμα της γεμίζει άσπρους αφρούς και τα μέλη της γυρίζουν ανάποδα. Πνίγεται. «Έναν θεραπευτή, τώρα!» Εκείνη τινάζεται βίαια και καταφέρνει να ελευθερωθεί από τη λαβή του με όση δύναμη της απομένει. Όταν πέφτει κάτω, τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα. Κοιτούν, αλλά δε βλέπουν. Είναι νεκρή. Για τον Τρίσταν. Και δεν μπορώ ούτε να την κλάψω. «Χάπι αυτοκτονίας». Η φωνή του Καλ είναι ευγενική, σαν να εξηγεί αυτό το περιστατικό σε ένα παιδί. Αλλά μάλλον γίνομαι παιδί όταν πρόκειται για πόλεμο ή για θάνατο. «Το δίνουμε στους αξιωματικούς που πολεμούν στην πρώτη γραμμή, και στους κατασκόπους μας. Αν αιχμαλωτιστούν…» «Δε θα μιλήσουν» του αντιγυρίζω. Πρόσεχε, προειδοποιώ τον εαυτό μου. Όσο κι αν η παρουσία του κάνει το σώμα μου ν’ ανατριχιάζει, πρέπει να τον ανεχθώ. Στο κάτω κάτω, εγώ τον άφησα να με βρει εδώ στο μπαλκόνι. Πρέπει να του δώσω ελπίδα. Πρέπει να πιστέψει ότι έχει κάποια πιθανότητα μαζί μου. Η ιδέα ήταν του Μ έιβεν, όσο κι αν τον πόνεσε. Όσο για μένα, είναι δύσκολο να ισορροπώ ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια, ιδίως με τον Καλ. Τον μισώ, το ξέρω αυτό, αλλά κάτι στα μάτια του και στη φωνή του μου θυμίζει ότι τα αισθήματά μου δεν είναι τόσο απλά. Εκείνος κρατάει τις αποστάσεις του, στέκεται ένα μέτρο μακριά μου. «Είναι καλύτερος θάνατος από αυτόν που θα είχε από εμάς». «Θα την παγώνατε; Ή θα την καίγατε έτσι για αλλαγή;» «Όχι» λέει, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Θα πήγαινε στην Παλαίστρα των Οστών». Σηκώνει τα μάτια από τον στρατώνα και κοιτάζει στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Πέρα στο βάθος, φωλιασμένη ανάμεσα στα πολυώροφα κτίρια είναι η μεγάλη οβάλ αρένα με τους πασσάλους στο πάνω μέρος σαν ένα βίαιο στέμμα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
357
Η Παλαίστρα των Οστών. «Θα την εκτελούσαν σε άμεση τηλεοπτική μετάδοση, σαν ένα μήνυμα για τους υπόλοιπους». «Νόμιζα ότι δεν το κάνατε πια. Έχω να δω τέτοια εκπομπή πάνω από δέκα χρόνια». Μ ετά βίας θυμάμαι αυτές τις μεταδόσεις, όταν ήμουν μικρό παιδάκι, χρόνια πριν. «Γίνονται και εξαιρέσεις. Οι αγώνες στην αρένα δεν εμπόδισαν τη Φρουρά να ριζώσει. Ίσως το καταφέρει κάτι άλλο». «Τη γνώριζες» ψιθυρίζω, ενώ προσπαθώ να διακρίνω κάποιο ίχνος τύψης μέσα του. «Την έστειλες σ’ εμένα όταν πρωτογνωριστήκαμε». Εκείνος σταυρώνει τα χέρια, λες και αυτό μπορεί να τον προστατέψει από την ανάμνηση. «Ήξερα ότι ήταν από το χωριό σου. Σκέφτηκα ότι θα σε βοηθούσε να προσαρμοστείς λιγάκι». «Ακόμα δεν ξέρω γιατί ενδιαφέρθηκες για μένα. Δεν ήξερες καν ότι ήμουν διαφορετική». Περνάει μια στιγμή χωρίς να μιλάει κανείς. Τη σιωπή ραγίζει μόνο η φωνή των υπολοχαγών από κάτω που κάνουν ακόμα γυμνάσια, αν και ο ήλιος βρίσκεται στη δύση του. «Για μένα ήσουν διαφορετική» μουρμουρίζει τελικά. «Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν, αν όλα αυτά…» δείχνω το παλάτι και την Πλατεία πέρα – «δεν ήταν ανάμεσά μας». Άσ’ τον να το καταπιεί – το δόλωμα. Εκείνος μου πιάνει το μπράτσο και νιώθω τα δάχτυλά του καυτά μέσα από το ύφασμα του μανικού μου. «Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, Καλ». Προσπαθώ να βάλω όσο περισσότερη νοσταλγία μπορώ στα μάτια μου, φέρνοντας στο μυαλό μου την οικογένειά μου, τον Μ έιβεν, τον Κίλορν, όλα όσα προσπαθούμε να κάνουμε. Ίσως ο Καλ δεν καταλάβει τα αληθινά μου αισθήματα. Δώσε του ελπίδα εκεί που δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι πολύ σκληρό αυτό που κάνω, αλλά είναι για την υπόθεσή μας, για τους φίλους μου, για τη ζωή μου. «Μ άρε» ψιθυρίζει σκύβοντας προς το μέρος μου. Τότε γυρίζω απότομα και τον παρατάω στο μπαλκόνι να
358
VICTORIA AVEYARD
σκέφτεται τα λόγια μου, με την ελπίδα να πνιγεί μέσα σ’ αυτά. «Μ ακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα» ψιθυρίζει, αλλά μπορώ ακόμα να τον ακούσω. Τα λόγια του με γυρίζουν πίσω στο σπίτι μου και στον πατέρα μου, τότε που είπε την ίδια φράση πριν από πολύ καιρό. Η σκέψη ότι ο Καλ και ο πατέρας μου, ένας τσακισμένος Κόκκινος, μοιράζονται τις ίδιες ιδέες με κάνει να σταματήσω. Παρά τη θέλησή μου, ρίχνω μια ματιά πίσω και βλέπω τον ήλιο να βυθίζεται πίσω από τη σιλουέτα του. Εκείνος κοιτάζει κάτω στον στρατό που κάνει γυμνάσια πριν στρέψει το βλέμμα πάλι σε μένα, μοιρασμένος ανάμεσα στο καθήκον και σε ό,τι αισθάνεται για το κοριτσάκι του κεραυνού. «Ο Τζούλιαν λέει ότι της μοιάζεις» ψιθυρίζει με βλέμμα συλλογισμένο. «Έτσι ήταν κι εκείνη». Η Κοριάνα. Η μητέρα του. Στη σκέψη της μακαρίτισσας βασίλισσας, μιας γυναίκας που δε γνώρισα ποτέ, νιώθω θλίψη. Την απομάκρυναν πρόωρα από εκείνους που αγαπούσε και άφησε ένα κενό που θέλουν να το καλύψω εγώ. Αν και δε θέλω να το παραδεχτώ, δεν μπορώ να κατηγορήσω τον Καλ που νιώθει παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εξάλλου, το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. Πριν από τον χορό είχα μεγάλη αγωνία, ήμουν ένα μάτσο νεύρα που έτρεμε τον ερχομό της νύχτας. Τώρα ανυπομονώ να ξημερώσει. Αν κερδίσουμε το πρωί, ο ήλιος θα δύσει σε έναν νέο κόσμο. Ο βασιλιάς θα παραιτηθεί από τον θρόνο του και θα μεταβιβάσει την εξουσία του σε μένα, στον Μ έιβεν και στη Φάρλεϊ. Η αλλαγή θα γίνει αναίμακτα, μια ειρηνική μετάβαση από τη μία κυβέρνηση στην άλλη. Αν αποτύχουμε, η Παλαίστρα των Οστών είναι το μόνο που μπορώ να ελπίζω. Όμως δε θ’ αποτύχουμε. Ο Καλ δε θα μ’ αφήσει να πεθάνω, ούτε ο Μ έιβεν. Είναι οι ασπίδες μου. Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι, πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τον χάρτη του Τζούλιαν. Είναι μια παλιατζούρα, εντελώς
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
359
άχρηστη, αλλά εμένα με παρηγορεί. Είναι μια απόδειξη ότι ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει. Μ ’ αυτή τη σκέψη, παρασύρομαι σε έναν ανήσυχο, ελαφρύ ύπνο. Ο αδελφός μου με επισκέπτεται στα όνειρά μου. Στέκεται δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζει την πόλη με παράξενη θλίψη, πριν γυρίσει να μου πει: «Υπάρχουν κι άλλοι. Πρέπει να τους βρεις». «Θα τους βρω» μουρμουρίζω μες στον ύπνο μου. Ύστερα το ρολόι δείχνει τέσσερις το πρωί και δεν έχω πια χρόνο για όνειρα. Οι κάμερες πέφτουν σαν δέντρα μπροστά στο τσεκούρι. Κάθε μάτι κλείνει, καθώς προχωρώ προς το δωμάτιο του Μ έιβεν. Αναπηδώ σε κάθε σκιά, περιμένοντας να δω στον διάδρομο έναν φρουρό ή έναν Σκοπό, αλλά κανείς δεν εμφανίζεται. Προστατεύουν τον Καλ και τον βασιλιά, όχι τη δεύτερη πριγκίπισσα. Δε δίνουν μεγάλη σημασία σ’ εμάς. Αλλά θα μας δώσουν. Ο Μ έιβεν ανοίγει την πόρτα αμέσως μόλις γυρίζω το πόμολο. Το πρόσωπό του είναι κάτωχρο στο σκοτάδι. Μ αύροι κύκλοι ζώνουν τα μάτια του, σαν να μην έχει κοιμηθεί καθόλου. Αλλά είναι σε εγρήγορση, όπως πάντα. Περιμένω να μου πιάσει το χέρι, να με τυλίξει στη ζεστασιά του, αλλά μόνο ψυχρότητα απορρέει από πάνω του. Φοβάται, συνειδητοποιώ. Ύστερα από μερικά αγωνιώδη λεπτά, είμαστε έξω και βαδίζουμε στη σκιά πίσω από τη Στρατιωτική Διοίκηση. Σ’ αυτό το μέρος θα περιμένουμε, ανάμεσα στο κτίριο και στο εξωτερικό τείχος. Το σημείο μας είναι τέλειο. Από δω βλέπουμε την Πλατεία και τη Γέφυρα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χρυσοποίκιλτης οροφής της Στρατιωτικής Διοίκησης μας κρύβει από τις περιπόλους. Δε χρειάζομαι ρολόι για να καταλάβω ότι ήρθαμε ακριβώς στην ώρα μας. Από πάνω μας, το σκοτάδι ξεθωριάζει δίνοντας τη θέση του σε ένα σκούρο μπλε. Η αυγή έρχεται. Αυτή την ώρα, η πόλη είναι πιο ήσυχη απ’ όσο θα μπορούσα να
360
VICTORIA AVEYARD
φανταστώ. Ακόμα και οι φρουροί της περιπόλου φαίνονται νυσταγμένοι και κινούνται αργά από το ένα πόστο στο άλλο. Είναι τόση η υπερδιέγερσή μου που τα πόδια μου τρέμουν. Ο Μ έιβεν πάλι παραμένει ακίνητος, μετά βίας κουνάει βλέφαρο. Κοιτάζει μέσα από το διαμαντόγυαλο του τείχους, παρακολουθώντας πάντα τη Γέφυρα. Σε μια στιγμή, χωρίς να κουνηθεί, ψιθυρίζει: «Άργησαν». «Όχι, δεν άργησα». Αν δεν την ήξερα καλά, θα νόμιζα ότι η Φάρλεϊ είναι μια σκιά, που έχει την ικανότητα να γίνεται ορατή ή αόρατη. Λες και είναι ένα με το μισοσκόταδο, όταν εμφανίζεται μέσα από έναν αγωγό. Της δίνω το χέρι μου, αλλά εκείνη βγαίνει μόνη της. «Πού είναι οι άλλοι;» «Περιμένουν». Δείχνει το έδαφος κάτω. Αν μισοκλείσω τα μάτια, μπορώ να τους δω, μαζεμένους στο αποχετευτικό σύστημα, έτοιμους ν’ ανέβουν στην επιφάνεια. Θα ήθελα να μπω στη σήραγγα μαζί τους, να σταθώ δίπλα στον Κίλορν και στους δικούς μου, αλλά η θέση μου είναι εδώ, δίπλα στον Μ έιβεν. «Είναι οπλισμένοι;» Τα χείλη του Μ έιβεν μόλις που κουνιούνται. «Είναι έτοιμοι να πολεμήσουν;» Η Φάρλεϊ κουνάει το κεφάλι. «Πάντα. Αλλά δε θα τους καλέσω μέχρι να βεβαιωθείς ότι η Πλατεία είναι δική μας. Δεν πιστεύω και τόσο στην ικανότητα της αρχόντισσας Μ πάροου να γοητεύει». Ούτε κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να το πω δυνατά. Πάντα θα διαλέγει εσένα. Ποτέ δεν ήθελα να είναι κάτι σωστό και λάθος συνάμα. «Ο Κίλορν ήθελε να έχεις αυτό» προσθέτει, απλώνοντας το χέρι της. Μ έσα του είναι μια μικρή πράσινη πέτρα, το χρώμα των ματιών του. Ένα σκουλαρίκι. «Είπε ότι ξέρεις τι σημαίνει». Η συγκίνηση με πνίγει τόσο που δεν μπορώ να μιλήσω. Μ ε ένα κούνημα της κεφαλής, παίρνω το σκουλαρίκι και το βάζω μαζί με τα άλλα. Μπρι, Τράμι, Σέιντ – ξέρω την κάθε πέτρα και τι
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
361
σημαίνει. Ο Κίλορν είναι πολεμιστής τώρα. Και θέλει να τον θυμάμαι όπως ήταν. Να γελάει, να με πειράζει, να γυρίζει γύρω γύρω σαν χαμένο κουτάβι. Δε θα τα ξεχάσω ποτέ αυτά. Το μυτερό μέταλλο με τρυπάει και ματώνω. Όταν απομακρύνω το χέρι από το αυτί μου, βλέπω την άλικη κηλίδα πάνω στα δάχτυλά μου. Αυτό είσαι. Κοιτάζω προς τη σήραγγα, ελπίζοντας ότι θα δω τα πράσινα μάτια του, αλλά το σκοτάδι φαίνεται να καταπίνει ολόκληρη την τρύπα του τούνελ. Ούτε αυτός φαίνεται ούτε οι άλλοι. «Είστε έτοιμοι γι’ αυτό;» ψιθυρίζει η Φάρλεϊ, καθώς μας κοιτάζει. Ο Μ έιβεν απαντά και για μένα με φωνή σταθερή. «Είμαστε». Αλλά η Φάρλεϊ δεν είναι ικανοποιημένη. «Μ άρε;» «Είμαι έτοιμη». Η επαναστάτρια παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν χτυπήσει με το πόδι τον αγωγό. Μ ία, δύο, τρεις φορές. Ύστερα, όλοι μαζί γυρνάμε προς τη Γέφυρα περιμένοντας τον κόσμο ν’ αλλάξει. Δεν έχει κυκλοφορία αυτή την ώρα, ούτε καν το σφύριγμα ενός μεταφορικού μέσου. Τα καταστήματα είναι κλειστά, οι πλατείες άδειες. Μ ε λίγη τύχη, το μόνο πράγμα που θα χαθεί απόψε θα είναι μπετόν και ατσάλι. Το τελευταίο τμήμα της Γέφυρας, αυτό που ενώνει το Δυτικό Αρχαίον με την υπόλοιπη πόλη, φαίνεται ήσυχο. Και τότε σε μια πανδαισία έντονου πορτοκαλοκόκκινου χρώματος, γίνεται η έκρηξη, ένας ήλιος που σκίζει το ασημένιο σκοτάδι. Η θερμοκρασία ανεβαίνει, αλλά όχι από τις βόμβες – είναι ο Μ έιβεν. Η έκρηξη κάτι πυροδότησε μέσα του και άναψε τη φλόγα του. Ο υπόκωφος θόρυβος είναι τόσο δυνατός που λίγο έλειψε να πέσω, ενώ ο ποταμός από κάτω αφρίζει καθώς το τελευταίο τμήμα της Γέφυρας καταρρέει. Μ ουγκρίζει και τρέμει σαν ετοιμοθάνατο θεριό, που σωριάζεται καθώς αποκολλάται από την όχθη και το υπόλοιπο οικοδόμημα. Τσιμεντένιες κολόνες και ατσάλινα σύρματα ραγίζουν και σπάνε για να πέσουν στη
362
VICTORIA AVEYARD
συνέχεια μέσα στο νερό ή πάνω στην όχθη. Ένα νέφος σκόνης και καπνού υψώνεται, κρύβοντας το υπόλοιπο Αρχαίον από τα μάτια μας. Προτού ακόμα η Γέφυρα αγγίξει το νερό, συναγερμοί αντηχούν στην Πλατεία. Από πάνω μας οι περίπολοι τρέχουν κατά μήκος του τείχους για να δουν την έκταση της καταστροφής. Φωνάζουν ο ένας στον άλλον, μην ξέροντας τι να κάνουν. Οι περισσότεροι απλώς κοιτάνε. Στον στρατώνα, ανάβουν τα φώτα και οι στρατιώτες, και οι πέντε χιλιάδες, πετάγονται από τα κρεβάτια του. Οι στρατιώτες του Καλ. Η λεγεώνα του Καλ. Και με λίγη τύχη, δική μας. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τη φλόγα και τον καπνό, αλλά το κάνει ο Μ έιβεν για μένα. «Να τος» ψιθυρίζει, καθώς δείχνει μερικές σκοτεινές μορφές που βγαίνουν τρέχοντας από το παλάτι. Ο Καλ έχει τους φρουρούς μαζί του, αλλά τους προσπερνά και τρέχει προς τον στρατώνα. Φοράει ακόμα τα ρούχα του ύπνου, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο τρομακτικός. Καθώς στρατιώτες και αξιωματικοί σκορπίζονται στην Πλατεία, δίνει διαταγές και με κάποιο τρόπο καταφέρνει να ακούγεται πάνω από το αυξανόμενο πλήθος. «Όπλα στις πύλες! Τοποθετήστε υδροφόρους στην άλλη πλευρά. Δε θέλουμε να επεκταθεί η φωτιά!» Οι άντρες του εκτελούν τις διαταγές με ταχύτητα, έτοιμοι να πεταχτούν σε κάθε λέξη. Οι λεγεώνες υπακούουν στους στρατηγούς τους. Πίσω μας, η Φάρλεϊ έχει κολλήσει πάνω στον τοίχο, όσο γίνεται πιο κοντά στον αγωγό. Θα γυρίσει και θα το βάλει στα πόδια μόλις αντιληφθεί κάποιο πρόβλημα. Θα εξαφανιστεί για να πολεμήσει μια άλλη μέρα. Αυτό δε θα συμβεί. Το πραξικόπημα θα πετύχει. Ο Μ έιβεν ξεκινάει πρώτος για να σταματήσει τον αδελφό του, αλλά δεν τον αφήνω. «Εγώ πρέπει να το κάνω» ψιθυρίζω, ενώ μια παράξενη γαλήνη με πλημμυρίζει. Πάντα εσένα θα διαλέγει. Περνώ το σημείο που δεν έχει γυρισμό, όταν μπαίνω στην
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
363
Πλατεία και με βλέπουν όλοι, η λεγεώνα, οι περίπολοι και ο Καλ. Πάνω στα τείχη ανάβουν οι προβολείς. Μ ερικοί στρέφονται στη Γέφυρα, ενώ άλλοι κάτω, σ’ εμάς. Ένας μάλιστα πέφτει κατευθείαν επάνω μου και βάζω το χέρι μου αντήλιο για να προστατέψω τα μάτια μου. «Καλ!» φωνάζω δυνατά για να ακουστώ μες στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν πέντε χιλιάδες στρατιώτες. Μ ε κάποιον τρόπο, μ’ ακούει και γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος μου. Οι ματιές μας συναντιούνται μέσα από το πλήθος των στρατιωτών που συντάσσονται στους στοίχους και στα συντάγματά τους. Όταν αρχίζει να προχωρά προς το μέρος μου, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, θαρρώ πως θα λιποθυμήσω. Ξάφνου, το μόνο που ακούω είναι ο χτύπος της καρδιάς μου, που απομονώνει συναγερμούς και φωνές. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Αυτός είναι ο Καλ, λέω στον εαυτό μου. Το αγόρι που αγαπάει τη μουσική και τα μοτοποδήλατα. Ούτε ο στρατιώτης, ούτε ο στρατηγός, ούτε ο πρίγκιπας. Το αγόρι. Πάντα εσένα θα διαλέγει. «Πήγαινε μέσα, τώρα!» Στέκεται από πάνω μου και μου μιλάει με την αυστηρή, γεμάτη μεγαλοπρέπεια φωνή που θα έκανε κι ένα βουνό να προσκυνήσει. «Μ άρε, δεν είναι ασφαλές…» Μ ε μια δύναμη που δε φανταζόμουν ότι διέθετα, τον αρπάζω από τον γιακά του πουκαμίσου του και τον ακινητοποιώ. «Τι πειράζει αν είναι αυτό το κόστος;» Ρίχνω μια ματιά πίσω στη γκρεμισμένη Γέφυρα που είναι καλυμμένη από καπνό και στάχτη. «Μ ερικοί τόνοι τσιμέντο μόνο. Κι αν σου έλεγα ότι εδώ ακριβώς, αυτή τη στιγμή, θα μπορούσες να τα διορθώσεις όλα; Ότι θα μπορούσες να μας σώσεις;» Από τη λάμψη των ματιών του καταλαβαίνω ότι με προσέχει. «Μ ην το κάνεις αυτό» διαμαρτύρεται αδύναμα, ενώ αρπάζει το χέρι μου. Υπάρχει φόβος στα μάτια του, περισσότερος φόβος από ποτέ. «Είπες κάποτε ότι πίστευες σ’ εμάς, στην ελευθερία. Στην ισότητα. Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό πραγματικότητα. Δε θα γίνεται πόλεμος πια. Κανείς δε θα πεθαίνει». Φαίνεται σαν να έχει
364
VICTORIA AVEYARD
παγώσει από τα λόγια μου, δεν τολμά ούτε ν’ ανασάνει. Ούτε εγώ μπορώ να μαντέψω τι σκέφτεται, αλλά τον πιέζω. Πρέπει να τον κάνω να καταλάβει. «Έχεις τη δύναμη αυτή τη στιγμή. Tούτος ο στρατός είναι δικός σου, μπορείς να καταλάβεις αυτό το μέρος και… να το ελευθερώσεις! Πορεύσου στο παλάτι, κάνε τον βασιλιά να γονατίσει, πράξε το σωστό. Σε παρακαλώ, Καλ!» Τον αισθάνομαι κάτω από τα χέρια μου που κοντανασαίνει. Ποτέ δεν ένιωσα κάτι τόσο αληθινό ή τόσο σημαντικό. Ξέρω τι σκέφτεται – το βασίλειό του, το καθήκον του, τον πατέρα του. Και μένα, το κοριτσάκι του κεραυνού, που του ζητάω να τα πετάξει όλα αυτά. Κάτι μέσα μου βαθιά μου λέει ότι θα το κάνει. Τρέμοντας, εναποθέτω στα χείλη του ένα φιλί. Εμένα θα διαλέξει. Το δέρμα του είναι παγωμένο κάτω από το δικό μου, σαν πτώμα. «Διάλεξε εμένα» ψιθυρίζω κοντά στο στόμα του. «Διάλεξε έναν νέο κόσμο. Φτιάξε έναν καλύτερο κόσμο. Οι στρατιώτες θα σε υπακούσουν. Ο πατέρας σου θα σε υπακούσει». Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει και κάθε μυς σφίγγεται περιμένοντας την απάντησή του. Ο προβολέας που πέφτει επάνω μας τρεμοπαίζει κάτω από τη δύναμή μου. Αναβοσβήνει με κάθε χτυποκάρδι μου. «Το δικό μου αίμα ήταν στα κελιά. Εγώ βοήθησα τη Φρουρά να δραπετεύσει. Και σύντομα θα το μάθουν όλοι… και θα με σκοτώσουν. Σώσε με». Τα λόγια μου τον ταράζουν και η λαβή στον καρπό μου σφίγγει πιο πολύ. «Πάντα εσύ ήσουν, λοιπόν». Πάντα εσένα θα διαλέγει. «Χαιρέτισε τη νέα αυγή, Καλ. Μ αζί μου. Μ αζί μας». Στρέφει το βλέμμα στον Μ έιβεν που προχωρά προς το μέρος μας. Τ’ αδέλφια κοιτάζονται και τα μάτια τους μιλούν με έναν τρόπο που δεν καταλαβαίνω. Θα διαλέξει εμάς. «Πάντα εσύ ήσουν, λοιπόν» λέει πάλι, καταρρακωμένος και συντετριμμένος αυτή τη φορά. Η φωνή του κουβαλάει χίλιους θανάτους, χίλιες προδοσίες. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
365
οποιονδήποτε, θυμάμαι. «Η δραπέτευση, οι πυροβολισμοί, οι διακοπές ρεύματος. Όλα άρχισαν μ’ εσένα». Προσπαθώ να του εξηγήσω, ενώ τραβιέμαι λίγο πίσω. Αλλά δεν έχει καμία πρόθεση να μ’ αφήσει να φύγω. «Πόσους ανθρώπους σκότωσες με την αυγή σου; Πόσα παιδιά, πόσους αθώους;» Τα χέρια του γίνονται καυτά, αρκετά καυτά για να με κάψουν. «Πόσους ανθρώπους πρόδωσες;» Τα γόνατά μου δε με κρατούν πια, αλλά ο Καλ δε μ’ αφήνει. Σαν μέσα σε όνειρο, ακούω τον Μ έιβεν να φωνάζει κάπου, και τον πρίγκιπα να ορμάει για να σώσει την πριγκίπισσά του. Όμως δεν είμαι πριγκίπισσα. Δεν είμαι το κορίτσι που το σώζουν. Καθώς η φωτιά υψώνεται από τον Καλ και η φλόγα της λάμπει πίσω από τα μάτια του, ο κεραυνός φεύγει από μέσα μου, θρεμμένος από τον οργή. Πέφτει ανάμεσά μας και με πετάει μακριά από τον Καλ. Το μυαλό μου βουίζει, θολωμένο από τη θλίψη, τον θυμό και τον ηλεκτρισμό. Πίσω μου, ο Μ έιβεν ουρλιάζει. Γυρίζω και τον βλέπω να φωνάζει στη Φάρλεϊ, χειρονομώντας σαν τρελός. «Τρέξε! Τρέξε!» Ο Καλ σηκώνεται πιο γρήγορα από μένα και κάτι φωνάζει στους στρατιώτες του. Τα μάτια του ακολουθούν τη φωνή του Μ έιβεν, συνδέοντας τις τελείες όπως μόνο ένας στρατηγός μπορεί. «Στους υπονόμους!» βρυχάται με τα μάτια καρφωμένα ακόμα επάνω μου. «Είναι στους υπονόμους». Η σκιά της Φάρλεϊ εξαφανίζεται, προσπαθώντας να ξεφύγει, ενώ πέφτουν πυροβολισμοί. Στρατιώτες ορμούν στην Πλατεία και αρχίζουν να ξηλώνουν σχάρες, οχετούς και σωλήνες, εκθέτοντας το σύστημα από κάτω. Ξεχύνονται στις σήραγγες σαν φοβερή πλημμυρίδα. Θέλω να σκεπάσω τ’ αυτιά μου, ν’ αφήσω έξω τις κραυγές, τις σφαίρες και το αίμα. Κίλορν. Το όνομά του φτερουγίζει αδύναμα στις σκέψεις μου, σαν ψίθυρος. Δεν μπορώ να τον σκεφτώ πολλή ώρα∙ ο Καλ στέκεται ακόμη από πάνω μου, όλο το κορμί του τρέμει. Όμως δε με τρομάζει. Δε νομίζω ότι μπορεί να με τρομάξει κάτι πια. Το
366
VICTORIA AVEYARD
χειρότερο συνέβη ήδη. Χάσαμε. «Πόσοι;» ουρλιάζω, όταν βρίσκω τη δύναμη να τον αντιμετωπίσω. «Πόσοι πέθαναν από πείνα; Πόσοι δολοφονήθηκαν; Πόσα παιδιά στάλθηκαν να πεθάνουν; Πόσοι, πρίγκιπά μου;» Νόμιζα ότι ήξερα τι σημαίνει μίσος μέχρι σήμερα. Έκανα λάθος. Για τον εαυτό μου, για τον Καλ, για τα πάντα. Ο πόνος κάνει το κεφάλι μου να γυρίζει, αλλά καταφέρνω να σταθώ όρθια, καταφέρνω να μην πέσω. Δε θα διαλέξει ποτέ εμένα. «Ο αδελφός μου, ο πατέρας του Κίλορν, ο Τρίσταν, η Γουόλς!» Ένα σωρό ονόματα εκτοξεύονται από μέσα μου, σαν να εκπροσωπούν όλους τους νεκρούς. Δε σημαίνουν τίποτα για τον Καλ, αλλά είναι τα πάντα για μένα. Και ξέρω ότι είναι χιλιάδες, εκατομμύρια ακόμα. Ένα εκατομμύριο ξεχασμένα λάθη. Ο Καλ δεν απαντά και περιμένω να δω οργή να καθρεφτίζεται στα μάτια του. Αντίθετα, βλέπω μόνο θλίψη. «Μ ακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα» ψιθυρίζει, κι αυτά τα λόγια με κάνουν να θέλω να πέσω κάτω και να μη σηκωθώ ποτέ ξανά. Περιμένω τους σπινθήρες, περιμένω τον κεραυνό, αλλά δεν έρχονται. Όταν αισθάνομαι κρύα χέρια στον λαιμό μου και μεταλλικές χειροπέδες, ξέρω γιατί. Ο εκπαιδευτής Άρβεν, ο σιωπηλός, αυτός που μπορεί να μας κάνει απλούς ανθρώπους, στέκεται πίσω μου και σπρώχνει κάτω όλη τη δύναμή μου ώσπου δεν είμαι τίποτε άλλο πια εκτός από ένα κλαψιάρικο κορίτσι. Μ ου πήρε όλη τη δύναμη που νόμιζα ότι είχα. Έχασα. Όταν τα γόνατά μου λυγίζουν αυτή τη φορά, δεν υπάρχει κανείς να με κρατήσει. Θαμπά, ακούω τον Μ έιβεν να φωνάζει πριν τον ρίξουν κάτω κι αυτόν. «Αδελφέ!» φωνάζει, σε μια προσπάθεια να καταλάβει ο Καλ τι κάνει. «Θα τη σκοτώσουν! Θα με σκοτώσουν!» Αλλά ο Καλ δε μας ακούει πια. Μ ιλάει σε έναν λοχαγό του, και δεν μπαίνω στον κόπο ν’ ακούσω τι λένε. Ακόμα και να ήθελα, δε θα μπορούσα. Το έδαφος από κάτω μου τρέμει με κάθε ανταλλαγή
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
367
πυροβολισμών. Πόσο αίμα θα βάψει τις σήραγγες απόψε; Το κεφάλι μου είναι ασήκωτο, το σώμα μου πολύ αδύναμο και σωριάζομαι στο πλακόστρωτο δάπεδο. Το νιώθω κρύο κάτω από το μάγουλό μου, απαλό και λείο. Ο Μ έιβεν πέφτει μπρούμυτα και το κεφάλι του προσγειώνεται δίπλα μου. Θυμάμαι μια παρόμοια στιγμή. Το ουρλιαχτό της Γκίζας και το σπάσιμο των οστών του χεριού της ηχούν αμυδρά, ένα φάντασμα μες στο κεφάλι μου. «Πάρτε τους μέσα, στον βασιλιά. Αυτός θα τους δικάσει, και τους δυο». Δεν αναγνωρίζω πια τη φωνή του Καλ. Τον μετέτρεψα σε τέρας. Εγώ όπλισα το χέρι του. Τον έβαλα να διαλέξει. Ήμουν ανυπόμονη, ήμουν ανόητη. Επέτρεψα στον εαυτό μου να ελπίζει. Είμαι ανόητη. Ο ήλιος αρχίζει ν’ ανατέλλει πίσω από το κεφάλι του Καλ, που δεν αφήνει την αυγή να χαράξει. Είναι πολύ λαμπερός, πολύ διαπεραστικός, και πολύ πρώιμος. Πρέπει να κλείσω τα μάτια.
368
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ Μ ε δυσκολία βαδίζω, αλλά ο στρατιώτης πίσω μου, κρατώντας τα δεμένα με χειροπέδες χέρια μου, συνεχίζει να με σπρώχνει. Ένας άλλος κάνει το ίδιο στον Μ έιβεν και τον αναγκάζει να προχωρά δίπλα μου. Ο Άρβεν μάς ακολουθεί για να είναι σίγουρος ότι δε θα δραπετεύσουμε. Η παρουσία του είναι ένα σκοτεινό βάρος που αμβλύνει τις αισθήσεις μου. Ο διάδρομος γύρω μας, όπως μπορώ να δω, είναι άδειος και μακριά από τα αδιάκριτα μάτια της αυλής, αλλά δε μ’ ενδιαφέρει. Ο Καλ οδηγεί την ομάδα, κι από το σφίξιμο και την ένταση του κορμιού του καταλαβαίνω ότι παλεύει με την επιθυμία να κοιτάξει πίσω. Ο ήχος των πυροβολισμών, των κραυγών και του αίματος στις σήραγγες ηχούν υπόκωφα στο μυαλό μου. Είναι νεκροί. Είμαστε νεκροί. Όλα τέλειωσαν. Περιμένω να μας κατεβάσουν στο σκοτεινότερο κελί του κόσμου. Αντίθετα, ο Καλ μας οδηγεί σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς Σκοπούς. Ούτε τα βήματά μας δεν ακούγονται καθώς μπαίνουμε μέσα – έχει ηχομόνωση. Εδώ, δεν μπορεί να μας ακούσει κανείς. Κι αυτό με τρομάζει πιότερο κι από τα πιστόλια ή τη φωτιά ή την οργή του βασιλιά. Ο μονάρχης στέκεται στο κέντρο του δωματίου φορώντας την
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
369
επίχρυση πανοπλία του και το στέμμα στο κεφάλι. Το τελετουργικό ξίφος του κρέμεται στο πλάι, μαζί με ένα πιστόλι που μάλλον δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ. Όλα είναι μέρος της παράστασης. Τουλάχιστον αυτός είναι. Η βασίλισσα είναι επίσης εδώ. Μ ας περιμένει ντυμένη μόνο με ένα λευκό άσπρο φόρεμα. Τη στιγμή που μπαίνουμε, τα μάτια της συναντούν τα δικά μου και μπαίνει βίαια στις σκέψεις μου σαν μαχαίρι στη σάρκα. Ουρλιάζω και προσπαθώ να πιάσω το κεφάλι μου, αλλά οι χειροπέδες δεν μου το επιτρέπουν. Όλα αρχίζουν να περνούν πάλι μπροστά από τα μάτια μου, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η άμαξα του Γουίλ. Η Φρουρά. Ο Κίλορν. Οι ταραχές, οι συναντήσεις, τα μυστικά μηνύματα. Το πρόσωπο του Μ έιβεν στριφογυρίζει μες στις αναμνήσεις και προβάλλει ως σημαντικό πρόσωπο του αγώνα, αλλά η Ελάρα τον απωθεί. Δε θέλει να δει τι θυμάμαι γι’ αυτόν. Ο εγκέφαλός μου ουρλιάζει από τη σφοδρή επίθεση που δέχεται, πηδώντας από τη μία σκέψη στην άλλη ώσπου όλη μου η ζωή, κάθε φιλί και κάθε μυστικό κείται γυμνό ενώπιόν της. Όταν μ’ αφήνει, νιώθω πεθαμένη. Θέλω να πεθάνω. Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να περιμένω πολύ. «Αφήστε μας» λέει η Ελάρα, με φωνή απότομη και κοφτερή. Οι στρατιώτες περιμένουν, κοιτάζουν τον Καλ. Εκείνος γνέφει καταφατικά κι εκείνοι φεύγουν με βήμα βαρύ. Ο Άρβεν ωστόσο παραμένει. Νιώθω την επιρροή του να με πιέζει ακόμα. Όταν ο θόρυβος από τις μπότες σβήνει, ο βασιλιάς επιτρέπει στον εαυτό του ν’ ανασάνει. «Γιε μου;» Κοιτάζει τον Καλ, κι εγώ διακρίνω το ελαφρό τρέμουλο των δαχτύλων του. Τι μπορεί να φοβάται, όμως, δεν ξέρω. «Θέλω να τα μάθω όλα από σένα». «Ήταν μέρος αυτής της ιστορίας από καιρό» μουρμουρίζει ο Καλ, που δυσκολεύεται να μιλήσει. «Από τότε που ήρθε εκείνη εδώ». «Και οι δύο;» Ο Τιβέριας στρέφεται στον ξεχασμένο γιο του. Φαίνεται λυπημένος. Το ύφος του είναι σκυθρωπό και πονεμένο
370
VICTORIA AVEYARD
συνάμα. Αποφεύγει να τον κοιτάξει. Όμως ο Μ έιβεν τον κοιτάζει κατάματα. Δε θα δειλιάσει. «Γνώριζες γι’ αυτό, παιδί μου;» Ο Μ έιβεν το παραδέχεται. «Βοήθησα στον σχεδιασμό του». Ο Τιβέριας κλονίζεται Λες και τα λόγια του γιου του ήταν αληθινό ράπισμα. «Και οι πυροβολισμοί;» «Εγώ επέλεξα τους στόχους». Ο Καλ μισοκλείνει τα μάτια, σαν να θέλει να τα μπλοκάρει όλα αυτά. Το βλέμμα του Μ έιβεν προσπερνά τον πατέρα του και πηγαίνει στην Ελάρα που στέκει εκεί κοντά. Κοιτάζονται έντονα, και για μια στιγμή πιστεύω ότι εκείνη κοιτάζει τις σκέψεις του. Αίφνης συνειδητοποιώ ότι δε θα το κάνει. Δε θα επιτρέψει στον εαυτό της να το κάνει. «Μ ου είπες να βρω έναν σκοπό, πατέρα. Και τον βρήκα. Είσαι περήφανος για μένα;» Αλλά ο Τιβέριας στρέφεται σε μένα και μουγκρίζει σαν αρκούδα. «Εσύ το έκανες αυτό! Εσύ τον δηλητηρίασες, εσύ δηλητηρίασες το παιδί μου!» Όταν αρχίζει να κλαίει, καταλαβαίνω ότι η καρδιά του βασιλιά, όσο μικρή ή ψυχρή κι αν είναι, έχει ραγίσει. Αγαπάει τον Μέιβεν με τον τρόπο του. Όμως είναι πολύ αργά γι’ αυτό. «Πήρες τον γιο μου από μένα!» «Εσύ ευθύνεσαι γι’ αυτό» λέω μέσα απ’ τα δόντια μου. «Ο Μ έιβεν έχει τη δική του καρδιά και πιστεύει σε ένα διαφορετικό κόσμο, όπως κι εγώ. Αν μη τι άλλο, ο γιος σου με άλλαξε». «Δε σε πιστεύω. Τον ξεγέλασες με κάποιο τρόπο». «Δε λέει ψέματα». Ακούγοντας την Ελάρα να συμφωνεί μαζί μου, μου κόβεται η αναπνοή. «Ο γιος μας πάντα διψούσε για αλλαγή». Το βλέμμα της στέκεται για λίγο στον γιο της. Ακούγεται φοβισμένη. «Είναι παιδί ακόμα, Τιβέριας». Σώσε τον, ουρλιάζω στο κεφάλι μου. Πρέπει να με ακούσει. Πρέπει. Δίπλα μου, ο Μ έιβεν παίρνει βαθιά αναπνοή, καθώς περιμένει την καταδίκη μας.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
371
Ο Τιβέριας κοιτάζει τα πόδια του. Ξέρει τους νόμους καλύτερα από τον καθένα, αλλά ο Καλ είναι αρκετά δυνατός για να συναντήσει το βλέμμα του αδελφού του. Καταλαβαίνω ότι θυμάται την κοινή ζωή τους. Φλόγα και σκιά. Ο ένας δε ζει χωρίς τον άλλο. Ύστερα από μια μακριά σιωπή, ο βασιλιάς βάζει το χέρι του στον ώμο του Καλ. Κουνάει το κεφάλι μπρος πίσω, ενώ δάκρυα αυλακώνουν τα μάγουλά του μέχρι τη γενειάδα του. «Παιδί ή όχι, ο Μ έιβεν σκότωσε. Μ αζί με αυτό το… το φίδι» δείχνει με τρεμάμενο δάχτυλο εμένα «διέπραξε σοβαρά εγκλήματα εναντίον των δικών του ανθρώπων. Εναντίον μου και εναντίον σου. Εναντίον του θρόνου μας». «Πατέρα…» Ο Καλ μπαίνει ανάμεσα στον βασιλιά και σ’ εμάς. «Είναι γιος σου. Πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος». Ο Τιβέριας παραμένει ακλόνητος, βάζει κατά μέρος τον πατέρα και γίνεται πάλι ο βασιλιάς. Σκουπίζει τα δάκρυά του με μια κίνηση του χεριού. «Όταν θα φορέσεις το στέμμα μου, θα καταλάβεις». Τα μάτια της βασίλισσας γίνονται δυο γαλάζιες σχισμές. Τα μάτια της είναι ίδια με του Μέιβεν. «Ευτυχώς, αυτό δε θα γίνει ποτέ» λέει άχρωμα. «Πώς;» Ο Τιβέριας γυρίζει προς το μέρος της, αλλά σταματάει απότομα, με το σώμα μαρμαρωμένο. Το έχω ξαναδεί αυτό. Στην αρένα, πριν από καιρό, όταν ο ψιθυριστής νίκησε τον χεροδύναμο. Η Ελάρα το έκανε επίσης σε μένα, όταν με μετέτρεψε σε μαριονέτα. Πάλι κινεί τα νήματα. «Ελάρα, τι κάνεις;» ψιθυρίζει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Εκείνη απαντάει με λόγια που δεν μπορώ ν’ ακούσω, αφού μιλάει μέσα στο κεφάλι του βασιλιά. «Όχι!» ουρλιάζει εκείνος καθώς τον αναγκάζει να γονατίσει με τους ψιθύρους της. Ο Καλ οργίζεται, οι γροθιές του εκτοξεύουν φωτιά. Αλλά η Ελάρα τεντώνει το χέρι και τον σταματά επιτόπου. Τους κρατά και τους δυο.
372
VICTORIA AVEYARD
Εκείνος παλεύει, σφίγγει τα δόντια, αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί ούτε πόντο. Μ ε δυσκολία μιλάει. «Ελάρα! Άρβεν!» Αλλά ο παλιός μου εκπαιδευτής δεν κουνιέται. Αντίθετα, στέκεται ήρεμος, ευχαριστημένος με αυτό που βλέπει. Φαίνεται ότι είναι πιστός στη βασίλισσα, όχι στον βασιλιά. Μας σώζει. Για να σώσει τη ζωή του γιου της, θα μας σώσει. Στοιχηματίσαμε ότι ο Καλ με αγαπούσε αρκετά για να αλλάξει τον κόσμο∙ αντ’ αυτού, θα έπρεπε να σκεφτούμε τη βασίλισσα. Θέλω να γελάσω, να χαμογελάσω, αλλά κάτι στο πρόσωπο του Καλ δεν μου το επιτρέπει. «Ο Τζούλιαν με προειδοποίησε» λέει άγρια ο Καλ, προσπαθώντας ακόμα να ξεφύγει από την επιρροή της. «Νόμιζα ότι έλεγε ψέματα για σένα, για τη μητέρα μου, γι’ αυτό που της έκανες». Γονατιστός πάντα, ο βασιλιάς αφήνει ένα ουρλιαχτό. Είναι ένας ήχος σπαρακτικός, που δεν έχω ξανακούσει. «Κοριάνα» βογκάει, κοιτώντας το πάτωμα. «Ο Τζούλιαν ήξερε. Η Σάρα ήξερε. Την τιμώρησε επειδή ήξερε την αλήθεια». Σταγόνες ιδρώτα κυλούν στο μέτωπο της Ελάρας. Δεν μπορεί να κρατήσει τον βασιλιά και τον πρίγκιπα για πολύ ακόμα. «Ελάρα, πρέπει να πάρεις τον Μ έιβεν από δω» της λέω. «Μ η νοιάζεσαι για μένα, απλώς φρόντισε για την ασφάλειά του». «Ω, μην ανησυχείς, κοριτσάκι του κεραυνού» λέει ειρωνικά. «Δε με νοιάζει διόλου για σένα. Αν και η αφοσίωσή σου στον γιο μου είναι συγκινητική. Σωστά, Μ έιβεν;» Ρίχνει μια ματιά πίσω στον γιο της, που είναι ακόμα με τις χειροπέδες. Αντί για απάντηση, εκείνος τεντώνει τα χέρια και απαλλάσσεται από τις μεταλλικές χειροπέδες με εκπληκτική ευκολία. Λιώνουν στους καρπούς του και μετατρέπονται σε σφαίρες καυτού σίδερου που ανοίγουν τρύπες στο πάτωμα. Όταν σηκώνεται πάνω, περιμένω να με υπερασπιστεί, να με σώσει όπως προσπάθησα να τον σώσω κι εγώ. Κατόπιν συνειδητοποιώ ότι ο Άρβεν ακόμα με κρατάει και η γνωστή αίσθηση των σπινθήρων, του ηλεκτρισμού, δεν έχει επιστρέψει. Ακόμα με κρατάει, παρόλο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
373
που άφησε τον Μ έιβεν. Όταν η ματιά του Καλ συναντά τη δική μου, ξέρω ότι καταλαβαίνει πιο πολλά από μένα. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε, αντηχεί όλο και πιο δυνατά, ώσπου γίνεται ουρλιαχτό στ’ αυτιά μου σαν τους ανέμους ενός τυφώνα. «Μ έιβεν;» Πρέπει να σηκώσω το κεφάλι για να δω το πρόσωπό του, και για μια στιγμή, δεν τον αναγνωρίζω. Είναι ακόμα το ίδιο αγόρι, αυτό που με παρηγόρησε, που με φίλησε και με κράτησε δυνατή. Ο φίλος μου. Κάτι περισσότερο από φίλος μου. Αλλά κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Κάτι έχει αλλάξει. «Μ έιβεν, βοήθησέ με να σηκωθώ». Εκείνος κουνάει τους ώμους του και τρίζει τα κόκαλά του για να διώξει έναν πόνο. Οι κινήσεις του είναι νωθρές και παράξενες, κι όταν στέκεται πάλι στα πόδια του, με τα χέρια στους γοφούς, έχω την εντύπωση ότι τον βλέπω για πρώτη φορά. Τα μάτια του είναι τόσο ψυχρά. «Όχι, δε νομίζω». «Πώς;» ακούω τη φωνή μου σαν να ανήκει σε κάποια άλλη. Σαν να πρόκειται για μικρό κορίτσι. Είμαι ένα μικρό κορίτσι. Ο Μ έιβεν δεν απαντά, ούτε αποστρέφει το βλέμμα του. Το αγόρι που ξέρω είναι ακόμα εκεί, κρύβεται, παιζογελά πίσω από τα μάτια του. Αν μπορέσω να τον αγγίξω… Αλλά ο Μ έιβεν κινείται πιο γρήγορα από μένα και με σπρώχνει όταν απλώνω το χέρι. «ΛΟΧΑΓΕ ΤΑΪΡΟΣ!» φωνάζει δυνατά ο Καλ, που μπορεί να μιλήσει ακόμη. Η Ελάρα δεν κατάφερε να του το πάρει αυτό. Όμως κανείς δεν έρχεται. Κανείς δεν μας ακούει. «ΛΟΧΑΓΕ ΤΑΪΡΟΣ!» ουρλιάζει πάλι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «ΕΒΑΓΚΕΛΙΝ! ΠΤΟΛΕΜ ΟΥΣ, ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ Μ Ε ΒΟΗΘΗΣΕΙ!» Η Ελάρα ευχαριστιέται που τον ακούει να φωνάζει, απολαμβάνει τον ήχο, αλλά όχι κι ο Μ έιβεν. «Είναι ανάγκη να το ακούμε αυτό;» ρωτάει. «Όχι, μάλλον δε χρειάζεται», λέει με έναν αναστεναγμό και γέρνει στο πλάι το κεφάλι της. Το σώμα του Καλ κινείται
374
VICTORIA AVEYARD
σύμφωνα με τις σκέψεις της και τον βάζει πάνω στον πατέρα του. Ο Καλ πανικοβάλλεται, γουρλώνει τα μάτια. «Τι κάνεις;» Από κάτω του, το πρόσωπο του βασιλιά σκοτεινιάζει. «Δεν είναι προφανές;» Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν ανήκω εδώ. Ο Τζούλιαν είχε δίκιο. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που δεν καταλαβαίνω, ένα παιχνίδι που δεν ξέρω να το παίξω. Μ ακάρι να ήταν τώρα εδώ ο Τζούλιαν για να μου εξηγήσει, να με βοηθήσει, να με σώσει. Αλλά δεν έρχεται κανείς. «Μ έιβεν, σε παρακαλώ» ικετεύω. Προσπαθώ να τον κάνω να με κοιτάξει. Αλλά εκείνος μου γυρίζει την πλάτη. Επικεντρώνεται στη μητέρα του και στο αίμα του που πρόδωσε. Είναι γιος της μητέρας του. Δεν την ένοιαξε που ήταν στις αναμνήσεις μου. Δεν την ένοιαξε που είχε παίξει ρόλο σε όλο αυτό. Δε φάνηκε καν να ξαφνιάζεται. Η απάντηση είναι τρομακτικά απλή. Επειδή το γνώριζε ήδη. Επειδή είναι γιος της. Επειδή όλο αυτό ήταν δικό της σχέδιο. Η σκέψη πονάει σαν να μου μπήγουν μαχαίρια σε όλο το κορμί, αλλά ο πόνος το κάνει πιο αληθινό. «Μ ε χρησιμοποίησες». Τελικά, ο Μ έιβεν καταδέχεται να με κοιτάξει. «Το ’πιασες, ε;» «Εσύ επέλεξες του στόχους. Τη συνταγματάρχη, τον Ρέινολντ Μ πελίκος, ακόμα και τον Πτολέμους. Δεν ήταν εχθροί της Φρουράς, αλλά δικοί σου». Θέλω να τον κομματιάσω, είτε με ηλεκτρισμό είτε όχι. Θέλω να τον κάνω να πονέσει. Τελικά έμαθα το μάθημά μου. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε. «Κι αυτό, αυτό ήταν άλλη μια συνωμοσία. Μ ’ έσπρωξες σ’ αυτό, αν και ήταν πολύ επικίνδυνο, αν και ήξερες ότι ο Καλ δε θα πρόδιδε ποτέ τον πατέρα του! Μ ’ έκανες να το πιστέψω. Μ ας έκανες όλους να το πιστέψουμε». «Δε φταίω εγώ αν εσείς ήσαστε αρκετά ανόητοι ώστε να παίξετε το παιχνίδι μου», απαντάει. «Τώρα η Φρουρά ξόφλησε». Τα λόγια του είναι σαν κλοτσιά στα δόντια. «Ήταν φίλοι σου.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
375
Σε εμπιστεύτηκαν». «Ήταν απειλή για το βασίλειό μου και ήταν ανόητοι» απαντάει. Σκύβει από πάνω μου με το σαρδόνιο χαμόγελό του. «Ήταν». Η Ελάρα γελά με το απαίσιο αστείο του. «Ήταν πολύ εύκολο να σε βάλω στο περιβάλλον τους. Αυτό που χρειάστηκα ήταν μια συναισθηματική υπηρέτρια. Πώς τόσο ανόητοι άνθρωποι αποτελούν κίνδυνο, δεν το κατάλαβα ποτέ». «Μ ’ έκανες να το πιστέψω» ψιθυρίζω ξανά, καθώς ανακαλώ όλα τα ψέματα που μου είπε. «Νόμιζα ότι ήθελες να μας βοηθήσεις». Τα τελευταία λόγια μου ακούγονται σαν παράπονο. Για μια στιγμή, τα χλομά χαρακτηριστικά του γλυκαίνουν. Αλλά αυτό δεν κρατάει πολύ. «Ανόητο κορίτσι» λέει η Ελάρα. «Η βλακεία σου ήταν σχεδόν η καταστροφή μας. Χρησιμοποίησες τον φρουρό σου για τη δραπέτευση, προκάλεσες όλες αυτές τις διακοπές ρεύματος… Πιστεύεις πραγματικά ότι ήμουν τόσο ανόητη ώστε να χάσω τα ίχνη σου;» Μ ουδιασμένη, κουνάω αρνητικά το κεφάλι. «Μ ’ άφησες να το κάνω. Τα γνώριζες όλα». «Φυσικά και τα γνώριζα. Πώς νομίζεις ότι έφτασες τόσο μακριά; Εγώ έπρεπε να καλύπτω τα ίχνη σου. Εγώ έπρεπε να σε προστατεύω από όποιον είχε αρκετό μυαλό για να δει τα σημάδια» γρυλίζει, μουγκρίζει σαν θηρίο. «Δεν ξέρεις μέχρι πού έφτασα για να σε κρατήσω σώα και αβλαβή». Αστράφτει από ευχαρίστηση, απολαμβάνει την κάθε στιγμή. «Αλλά είσαι Κόκκινη, και όπως όλοι οι άλλοι, ήσουν καταδικασμένη ν’ αποτύχεις». Αυτό με ταρακουνάει, οι θύμησες μπαίνουν σε μια σειρά. Θα έπρεπε να το καταλάβω και να μην εμπιστευτώ τον Μ έιβεν. Ήταν πολύ τέλειος, πολύ γενναίος, πολύ καλός. Γύρισε την πλάτη στους δικούς του για να πάει με τη Φρουρά. Με έσπρωξε στον Καλ. Μου έδωσε ακριβώς αυτό που ήθελα και με τύφλωσε. Θα ήθελα να ουρλιάξω, θα ήθελα να κλάψω. Το βλέμμα μου πηγαίνει στην Ελάρα. «Του είπες ακριβώς τι να πει» ψιθυρίζω. Δε
376
VICTORIA AVEYARD
χρειάζεται να το επιβεβαιώσει, είμαι σίγουρη ότι έχω δίκιο. «Ξέρεις ποια είμαι εδώ μέσα, και ήξερες» – το κεφάλι μου πονάει, όταν θυμάμαι πώς έπαιξε με το μυαλό μου– «ήξερες ακριβώς πώς να με νικήσεις». Τίποτα δεν πονά τόσο βαθιά όσο το ανέκφραστο ύφος του Μ έιβεν. «Ήταν τίποτε αλήθεια;» Όταν κουνάει αρνητικά το κεφάλι, ξέρω ότι κι αυτό είναι ψέμα. «Ακόμα και ο Τόμας;» Το αγόρι στο μέτωπο, το αγόρι που πέθανε για τον πόλεμο κάποιου άλλου. Το όνομά του ήταν Τόμας και τον είδα να πεθαίνει. Το όνομα πέφτει σαν γροθιά στη μάσκα του, ραγίζοντας την πρόσοψη της ψυχρής αδιαφορίας, αλλά δεν αρκεί. Διώχνει απ’ το μυαλό του αυτό το όνομα και τον πόνο που του προκαλεί. «Άλλο ένα νεκρό παιδί. Δεν έχει καμία σημασία». «Κι όμως έχει μεγάλη σημασία» ψιθυρίζω στον εαυτό μου. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πεις τα αντίο σου, Μ έιβεν» μπαίνει στη μέση η Ελάρα, βάζοντας το άσπρο χέρι της στον ώμο του γιου της. Έφτασα πολύ κοντά στο αδύνατο σημείο του και δε θέλει να τον πιέσω άλλο. «Δεν έχω κανέναν» ψιθυρίζει εκείνος, γυρνώντας προς τον πατέρα του. Τα γαλάζια μάτια του γυαλίζουν όταν κοιτάζει το στέμμα, το ξίφος, την πανοπλία, οτιδήποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο του πατέρα του. «Ποτέ δε με πρόσεξες. Ποτέ δε με είδες. Όχι, αφού είχες αυτόν». Μ ε ένα τίναγμα του κεφαλιού δείχνει τον Καλ. «Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, Μ έιβεν. Είσαι γιος μου. Τίποτα δεν το αλλάζει αυτό, ούτε καν τούτη εδώ» λέει ο Τιβέριας, ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Ελάρα. «Ούτε καν αυτό που σκοπεύει να κάνει». «Αγαπημένε μου, εγώ δεν πρόκειται να κάνω τίποτα» του απαντάει η βασίλισσα. «Ο πολυαγαπημένος σου γιος θα το κάνει» – χτυπάει τον Καλ στο πρόσωπο– «ο τέλειος διάδοχος» – τον
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
377
χτυπάει πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά– «ο γιος της Κοριάνας». Το χαστούκι που ακολουθεί τον κάνει να ματώσει, το χείλος του σκίζεται. «Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ αντί γι’ αυτόν». Πηχτό ασημένιο αίμα στάζει από το σαγόνι του Καλ. Το βλέμμα του Μ έιβεν σταματά για λίγο πάνω στο αίμα και κατσουφιάζει αμυδρά. «Κι εμείς είχαμε ένα γιο, Τίβε» ψιθυρίζει η Ελάρα, με αγριεμένη από οργή φωνή, καθώς γυρίζει πάλι προς τον βασιλιά. «Ανεξάρτητα από το πώς ένιωθες για μένα, υποτίθεται ότι αυτόν τον αγαπούσες». «Τον αγαπούσα!» φωνάζει εκείνος, αντιδρώντας στη νοητική λαβή της. «Τον αγαπώ». Ξέρω πώς είναι να μην σε προσέχουν, να είσαι στη σκιά ενός άλλου. Όμως αυτού του είδους τον θυμό, αυτή τη φονική, καταστροφική, φοβερή σκηνή αδυνατώ να την κατανοήσω. Ο Μ έιβεν αγαπάει τον πατέρα του, τον αδελφό του – πώς της επιτρέπει να το κάνει αυτό; Πώς γίνεται να το θέλει αυτό; Όμως εκείνος στέκεται ακίνητος και παρακολουθεί, κι εγώ δε βρίσκω τα λόγια για να τον κάνω να αντιδράσει. Τίποτα δε με προετοιμάζει γι’ αυτό που ακολουθεί, γι’ αυτό που η Ελάρα αναγκάζει τις μαριονέτες της να κάνουν. Το χέρι του Καλ τρέμει καθώς το απλώνει, σπρωγμένο από τη θέλησή της. Προσπαθεί να αντισταθεί, αγωνίζεται με όση δύναμη του έχει απομείνει, αλλά μάταια. Πρόκειται για μια μάχη που δεν ξέρει πώς να τη δώσει. Όταν το χέρι του κλείνει γύρω από το χρυσοποίκιλτο ξίφος και το τραβάει από τη θήκη που είναι στη μέση του πατέρα του, το τελευταίο κομμάτι της σπαζοκεφαλιάς μπαίνει στη θέση του. Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του και εξατμίζονται πάνω στο φλογισμένο δέρμα του. «Δεν το κάνεις εσύ» λέει ο Τιβέριας, με τα μάτια καρφωμένα στο απελπισμένο πρόσωπο του Καλ. Δεν μπαίνει στον κόπο να ικετεύσει για τη ζωή του. «Ξέρω ότι δεν το κάνεις εσύ, παιδί μου. Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο». Κανείς δεν αξίζει κάτι τέτοιο. Κανείς. Στο μυαλό μου, απλώνω
378
VICTORIA AVEYARD
το χέρι στον κεραυνό κι αυτός έρχεται. Τον ρίχνω στην Ελάρα και στον Μ έιβεν, κι έτσι σώζω τον πρίγκιπα και τον βασιλιά. Όμως κι αυτή η φαντασίωση έχει τα μελανά της σημεία. Η Φάρλεϊ είναι νεκρή. Ο Κίλορν είναι νεκρός. Η επανάσταση τελείωσε. Ακόμα και στις φαντασιώσεις μου δεν μπορώ να το διορθώσω αυτό. Το ξίφος σηκώνεται. Κουνιέται στα τρεμάμενα δάχτυλα του Καλ. Η λεπίδα είναι τελετουργική στην καλύτερη περίπτωση, αλλά η κόψη αστράφτει αιχμηρή σαν ξυράφι. Το ατσάλι κοκκινίζει κάτω από το καυτό, άγριο άγγιγμα του Καλ και χρυσόσκονη από την επιχρυσωμένη λαβή γυαλοκοπά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Χρυσός και ασήμι και σίδερο στάζουν από τα χέρια του σαν δάκρυα. Ο Μ έιβεν παρακολουθεί τη λεπίδα από κοντά, προσεκτικά, γιατί φοβάται πολύ να κοιτάξει το πρόσωπο του πατέρα του τις τελευταίες του στιγμές. Νόμιζα ότι ήσουν γενναίος. Έκανα λάθος. «Σε παρακαλώ» είναι το μόνο που καταφέρνει να πει ο Καλ. «Σε παρακαλώ». Όμως στα μάτια της Ελάρας δεν υπάρχει ούτε ενδοιασμός ούτε τύψη. Προετοίμαζε αυτή τη στιγμή εδώ και πολύ καιρό. Όταν το ξίφος αστράφτει διαγράφοντας ένα τόξο για να διαμελίσει σάρκα και κόκαλα, παραμένει απαθής. Το πτώμα του βασιλιά πέφτει κάτω με έναν γδούπο, ενώ το κεφάλι του κυλάει λίγα μέτρα πιο πέρα. Ασημένιο αίμα τινάζεται στο πάτωμα. Σχηματίζει μια λιμνούλα όμοια με καθρέφτη που έρχεται να γλείψει τα πόδια του Καλ. Εκείνος πετάει το ξίφος που πέφτει με θόρυβο πάνω στην πέτρα, προτού γονατίσει κρατώντας το κεφάλι του. Το στέμμα κυλάει με θόρυβο στο πάτωμα, κάνει κύκλους μέσα στο αίμα και σταματά στα πόδια του Μ έιβεν, με τις κοφτερές αιχμές να λάμπουν από το ασημένιο υγρό. Όταν η Ελάρα ουρλιάζει και αρχίζει να θρηνεί, πέφτοντας πάνω στο πτώμα του βασιλιά, γελάω σχεδόν δυνατά από όλον αυτό τον παραλογισμό. Τότε ακούω τον θόρυβο που κάνουν οι κάμερες καθώς αρχίζουν πάλι να λειτουργούν. Αφού ερευνούν
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
379
πρώτα τους τοίχους, στρέφονται αμέσως στο σώμα του βασιλιά και στη βασίλισσα που φαίνεται να θρηνεί τον νεκρό σύζυγό της. Ο Μ έιβεν φωνάζει δίπλα της, με το χέρι στον ώμο της μητέρα του. «Εσύ τον σκότωσες! Σκότωσες τον βασιλιά! Σκότωσες τον πατέρα μας!» ουρλιάζει στον Καλ. Μ όνο μια υπόνοια μειδιάματος παραμένει, και ο Καλ με κάποιο τρόπο αντιστέκεται στην παρόρμηση να κόψει το κεφάλι του αδελφού του. Είναι σοκαρισμένος. Δεν καταλαβαίνει, δε θέλει να καταλάβει. Αλλά για μία φορά, καταλαβαίνω εγώ. Η αλήθεια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει τι πιστεύει ο κόσμος. Ο Τζούλιαν προσπάθησε να μου διδάξει αυτό το μάθημα και τώρα το καταλαβαίνω. Θα πιστέψουν αυτή τη μικρή σκηνή, αυτό το ωραίο θέατρο με ηθοποιούς και ψέματα. Και κανείς στρατός, καμία χώρα δε θ’ ακολουθήσει έναν άνθρωπο που δολοφόνησε τον πατέρα του για τον θρόνο. «Τρέξε, Καλ!» ουρλιάζω σε μια προσπάθεια να τον συνεφέρω. «Πρέπει να φύγεις από δω!» Ο Άρβεν δεν με εξουσιάζει πια και ο ηλεκτρικός παλμός επιστρέφει. Κυλάει στις φλέβες μου σαν φωτιά μες στο χιόνι. Είναι παιχνιδάκι για μένα να κεραυνοβολήσω το μέταλλο και να το λιώσω με τους σπινθήρες μέχρι να πέσουν οι χειροπέδες από τους καρπούς μου. Τη γνωρίζω αυτή την αίσθηση. Γνωρίζω το ένστικτο που κυριαρχεί μέσα μου. Τρέξε. Τρέξε. Τρέξε. Αρπάζω τον Καλ από τους ώμους, προσπαθώ να τον σηκώσω, αλλά αυτός δε σαλεύει. Του διοχετεύω μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση, απλώς για να τραβήξω την προσοχή του, και μετά ουρλιάζω πάλι: «ΤΡΕΞΕ!» Αυτό είναι αρκετό. Σηκώνεται όρθιος, αν και παραλίγο να γλιστρήσει στη λίμνη του αίματος. Περιμένω από την Ελάρα να με πολεμήσει, να με κάνει ν’ αυτοκτονήσω ή να σκοτώσω τον Καλ. Όμως εκείνη συνεχίζει να ουρλιάζει, παίζοντας τον ρόλο της για τις κάμερες. Ο Μ έιβεν στέκεται από πάνω της, με φλεγόμενα χέρια, έτοιμος να
380
VICTORIA AVEYARD
προστατέψει τη μητέρα του. Δεν προσπαθεί καν να μας σταματήσει. «Δεν μπορείτε να πάτε πουθενά!» φωνάζει, αλλά το έχω βάλει ήδη στα πόδια, τραβώντας πίσω μου τον Καλ. «Είστε δολοφόνοι, προδότες και θ’ αντιμετωπίσετε τη δικαιοσύνη!» Η φωνή του, μια φωνή που ήξερα πολύ καλά, φαίνεται να μας καταδιώκει μέσα από τις πόρτες και κάτω στο διάδρομο. Οι φωνές στο κεφάλι μου ουρλιάζουν μαζί μ’ εκείνον. Ανόητο κορίτσι. Ηλίθιο κορίτσι. Κοίτα τι έκανε η ελπίδα σου. Και τότε είναι η σειρά του Καλ να με τραβήξει και να με αναγκάσει να συνεχίσω. Καυτά δάκρυα οργής, λύσσας και λύπης κυλούν από τα μάτια μου, ώσπου δε βλέπω τίποτα πια εκτός από το χέρι μου στο δικό του. Πού με πάει, δεν το γνωρίζω. Απλώς τον ακολουθώ. Βήματα ακούγονται πίσω μας, ο γνωστός ήχος από μπότες. Φρουροί, Σκοποί, στρατιώτες, όλοι μας κυνηγούν, έρχονται για μας. Το πάτωμα από κάτω μας αλλάζει και από το γυαλισμένο ξύλο των πίσω διαδρόμων βρισκόμαστε στο μάρμαρο με τα νερά – η αίθουσα συμποσίων. Μ ακριά τραπέζια στρωμένα με ωραία πορσελάνινα σερβίτσια μάς κλείνουν τον δρόμο, αλλά ο Καλ τα παραμερίζει με μια έκρηξη φωτιάς. Ο καπνός ενεργοποιεί ένα σύστημα συναγερμού και νερό αρχίζει να πέφτει πάνω μας, σβήνοντας τη φωτιά. Μ ετατρέπεται σε ατμό πάνω στο δέρμα του Καλ, κι ένα άγριο άσπρο σύννεφο τον τυλίγει ολόκληρο. Μ οιάζει με φάντασμα, στοιχειωμένο από μια ζωή που χάθηκε ξαφνικά και δεν ξέρω πώς να τον παρηγορήσω. Ο κόσμος σταματά να γυρίζει για μένα όταν το βάθος της αίθουσας συμποσίων σκοτεινιάζει από τις γκρι στολές και τα μαύρα όπλα. Δεν μπορώ να πάω πουθενά πια. Πρέπει να πολεμήσω. Το ηλεκτρικό φορτίο λάμπει κάτω από το δέρμα μου, με ικετεύει να το ελευθερώσω. «Όχι». Η φωνή του Καλ είναι βραχνή, σπασμένη. Κατεβάζει τα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
381
χέρια του και αφήνει τις φλόγες να σβήσουν. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό». Έχει δίκιο. Πλησιάζουν από τις πόρτες και τις καμάρες∙ ακόμα και τα παράθυρα είναι γεμάτα στολές. Εκατοντάδες Ασημένιοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, έτοιμοι να σκοτώσουν. Έχουμε παγιδευτεί. Ο Καλ ψάχνει τα πρόσωπα, τα μάτια του στέκονται λίγο στους στρατιώτες. Στους άνδρες του. Από τον τρόπο που τον κοιτάζουν κι αυτοί, καταλαβαίνω ότι έχουν δει τη φρίκη που δημιούργησε η Ελάρα. Η πίστη και η αφοσίωσή του στο πρόσωπό του έσπασε, όπως και ο στρατηγός τους. Ένας από αυτούς, ένας λοχαγός, τρέμει στη θέα του Καλ. Μ ε έκπληξη βλέπω ότι έχει το όπλο του στο πλάι, καθώς κάνει ένα βήμα μπροστά. «Υποταχθείτε στη σύλληψη» λέει με τρεμάμενα χέρια. Ο Καλ κοιτάζει στα μάτια τον παλιό το φίλο και συγκατανεύει. «Υποτασσόμαστε στη σύλληψη, λοχαγέ Τάιρος». Τρέξε, ουρλιάζει μια φωνή μέσα μου. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπορώ. Δίπλα μου, ο Καλ είναι το ίδιο επηρεασμένος. Στα μάτια του καθρεφτίζεται ένας πόνος που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Η ψυχή του έχει πληγωθεί βαθιά. Πήρε κι αυτός το μάθημά του.
382
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ Ο Μ έιβεν με πρόδωσε. Όχι, δεν ήταν ποτέ με το μέρος μου. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονται, βλέπω σίδερα φυλακής στο θαμπό φως. Η οροφή είναι χαμηλή και αποπνικτική, σαν τον αέρα του υπογείου. Δεν έχω ξανάρθει εδώ, αλλά ξέρω πού είμαι. «Η Παλαίστρα των Οστών» ψιθυρίζω δυνατά, χωρίς να περιμένω κάποιον ακροατή. Όμως κάποιος γελά. Το σκοτάδι συνεχίζει να διαλύεται και αποκαλύπτει περισσότερα από ένα κελί. Μ ια μορφή κάθεται από την άλλη μεριά, με την πλάτη στα σίδερα και τραντάζεται κάθε φορά που γελά. «Ήμουν τεσσάρων ετών όταν ήρθα για πρώτη φορά εδώ, κι ο Μ έιβεν μόλις δύο. Κρύφτηκε πίσω από τη φούστα της μητέρας του, γιατί φοβήθηκε το σκοτάδι και τα άδεια κελιά». Ο Καλ γελάει ειρωνικά, κάθε λέξη του είναι κοφτερή σαν μαχαίρι. «Μ άλλον δε φοβάται το σκοτάδι πια». «Όχι, δεν το φοβάται». Είμαι η σκιά της φλόγας. Πίστεψα τον Μ έιβεν όταν είπε αυτά τα λόγια, όταν μου είπε πόσο μισούσε αυτόν τον κόσμο. Τώρα ξέρω ότι ήταν όλα ένα κόλπο, ένα αριστοτεχνικό κόλπο. Κάθε
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
383
λέξη, κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα ήταν ψέμα. Και νόμιζα ότι ήμουν εγώ η ψεύτρα. Ενστικτωδώς, απλώνω τα χέρια για να ελέγξω τις ικανότητές μου, για να νιώσω κάποιον ηλεκτρικό παλμό, κάτι που θα μου δώσει έναν σπινθήρα ενέργειας. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε. Μ όνο μια απόλυτη απουσία, μια αίσθηση κενού που με κάνει να αναριγώ. «Μ ήπως είναι ο Άρβεν εδώ γύρω;» αναρωτιέμαι. Θυμάμαι πώς εξουδετέρωσε τις ικανότητές μου και με ανάγκασε να παρακολουθήσω τον Μ έιβεν και τη μητέρα του να καταστρέφουν την οικογένειά τους. «Δε νιώθω τίποτε». «Είναι τα κελιά» λέει σκυθρωπός ο Καλ. Τα χέρια του ζωγραφίζουν σχήματα πάνω στο χωματένιο δάπεδο – φλόγες. «Είναι φτιαγμένα από Σιωπηλή Πέτρα. Μ η μου ζητήσεις να σου εξηγήσω, γιατί δεν μπορώ και δε θέλω να δοκιμάσω». Σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει στο σκοτάδι μια ατέλειωτη σειρά κελιών. Θα έπρεπε να φοβάμαι, αλλά δεν έχει μείνει τίποτα για να φοβηθώ. Το χειρότερο έχει ήδη συμβεί. «Πριν από τους αγώνες, όταν ακόμα έπρεπε να εκτελούμε τους δικούς μας, η Παλαίστρα των Οστών φιλοξενούσε όλα τα συστατικά ενός εφιάλτη. Τον Μ εγάλο Γκρέκο, που έσκιζε ανθρώπους στα δύο και έτρωγε τα συκώτια τους. Τη Δηλητηριώδη Νύφη. Αυτή πάλι ήταν μια άνιμος από τον Οίκο Βάιπερ, που έστειλε φίδια στο κρεβάτι του προ-προ-θείου μου την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Είπαν ότι το αίμα του έγινε φαρμάκι, από τις πολλές δαγκωματιές». Ο Καλ αναφέρει έναν έναν τους εγκληματίες του κόσμου του. Ακούγονται σαν ιστορίες που επινοήθηκαν για να τρομάζουν τα παιδιά και να κάθονται ήσυχα. «Τώρα εμείς. Προδότη Πρίγκιπα, με λένε. “Σκότωσε τον πατέρα του για το στέμμα. Δεν μπορούσε να περιμένει”». Δεν κρατιέμαι και προσθέτω κι εγώ κάτι στην ιστορία του. «“Εκείνη η σκύλα τον έκανε να διαπράξει το έγκλημα” θα λένε μεταξύ τους». Είμαι σίγουρη ότι θα το φωνάζουν σε κάθε γωνιά του δρόμου, από κάθε βιντεοθόνη. «Εμένα θα κατηγορήσουν, το
384
VICTORIA AVEYARD
κοριτσάκι του κεραυνού. Δηλητηρίασα τις σκέψεις σου, σε διέφθειρα. Σε έπεισα να το κάνεις». «Παραλίγο να το κάνεις» μουρμουρίζει. «Παραλίγο να διαλέξω εσένα το πρωί». Μόλις σήμερα το πρωί ήταν. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Ανασηκώνομαι πάνω στα σίδερα και λέω, γέρνοντας προς τον Καλ: «Θα μας σκοτώσουν». Ο Καλ συμφωνεί με ένα κούνημα του κεφαλιού και γελάει πάλι. Τον έχω ξανακούσει να γελά∙ γελούσε με μένα όποτε προσπαθούσα να χορέψω, αλλά αυτός ο ήχος δεν είναι ίδιος. Η ζεστασιά του έχει χαθεί, χωρίς ν’ αφήσει τίποτα πίσω. «Ο βασιλιάς θα το αποφασίσει. Θα μας εκτελέσουν». Εκτέλεση. Δεν ξαφνιάζομαι, ούτε κατά διάνοια. «Πώς θα το κάνουν;» Ελάχιστα θυμάμαι την τελευταία εκτέλεση. Μ όνο σκόρπιες εικόνες: ασημένιο αίμα στην άμμο, τα ουρλιαχτά του πλήθους. Και θυμάμαι τις κρεμάλες στο χωριό, το σχοινί να πηγαίνει πέρα δώθε στον δυνατό άνεμο. Οι ώμοι του Καλ σφίγγονται. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Μ αζί, ένας κάθε φορά, με σπαθιά ή όπλα, με ικανότητες ή με όλα μαζί». Βγάζει έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. «Θα το κάνουν να πονέσει. Δε θα είναι γρήγορο». «Μ πορεί να κάνω όλο το μέρος να ματώσει. Έτσι ο υπόλοιπος κόσμος θα έχει κάτι να σκέφτεται». Η θλιβερή σκέψη με κάνει να χαμογελάσω. Τη στιγμή που θα πεθάνω, θα στήσω τη δική μου κόκκινη σημαία, θα την απλώσω πάνω στην άμμο της μεγάλης αρένας. «Δε θα μπορεί να το κρύψει τότε. Όλοι θα μάθουν ποια είμαι πραγματικά». «Νομίζεις ότι αυτό θα αλλάξει τίποτε;» Πρέπει. Η Φάρλεϊ έχει τον κατάλογο, η Φάρλεϊ θα βρει τους άλλους… αλλά η Φάρλεϊ είναι πεθαμένη. Ελπίζω μόνο να πέρασε το μήνυμα σε κάποιον όσο ήταν ζωντανή. Οι άλλοι είναι ακόμα εκεί έξω και πρέπει να βρεθούν. Πρέπει να συνεχίσουν, γιατί εγώ πλέον δεν μπορώ. «Όχι, δε το νομίζω» συνεχίζει ο Καλ, και η φωνή του γεμίζει τη
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
385
σιωπή. «Νομίζω ότι θα το χρησιμοποιήσει σαν δικαιολογία. Θα υπάρξουν πιο πολλές επιστρατεύσεις, περισσότεροι νόμοι, περισσότερα στρατόπεδα εργασίας. Η μητέρα του θα επινοήσει άλλο ένα εκπληκτικό ψέμα και ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει όπως πριν». Όχι. Δεν θα είναι ποτέ ίδιος. «Θα ψάξει να βρει κι άλλους σαν εμένα» λέω τη σκέψη μου δυνατά. Εγώ έχω πέσει ήδη, έχω χάσει ήδη, είμαι ήδη νεκρή. Κι αυτό είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο. Το κεφάλι μου πέφτει βαρύ στα χέρια μου και νιώθω τα έμπειρα, επιδέξια δάχτυλά μου να τυλίγονται στα μαλλιά μου. Ο Καλ παραμερίζει λίγο και το βάρος του κάνει το μέταλλο να δονείται. «Τι πράγμα;» «Υπάρχουν κι άλλοι. Ο Τζούλιαν το ανακάλυψε. Μ ου είπε πώς να τους βρω και…» Η φωνή μου ραγίζει, δε θέλω να συνεχίσω. «Και του το είπα». Θέλω να ουρλιάξω. «Μ ε χρησιμοποίησε τόσο καλά». Ο Καλ γυρίζει και με κοιτάζει μέσα από τα σίδερα. Παρότι οι ικανότητές του έχουν εξουδετερωθεί από αυτούς τους άθλιους τοίχους, μια κόλαση μαίνεται στα μάτια του. «Πώς είναι αυτή η αίσθηση;» μου λέει οργισμένα, μύτη με μύτη σχεδόν. «Πώς είναι να σε χρησιμοποιούν, Μ άρε Μ πάροου;» Κάποτε θα έδινα τα πάντα για να τον ακούσω να λέει το αληθινό όνομά μου, αλλά τώρα πονάει σαν κάψιμο. Νόμιζα ότι τους χρησιμοποιούσα και τους δυο, και τον Μέιβεν και τον Καλ. Τι κουτή που ήμουν. «Συγγνώμη» καταφέρνω να πω. Απεχθάνομαι αυτή τη λέξη, αλλά είναι η μόνη που μπορώ να πω. «Δεν είμαι ο Μ έιβεν, Καλ. Δεν το έκανα για να σε πληγώσω. Ποτέ δε θέλησα να σε πληγώσω». Και σιγανά, προσθέτω: «Δεν ήταν όλα ψέματα». Το κεφάλι του χτυπάει πάλι πάνω στα σίδερα τόσο δυνατά που πρέπει να πόνεσε, αλλά ο Καλ δε φαίνεται να το προσέχει. Όπως εγώ, έχει χάσει την ικανότητα να νιώθει πόνο ή φόβο. Έχουν συμβεί τόσο πολλά.
386
VICTORIA AVEYARD
«Νομίζεις ότι θα σκοτώσει τους γονείς μου;» Την αδελφή μου, τους αδελφούς μου. Για μια φορά, χαίρομαι που ο Σέιντ είναι νεκρός και δεν μπορεί να τον φτάσει ο Μ έιβεν. Ξάφνου νιώθω μια ζεστασιά να με πλημμυρίζει και να απλώνεται στα παγωμένα κόκαλά μου. Ο Καλ κουνιέται πάλι και ακουμπάει πάνω στα σίδερα, ακριβώς πίσω μου. Η ζεστασιά του γλυκιά, φυσική – όχι αποτέλεσμα θυμού ή ικανότητας. Είναι άνθρωπος. Νιώθω την ανάσα του, τον καρδιοχτύπι του. Βροντοχτυπά σαν ταμπούρλο καθώς βρίσκει τη δύναμη να μου πει ψέματα. «Νομίζω ότι έχει πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτεί». Ξέρω ότι με καταλαβαίνει που κλαίω, καθώς οι ώμοι μου τραντάζονται σε κάθε λυγμό, αλλά δε λέει τίποτα. Δεν υπάρχουν λόγια γι’ αυτό. Όμως παραμένει εκεί, το τελευταίο ίχνος ζεστασιάς σε έναν κόσμο που έχει γίνει σκόνη. Κλαίω για όλους. Για τη Φάρλεϊ, τον Τρίσταν, τη Γουόλς, τον Γουίλ, τον Μ πρι, τον Τράμι, την Γκίζα, τη μαμά και τον μπαμπά. Μαχητές, όλοι τους. Και για τον Κίλορν. Δεν μπόρεσα να τον σώσω, όσο σκληρά κι αν προσπάθησα. Δεν μπορώ ούτε τον εαυτό μου να σώσω. Τουλάχιστον έχω τα σκουλαρίκια μου. Αυτά τα πραγματάκια, αιχμηρά μες στη σάρκα μου, θα μείνουν μαζί μου ως το τέλος. Θα πεθάνω μαζί τους, κι αυτά μαζί μου. Μ ένουμε έτσι, ώρες, θαρρώ, αν και τίποτα δεν αλλάζει για να σημαδέψει το πέρασμα του χρόνου. Μ ια φορά μάλιστα με πήρε λίγο ο ύπνος, προτού μια γνώριμη φωνή με κάνει να ξυπνήσω απότομα. «Σε μια άλλη ζωή, μπορεί να ζήλευα». Τα λόγια του Μ έιβεν στέλνουν ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου, και όχι με καλό τρόπο. Ο Καλ σηκώνεται όρθιος πιο γρήγορα από όσο φανταζόμουν και πέφτει με δύναμη πάνω στα σίδερα, κάνοντας το μέταλλο να τραγουδήσει. Όμως τα σίδερα κρατάνε καλά και ο Μ έιβεν, ο απαίσιος, ο αηδιαστικός Μ έιβεν είναι σε απόσταση ασφαλείας. Μ ε ευχαρίστηση ωστόσο τον βλέπω να απομακρύνεται κι άλλο
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
387
φοβισμένος. «Φύλαξε τη δύναμή σου, αδελφέ» λέει, τρίζοντας τα δόντια σε κάθε λέξη. «Σύντομα θα τη χρειαστείς». Μ ολονότι δε φορά στέμμα, ο Μ έιβεν έχει ήδη το ύφος ενός φοβερού βασιλιά. Η στολή του είναι γεμάτη νέα μετάλλια. Ανήκαν στον πατέρα του κάποτε. Ξαφνιάζομαι που δεν έχουν καλυφθεί ακόμα με αίμα. Φαίνεται πιο χλομός, αν και οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του έχουν φύγει. Ο φόνος τον βοηθάει να κοιμηθεί. «Εσύ θα είσαι στην αρένα;» ρωτάει άγρια ο Καλ μέσα από τα κάγκελα, με τα χέρια σφιχτά πάνω στο σίδερο. «Θα το κάνεις μόνος σου; Θα έχεις ποτέ το σθένος;» Εγώ δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ, όσο κι αν θέλω να τρέξω στα σίδερα, ν’ ανοίξω το μέταλλο με τα γυμνά μου χέρια ώσπου το μόνο πράγμα που θα νιώθω να είναι ο λαιμός του Μ έιβεν. Μ όνο να παρακολουθώ μπορώ. Εκείνος γελά με τα λόγια του αδελφού του. «Ξέρουμε καλά κι οι δυο ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να σε νικήσω με την ικανότητά μου» λέει, απαντώντας καθυστερημένα σε μια παλιά συμβουλή του Καλ. «Έτσι σε νικάω με το κεφάλι μου, αγαπητέ αδελφέ». Κάποτε μου είπε ότι στον Καλ δεν αρέσει να χάνει. Τώρα συνειδητοποιώ ότι αυτός που έπαιζε για να κερδίσει ήταν πάντα ο Μ έιβεν. Κάθε ανάσα, κάθε λέξη ήταν στην υπηρεσία της ματωμένης νίκης του. Ο Καλ αφήνει ένα σιγανό μουγκρητό. «Μ άβι», λέει, αλλά το υποκοριστικό δεν έχει ίχνος αγάπης πια. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό στον πατέρα; Σε μένα; Σ’ αυτήν;» «Ένας δολοφονημένος βασιλιάς, ένα προδότης πρίγκιπας. Τόσο πολύ αίμα» λέει ειρωνικά, χορεύοντας αρκετά μακριά από τον Καλ. «Θα κλαίνε στους δρόμους για τον πατέρα μας. Ή τουλάχιστον θα υποκρίνονται ότι κλαίνε» προσθέτει με μια αδιάφορη κίνηση των ώμων. «Οι ανόητοι λύκοι με περιμένουν να παραπατήσω, ενώ οι έξυπνοι ξέρουν ότι αυτό δε θα γίνει. Ο Οίκος Σάμος, ο Οίκος Άιραλ ακονίζουν τα νύχια τους χρόνια,
388
VICTORIA AVEYARD
περιμένοντας έναν αδύναμο βασιλιά, έναν συμπονετικό βασιλιά. Το ξέρεις ότι τους έτρεχαν τα σάλια όταν σ’ έβλεπαν; Για σκέψου το, Καλ. Ύστερα από μερικές δεκαετίες, ο πατέρας θα πέθαινε σιγά σιγά, ειρηνικά, κι εσύ θα ανέβαινες στον θρόνο. Παντρεμένος με την Εβαγκελίν, μια θυγατέρα από ατσάλι και μαχαίρια, με τον αδελφό της στο πλευρό σου. Δε θα επιβίωνες πέρα από τη βραδιά της στέψης. Θα έκανε αυτό που έκανε η μητέρα και θα σε αντικαθιστούσε με το παιδί της». «Μ η μου πεις ότι το έκανες αυτό για να προστατέψεις τη δυναστεία» λέει σαρκαστικά ο Καλ. «Το έκανες για τον εαυτό σου». Ο Μ έιβεν σηκώνει πάλι αδιάφορα τους ώμους. Κάνει έναν μορφασμό, σαν ένα δεικτικό, κακό χαμόγελο. «Αλήθεια, ξαφνιάστηκες τόσο πολύ; Ο καημένος ο Μ άβι, ο δεύτερος πρίγκιπας. Η σκιά της φλόγας του αδελφού του. Ένα αδύναμο πράγμα, καταδικασμένο να στέκει στην άκρη και να γονατίζει». Κάνει στροφή και έρχεται να σταθεί μπροστά στο δικό μου κελί. Μ όνο να τον κοιτώ μπορώ από το έδαφος, δεν ξέρω αν μπορώ να κουνηθώ. Μυρίζει μάλιστα παγωνιά. «Αρραβωνιάστηκα μια κοπέλα που είχε μάτια για έναν άλλο, για τον αδελφό, για τον πρίγκιπα που κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει». Τα λόγια του είναι αιχμηρά, γεμάτα άγριο θυμό. Αλλά υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτά, μια σκληρή αλήθεια που προσπάθησα πολύ να ξεχάσω. Κάνει το σώμα μου ν’ ανατριχιάζει. «Πήρες όλα όσα ήταν δικά μου, Καλ. Τα πάντα». Ξάφνου σηκώνομαι πάνω, τρέμοντας ολόκληρη, αλλά όρθια. Μ ας έλεγε ψέματα τόσο καιρό, αλλά δε θα του επιτρέψω να λέει ψέματα τώρα. «Δεν ήμουν ποτέ δική σου, ούτε εσύ ήσουν ποτέ δικός μου, Μ έιβεν» λέω άγρια. «Και όχι εξαιτίας του. Νόμιζα ότι ήσουν τέλειος, νόμιζα ότι ήσουν δυνατός, γενναίος και καλός. Νόμιζα ότι ήσουν καλύτερος απ’ αυτόν». Καλύτερος από τον Καλ. Αυτά είναι λόγια που ο Μ έιβεν πίστευε ότι δε θα τα έλεγε ποτέ κανείς. Μ ορφάζει και για μια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
389
στιγμή βλέπω το αγόρι που ήξερα. Ένα αγόρι που δεν υπάρχει. Απλώνει το χέρι και με αρπάζει ανάμεσα από τα σίδερα. Όταν τα δάχτυλά του κλείνουν γύρω από τον γυμνό καρπό μου, δε νιώθω τίποτε, μόνο αποστροφή. Εκείνος με κρατά σφιχτά λες και είμαι καμιά σανίδα σωτηρίας. Κάτι έσπασε μέσα του και αποκάλυψε ένα απελπισμένο παιδί, ένα άβουλο, αβοήθητο πλάσμα που προσπαθεί να κρατηθεί από το αγαπημένο παιχνίδι του. «Μ πορώ να σε σώσω». Τα λόγια του με κάνουν ν’ ανατριχιάσω. «Ο πατέρας σου σ’ αγαπούσε, Μ έιβεν. Δεν το κατάλαβες, αλλά είναι αλήθεια». «Ψέματα». «Σ’ αγαπούσε κι εσύ τον σκότωσες!» Τα λόγια έρχονται όλο και πιο γρήγορα, ξεχύνονται σαν αίμα από μια φλέβα. «Ο αδελφός σου σ’ αγαπούσε και τον έκανες φονιά. Εγώ… εγώ σ’ αγαπούσα. Σ’ εμπιστευόμουν. Σε χρειαζόμουν. Και τώρα θα πεθάνω γι’ αυτό». «Είμαι βασιλιάς. Θα ζήσεις, αν το θελήσω. Θα το κάνω». «Εννοείς αν πεις ψέματα; Μ ια μέρα τα ψέματά σου θα σε στραγγαλίσουν, βασιλιά Μ έιβεν. Λυπάμαι μόνο που δε θα ζω για να το δω». Και μετά έρχεται η σειρά μου να τον αρπάξω. Τον τραβώ με όλη μου τη δύναμη και τον κάνω να πέσει πάνω στα σίδερα. Του δίνω μια μπουνιά στο μάγουλο κι εκείνος ουρλιάζει σαν σκυλί που έχει φάει κλοτσιά. «Δε θα ξανακάνω το λάθος να σ’ αγαπήσω ποτέ πια». Προς μεγάλη μου απογοήτευση, βλέπω ότι συνέρχεται γρήγορα και στρώνει τα μαλλιά του. «Ώστε διαλέγεις αυτόν;» Αυτό ήταν πάντα. Ζήλια. Ανταγωνισμός. Όλα τόσο σκοτεινά που μπόρεσαν να νικήσουν τη φλόγα. Ρίχνω το κεφάλι πίσω και βάζω τα γέλια. Νιώθω τα μάτια των αδελφών επάνω μου. «Ο Καλ με πρόδωσε, τον πρόδωσα κι εγώ. Κι εσύ μας πρόδωσες και τους δυο, με χίλιους διαφορετικούς τρόπους». Τα λόγια είναι βαριά σαν πέτρες, αλλά σωστά. Πολύ
390
VICTORIA AVEYARD
σωστά. «Δε διάλεξα κανέναν». Για μια φορά, νιώθω σαν να ελέγχω τη φωτιά, και ο Μ έιβεν έχει καεί απ’ αυτή. Οπισθοχωρεί, παραπατώντας από το κελί μου, νικημένος κατά κάποιον τρόπο από το κοριτσάκι χωρίς τον κεραυνό του, από την αλυσοδεμένη φυλακισμένη, από τη θνητή που δε γονάτισε μπροστά σε έναν θεό. «Τι θα τους πεις όταν ματώσω;» λέω με σφυριχτή φωνή. «Την αλήθεια;» Εκείνος γελάει από τα σωθικά του. Το μικρό αγόρι εξαφανίζεται και στη θέση του μπαίνει πάλι ο φονιάς βασιλιάς. «Η αλήθεια είναι ό,τι πω εγώ. Θα μπορούσα να βάλω φωτιά σ’ αυτόν τον κόσμο και να καλέσω τη βροχή». Και κάποιοι θα πιστέψουν. Οι ανόητοι. Άλλοι όμως δε θα πειστούν. Κόκκινη και Ασημένια, ψηλά και χαμηλά, μερικοί θα δουν την αλήθεια. Η φωνή του γίνεται βρυχηθμός, το πρόσωπό του σκιά ενός θηρίου. «Όποιος ξέρει ότι σε κρύβαμε, όποιος έχει την παραμικρή υποψία, θα τον κανονίσουμε». Το μυαλό μου βουίζει, πετάει σε όποιον ήξερε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε με μένα. Ο Μ έιβεν με χτυπά εκεί που πονάω και φαίνεται ότι απολαμβάνει να μου αραδιάζει όλους αυτούς τους θανάτους. «Η αρχόντισσα Μ πλόνος έπρεπε να φύγει, φυσικά. Ο αποκεφαλισμός ταιριάζει ωραία στις θεραπεύτριες δέρματος». Ήταν μια γριά καρακάξα, μια ενοχλητική – αλλά δεν της άξιζε αυτό. «Μ ε τις υπηρέτριες ήταν πιο εύκολο. Ωραία κορίτσια, αδελφές από το Ολντσάιρ. Η μητέρα τις ανέλαβε μόνη της». Δεν έμαθα καν τα ονόματά τους. Τα γόνατά μου χτυπούν στο δάπεδο με δύναμη, αλλά δεν το νιώθω. «Δεν ήξεραν τίποτα». Όμως η παράκλησή μου είναι άχρηστη πια. «Ο Λούκας θα φύγει επίσης» λέει με ένα κακό χαμόγελο και τα δόντια του λάμπουν στο σκοτάδι. «Αυτό θα το δεις με τα μάτια
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
391
σου». Μ ου ’ρχεται αναγούλα. «Μ ου είπες ότι ήταν ασφαλής, με την οικογένειά του!» Γελάει ώρα πολλή, και άγρια. «Πότε θα καταλάβεις ότι κάθε λέξη που βγήκε από το στόμα μου ήταν ψέμα;» «Εμείς τον αναγκάσαμε, ο Τζούλιαν κι εγώ. Δεν έκανε κανένα κακό». Νιώθω απαίσια που παρακαλώ, αλλά είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ. «Είναι από τον Οίκο Σάμος. Δεν μπορείς να σκοτώσεις κάποιον από αυτούς». «Μ άρε, δε με προσέχεις; Μ πορώ να κάνω τα πάντα» γρυλίζει. «Κρίμα που δεν μπορέσαμε να φέρουμε τον Τζούλιαν εδώ εγκαίρως. Θα μου άρεσε να τον κάνω να παρακολουθήσει τον θάνατό σας». Βάζω τα δυνατά μου να πνίξω ένα λυγμό, πιέζοντας με το χέρι το στόμα μου. Δίπλα μου, ο Καλ αφήνει ένα βογκητό, στη σκέψη του θείου του. «Τον βρήκατε;» «Φυσικά. Συλλάβαμε τον Τζούλιαν και τη Σάρα επίσης». Ο Μ έιβεν γελάει. «Θα κανονίσω να σκοτώσουν πρώτα τη Σκόνος και να τελειώσω έτσι τη δουλειά που άρχισε η μητέρα μου. Ξέρεις την ιστορία τώρα, έτσι δεν είναι Καλ; Ξέρεις τι έκανε η μητέρα μου. Τρύπωσε στο κεφάλι της Κοριάνας και έκανε τον εγκέφαλό της να παραλογίσει». Πλησιάζει κι άλλο, το βλέμμα του είναι άγριο και τρομακτικό. «Η Σάρα το ήξερε. Και ο πατέρας σου, ακόμα κι εσύ, αρνήθηκες να την πιστέψεις. Άφησες τη μητέρα μου να νικήσει. Και το ξανάκανες». Ο Καλ δεν απαντά, μένει με το κεφάλι πάνω στα σίδερα. Ικανοποιημένος που κατέστρεψε τον αδελφό του, ο Μ έιβεν γυρίζει σ’ εμένα και έρχεται να σταθεί λίγο πιο πέρα από το κελί μου. «Θα κάνω τους άλλους να ουρλιάζουν εξαιτίας σου, Μ άρε, μέχρι τον τελευταίο. Όχι μόνο τους γονείς σου. Όχι μόνο τα αδέλφια σου, αλλά όλους όσοι είναι σαν εσένα. Σκοπεύω να τους βρω και θα πεθάνουν μ’ εσένα στη σκέψη τους, γνωρίζοντας ότι για τη μοίρα τους ευθύνεσαι εσύ. Είμαι ο βασιλιάς και θα
392
VICTORIA AVEYARD
μπορούσες να είχες γίνει η Κόκκινη βασίλισσά μου. Τώρα δεν είσαι τίποτα». Δεν μπαίνω στον κόπο να σκουπίσω τα δάκρυα που τρέχουν στα μάγουλά μου. Δε χρειάζεται πια. Ο Μ έιβεν απολαμβάνει να με βλέπει τσακισμένη και ρουφάει τα δόντια του σαν να θέλει να με γευτεί. «Αντίο, Μ έιβεν». Μ ακάρι να μπορούσα να πω κάτι άλλο, αλλά δεν υπάρχουν λόγια για την κακία του. Ξέρει τι είναι και, το χειρότερο απ’ όλα, του αρέσει. Σκύβει το κεφάλι, σχεδόν υποκλίνεται μπροστά μας. Ο Καλ δεν τον κοιτάζει καν. Αρπάζει τα σίδερα και σφίγγει το μέταλλο σαν να είναι ο λαιμός του Μ έιβεν. «Αντίο, Μ άρε». Το σαρκαστικό χαμόγελο έχει χαθεί και με έκπληξη βλέπω ότι τα μάτια του είναι υγρά. Διστάζει, σαν να μη θέλει να φύγει. Σαν να καταλαβαίνει ξαφνικά τι έκανε και τι θα συμβεί σε όλους μας. «Σου είπα να κρύψεις την καρδιά σου κάποτε. Έπρεπε να μ’ ακούσεις». Πώς τολμάει; Έχω τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, έτσι όταν φτύνω τον Μ έιβεν, στοχεύω τέλεια και τον πετυχαίνω μες στο μάτι. Κάνει γρήγορα στροφή και απομακρύνεται σχεδόν τρέχοντας από κοντά μας. Ο Καλ κοιτάζει ώρα πολλή το σημείο από όπου έφυγε, ανίκανος να μιλήσει. Εγώ κάθομαι κάτω και αφήνω την οργή μου να ξεθυμάνει. Όταν ο Καλ ακουμπάει πάλι την πλάτη του στη δική μου, δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. Πολλά πράγματα οδήγησαν σε τούτη την ημέρα, για όλους μας. Ένας ξεχασμένος γιος, μια εκδικητική μητέρα, ένας αδελφός με μακριά σκιά, μια παράξενη μετάλλαξη. Όλα αυτά μαζί έγραψαν μια τραγωδία. Στις ιστορίες, στα παλιά παραμύθια, πάντα εμφανίζεται ένας ήρωας. Όμως όλοι οι ήρωές μου έχουν χαθεί ή είναι νεκροί. Κανείς δε θα έρθει για μένα. Πρέπει να είναι το επόμενο πρωί όταν καταφτάνουν οι Σκοποί,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
393
με πρώτο τον ίδιο τον Άρβεν. Οι αποπνικτικοί τοίχοι και η παρουσία του με κάνουν να μην μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Όμως με σηκώνουν με το ζόρι. «Σκοπέ Πρόβος, Σκοπέ Βάιπερ». Ο Καλ τους χαιρετάει με ένα κούνημα της κεφαλής όταν ανοίγουν το κελί του. Τον τραβούν απότομα για να σηκωθεί. Ακόμα και τώρα, μπροστά στον θάνατο, ο Καλ παραμένει ήρεμος. Χαιρετάει κάθε φρουρό που περνάμε, απευθύνεται σε όλους με το όνομά τους. Εκείνοι τον κοιτούν αγριεμένοι ή ξαφνιασμένοι, ή και τα δυο μαζί. Ο φονιάς ενός βασιλιά δε θα έπρεπε να είναι τόσο ευγενικός. Μ ε τους στρατιώτες τα πράγματα είναι χειρότερα. Θέλει να σταματήσει και να τους χαιρετίσει όλους όπως πρέπει, αλλά οι άνδρες του γίνονται σκληροί και ψυχροί μόλις τον βλέπουν. Και νομίζω ότι αυτό τον πονάει όσο και όλα τα άλλα. Ύστερα από λίγο, σωπαίνει. Χάνει και το τελευταίο ίχνος θέλησης που του έχει απομείνει. Καθώς ανεβαίνουμε και το σκοτάδι μειώνεται σιγά σιγά, ο θόρυβος από το πλήθος ολοένα και ζυγώνει. Σιγανός στην αρχή, αλλά μετά ένα απειλητικό βουητό ακριβώς από πάνω μας. Η αρένα είναι γεμάτη, και όλοι είναι έτοιμοι για την παράσταση. Η ιστορία αυτή άρχισε όταν έπεσα μέσα στον Σπειροειδή Κήπο, ένα σώμα από σπινθήρες, και τώρα τελειώνει στην Παλαίστρα των Οστών. Θα φύγω σαν πτώμα. Οι υπεύθυνοι της αρένας, όλοι Ασημένιοι με σκυθρωπά βλέμματα, πέφτουν επάνω μας σαν ένα σμήνος περιστέρια. Μ ε τραβούν πίσω από ένα παραπέτασμα και με ετοιμάζουν γι’ αυτό που θα ’ρθει με απότομες κινήσεις και σκληρά χέρια. Μ ετά βίας τους αισθάνομαι, να με σπρώχνουν και να με τραβούν, καθώς προσπαθούν να με χώσουν σε μια φτηνότερη εκδοχή μιας φόρμας γυμναστικής. Αυτό υποτίθεται ότι είναι προσβολή, το να μου φορέσουν κάτι τόσο απλό για να πεθάνω. Όμως προτιμώ τον απλό ήχο του υφάσματος από τον ψίθυρο του μεταξωτού. Το μυαλό μου πάει για μια στιγμή στις υπηρέτριές μου. Μ ε έβαφαν καθημερινά∙ ήξεραν ότι είχα κάτι να κρύψω. Και πέθαναν γι’
394
VICTORIA AVEYARD
αυτό. Κανείς δε με βάφει πια ούτε μπαίνει καν στον κόπο να σκουπίσει τη βρομιά ύστερα από μια νύχτα στο κελί. Έτσι το θέαμα θα είναι πιο εντυπωσιακό. Κάποτε φορούσα μεταξωτά και κοσμήματα, και χαμογελούσα ευγενικά, αλλά αυτό δεν ταιριάζει με το ψέμα του Μ έιβεν. Είναι ευκολότερο γι’ αυτούς να καταλάβουν και να σκοτώσουν ένα Κόκκινο κορίτσι με κουρέλια. Όταν με πάνε πάλι πίσω, βλέπω ότι έχουν κάνει το ίδιο και στον Καλ. Δεν υπάρχουν πια μετάλλια ούτε αρματωσιά γι’ αυτόν. Αλλά φοράει πάλι το βραχιόλι που δημιουργεί φλόγα. Η φωτιά καίει ακόμη, υποβόσκει μέσα στον τσακισμένο στρατιώτη. Έχει αποδεχτεί ότι θα πεθάνει, αλλά όχι προτού πάρει και κάποιον άλλον μαζί του. Τα βλέμματά μας ανταμώνουν, απλώς επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο να κοιτάξουμε. «Τι πρόκειται να μας συμβεί;» λέει ο Καλ τελικά, παίρνοντας τα μάτια του από μένα για να αντιμετωπίσει τον Άρβεν. Ο ηλικιωμένος άντρας, άσπρος σαν χαρτί, κοιτάζει τον πρώην μαθητή του χωρίς καθόλου τύψεις. Τι του υποσχέθηκαν για τη βοήθειά του; Αλλά το βλέπω κιόλας. Το σήμα πάνω στην καρδιά του, το στέμμα από αχάτη, διαμάντια και ρουμπίνια, ανήκε κάποτε στον Καλ. Δεν αμφιβάλλω ότι του έδωσαν κι άλλα πολλά. «Ήσουν πρίγκιπας και στρατηγός. Μ ε τη σοφία του, ο φιλεύσπλαχνος βασιλιάς αποφάσισε να πεθάνεις τουλάχιστον ένδοξα». Χαμογελάει καθώς μιλάει, δείχνοντας κοφτερά μικρά δόντια. Δόντια ποντικού. «Ένα καλός θάνατος που δεν αξίζει σε έναν προδότη σαν εσένα». «Όσο για το Κόκκινο κορίτσι, την απατεώνισσα…» Στρέφει το τρομερό του βλέμμα επάνω μου και νιώθω ακόμα πιο έντονη την επιρροή του. Το ασφυκτικό βάρος της δύναμής του απειλεί να με ρίξει κάτω. «Δε θα έχει κανένα όπλο και θα πεθάνει σαν τον διάβολο που είναι». Ανοίγω το στόμα να διαμαρτυρηθώ, αλλά ο Άρβεν με κοιτάζει με κακία, κι η ανάσα του αναδίδει δηλητήριο. «Διαταγές του βασιλιά».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
395
Κανένα όπλο. Μ ου ’ρχεται να ουρλιάξω. Ούτε κεραυνό. Ο Άρβεν δε θα μ’ αφήσει, ακόμα και πεθαμένη. Τα λόγια του Μ έιβεν αντηχούν σαρκαστικά στο κεφάλι μου. Τώρα δεν είσαι τίποτα . Θα πεθάνω σαν τίποτα. Δε χρειάζεται πια να κρύβουν το αίμα μου εφόσον μπορούν να ισχυριστούν με κάποιον τρόπο ότι οι δυνάμεις μου ήταν ψεύτικες Κάτω στα κελιά, ανυπομονούσα σχεδόν να βγω έξω στην αρένα και να στείλω τους σπινθήρες μου στον ουρανό και το αίμα μου στη γη. Τώρα τρέμω και ριγώ, και θέλω να το βάλω στα πόδια. Όμως η τσαλακωμένη υπερηφάνεια μου, το μόνο που μου απόμεινε, δε θα επιτρέψει κάτι τέτοιο. Ο Καλ πιάνει το χέρι μου. Τρέμει όπως κι εγώ, φοβάται να πεθάνει. Τουλάχιστον αυτός θα έχει την ευκαιρία να πολεμήσει. «Θα σε προστατέψω όσο μπορώ» ψιθυρίζει. Δυσκολεύομαι πολύ να τον ακούσω μέσα σε όλη αυτή την οχλοβοή και τον χτύπο της καρδιάς μου. «Δεν το αξίζω αυτό» μουρμουρίζω, αλλά σφίγγω το χέρι του για να τον ευχαριστήσω. Τον πρόδωσα, κατέστρεψα τη ζωή του, και να πώς μου το ξεπληρώνει. Ο επόμενος χώρος που μας πάνε είναι ο τελευταίος. Πρόκειται για ένα κατηφορικό πέρασμα που οδηγεί, με μια απαλή κλίση προς τα πάνω, σε μια ατσάλινη πύλη. Το ηλιόφως χορεύει ανάμεσα στα κάγκελα και μας λούζει εν μέσω μιας αρένας γεμάτης κόσμο. Οι τοίχοι διαστρεβλώνουν τους ήχους και μετατρέπουν τις ζητωκραυγές και τις φωνές σε ουρλιαχτά ενός εφιάλτη. Μ άλλον δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Καθώς μπαίνουμε, διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που θα πεθάνουμε. «Λούκας». Ένας φρουρός τον κρατά από το μπράτσο, αλλά ο Λούκας καταφέρνει να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο μελανιές και φαίνεται πιο χλομός από ποτέ, σαν να μην έχει δει το φως του ήλιου για μέρες. Δεν αποκλείεται. «Μ άρε». Και μόνο ο τρόπος που λέει το όνομά μου με κάνει να
396
VICTORIA AVEYARD
σκύψω το κεφάλι. Άλλος ένας που πρόδωσα, που τον χρησιμοποίησα όπως έκανα με τον Καλ, τον Τζούλιαν, τη συνταγματάρχη, όπως προσπάθησα να χρησιμοποιήσω και τον Μ έιβεν. «Αναρωτιόμουν πότε θα σε ξανάβλεπα». «Συγγνώμη». Πηγαίνω στον τάφο μου ζητώντας συγγνώμη, αλλά δεν είναι αρκετό. «Μ ου είπαν ότι ήσουν με την οικογένειά σου, ότι ήσουν ασφαλής, διαφορετικά…» «Διαφορετικά, τι;» ρωτάει αργά. «Δε σου είμαι τίποτε. Απλώς κάτι που μπορούσες να χρησιμοποιήσεις και να το πετάξεις στην άκρη». Η κατηγορία είναι κοφτερή σαν μαχαίρι. «Λυπάμαι, αλλά έπρεπε να γίνει». «Η βασίλισσα με έκανε να θυμηθώ». Με έκανε. Υπάρχει πόνος στη φωνή του. «Μ ην απολογείσαι, δεν το ήθελες αυτό». Θέλω να τον αγκαλιάσω, να του δείξω ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. «Ναι, στ’ ορκίζομαι, Λούκας». «Η Αυτού Μ εγαλειότητα, Μ έιβεν του Οίκου Κάλορε και του Οίκου Μ εράντους, Βασιλέας της Νόρτας, Φλόγα του Βορρά». Η φωνή αντηχεί σε όλη την αρένα και φτάνει ως εμάς μέσα από την πύλη. Οι ζητωκραυγές που ακολουθούν με κάνουν να μαζευτώ από τον φόβο και τον Λούκας να δειλιάσει. Το τέλος του πλησιάζει. «Θα το ξανάκανες;» Τα λόγια του πονάνε πολύ. «Θα διακινδύνευες ξανά τη ζωή μου για τους τρομοκράτες φίλους σου;» Θα το έκανα. Δεν το λέω δυνατά, αλλά ο Λούκας βλέπει την απάντηση στα μάτια μου. «Φύλαξα το μυστικό σου». Αυτό είναι χειρότερο από οποιαδήποτε βρισιά θα μπορούσε να μου πετάξει. Το γεγονός ότι με προστάτεψε, αν και δεν το άξιζα, με πονάει βαθιά. «Αλλά τώρα ξέρω ότι δεν είσαι διαφορετική, όχι πια», συνεχίζει σαν να με φτύνει. «Είσαι ίδια με όλους τους άλλους. Άκαρδη, εγωίστρια, ψυχρή… σαν εμάς. Σε δίδαξαν καλά». Κατόπιν γυρίζει προς την πύλη. Δε θέλει άλλες κουβέντες μαζί μου. Κάνω να πάω κοντά του, να του εξηγήσω, αλλά ένας
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
397
φρουρός δε μ’ αφήνει. Το μόνο που μου μένει πια είναι να κάθομαι με το κορμί ολόρθο και να περιμένω τη θλιβερή μοίρα μας. «Υπήκοοί μου». Η φωνή του Μ έιβεν τρυπώνει από την πύλη μαζί με το φως της ημέρας. Ακούγεται σαν τον πατέρα του, σαν τον Καλ, αλλά η φωνή του είναι πιο κοφτή. Είναι μόλις δεκαεπτά ετών και ήδη ένα τέρας. «Λαέ μου, παιδιά μου…» Ο Καλ γελάει σαρκαστικά δίπλα μου. Όμως έξω, στην αρένα πέφτει απόλυτη τρομακτική σιωπή. Τους κρατάει στο χέρι. «Κάποιοι αυτό θα το αποκαλούσαν ωμότητα» συνεχίζει ο Μ έιβεν. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι έχει μάθει απέξω έναν συγκινητικό λόγο, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα από αυτή τη μάγισσα τη μάνα του. «Το σώμα του πατέρα μου είναι ζήτημα αν έχει κρυώσει, το αίμα του ακόμα λερώνει το πάτωμα, και αναγκάστηκα να πάρω τη θέση του, ν’ αρχίσω τη βασιλεία μου κάτω από μια τόσο βίαιη σκιά. Δεν έχουμε εκτελέσει κανέναν δικό μας τα τελευταία δέκα χρόνια και με πονάει πολύ ν’ αρχίσω πάλι αυτή τη φρικτή παράδοση. Αλλά για τον πατέρα μου, για το στέμμα μου, για σας, πρέπει να το κάνω. Είμαι νέος, αλλά δεν είμαι αδύναμος. Τέτοια εγκλήματα, τέτοιες σατανικές πράξεις πρέπει να τιμωρούνται». Από πάνω μας, ψηλά στην αρένα, ακούγονται αποδοκιμασίες και φωνές που ζητούν τον θάνατό μας. «Λούκας του Οίκου Σάμος, για εγκλήματα κατά του θρόνου, για συνεργασία με την τρομοκρατική οργάνωση Ερυθρά Φρουρά, δηλώνω ότι είσαι ένοχος. Σε καταδικάζω σε θάνατο. Θα εκτελεστείς». Και τότε ο Λούκας αρχίζει ν’ ανεβαίνει τη μικρή ανηφοριά, προς τον θάνατό του. Δε μου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Όχι ότι το άξιζα. Πεθαίνει, όχι γι’ αυτό που τον βάλαμε να κάνει, αλλά γι’ αυτό που είμαι εγώ. Όπως και οι άλλοι, ήξερε ότι υπήρχε κάτι παράξενο σ’ εμένα. Και όπως οι άλλοι, θα πεθάνει. Όταν χάνεται μέσα από την πύλη, γυρίζω και κοιτάζω τον τοίχο. Είναι δύσκολο ωστόσο ν’ αγνοήσω τους πυροβολισμούς. Το πλήθος ουρλιάζει,
398
VICTORIA AVEYARD
ευχαριστημένο από το βίαιο θέαμα. Ο Λούκας ήταν μόνο η αρχή, η εναρκτήρια σκηνή. Εμείς είμαστε η παράσταση. «Προχωράτε» λέει ο Άρβεν, ενώ μας σκουντάει. Μ ας ακολουθεί, καθώς αρχίζουμε την αργή ανάβαση. Δεν αφήνω το χέρι του Καλ, γιατί μπορεί να παραπατήσω. Όλοι οι μυς του είναι σφιγμένοι, έτοιμοι για τη μάχη της ζωής. Κάνω μια προσπάθεια να βρω τον κεραυνό μου, αλλά τίποτα δε γίνεται. Δεν υπάρχει ούτε ένα τρέμουλο μέσα μου πια. Ο Άρβεν –και ο Μ έιβεν– το έχουν πάρει. Μ έσα από την πύλη, βλέπω να σέρνουν το πτώμα του Λούκας που αφήνει μια ασημένια γραμμή αίματος πάνω στην άμμο. Μ ου έρχεται να κάνω εμετό, και πρέπει να δαγκώσω τα χείλη. Μ ε ένα δυνατό τρίξιμο, η ατσάλινη πύλη τρεμουλιάζει και σηκώνεται ψηλά. Το φως του ήλιου με τυφλώνει για μια στιγμή και μαρμαρώνω επιτόπου, αλλά ο Καλ με τραβάει μέσα στην αρένα. Λευκή άμμος, λεπτή σαν πούδρα, γλιστράει κάτω από τα πόδια μου. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονται, σχεδόν ξεχνάω να αναπνεύσω. Η αρένα είναι τεράστια, ένα φαρδύ, γκρίζο στόμα από ατσάλι και σμιλεμένη πέτρα, γεμάτη χιλιάδες αγριεμένα πρόσωπα. Μ ας κοιτάζουν μέσα σε μια εκκωφαντική σιωπή, χύνοντας το μίσος τους στο κορμί μου. Δε βλέπω κανένα Κόκκινο, όχι ότι το περίμενα, δηλαδή. Αυτό είναι που αποκαλούν οι Ασημένιοι ψυχαγωγία, άλλο ένα θεατρικό έργο για να γελάσουν και δεν επιθυμούν να το μοιραστούν. Στην αρένα υπάρχουν διάσπαρτες βιντεοθόνες, που στέλνουν πίσω σ’ εμένα το πρόσωπό μου. Φυσικά, αυτό πρέπει να το απαθανατίσουν και να το μεταδώσουν σε όλο το έθνος. Για να δείξουν στον κόσμο άλλον έναν Κόκκινο που έπεσε τόσο χαμηλά. Αυτό που βλέπω με κάνει να σταματήσω. Είμαι ο εαυτός μου πάλι. Εξαγριωμένη, με μπερδεμένα μαλλιά, απλά ρούχα, ενώ η σκόνη πέφτει από πάνω σε μικρά συννεφάκια. Το δέρμα μου κοκκινίζει με το αίμα που τόσο καιρό προσπαθούσα να κρύψω.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
399
Αν δε με περίμενε ο θάνατος, πιθανόν να χαμογελούσα. Μ ε έκπληξη βλέπω ότι οι οθόνες τρεμοπαίζουν, ενώ η εικόνα του Καλ και η δική μου αντικαθίσταται με κάτι κουκίδες – βιντεοταινίες της Ασφάλειας από όλες τις κάμερες, από όλα τα ηλεκτρικά μάτια. Μ ε τρεμάμενη αναπνοή, συνειδητοποιώ πόσο προχωρημένο ήταν το σχέδιο του Μ έιβεν. Οι οθόνες τα παίζουν όλα από την αρχή, κάθε κλεμμένη στιγμή. Τη μυστική φυγή μας από το Μ έλαθρον με τον Καλ, τον χορό μας, τις ψιθυριστές συνομιλίες μας, το φιλί μας. Κα μετά, τη δολοφονία του βασιλιά σε όλη τη φρικτή δόξα της. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς την ιστορία του Μ έιβεν. Όλο αυτό έρχεται να δέσει με τον μύθο του Κόκκινου σατανά που αποπλάνησε έναν πρίγκιπα, που τον έπεισε να σκοτώσει τον βασιλιά. Το πλήθος βογκά και μουρμουρίζει, καταπίνοντας το τέλειο ψέμα. Ακόμα και οι γονείς μου θα δυσκολεύονταν να το αρνηθούν αυτό. «Μ άρε Μ όλι Μ πάροου». Η φωνή του Μ έιβεν αντηχεί πίσω μου. Γυρίζουμε και βλέπουμε τον τρελό βασιλιά να μας κοιτάζει από ψηλά. Το θεωρείο του, που είναι γεμάτο μαύρες και κόκκινες σημαίες, είναι ξέχειλο από άρχοντες και αρχόντισσες που αναγνωρίζω. Φορούν όλοι μαύρα, ξεχνώντας τα χρώματα του οίκου τους, για να τιμήσουν τον δολοφονημένο βασιλιά. Η Σόνια, η Ιλέιν και όλα τα παιδιά των Μ εγάλων Οίκων με κοιτάζουν με αποτροπιασμό. Ο άρχοντας Σάμος στέκεται στα αριστερά του Μ έιβεν, με τη βασίλισσα στα δεξιά του. Η Ελάρα κρύβεται πίσω από ένα πένθιμο πέπλο, για να καλύψει μάλλον το μοχθηρό χαμόγελό της. Περιμένω να δω την Εβαγκελίν εκεί τριγύρω, ευχαριστημένη που θα παντρευτεί τον επόμενο βασιλιά. Εξάλλου, μόνο το στέμμα ήθελε. Όμως είναι άφαντη. Ο ίδιος ο Μ έιβεν μοιάζει με μαύρο φάντασμα. Το χλομό πρόσωπό του έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη μαύρη λάμψη της πανοπλίας του. Φοράει μάλιστα το ξίφος με το οποίο σκότωσαν τον βασιλιά, ενώ το στέμμα του πατέρα του φωλιάζει πάνω στα μαλλιά του, αστραφτερό σαν τον ήλιο.
400
VICTORIA AVEYARD
«Κάποτε πιστεύαμε ότι ήσουν η χαμένη Μ αρέενα Τιτάνος, άλλη μια δολοφονημένη υπήκοος του βασιλείου μου. Μ ε τη βοήθεια των Κόκκινων αδελφών σου, μας ξεγέλασες με τεχνολογικά κόλπα και τεχνάσματα, εισχωρώντας στην οικογένειά μου». Τεχνολογικά κόλπα. Οι οθόνες τώρα με δείχνουν στον Σπειροειδή Κήπο να συγκλονίζομαι από τον ηλεκτρισμό. Στην ταινία φαίνεται αφύσικο. «Σε μορφώσαμε, σου δώσαμε κύρος, εξουσία, δύναμη – ακόμα και την αγάπη μας. Κι εσύ μας το ξεπλήρωσες με προδοσία, στρέφοντας τον αδελφό μου εναντίον του αίματός του με τον δόλο σου». «Ξέρουμε τώρα ότι είσαι ενεργό μέλος της ηττημένης Ερυθράς Φρουράς και ευθύνεσαι άμεσα για την απώλεια αμέτρητων ζωών». Οι εικόνες δείχνουν τώρα τη βραδιά των πυροβολισμών στο Ηλίου Μ έλαθρον, την αίθουσα χορού γεμάτη αίμα και θάνατο. Η παντιέρα της Φάρλεϊ, το κυματιστό κόκκινο κουρέλι και ο κομμένος στη μέση ήλιος ξεχωρίζουν μες στο χάος. «Μ αζί με τον αδελφό μου, Πρίγκιπα Τιβέριας τον Έβδομο, του Οίκου Κάλορε και του Οίκου Τζάκος, κατηγορείστε για πολλαπλές βίαιες και άθλιες προσβολές κατά του στέμματος, μεταξύ των οποίων απάτη, προδοσία, τρομοκρατία και φόνο». Τα χέρια σου δεν είναι πιο καθαρά από τα δικά μου, Μέιβεν. «Σκότωσες τον βασιλιά, τον πατέρα μου, μαγεύοντας τον γιο του να κάνει αυτή την πράξη. Είσαι ένας Κόκκινος διάβολος». Το βλέμμα του γυρίζει στον Καλ που τώρα φλέγεται από θυμό. «Κι εσύ είσαι ένας αδύναμος άντρας. Ένας προδότης του στέμματός σου, του αίματός σου και των χρωμάτων σου». Στην οθόνη παίζεται πάλι ο θάνατος του βασιλιά, εδραιώνοντας τα παραποιημένα λόγια του Μ έιβεν. «Σας κηρύσσω και τους δύο ένοχους για τα εγκλήματά σας. Θα εκτελεστείτε». Αποδοκιμασίες και γιούχα ξεσπούν στην αρένα. Ακούγονται σαν γουρούνια που ουρλιάζουν, διψώντας για αίμα. Οι βιντεοθόνες δείχνουν πάλι τον Καλ κι εμένα. Περιμένουν ν’ αρχίσουμε να κλαίμε ή να παρακαλάμε για τη ζωή μας. Κανείς μας δεν κουνιέται. Δε θα τους δώσουμε αυτή την ευχαρίστηση.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
401
Ο Μ έιβεν κοιτάζει από το πλάι του θεωρείου του με βλέμμα γεμάτο κακία, περιμένοντας κάποιον από μας να σπάσει. Αντί γι’ αυτό, ο Καλ χαιρετά, με τα δύο δάχτυλα στο μέτωπό του. Αυτό είναι καλύτερο από το να έδινε μπουνιά στα μούτρα του Μ έιβεν. Εκείνος αποτραβιέται απογοητευμένος. Κατόπιν κοιτάζει στην άλλη άκρη της αρένας. Όταν γυρνώ, περιμένω να δω τους σκοπευτές που σκότωσαν τον Λούκας, αλλά βρίσκομαι μπροστά σε ένα πολύ διαφορετικό θέαμα. Δεν ξέρω από πού ήρθαν ή πότε, αλλά πέντε μορφές εμφανίζονται στην άμμο της αρένας. «Δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα» μουρμουρίζω, σφίγγοντας το χέρι του Καλ. Είναι πολεμιστής, στρατιώτης. Πέντε προς έναν ίσως είναι δίκαιο γι’ αυτόν. Αλλά ο Καλ σουφρώνει το μέτωπο, με την προσοχή στραμμένη στους εκτελεστές μας. Καθώς πλησιάζουν με κυριεύει φόβος. Ξέρω τα ονόματα και τις ικανότητές τους, ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλον. Όλοι τους αποπνέουν δύναμη, είναι αρματωμένοι και έτοιμοι για πόλεμο. Ένας χεροδύναμος Ράμπος ικανός να με σκίσει στα δύο, ο υιός Χέβεν που θα εξαφανιστεί και θα με πνίξει σαν σκιώδες φάντασμα, και ακόμα ο άρχοντας Οσάνος για να σβήσει τη φωτιά του Καλ. Ο Άρβεν επίσης, θυμίζω στον εαυτό μου. Στέκεται στην πύλη και τα μάτια του δεν αφήνουν στιγμή το σώμα μου. Μην ξεχνάς τους άλλους δύο. Τους μαγνητικούς. Είναι σχεδόν ποιητικό, αλήθεια. Μ ε όμοιες πανοπλίες, με το ίδιο σκυθρωπό ύφος, η Εβαγκελίν και ο Πτολέμους μάς κοιτούν αφ’ υψηλού, με τις γροθιές γεμάτες μακριά, φονικά μαχαίρια. Κάπου μέσα στο κεφάλι μου, ένα ρολόι μετράει αντίστροφα. Δεν έχει μείνει πολύς χρόνος. Από πάνω μας, ακούγεται η στριγκή φωνή του Μ έιβεν. «Κάντε τους να πεθάνουν».
402
VICTORIA AVEYARD
ΕΙΚΟΣΙ ΟΧΤΩ Η ασπίδα ενεργοποιείται από πάνω μας, ένας γιγάντιος κατακόκκινος θόλος από γυαλί γεμάτο μικρές φλέβες, όπως εκείνο στον Σπειροειδή Κήπο. Όχι για να προστατέψει εμάς φυσικά, αλλά τον κόσμο. Σπινθήρες ηλεκτρικού ρεύματος ρέουν στην τερατώδη οροφή. Είναι σαν να με κοροϊδεύουν. Χωρίς τον Άρβεν, το ηλεκτρικό ρεύμα θα ήταν δικό μου και θα μπορούσα να πολεμήσω. Θα έδειχνα στον κόσμο ποια είμαι. Όμως κάτι τέτοιο δε θα γίνει. Ο Καλ γυρίζει και τεντώνει το χέρι του. Ο αέρας διπλώνει γύρω του, παραποιημένος από τα κύματα της ζέστη που εκτοξεύονται από το σώμα του. Παίρνει θέση απέναντι στους άλλους, θέλοντας να με προστατέψει. «Μ είνε πίσω μου όσο περισσότερο μπορείς» λέει, καθώς η φωτιά του με σπρώχνει προς τα πίσω. Ο Καλ δημιουργεί σπίθες και τα δάχτυλά του παίρνουν φωτιά που απλώνεται στα μπράτσα του. Κάτι στο πουκάμισό του δεν το αφήνει να καεί και το ύφασμα δεν καπνίζει. «Όταν σπάσουν το τείχος, πρέπει να τρέξεις. Η Εβαγκελίν είναι η πιο αδύναμη, ενώ ο χεροδύναμος αργός. Μ πορείς να τον ξεπεράσεις. Θα προσπαθήσουν να το τραβήξουν όσο γίνεται, να το μετατρέψουν σε παράσταση». Και
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
403
προσθέτει σιγανά: «Δε θα μας αφήσουν να πεθάνουμε ήσυχα». «Κι εσύ; Ο Οσάνος θα…» «Άσε εμένα ν’ ανησυχώ για τον Οσάνος». Οι εκτελεστές προχωρούν σταθερά, σαν λύκοι που πλησιάζουν το θήραμα. Απλώνονται στη μέση της αρένας, έτοιμοι να επιτεθούν. Κάπου, ακούγεται τρίξιμο μετάλλου και ένα κομμάτι από το δάπεδο της αρένας παραμερίζει, αποκαλύπτοντας μια δεξαμενή νερού στα πόδια του άρχοντα Οσάνος. Εκείνος χαμογελά και τραβάει το νερό επάνω του σαν απειλητική ασπίδα. Θυμάμαι την κόρη του, την Τιράνα, να παλεύει με τον Μ έιβεν στην Εκπαίδευση. Τον κατέστρεψε. Γύρω μας, το πλήθος φωνάζει δυνατά. Ο Πτολέμους μουγκρίζει μαζί τους, αφήνοντας το περίφημο ταμπεραμέντο του να τον κυριεύσει. Χτυπάει το χέρι πάνω στην πανοπλία του που κουδουνίζει σαν καμπάνα. Πλάι του, η Εβαγκελίν στριφογυρίζει τα μαχαίρια της και τα περνάει ανάμεσα στις αρθρώσεις του χεριού της με ένα λοξό χαμόγελο. «Αυτό δε θα είναι σαν την άλλη φορά, Κόκκινη», φωνάζει. «Κανένα κόλπο δε θα σε σώσει τώρα». Κόλπο. Η Εβαγκελίν ξέρει τις ικανότητές μου καλύτερα απ’ όλους. Ξέρει ότι δεν ήταν κόλπο. Όμως πιστεύει. Αγνοεί την αλήθεια για κάτι που της είναι ευκολότερο να καταλάβει. Ο υιός Χέβεν, ο Στράλιαν, χαμογελά. Όπως η αδελφή του, η Ιλέιν, είναι σκιά. Όταν αλλάζει υπόσταση και εξαφανίζεται στο έντονο ηλιόφως, ο Καλ κινείται πιο γρήγορα από όσο θεωρούσα δυνατό και με μια κίνηση του χεριού του, σαν να ρίχνει μια γερή γροθιά, σχηματίζει μια αψίδα. Το μουγκρητό της φωτιάς ακολουθεί το χέρι του, βάζοντας φωτιά στην άμμο. Σκοπός του είναι να βάλει έναν φραγμό ανάμεσα σ’ εμάς και τους εκτελεστές μας. Όμως η φωτιά είναι αδύναμη. Η άμμος μετά βίας καίγεται. Στο μεταξύ, δεν κρατιέμαι και ρίχνω μια ματιά πίσω στον Μ έιβεν, για να του ουρλιάξω, αλλά ανακαλύπτω ότι εξακολουθεί να με κοιτάζει με κείνο το ανυπόφορο, ύπουλο χαμόγελο. Δεν
404
VICTORIA AVEYARD
έχει εξουδετερώσει μόνο τις δικές μου ικανότητες, αλλά έχει περιορίσει και του Καλ όσο μπορεί. «Κάθαρμα» μουρμουρίζω από μέσα μου. «Η άμμος…» «Το ξέρω» λέει απότομα ο Καλ, βάζοντας φωτιά σε μεγαλύτερα κομμάτια της παλαίστρας με μια κίνηση του χεριού του. Ακριβώς απέναντί μας, η γραμμή της φλόγας διακόπτεται στη στιγμή και ακολουθείται από μια δυνατή κραυγή πόνου. Από την άλλη μεριά της φωτιάς που σβήνει, ο Στράλιαν γίνεται πάλι ορατός και προσπαθεί να σβήσει τις φλόγες από τα χέρια του. Ο Οσάνος, με μια τεμπέλικη κίνηση, τον περιλούζει με το νερό και σβήνει τη φωτιά. Ύστερα γυρίζει τα τρομακτικά γαλάζια μάτια του προς το μέρος μας, πάνω στο τείχος του Καλ και, με μία μόνο κίνηση, κατευθύνει το νερό στην αδύναμη φωτιά σαν μικρό κυματάκι. Το νερό τσιτσιρίζει και τινάζεται, και μετατρέπεται σε πυκνά σύννεφα ατμού. Παγιδευμένος από τον γυάλινο θόλο, ο ατμός κάθεται γύρω από την αρένα και μας τυλίγει μέσα σε μια αλλόκοτη λευκή ομίχλη. Στροβιλίζεται και περιστρέφεται κλείνοντάς μας σε έναν λευκό κόσμο όπου κάθε σκιά θα μπορούσε να ήταν η καταδίκη μας. «Ετοιμάσου!» φωνάζει ο Καλ, και απλώνει το χέρι του για να με πιάσει. Όμως ο Πτολέμους ορμάει μέσα από τον ατμό με ένα μουγκρητό, ένας όγκος από σάρκα και ατσάλι. Μ ε ένα δυνατό χτύπημα, ρίχνει κάτω τον Καλ. Όμως εκείνος δε μένει στο ίδιο σημείο αρκετά για να τον μαχαιρώσει ο Πτολέμους με τις κοφτερές λεπίδες του, που βυθίζονται στο έδαφος δευτερόλεπτα πριν πηδήσει ο Καλ, πιασμένος από την πανοπλία του αντιπάλου του. Το ατσάλι λιώνει κάτω από το άγγιγμα του, κάνοντας τον εξαγριωμένο πολεμιστή να ουρλιάξει. Εγώ μόνο να το βάλω στα πόδια μπορώ, όσο ο Καλ προσπαθεί να ψήσει έναν άνθρωπο μες στην πανοπλία του. «Δε θέλω να σε σκοτώσω, Πτολέμους» λέει ο Καλ, μέσα από τα ουρλιαχτά του πόνου. Κάθε μαχαίρι, κάθε κομμάτι μέταλλο που σηκώνει ο Πτολέμους για να τον χτυπήσει, λιώνει από την ένταση της θερμοκρασίας του. «Δε θέλω να το κάνω αυτό».
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
405
Τρεις αστραφτερές λεπίδες σκίζουν τον ατμό, χωρίς να θαμπώσουν σχεδόν. Είναι πολύ γρήγορες για να λιώσουν στον αέρα. Βρίσκουν τον Καλ στην πλάτη και τον τρυπούν πριν λιώσουν. Εκείνος ουρλιάζει από τον πόνο και χάνει για μια στιγμή τη αυτοσυγκέντρωσή του, καθώς τρεις λεκέδες ασημένιου αίματος λερώνουν το πουκάμισό του. Τα μαχαίρια ήταν πολύ μικρά για να τον κόψουν βαθιά, αλλά τον εξασθενούν. Ο Πτολέμους βρίσκει την ευκαιρία και αστραπιαία μετατρέπει τα μαχαίρια του σε ένα τερατώδες ξίφος. Επιτίθεται, θέλοντας να κόψει τον Καλ στα δύο, αλλά εκείνος πηδά στο πλάι εγκαίρως, με μια μόνο γρατσουνιά στην κοιλιά. Είναι ακόμη ζωντανός. Όχι όμως για πολύ. Τότε, μέσα από τον ατμό, εμφανίζεται η Εβαγκελίν, με τα μαχαίρια της να στριφογυρίζουν σε μια εντυπωσιακή επίδειξη. Ο Καλ αποφεύγει επιδέξια τα μαχαίρια, ενώ της ρίχνει κύματα φωτιάς για να την αποκρούσει. Μ ονομαχεί και με τους δύο με έναν παράλογο ρυθμό που του επιτρέπει να αποκρούει δύο μαγνητικούς, παρά τη δύναμη και την ισχύ τους. Όμως αίμα λερώνει τα ρούχα του και νέες πληγές εμφανίζονται κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Το όπλο του Πτολέμους, από ξίφος μετατρέπεται σε τσεκούρι και στη συνέχεια σε μαστίγιο από μέταλλο που κόβει σαν ξυράφι, ενώ τα οδοντωτά άστρα της Εβαγκελίν συνεχίζουν να τον χτυπάνε. Θα τον ρίξουν κάτω. Αργά αλλά σίγουρα. Ο κεραυνός μου, σκέφτομαι με θλίψη, ενώ κοιτάζω τον Άρβεν στην πύλη μας. Είναι ακόμα εκεί, μια σκοτεινή παρουσία που με στοιχειώνει. Ένα όπλο κρέμεται στη μέση του. Ούτε να προσπαθήσω δεν μπορώ να τον πολεμήσω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Όταν ένα μεγάλο κομμάτι μπετόν εμφανίζεται μέσα από τον ατμό και έρχεται κατευθείαν επάνω μου, μόλις που προλαβαίνω να πηδήσω στο πλάι. Κομματιάζεται πάνω στην άμμο εκεί που στεκόμουν πριν από ένα δευτερόλεπτο. Πριν προλάβω να σκεφτώ, ένα άλλο έρχεται καταπάνω μου σκίζοντας με ένα
406
VICTORIA AVEYARD
ουρλιαχτό τον αέρα. Ο ουρανός βρέχει κομμάτια μπετόν από πάνω μου. Σαν τον Καλ, βρίσκω τον ρυθμό μου και τρέχω πάνω στην άμμο σαν ποντίκι, ώσπου κάτι με σταματάει ξαφνικά. Ένα χέρι. Ένα αόρατο χέρι. Ο Στράλιαν με αρπάζει από τον λαιμό και προσπαθεί να με πνίξει. Τον ακούω να βαριανασαίνει στο αυτί μου, αν και δεν μπορώ να τον δω. «Κόκκινη και νεκρή» μουγκρίζει, καθώς με σφίγγει. Τεντώνω το χέρι μου και ο αγκώνας μου βρίσκει μάλλον τα πλευρά του, αλλά με κρατάει γερά. Δεν μπορώ να αναπνεύσω και μαύρα σημάδια θολώνουν το βλέμμα μου, όμως συνεχίζω να παλεύω. Μ έσα από την καταχνιά, βλέπω τον χεροδύναμο Ράμπος να προχωρά, με τα μάτια καρφωμένα επάνω μου. Θα με σκίσει στα δυο. Ο Καλ πολεμά τα δύο αδέλφια Σάμος και κάνει ό,τι μπορεί για να μην τον μαχαιρώσουν. Δεν μπορώ να τον φωνάξω, ακόμα και να το ήθελα, αλλά με κάποιον τρόπο ρίχνει μια μπάλα φωτιάς προς το μέρος μου. Ο Ράμπος πηδάει προς τα πίσω και τα τεράστια πόδια του μπερδεύονται, δίνοντάς μου λίγα δευτερόλεπτα. Ασθμαίνοντας και βήχοντας, χώνω τα νύχια μου πάλι και πιάνω ένα κεφάλι που δεν μπορώ να δω. Σαν από θαύμα νιώθω το πρόσωπό του και μετά τα μάτια του. Μ ε ένα ουρλιαχτό, χώνω τα μεγάλα δάχτυλά μου στους βολβούς του και τον τραυματίζω. Ο Στράλιαν ουρλιάζει και μ’ αφήνει. Πέφτει στα γόνατα και ξαναπαίρνει τη μορφή του. Ασημένιο αίμα τρέχει από τα μάτια του σαν αστραφτερά δάκρυα. «Υποτίθεται ότι ήσουν δικός μου!» ακούγεται μια φωνή. Γυρίζω και βλέπω την Εβαγκελίν να στέκεται πάνω από τον Καλ, με το μαχαίρι της σηκωμένο. Ο Πτολέμους έχει ρίξει κάτω τον Καλ και κυλιούνται στην άμμο, ενώ η Εβαγκελίν στέκει τρομακτική από πάνω τους, μπήγοντας τα μαχαίρια της ολόγυρά του. «Δικός μου!» Δε μου περνάει καν από τον νου ότι δεν είναι καθόλου καλή
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
407
ιδέα να τρέξω και να πέσω με το κεφάλι πάνω σε μια μαγνητική, ώσπου συγκρούομαι μαζί της. Σωριαζόμαστε κάτω και οι δυο και το πρόσωπό μου γρατσουνίζεται από την πανοπλία της. Μ ε τσούζει, με πονάει και στάζει αίμα, κόκκινο αίμα για να το δουν όλοι. Μ ολονότι δεν μπορώ να δω τις οθόνες, ξέρω ότι μεταδίδουν την εικόνα του αίματός μου σε όλη τη χώρα. Η Εβαγκελίν στριγκλίζει και ετοιμάζεται να ρίξει τα μαχαίρια της. Πίσω μας, ο Καλ καταφέρνει να σηκωθεί, απωθώντας τον Πτολέμους με ένα κύμα φωτιάς. Ο μαγνητικός πέφτει πάνω στην αδελφή του, που σωριάζεται κάτω δευτερόλεπτα πριν με κομματιάσουν οι λεπίδες της. «Σκύψε!» φωνάζει ο Καλ και με ρίχνει στην άμμο. Άλλη μια πλάκα από μπετόν πετάει από πάνω μας και γίνεται θρύψαλα στον απέναντι τοίχο. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. «Έχω μια ιδέα». Ο Καλ φτύνει στην άμμο και βλέπω μερικά δόντια, θαρρώ, μαζί με αίμα. «Ωραία, γιατί εγώ ξέμεινα από δαύτες πριν από πέντε λεπτά». Άλλο ένα κομμάτι μπετόν έρχεται κατά πάνω μας και μας αναγκάζει να χωριστούμε, εγκαίρως. Η Εβαγκελίν και ο Πτολέμους επιστρέφουν για να πάρουν εκδίκηση και εγκλωβίζουν τον Καλ σε έναν χαοτικό χορό όπου πρωταγωνιστούν μαχαίρια και φονικά μεταλλικά κομμάτια. Οι δυνάμεις τους κάνουν την αρένα γύρω μας να σείεται, καθώς καλούν κι άλλο μέταλλο από τη γη βαθιά, αναγκάζοντας τον Καλ να προσέχει πού πατάει εκτός από όλα τα άλλα. Κομμάτια από σωλήνες και καλώδια ξεφυτρώνουν μέσα από την άμμο, δημιουργώντας ένα θανάσιμο ρεύμα από μέταλλο. Ένα από αυτά πλήττει τον Στράλιαν εκεί όπου είναι γονατισμένος και ουρλιάζει ακόμη για τα μάτια του. Ο σωλήνας τον διαπερνά και βγαίνει από το στόμα του. Οι φωνές του παύουν για πάντα. Μ έσα σε κείνο τον χαλασμό, ακούω το πλήθος στην αρένα να ουρλιάζει και να βογκά σ’ αυτή τη θέα. Παρά τους βίαιους τρόπους τους, παρά τη δύναμή τους, παραμένουν δειλοί.
408
VICTORIA AVEYARD
Τα πόδια μου χτυπούν πάνω στην άμμο καθώς περιφέρομαι γύρω από τον Ράμπος και τον προκαλώ να μου επιτεθεί. Ο Καλ έχει δίκιο, είμαι πιο γρήγορη, και παρότι ο Ράμπος είναι ένα τέρας με μυς, μπερδεύει τα πόδια του όποτε προσπαθεί να με κυνηγήσει. Ξεκολλάει τους σπασμένους σωλήνες από το έδαφος και τους πετάει καταπάνω μου σαν ακόντια, αλλά τα αποφεύγω εύκολα κι αυτός μουγκρίζει από απογοήτευση. Είμαι Κόκκινη, είμαι ένα τίποτα, κι όμως μπορώ να σε κάνω να πέσεις. Ο ήχος νερού που τρέχει με επαναφέρει στην πραγματικότητα και με κάνει να θυμηθώ τον πέμπτο εκτελεστή. Τον υδροφόρο. Γυρίζω εγκαίρως και βλέπω τον άρχοντα Οσάνος να παραμερίζει τον ατμό σαν κουρτίνα και να καθαρίζει την παλαίστρα της αρένας. Και δέκα μέτρα πιο πέρα, μονομαχώντας ακόμη σκληρά, βρίσκεται ο Καλ. Καπνός και φωτιά εκτοξεύονται από τα χέρια του. Οι μαγνητικοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Αλλά καθώς ο Οσάνος προχωρά και το νερό κυλάει, καλύπτοντας το έδαφος, οι φλόγες του Καλ σβήνουν σιγά σιγά. Ιδού ο αληθινός εκτελεστής. Εδώ η παράσταση φτάνει στο τέλος της. «Καλ!» φωνάζω, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Τίποτα. Άλλος ένας σωλήνας περνάει ξυστά από το μάγουλό μου, τόσο κοντά που νιώθω το παγωμένο άγγιγμά του, τόσο κοντά που με κάνει να στριφογυρίσω και να πέσω κάτω. Η πύλη είναι μόλις μερικά μέτρα μακριά και ο Άρβεν στέκεται ακόμα εκεί, κρυμμένος εν μέρει στο σκοτάδι. Ο Καλ στέλνει μια μπάλα φωτιάς στον Οσάνος, αλλά εκείνος την εξουδετερώνει ταχύτατα. Από τη σύγκρουση της φωτιάς και του νερού προκαλείται ατμός, αλλά το νερό νικάει. Ο Ράμπος προχωρά, με σπρώχνει προς την πύλη. Με στρίμωξε. Τον άφησα να με στριμώξει. Πέτρες και μέταλλο πέφτουν με δύναμη στον τοίχο πίσω μου. Αρκούν για να τσακίσουν τα κόκαλά μου. Κεραυνέ, ουρλιάζει το κεφάλι μου. ΚΕΡΑΥΝΕ.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
409
Όμως δεν γίνεται τίποτε, μόνο η πυκνή σκοτεινιά των νεκρών αισθήσεων που με πνίγει. Γύρω μας, το πλήθος πετάγεται πάνω. Διαισθάνεται το τέλος. Ακούω τον Μ έιβεν να ζητωκραυγάζει μαζί με τους άλλους. «Αποτελειώστε τους!» ουρλιάζει. Ακόμα με ξαφνιάζει που ακούω τόση κακία στη φωνή του. Αλλά όταν κοιτάζω ψηλά, όταν τα μάτια του συναντούν τα δικά μου μέσα από την ασπίδα και τον ατμό, δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από οργή, λύσσα και πονηρία. Ο Ράμπος σημαδεύει. Κρατάει έναν μακρύ, κομματιασμένο σωλήνα στο χέρι. Ο θάνατος έρχεται. Πάνω από τον πάταγο, ακούω ένα θριαμβευτικό ουρλιαχτό: ο Πτολέμους. Αυτός και η Εβαγκελίν απομακρύνονται από μια δίνη νερού και από μια θολή μορφή στο κέντρο της. Καλ. Το νερό βράζει, το σώμα του τεντώνεται, πασχίζει να ελευθερωθεί, αλλά μάταια. Θα πνιγεί. Πίσω μου, σχεδόν στο αυτί μου, ο Άρβεν γελάει. «Ποιος έχει το πλεονέκτημα;» μονολογεί κοροϊδευτικά, επαναλαμβάνοντας τα λόγια από την Εκπαίδευση. Οι μυς μου πονούν και συσπώνται νευρικά, ικετεύουν να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Θέλω πολύ να ξαπλώσω κάτω, να παραδεχτώ την ήττα μου, να πεθάνω. Μ ε αποκάλεσαν ψεύτρα, απατεώνισσα και είχαν δίκιο. Έχω ακόμα ένα κόλπο στο μανίκι μου. Ο Ράμπος σημαδεύει, πατώντας γερά στην άμμο, κι εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω. Εκτοξεύει το ακόντιό του με τόση δύναμη που λες ότι καίγεται ο αέρας. Εκείνη τη στιγμή πέφτω στην άμμο. Ένας αρρωστημένος ήχος από κόκαλα που σπάνε μου λέει ότι το σχέδιό μου πέτυχε, ενώ το ουρλιαχτό του ηλεκτρισμού που αρχίζει να κυλά στο σώμα μου λέει ότι ίσως νικήσω. Πίσω μου, ο Άρβεν σωριάζεται κάτω, τρυπημένος πέρα ως πέρα από έναν σωλήνα. «Εγώ έχω το πλεονέκτημα» λέω στο κουφάρι του. Όταν σηκώνομαι πάνω, βροντή και κεραυνός και σπινθήρες και
410
VICTORIA AVEYARD
ηλεκτροσόκ και ό,τι μπορώ να ελέγξω ξεπετάγεται από το σώμα μου. Το πλήθος ουρλιάζει δυνατά, ο Μ έιβεν περισσότερο απ’ όλους. «Σκοτώστε τη! ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΗ!» βρυχάται, καθώς με δείχνει μέσα από τον θόλο. «ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ ΤΗ!» Σφαίρες πέφτουν στον θόλο∙ βγάζουν σπίθες και τσακίζονται πάνω στην ηλεκτρική ασπίδα, αλλά κρατάει γερά. Υποτίθεται ότι θα τους προστάτευε, αλλά είναι ηλεκτρική, είναι κεραυνός, είναι δική μου. Τώρα η ασπίδα προστατεύει εμένα. Το πλήθος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, δεν πιστεύει στα μάτια του. Κόκκινο αίμα τρέχει από τις πληγές μου και το ηλεκτρικό ρεύμα πάλλεται μες στο σώμα μου, δηλώνοντας σε όλους τι είμαι. Από πάνω, οι βιντεοθόνες σβήνουν Αλλά με έχουν δει ήδη. Δεν μπορούν να σταματήσουν αυτό που συμβαίνει. Ο Ράμπος κάνει ένα τρεμάμενο βήμα προς τα πίσω, του έχει κοπεί η ανάσα. Δεν του δίνω την ευκαιρία να αναπνεύσει. Ασημένια και Κόκκινη, πιο δυνατή κι από τους δυο. Ο κεραυνός μου τον βρίσκει κατάστηθα, βράζει το αίμα του, ψήνει τα νεύρα του, ώσπου καταρρέει σαν ένας σωρός από κρέας. Ο Οσάνος πέφτει δεύτερος, καθώς οι σπινθήρες μου τρέχουν επάνω του. Η υδάτινη σφαίρα διαλύεται στο έδαφος και ο Καλ σωριάζεται στην άμμο, φτύνοντας νερό και ξεροβήχοντας. Παρότι κομμάτια από αιχμηρό μέταλλο ξεπετάγονται από την άμμο και προσπαθούν να με διαπεράσουν, αρχίζω να τρέχω αποφεύγοντας και κεραυνοβολώντας κάθε εμπόδιο. Με εκπαίδευσαν γι’ αυτό. Αυτοί φταίνε. Με βοήθησαν, υπογράφοντας έτσι την καταδίκη τους. Η Εβαγκελίν κουνάει το χέρι και στέλνει ένα ατσάλινο δοκάρι στο κεφάλι μου. Γλιστράω από κάτω του και τα γόνατά μου σέρνονται στο έδαφος, πριν φτάσω δίπλα της, οπλισμένη με αστραπές και κεραυνούς. Εκείνη φτιάχνει ένα σπαθί από ένα περιπλανώμενο μέταλλο, σφυρηλατεί μια λεπίδα. Ο κεραυνός μου πέφτει πάνω του,
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
411
τραντάζει το σίδερο, αλλά εκείνη ακόμη μάχεται. Τα μέταλλα στριφογυρίζουν και σκίζονται γύρω μας, προσπαθώντας να με πολεμήσουν. Ακόμα και οι αράχνες της επιστρέφουν για να με κομματιάσουν, αλλά δεν είναι ικανές. Δεν είναι ικανή. Μ ε άλλο ένα κεραυνοβόλημα, οι λεπίδες της εξουδετερώνονται. Εκείνη πέφτει κάτω και αρχίζει να σέρνεται για να αποφύγει την οργή μου, αλλά δε θα τα καταφέρει. «Δεν είναι κόλπο» ψιθυρίζει, παραδίνοντας τα όπλα. Το βλέμμα της πέφτει στα χέρια μου καθώς οπισθοχωρεί, ενώ κομμάτια από μέταλλο αιωρούνται ανάμεσά μας για να σχηματίσουν μια βιαστική ασπίδα. «Δεν είναι ψέμα». Γεύομαι κόκκινο αίμα στο στόμα μου, έντονο και μεταλλικό, παράξενα υπέροχο. Το φτύνω για να το δουν όλοι. Μ έσα από τον προστατευτικό θόλο, βλέπω τον γαλανό ουρανό να σκοτεινιάζει. Μ αύρα σύννεφα μαζεύονται, βαριά και γεμάτα βροχή. Η καταιγίδα έρχεται. «Είπες ότι θα με σκότωνες αν βρισκόμουν ποτέ στον δρόμο σου». Είναι ωραίο να της πετάω κατάμουτρα τα λόγια της. «Να η ευκαιρία σου». Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει με κάθε αναπνοή. Είναι κουρασμένη. Είναι τραυματισμένη. Και το ατσάλι πίσω από τα μάτια της έχει εξαφανιστεί σχεδόν για να δώσει τη θέση του στον φόβο. Η Εβαγκελίν κάνει μια κίνηση προς τα μπρος και εγώ ετοιμάζομαι να αποκρούσω την επίθεσή της, η οποία δεν έρχεται ποτέ. Αντί γι’ αυτό, το βάζει στα πόδια. Τρέχει μακριά από μένα, ώσπου φτάνει στην πιο κοντινή πύλη που μπορεί να βρει. Αρχίζω να την κυνηγώ για να την πιάσω, αλλά μια κραυγή απογοήτευσης του Καλ με κάνει να σταματήσω επιτόπου. Ο Οσάνος είναι πάλι όρθιος και μάχεται με ανανεωμένη δύναμη, ενώ ο Πτολέμους χορεύει γύρω τους, ψάχνοντας για κανένα άνοιγμα. Ο Καλ δεν είναι τόσο καλός με τους υδροφόρους, όχι με τη φωτιά του. Θυμάμαι πόσο εύκολα νικήθηκε ο Μ έιβεν στην εκπαίδευση πριν από καιρό.
412
VICTORIA AVEYARD
Πιάνω τον καρπό του Οσάνος και τον κεραυνοβολώ. Τον αναγκάζω να στρέψει σε μένα την οργή του. Το νερό με σφυροκοπά, με σπρώχνει προς τα πίσω και πέφτω στην άμμο. Είναι τόση η δύναμή του που δεν μπορώ να αναπνεύσω. Για πρώτη φορά από τότε που μπήκα στην αρένα, το παγωμένο χέρι του φόβου σφίγγει την καρδιά μου. Τώρα που έχουμε μια πιθανότητα να νικήσουμε, να ζήσουμε, φοβάμαι πολύ ότι θα χάσω. Τα πνευμόνια μου ουρλιάζουν για αέρα και αναγκαστικά ανοίγω το στόμα μου, αφήνοντας το νερό να με πνίξει. Καίει σαν φωτιά, σαν τον θάνατο. Ένας μικρός σπινθήρας κυλάει μέσα μου. Είναι αρκετός για να διαπεράσει το νερό και στη συνέχεια τον Οσάνος. Εκείνος βγάζει μια δυνατή κραυγή και πηδάει προς τα πίσω. Αυτό αρκεί για να ελευθερωθώ, γλιστρώντας πάνω στην υγρή άμμο. Τα πνευμόνια μου γεμίζουν αέρα καθώς παίρνω βαθιές αναπνοές. Όμως δεν έχω χρόνο για να το απολαύσω. Ο Οσάνος έρχεται κατά πάνω μου πάλι. Αυτή τη φορά έχει βάλει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και με ακινητοποιεί με τον στρόβιλο του νερού του. Όμως είμαι έτοιμη γι’ αυτόν. Ο τρελός είναι αρκετά ανόητος ώστε να μ’ αγγίξει, να βάλει το σώμα του πάνω στο δικό μου. Όταν αφήνω ελεύθερο το ηλεκτρικό ρεύμα, κεραυνοβολώντας σάρκα και νερό, κάνει σαν τσαγιέρα που βράζει και πέφτει προς τα πίσω. Καθώς το νερό απομακρύνεται για να μπει ξανά μες στην άμμο, ξέρω ότι είναι στ’ αλήθεια νεκρός. Όταν σηκώνομαι, στάζω ολόκληρη και τρέμω από αδρεναλίνη, φόβο, δύναμη. Αμέσως το βλέμμα μου πετάει στον Καλ. Έχει πολλά κοψίματα και μελανιές, αιμορραγεί από παντού, αλλά στα χέρια του λυσσομανά ζωηρή κόκκινη φωτιά και ο Πτολέμους έχει πέσει στα πόδια του. Σηκώνει το χέρι για να δείξει ότι νικήθηκε και ικετεύει για έλεος. «Σκότωσέ τον, Καλ» του λέω. Θέλω να τον δω να ματώνει. Από πάνω μας, η ηλεκτρική ασπίδα πάλλεται πάλι, εξεγείρεται με την οργή μου. Μ ακάρι να ήταν η Εβαγκελίν. Μ ακάρι να μπορούσα να το κάνω μόνη μου. «Προσπάθησε να μας σκοτώσει.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
413
Σκότωσέ τον». Ο Καλ δεν κουνιέται, μόνο αναπνέει βαριά μέσα από τα δόντια του. Φαίνεται τόσο διχασμένος, διψασμένος για εκδίκηση, εξουθενωμένος από τη φοβερή μάχη, αλλά σιγά σιγά μετατρέπεται στον ήρεμο, σκεφτικό άντρα που ήταν κάποτε. Στον άντρα που δεν μπορεί να είναι πια. Όμως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπους δεν αλλάζει τόσο εύκολα. Κάνει ένα βήμα πίσω και οι φλόγες σβήνουν. «Δε θα το κάνω». Σιωπή επικρατεί γύρω, μια υπέροχη αλλαγή μετά τα ουρλιαχτά, τις αποδοκιμασίες του πλήθους που μας ήθελε νεκρούς πριν από λίγο. Αλλά όταν κοιτάζω επάνω, συνειδητοποιώ ότι δεν κοιτάνε. Δεν είδαν την ευσπλαχνία του Καλ ή την ικανότητά μου. Δεν είναι καν εδώ. Η μεγάλη αρένα έχει αδειάσει. Δεν υπάρχουν μάρτυρες της νίκης μας. Ο βασιλιάς τους έδιωξε όλους για να κρύψει την αλήθεια, όλα όσα κάναμε, ώστε να τα αντικαταστήσει με τα ψέματά του. Από το θεωρείο του, ο Μ έιβεν αρχίζει να χειροκροτεί. «Μ πράβο σας» φωνάζει, καθώς πλησιάζει στην άκρη της αρένας. Μ ας κοιτάζει μέσα από την ασπίδα, με τη μητέρα του από κοντά. Ο ήχος πονάει πιότερο από μαχαίρι και με κάνει να κουλουριαστώ. Αντηχεί στο άδειο οικοδόμημα, ώσπου βήματα, μπότες πάνω στην πέτρα και στην άμμο, τον πνίγουν. Ασφάλεια, Σκοποί, στρατιώτες, όλοι ξεχύνονται στην παλαίστρα από κάθε πύλη. Είναι εκατοντάδες, χιλιάδες, πάρα πολλοί για να τους πολεμήσεις. Πάρα πολλοί για να το σκάσεις. Κερδίσαμε τη μάχη, αλλά χάσαμε τον πόλεμο. Ο Πολέμους απομακρύνεται παραπατώντας, χάνεται μες στο πλήθος των στρατιωτών. Τώρα είμαστε μόνοι σε έναν κλοιό που σφίγγει συνεχώς, χωρίς τίποτα και χωρίς κανέναν. Δεν είναι δίκαιο. Νικήσαμε. Τους δείξαμε τι αξίζουμε. Δεν είναι δίκαιο. Θέλω να ουρλιάξω, να συγκρουστώ, να λυσσάξω και να πολεμήσω. Όμως οι σφαίρες θα με βρουν πριν προλάβω να κάτι
414
VICTORIA AVEYARD
οτιδήποτε. Καυτά δάκρυα οργής ανεβαίνουν στα μάτια μου, αλλά δε θα κλάψω. Όχι αυτές τις τελευταίες στιγμές. «Λυπάμαι γι’ αυτό που σου έκανα» ψιθυρίζω στον Καλ. Δεν έχει σημασία τι νιώθω για τα πιστεύω του, στην πραγματικότητα αυτός είναι ο χαμένος εδώ. Ήξερα τους κινδύνους, αλλά εκείνος ήταν απλώς ένα πιόνι σε ένα αόρατο παιχνίδι πολλών παικτών. Ο Καλ σφίγγει το σαγόνι, γυρίζει μια από δω και μια από κει, λες και ψάχνει τρόπο για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση. Αλλά δεν υπάρχει κανένας. Δεν περιμένω να με συγχωρέσει, και σίγουρα δεν το αξίζω. Ωστόσο, μου πιάνει το χέρι σφιχτά σαν να θέλει να κρατηθεί από τον τελευταίο άνθρωπο που είναι στο πλευρό του. Και τότε αρχίζει να σιγομουρμουρίζει και αναγνωρίζω τη μελωδία του θλιμμένου τραγουδιού. Είναι εκείνο που ακούγαμε, όταν φιληθήκαμε σε ένα φεγγαρόλουστο δωμάτιο. Βροντές ακούγονται μες στα σύννεφα που προμηνύουν καταιγίδα. Χοντρές βροχοστάλες πέφτουν με θόρυβο στον θόλο από πάνω μας. Το νερό ηλεκτρίζεται και τσιτσιρίζει, αλλά συνεχίζει να πέφτει καταρρακτωδώς. Ακόμα και ο ουρανός κλαίει για μας. Από την άκρη του θεωρείου του, ο Μ έιβεν μας κοιτάζει. Το πρόσωπό του φαίνεται αλλοιωμένο μέσα από την ασπίδα που βγάζει αμέτρητες σπίθες. Τον κάνει να μοιάζει σαν το πραγματικό τέρας που είναι. Το νερό κυλάει στη μύτη του, αλλά δεν το προσέχει. Η μητέρα του κάτι του ψιθυρίζει στο αυτί και επανέρχεται στην πραγματικότητα με ένα τίναγμα. «Αντίο, κοριτσάκι του κεραυνού». Όταν σηκώνει το χέρι του, νομίζω ότι τρέμει. Σαν μικρό κορίτσι που είμαι, κλείνω τα μάτια σφιχτά και περιμένω να νιώσω τον τυφλό πόνο εκατό βολίδων καθώς θα με κομματιάζουν. Οι σκέψεις μου με πηγαίνουν πίσω, σε περασμένες μέρες. Στον Κίλορν, στους γονείς μου, στους αδελφούς μου, στην αδελφή μου. Θα τους δω άραγε σύντομα; Η καρδιά μου λέει ναι. Μ ε περιμένουν κάπου, κατά κάποιον τρόπο. Κι όπως έκανα
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
415
εκείνη την ημέρα στον Σπειροειδή Κήπο, όταν νόμιζα ότι έπεφτα για να συναντήσω τον θάνατο, το αποδέχομαι ψυχρά. Θα πεθάνω. Νιώθω τη ζωή να φεύγει και δεν κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η καταιγίδα από πάνω ξεσπάει με εκκωφαντικά αστραπόβροντα. Είναι τόσο δυνατά που τραντάζουν τον αέρα. Το έδαφος τρέμει κάτω από τα πόδια μου και κάτω από τα κλειστά βλέφαρά μου, βλέπω τις εκτυφλωτικές λάμψεις. Πορφυρές και λευκές και ισχυρές, το ισχυρότερο πράγμα που ένιωσα ποτέ. Αναρωτιέμαι φοβισμένη τι θα συμβεί αν με χτυπήσει κάποιος κεραυνός. Θα πεθάνω ή θα επιζήσω; Θα με σφυρηλατήσει σαν ξίφος, θα με μετατρέψει σε κάτι φοβερό, άγριο και νέο; Ποτέ δε θα το μάθω. Ο Καλ με αρπάζει από τους ώμους και πέφτουμε κάτω, μακριά από τον δρόμο ενός γιγάντιου κεραυνού που κατεβαίνει από τον ουρανό. Κομματιάζει την ασπίδα, στέλνοντας πορφυρά θραύσματα που πέφτουν επάνω μας σαν χιόνι. Όταν έρχονται σε επαφή με το σώμα μου μια υπέροχη αίσθηση με πλημμυρίζει, μια αναζωογονητική δύναμη που με επαναφέρει στη ζωή. Γύρω μας, οι ένοπλοι άντρες δειλιάζουν, σκύβουν ή το βάζουν στα πόδια για να ξεφύγουν από τη φοβερή καταιγίδα. Ο Καλ προσπαθεί να με τραβήξει, αλλά εγώ δεν έχω σχεδόν συναίσθηση της παρουσίας του. Αντίθετα, οι αισθήσεις μου ακολουθούν τον ρυθμό της καταιγίδας. Τη νιώθω. Είναι δική μου. Άλλος ένας κεραυνός χτυπάει την αρένα. Πέφτει πάνω στην άμμο και οι άνδρες της Ασφάλειας σκορπίζονται, τρέχοντας προς τις πύλες. Όμως οι Σκοποί και οι στρατιώτες δεν τρομάζουν εύκολα και ξαναβρίσκουν την ψυχραιμία τους γρήγορα. Ο Καλ με τραβάει προς πίσω σε μια προσπάθεια να σωθούμε, αλλά αυτοί μας καταδιώκουν – και δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Όσο ωραία κι αν νιώθω με την καταιγίδα, με στεγνώνει, μου απορροφά όλη μου την ενέργεια. Ο έλεγχος μιας καταιγίδας με αστραπές και κεραυνούς είναι πολύ δύσκολος. Τα γόνατά μου λυγίζουν και η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο, τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα σπάσει. Άλλον ένα κεραυνό, άλλον έναν. Ίσως
416
VICTORIA AVEYARD
έχουμε μια ευκαιρία. Όταν παραπατώ και πέφτω προς τα πίσω, σκοντάφτοντας στη μεγάλη τρύπα που κάποτε περιείχε το υδάτινο όπλο του Οσάνος, καταλαβαίνω ότι όλα τελείωσαν. Δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Ο Καλ με κρατάει σφιχτά και με απομακρύνει από το χείλος της αβύσσου για να μην πέσω. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί μέσα, εκτός από σκοτάδι και νερό που παφλάζει στο βάθος. Δεν υπάρχει τίποτε, εκτός από σωλήνες και υλικά από τις υδραυλικές εγκαταστάσεις και μαυρίλα. Και από πάνω μας, οι επαγγελματίες στρατιώτες στοιχισμένοι με τάξη. Μ ας σημαδεύουν μηχανικά και σηκώνουν τα όπλα τους ταυτόχρονα. Η ασπίδα έχει σπάσει, η καταιγίδα ξεψυχά, κι εμείς έχουμε χάσει. Ο Μ έιβεν μπορεί να μυρίσει την ήττα μου και σαρκάζει στο θεωρείο του με ένα τρομακτικό χαμόγελο στα χείλη. Κι από αυτή την απόσταση ακόμα, διακρίνω τις αστραφτερές αιχμές του στέμματός του. Το νερό της βροχής κυλάει στα μάτια του, αλλά δε λέει να βλεφαρίσει. Δε θέλει να χάσει τον θάνατό μου. Τα όπλα σηκώνονται κι αυτή τη φορά δε θα περιμένουν τη διαταγή του Μ έιβεν. Οι πυροβολισμοί βροντούν σαν την καταιγίδα μου και αντηχούν σε όλη την αρένα. Όμως δε νιώθω τίποτε. Όταν η πρώτη σειρά των ένοπλων στρατιωτών πέφτει, με τα στήθη τρυπημένα από τις σφαίρες, δεν καταλαβαίνω. Κοιτάζω μόνο κάτω στα πόδια μου και βλέπω μια σειρά από παράξενα όπλα να ξεπροβάλλουν από το χείλος της σχισμής. Κάθε κάννη καπνίζει και τινάζεται, ρίχνοντας συνεχώς μέχρι να θερίσουν όλους τους στρατιώτες που είναι μπροστά μας. Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, κάποιος μ’ αρπάζει από το πίσω μέρος του πουκαμίσου μου και με τραβάει κάτω στη σκοτεινή τρύπα. Πέφτουμε στο νερό, αλλά τα χέρια με κρατάνε γερά. Το νερό με παρασύρει στο σκοτάδι.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
417
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το μαύρο κενό του ύπνου υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του πάλι στη ζωή. Το κορμί μου πηγαίνει πέρα δώθε και αισθάνομαι ότι κάπου υπάρχει μια μηχανή. Μ έταλλο τρίζει πάνω σε μέταλλο, καθώς τρέχει με μεγάλη ταχύτητα με έναν θόρυβο που αόριστα αναγνωρίζω. Ο Υπόγειος Σιδηρόδρομος. Το κάθισμα κάτω από το μάγουλό μου είναι παράξενα απαλό, αλλά επίσης τεντωμένο. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι δέρμα, ύφασμα ή μπετόν, αλλά ζεστή σάρκα. Στριφογυρίζει από κάτω μου, καθώς προσαρμόζεται σε κάθε κίνηση. Και τότε ανοίγω τα μάτια. Αυτό που βλέπω με κάνει να πιστέψω ότι ακόμα ονειρεύομαι. Ο Καλ κάθεται στην άλλη άκρη του τρένου, άκαμπτος και τεντωμένος, με τις γροθιές σφιγμένες στα πόδια του. Κοιτάζει κατευθείαν μπροστά το πρόσωπο που με κρατά αγκαλιά, και στα μάτια του βλέπω τη γνωστή φλόγα. Το τρένο φαίνεται να τον γοητεύει. Το βλέμμα του πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί, παρατηρώντας τα φώτα, τα παράθυρα και τα καλώδια. Πολύ θα ήθελε να το εξετάσει, αλλά το πρόσωπο δίπλα του δεν τον αφήνει να κουνηθεί. Η Φάρλεϊ. Η επαναστάτρια, γεμάτη ουλές και ένταση, στέκει από πάνω
418
VICTORIA AVEYARD
του. Φαίνεται ότι κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή κάτω από την Πλατεία. Θέλω να χαμογελάσω, να τη φωνάξω, αλλά είναι τόση η αδυναμία μου που παραμένω ακίνητη. Θυμάμαι την καταιγίδα, τη μάχη στην αρένα και όλα τα φρικτά πράγματα που έζησα πιο πριν. Μέιβεν. Το όνομά του κάνει την καρδιά μου να σφίγγεται από αγωνία και ντροπή. Οποιοσδήποτε μπορεί να προδώσει οποιονδήποτε. Το όπλο της κρέμεται πάνω στο στήθος της, έτοιμο να πυροβολήσει τον Καλ. Υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτή που τον φρουρούν προσεκτικά. Είναι τσακισμένοι, τραυματισμένοι και τόσο λίγοι, κι όμως φαίνονται απειλητικοί. Τα μάτια τους δεν ξεστρατίζουν στιγμή από τον έκπτωτο πρίγκιπα και τον παρακολουθούν όπως το ποντίκι τη γάτα. Και τότε βλέπω ότι στους καρπούς του έχει σιδερένια δεσμά που εύκολα θα μπορούσε να λιώσει. Δεν το έκανε όμως. Κάθεται εκεί ήσυχα σαν να περιμένει κάτι. Όταν νιώθει το βλέμμα μου, τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. Η ζωή αστράφτει πάλι μέσα τους. «Μ άρε» μουρμουρίζει και ένα μέρος του θυμού του εξατμίζεται. Ένα μέρος. Το κεφάλι μου γυρίζει, όταν προσπαθώ να ανακαθίσω. Όμως ένα παρηγορητικό χέρι με σπρώχνει πάλι κάτω. «Μ είνε ακίνητη» λέει μια φωνή, μια φωνή που αόριστα αναγνωρίζω. «Κίλορν» ψελλίζω. «Εδώ είμαι». Η σύγχυσή μου είναι μεγάλη όταν βλέπω τον πρώην μαθητευόμενο ψαρά να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους φρουρούς πίσω από τη Φάρλεϊ. Έχει κι αυτός ουλές και βρόμικους επιδέσμους στο χέρι του, αλλά παραμένει όρθιος. Και είναι ζωντανός. Η ανακούφισή μου είναι μεγάλη μόλις τον βλέπω. Αλλά αν ο Κίλορν στέκεται εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους φρουρούς, τότε… Γυρίζω απότομα για να κοιτάξω το πρόσωπο από πάνω μου. «Ποιος…;»
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
419
Το πρόσωπο είναι γνωστό, ένα πρόσωπο που ξέρω πολύ καλά. Αν δεν ήμουν ήδη ξαπλωμένη, σίγουρα θα έπεφτα κάτω. Το σοκ είναι πολύ μεγάλο για να το αντέξω. «Είμαι πεθαμένη; Είμαστε πεθαμένοι;» Ήρθε να με πάρει. Πέθανα στην αρένα. Ήταν μια παραίσθηση, ένα όνειρο, μια επιθυμία, μια τελευταία σκέψη πριν πεθάνω. Είμαστε όλοι πεθαμένοι. Αλλά ο αδελφός μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι, καθώς με κοιτάζει με τα γνωστά μελένια μάτια του. Ο Σέιντ ήταν πάντα ο ωραίος της οικογένειας και ο θάνατος δεν τον άλλαξε. «Δεν είσαι πεθαμένη, Μ άρε» λέει. Η φωνή του είναι απαλή, όπως τη θυμάμαι. «Ούτε κι εγώ». «Πώς;» καταφέρνω να πω μόνο, ενώ κάθομαι πάλι για να περιεργαστώ καλά τον αδελφό μου. Είναι όπως ακριβώς τον θυμάμαι, χωρίς τις συνηθισμένες ουλές του στρατιώτη. Ακόμα και τα καστανά μαλλιά του έχουν μεγαλώσει πάλι, δεν έχουν το στρατιωτικό κούρεμα πια. Περνώ τα δάχτυλά μου μέσα τους για να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι αληθινός. Όμως δεν είναι ίδιος. Όπως κι εσύ δεν είσαι ίδια πια. «Η μετάλλαξη» λέω, καθώς χαϊδεύω το χέρι του. «Σε σκότωσαν γι’ αυτό». Τα μάτια του φαίνεται να χορεύουν. «Προσπάθησαν». Πριν ανοιγοκλείσω τα μάτια, πριν περάσει έστω ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, έχει μετακινηθεί με μια ταχύτητα που δεν πιάνει η όρασή μου, ξεπερνώντας ακόμα κι έναν γρήγορο. Τώρα κάθεται απέναντί μου, δίπλα στον αλυσοδεμένο ακόμη Καλ. Θαρρείς και στριφογυρίζει στον χώρο, πηδώντας από το ένα σημείο στο άλλο χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρόνος. «Και απέτυχαν» ολοκληρώνει τη φράση από τη νέα θέση του. Χαμογελάει πλατιά τώρα, και φαίνεται να διασκεδάζει, βλέποντας ότι έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Είπαν ότι με σκότωσαν, είπαν στους αρχηγούς ότι ήμουν νεκρός και ότι αποτέφρωσαν το σώμα μου». Στη στιγμή, βρίσκεται πάλι καθισμένος δίπλα μου σαν να εμφανίστηκε μέσα από τον αέρα.
420
VICTORIA AVEYARD
Τηλεμεταφερόμενος. «Όμως δεν ήταν αρκετά γρήγοροι. Κανείς δεν είναι». Προσπαθώ να το αποδεχτώ, προσπαθώ να καταλάβω την ικανότητά του, την απλή ύπαρξή του, αλλά δεν μπορώ. «Και τι γίνεται με τους άλλους; Μ ε τη μαμά, τον μπαμπά…» Αλλά ο Σέιντ με διακόπτει με ένα χαμόγελο. «Είναι ασφαλείς και περιμένουν» λέει. Η φωνή του κλονίζεται λίγο από την συγκίνηση. «Σύντομα θα τους δούμε». Η καρδιά μου φτερουγίζει στη σκέψη και μόνο. Αλλά όλη αυτή η ευτυχία, όλη η χαρά και η ελπίδα μου δεν κρατούν πολύ. Το βλέμμα μου πέφτει στους άντρες της Φρουράς με τα όπλα, στις ουλές του Κίλορν, στο σφιγμένο πρόσωπο της Φάρλεϊ και στα δεμένα χέρια του Καλ, ο οποίος έχει υποφέρει τόσο πολύ, δραπετεύοντας από τη μία φυλακή στην άλλη. «Αφήστε τον να φύγει». Του οφείλω τη ζωή μου, κάτι περισσότερο από τη ζωή μου. Σίγουρα μπορώ να του προσφέρω λίγη ανακούφιση εδώ. Αλλά κανείς δεν προσέχει τα λόγια του, ούτε καν ο Καλ. Μ ε έκπληξη τον ακούω να απαντά πριν από τη Φάρλεϊ. «Δε θα το κάνουν. Και δε θα έπρεπε να το κάνουν. Κανονικά, θα έπρεπε να μου δέσετε τα μάτια, για να είστε σωστοί». Παρ’ όλο που τον απέπεμψαν, του στέρησαν τη ζωή του, ο Καλ δεν μπορεί ν’ αλλάξει αυτό που είναι. Παραμένει στρατιώτης. «Πάψε, Καλ. Δεν αποτελείς πια κίνδυνο για κανένα». Μ ε ένα ειρωνικό μειδίαμα, ο Καλ γυρίζει το κεφάλι για να δείξει τους ένοπλους επαναστάτες. «Αυτοί φαίνεται ότι έχουν διαφορετική γνώμη». «Όχι για μας, εννοώ» προσθέτω και ζαρώνω πάλι στη θέση μου. «Μ ε έσωσε εκεί πέρα, ακόμα και μετά από όσα έκανα. Και μετά από όσα έκανε ο Μ έιβεν σε σένα…» «Μ ην αναφέρεις το όνομά του». Ο τόνος της φωνής του είναι τρομακτικός, με κάνει να παγώσω, και δε μου διαφεύγει η κίνηση της Φάρλεϊ που σφίγγει το όπλο της. «Δεν έχει σημασία τι έκανε για σένα, ο πρίγκιπας δεν είναι με
ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
421
το μέρος μας» λέει με σφιγμένα δόντια. «Και δε θα ρισκάρω όσους απέμειναν από μας για το μικρό σου ρομάντζο». Ρομάντζο. Κάνουμε ένα μορφασμό στο άκουσμα αυτής της λέξης. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο πλέον ανάμεσά μας. Όχι μετά από όσα κάναμε ο ένας στον άλλον. Όσο κι αν το θέλαμε. «Θα συνεχίσουμε να πολεμάμε, Μ άρε, αλλά γνωρίσαμε ήδη την προδοσία των Ασημένιων. Δε θα τους εμπιστευτούμε ξανά». Τα λόγια του Κίλορν είναι πιο ήπια, ένα βάλσαμο για να μπορέσω να καταλάβω. Αλλά τα μάτια του αστράφτουν όταν κοιτάζει τον Καλ. Είναι φανερό ότι θυμάται τα βασανιστήρια στα κελιά και τη φοβερή θέα του παγωμένου αίματος. «Μ πορεί να αποδειχθεί πολύτιμος κρατούμενος». Δεν ξέρουν τον Καλ όπως εγώ. Δεν ξέρουν ότι θα μπορούσε να τους καταστρέψει όλους, ότι θα μπορούσε να δραπετεύσει αν το ήθελε πραγματικά. Γιατί μένει λοιπόν; Όταν τα βλέμματά μας συναντιόνται, απαντάει κατά κάποιον τρόπο στο ερώτημά μου χωρίς να μιλήσει. Ο πόνος που βλέπω στα μάτια του αρκεί για να μου ραγίσει την καρδιά. Είναι κουρασμένος. Είναι τσακισμένος. Και δε θέλει να πολεμήσει άλλο πια. Το ίδιο νιώθω κι εγώ – ένα μέρος μου τουλάχιστον. Θα ήθελα να αποδεχτώ τις αλυσίδες, την αιχμαλωσία και τη σιωπή. Όμως έχω ξαναζήσει αυτή τη ζωή, στη λάσπη, στη σκιά, σε ένα κελί, σε ένα μεταξωτό φόρεμα. Δε θα αποδεχθώ τίποτε από αυτά πια. Δε θα σταματήσω ποτέ να πολεμάω. Ούτε ο Κίλορν. Ούτε η Φάρλεϊ. Δε θα σταματήσουμε ποτέ. «Οι άλλοι που είναι σαν εμάς…» Η φωνή μου τρέμει, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο δυνατή. «Οι άλλοι που είναι όπως εγώ και ο Σέιντ». Η Φάρλεϊ κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι και χτυπάει ελαφρά με το χέρι την τσέπη της. «Έχω ακόμα τον κατάλογο. Ξέρω τα ονόματα». «Το ίδιο και ο Μ έιβεν» απαντάω ήρεμα. Ο Καλ ταράζεται σ’ αυτό το όνομα. «Θα χρησιμοποιήσει τη βάση αίματος για να τους εντοπίσει και να τους κυνηγήσει».
422
VICTORIA AVEYARD
Αν και το τρένο ταλαντεύεται και κουνιέται καθώς τρέχει στις σκοτεινές ράγες, προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου. Ο Σέιντ σπεύδει να με στηρίξει, αλλά εγώ δεν τον αφήνω. Πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου. «Δεν μπορεί να τους βρει πριν από μας». Σηκώνω το κεφάλι ψηλά, καθώς νιώθω τον παλμό του τρένου. Μ ε ηλεκτρίζει. «Δεν μπορεί». Όταν ο Κίλορν έρχεται προς το μέρος μου, με ύφος αποφασισμένο, οι μελανιές, οι ουλές και οι επίδεσμοί του θαρρείς και ξεθωριάζουν. Νομίζω πως βλέπω την αυγή στα μάτια του. «Δε θα μπορέσει». Μ ια παράξενη ζεστασιά με πλημμυρίζει, μια ζεστασιά σαν του ήλιου, αν και είμαστε βαθιά κάτω από τη γη. Μ ου είναι οικεία όσο και ο ηλεκτρισμός μου, και με τυλίγει σαν αγκαλιά. Όσο κι αν αποκαλούν τον Καλ εχθρό μου, όσο κι αν τον φοβούνται, αφήνω τη ζεστασιά του να χαϊδέψει το δέρμα μου και τη φωτιά των ματιών του να καθρεφτιστεί στα δικά μου μάτια. Οι κοινές αναμνήσεις μας, κάθε λεπτό του χρόνου που μοιραστήκαμε μαζί παρελαύνει από μπροστά μου. Το μίσος μας για τον Μ έιβεν. Δεν χρειάζεται να μπω στο κεφάλι του για να μάθω ότι κάνουμε την ίδια σκέψη. Θα τον σκοτώσω.