Ρώμη Παφλασμοί νερού. Μια μπανιέρα από γκρίζα μωσαϊκά πλακάκια χωμένη μέσα σ' ένα δάπεδο από τερακότα. Το νερό τρέχει αργά από μια παλιά μπρούντζινη βρύση κι η σκοτεινιά ξεχύνεται απ' το παράθυρο. Στην άλλη πλευρά του παλιού, κυματιστού γυαλιού είναι η πλατεία, το σιντριβάνι κι η νύχτα. Εκείνη κάθεται ήρεμα μες στο νερό και το νερό είναι πολύ κρύο, με παγάκια που λιώνουν μέσα του, και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στα μάτια της - τίποτα πια εκεί μέσα. Στην αρχή τα μάτια της ήταν σαν χέρια που απλώνονταν προς το μέρος του, ικετεύοντάς τον να τη σώσει. Τώρα τα μάτια της έχουν το μελανό μπλε του σούρουπου. Ό,τι κι αν υπήρχε μέσα τους έχει σχεδόν χαθεί. Σύντομα θα κοιμηθεί. «Ορίστε», λέει εκείνος και της δίνει ένα ποτήρι από φυσητό γυαλί Μουράνο γεμάτο βότκα. Τον γοητεύουν κάποια μέρη του σώματος της που δεν τα 'χει δει ποτέ ο ήλιος. Είναι ωχρά σαν ασβεστόλιθος, και κλείνει τη βάνα σχεδόν τελείως, αφήνοντας τη βρύση να στάζει μόνο, και παρακολουθεί τη γρήγορη ανάσα της κι ακούει τα δόντια της να χτυπούν. Τα λευκά της στήθη αιωρούνται κάτω απ' την επιφάνεια του νερού, ντελικάτα σαν άσπρα λουλούδια. Οι ρώγες της, σκληρές απ' το κρύο, είναι σφιχτά ρόδινα μπουμπούκια. Μετά του έρχονται στο μυαλό μολύβια. Να μασουλάει μικρές ροζ γόμες όταν ήταν στο σχολείο και να λέει στον πατέρα του, και μερικές φορές
12
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
στη μητέρα του, ότι δεν χρειαζόταν γόμες γιατί δεν έκανε λάθη. Ενώ στην πραγματικότητα του άρεσε να τις μασουλάει. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, αυτό ήταν η αλήθεια. «Θα θυμηθείς τ' όνομά μου», της λέει. «Δεν θα το θυμηθώ», λέει εκείνη. «Μπορεί να το ξεχάσω». Τα δόντια της χτυπούν. «Ποιο είναι;» τη ρωτάει. «Πες μου τ' όνομά μου». «Δεν θυμάμαι». Κλαίγοντας, τρέμοντας. «Πες το», της λέει κοιτάζοντας τα ηλιοκαμένα της μπράτσα, αγριεμένα τώρα απ' την ανατριχίλα, οι ξανθές τους τρίχες όρθιες, τα νεανικά της στήθη και το σκοτάδι ανάμεσα στα πόδια της, όλα κάτω απ' το νερό. «Γουίλ». «Και το άλλο;» «Ράμπο». «Και το βρίσκεις αστείο;» της λέει καθισμένος γυμνός στο καπάκι της τουαλέτας. Κουνάει ζωηρά το κεφάλι της - όχι. Λέει ψέματα. Τον κορόιδεψε όταν της είπε τ' όνομά του. Γέλασε κι είπε ότι το Ράμπο ήταν ψεύτικο όνομα, ένα όνομα απ' το σινεμά. Εκείνος είπε πως είναι σουηδικό. Εκείνη είπε πως δεν είναι Σουηδός. Εκείνος είπε πως το όνομα είναι σουηδικό. Από πού νόμιζε πως το βρήκαν; Είναι αληθινό όνομα. «Σωστά», είπε εκείνη. «Σαν το Ρόκι», συνέχισε γελώντας. «Ψάξ' το στο Ίντερνετ», της είπε. «Είναι αληθινό όνομα», είπε, και δεν του άρεσε καθόλου που έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για τ' όνομά του. Αυτά συνέβησαν πριν από δύο μέρες, και δεν της κράτησε κακία, αλλά είχε επίγνωση του πράγματος. Τη συγχώρεσε επειδή, αντίθετα απ' ό,τι λέει ο κόσμος, εκείνη υποφέρει αβάσταχτα. «Το να ξέρεις τ' όνομά μου θα είναι μια ηχώ», της λέει. «Δεν έχει καμιά σημασία, την παραμικρή. Είν' ένας ήχος που βγήκε και πάει». «Ποτέ δεν θα το 'λεγα». Πανικός. Τα χείλη και τα νύχια της είναι μελανά και τρέμει ανεξέλεγκτα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
13
Τον κοιτάζει ανέκφραστα. Της λέει να πιει κι άλλο κι εκείνη δεν τολμάει να φέρει αντίρρηση. Με την παραμικρή ανυπακοή, ξέρει τι θα πάθει. Και μια κραυγούλα να βγάλει, ξέρει τι θα πάθει. Εκείνος κάθεται ήρεμος στο καπάκι της τουαλέτας, με τα πόδια ανοιχτά, ώστε αυτή να μπορεί να βλέπει τη διέγερση του και να τη φοβάται. Δεν τον εκλιπαρεί πια, ούτε του λέει να κάνει αυτό που θέλει μαζί της, αν είν' αυτός ο λόγος που την κρατάει όμηρο. Δεν το λέει πια, γιατί ξέρει τι συμβαίνει όταν τον προσβάλλει και υπονοεί πως αν εκείνος ήθελε κάτι, αυτό θα ήταν μαζί της. Εννοώντας πως η ίδια δεν το έκανε οικειοθελώς και δεν το ήθελε. «Καταλαβαίνεις ότι στο ζήτησα ευγενικά», της λέει. «Δεν ξέρω». Τα δόντια της χτυπούν. «Ξέρεις. Σου ζήτησα να μ* ευχαριστήσεις. Αυτό μόνο σου ζήτησα κι ήμουν πολύ ευγενικός. Στο ζήτησα ευγενικά, αλλά μετά εσύ έπρεπε να τα κάνεις όλ' αυτά», λέει. «Έπρεπε να μ* αναγκάσεις να τα κάνω όλ' αυτά. Βλέπεις», σηκώνεται και κοιτάζει τη γύμνια του στον καθρέφτη πάνω απ' το λείο μαρμάρινο νιπτήρα, «το μαρτύριο σου με κάνει να γίνομαι έτσι», λέει η γύμνια του στον καθρέφτη. «Και δεν θέλω να γίνομαι έτσι. Επομένως με πλήγωσες. Το καταλαβαίνεις ότι με πλήγωσες άσχημα που μ' έκανες να γίνω έτσι;» λέει η γύμνια του στον καθρέφτη. Εκείνη λέει ότι καταλαβαίνει και τα μάτια της σκορπίζουν σαν σπασμένα κομμάτια γυαλιού καθώς εκείνος ανοίγει το κουτί με τα εργαλεία, και το σκόρπιο βλέμμα της στυλώνεται στο κουτί με τα κοπίδια, τα μαχαίρια και τα λεπτά πριόνια. Εκείνος βγάζει ένα σακουλάκι με άμμο και το αφήνει στην άκρη του νιπτήρα. Βγάζει σωληνάρια με κόλλα λεβάντας και τ' αφήνει κι αυτά. «Θα κάνω ό,τι θες. Θα σου δώσω ό,τι θες». Το 'χει πει ένα σωρό φορές. Την έχει διατάξει να μην το ξαναπεί. Όμως εκείνη το λέει. Τα χέρια του βυθίζονται στο νερό και νιώθει την παγωνιά, την αρπάζει απ' τους αστραγάλους και τη σηκώνει. Την κρατάει ψηλά από τις παγωμένες, ηλιοκαμένες γάμπες της με τα παγωμένα, άσπρα πέλματα και νιώθει τον τρόμο της στους πανικόβλητους
14
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
μύες καθώς της σφίγγει τους κρύους αστραγάλους. Την κρατάει λίγο περισσότερο απ' την τελευταία φορά κι εκείνη πολεμάει, χτυπιέται και τινάζεται βίαια, το κρύο νερό πετάγεται με θόρυβο. Την αφήνει. Εκείνη βήχει, βαριανασαίνει και βγάζει κραυγές σαν να πνίγεται. Δεν παραπονιέται. Έμαθε να μην παραπονιέται της πήρε κάμποσο, αλλά τελικά το 'μαθε. Τα έμαθε όλ' αυτά για το καλό της και είναι ευγνώμων για τη θυσία που θ' αλλάξει τη ζωή του -όχι τη δική της, αλλά τη δική του- μ' έναν τρόπο που δεν είναι καλός. Ποτέ δεν μπορεί να είναι καλός. Θα πρέπει να τον ευγνωμονεί για το δώρο του. Εκείνος σηκώνει τη σακούλα που έχει γεμίσει με παγάκια απ' την παγομηχανή του μπαρ, ρίχνει τα τελευταία μες στην μπανιέρα κι εκείνη τον κοιτάζει, ενώ δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο της. Θλίψη. Αρχίζουν να διακρίνονται οι σκοτεινές της άκρες. «Κάποτε τους κρεμούσαμε απ' το ταβάνι εκεί πέρα», της λέει. «Τους κλοτσούσαμε στο πλάι απ' τα γόνατα ξανά και ξανά. Όλοι μας μπαίναμε στο δωματιάκι και τους κλοτσούσαμε στα γόνατα. Είναι απίστευτα οδυνηρό και, φυσικά, σε σακατεύει και, φυσικά, μερικοί πέθαιναν. Κι αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με άλλα πράγματα που είδα εκεί πέρα. Δεν δούλευα σ' εκείνη τη φυλακή, ξέρεις. Αλλά δεν χρειαζόταν, γιατί αυτού του είδους η συμπεριφορά επικρατούσε παντού. Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος είναι ότι δεν ήταν βλακεία να τα κινηματογραφείς. Να τα φωτογραφίζεις. Ήταν αναπόφευκτο. Πρέπει να το κάνεις. Αν δεν το κάνεις, είναι σαν να μην έχει συμβεί ποτέ. Κι έτσι ο κόσμος βγάζει φωτογραφίες. Τις δείχνει σε άλλους. Χρειάζεται μόνο ένας άνθρωπος. Να τα δει ένας άνθρωπος. Και μετά, όλος ο κόσμος ξέρει». Εκείνη ρίχνει μια ματιά στην κάμερα πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι που είναι ακουμπισμένο στον τοίχο. «Τους άξιζε όμως, έτσι;» λέει εκείνος. «Μας ανάγκαζαν να γινόμαστε κάτι που δεν ήμασταν, οπότε ποιος έφταιγε; Όχι εμείς». Εκείνη γνέφει ναι. Τρέμει και τα δόντια της χτυπούν. «Δεν συμμετείχα πάντα», λέει εκείνος. «Παρακολουθούσα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
15
Στην αρχή ήταν δύσκολο, τραυματικό ίσως. Ήμουν αντίθετος, αλλά μας έκαναν πολλά. Κι εξαιτίας αυτών που μας έκαναν, αναγκαζόμασταν ν* ανταποδώσουμε, επομένως αυτοί έφταιγαν που μας ανάγκαζαν, και ξέρω ότι το καταλαβαίνεις». Κουνάει το κεφάλι της, κλαίει και τρέμει. «Βόμβες στο δρόμο. Απαγωγές. Πολύ περισσότερα απ' αυτά που μαθαίνεις», λέει. «Συνηθίζεις. Όπως εσύ συνηθίζεις το κρύο νερό, έτσι;» Δεν το έχει συνηθίσει, απλώς έχει μουδιάσει και κοντεύει να πάθει υποθερμία. Τώρα το κεφάλι της σφύζει δυνατά κι η καρδιά της πάει να σκάσει. Της δίνει τη βότκα κι εκείνη πίνει. «Θ* ανοίξω το παράθυρο», της λέει. «Για ν' ακούς το σιντριβάνι του Μπερνίνι. Το άκουγα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Η νύχτα είναι τέλεια. Πρέπει να δεις τ' αστέρια». Ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει έξω τη νύχτα, τ' αστέρια, το σιντριβάνι των τεσσάρων ποταμών και την πλατεία. Άδεια αυτή την ώρα. «Δεν θα φωνάξεις», της λέει. Κουνάει το κεφάλι της, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει και τρέμει ανεξέλεγκτα. «Σκέφτεσαι τις φίλες σου. Το ξέρω. Σίγουρα σε σκέφτονται. Κρίμα. Και δεν είν' εδώ. Δεν φαίνονται πουθενά». Κοιτάζει ξανά την έρημη πλατεία κι ανασηκώνει τους ώμους. «Γιατί να είν' εδώ; Έχουν φύγει. Από ώρα». Η μύτη της τρέχει, τα δάκρυά της κυλούν και τρέμει. Η ενέργεια στα μάτια της - δεν είναι όπως όταν τη γνώρισε, κι εκείνος την περιφρονεί που κατέστρεψε την εικόνα της στα μάτια του. Νωρίτερα, πολύ νωρίτερα, της μιλούσε ιταλικά, γιατί έτσι μεταμορφωνόταν σ' έναν ξένο, όπως έπρεπε να 'ναι. Τώρα μιλάει αγγλικά, γιατί δεν έχει πια σημασία. Εκείνη κοιτάζει τη διέγερσή του. Οι ματιές της πέφτουν πάνω στη διέγερσή του σαν νυχτοπεταλούδες πάνω σε μια λάμπα. Εκείνος τη νιώθει εκεί. Εκείνη φοβάται αυτό που είν' εκεί. Αλλά όχι τόσο όσο φοβάται όλα τ' άλλα - το νερό, τα εργαλεία, την άμμο, την κόλλα. Δεν καταλαβαίνει τη χοντρή μαύρη ζώνη που είναι κουλουριασμένη στο πά-
16
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
τωμα με τα παμπάλαια πλακάκια, κι όμως θα 'πρεπε να τη φοβάται περισσότερο απ* όλα. Εκείνος πιάνει τη ζώνη και της λέει πως είναι μια αρχέγονη παρόρμηση να χτυπάμε ανθρώπους που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Γιατί; Εκείνη δεν απαντάει. Γιατί; Τον κοιτάζει έντρομη και το φως στα μάτια της είναι θαμπό αλλά παρανοϊκό, σαν καθρέφτης που σπάζει ακριβώς μπροστά του. Της λέει να σταθεί όρθια κι εκείνη υπακούει τρέμοντας, τα γόνατά της παραλίγο να λυγίσουν. Στέκεται μες στο παγωμένο νερό κι εκείνος κλείνει τη βρύση. Το κορμί της του θυμίζει τόξο με τεντωμένη χορδή, γιατί είν' ευλύγιστη και δυνατή. Το νερό κυλάει στην επιδερμίδα της καθώς στέκεται μπροστά του. «Γύρνα απ' την άλλη», της λέει. «Μην ανησυχείς. Δεν θα σε χτυπήσω με τη ζώνη. Δεν τα κάνω αυτά». Το νερό παφλάζει ήρεμα μες στην μπανιέρα καθώς εκείνη γυρνάει απ' την άλλη μεριά, προς τον παλιό, ραγισμένο σοβά και το κλειστό παντζούρι. «Τώρα πρέπει να γονατίσεις στο νερό», της λέει. «Και κοίτα τον τοίχο. Μην κοιτάζεις εμένα». Γονατίζει με το πρόσωπο προς τον τοίχο κι εκείνος παίρνει τη ζώνη και περνάει την άκρη της μέσ' από την αγκράφα.
1
Δέκα μέρες αργότερα. 27 Απριλίου 2007. Παρασκευή απόγευμα. Μέσα στο θέατρο της εικονικής πραγματικότητας είναι δώδεκα από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους του νόμου και της πολιτικής της Ιταλίας, των οποίων τα ονόματα δεν μπορεί να καλοθυμηθεί η παθολόγος ιατροδικαστής Κέι Σκαρπέτα. Οι μόνοι μη Ιταλοί είναι η ίδια κι ο ψυχολόγος ιατροδικαστής Μπέντον Γουέσλι, σύμβουλοι και οι δυο της Διεθνούς Ερευνητικής Δράσης (IIR), ενός ειδικού κλάδου του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ιδρυμάτων Ιατροδικαστικής (ENFSI). Η ιταλική κυβέρνηση είναι σε πολύ δύσκολη θέση. Πριν από εννιά μέρες η Αμερικανίδα σταρ του τένις Ντριου Μάρτιν δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν σε διακοπές, το γυμνό, ακρωτηριασμένο σώμα της βρέθηκε κοντά στην Πιάτσα Ναβόνα, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Ρώμης. Η υπόθεση έκανε αίσθηση διεθνώς, οι λεπτομέρειες για τη ζωή και το θάνατο της δεκαεξάχρονης επαναλαμβάνονταν ασταμάτητα στην τηλεόραση, οι λεζάντες που κυλούσαν στο κάτω μέρος της οθόνης έκαναν ακριβώς το ίδιο - σέρνονταν αργά κι επίμονα επαναλαμβάνοντας τις ίδιες λεπτομέρειες που έλεγαν οι παρουσιαστές και οι ειδικοί. «Συνεπώς, δρ Σκαρπέτα, ας το αποσαφηνίσουμε, μιας και φαίνεται να υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Κατά τη γνώμη σας, ήταν νεκρή στις δύο ή τρεις εκείνο το μεσημέρι», λέει ο λοχαγός Οτορί-
18
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
νο Πόμα, ένας νομίατρος στο Σώμα των Καραμπινιέρων, τη στρατιωτική αστυνομία που διευθύνει την έρευνα. «Δεν είναι κατά τη γνώμη μου», λέει, ενώ η υπομονή της αρχίζει να εξαντλείται. «Είναι κατά τη δική σας γνώμη». Εκείνος συνοφρυώνεται στο χαμηλό φως. «Ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι αυτό είπατε πριν από λίγα λεπτά, μιλώντας για το περιεχόμενο του στομάχου της και το επίπεδο του αλκοόλ. Κι αυτό δείχνει πως ήταν νεκρή λίγες ώρες αφότου την είδαν για τελευταία φορά οι φίλες της». «Δεν είπα πως ήταν νεκρή στις δύο ή τρεις το μεσημέρι. Μου φαίνεται ότι εσείς επιμένετε να το λέτε, λοχαγέ Πόμα». Αν και νεαρός, έχει μεγάλη φήμη κι όχι απόλυτα καλή. Όταν η Σκαρπέτα τον πρωτοσυνάντησε πριν από δύο χρόνια στη Χάγη, στην ετήσια συνάντηση του ENFSI, τον έλεγαν κοροϊδευτικά Δόκτωρ Ντιζάινερ και τον περιέγραφαν σαν εξαιρετικά υπερφίαλο κι εριστικό. Είναι ωραίος -εκθαμβωτικός, για να λέμε την αλήθεια-, με αδυναμία στις όμορφες γυναίκες και τα φανταχτερά ρούχα, και σήμερα φοράει μια σκούρα μπλε στολή με πλατιές κόκκινες επωμίδες, αστραφτερά ασημένια στολίδια και γυαλιστερές μαύρες δερμάτινες μπότες. Όταν μπήκε στη συνάντηση το πρωί, φορούσε και μια κάπα με κόκκινη φόδρα. Κάθεται ακριβώς απέναντι από τη Σκαρπέτα, στο κέντρο τής πρώτης σειράς, και σπάνια τραβάει το βλέμμα του από πάνω της. Στα δεξιά του είναι ο Μπέντον Γουέσλι, που μένει αμίλητος την περισσότερη ώρα. Όλοι φορούν στερεοσκοπικά γυαλιά, συγχρονισμένα με το Σύστημα Ανάλυσης των Σκηνών του Εγκλήματος, μια λαμπρή καινοτομία που έχει κάνει τη Μονάδα Ανάλυσης Βίαιων Εγκλημάτων της Ιταλικής Επιστημονικής Αστυνομίας αντικείμενο φθόνου όλων των υπηρεσιών επιβολής του νόμου στον κόσμο. «Υποθέτω ότι πρέπει να τα ξαναπούμε απ' την αρχή για να καταλάβετε απολύτως την άποψή μου», λέει η Σκαρπέτα στο λοχαγό Πόμα, που τώρα ακουμπάει το σαγόνι στο χέρι του, λες κι έχει μια πολύ φιλική συζήτηση μαζί της πάνω από ένα ποτήρι κρασί. «Αν είχε δολοφονηθεί στις δύο ή στις τρεις εκείνο το με-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
19
σημέρι, τότε όταν βρέθηκε το πτώμα της το άλλο πρωί, γύρω στις οχτώμισι, θα πρέπει να ήταν νεκρή τουλάχιστον δεκαεφτά ώρες. Ωστόσο, το livor mortis, το rigor mortis και το algor mortis δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο». Χρησιμοποιεί ένα δείκτη λέιζερ για να κατευθύνει την προσοχή στο τρισδιάστατο λασπωμένο εργοτάξιο που προβάλλεται στην οθόνη του τοίχου. Είναι σαν να στέκονται στη σκηνή του εγκλήματος, κοιτάζοντας το κακοποιημένο, νεκρό σώμα της Ντριου Μάρτιν και τα μπάζα και τα σκαπτικά μηχανήματα ολόγυρά του. Η κόκκινη κουκκίδα του λέιζερ κινείται στον αριστερό ώμο, στον αριστερό γλουτό, στην αριστερή γάμπα και στο γυμνό της πέλμα. Ο δεξιός γλουτός λείπει, όπως κι ένα μέρος από το δεξιό μηρό, λες και δέχτηκε επίθεση καρχαρία. «Η πελιδνότητά της...» αρχίζει να λέει η Σκαρπέτα. «Ζητάω και πάλι συγγνώμη. Τ' αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά όσο τα δικά σας. Δεν είμαι βέβαιος για τη λέξη», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Τη χρησιμοποίησα και πριν». «Και τότε δεν ήμουν βέβαιος». Γέλια. Εκτός απ' τη διερμηνέα, η Σκαρπέτα είναι η μόνη γυναίκα εκεί. Εκείνη και η διερμηνέας δεν βρίσκουν το λοχαγό διασκεδαστικό, αλλά οι άντρες δεν συμφωνούν. Εκτός από τον Μπέντον, που δεν έχει χαμογελάσει ούτε μια φορά απ' το πρωί. «Ξέρετε τον ιταλικό όρο γι' αυτή τη λέξη;» ρωτάει τη Σκαρπέτα ο λοχαγός Πόμα. «Τι θα λέγατε για τη γλώσσα της αρχαίας Ρώμης;» λέει η Σκαρπέτα. «Τα λατινικά. Μιας και το μεγαλύτερο μέρος της ιατρικής ορολογίας βασίζεται στα λατινικά». Δεν το λέει προσβλητικά, αλλά είναι σαν να του λέει να κόψει τις σαχλαμάρες, μιας και ξέρει πολύ καλά ότι τ' αγγλικά του είναι ανεπαρκή μόνο όταν τον βολεύει. Τα τρισδιάστατα γυαλιά του την κοιτούν, θυμίζοντάς της τον Ζορό. «Ιταλικά, παρακαλώ», της λέει εκείνος. «Ποτέ δεν ήμουν καλός στα λατινικά». «Θα σας το πω και στις δυο γλώσσες. Στα ιταλικά, το "πελιδ-
20
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
νός" είναι, livido, που σημαίνει μελανός. To "mortis" είναι morte, ή θάνατος. Livor mortis είναι η εμφάνιση μωλώπων που προκαλούνται μετά θάνατον». «Βοηθάει να μιλάτε ιταλικά», λέει εκείνος. «Και τα μιλάτε τόσο καλά». Δεν σκοπεύει να μιλήσει ιταλικά εδώ, αν και τα ξέρει αρκετά καλά ώστε να τα βγάζει πέρα. Προτιμάει τ' αγγλικά σ' αυτές τις επαγγελματικές συζητήσεις, γιατί οι αποχρώσεις είναι λεπτές και η διερμηνέας τη διακόπτει έτσι κι αλλιώς σε κάθε λέξη. Αυτή η δυσκολία με τη γλώσσα, πέρα από τις πολιτικές πιέσεις, το στρες και τα επίμονα κι αινιγματικά καμώματα του λοχαγού Πόμα, έρχεται να προστεθεί σ' αυτό που είναι ήδη αρκετή καταστροφή από μόνο του και δεν έχει καμιά σχέση με όλ' αυτά. Σ* αυτή την υπόθεση ο δολοφόνος διαψεύδει κάθε προηγούμενο, καθώς και τα συνηθισμένα προφίλ. Τους μπερδεύει. Ακόμα κι η επιστήμη έχει γίνει μια εκνευριστική πηγή αμφισβητήσεων - μοιάζει να τους προκαλεί, να τους λέει ψέματα, αναγκάζοντας τη Σκαρπέτα να υπενθυμίζει στον εαυτό της και στους άλλους πως η επιστήμη δεν λέει ποτέ αναλήθειες. Δεν κάνει λάθη. Δεν τους παραπλανεί επίτηδες ούτε τους εμπαίζει. Όλ' αυτά πάνε χαμένα στο λοχαγό Πόμα. Ή μπορεί να υποκρίνεται. Ίσως να μη σοβαρολογεί όταν χαρακτηρίζει το πτώμα της Ντριου μη συνεργάσιμο κι εριστικό. Λέει ότι οι μετά θάνατον μεταβολές λένε κάτι, και το αλκοόλ στο αίμα και το περιεχόμενο του στομάχου κάτι διαφορετικό, όμως, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύει η Σκαρπέτα, πρέπει πάντα να δείχνουμε εμπιστοσύνη στο φαγητό και το ποτό. Τουλάχιστον αυτό το εννοεί. «Τα όσα έφαγε και ήπιε η Ντριου αποκαλύπτουν την αλήθεια». Ο λοχαγός επαναλαμβάνει αυτό που είπε νωρίτερα στην αρχική, γεμάτη πάθος δήλωσή του. «Αποκαλύπτουν μια αλήθεια, ναι. Αλλά όχι τη δική σας αλήθεια», απαντάει η Σκαρπέτα μ' έναν τόνο πιο ευγενικό από τα λόγια που λέει. «Η αλήθεια σας είναι μια παρεξήγηση». «Νομίζω πως το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό», λέει ο Μπέντον
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
21
από το σκοτάδι της πρώτης σειράς. «Νομίζω πως η δρ Σκαρπέτα έχει γίνει απόλυτα σαφής». Τα τρισδιάστατα γυαλιά του λοχαγού Πόμα -και οι σειρές των άλλων τρισδιάστατων γυαλιών- παραμένουν στυλωμένα πάνω της. «Λυπάμαι που σας κάνω να πλήττετε με την επανεξέταση μου, δρ Γουέσλι, αλλά πρέπει να βρούμε κάποιο νόημα σε όλ' αυτά. Γι' αυτό, φανείτε επιεικείς μαζί μου. Στις 17 Απριλίου η Ντριου έφαγε κάτι ελεεινά λαζάνια και ήπιε τέσσερα ποτήρια ελεεινό Κιάντι ανάμεσα στις εντεκάμισι και τις δωδεκάμισι, σε μια τουριστική τρατορία κοντά στα Ισπανικά Σκαλιά. Πλήρωσε το λογαριασμό κι έφυγε, και μετά χώρισε με τις δυο φίλες της στην Πιάτσα ντι Σπάνια και τους υποσχέθηκε να ξαναβρεθούν σε μία ώρα στην Πιάτσα Ναβόνα. Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αυτά ξέρουμε πως είν' αλήθεια. Τα υπόλοιπα όμως παραμένουν ένα μυστήριο». Τα γυαλιά του με το χοντρό σκελετό κοιτάζουν τη Σκαρπέτα, μετά στρέφεται και μιλάει προς τις πίσω σειρές. «Εν μέρει επειδή η εκλεκτή συνάδελφος από τις Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνει τώρα βέβαιη πως η Ντριου δεν πέθανε λίγο μετά το γεύμα, ούτε καν την ίδια εκείνη μέρα». «Αυτό το έλεγα από την αρχή. Και για μια ακόμη φορά θα σας εξηγήσω γιατί. Επειδή φαίνεται πως έχετε μπερδευτεί», λέει η Σκαρπέτα. «Πρέπει να προχωρήσουμε», λέει ο Μπέντον. Αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν. Ο λοχαγός Πόμα χαίρει τέτοιας εκτίμησης μεταξύ των Ιταλών, είναι τέτοια διασημότητα, που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ο Τύπος τον αποκαλεί Σέρλοκ Χολμς της Ρώμης, παρ' όλο που είναι γιατρός κι όχι ντετέκτιβ. Όλοι, ακόμα κι ο γενικός διοικητής των Καραμπινιέρων, που κάθεται σε μια άκρη πίσω κι ακούει περισσότερο απ' όσο μιλάει, μοιάζουν να το έχουν ξεχάσει. «Κάτω από κανονικές συνθήκες», λέει η Σκαρπέτα, «το φαγητό της Ντριου θα χωνευόταν πλήρως αρκετές ώρες αφότου έφαγε, και τα επίπεδα του αλκοόλ δεν θα ήταν τόσο υψηλά όσο το 0,2 που βρέθηκε κατά την τοξικολογική εξέταση. Επομένως, ναι, λοχαγέ
22
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
Πόμα, το περιεχόμενο του στομάχου της και η τοξικολογική δείχνουν ότι πέθανε λίγο μετά το γεύμα. Αλλά το livor mortis και το rigor mortis δείχνουν -ιδιαίτερα εμφατικά, επιτρέψτε μου να π ω ότι πιθανότατα πέθανε δώδεκα με δεκαπέντε ώρες αφότου έφαγε στην τρατορία, και τα συγκεκριμένα μεταθανάτια ευρήματα είναι αυτά στα οποία θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας». «Εδώ είμαστε λοιπόν. Ξανά στην πελιδνότητα». Ο λοχαγός Πόμα αναστενάζει. «Σ* αυτή τη λέξη που με ταλαιπωρεί τόσο. Σας παρακαλώ, εξηγήστε τη ξανά, μιας και φαίνεται ότι έχω μεγάλο πρόβλημα μ' αυτά που αποκαλείτε μεταθανάτια ευρήματα. Λες κι είμαστε αρχαιολόγοι και ξεθάβουμε ερείπια». Το σαγόνι του λοχαγού Πόμα ακουμπάει ξανά στο χέρι του. «Η πελιδνότητα, το livor mortis, η μεταθανάτια υπόσταση, είναι όλα το ίδιο πράγμα. 'Οταν πεθαίνεις, η κυκλοφορία σταματάει και το αίμα αρχίζει να συσσωρεύεται στα μικρά αγγεία εξαιτίας της βαρύτητας, κάπως σαν τα ιζήματα που κατακάθονται σ' ένα βουλιαγμένο πλοίο». Νιώθει τα τρισδιάστατα γυαλιά τού Μπέντον να την κοιτάνε. Δεν τολμάει να τον κοιτάξει. Δεν είναι ο Μπέντον που ξέρει. «Συνεχίστε, παρακαλώ». Ο λοχαγός Πόμα υπογραμμίζει κάτι αρκετές φορές στο σημειωματάριο του. «Αν το πτώμα παραμείνει σε μια συγκεκριμένη θέση αρκετή ώρα μετά το θάνατο, το αίμα θα κατακαθίσει αναλόγως - ένα μεταθανάτιο εύρημα που τ' ονομάζουμε livor mortis», εξηγεί η Σκαρπέτα. «Μετά από λίγο, το livor mortis γίνεται μόνιμο, παγιώνεται, κι εκείνη η περιοχή του σώματος παίρνει ένα μαβί χρώμα, με πιθανά λευκά σημάδια από επιφάνειες που πιέζονταν πάνω της ή την περιόριζαν, όπως, λόγου χάρη, τα στενά ρούχα. Μπορούμε να δούμε τη φωτογραφία της νεκροψίας, παρακαλώ;» Ελέγχει μια λίστα πάνω στο βάθρο. «Τον αριθμό είκοσι ένα». Ο τοίχος γεμίζει με το σώμα της Ντριου πάνω σ' ένα ατσάλινο τραπέζι στο νεκροτομείο του Πανεπιστημίου Top Βεργκάτα. Είναι μπρούμυτα. Η Σκαρπέτα μετακινεί την κόκκινη κουκκίδα του λέιζερ στην πλάτη της, στις μαβιές περιοχές και τις άσπρες
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
23
κηλίδες που προκλήθηκαν από το livor mortis. Δεν έχει ασχοληθεί ακόμα με τις τρομαχτικές πληγές που μοιάζουν με σκουροκόκκινους κρατήρες. «Και τώρα βάλτε πάλι τη σκηνή του εγκλήματος, παρακαλώ. Αυτή που δείχνει να βάζουν το σώμα της στο σάκο», λέει. Η τρισδιάστατη φωτογραφία του εργοταξίου γεμίζει πάλι τον τοίχο, αυτή τη φορά όμως υπάρχουν αστυνομικοί με λευκές στολές από Tyvec, γάντια και καλύμματα παπουτσιών, που βάζουν το άψυχο, γυμνό κορμί της Ντριου σ' ένα μαύρο σάκο ντυμένο με σεντόνι, πάνω σ ένα φορείο. Γύρω τους, άλλοι αστυνομικοί κρατούν ψηλά άλλα σεντόνια για να κόψουν τη θέα στους περίεργους και στους παπαράτσι που έχουν μαζευτεί ολόγυρα. «Συγκρίνετέ τη με τη φωτογραφία που μόλις είδατε. Μέχρι να γίνει η νεκροψία, γύρω στις οχτώ ώρες μετά την ανεύρεσή της, η πελιδνότητα ήταν πλέον απολύτως παγιωμένη», λέει η Σκαρπέτα. «Αλλά εδώ, στη σκηνή του εγκλήματος, είναι προφανές πως η πελιδνότητα ήταν ακόμη στ* αρχικά της στάδια». Η κόκκινη κουκκίδα μετακινείται σε κοκκινωπές περιοχές στην πλάτη της Ντριου. «Η ακαμψία ήταν επίσης στα πρώτα στάδια». «Αποκλείετε μια πρώιμη έναρξη της rigor mortis που να οφείλεται σε πτωματικό σπασμό; Λόγου χάρη, αν κατέβαλε μια έντονη προσπάθεια ακριβώς πριν απ* το θάνατο της; Μήπως πάλεψε μαζί του; Δεν αναφερθήκατε σ' αυτό το φαινόμενο μέχρι τώρα». Ο λοχαγός Πόμα υπογράμμισε κάτι στο σημειωματάριο του. «Δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για πτωματικό σπασμό», λέει η Σκαρπέτα. Γιατί δεν ξερνάς στο νεροχύτη; της έρχεται να ρωτήσει. «Είτε κατέβαλε έντονη προσπάθεια είτε όχι», λέει, «δεν ήταν εντελώς άκαμπτη όταν βρέθηκε, επομένως δεν υπήρξε πτωματικός σπασμός...» «Εκτός κι αν η ακαμψία ήρθε και παρήλθε». «Αδύνατον, γιατί επήλθε όταν ήταν στο νεκροτομείο. Η ακαμψία δεν έρχεται, φεύγει και μετά ξανάρχεται». Η διερμηνέας πνίγει ένα χαμόγελο καθώς αποδίδει τα λόγια της στα ιταλικά και μερικοί γελούν.
24
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Μπορείτε να δείτε από δω», η Σκαρπέτα στρέφει το λέιζερ στο κορμί της Ντριου που τοποθετείται στο φορείο, «πως οι μύες της δεν είναι άκαμπτοι. Αντίθετα, είναι αρκετά ελαστικοί. Εκτιμώ πως όταν βρέθηκε, ήταν νεκρή λιγότερο από έξι ώρες, ίσως μάλιστα και αρκετά λιγότερο». «Είστε ειδικός παγκοσμίου φήμης. Πώς μπορείτε να εκφράζεστε τόσο αόριστα;» «Επειδή δεν ξέρουμε πού ήταν, σε ποιες θερμοκρασίες ή συνθήκες εκτέθηκε πριν την αφήσουν στο εργοτάξιο. Η θερμοκρασία του σώματος, η rigor mortis, η livor mortis μπορούν να ποικίλλουν πολύ από περίπτωση σε περίπτωση κι από άτομο σε άτομο». «Βασιζόμενη στην κατάσταση του πτώματος, λέτε πως είναι αδύνατον να δολοφονήθηκε λίγο μετά αφότου έφαγε με τις φίλες της; Ίσως ενώ πήγαινε με τα πόδια στην Πιάτσα Ναβόνα να τις βρει;» «Δεν πιστεύω ότι έγινε έτσι». «Τότε, γι' ακόμη μια φορά, παρακαλώ, πώς εξηγείτε την αχώνευτη τροφή και το 0,2 επίπεδο του αλκοόλ; Αυτά δείχνουν ότι πέθανε λίγο μετά αφότου έφαγε με τις φίλες της - όχι γύρω στις δεκαπέντε, δεκάξι ώρες αργότερα». «Είναι πιθανόν, λίγο μετά αφότου άφησε τις φίλες της, να ξανάρχισε να πίνει αλκοόλ και να ήταν τόσο τρομαγμένη και τεντωμένη, ώστε η πέψη της να σταμάτησε». «Τι; Τώρα υπονοείτε ότι πέρασε κάποιο διάστημα με το δολοφόνο της, ίσως δέκα, δώδεκα ώρες μαζί του - ότι έπινε μαζί του;» «Μπορεί να την ανάγκασε να πιει για να την εξασθενίσει και να την ελέγχει ευκολότερα. Όπως όταν ναρκώνεις κάποιον». «Ώστε την ανάγκασε να πιει αλκοόλ, ίσως όλο το απόγευμα, όλη τη νύχτα, και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, κι ήταν τόσο τρομαγμένη ώστε η τροφή της δεν χωνεύτηκε; Αυτό μας προσφέρετε σαν μια λογική εξήγηση;» «Το έχω ξαναδεί», λέει η Σκαρπέτα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
25
Η αναπαράσταση του εργοταξίου τη νύχτα. Τα γύρω μαγαζιά, οι πιτσαρίες και τα εστιατόρια είναι φωτισμένα και γεμάτα κόσμο. Αυτοκίνητα και σκουτεράκια είναι παρκαρισμένα στις άκρες των δρόμων, στα πεζοδρόμια. Η βουή τής κυκλοφορίας και οι ήχοι βημάτων και φωνών γεμίζουν το θέατρο. Ξαφνικά τα φωτισμένα παράθυρα σκοτεινιάζουν. Μετά σιωπή. Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου και μετά το σχήμα του. Μια τετράθυρη μαύρη Λάντσια παρκάρει στη γωνία της Βία ντι Πασκουίνο και της Βία ντέλλ' Άνιμα. Η πόρτα του οδηγού ανοίγει και βγαίνει ένας άντρας. Είναι ντυμένος στα γκρίζα. Το πρόσωπο του δεν έχει χαρακτηριστικά και, όπως και τα χέρια του, είναι γκρίζο, κι απ* αυτό οφείλουν όλοι στο θέατρο να συμπεράνουν ότι στο δολοφόνο δεν έχει ακόμη αποδοθεί ηλικία, φυλή ή κάποια σωματικά χαρακτηριστικά. Απλουστευτικά, ο δολοφόνος θεωρείται άντρας. 0 γκρίζος άνθρωπος ανοίγει το πορτμπαγκάζ και βγάζει ένα πτώμα τυλιγμένο σε μπλε ύφασμα με σχέδια που έχουν κόκκινο, χρυσό και κίτρινο χρώμα. «Για το ύφασμα όπου την είχε τυλίξει στηριχτήκαμε στις μεταξωτές ίνες που βρέθηκαν στο πτώμα και στη λάσπη κάτω απ' αυτό», λέει ο λοχαγός Πόμα. Ο Μπέντον Γουέσλι λέει: «Ίνες βρέθηκαν σ' όλο το σώμα. Ακόμη και στα μαλλιά, τα χέρια, τα πόδια. Ασφαλώς, πολλές απ' αυτές είχαν κολλήσει στις πληγές της. Απ' αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήταν τυλιγμένη απ' την κορφή ώς τα νύχια. Επομένως, ναι, θα πρέπει να υποθέσουμε πως ήταν ένα μεγάλο, πολύχρωμο μεταξωτό ύφασμα. Ίσως ένα σεντόνι, ίσως μια κουρτίνα...» «Πού θέλετε να καταλήξετε;» «Σε δύο σημεία: Δεν πρέπει να υποθέσουμε πως ήταν σεντόνι, επειδή δεν πρέπει να υποθέσουμε τίποτα. Επίσης, είναι πιθανόν εκείνος να την τύλιξε σε κάτι που ανήκε στο χώρο όπου ζει ή εργάζεται, ή όπου την κρατούσε όμηρο». «Ναι, ναι». Τα γυαλιά του λοχαγού Πόμα παρέμεναν στυλωμένα στη σκηνή που κάλυπτε όλο τον τοίχο. «Και ξέρουμε ακόμα πως υπάρχουν ίνες από μοκέτα που ανήκουν στο είδος μοκέ-
26
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
τας που έχει στο πορτμπαγκάζ η Λάντσια του 2005, κι αυτό ταιριάζει επίσης με το αυτοκίνητο που μας περιέγραψαν να φεύγει από την περιοχή κατά τις έξι το πρωί. Η μάρτυρας που σας είπα. Μια γυναίκα από ένα κοντινό διαμέρισμα που σηκώθηκε να δει τη γάτα της γιατί - πώς είναι η λέξη...;» «Ούρλιαζε; Νιαούριζε;» λέει η διερμηνέας. «Σηκώθηκε επειδή η γάτα της ούρλιαζε κι έτυχε να κοιτάξει έξω απ' το παράθυρο της και να δει ένα σκούρο πολυτελές σεντάν ν* απομακρύνεται από το εργοτάξιο χωρίς να βιάζεται. Είπε ότι έστριψε δεξιά στη Βία ντέλλ' Άνιμα, που είναι μονόδρομος. Συνεχίστε, παρακαλώ». Η αναπαράσταση ξαναρχίζει. Ο γκρίζος άνθρωπος σηκώνει το πτώμα που είναι τυλιγμένο με το πολύχρωμο πανί, το βγάζει από το πορτμπαγκάζ και το μεταφέρει σε μια κοντινή ράμπα από αλουμίνιο, περνώντας πάνω από το σκοινί που τη φράζει. Μεταφέρει το πτώμα περνώντας από ένα μαδέρι που οδηγεί στο εργοτάξιο. Βάζει το πτώμα στη μια άκρη του μαδεριού, μες στη λάσπη, σκύβει μες στο σκοτάδι και το ξετυλίγει βιαστικά, αφήνοντας να φανεί το σώμα της Ντριου Μάρτιν. Εδώ δεν είναι πια animation, αλλά τρισδιάστατη φωτογραφία. Μπορεί να τη δει κανείς καθαρά - το πασίγνωστο πρόσωπο της, οι άγριες πληγές πάνω στο ευλύγιστο, αθλητικό, γυμνό κορμί της. Ο γκρίζος άνθρωπος μαζεύει το πολύχρωμο πανί και ξαναγυρίζει στο αυτοκίνητο του. Απομακρύνεται με κανονική ταχύτητα. «Πιστεύουμε ότι κουβάλησε το πτώμα και δεν το έσυρε», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Γιατί αυτές οι ίνες ήταν μόνο πάνω στο πτώμα και στο έδαφος αποκάτω. Δεν υπήρχαν άλλες, και παρ' όλο που αυτό δεν είναι απόδειξη, είναι ασφαλώς ένδειξη ότι δεν την έσυρε. Να σας υπενθυμίσω ότι αυτή η σκηνή χαρτογραφήθηκε με το σύστημα χαρτογράφησης λέιζερ και η προοπτική που βλέπετε και οι θέσεις των αντικειμένων και του σώματος είναι απολύτως ακριβείς. Είναι ευνόητο πως με animation δίνονται μόνο άνθρωποι και αντικείμενα που δεν βιντεοσκοπήθηκαν ή δεν φωτογραφήθηκαν - όπως ο δολοφόνος και το αυτοκίνητο του».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
27
«Τι βάρος είχε;» ρώτησε ο υπουργός Εσωτερικών από την πίσω σειρά. Η Σκαρπέτα απαντάει πως η Ντριου Μάρτιν ζύγιζε εκατόν τριάντα λίμπρες, και μετά το μετατρέπει σε κιλά. «Πρέπει να ήταν αρκετά δυνατός», προσθέτει. Η αναπαράσταση συνεχίζεται. Σιωπή, και το εργοτάξιο στο πρώτο φως του πρωινού. Ο θόρυβος της βροχής. Τα παράθυρα στη γειτονιά παραμένουν σκοτεινά, οι επιχειρήσεις κλειστές. Καθόλου τροχοφόρα. Έπειτα το ουρλιαχτό μιας μοτοσικλέτας. Όλο και πιο δυνατό. Μια κόκκινη Ducati εμφανίζεται από τη Βία ντι Πασκουίνο, ο αναβάτης της είναι μια animation φιγούρα με αδιάβροχο και κράνος που του καλύπτει το πρόσωπο. Στρίβει δεξιά στην ντέλλ' Άνιμα και ξαφνικά σταματάει, η μοτοσικλέτα πέφτει στο πεζοδρόμιο μ' ένα δυνατό θόρυβο και η μηχανή της σβήνει. Ο ξαφνιασμένος αναβάτης περνάει πάνω από τη μοτοσικλέτα του και πατάει διστακτικά στην αλουμινένια ράμπα, οι μπότες του αντηχούν πάνω στο μέταλλο. Το πτώμα μες στη λάσπη, κάτω μπροστά του, φαίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό, ακόμα πιο μακάβριο, γιατί είναι μια τρισδιάστατη φωτογραφία, σε αντίθεση με τη μάλλον αχνή animation φιγούρα του μοτοσικλετιστή. «Η ώρα είναι σχεδόν οχτώμισι, ο καιρός, όπως βλέπετε, νεφελώδης και βροχερός», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Σας παρακαλώ, προχωρήστε στον καθηγητή Φιοράνι στη σκηνή του εγκλήματος. Είναι η εικόνα δεκατέσσερα. Και τώρα, δρ Σκαρπέτα, αν θέλετε, εξετάστε το πτώμα στη σκηνή με τον καλό μας καθηγητή, που δυστυχώς δεν βρίσκεται εδώ σήμερα το απόγευμα, επειδή, μαντέψτε... Είναι στο Βατικανό. Πέθανε ένας καρδινάλιος». Ο Μπέντον κοιτάζει την οθόνη πίσω από τη Σκαρπέτα κι εκείνη νιώθει το στομάχι της να γίνεται κόμπος επειδή βλέπει πως είναι δυστυχισμένος και δεν θέλει να την κοιτάξει. Καινούργιες εικόνες -τρισδιάστατες βιντεοσκοπήσεις- γεμίζουν την οθόνη. Γαλάζιοι στροβοσκοπικοί προβολείς. Περιπολικά κι ένα σκούρο μπλε φορτηγάκι των Καραμπινιέρων. Κι άλλοι Καραμπινιέροι με οπλοπολυβόλα, που φυλάνε περιμετρικά το εργο-
28
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
τάξιο. Αστυνομικοί με πολιτικά μέσα στην αποκλεισμένη περιοχή, να συλλέγουν στοιχεία, να βγάζουν φωτογραφίες. Θόρυβοι από κλείστρα φωτογραφικών μηχανών, ψίθυροι, άνθρωποι συγκεντρωμένοι στους δρόμους. Ένα ελικόπτερο της αστυνομίας βουίζει πάνω απ' τα κεφάλια τους. Ο καθηγητής -ο πιο φημισμένος ιατροδικαστής στη Ρώμη- φοράει μια άσπρη λασπωμένη στολή. Κοντά του, το αντικείμενο της μελέτης του: το πτώμα της Ντριου. Φαίνεται τόσο αληθινό με τα στερεοσκοπικά γυαλιά, που είναι αλλόκοτο. Η Σκαρπέτα νομίζει ότι μπορεί ν' αγγίξει τη σάρκα της Ντριου και τις ανοιχτές σκουροκόκκινες πληγές της που είναι πασαλειμμένες λάσπη και γυαλίζουν απ' τη βροχή. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της είναι μουσκεμένα και κολλημένα στο πρόσωπο της. Τα μάτια της είναι κλεισμένα σφιχτά και πρησμένα κάτω απ' τα βλέφαρα. «Δρ Σκαρπέτα», λέει ο λοχαγός Πόμα, «μπορείτε να την εξετάσετε, παρακαλώ. Πείτε μας τι βλέπετε. Φυσικά, θα πρέπει να μελετήσατε την αναφορά του καθηγητή Φιοράνι, αλλά καθώς βλέπετε το ίδιο το σώμα τρισδιάστατο και βρισκόμαστε στη σκηνή μαζί του, σας παρακαλώ, δώστε μας τη γνώμη σας. Δεν θα σας επικρίνουμε αν διαφωνήσετε με τα ευρήματα του καθηγητή Φιοράνι». Που θεωρείται αλάνθαστος όπως ο πάπας που ταρίχευσε πριν από μερικά χρόνια. Η κόκκινη κουκκίδα του λέιζερ κινείται στο σημείο που τη στρέφει η Σκαρπέτα. Λέει: «Η θέση του πτώματος. Στο αριστερό πλευρό, χέρια διπλωμένα κάτω απ' το σαγόνι, πόδια ελαφρά λυγισμένα. Μια στάση που είναι σκόπιμη, πιστεύω. Δρ Γουέσλι;» Βλέπει τα χοντρά γυαλιά του Μπέντον να κοιτάνε πέρ' από την ίδια, στην οθόνη. «Νομίζω πως είναι καλή στιγμή να σχολιάσετε». «Σκόπιμη. Το πτώμα τοποθετήθηκε έτσι από το δολοφόνο». «Σαν να προσεύχεται ίσως;» λέει ο διευθυντής της Αστυνομίας. «Ποιο ήταν το θρήσκευμά της;» ρωτάει ο υποδιευθυντής τής Εθνικής Διεύθυνσης Δίωξης Ποινικού Εγκλήματος. Καταιγισμός ερωτημάτων και εικασιών από τη μισοφωτισμένη αίθουσα. Azara «Ρωμαιοκαθολική».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
29
«Χωρίς να ασκεί τα καθήκοντά της, απ' όσο κατάλαβα». «Όχι ιδιαίτερα». «Ίσως κάποια σχέση με τη θρησκεία;» «Ναι, κι εγώ αναρωτήθηκα. Το εργοτάξιο είναι πολύ κοντά στη Σάντ' Ανιέζε ιν Άγκονε». Ο λοχαγός Πόμα εξηγεί: «Για όσους δεν το ξέρουν», και κοιτάζει τον Μπέντον, «η Σάντ' Ανιέζε ήταν μια μάρτυρας που βασανίστηκε και πέθανε σε ηλικία δώδεκα ετών επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί έναν παγανιστή σαν εμένα». Ξεσπάσματα γέλιου. Μια συζήτηση μήπως ο φόνος έχει κάποιο θρησκευτικό νόημα. Αλλά ο Μπέντον λέει όχι. «Είναι σεξουαλικός εξευτελισμός», λέει. «Είναι εκτεθειμένη, γυμνή και πεταμένη σε κοινή θέα ακριβώς στην περιοχή όπου έπρεπε να συναντήσει την παρέα της. Ο δολοφόνος ήθελε να τη βρούμε, ήθελε να σοκάρει τον κόσμο. Η θρησκεία δεν είναι το βασικό κίνητρο. Η σεξουαλική διέγερση είναι». «Ωστόσο δεν βρήκαμε ίχνη βιασμού». Αυτό ειπώθηκε από το διευθυντή των Ιατροδικαστικών Εργαστηρίων των Καραμπινιέρων. Συνεχίζει λέγοντας, μέσω της διερμηνέως, ότι φαίνεται πως ο δράστης δεν άφησε σπερματικά υγρά, αίμα ή σάλια, εκτός αν ξεπλύθηκαν απ' τη βροχή. Αλλά κάτω απ' τα νύχια της βρέθηκε DNA από δύο διαφορετικές πηγές. Το προφίλ τους, δυστυχώς, αποδείχτηκε άχρηστο μέχρι τώρα, εξηγεί, καθώς η ιταλική κυβέρνηση δεν επιτρέπει να λαμβάνονται δείγματα DNA από τους εγκληματίες, γιατί θεωρείται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Τα μόνα προφίλ που μπορούν να εισαχθούν σε μια ιταλική βάση δεδομένων προς το παρόν, λέει, είναι αυτά που αποκτώνται από τα τεκμήρια κι όχι από τα άτομα. «Επομένως δεν υπάρχει βάση δεδομένων που να μπορούμε να ερευνήσουμε στην Ιταλία», προσθέτει ο λοχαγός Πόμα. «Και το μόνο που μπορούμε να πούμε τώρα για το DNA που βρέθηκε κάτω απ' τα νύχια της Ντριου είναι ότι δεν ταιριάζει με το DNA κανενός ατόμου σε καμιά βάση δεδομένων έξω από την Ιταλία, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ».
30
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Πιστεύω ότι συμπεράνατε πως τα δείγματα του DNA που βρήκατε κάτω απ' τα νύχια της ανήκουν σε άντρες ευρωπαϊκής καταγωγής - με άλλα λόγια, λευκούς», λέει ο Μπέντον. «Ναι», λέει ο διευθυντής των Εργαστηρίων. «Δρ Σκαρπέτα», λέει ο λοχαγός Πόμα, «παρακαλώ, συνεχίστε». «Μπορώ να έχω τη φωτογραφία αριθμός είκοσι έξι της νεκροψίας, παρακαλώ;» λέει εκείνη. «Μια οπίσθια όψη κατά τη διάρκεια της εξωτερικής εξέτασης. Κοντινό πλάνο των πληγών». Γεμίζουν την οθόνη. Δυο σκουροκόκκινοι κρατήρες με ανώμαλες άκρες. Γυρνάει το λέιζερ προς τα κει και η κόκκινη κουκκίδα κινείται πάνω στην τεράστια πληγή όπου βρισκόταν άλλοτε ο δεξιός γλουτός, και μετά σε μια δεύτερη περιοχή σάρκας που αφαιρέθηκε απ' το πίσω μέρος του δεξιού μηρού. «Έγιναν από κοφτερό εργαλείο, πιθανόν με οδοντωτή λεπίδα, που πριόνισε τους μυς κι έκοψε επιφανειακά το κόκαλο», λέει. «Έγιναν μετά θάνατον, όπως συμπεραίνουμε από την έλλειψη αντίδρασης των ιστών στον τραυματισμό τους. Με άλλα λόγια, οι πληγές είναι κιτρινωπές». «Ο μετά θάνατον ακρωτηριασμός αποκλείει το βασανισμό, τουλάχιστον το βασανισμό με κόψιμο», προσθέτει ο Μπέντον. «Τότε ποια είναι η εξήγηση, αν όχι ο βασανισμός;» τον ρωτάει ο λοχαγός Πόμα, και οι δυο άντρες κοιτάζονται σαν δυο ζώα που είναι φυσικοί εχθροί. «Για ποιον άλλο λόγο ένας άνθρωπος θα επέφερε τέτοιες σαδιστικές και, επιτρέψτε μου να πω, παραμορφωτικές πληγές σ' έναν άλλο άνθρωπο; Πείτε μας, δρ Γουέσλι, έχετε δει κάτι παρόμοιο στην καριέρα σας, ίσως σε κάποια άλλη υπόθεση, εσείς που ήσασταν μάλιστα ένας τόσο διάσημος profiler του FBI;» «Όχι», λέει κοφτά ο Μπέντον, και κάθε αναφορά στην προηγούμενη καριέρα του στο FBI είναι μια σκόπιμη προσβολή. «Έχω δει ακρωτηριασμούς. Αλλά ποτέ μου δεν είδα κάτι τέτοιο. Κυρίως αυτό που έκανε στα μάτια της».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
31
Τα έβγαλε και γέμισε τις κόγχες με άμμο. Και μετά κόλλησε τα βλέφαρά της. Η Σκαρπέτα δείχνει με το λέιζερ και περιγράφει, κι ο Μπέντον παγώνει ξανά. Τα πάντα σ' αυτή την υπόθεση τον κάνουν να παγώνει, τον παραλύουν και τον συναρπάζουν. Ποιος είναι ο συμβολισμός; Δεν του είναι άγνωστο το βγάλσιμο των ματιών. Αλλ' αυτό που υπαινίσσεται ο λοχαγός Πόμα είναι παρατραβηγμένο. «Το αρχαιοελληνικό πολεμικό άθλημα παγκράτιο. Μπορεί να το έχετε ακουστά», λέει ο λοχαγός Πόμα στην αίθουσα. «Στο παγκράτιο χρησιμοποιούσαν κάθε δυνατό τρόπο για να νικήσουν τον εχθρό. Ήταν συνηθισμένο να του βγάζουν τα μάτια και να τον σκοτώνουν με μαχαιριές ή στραγγαλισμό. Τα μάτια της Ντριου βγήκαν και ήταν στραγγαλισμένη». Ο στρατηγός των Καραμπινιέρων ρωτάει τον Μπέντον, μέσω της διερμηνέως: «Μπορεί λοιπόν να υπάρχει κάποια σχέση με το παγκράτιο; Μπορεί να είχε αυτό υπόψη του ο δολοφόνος όταν της έβγαζε τα μάτια και τη στραγγάλιζε;» «Δεν νομίζω», λέει ο Μπέντον. «Τότε ποια είναι η εξήγηση;» ρωτάει ο στρατηγός, που, όπως κι ο λοχαγός Πόμα, φοράει μια λαμπρή στολή με ακόμα περισσότερα ασήμια και στολίδια γύρω απ' τα μανικέτια και τον ψηλό γιακά. «Κάτι πιο μύχιο. Πιο προσωπικό», λέει ο Μπέντον. «Από τις ειδήσεις ίσως», λέει ο στρατηγός. «Βασανιστήρια. Οι Ομάδες Θανάτου στο Ιράκ που βγάζουν δόντια και μάτια». «Μπορώ απλώς να υποθέσω ότι αυτό που έκανε ο δολοφόνος μας είναι μια εκδήλωση της ψυχής του. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω ότι αυτό που της έκανε αποτελεί μια αναφορά σε κάτι έστω και μακρινό απ' αυτά που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μέσ' από τις πληγές της ρίχνουμε μια ματιά στον εσωτερικό του κόσμο», λέει ο Μπέντον. «Αυτά είναι εικασίες», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Είναι μια ψυχολογική γνώση που βασίζεται σε πολλά χρόνια ενασχόλησής μου με βίαια εγκλήματα», απαντάει ο Μπέντον.
32
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Αλλά είναι δική σας διαίσθηση». «Είναι ρίσκο ν' αγνοούμε τη διαίσθησή μας», λέει ο Μπέντον. «Μπορούμε να έχουμε τη φωτογραφία από τη νεκροψία που τη δείχνει από πίσω κατά την εξωτερική εξέταση;» λέει η Σκαρπέτα. «Ένα κοντινό στο λαιμό της». Εξετάζει τον κατάλογο στο βάθρο. «Τον αριθμό είκοσι». Μια τρισδιάστατη εικόνα γεμίζει την οθόνη. Το πτώμα τής Ντριου πάνω σ' ένα τραπέζι από ανοξείδωτο ατσάλι, η επιδερμίδα και τα μαλλιά της βρεγμένα απ' το πλύσιμο. «Αν κοιτάξετε εδώ», και η Σκαρπέτα στρέφει το λέιζερ στο λαιμό, «θα παρατηρήσετε ένα οριζόντιο σημάδι από δέσιμο». Η κουκκίδα μετακινείται στο μπροστινό μέρος του λαιμού. Πριν συνεχίσει, τη διακόπτει ο διευθυντής Τουρισμού της Ρώμης. «Της έβγαλε τα μάτια μετά. Μετά το θάνατο», λέει. «Όχι όταν ήταν ζωντανή. Αυτό είναι σημαντικό». «Ναι», απαντάει η Σκαρπέτα. «Οι αναφορές που είδα δείχνουν ότι τα μόνα τραύματα που προκλήθηκαν εν ζωή ήταν οι μώλωπες στους αστραγάλους και οι μώλωπες απ' το στραγγαλισμό. Τη φωτογραφία της νεκροτομής από το λαιμό της, παρακαλώ. Αριθμός τριάντα οχτώ». Περιμένει και οι εικόνες γεμίζουν την οθόνη. Πάνω σε μια σανίδα κοπής, ο λάρυγγας και μαλακοί ιστοί με περιοχές αιμορραγίας. Η γλώσσα. Η Σκαρπέτα υποδεικνύει: «Οι μώλωπες στους μαλακούς ιστούς, στους υποκείμενους μυς και η θραύση του υοειδούς που οφείλονται σε στραγγαλισμό δείχνουν πως οι βλάβες προκλήθηκαν όσο ήταν ακόμα ζωντανή». «Οι πετέχειες των ματιών;» «Δεν ξέρουμε αν υπήρχαν πετέχειες στον επιπεφυκότα», λέει η Σκαρπέτα. «Τα μάτια της λείπουν. Αλλά οι αναφορές μιλούν για πετέχειες στα βλέφαρα και το πρόσωπο». «Τι έκανε στα μάτια της; Έχετε εμπειρία από κάτι παρόμοιο;» «Έχω δει θύματα που τους είχαν βγάλει τα μάτια. Αλλά ποτέ δεν είδα ή άκουσα για ένα δολοφόνο που γέμισε τις κόγχες των
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
33
ματιών με άμμο και μετά σφράγισε τα βλέφαρα -όπως σ' αυτή την περίπτωση- με μια κόλλα που σύμφωνα με την αναφορά σας είναι ένα κυανοακρυλικό». «Σούπεργκλου», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Αυτό που μ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι η άμμος», λέει εκείνη. «Δεν δείχνει να προέρχεται από την περιοχή. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: το σκανάρισμα με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο EDX βρήκε ίχνη από κάτι που φαίνεται να είναι υπολείμματα πυρίτιδας. Μόλυβδος, αντιμόνιο και βάριο». «Ασφαλώς και δεν είναι από τις γύρω παραλίες», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Εκτός κι αν ο κόσμος αλληλοσκοτώνεται κι εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι». Γέλια. «Η άμμος από την Όστια θα είχε μέσα βασάλτη», λέει η Σκαρπέτα. «Κι άλλα στοιχεία ηφαιστειακής δραστηριότητας. Πιστεύω ότι όλοι σας έχετε ένα αντίγραφο του φασματικού αποτυπώματος της άμμου που πήραμε από το πτώμα, καθώς και του φασματικού αποτυπώματος από την παραλία της Όστια». Θροίσματα χαρτιών στην αίθουσα. Μικροί φακοί που ανάβουν. «Αναλύθηκαν και τα δυο με φασματογράφο Raman, με τη χρήση ενός κόκκινου λέιζερ των οχτώ milliwatt. Όπως βλέπετε, η άμμος από τις παραλίες της Όστια και η άμμος που βρέθηκε στα μάτια της Ντριου Μάρτιν έχουν πολύ διαφορετικό φασματικό αποτύπωμα. Με το σκανάρισμα του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου μπορούμε να δούμε τη μορφολογία της άμμου και η ηλεκτρονική επανασκέδαση μας δείχνει τα υπολείμματα πυρίτιδας για τα οποία μιλούσαμε». «Οι παραλίες της Όστια είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στους τουρίστες», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Αλλά όχι τόσο αυτή την εποχή. Ο κόσμος εδώ και οι τουρίστες περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός. Τέλος Μαΐου, ακόμα και Ιούνιο. Τότε γεμίζουν με κόσμο, ιδίως από τη Ρώμη, μιας και είναι τριάντα, σαράντα λεπτά απόσταση. Πάντως δεν είναι για μένα», είπε λες και τον είχαν ρωτήσει τη γνώμη του για τις παραλίες της Όστια. «Η μαύρη άμμος στις
34
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
πλαζ μου φαίνεται άσχημη και δεν θα έμπαινα με τίποτα στο νερό». «Νομίζω ότι το σημαντικό εδώ είναι από πού προέρχεται η άμμος, κι αυτό είν' ένα μυστήριο», λέει ο Μπέντον, και είναι πια αργά το απόγευμα κι όλοι έχουν αρχίσει να εκνευρίζονται. «Και γιατί άμμος; Η επιλογή της άμμου -αυτής της συγκεκριμένης άμμου- σημαίνει κάτι για το δολοφόνο και μπορεί να μας πει πού δολοφονήθηκε η Ντριου ή ίσως από πού είναι ο δολοφόνος της ή πού περνάει το χρόνο του». «Ναι, ναι», λέει ο λοχαγός Πόμα κάπως ανυπόμονα. «Και τα μάτια και οι απαίσιες πληγές σημαίνουν κάτι για το δολοφόνο. Κι ευτυχώς, αυτές οι λεπτομέρειες δεν έγιναν γνωστές στο κοινό. Καταφέραμε να τις κρατήσουμε μακριά από τους δημοσιογράφους. Έτσι, αν υπάρξει κάποιος παρόμοιος φόνος, θα ξέρουμε ότι δεν είναι αντίγραφο».
2 Κάθονται και οι τρεις σε μια γωνιά φωτισμένη με κεριά στου Τούλιο, μια δημοφιλή τρατορία κοντά στα θέατρα και σε μικρή απόσταση από τα Ισπανικά Σκαλιά. Τα τραπέζια τα φωτισμένα με κεριά έχουν απαλά χρυσαφιά τραπεζομάντιλα και οι σκούροι τοίχοι πίσω τους είναι γεμάτοι με μπουκάλια κρασί. Στους υπόλοιπους τοίχους έχει ακουαρέλες με αγροτικές σκηνές της Ιταλίας. Είναι ήσυχα εδώ, εκτός από ένα τραπέζι με μεθυσμένους Αμερικάνους. Έχουν ξεχάσει τα πάντα κι είναι ανήσυχοι, όπως είναι κι ο σερβιτόρος με το μπεζ σακάκι και τη μαύρη γραβάτα. Κανείς δεν έχει ιδέα τι συζητάνε ο Μπέντον, η Σκαρπέτα κι ο λοχαγός Πόμα. Αν πλησιάσει κανείς αρκετά ώστε να μπορεί ν' ακούσει, γυρίζουν τη συζήτηση σε άσχετα θέματα και χώνουν τις φωτογραφίες και τα χαρτιά στα ντοσιέ τους. Η Σκαρπέτα ρουφάει ένα Biondi Santi Brunello του 1996, που είναι πανάκριβο αλλά δεν είν' αυτό που θα διάλεγε αν τη ρωτούσαν, και συνήθως τη ρωτούν. Ξαναβάζει το ποτήρι στο τραπέζι χωρίς να πάρει τα μάτια της απ' τη φωτογραφία δίπλα στο προσούτο της με πεπόνι, που θα το ακολουθήσει ψητή πέρκα και φασολάκια μ' ελαιόλαδο. Ίσως σμέουρα για επιδόρπιο, εκτός κι αν η όλο και χειρότερη συμπεριφορά του Μπέντον της κόψει την όρεξη. Πράγμα πολύ πιθανό. «Με κίνδυνο να φανώ απλοϊκή», λέει ήρεμα, «σκέφτομαι συνεχώς ότι υπάρχει κάτι σημαντικό που μας διαφεύγει». Χτυπάει
36
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
το δάχτυλο της σε μια φωτογραφία από τη σκηνή του φόνου τής Ντριου Μάρτιν. «Ώστε τώρα δεν παραπονιέστε που τα πιάνουμε όλα ξανά και ξανά απ' την αρχή», λέει ο λοχαγός Πόμα, φλερτάροντάς την ανοιχτά. «Βλέπετε; Το καλό φαγητό και το κρασί. Μας κάνουν πιο έξυπνους». Χτυπάει το κεφάλι του, μιμούμενος τον τρόπο με τον οποίο χτύπησε η Σκαρπέτα τη φωτογραφία. Εκείνη μένει σκεφτική, όπως είναι συνήθως όταν βγαίνει από ένα χώρο χωρίς να πηγαίνει πουθενά. «Κάτι τόσο προφανές, που φανήκαμε τυφλοί απέναντι του, όλοι φάνηκαν τυφλοί», συνεχίζει εκείνη. «Συχνά δεν βλέπουμε κάτι επειδή -όπως λένε- είναι μπροστά στα μάτια μας. Τι είναι; Τι μας λέει αυτό το κορίτσι;» «Εντάξει. Ας ψάξουμε να δούμε τι είναι μπροστά στα μάτια μας», λέει ο Μπέντον, και η Σκαρπέτα σπάνια τον έχει δει τόσο ξεκάθαρα εχθρικό κι απόμακρο. Δεν κρύβει την περιφρόνησή του για το λοχαγό Πόμα, που τώρα φοράει ένα άψογο ριγέ κουστούμι. Τα χρυσά του μανικετόκουμπα με το σήμα των Καραμπινιέρων αστράφτουν όταν πέφτει πάνω τους το φως των κεριών. «Ναι, μπροστά στα μάτια μας. Κάθε εκατοστό του εκτεθειμένου σώματος της - πριν το αγγίξει οποιοσδήποτε. Πρέπει να το μελετήσουμε μ' αυτό τον όρο. Ανέγγιχτο. Ακριβώς όπως την άφησε», λέει ο λοχαγός Πόμα με τα μάτια καρφωμένα στη Σκαρπέτα. «Το πώς την άφησε μας λέει μια ιστορία, έτσι δεν είναι; Αλλά πριν το ξεχάσω... στην τελευταία μας φορά που περνάμε μαζί στη Ρώμη. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Ας κάνουμε μια πρόποση». Δεν φαίνεται πολύ σωστό να υψώσουν τα ποτήρια τους μπροστά στη νεκρή κοπέλα που τους παρακολουθεί - κατά κάποιον τρόπο, το γυμνό, κακοποιημένο σώμα της ήταν εκεί, πάνω στο τραπέζι. «Και μια πρόποση για το FBI», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Στην επιμονή τους να το μετατρέψουν σε τρομοκρατική πράξη. Ο απώτατος εύκολος στόχος - μια Αμερικανίδα σταρ του τένις». «Χάσιμο χρόνου ακόμα και να το υπαινιχθούμε», λέει ο Μπέ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
37
ντον και σηκώνει το ποτήρι του, όχι για να κάνει πρόποση, αλλά για να πιει. «Τότε πείτε στην κυβέρνηση σας να πάψει να το υπονοεί», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Ορίστε, θα σας το πω ξεκάθαρα, μιας και είμαστε μόνοι. Η κυβέρνησή σας το προπαγανδίζει παρασκηνιακά κι ο μόνος λόγος που δεν το συζητήσαμε νωρίτερα είναι γιατί οι Ιταλοί δεν πιστεύουν κάτι τόσο γελοίο. Δεν είναι ευθύνη κανενός τρομοκράτη. Μα να λέει κάτι τέτοιο το FBI; Είναι βλακεία». «Το FBI δεν βρίσκετ* εδώ. Εμείς βρισκόμαστε. Κι εμείς δεν είμαστε το FBI - κι έχω βαρεθεί πια τα σχόλιά σας για το FBI», απαντάει ο Μπέντον. «Μα στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας σας ήσασταν στο FBI. Μέχρι που παραιτηθήκατε κι εξαφανιστήκατε από προσώπου γης λες κι ήσασταν νεκρός. Για κάποιο λόγο». «Αν ήταν τρομοκρατική πράξη, κάποιος θα είχε αναλάβει την ευθύνη μέχρι τώρα», λέει ο Μπέντον. «Θα προτιμούσα να μην αναφέρετε ξανά το FBI ή την προσωπική μου ιστορία». «Μια ακόρεστη δίψα για δημοσιότητα και η τωρινή ανάγκη της χώρας σας να τρομοκρατήσει τους πάντες και να κυριαρχήσει στον κόσμο». Ο λοχαγός Πόμα ξαναγεμίζει τα ποτήρια τους. «Το Γραφείο Ερευνών σας ανακρίνει μάρτυρες εδώ στη Ρώμη, παραγκωνίζοντας την Ιντερπόλ, κι υποτίθεται ότι συνεργάζονται με την Ιντερπόλ, έχουν δικούς τους εκπροσώπους εκεί. Και φέρνουν αυτούς τους κόπανους από την Ουάσινγκτον, που δεν μας ξέρουν, και πολύ περισσότερο δεν ξέρουν πώς να χειριστούν μια περίπλοκη ανθρωποκτονία...» Ο Μπέντον τον διακόπτει. «Θα έπρεπε να ξέρετε, λοχαγέ Πόμα, ότι οι διαμάχες της πολιτικής με το νόμο είναι η ίδια η φύση του θηρίου». «Θα ήθελα να με λέγατε 'Οτο. Όπως με φωνάζουν οι φίλοι μου». Φέρνει την καρέκλα του πιο κοντά στη Σκαρπέτα και μαζί του έρχεται το άρωμα της κολόνιας του, κι έπειτα μετακινεί το κερί. Κοιτάζει με αηδία το τραπέζι των χοντρόπετσων, μεθυσμένων Αμερικανών και λέει: «Ξέρετε, προσπαθούμε να σας συμπαθήσουμε».
38
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Μην προσπαθείτε», λέει ο Μπέντον. «Κανείς άλλος δεν προσπαθεί». «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί εσείς οι Αμερικανοί είστε τόσο φασαριόζοι». «Επειδή δεν ακούμε», λέει η Σκαρπέτα. «Γι' αυτό έχουμε και τον Τζορτζ Μπους». Ο λοχαγός Πόμα σηκώνει τη φωτογραφία που είναι δίπλα στο πιάτο της και τη μελετάει σαν να μην την έχει ξαναδεί. «Ψάχνω αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας», λέει. «Και το μόνο που βλέπω είναι το προφανές». Ο Μπέντον τους κοιτάζει έτσι όπως κάθονται κοντά κοντά, το ωραίο πρόσωπο του είναι σαν πέτρινο. «Καλύτερα να πούμε ότι δεν υπάρχει κάτι προφανές. Είναι απλώς μια λέξη», λέει η Σκαρπέτα βγάζοντας κι άλλες φωτογραφίες από ένα φάκελο. «Μια αναφορά στις προσωπικές αντιλήψεις του καθενός. Και οι δικές μου μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές απ' τις δικές σας». «Πιστεύω ότι το αποδείξατε σαφέστατα όταν βρισκόμασταν στα Κεντρικά», λέει ο λοχαγός, ενώ ο Μπέντον κοιτάζει. Εκείνη κοιτάζει τον Μπέντον, ένα επίμονο βλέμμα που του δείχνει πως έχει συναίσθηση της συμπεριφοράς του και του πόσο περιττή είναι. Εκείνος δεν έχει λόγους να ζηλεύει. Κι εκείνη δεν έχει κάνει τίποτα για να ενθαρρύνει τις ερωτοτροπίες του λοχαγού Πόμα. «Μπροστά στα μάτια μας. Εντάξει, γιατί δεν ξεκινάμε από τα δάχτυλα των ποδιών της;» λέει ο Μπέντον, που δεν έχει σχεδόν αγγίξει τη βουβαλίσια μοτσαρέλα του και βρίσκεται ήδη στο τρίτο ποτήρι κρασί. «Είναι καλή ιδέα». Η Σκαρπέτα μελετάει τις φωτογραφίες τής Ντριου. Μελετάει μια κοντινή των γυμνών ποδιών της. «Πολύ περιποιημένα. Νύχια που βάφτηκαν πρόσφατα, πράγμα που ταιριάζει με το γεγονός ότι πήγε για πεντικιούρ πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη». Επαναλαμβάνει πράγματα που ήδη ξέρουν. «Έχει σημασία αυτό;» Ο λοχαγός Πόμα μελετάει μια φωτογραφία
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
39
σκύβοντας τόσο κοντά στη Σκαρπέτα, που το μπράτσο του αγγίζει το δικό της κι εκείνη νιώθει τη ζεστασιά του και μυρίζει τη μυρωδιά του. «Δεν νομίζω. Νομίζω πως έχει μεγαλύτερη σημασία το τι φορούσε. Μαύρο τζιν, άσπρο μεταξωτό πουκάμισο, μαύρο δερμάτινο μπουφάν φοδραρισμένο με μετάξι. Επίσης, μαύρο σλιπάκι και μαύρο σουτιέν». Κάνει μια παύση. «Είναι παράξενο που το σώμα της δεν είχε καθόλου ίνες απ* αυτά, αλλά μονάχα ίνες απ' το σεντόνι». «Δεν ξέρουμε αν ήταν πράγματι σεντόνι», του υπενθυμίζει κοφτά ο Μπέντον. «Επίσης, τα ρούχα της, το ρολόι της, το μενταγιόν, τα δερμάτινα μπρασελέ και τα σκουλαρίκια της δεν βρέθηκαν. Επομένως τα πήρε ο δολοφόνος», λέει ο λοχαγός στη Σκαρπέτα. «Για ποιο λόγο; Ίσως για ενθύμια. Ας μιλήσουμε όμως για το πεντικιούρ της, μιας και το θεωρείτε σημαντικό. Η Ντριου πήγε σ' ένα σπα στη Σέντραλ Παρκ Σάουθ, αμέσως μόλις έφτασε στη Νέα Υόρκη. Έχουμε τα στοιχεία γι' αυτό το ραντεβού, που χρεώθηκε στην πιστωτική κάρτα της Ντριου - δηλαδή του πατέρα της. Απ' ό,τι έμαθα, της έκανε όλα τα χατίρια». «Είναι σίγουρο πως ήταν παραχαϊδεμένη», λέει ο Μπέντον. «Νομίζω ότι πρέπει να προσέχουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς», λέει η Σκαρπέτα. «Κέρδισε με κόπο αυτά που είχε, έκανε προπόνηση έξι ώρες την ημέρα, προσπαθούσε σκληρά - είχε μόλις κερδίσει το Κύπελλο Family Circle και περίμεναν ότι θα κέρδιζε κι άλλα...» «Εκεί μένετε», της λέει ο λοχαγός Πόμα. «Τσάρλεστον, Νότια Καρολίνα. Εκεί που διεξάγεται το Family Circle. Παράξενο, ε; Την ίδια νύχτα πήρε την πτήση για Νέα Τόρκη. Κι από κει, εδώ. Σ' αυτό». Δείχνει τις φωτογραφίες. «Αυτό που λέω είναι ότι τα χρήματα δεν αγοράζουν τα πρωταθλήματα και οι κακομαθημένοι άνθρωποι συνήθως δεν δουλεύουν με το πάθος που δούλευε αυτή», λέει η Σκαρπέτα. Ο Μπέντον λέει: «Ο πατέρας της την κακομάθαινε, αλλά δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με την ανατροφή της. Το ίδιο κι η μητέρα της».
40
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Ναι, ναι», συμφωνεί ο λοχαγός Πόμα. «Ποιοι γονείς επιτρέπουν σε μια δεκαεξάχρονη να ταξιδέψει στο εξωτερικό με δυο δεκαοχτάχρονες; Και μάλιστα όταν έχει τόσο άστατο χαρακτήρα. Μια πάνω, μια κάτω». «Όταν το παιδί σου γίνεται πιο δύστροπο, ενδίδεις ευκολότερα. Δεν αντιστέκεσαι», λέει η Σκαρπέτα, φέρνοντας στο μυαλό της την ανιψιά της τη Λούσι. Όταν η Αούσι ήταν παιδί, Θεέ μου, τι μάχες... «Κι ο προπονητής της; Ξέρουμε κάτι για τη σχέση τους;» «Ο Τζιάνι Λουπάνο. Μίλησα μαζί του και μου είπε πως ήξερε ότι θα 'ρχόταν εδώ η Ντριου κι αυτό δεν τον ευχαριστούσε καθόλου, επειδή υπάρχουν μεγάλα τουρνουά τους επόμενους μήνες, όπως το Γουίμπλεντον. Δεν με βοήθησε ιδιαίτερα και φαινόταν θυμωμένος μαζί της». «Και το ιταλικό Open εδώ στη Ρώμη τον επόμενο μήνα;» προτείνει η Σκαρπέτα, καθώς της φαίνεται παράξενο που δεν το ανέφερε ο λοχαγός. «Φυσικά. Έπρεπε να προπονείται, όχι να κόβει βόλτες με τις φίλες της. Δεν παρακολουθώ τένις». «Πού ήταν ο προπονητής της όταν έγινε ο φόνος;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Στη Νέα Υόρκη. Κάναμε έλεγχο στο ξενοδοχείο όπου είπε ότι έμενε και ήταν πράγματι καταχωρισμένος για κείνο το διάστημα. Μας είπε επίσης πως ήταν κυκλοθυμική. Τη μια μέρα έτσι, την άλλη αλλιώς. Πολύ πεισματάρα, δύστροπη κι απρόβλεπτη. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πόσο θα δούλευε ακόμη μαζί της. Είπε ότι είχε καλύτερα πράγματα να κάνει απ' το ν' ανέχεται τη συμπεριφορά της». «Θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει ιστορικό κυκλοθυμίας στην οικογένειά της», λέει ο Μπέντον. «Δεν φαντάζομαι να ρωτήσατε». «Όχι. Λυπάμαι, αλλά δεν μου 'κοψε καθόλου να ρωτήσω». «Θα ήταν πολύ χρήσιμο να ξέρουμε αν υπάρχει κάποιο ψυχιατρικό ιστορικό που η οικογένειά της δεν θέλει να βγει στην επιφάνεια».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
41
«Είναι γνωστό ότι πάλεψε με μια διατροφική διαταραχή», λέει η Σκαρπέτα. «Το συζητούσε πολύ ανοιχτά». «Δεν αναφέρθηκαν ψυχικές διαταραχές; Τίποτα από τους γονείς της;» Ο Μπέντον συνεχίζει να ρωτάει ψυχρά το λοχαγό. «Τίποτα περισσότερο από τα σκαμπανεβάσματά της. Κλασική έφηβη». «Έχετε παιδιά;» Ο Μπέντον απλώνει το χέρι στο κρασί του. «Όχι, απ' όσο ξέρω». «Κάποιο ερέθισμα», λέει η Σκαρπέτα. «Κάτι συνέβαινε με την Ντριου και κανείς δεν μας το λέει. Μήπως πρόκειται γι' αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας; Η συμπεριφορά της είναι μπροστά στα μάτια μας. Το ότι ήπιε είναι μπροστά στα μάτια μας. Γιατί; Συνέβη κάτι;» «Το τουρνουά στο Τσάρλεστον», λέει ο λοχαγός Πόμα στη Σκαρπέτα. «Εκεί που γίνεται η ιδιωτική προπόνηση. Πώς το λένε; Η Κάτω Χώρα; Τι ακριβώς είναι η Κάτω Χώρα;» Στριφογυρίζει αργά το κρασί του, τα μάτια του είναι πάνω της. «Σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας, κυριολεκτικά κάτω χώρα». «Και η τοπική αστυνομία δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την υπόθεση; Συμμετείχε στο τουρνουά εκεί δυο μέρες πριν δολοφονηθεί». «Σίγουρα θα είναι περίεργοι...» αρχίζει να λέει η Σκαρπέτα. «Ο φόνος της δεν έχει καμιά σχέση με την αστυνομία τού Τσάρλεστον», τη διακόπτει ο Μπέντον. «Δεν έχουν δικαιοδοσία». Η Σκαρπέτα του ρίχνει μια ματιά κι ο λοχαγός τούς κοιτάζει και τους δύο. Όλη μέρα παρατηρεί την ένταση που υπάρχει μεταξύ τους. «Το ζήτημα της δικαιοδοσίας δεν εμπόδισε μερικούς μερικούς να εμφανίζονται και να μας επιδεικνύουν τα σήματά τους», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Αν υπαινίσσεστε πάλι το FBI, έχετε γίνει σαφής», λέει ο Μπέντον. «Αν υπαινίσσεστε πάλι ότι παλιότερα ήμουν στο FBI, έχετε γίνει σαφέστατος. Αν υπαινίσσεστε τη δρ Σκαρπέτα κι εμέ-
42
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
να - εσείς μας προσκαλέσατε. Δεν εμφανιστήκαμε από μόνοι μας, Ότο. Μιας και μας ζητήσατε να σας φωνάζουμε έτσι». «Είναι ιδέα μου, ή μήπως αυτό το κρασί δεν είναι σπουδαίο;» Ο λοχαγός υψώνει το ποτήρι με το κρασί του λες κι είναι ένα ελαττωματικό διαμάντι. Το κρασί το διάλεξε ο Μπέντον. Η Σκαρπέτα ξέρει περισσότερα απ' αυτόν για τα ιταλικά κρασιά, όμως εκείνο το βράδυ ο Μπέντον θεώρησε απαραίτητο να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του, λες κι είχε καταποντιστεί πενήντα σκαλιά κάτω στη σκάλα της εξέλιξης. Η Σκαρπέτα έχει επίγνωση του ενδιαφέροντος του λοχαγού Πόμα για το άτομό της και κοιτάζει μια ακόμη φωτογραφία, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που ο σερβιτόρος δεν δείχνει καμιά διάθεση να έρθει προς το τραπέζι τους. Είναι απασχολημένος στο τραπέζι των φωνακλάδων Αμερικανών. «Κοντινό των ποδιών της», λέει. «Μώλωπες γύρω από τους αστραγάλους». «Πρόσφατοι μώλωπες», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Ίσως την άρπαξε από κει». «Πιθανόν. Δεν είναι από δέσιμο». Η Σκαρπέτα θα 'θελε να μην καθόταν ο λοχαγός Πόμα τόσο κοντά της, αλλά δεν μπορεί να μετακινηθεί αλλού, εκτός κι αν κατάφερνε να χώσει την καρέκλα της στον τοίχο. Θα 'θελε να μην την άγγιζε κάθε φορά που άπλωνε το χέρι του να πιάσει μια φωτογραφία. «Τα πόδια της είναι ξυρισμένα πρόσφατα», συνεχίζει. «Θα έλεγα πως τα ξύρισε μέσα στις είκοσι τέσσερις ώρες που προηγήθηκαν του θανάτου της. Δεν έχουν βγει ακόμα οι τρίχες. Ενδιαφερόταν για την εμφάνισή της ακόμα κι όταν ταξίδευε με φίλες. Αυτό μπορεί να είναι σημαντικό. Έλπιζε να συναντήσει κανέναν;» «Φυσικά. Τρεις κοπέλες ψάχνουν γι' αγόρια», λέει ο λοχαγός Πόμα. Η Σκαρπέτα βλέπει τον Μπέντον να κάνει νόημα στο σερβιτόρο να τους φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
43
Λέει: «Η Ντριου ήταν διάσημη. Απ' ό,τι μου είπαν, ήταν προσεκτική με τους ξένους, δεν ήθελε να την ενοχλούν». «Το ότι έπινε μοιάζει παράλογο», λέει ο Μπέντον. «Ο χρόνιος αλκοολισμός είναι παράλογος», λέει η Σκαρπέτα. «Κοιτάξτε αυτές τις φωτογραφίες και θα δείτε πως ήταν σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, η ανάπτυξη των μυών της είναι εκπληκτική. Αν είχε καταλήξει να πίνει πολύ, αυτό δεν πρέπει να είχε αρχίσει από καιρό, και το ίδιο μας δείχνουν κι οι πρόσφατες επιτυχίες της. Γι' άλλη μια φορά πρέπει ν' αναρωτηθούμε αν είχε συμβεί κάτι πρόσφατα. Κάποια συναισθηματική αναστάτωση;» «Κατάθλιψη. Αστάθεια. Κατάχρηση αλκοόλ», λέει ο Μπέντον. «Όλ' αυτά κάνουν τον άνθρωπο να πέφτει εύκολα θύμα ενός αρπακτικού». «Και αυτό νομίζω ότι συνέβη», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Κάτι τυχαίο. Ένας εύκολος στόχος. Μόνη στην Πιάτσα ντι Σπάνια, όπου συναντάει το χρυσοβαμμένο μίμο».
Ο χρυσοβαμμένος μίμος έδινε μια παράσταση όπως όλοι οι μίμοι, η Ντριου έριξε άλλο ένα κέρμα στο ποτήρι του κι εκείνος έδωσε άλλη μια παράσταση, προς μεγάλη της χαρά. Δεν είχε θελήσει να φύγει με τις φίλες της. Το τελευταίο που τους είπε ήταν: «Κάτω απ' όλη αυτή τη χρυσή μπογιά είν' ένας ωραίος Ιταλός». Το τελευταίο που της είπαν οι φίλες της ήταν: «Μην είσαι τόσο βέβαιη πως είναι Ιταλός». Κι αυτό ήταν σωστό, γιατί οι μίμοι δεν μιλάνε. Είπε στις φίλες της να προχωρήσουν, ίσως να πάνε στα μαγαζιά της Βία ντέι Κοντότι, κι υποσχέθηκε να τις συναντήσει στην Πιάτσα Ναβόνα, στο σιντριβάνι των ποταμών, όπου εκείνες περίμεναν, περίμεναν... Είπαν στο λοχαγό Πόμα ότι δοκίμασαν δωρεάν τραγανιστές βάφλες από αυγά, αλεύρι και ζάχαρη κι ότι διασκέδαζαν με κάτι παιδάκια που τις σημάδευαν με όπλα που πετούσαν σαπουνόφουσκες, παρακαλώντας τες ν' αγοράσουν ένα. Οι φίλες της Ντριου έκαναν ψεύτικα τατουάζ και παρακινούσαν
44
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
τους μουσικούς του δρόμου να παίξουν αμερικάνικες μελωδίες με τις φλογέρες τους. Ομολόγησαν ότι είχαν πιει λιγάκι παραπάνω στο μεσημεριανό φαγητό κι έκαναν χαζομάρες. Περιέγραψαν την Ντριου σαν «λιγάκι μεθυσμένη» και είπαν πως ήταν όμορφη, αν και η ίδια δεν το πίστευε. Νόμιζε πως οι άνθρωποι την κοιτούσαν επειδή την αναγνώριζαν, ενώ συχνά την κοιτούσαν επειδή ήταν όμορφη. «Ο κόσμος που δεν παρακολουθεί τένις δεν την αναγνώριζε απαραίτητα», είπε μια από τις φίλες της στο λοχαγό Πόμα. «Απλώς εκείνη δεν ήξερε πόσο όμορφη ήταν». Ο λοχαγός Πόμα μιλάει όσο τρώνε το κυρίως πιάτο, ενώ ο Μπέντον περισσότερο πίνει παρά τρώει, και η Σκαρπέτα ξέρει τι σκέφτεται - θα έπρεπε ν' αποφεύγει το φλερτ του λοχαγού, θα 'πρεπε να βγει απ' το βεληνεκές του, πράγμα που σήμαινε ούτε λίγο ούτε πολύ να φύγει απ' το τραπέζι, αν όχι απ' την τρατορία. Ο Μπέντον θεωρεί το λοχαγό παπάρα, γιατί είναι κόντρα στην κοινή λογική ένας ιατροδικαστής να ανακρίνει τους μάρτυρες σαν να είναι ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση, κι ο λοχαγός δεν αναφέρει ποτέ τα ονόματα των άλλων που δουλεύουν στην υπόθεση. Ο Μπέντον ξεχνάει ότι ο λοχαγός Πόμα είναι ο Σέρλοκ Χολμς της Ρώμης, ή μάλλον ζηλεύει τόσο πολύ που δεν μπορεί να το χωνέψει. Η Σκαρπέτα κρατάει σημειώσεις καθώς ο λοχαγός εξιστορεί λεπτομερώς την πολύωρη συνομιλία του με το χρυσοβαμμένο μίμο, ο οποίος, απ' ό,τι φαίνεται, έχει ατράνταχτο άλλοθι. Έδινε παράσταση στο ίδιο σημείο, στη βάση των Ισπανικών Σκαλιών, μέχρι αργά το απόγευμα - πολύ μετά από τότε που γύρισαν να την αναζητήσουν οι φίλες της. Είπε ότι θυμόταν αμυδρά την κοπέλα, αλλά δεν είχε ιδέα ποια ήταν, τη θεώρησε μεθυσμένη, και μετά εκείνη έφυγε. Με λίγα λόγια, δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία, είπε. Είναι μίμος, είπε. Έκανε πάντα τον μίμο, είπε. Κι όταν δεν κάνει τον μίμο, δουλεύει νυχτερινός θυρωρός στο ξενοδοχείο Χάσλερ, όπου μένουν ο Μπέντον κι η Σκαρπέτα. Στο πάνω μέρος των Ισπανικών Σκαλιών, το Χάσλερ είναι ένα από τα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
45
καλύτερα ξενοδοχεία της Ρώμης και ο Μπέντον επέμεινε να μείνουν στο ρετιρέ του για λόγους που ακόμα δεν έχει εξηγήσει. Η Σκαρπέτα δεν έχει σχεδόν αγγίξει το ψάρι της. Συνεχίζει να κοιτάζει τις φωτογραφίες σαν να τις βλέπει για πρώτη φορά. Δεν συμμετέχει στη διαφωνία του Μπέντον και του λοχαγού Πόμα σχετικά με το γιατί μερικοί δολοφόνοι επιδεικνύουν αρρωστημένα τα θύματά τους. Δεν προσθέτει τίποτα στα σχόλια του Μπέντον για τη διέγερση που νιώθουν αυτά τα σεξουαλικά αρπακτικά μπροστά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ή, ακόμα καλύτερα, καραδοκώντας μες στο πλήθος, παρακολουθώντας το δράμα της ανακάλυψης και τον πανικό που επακολουθεί. Μελετάει το κακοποιημένο νεκρό σώμα της Ντριου, ξαπλωμένο στο πλάι, με τα πόδια ενωμένα, τα γόνατα και τους αγκώνες λυγισμένους, τα χέρια χωμένα κάτω απ* το σαγόνι. Λες και κοιμάται. «Δεν είμαι βέβαιη πως είναι περιφρόνηση», λέει. Ο Μπέντον κι ο λοχαγός Πόμα σταματούν να μιλάνε. «Αν δείτε εδώ», λέει και σπρώχνει μια φωτογραφία κοντά στον Μπέντον, «χωρίς να σκέφτεστε ως συνήθως ότι πρόκειται για μια σεξουαλικά εξευτελιστική επίδειξη, μπορεί ν' αναρωτηθείτε μήπως υπάρχει κάτι διαφορετικό. Και δεν έχει σχέση ούτε με τη θρησκεία. Δεν προσεύχεται στη Σάντ' Ανιέζε. Αλλά έχει σχέση με τον τρόπο που είναι τοποθετημένη». Συνεχίζει λέγοντας ό,τι της έρχεται. «Είναι σχεδόν τρυφερός». «Τρυφερός; Αστειεύεστε», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Σαν να κοιμάται», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν μου δίνει την εντύπωση ότι εκτίθεται με σεξουαλικά εξευτελιστικό τρόπο - το θύμα ανάσκελα, τα μπράτσα και τα πόδια ανοιχτά, κτλ. Όσο το κοιτάζω, τόσο λιγότερο το πιστεύω». «Μπορεί», λέει ο Μπέντον παίρνοντας τη φωτογραφία. «Αλλά γυμνή, ώστε να τη βλέπουν όλοι», διαφωνεί ο λοχαγός Πόμα. «Κοιτάξτε καλά τη στάση της. Μπορεί βέβαια να κάνω λάθος, απλώς προσπαθώ ν' ανοίξω το μυαλό μου και σε άλλες ερ-
46
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
μηνείες, να βάλω κατά μέρος τις προκαταλήψεις μου, την αρχική μου οργισμένη εικασία ότι ο δολοφόνος κυριαρχείται από μίσος. Απλώς μου ξυπνάει ένα συναίσθημα. Είναι η υπόνοια μιας διαφορετικής πιθανότητας, ότι ήθελε μεν να βρεθεί, αλλά ότι δεν είχε σκοπό να την εξευτελίσει ερωτικά», λέει. «Δεν βλέπετε περιφρόνηση; Οργή;» Ο λοχαγός Πόμα είναι έκπληκτος, φαίνεται να δυσπιστεί ειλικρινά. «Νομίζω πως η πράξη του τον έκανε να νιώσει δυνατός. Είχε την ανάγκη να την υπερνικήσει. Έχει άλλες ανάγκες που αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να τις ξέρουμε», λέει. «Και σίγουρα δεν υπονοώ ότι δεν υπάρχει σεξουαλικό στοιχείο. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει οργή. Απλώς δεν νομίζω ότι είναι αυτά που τον κινούν». «Το Τσάρλεστον πρέπει να νιώθει πολύ τυχερό που σας έχει», λέει εκείνος. «Δεν είμαι βέβαιη ότι το Τσάρλεστον νιώθει κάτι τέτοιο», απαντάει εκείνη. «Τουλάχιστον ο πολιτικός ιθύνων της Ιατροδικαστικής Τπηρεσίας δεν νιώθει έτσι». Οι μεθυσμένοι Αμερικανοί γίνονται όλο και πιο θορυβώδεις. Ο Μπέντον δείχνει να έχει στρέψει την προσοχή του σ' αυτά που λένε. «Να έχει μια ειδική σαν εσάς; Αν ήμουν στη θέση του, θα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Και δεν εκμεταλλεύεται τα ταλέντα σας;» λέει ο λοχαγός Πόμα, αγγίζοντάς τη καθώς απλώνει το χέρι του για να πιάσει μια φωτογραφία που δεν χρειάζεται να την ξανακοιτάξει. «Στέλνει τις υποθέσεις του στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, δεν χρειάστηκε ν' ασχοληθεί ποτέ με ιδιώτες παθολόγους. Ούτε στο Τσάρλεστον ούτε πουθενά αλλού. Εγώ έχω επαφές με μερικούς από τους ιατροδικαστές των γύρω περιοχών, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση σε ιατρικές εγκαταστάσεις κι εργαστήρια», του εξηγεί, ενώ η προσοχή της είναι στραμμένη στον Μπέντον. Εκείνος της κάνει νόημα να προσέξει τι λένε οι μεθυσμένοι Αμερικάνοι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
47
«... απλώς λέω πως όταν παραμένει μυστήριο το ένα και παραμένει μυστήριο το άλλο, η δουλειά βρομάει», αποφαίνεται ο ένας. «Γιατί να θέλει να το μάθουν; Δεν την κατηγορώ. Είναι σαν την Όπρα ή την Άννα Νικόλ Σμιθ. Ο κόσμος μαθαίνει πού βρίσκονται και τρέχουν μιλιούνια ολόκληρα». «Τι φρίκη. Σκέψου να είσαι στο νοσοκομείο...» «Ή, όπως στην περίπτωση της Άννα Νικόλ Σμιθ, στο νεκροτομείο. Ή στο χώμα...» «... Κι ένα τσούρμο κόσμος στο πεζοδρόμιο να φωνάζει τ όνομά σου». «Αν δεν τα σηκώνει ο οργανισμός σου, παράτα τα, αυτό λέω εγώ. Είναι το αντίτιμο που πληρώνεις όταν είσαι πλούσιος και διάσημος». «Τι συμβαίνει;» ρωτάει τον Μπέντον η Σκαρπέτα. «Φαίνεται πως η παλιά μας φίλη η δρ Σελφ είχε κάποιο έκτακτο πρόβλημα σήμερα και δεν θα εμφανίζεται στην τηλεόραση για ένα διάστημα», απαντάει εκείνος. Ο λοχαγός Πόμα γυρίζει και κοιτάζει προς το τραπέζι των φωνακλάδων Αμερικανών. «Την ξέρετε;» ρωτάει. Ο Μπέντον λέει: «Τη συναντήσαμε μερικές φορές. Κυρίως η Κέι». «Μου φαίνεται ότι διάβασα κάτι τέτοιο όταν έκανα έρευνα για σας. Μια πολύκροτη υπόθεση ανθρωποκτονίας στη Φλόριντα με την οποία ασχοληθήκατε όλοι». «Χαίρομαι που μαθαίνω ότι κάνατε έρευνες για μας», λέει ο Μπέντον. «Φανήκατε πολύ σχολαστικός». «Απλώς για να σας γνωρίσω πριν έρθετε». Τα μάτια του λοχαγού Πόμα συναντούν το βλέμμα της Σκαρπέτα. «Μια πολύ ωραία γυναίκα που ξέρω παρακολουθεί τακτικά τη δρ Σελφ», λέει, «και μου είπε πως είχε δει την Ντριου στην εκπομπή της το περασμένο φθινόπωρο. Είχε κάποια σχέση με τη νίκη της σ' εκείνο το μεγάλο τουρνουά της Νέας Υόρκης. Ομολογώ ότι δεν δίνω μεγάλη σημασία στο τένις». «Το U.S. Open», λέει η Σκαρπέτα.
48
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Δεν ήξερα πως η Ντριου είχε εμφανιστεί στην εκπομπή της», λέει ο Μπέντον, σμίγοντας τα φρύδια σαν να μην τον πιστεύει «Είχε. Το έλεγξα. Eivat πολύ ενδιαφέρον. Ξαφνικά η δρ Σελφ έχει ένα οικογενειακό πρόβλημα. Προσπάθησα να έρθω σ' επαφή μαζί της και δεν απάντησε. Μήπως θα μπορούσατε να παρέμβετε;» λέει στη Σκαρπέτα. «Νομίζω ότι δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω καθόλου», λέει εκείνη. «Η δρ Σελφ με μισεί».
Επιστρέφουν με τα πόδια από τη Βία Ντούε Ματσέλι στα σκοτεινά. Η Σκαρπέτα φαντάζεται την Ντριου Μάρτιν να περπατάει σ' αυτούς τους δρόμους. Αναρωτιέται ποιον συνάντησε. Πώς είναι; Πόσων χρονών είναι; Τι έκανε για να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της; Είχαν συναντηθεί παλιότερα; Ήταν μέρα μεσημέρι, ένα σωρό κόσμος ήταν έξω, αλλά ώς εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εμφανιστεί μάρτυρες με πειστικές πληροφορίες, πως είδαν μια κοπέλα που να ταιριάζει στην περιγραφή της κάποια στιγμή αφότου απομακρύνθηκε από τον μίμο. Πώς είναι δυνατόν; Ήταν μια από τις πιο διάσημες αθλήτριες του κόσμου και κανείς στους δρόμους της Ρώμης δεν την αναγνώρισε; «Ήταν τυχαίο αυτό που συνέβη; Σαν χτύπημα κεραυνού; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο δεν καταφέρνουμε ακόμα ν' απαντήσουμε», λέει η Σκαρπέτα καθώς προχωρούν παρέα με τον Μπέντον μες στην ευωδιαστή νύχτα κι οι σκιές τους γλιστρούν πάνω στις παλιές πέτρες. «Είναι μόνη και μεθυσμένη, μπορεί να χάθηκε σε κάποιο στενάκι, και τότε τη βλέπει εκείνος; Και τι κάνει; Προσφέρεται να της δείξει το δρόμο και την πάει κάπου όπου μπορεί να την ελέγχει απόλυτα; Αν είναι έτσι, πρέπει να μιλάει τουλάχιστον λίγα αγγλικά. Πώς γίνεται να μην την είδε κανείς; Ούτε ένας». Ο Μπέντον δεν λέει τίποτα, τα παπούτσια τους σέρνονται στο πεζοδρόμιο, ο δρόμος βουίζει απ' τον κόσμο που βγαίνει από τα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
49
εστιατόρια και τα μπαρ, πολλή φασαρία, μηχανάκια κι αυτοκίνητα που κοντεύουν να τους πατήσουν. «Η Ντριου δεν μιλούσε ιταλικά, δεν ήξερε λέξη, έτσι μας είπαν», λέει η Σκαρπέτα. Τ' αστέρια λάμπουν στον ουρανό, το φεγγάρι λούζει απαλά την Καζίνα Ρόσα, το σπίτι με το κόκκινο στούκο όπου πέθανε ο ποιητής Κιτς από φυματίωση σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών. «Μπορεί να την ακολούθησε», συνεχίζει. «Ή να την ήξερε. Δεν το ξέρουμε κι ίσως να μην το μάθουμε ποτέ, εκτός κι αν το ξανακάνει και τον πιάσουν. Θα μου μιλήσεις, Μπέντον; Ή θα συνεχίσω να μονολογώ, όλο ασυναρτησίες και περιττά πράγματα;» «Δεν ξέρω τι διάολο συμβαίνει ανάμεσα στους δυο σας, εκτός κι αν αυτός είναι ο τρόπος σου να με τιμωρήσεις», λέει εκείνος. «Με ποιον;» «Μ' αυτό το σιχαμένο λοχαγό. Ποιον άλλο;» «Η απάντηση στο πρώτο σκέλος είναι ότι δεν συμβαίνει τίποτα και γίνεσαι γελοίος αν σκέφτεσαι κάτι διαφορετικό, αλλά θα ξαναγυρίσουμε α αυτό το θέμα. Μ' ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που είπες για την τιμωρία. Γιατί εγώ ποτέ δεν τιμώρησα ούτ' εσένα ούτε κανέναν άλλο». Αρχίζουν ν* ανεβαίνουν τα Ισπανικά Σκαλιά, μια άσκηση που τα πληγωμένα συναισθήματα και το πολύ κρασί την κάνουν ακόμα δυσκολότερη. Οι ερωτευμένοι είναι σφιχταγκαλιασμένοι και οι ζωηροί νεαροί γελάνε, κάνουν φασαρία και δεν τους δίνουν καμιά σημασία. Μακριά, λες κι είναι ένα μίλι ψηλά, το ξενοδοχείο Χάσλερ προβάλλει φωτισμένο και τεράστιο, έτσι όπως υψώνεται πάνω απ' την πόλη σαν παλάτι. «Δεν είναι του χαρακτήρα μου», ξαναρχίζει εκείνη. «Να τιμωρώ τους ανθρώπους. Προστατεύω τον εαυτό μου και τους άλλους, αλλά δεν τιμωρώ. Και ποτέ ανθρώπους για τους οποίους νοιάζομαι. Και πάνω απ' όλα» - μ ε σχεδόν κομμένη την ανάσα- «δεν θα τιμωρούσα ποτέ εσένα». «Αν σκοπεύεις να βλέπεις άλλους, αν ενδιαφέρεσαι γι' άλλους άντρες, δεν μπορώ να πω ότι σε κατηγορώ. Αλλά πες το μου. Αυ-
50
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
τό θέλω μόνο. Μην κάνεις θεατρινισμούς όπως έκανες σήμερα όλη μέρα. Και τώρα το βράδυ. Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου λες κι είμαστε γυμνασιόπαιδα». «Θεατρινισμούς; Παιχνίδια;» «Σου την είχε πέσει κανονικά», λέει ο Μπέντον. «Κι εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω και να είμαι όσο το δυνατόν μακριά του». «Σου την έπεφτε όλη μέρα. Είχε κολλήσει πάνω σου. Σε κοιτάζει, σε αγγίζει μπροστά μου». «Μπέντον...» «Και ξέρω πως είν' ωραίος, τι να πω, μπορεί να σου αρέσει. Αλλά δεν το ανέχομαι. Μπροστά στα μάτια μου. Γαμώτο». «Μπέντον...» «Τα ίδια και μ' εκείνον τον πώς τον λέγανε. Πέρα στο Νότο. Πού να ξέρω;» «Μπέντον!» Σιωπή. «Λες παλαβομάρες. Από τότε που φτιάχτηκε ο κόσμος, δεν ανησύχησες ποτέ μήπως σε απατήσω. Απ' όσο ξέρω». Κανένας άλλος ήχος εκτός απ' τα βήματά τους πάνω στις πέτρες και τις λαχανιαστές ανάσες τους. «Απ' όσο ξέρω», επαναλαμβάνει εκείνη, «μιας και η μόνη φορά που πήγα με κάποιον άλλο ήταν όταν νόμιζα πως ήσουν...» «Νεκρός», λέει εκείνος. «Μάλιστα. Ώστε σου είπαν πως ήμουν νεκρός. Και μια στιγμή αργότερα πηδιέσαι μ' έναν τύπο που θα μπορούσε να είναι γιος σου». «Μη!» Ο θυμός της αρχίζει να φουντώνει. «Μην τολμήσεις!» Εκείνος σωπαίνει. Παρ' όλο που έχει πιει ένα μπουκάλι κρασί μόνος του, ξέρει ότι δεν πρέπει να συνεχίσει το θέμα του υποτιθέμενου θανάτου του, τότε που τον ανάγκασαν να μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Τι την υποχρέωσε να περάσει ο Μπέντον! Ξέρει ότι δεν πρέπει να της επιτεθεί λες κι αυτή ήταν που φάνηκε σκληρόκαρδη. «Συγγνώμη», της λέει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
51
«Ποιο είναι πραγματικά το θέμα;» λέει εκείνη. «Θεέ μου, αυτά τα σκαλιά». «Φαίνεται ότι δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Όπως ακριβώς λες για τη livor και τη rigor. Μόνιμο. Εδραιωμένο. Ας το παραδεχτούμε». «Δεν πρόκειται να παραδεχτώ τίποτα. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει θέμα. Και η livor και η rigor είναι γι' ανθρώπους που είναι νεκροί. Εμείς δεν είμαστε νεκροί. Μόλις είπες ότι εσύ δεν ήσουνα ποτέ». Τους έχει κοπεί η ανάσα. Η καρδιά της Σκαρπέτα χτυπάει δυνατά. «Λυπάμαι. Ειλικρινά», της λέει, αναφερόμενος σ' αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, τον ψεύτικο θάνατο του και την κατεστραμμένη ζωή της. Εκείνη λέει: «Ήταν πολύ περιποιητικός. Άμεσος. Και λοιπόν;» Ο Μπέντον είναι συνηθισμένος να την προσέχουν οι άντρες, πάντα έμενε ατάραχος, το διασκέδαζε κιόλας, γιατί την ξέρει καλά, ξέρει και τον εαυτό του, ξέρει την τεράστια δύναμή του κι ότι πρέπει κι εκείνη ν' αντιμετωπίσει το ίδιο - γυναίκες που τον κοιτούν, τον αγγίζουν, τον ποθούν ξεδιάντροπα. «Έκανες καινούργια ζωή στο Τσάρλεστον», της λέει. «Δεν μπορείς να τη σβήσεις. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το 'κάνες». «Δεν μπορείς να πιστέψεις...;» Και τα σκαλιά συνεχίζουν επ' άπειρον. «Ήξερες πως ήμουν στη Βοστόνη και δεν μπορούσα νά 'ρθω στο Νότο. Και πού καταλήγουμε έτσι;» «Καταλήγουμε να ζηλεύεις. Να λες "γαμώτο", κι εσύ δεν λες ποτέ "γαμώτο". Θεέ μου! Τα σιχαίνομαι τα σκαλιά!» Δεν μπορεί να πάρει ανάσα. «Δεν έχεις λόγους να νομίζεις ότι απειλείσαι. Εσύ δεν ένιωθες ποτέ ν' απειλείσαι από κάποιον. Τι έχεις πάθει;» «Περίμενα πάρα πολλά». «Τι περίμενες, Μπέντον;» «Δεν έχει σημασία». «Και βέβαια έχει».
52
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
Ανεβαίνουν τ' ατέλειωτα σκαλοπάτια και σταματάνε να μιλάνε, γιατί η σχέση τους είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορούν να τη συζητήσουν όταν δεν μπορούν να πάρουν ανάσα. Η Σκαρπέτα ξέρει ότι ο Μπέντον είναι θυμωμένος επειδή φοβάται. Νιώθει ανίσχυρος στη Ρώμη. Νιώθει ανίσχυρος στη σχέση τους επειδή εκείνος είναι στη Μασαχουσέτη, όπου μετακόμισε με τις ευλογίες της, μιας και η ευκαιρία να δουλέψει σαν ψυχολόγος ιατροδικαστής στο Νοσοκομείο ΜακΛίν, που συνεργάζεται με το Χάρβαρντ, ήταν τόσο καλή ώστε δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. «Μα τι νομίζαμε;» λέει εκείνη. Τα σκαλιά έχουν τελειώσει κι απλώνει το χέρι της να πιάσει το δικό του. «Μια ζωή ιδεαλιστές. Και θα μπορούσες να βάλεις λίγη ψυχή στο χέρι σου, να μου δείξεις ότι θέλεις κι εσύ να με πιάσεις. Επί δεκαεφτά χρόνια δεν ζήσαμε ποτέ στην ίδια πόλη, πόσο μάλλον στο ίδιο σπίτι». «Κι εσύ νομίζεις ότι αυτό δεν μπορεί ν' αλλάξει». Μπλέκει τα δάχτυλά του με τα δικά της και παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πώς;» «Μπορεί να είχα ένα κρυφό όνειρο να μετακομίσεις. Μπορεί να σκεφτόμουνα ότι μπορείς να διδάξεις στο Χάρβαρντ, στο ΜΙΤ, στο Ταφτς. Ίσως σε μια ιατρική σχολή, ή ν' αρκεστείς σε μια δουλειά συμβούλου στο ΜακΛίν με μερική απασχόληση. Ή στη Βοστόνη, στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Μπορεί να φτάσεις να γίνεις και διευθύντρια». «Ποτέ δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω σε μια τέτοια ζωή», λέει η Σκαρπέτα, και στο μεταξύ έχουν μπει στο σαλόνι του ξενοδοχείου που εκείνη το λέει Μπελ Επόκ, επειδή είναι πράγματι από μια ωραία εποχή. Αλλά δεν παρατηρούν τα μάρμαρα, τα παλιά κρύσταλλα Μουράνο, τα μεταξωτά και τα γλυπτά, δεν παρατηρούν τίποτα και κανέναν, ούτε καν τον Ρομέο -αυτό είναι πραγματικά τ' όνομά του-, που στη διάρκεια της ημέρας είν' ένας χρυσοβαμμένος μίμος και τα περισσότερα βράδια θυρωρός, ενώ τελευταία είν' ένας κάπως ελκυστικός και σκυθρωπός νεαρός Ιταλός που δεν θέλει περισσότερες ερωτήσεις για το φόνο της Ντριου Μάρτιν.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
53
Ο Ρομέο είν' ευγενικός αλλ' αποφεύγει τα μάτια τους και, σαν μίμος, μένει τελείως σιωπηλός. «Θέλω ό,τι είναι καλύτερο για σένα», λέει ο Μπέντον. «Και γι' αυτό βέβαια δεν μπλέχτηκα στα πόδια σου όταν αποφάσισες να ασκήσεις ιδιωτικό επάγγελμα στο Τσάρλεστον, αλλά ταράχτηκα». «Ποτέ δεν μου το είπες». «Δεν έπρεπε να στο πω ούτε τώρα. Αυτό που έκανες ήταν σωστό και το ξέρω. Επί χρόνια ένιωθες ότι δεν ανήκες πουθενά. Κατά μια έννοια, ήσουν άστεγη, κι από πολλές απόψεις δυστυχισμένη από τότε που έφυγες απ' το Ρίτσμοντ - ή, ακόμα χειρότερα, και συγγνώμη που στο θυμίζω, από τότε που απολύθηκες. Αυτό το κάθαρμα ο κυβερνήτης. Σ' αυτή τη φάση της ζωής σου κάνεις ακριβώς αυτό που θα 'πρεπε». Μπαίνουν στο ασανσέρ. «Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως το αντέχω». Εκείνη προσπαθεί να μη νιώσει ένα φόβο που ξέρει πως είναι απερίγραπτα φριχτός. «Τι άκουσα να λες, Μπέντον; Ότι πρέπει να το διαλύσουμε; Αυτό μου λες;» «Μπορεί να λέω το αντίθετο». «Κι εγώ μπορεί να μην ξέρω τι σημαίνει αυτό, και πάντως δεν φλέρταρα». Βγαίνουν απ' το ασανσέρ. «Ποτέ δεν φλερτάρω. Παρά μόνο μαζί σου». «Δεν ξέρω τι κάνεις όταν δεν είμαι μπροστά». «Ξέρεις τι δεν κάνω». Εκείνος ξεκλειδώνει την πόρτα της σουίτας του ρετιρέ. Είναι υπέροχη, γεμάτη αντίκες, λευκό μάρμαρο κι ένα πέτρινο αίθριο αρκετά μεγάλο να χωρέσει ένα μικρό χωριό. Πιο πέρα, η αρχαία πόλη διαγράφεται στο φόντο της νύχτας. «Μπέντον», λέει εκείνη. «Σε παρακαλώ, ας μη μαλώνουμε. Ξαναγυρνάς στη Βοστόνη αύριο το πρωί. Εγώ ξαναγυρνάω στο Τσάρλεστον. Ας μην απωθούμε ο ένας τον άλλο - για μας είναι πιο εύκολο να είμαστε μακριά». Ο Μπέντον βγάζει το σακάκι του. «Τι;» του λέει. «Έχεις θυμώσει που βρήκα τελικά ένα μέρος
54
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
να τακτοποιηθώ, που ξεκίνησα ξανά σ' ένα μέρος που μου ταιριάζει;» Εκείνος πετάει το σακάκι του σε μια καρέκλα. «Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι», λέει η Σκαρπέτα, «εγώ είμαι αυτή που πρέπει ν* αρχίσει απ' την αρχή, να φτιάξει κάτι απ' το μηδέν, ν' απαντάω μόνη μου στο τηλέφωνο, να καθαρίζω εγώ το νεκροτομείο. Δεν έχω το Χάρβαρντ. Δεν έχω διαμέρισμα εκατομμυρίων στο Μπίκον Χιλ. Έχω τη Ρόουζ, τον Μαρίνο και μερικές φορές τη Λούσι. Αυτό είναι, οπότε τις μισές φορές σηκώνω μόνη μου το τηλέφωνο. Τα τοπικά ΜΜΕ. Δικηγόροι. Κάποια ομάδα που μου ζητάει να μιλήσω σ' ένα γεύμα. Ο απολυμαντής. Τις προάλλες ήταν το Εμπορικό Επιμελητήριο - πόσους απ' τους τηλεφωνικούς καταλόγους τους θέλω να παραγγείλω. Λες και θέλω να μπω στον κατάλογο του Εμπορικού Επιμελητηρίου σαν να είμαι στεγνοκαθαριστήριο». «Γιατί;» λέει ο Μπέντον. «Η Ρόουζ πάντα ξεδιάλεγε τα τηλεφωνήματά σου». «Γερνάει. Δεν μπορεί να κάνει πολλά». «Γιατί δεν μπορεί να σηκώνει το τηλέφωνο ο Μαρίνο;» «Γιατί, γιατί; Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κάνοντάς μας όλους να πιστέψουμε πως ήσουν νεκρός, σπάσαμε, σκορπίσαμε. Ορίστε, το είπα. Όλοι άλλαξαν εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ακόμα κι εσύ». «Δεν είχα άλλη επιλογή». «Αυτό είναι το παράξενο με τις επιλογές. Όταν εσύ δεν έχεις καμιά, παύουν να έχουν κι όλοι οι άλλοι». «Και γι' αυτό εσύ ρίζωσες στο Τσάρλεστον. Δεν θέλεις να επιλέξεις εμένα. Μπορεί να ξαναπεθάνω». «Νιώθω σαν να στέκομαι ολομόναχη μέσα σε μια έκρηξη, γαμώτο, κι όλα γύρω μου έχουν τιναχτεί στον αέρα. Κι εγώ απλώς στέκομαι. Με κατέστρεψες. Μπέντον, με κατέστρεψες, γαμώτο». «Τώρα ποιος λέει "γαμώτο";» Σκουπίζει τα μάτια της. «Μ' έκανες να κλάψω». Εκείνος πηγαίνει κοντά της, την αγγίζει. Κάθονται στον κα-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
55
ναπέ και κοιτάζουν τα δίδυμα καμπαναριά της Τρινιτά ντέι Μόντι, τη Βίλα Μέντιτσι, στην άκρη του λόφου Πίντσιο, και πέρα μακριά το Βατικανό. Εκείνη γυρίζει προς το μέρος του και ξαφνιάζεται για μια ακόμη φορά απ' τις καθαρές γραμμές του προσώπου του, τ' ασημένια του μαλλιά και την ψηλή, κομψή κορμοστασιά του, τόσο αταίριαστη μ* αυτό που κάνει. «Πώς είναι τώρα;» τον ρωτάει. «Ο τρόπος που νιώθεις, σε σύγκριση με παλιά. Με την αρχή». «Διαφορετικά». «Το διαφορετικά ακούγεται δυσοίωνο». «Διαφορετικά, γιατί περάσαμε πολλά για πολύ καιρό. Τώρα πια μου είναι δύσκολο να θυμηθώ τον καιρό που δεν σε ήξερα. Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ πως ήμουν παντρεμένος πριν σε γνωρίσω. Ήμουν κάποιος άλλος, ένας τύπος του FBI που έπαιζε με τους κανόνες, δεν είχε πάθη, δεν είχε ζωή, μέχρι εκείνο το πρωί που μπήκα στην αίθουσα των συνεδριάσεών σου, εγώ, ο σημαντικός profiler, ας πούμε, που είχατε καλέσει να σας βοηθήσει με τις ανθρωποκτονίες που είχαν τρομοκρατήσει την ήσυχη πόλη σας. Κι ήσουν εκεί, με την μπλούζα του εργαστηρίου, ακούμπησες στο γραφείο μια στοίβα φακέλους και μου 'σφιξες το χέρι. Σκέφτηκα πως ήσουν η πιο συναρπαστική γυναίκα που είχα δει ποτέ μου, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Κι ακόμα δεν μπορώ». «Διαφορετικά». Του υπενθυμίζει αυτό που είπε. «Το τι συμβαίνει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους είναι διαφορετικό κάθε μέρα». «Δεν πειράζει, αρκεί να νιώθουν το ίδιο κι οι δυο». «Εσύ;» τη ρωτάει. «Νιώθεις ακόμα το ίδιο; Γιατί αν...» «Τ-Ι
/
»>
« I ιατι αν τι;» «Θα ήθελες;» «"Θα ήθελα" τι; Να κάνω κάτι γι' αυτό;» «Ναι. Οριστικά». Σηκώνεται και πιάνει το σακάκι του, ψάχνει σε μια τσέπη και ξαναγυρνάει στον καναπέ. «Οριστικά σε αντίθεση με το αόριστα;» λέει εκείνη, με την προσοχή της στραμμένη στην κλειστή του χούφτα.
56
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Δεν κάνω πλάκα. Το εννοώ». «Για να μη με χάσεις με κάποιο ανόητο φλερτ;» Τον τραβάει κοντά της και τον σφίγγει. Περνάει τα δάχτυλά της μέσ' απ' τα μαλλιά του. «Μπορεί», λέει εκείνος. «Πάρ' το, σε παρακαλώ». Ανοίγει τη χούφτα του, στην παλάμη του είν' ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί. «Τέτοια σημειωματάκια περνούσαμε ο ένας στον άλλο στο σχολείο», λέει εκείνη και φοβάται να το ανοίξει. «Έλα, έλα! Μην είσαι κότα». Εκείνη ανοίγει το χαρτί, και μέσα είν' ένα σημείωμα που γράφει Θέλεις; κι ένα δαχτυλίδι. Είναι αντίκα, ένας λεπτός πλατινένιος κρίκος με διαμάντια. «Της προγιαγιάς μου», λέει, της το περνάει στο δάχτυλο και της έρχεται μια χαρά. Φιλιούνται. «Είναι επειδή ζηλεύεις, είναι απαίσιος ο λόγος», λέει εκείνη. «Λες να έτυχε απλώς να το έχω μαζί μου μετά από πενήντα χρόνια που ήταν σ' ένα χρηματοκιβώτιο; Στο ζητάω ειλικρινά», λέει. «Σε παρακαλώ, πες ναι». «Και πώς θα τα καταφέρουμε; Μετά απ' όσα είπες για τις χωριστές ζωές μας;» «Για όνομα του Θεού, πάψε μια φορά να είσαι λογική». «Είναι πολύ όμορφο», λέει εκείνη για το δαχτυλίδι. «Κι ελπίζω να το εννοείς, γιατί δεν στο δίνω πίσω».
3 Εννέα μέρες αργότερα. Κυριακή. Η μπουρού ενός καραβιού θρηνεί στη θάλασσα. Τα καμπαναριά τρυπούν το συννεφιασμένο χάραμα του Τσάρλεστον και μια μοναχική καμπάνα αρχίζει να χτυπάει. Έπειτα σμίγουν κι άλλες μαζί τους, καμπανίζοντας σε μια μυστική γλώσσα που ακούγεται ίδια σ' όλο τον κόσμο. Με τις καμπάνες έρχεται και το πρώτο φως της αυγής και η Σκαρπέτα αρχίζει να στριφογυρίζει στη βασιλική σουίτα της, όπως λέει πικρόχολα το χώρο όπου ζει, στο δεύτερο όροφο ενός πρώην αμαξοστασίου των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα. Σε σύγκριση με τα μάλλον πολυτελή σπίτια όπου έμενε στο παρελθόν, το ξεκίνημά της εδώ είναι πολύ παράξενο. Η κρεβατοκάμαρα και το γραφείο της είναι σ' ένα χώρο τόσο φορτωμένο, που δεν μπορεί να κουνηθεί χωρίς να σκοντάψει στην παλιά σιφονιέρα ή στις βιβλιοθήκες ή στο μακρύ τραπέζι με το μαύρο τραπεζομάντιλο όπου υπάρχει ένα μικροσκόπιο και σλάιντς, γάντια από λατέξ, μάσκες για τη σκόνη, φωτογραφικός εξοπλισμός και διάφορα αναγκαία για τους τόπους των εγκλημάτων όλα παράξενα κι αταίριαστα. Δεν υπάρχουν εντοιχισμένες ντουλάπες, απλώς ντουλάπια το ένα δίπλα στ' άλλο, επενδυμένα με κεδρόξυλο, και διαλέγει μια ανθρακί φούστα από ένα ταγέρ, ένα μεταξωτό πουκάμισο με άσπρες και γκρίζες ρίγες και χαμηλοτάκουνες μαύρες γόβες. Azara Ντυμένη για μια μέρα που προδιαγράφεται δύσκολη, κάθεται
58
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
στο γραφείο της και κοιτάζει έξω στον κήπο, βλέποντάς τον ν* αλλάζει καθώς μεταβάλλονται οι σκιές και το φως του πρωινού. Μπαίνει στα mail της για να δει αν ο ερευνητής της, ο Πιτ Μαρίνο, της έχει στείλει κάτι που ίσως ανατρέψει τα σχέδιά της για κείνη τη μέρα. Κανένα μήνυμα. Για να το ελέγξει άλλη μια φορά, του τηλεφωνεί. «Ναι». Ακούγεται εξαντλημένος. Στο βάθος μια άγνωστη γυναικεία φωνή παραπονιέται: «Γαμώτο. Τι είναι πάλι;» «Θα έρθεις σίγουρα;» προσπαθεί να επιβεβαιώσει η Σκαρπέτα. «Χτες αργά μου ήρθε μήνυμα ότι έχουμ' ένα πτώμα που έρχεται από το Μπόφορτ, κι υποθέτω ότι θα είσ* εκεί να το φροντίσεις. Κι ακόμα, έχουμε αυτή τη συνάντηση το απόγευμα. Σου άφησα μήνυμα. Αλλά δεν μου τηλεφώνησες». «Ναι». Η γυναίκα στο βάθος λέει με την ίδια παραπονιάρικη φωνή: «Μα τι θέλει πάλι αυτή;» «Εννοώ μέσα σε μία ώρα», λέει αυστηρά η Σκαρπέτα στον Μαρίνο. «Πρέπει να φύγεις αμέσως, αλλιώς δεν θα είναι κανείς εκεί ν' ανοίξει την πόρτα. Γραφείο Κηδειών Μέντικ. Δεν το ξέρω». «Ναι». «Θα έρθω γύρω στις έντεκα να τελειώσω ό,τι μπορώ με το αγοράκι». Σαν να μην ήταν αρκετά άσχημη η υπόθεση της Ντριου Μάρτιν, την πρώτη μέρα που γύρισε η Σκαρπέτα απ* τη Ρώμη βρέθηκε μπροστά σε άλλη μια φριχτή υπόθεση, τη δολοφονία ενός αγοριού που τ' όνομά του της είναι ακόμη άγνωστο. Το αγόρι έχει τρυπώσει μες στο μυαλό της, επειδή δεν έχει πού αλλού να πάει, κι εκεί που δεν το περιμένει βλέπει το λεπτοκαμωμένο πρόσωπο του, το κοκαλιάρικο κορμί και τα σγουρά καστανά μαλλιά του. Κι έπειτα βλέπει τα υπόλοιπα, πώς ήταν όταν εκείνη τέλειωσε τη δουλειά της. Μετά από τόσα χρόνια, μετά από χιλιάδες υποθέσεις, ένα κομμάτι του εαυτού της σιχαίνεται αυτό που πρέπει να κάνει στους νεκρούς, επειδή κάποιος άλλος τους το έκανε πρώτος. «Ναι». Αυτό είναι το μόνο που έχει να πει ο Μαρίνο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
59
«Αγενής, άξεστος...» μουρμουρίζει η Σκαρπέτα καθώς κατεβαίνει τη σκάλα. «Έχω μπουχτίσει με όλ' αυτά». Ξεφυσάει από αγανάκτηση. Στην κουζίνα, τα τακούνια της χτυπούν δυνατά στα πλακάκια από τερακότα, που πέρασε μέρες πεσμένη στα τέσσερα για να τα στρώσει όταν μετακόμισε στο παλιό αμαξοστάσιο. Έβαψε τους τοίχους κάτασπρους για ν' αντανακλούν το φως απ* τον κήπο κι επιδιόρθωσε τα δοκάρια από κυπαρίσσι που είχε το κτήριο απ* την κατασκευή του. Η κουζίνα -το πιο σημαντικό δωμάτιο του σπιτιού- είν* εξοπλισμένη με ανοξείδωτες συσκευές, χάλκινες κατσαρόλες και τηγάνια (πάντα καλογυαλισμένα και λαμπερά σαν φρεσκοκομμένα νομίσματα), σανίδες κοπής και χειροποίητα γερμανικά μαχαίρια ενός μεγάλου σεφ. Η ανιψιά της, η Λούσι, πρέπει να έρθει από στιγμή σε στιγμή και η Σκαρπέτα χαίρεται πολύ, αλλά ταυτόχρονα νιώθει περιέργεια. Η Λούσι σπάνια τηλεφωνεί και αυτοπροσκαλείται για πρόγευμα. Η Σκαρπέτα διαλέγει αυτά που της χρειάζονται για ομελέτες με ασπράδια αυγών, γεμιστές με τυρί ρικότα κι άσπρα μανιτάρια σοταρισμένα σε σέρι και αφιλτράριστο ελαιόλαδο. Όχι ψωμί, ούτε καν το άζυμο ψωμί που ψήνει πάνω σε μια πήλινη πλάκα ή testo- που κουβάλησε από την Μπολόνια την εποχή που η ασφάλεια των αεροδρομίων δεν θεωρούσε τα μαγειρικά σκεύη όπλα. Η Λούσι βρίσκεται σε αυστηρή δίαιτα - σε άσκηση, όπως το χαρακτηρίζει. Για πόσο; ρωτάει πάντα η Σκαρπέτα. Για μια ζωή, απαντάει πάντα η Λούσι. Ενώ έχει βαλθεί να χτυπάει τ' ασπράδια και να σκέφτεται αυτά που έχει να κάνει, ξαφνιάζεται από έναν ανησυχητικό γδούπο σ' ένα από τα επάνω παράθυρα. «Όχι, σε παρακαλώ», φωνάζει τρομαγμένη, αφήνοντας το χτυπητή ρι και τρέχοντας στην πόρτα. Απενεργοποιεί το συναγερμό και τρέχει έξω στον κήπο, όπου ένας κίτρινος σπίνος χτυπιέται ανήμπορος πάνω στα παλιά τούβλα. Τον πιάνει απαλά, το κεφάλι του πέφτει μια από δω και μια από κει, τα μάτια του μισόκλειστα. Του μιλάει καθησυχαστικά, του χαϊδεύει τα μεταξένια φτερά, καθώς εκείνος προσπαθεί να
60
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
σταθεί και να πετάξει, και το κεφάλι του πάει δεξιά αριστερά. Είναι απλώς ξαφνιασμένος, αλλά θα συνέλθει απότομα, γι' αυτό γέρνει μπροστά και φτερουγίζει και το κεφάλι του πάει από δω κι από κει. Μπορεί να μην πεθάνει. Ανόητες ευχές για κάποια που ξέρει τι γίνεται. Παίρνει το πουλί μέσα. Στο κλειδωμένο συρτάρι του τραπεζιού της κουζίνας υπάρχει ένα κλειδωμένο κουτί κι εκεί μέσα είναι το μπουκάλι με το χλωροφόρμιο.
Κάθεται στα πίσω τούβλινα σκαλιά και δεν σηκώνεται όταν ακούει το χαρακτηριστικό μουγκρητό της Φεράρι της Λούσι. Το αυτοκίνητο στρίβει από την Κινγκ Στριτ, παρκάρει στο κοινόχρηστο δρομάκι μπροστά στο σπίτι και μετά εμφανίζεται η Λούσι στο αίθριο μ* ένα φάκελο στο χέρι. «Το πρωινό δεν είν' έτοιμο ακόμα, ούτε καν ο καφές», λέει. «Κάθεσαι εδώ έξω και τα μάτια σου είναι κόκκινα». «Αλλεργία», λέει η Σκαρπέτα. «Η τελευταία φορά που κατηγόρησες την αλλεργία -που δεν έχεις, για να λέμε την αλήθεια- ήταν όταν μπήκε ένα πουλί απ' το παράθυρο. Κι είχες ένα λερωμένο μυστρί πάνω στο τραπέζι, έτσι ακριβώς». Η Λούσι δείχνει ένα παλιό μαρμάρινο τραπέζι στον κήπο κι ένα μυστρί που είν' επάνω. Εκεί δίπλα, κάτω από ένα θάμνο, το χώμα είναι φρεσκοσκαμμένο και καλυμμένο με κομματάκια από σπασμένο κεραμικό. «Ένας σπίνος», λέει η Σκαρπέτα. Η Λούσι κάθεται δίπλα της και λέει: «Φαίνεται λοιπόν ότι ο Μπέντον δεν θα έρθει για το Σαββατοκύριακο. Όποτε έρχεται, έχεις μια τεράστια λίστα για ψώνια πάνω στον πάγκο». «Δεν μπορεί να φύγει απ' το νοσοκομείο». Στη μικρή, ρηχή λιμνούλα στη μέση του κήπου πλέουν πέταλα από το κινέζικο γιασεμί και τις καμέλιες, σαν κομφετί. Η Λούσι πιάνει ένα φύλλο μουσμουλιάς που έπεσε πρόσφατα απ' τη βροχή και το στριφογυρίζει απ' το κοτσάνι του. «Ελπίζω να είν' αυτός ο μόνος λόγος. Γυρνάς από τη Ρώμη φέρνοντας το
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
61
μεγάλο νέο, και τι άλλαξε; Τίποτα, απ' όσο βλέπω. Αυτός είν' εκεί, εσύ είσ' εδώ. Δεν σχεδιάζετε να το αλλάξετε αυτό, έτσι;» «Ξαφνικά έγινες και ειδική στις σχέσεις;» «Ειδική σ' αυτές που πάνε στραβά». «Με κάνεις να μετανιώνω που μίλησα», λέει η Σκαρπέτα. «Τα πέρασα αυτά. Έτσι έγινε με την Τζάνετ. Αρχίσαμε να μιλάμε για δέσμευση, για γάμο, τότε που ο νόμος επέτρεψε τελικά στους διεστραμμένους να έχουν περισσότερα δικαιώματα από τα σκυλιά. Ξαφνικά δεν άντεχε το ότι ήταν γκέι. Κι όλα τέλειωσαν πριν καν αρχίσουν. Κι όχι μ' ωραίο τρόπο». «Όχι ωραίο; Γιατί δεν λες ασυγχώρητο;» «Εγώ θα 'πρεπε να μη συγχωρώ, όχι εσύ», λέει η Λούσι. «Δεν ήσουν εκεί. Δεν ξέρεις τι σημαίνει να είσ' εκεί. Δεν θέλω να το συζητήσω». Το αγαλματάκι ενός αγγέλου στέκεται πάνω απ' τη λιμνούλα. Η Σκαρπέτα δεν ξέρει τι προστατεύει. Όχι βέβαια τα πουλιά. Μπορεί να μην προστατεύει τίποτα. Σηκώνεται και τινάζει το πίσω μέρος της φούστας της. «Γι' αυτό ήθελες να μου μιλήσεις», λέει, «ή απλώς σου πέρασε απ' το μυαλό ενώ καθόμουν εδώ κι ένιωθα απαίσια που έκανα ευθανασία σ' ένα ακόμα πουλί;» «Πάντως δεν σε πήρα γι' αυτό χτες το βράδυ, όταν σου είπα ότι πρέπει να σε δω», λέει η Λούσι συνεχίζοντας να παίζει με το φύλλο. Τα μαλλιά της, κόκκινα σαν το ξύλο της κερασιάς με χρυσορόδινες ανταύγειες, είναι καθαρά, λαμπερά και περασμένα πίσω από τ' αυτιά της. Φοράει ένα μαύρο μπλουζάκι που δείχνει ένα όμορφο σώμα φτιαγμένο με σκληρή εξάσκηση και καλές γενετικές καταβολές. Κάπου έχει σκοπό να πάει, υποψιάζεται η Σκαρπέτα, αλλά δεν πρόκειται να τη ρωτήσει. Κάθεται κάτω ξανά. «Η δρ Σελφ». Η Λούσι κοιτάζει στον κήπο έτσι όπως κοιτούν οι άνθρωποι όταν δεν βλέπουν τίποτ' άλλο απ' αυτό που τους απασχολεί. Η Σκαρπέτα δεν περίμενε ν' ακούσει κάτι τέτοιο. «Τι τρέχει μ' αυτήν;»
62
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Σου είπα να την έχεις από κοντά, να 'χεις πάντα τους εχθρούς σου από κοντά», λέει η Λούσι. «Δεν μ' άκουσες. Δεν α ένοιαξε που σε κακολογούσε με κάθε ευκαιρία εξαιτίας εκείνης της υπόθεσης στο δικαστήριο. Λέει πως είσαι ψεύτρα κι επαγγελματίας απατεώνας. Βάλε τ' όνομά σου στο Google και θα δεις. Εγώ την παρακολουθώ, σου στέλνω τις αηδίες της κι εσύ ούτε που τα κοιτάς». «Πώς μπορείς να ξέρεις αν κοιτάζω κάτι ή όχι;» «Είμαι ο system administrator σου. Το πιστό σου IT. Ξέρω πολύ καλά πόση ώρα κρατάς ένα φάκελο ανοιχτό. Μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου», λέει η Λούσι. «Από τι;» «Από τις κατηγορίες ότι χειραγώγησες τους ενόρκους». «Αυτό είναι το δικαστήριο. Χειραγώγηση των ενόρκων». «Εσύ μιλάς; Ή κάθομαι με μια ξένη;» «Όταν είσαι δεμένος, σε βασανίζουν κι ακούς τα ουρλιαχτά των αγαπημένων σου που κακοποιούνται και δολοφονούνται σ' ένα διπλανό δωμάτιο, κι εσύ αφαιρείς τη ζωή σου για να γλιτώσεις τη μοίρα τους - ε, αυτό δεν είναι αυτοκτονία, Λούσι. Είναι φόνος». «Και νομικά;» «Δεν μ' ενδιαφέρει». «Κάποτε σ' ενδιέφερε». «Δεν μ' ενδιέφερε. Δεν μπορείς να ξέρεις τι είχα στο μυαλό όλ' αυτά τα χρόνια που δούλευα σε υποθέσεις κι ανακάλυπτα πως ήμουν ο μόνος συνήγορος των θυμάτων. Η δρ Σελφ κακώς κρύφτηκε πίσω από την ασπίδα του εμπιστευτικού και δεν κοινοποίησε πληροφορίες που θα μπορούσαν ν' αποτρέψουν τρομερά μαρτύρια και θανάτους. Της άξιζαν χειρότερα απ' αυτά που έπαθε. Μα γιατί μιλάμε γι' αυτά; Γιατί μ' αναστατώνεις;» Η Λούσι την κοιτάζει στα μάτια. «Τι λένε; Η εκδίκηση είν' ένα πιάτο που τρώγεται κρύο; Αυτή είναι και πάλι σ' επαφή με τον Μαρίνο». «Αχ, Θεέ μου. Λες κι όλη η προηγούμενη βδομάδα δεν ήταν αρκετή κόλαση. Μα τα 'χει χαμένα ο Μαρίνο;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
63
«Όταν γύρισες από τη Ρώμη και μας είπες τα νέα, λες να χάρηκε; Στο διάστημα ζεις;» «Προφανώς». «Μα πώς γίνεται να μην το βλέπεις; Ξαφνικά αρχίζει να βγαίνει κάθε βράδυ και να μεθάει, βρίσκει μια καινούργια γκόμενα της πλάκας. Αυτή τη φορά ψώνισε από σβέρκο. Ή δεν το ξέρεις; Τη Σάντι Σνουκ, από τα Snook's Flamin' Chips». «Τι είν' αυτό;» «Λιγδερά, παρααλατισμένα τσιπς με γεύση πιπεριάς χαλαπένιο και με σος κόκκινης πιπεριάς. Έκαναν τον πατέρα της πάμπλουτο. Εκείνη ήρθε στην πόλη πριν από κάνα χρόνο. Συνάντησε τον Μαρίνο στον Kick 'Ν Horse το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, κεραυνοβόλος έρωτας». «Αυτός σου τα είπε όλ' αυτά;» «Η Τζες μου τα είπε». Η Σκαρπέτα κουνάει το κεφάλι της, δεν έχει ιδέα ποια είναι η Τζες. «Έχει το Kick 'Ν Horse, το στέκι των μηχανόβιων σαν τον Μαρίνο, και ξέρω ότι τον έχεις ακούσει να μιλάει γι' αυτό. Μου τηλεφώνησε επειδή ανησύχησε για λογαριασμό του και για την τελευταία αγαπημένη του, αυτή την μπουρούχα, ανησύχησε γιατί ο άνθρωπος έχει ξεφύγει. Η Τζες λέει ότι πρώτη φορά τον βλέπει έτσι». «Και πού ήξερε η δρ Σελφ το e-mail του Μαρίνο; Εκτός κι αν ήρθε αυτός σ' επαφή μαζί της», ρωτάει η Σκαρπέτα. «Το προσωπικό της e-mail δεν έχει αλλάξει από τότε που εκείνος ήταν ασθενής της στη Φλόριντα. Το δικό του άλλαξε. Έτσι, μου φαίνεται ότι μπορούμε να καταλάβουμε ποιος έγραψε πρώτος σε ποιον. Μπορώ σίγουρα να το ανακαλύψω. Όχι ότι έχω το password για το προσωπικό του e-mail στον υπολογιστή του σπιτιού του, αλλά τέτοια μικροπροβλήματα δεν με σταμάτησαν ποτέ. Θα πρέπει να...» «Ξέρω τι πρέπει να κάνεις». «Ν' αποκτήσω πρόσβαση από κοντά».
64
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Ξέρω τι πρέπει να κάνεις και δεν θέλω να το κάνεις. Ας μη χειροτερέψουμε κι άλλο τα πράγματα)). «Τουλάχιστον μερικά από τα e-mail που του 'στείλε βρίσκονται τώρα πάνω στο γραφείο του σε κοινή θέα», λέει η Λούσι. «Αυτό είναι παράλογο». «Όχι, βέβαια. Για να σε κάνει να θυμώσεις και να ζηλέψεις. Αντίποινα». «Κι εσύ πώς και τα είδες στο γραφείο του;» «Χάρη σε μια μικρή έκτακτη ανάγκη χτες το βράδυ. Όταν μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι σήμανε συναγερμός που έδειχνε ότι το ψυγείο δεν λειτουργούσε καλά κι ο ίδιος δεν βρισκόταν κοντά στο γραφείο και μου ζήτησε να πάω να το κοιτάξω. Είπε ότι αν χρειαζόταν να τηλεφωνήσω στην εταιρεία με τους συναγερμούς, ο αριθμός ήταν στη λίστα που ήταν κολλημένη δίπλα στο γραφείο του». «Συναγερμός;» λέει η Σκαρπέτα προβληματισμένη. «Κανείς δεν με ειδοποίησε». «Επειδή δεν έγινε τίποτα. Πάω εκεί κι όλα είναι μια χαρά. Το ψυγείο δουλεύει ρολόι. Πάω στο γραφείο του να πάρω το τηλέφωνο της εταιρείας με τους συναγερμούς και να βεβαιωθώ ότι όλα είν' εντάξει, και μάντεψε τι βλέπω στην επιφάνεια εργασίας τού υπολογιστή του». «Μα είναι γελοίο. Συμπεριφέρεται σαν παιδί». «Δεν είναι παιδί, θεία Κέι. Και θ' αναγκαστείς να τον απολύσεις μια απ' αυτές τις μέρες». «Και πώς θα τα καταφέρω; Μετά βίας τα βγάζω πέρα. Ήδη μου λείπουν συνεργάτες και δεν υπάρχει κανείς στον ορίζοντα που να μπορώ να προσλάβω». «Είναι μόνο η αρχή. Αυτός θα χειροτερέψει», λέει η Λούσι. «Δεν είναι ο άνθρωπος που ήξερες κάποτε». «Δεν το πιστεύω και δεν θα μπορούσα να τον απολύσω ποτέ». «Έχεις δίκιο», λέει η Λούσι. «Δεν θα μπορούσες. Θα ήταν σαν διαζύγιο. Είναι ο άντρας σου. Και πραγματικά έχεις περάσει πολύ περισσότερο χρόνο μαζί του παρά με τον Μπέντον».
' ι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
65
«Και βέβαια δεν είναι ο άντρας μου. Μη μου βάζεις φιτίλια, σε παρακαλώ». Η Λούσι πιάνει το φάκελο από τα σκαλιά και της τον δίνει. «Έξι e-mail, όλα απ' αυτήν. Κατά σύμπτωση, αρχίζουν από την περασμένη Δευτέρα, την πρώτη μέρα που γύρισες στη δουλειά από τη Ρώμη. Την ίδια μέρα είδαμε το δαχτυλίδι σου και, σαν μεγάλα λαγωνικά που είμαστε, ανακαλύψαμε ότι δεν το βρήκες στα γαριδάκια». «Έχει και mail από τον Μαρίνο στη δρ Σελφ;» «Μάλλον δεν θέλει να δεις αυτά που της έγραψε. Καλά θα κάνεις να συγκρατηθείς». Και δείχνοντας το φάκελο κι αυτά που είχε μέσα: «Πώς είναι; Της λείπει. Τον σκέφτεται. Εσύ είσαι μια τύραννος, μια αποτυχημένη, και θα πρέπει να νιώθει πολύ δυστυχισμένος που δουλεύει για σένα, και τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει;» «Μα δεν θα βάλει ποτέ μυαλό αυτός ο άνθρωπος;» Είναι μάλλον θλιβερό. «Θα 'πρεπε να του το κρατήσεις κρυφό το νέο. Δεν ήξερες ότι θα τον επηρέαζε;» Η Σκαρπέτα προσέχει τις μοβ μεξικάνικες πετούνιες που σκαρφαλώνουν στο βορινό τοίχο του κήπου. Προσέχει τη μενεξεδιά λαντάνα. Φαίνονται λιγάκι ξεραμένα. «Δεν θα τις διαβάσεις αυτές τις σαχλαμάρες;» Η Λούσι ξαναδείχνει το φάκελο. «Αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να τους κάνω τέτοια χάρη», λέει η Σκαρπέτα. «Έχω να κάνω πιο σημαντικά πράγματα. Γι' αυτό φοράω ταγέρ και θα πάω στο γραφείο κυριακάτικα, ενώ θα μπορούσα να δουλεύω στον κήπο μου ή και να πάω έναν περίπατο». «Έκανα έναν έλεγχο για τον τύπο που θα συναντήσεις σήμερα το απόγευμα. Πρόσφατα έπεσε θύμα επίθεσης. Δεν υπάρχουν ύποπτοι. Και σε σχέση μ' αυτό, κατηγορήθηκε για κατοχή μαριχουάνας. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Πέρα απ' αυτά, ούτε μια κλήση για υπερβολική ταχύτητα. Αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να είσαι μόνη μαζί του».
66
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
«Και το κακοποιημένο αγοράκι που είναι ολομόναχο στο νεκροτομείο μου; Μιας και δεν ανέφερες τίποτα, φαντάζομαι πως οι έρευνές σου στο κομπιούτερ παραμένουν ακόμη άκαρπες». «Είναι σαν να μην υπήρξε». «Ε, λοιπόν, υπήρξε. Κι αυτό που του έκαναν είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που έχω δει ποτέ μου. Ίσως ήρθε η στιγμή να δράσουμε». «Και να κάνουμε τι;» «Σκεφτόμουν τη γενετική στατιστική». «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι κανείς δεν την εφαρμόζει», λέει η Λούσι. «Η τεχνολογία υπάρχει. Είναι βλακεία. Τα άλληλα είναι κοινά μεταξύ συγγενών, και, όπως ισχύει για κάθε βάση δεδομένων, είναι απλώς ζήτημα πιθανοτήτων». «Ένας πατέρας, μια μητέρα, ένας αδερφός θα είχαν μια υψηλότερη βαθμολογία. Και θα τη βλέπαμε και θα επικεντρωνόμασταν εκεί. Νομίζω ότι πρέπει να το δοκιμάσουμε». «Αν το κάνουμε κι αποδειχτεί πως το αγοράκι δολοφονήθηκε από ένα συγγενή, τι γίνεται; Χρησιμοποιούμε τη γενετική στατιστική σε μια ποινική υπόθεση και τι συμβαίνει στο δικαστήριο;» λέει η Λούσι. «Ας ανακαλύψουμε ποιος είναι κι έπειτα ανησυχούμε για το δικαστήριο».
Μπέλμοντ, Μασαχουσέτη. Η δρ Μέριλιν Σελφ κάθεται μπροστά σ' ένα παράθυρο σ' ένα δωμάτιο με θέα. Κατηφορικές πελούζες, δάση και οπωρώνες, καθώς και παλιά τουβλόχτιστα κτήρια παραπέμπουν σε μια εποχή που οι πλούσιοι κι οι διάσημοι μπορούσαν να εξαφανιστούν απ' τον κόσμο, για ένα μικρό διάστημα ή για όσο χρειαζόταν ή, σε ακραίες περιπτώσεις, για πάντα, κι είχαν το σεβασμό και την καλοπέραση που τους άξιζε. Στο Νοσοκομείο ΜακΛίν είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπεις διάσημους ηθοποιούς, μουσικούς, αθλητές και πολιτικούς να περπατούν στους κήπους με τα σπιτάκια που σχεδίασε ο περίφη-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
67
μος αρχιτέκτονας τοπίου Φρέντερικ Λόου Όλμστεντ, που άλλα πασίγνωστα έργα του είναι το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, οι εκτάσεις του Καπιτωλίου των ΗΠΑ, το Κτήμα Μπίλτμορ και η Παγκόσμια Έκθεση του Σικάγου του 1893. Δεν είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπεις τη δρ Μέριλιν Σελφ. Αλλά δεν σκοπεύει να μείνει εδώ πολύ ακόμα, κι όταν το κοινό ανακαλύψει τελικά την αλήθεια, οι λόγοι της θ' αποσαφηνιστούν. Για να είναι ασφαλής και φυλασσόμενη, όπως ήταν πάντα η ιστορία της ζωής της, η μοίρα της. Αυτό που αποκαλεί πεπρωμένο. Είχε ξεχάσει ότι δούλευε εδώ ο Μπέντον Γουέσλι. Τρομερά Μυστικά Πειράματα: Φρανκενστάιν. Γιά να δούμε. Συνεχίζει να γράφει για την πρώτη της εκπομπή όταν θα ξαναβγεί στον αέρα. Ενώ βρισκόμουν σε απομόνωση για να περιφρουρήσω τη ζωή μου, άθελά μου και χωρίς πρόθεση έγινα μάρτυρας -ακόμα χειρότερα, πειραματόζωο- παράνομων πειραμάτων και κακομεταχείρισης. Στο όνομα της επιστήμης. Είναι όπως είπε ο Κουρτς στην Καρδιά του Σκότους - ((Η φρίκη! Η φρίκη!» Υποβλήθηκα σε μια σύγχρονη μορφή αυτών που συνέβαιναν στα άσυλα τις πιο σκοτεινές μέρες των πιο σκοτεινών εποχών, όταν τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους τούς θεωρούσαν υπάνθρωπους και τους μεταχειρίζονταν σαν... Τους μεταχειρίζονταν σαν...; Η κατάλληλη παρομοίωση θα της έρθει αργότερα. Η δρ Σελφ χαμογελάει καθώς φαντάζεται την έκσταση του Μαρίνο όταν ανακάλυψε πως του είχε απαντήσει. Πιθανότατα πίστεψε πως εκείνη (η πιο διάσημη ψυχίατρος του κόσμου) χάρηκε που πήρε νέα του. Ακόμα πιστεύει πως την ενδιαφέρει! Ποτέ δεν την ενδιέφερε. Ακόμα κι όταν ήταν ασθενής της στις λιγότερο λαμπρές μέρες της στη Φλόριντα, δεν την ενδιέφερε. Ήταν κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια διασκεδαστική αγωγή και, ναι (το παραδέχεται), ένα καρύκευμα, γιατί η λατρεία του για κείνη ήταν σχεδόν το ίδιο αξιολύπητη με την ανόητη σεξουαλική εμμονή του με τη Σκαρπέτα. Καημένη, αξιοθρήνητη Σκαρπέτα. Είναι εκπληκτικό τι μπορούν να κάνουν τα κατάλληλα τηλεφωνήματα.
68
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
Το μυαλό της τρέχει. Οι σκέψεις της δεν σταματούν καθόλου μες στο δωμάτιο της στο Παβίλιον, όπου τα γεύματα έρχονται από κέτερινγκ και υπάρχει πάντα ένας υπάλληλος διαθέσιμος, μήπως κάποιος θελήσει να πάει στο θέατρο ή σ' έναν αγώνα των Ρεντ Σοξ ή σ' ένα σπα. Οι προνομιούχοι ασθενείς του Παβίλιον έχουν και με το παραπάνω αυτό που θέλουν, πράγμα που στην περίπτωση της δρ Σελφ είν* ένας δικός της λογαριασμός e-mail κι ένα δωμάτιο όπου έτυχε να μένει μια άλλη ασθενής, ονόματι Κάρεν, όταν έγινε η εισαγωγή της δρ Σελφ, πριν από εννέα μέρες. Η απαράδεκτη κατανομή των δωματίων διορθώθηκε, βέβαια, αρκετά εύκολα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση της διεύθυνσης και χωρίς καμιά καθυστέρηση, την πρώτη κιόλας μέρα, όταν η δρ Σελφ μπήκε στο δωμάτιο της Κάρεν πριν ξημερώσει και την ξύπνησε φυσώντας απαλά τα μάτια της. «Α!» φώναξε η Κάρεν ανακουφισμένη όταν κατάλαβε ότι ο άνθρωπος που έσκυβε πάνω της ήταν η δρ Σελφ κι όχι κάποιος βιαστής. «Έβλεπα ένα παράξενο όνειρο». «Ορίστε, σου έφερα καφέ. Κοιμόσουν σαν νεκρή. Μήπως έμεινες πολλή ώρα να κοιτάς τον πολυέλαιο χτες το βράδυ;» Η δρ Σελφ σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το σκοτεινό περίγραμμα του βικτοριανού κρυστάλλινου πολυελαίου πάνω από το κρεβάτι. «Τι!» φώναξε η Κάρεν έντρομη, αφήνοντας τον καφέ της σ' ένα κομοδίνο αντίκα. «Πρέπει να προσέχουμε όταν κοιτάμε κρύσταλλα. Έχουν υπνωτιστική επίδραση και μπορούν να σε φέρουν σε κατάσταση έκστασης. Τι όνειρο έβλεπες;» «Δρ Σελφ, ήταν τόσο αληθινό! Ένιωσα μια ανάσα στο πρόσωπο μου και τρόμαξα!» «Έχεις καμιά ιδέα ποιος ήταν; Κάποιος απ' την οικογένειά σου; Ένας οικογενειακός φίλος;» «Ο μπαμπάς μου έτριβε τα μουστάκια του στο πρόσωπο μου όταν ήμουν μικρή. Ένιωθα την ανάσα του. Τι αστείο! Τώρα το θυμήθηκα! Ή μπορεί και να το φαντάζομαι. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τι είν' αληθινό». Απογοητευμένη.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
69
«Καταπιεσμένες αναμνήσεις, καλή μου», είπε η δρ Σελφ. «Μην αμφιβάλλεις για τον ενδότερο Εαυτό σου». (Αυτό, ειπωμένο αργά.) «Αυτό λέω σ* όλους τους οπαδούς μου. Μην αμφιβάλλεις για ποιο πράγμα, Κάρεν;» «Για τον ενδότερο Εαυτό μου». «Σωστά. Ο ενδότερος Εαυτός σου» (ειπωμένο πολύ αργά) «ξέρει την αλήθεια. Ο ενδότερος Εαυτός σου ξέρει τι είναι πραγματικό». «Η αλήθεια για τον πατέρα μου; Κάτι πραγματικό που δεν το θυμάμαι;» «Μια αβάσταχτη αλήθεια, μια αδιανόητη πραγματικότητα που δεν μπορούσες να την αντιμετωπίσεις τότε. Βλέπεις, καλή μου, όλα είναι σχετικά με το σεξ. Μπορώ να σε βοηθήσω». «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με!» Υπομονετικά, η δρ Σελφ την οδήγησε πίσω στο χρόνο, όταν ήταν εφτά χρονών, και με την καθοδήγηση της διαίσθησης την έφερε στη σκηνή του αρχικού ψυχικού εγκλήματος. Τελικά η Κάρεν, για πρώτη φορά στην ανούσια, τσακισμένη ζωή της, θυμήθηκε τον πατέρα της να ξαπλώνει στο κρεβάτι της και να τρίβει το γυμνό, ερεθισμένο πέος του στον πισινό της, η ανάσα του που βρομούσε αλκοόλ στο πρόσωπο της, κι έπειτα ένα ζεστό και κολλώδες υγρό στο παντελόνι της πιτζάμας της. Η δρ Σελφ συνέχισε κατευθύνοντας τη δύστυχη Κάρεν στην τραυματική συνειδητοποίηση ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, γιατί η σεξουαλική κακοποίηση, μ' ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι κάτι επαναλαμβανόμενο, κι η μητέρα της πρέπει να το είχε καταλάβει, μιας κι έβλεπε πώς ήταν οι πιτζάμες και τα σεντόνια της μικρής Κάρεν, πράγμα που σήμαινε πως έκλεινε τα μάτια σ' αυτό που έκανε ο άντρας της στη μικρή τους κόρη. «θυμάμαι ότι κάποτε ο πατέρας μου μού έφερε ζεστή σοκολάτα στο κρεβάτι κι εγώ την έχυσα», είπε στο τέλος η Κάρεν. «Θυμάμαι πως ήταν ζεστή και κολλούσε στις πιτζάμες μου. Μπορεί να θυμάμαι αυτό κι όχι...» «Επειδή ήταν πιο ασφαλές να θυμάσαι πως ήταν ζεστή σοκο-
70
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
λάτα. Και μετά τι έγινε;» Καμιά απάντηση. «Αν την έχυσες; Ποιος έφταιγε;» «Εγώ την έχυσα. Εγώ έφταιγα», λέει η Κάρεν κλαίγοντας. «Μήπως γι' αυτό έκανες κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών από τότε; Επειδή νιώθεις ότι αυτό που έγινε ήταν δική σου ευθύνη;» «Όχι από τότε. Άρχισα να πίνω και να καπνίζω μαριχουάνα όταν έγινα δεκατεσσάρων. Αχ, δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξαναπέσω σε έκσταση, δρ Σελφ. Δεν αντέχω τις αναμνήσεις! Ή αν δεν ήταν αλήθεια, τώρα πιστεύω πως είναι!» «Είναι αυτό που έγραψε ο Pitres στο Legons cliniques sur l'hysterie er l'hypnotisme το 1891», είπε η δρ Σελφ καθώς τα δάση κι οι πελούζες εμφανίστηκαν στ' όμορφο φως της αυγής μια θέα που σύντομα θα γινόταν δική της. Εξήγησε το παραλήρημα και την υστερία κοιτάζοντας κατά διαστήματα τον κρυστάλλινο πολυέλαιο πάνω απ' το κρεβάτι της Κάρεν. «Δεν μπορώ να μείνω σ' αυτό το δωμάτιο!» φώναξε η Κάρεν. «Σας παρακαλώ, αλλάζουμε δωμάτια;» την ικέτεψε.
Ο Λούσιους Μέντικ τεντώνει ένα λαστιχάκι στο δεξιό του καρπό καθώς παρκάρει τη γυαλιστερή μαύρη νεκροφόρα του στο στενάκι πίσω από το σπίτι της δρ Σκαρπέτα. Αυτό ήταν δρομάκι για άλογα, όχι για τεράστια οχήματα, τι ανοησίες ήταν αυτές; Η καρδιά του χτυπάει ακόμα δυνατά. Τα νεύρα του είναι σπασμένα. Πάλι καλά που δεν βρήκε σε κανένα δέντρο ή στον ψηλό τουβλόχτιστο τοίχο που χωρίζει το στενάκι και τα παλιά του σπίτια από ένα πάρκο. Τι δοκιμασία είν' αυτή που πρέπει να περάσει, νιώθει μάλιστα σαν να θέλει κιόλας ευθυγράμμιση η ολοκαίνουργια νεκροφόρα του, τραβούσε προς τη μια μεριά καθώς χοροπηδούσε στο λιθόστρωτο, σηκώνοντας σκόνη και μαραμένα φύλλα. Βγαίνει έξω, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη και παρατηρώντας μια γριά που τον κοιτάζει ψηλά από ένα παράθυρο. Ο Λούσιους της χαμογελάει και δεν μπορεί να μη
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
71
σκεφτεί ότι σε λίγο καιρό το χούφταλο θα χρειαστεί τις υπηρεσίες του. Πιέζει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας σε μια πανέμορφη σιδερένια πόρτα κι αναγγέλλει: «Μέντικ». Μετά από μια μεγάλη παύση που τον αναγκάζει να επαναλάβει τ' όνομά του, μια δυνατή γυναικεία φωνή ακούγεται απ' το μεγάφωνο: «Ποιος είναι;» «Γραφείο Κηδειών Μέντικ. Έχω μια παράδοση...» «Και ήρθατε να κάνετε παράδοση εδώ;» «Μάλιστα, κυρία μου». «Μείνετε μέσα στο αυτοκίνητο σας. Έρχομαι αμέσως». Η γοητεία του στρατηγού Πάτον, σκέφτεται ο Λούσιους, κάπως ταπεινωμένος και τσαντισμένος, καθώς ξαναμπαίνει στη νεκροφόρα του. Ανεβάζει το παράθυρο και σκέφτεται τις ιστορίες που έχει ακούσει. Κάποτε η δρ Σκαρπέτα ήταν εξίσου διάσημη με τον Κουίνσι, αλλά κάτι συνέβη όταν ήταν επικεφαλής της ιατροδικαστικής υπηρεσίας... Δεν μπορεί να θυμηθεί πού. Απολύθηκε ή δεν μπόρεσε ν' αντέξει στην πίεση. Μια κατάρρευση. Ένα σκάνδαλο. Κι ίσως όχι μόνο ένα απ' το καθένα. Μετά, εκείνη η πολύκροτη υπόθεση στη Φλόριντα πριν από μερικά χρόνια, μια γυμνή γυναίκα δεμένη από ένα δοκάρι, που βασανίστηκε και κακοποιήθηκε ώσπου δεν μπορούσε ν' αντέξει άλλο και κρεμάστηκε με το ίδιο της το σκοινί. Μια ασθενής εκείνης της ψυχιάτρου από την τηλεόραση. Προσπαθεί να θυμηθεί. Μπορεί να ήταν περισσότερα από ένα τα άτομα που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Είναι σχεδόν βέβαιος πως η δρ Σκαρπέτα κατέθεσε κι ήταν η βασική μάρτυρας που έπεισε τους ενόρκους να θεωρήσουν τη δρ Σελφ ένοχο για κάτι. Και σε μια σειρά άρθρα που έχει διαβάσει από τότε, η δρ Σελφ αναφέρεται στη δρ Σκαρπέτα σαν «ανίκανη και προκατειλημμένη», σαν «κρυφολεσβία» κι «αποτυχημένη». Μπορεί να έχει δίκιο. Οι περισσότερες δυνατές γυναίκες είναι σαν άντρες, ή τουλάχιστον εύχονται να ήταν άντρες, κι όταν ξεκίνησε εκείνη, δεν υπήρχαν πολλές γυναίκες στον κλάδο της. Τώρα πρέπει να υπάρχουν χι-
72
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
λιάδες. Προσφορά και ζήτηση, δεν υπάρχει πια τίποτα το ιδιαίτερο στη Σκαρπέτα, τίποτα, ο κόσμος έχει γεμίσει γυναίκες -νεαρές γυναίκες- που παίρνουν ιδέες απ' την τηλεόραση και κάνουν ό,τι κάνει κι εκείνη. Όλ' αυτά, καθώς και τ* άλλα που λέγονταν για λογαριασμό της, σίγουρα εξηγούσαν γιατί εγκαταστάθηκε εδώ πέρα και δουλεύει σ' ένα μικροσκοπικό αμαξοστάσιο -ένα στάβλο, για να λέμε την αλήθεια-, που ασφαλώς· δεν θύμιζε ούτε κατά διάνοια το μέρος όπου έμενε και δούλευε ο Λούσιους. Μένει στον επάνω όροφο του γραφείου κηδειών, στο Μπόφορτ Κάουντι, που είναι ιδιοκτησία της οικογένειας Μέντικ πάνω από έναν αιώνα. Η τριώροφη έπαυλη σε μια πρώην φυτεία, που έχει ακόμα τις αρχικές καλύβες των σκλάβων, σίγουρα δεν είν' ένα αμαξοστάσιο της πλάκας σ' ένα παλιό στενάκι. Είναι σοκαριστικό, πολύ σοκαριστικό. Άλλο να ταριχεύεις σώματα και να τα προετοιμάζεις για την κηδεία στον επαγγελματικά εξοπλισμένο χώρο μιας έπαυλης, κι άλλο να κάνεις νεκροψίες σ' ένα αμαξοστάσιο, ιδίως αν πρόκειται για τίποτα πνιγμένους -πρασινιάρηδες, τους αποκαλεί- κι άλλους που είναι πολύ δύσκολο να τους κάνεις ευπαρουσίαστους, όση αποσμητική σκόνη D-12 κι αν χρησιμοποιήσεις για να μη βρομίσουν την εκκλησία. Μια γυναίκα εμφανίζεται πίσω από τις διπλές πόρτες κι εκείνος αφήνεται στην αγαπημένη του ενασχόληση, το μάτι, παρατηρώντας τη σχολαστικά πίσω απ' τα σκούρα τζάμια. Ακούγονται μεταλλικοί θόρυβοι καθώς εκείνη ανοίγει και κλείνει την πρώτη μαύρη πόρτα και μετά την εξωτερική - ψηλή, με επίπεδα στριφογυριστά κάγκελα που στη μέση έχουν δυο καμπύλες J που θυμίζουν καρδιά. Λες κι έχει κι εκείνη καρδιά, αλλά ήδη ο Λούσιους είναι βέβαιος ότι δεν έχει. Φοράει ένα λιτό ταγέρ, έχει ξανθά μαλλιά, και την υπολογίζει να είναι γύρω στο ένα εξήντα δύο, φοράει φούστα νούμερο οχτώ, μπλούζα νούμερο δέκα. Ο Λούσιους είναι σχεδόν αλάνθαστος όταν πρόκειται να συμπεράνει πώς θα φαίνονται οι άνθρωποι γυμνοί πάνω στο τραπέζι του ταριχευτή κι αστειεύεται λέγοντας ότι έχει μάτια με ακτίνες Χ. Καθώς του είπε τόσο επιτακτικά να μη βγει απ' το αυτοκίνη-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
73
τό του, δεν βγαίνει. Εκείνη χτυπάει στο σκούρο παράθυρο κι ο Λούσιους αρχίζει να φουντώνει. Τα δάχτυλά του συσπώνται πάνω στα γόνατά του, προσπαθούν ν' ανέβουν στο στόμα του λες κι έχουν δική τους θέληση, κι εκείνος τους λέει όχι. Τεντώνει το λαστιχάκι στον καρπό του και τ' αφήνει απότομα και λέει στα χέρια του να σταματήσουν. Ξανατεντώνει το λαστιχάκι κι αρπάζεται απ' το ξύλινο τιμόνι για να κρατήσει τα χέρια του μακριά από μπλεξίματα. Εκείνη χτυπάει ξανά. Ο Λούσιους πιπιλάει μια πράσινη καραμέλα και κατεβάζει το παράθυρο του. «Παράξενο μέρος να στήσετε επιχείρηση», λέει μ' ένα πλατύ, επαγγελματικό χαμόγελο. «Ήρθατε σε λάθος μέρος», λέει εκείνη, ούτε καν ένα καλημέρα ή ένα χαίρω πολύ. «Τι στο καλό κάνετ' εδώ;» «Λάθος τόπος, λάθος στιγμή. Αυτό είναι που κρατάει ανθρώπους σαν εσάς κι εμένα στη δουλειά», απαντάει ο Λούσιους μ' ένα χαμόγελο όλο δόντια. «Πού βρήκατε αυτή τη διεύθυνση;» λέει εκείνη με τον ίδιο εχθρικό τόνο. Δείχνει να βιάζεται. «Εδώ δεν είναι το γραφείο μου. Και σίγουρα δεν είναι το νεκροτομείο. Λυπάμαι για την ταλαιπωρία, αλλά πρέπει να φύγετε αμέσως». «Είμαι ο Λούσιους Μέντικ από το Γραφείο Κηδειών Μέντικ του Μπόφορτ, ακριβώς έξω από το Χίλτον Χεντ». Δεν της σφίγγει το χέρι, δεν σφίγγει κανενός το χέρι αν μπορεί να το αποφύγει. «Νομίζω ότι μπορείτε να μας θεωρείτε το καλύτερο γραφείο κηδειών. Οικογενειακή επιχείρηση, τρία αδέρφια, μ' εμένα μαζί. Το αστείο είναι πως όταν ζητάς έναν Μέντικ, δεν σημαίνει ότι αναφέρεσαι κατ' ανάγκη σε κάποιον ζωντανό. Το πιάσατε;» Δείχνει με τον αντίχειρά του το πίσω μέρος της νεκροφόρας και λέει: «Πέθανε σπίτι της, πιθανόν από καρδιακή προσβολή. Ανατολίτισσα, γριά, αρχαία όσο κι οι πέτρες. Φαντάζομαι ότι έχετε ήδη όλα τα στοιχεία. Η γειτόνισσά σας εκεί πάνω είναι καμιά κατάσκοπος;» Κοιτάζει προς το παράθυρο. «Μίλησα με τον ανακριτή χτες το βράδυ γι' αυτή την υπόθε-
74
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
ση», λέει η Σκαρπέτα στον ίδιο τόνο. «Πού βρήκατε αυτή τη διεύθυνση;» «Ο ανακριτής...» «Σας έδωσε αυτή τη διεύθυνση; Ξέρει πού είναι το γραφείο μου...» «Όχι, περιμένετε. Κατ* αρχήν, είμαι καινούργιος στις παραδόσεις. Βαριόμουνα θανάσιμα να κάθομαι σ' ένα γραφείο και να έχω ν' αντιμετωπίσω τις οικογένειες των νεκρών, κι αποφάσισα πως ήταν ώρα να ξαναβγώ στο δρόμο». «Δεν πρέπει να κάνουμε αυτή τη συζήτηση εδώ». Α, ναι, πρέπει, θα την κάνουν, κι ο Λούσιους λέει: «Έτσι αγόρασα αυτή τη δωδεκαβάλβιδη Κάντιλακ του '98, διπλά καρμπιρατέρ, ζάντες αλουμινίου, υποδοχείς για σημαίες, μοβ προβολέας και μαύρο βάθρο για τα φέρετρα. Τόσο φορτωμένη, που μόνο η χοντρή του τσίρκου λείπει». «Κύριε Μέντικ, ο ερευνητής Μαρίνο είναι καθ' οδόν για το νεκροτομείο. Μόλις του τηλεφώνησα». «Κατά δεύτερον, ουδέποτε σας είχα παραδώσει πτώμα. Έτσι, δεν είχα ιδέα πού είναι το γραφείο σας, μέχρι που το έψαξα». «Νόμιζα πως σας το είχε πει ο ανακριτής». «Δεν μου είπε κάτι τέτοιο». «Πρέπει να φύγετε. Δεν μπορώ να έχω μια νεκροφόρα πίσω απ' το σπίτι μου». «Βλέπετε, η οικογένεια αυτής της Ανατολίτισσας κυρίας θέλει ν' αναλάβουμε εμείς την κηδεία, οπότε είπα στον ανακριτή ότι θα έκανα εγώ τη μεταφορά. Κι έψαξα να βρω τη διεύθυνσή σας». «Την ψάξατε; Πού την ψάξατε; Και γιατί δεν τηλεφωνήσατε στον ερευνητή μου;» «Τηλεφώνησα, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να με καλέσει κι έτσι αναγκάστηκα, όπως σας είπα, ν' αναζητήσω τη διεύθυνσή σας». Ο Λούσιους τεντώνει το λαστιχάκι. «Στο Ίντερνετ. Ήταν στον κατάλογο του Εμπορικού Επιμελητηρίου». Σπάζει ένα κομματάκι απ' την καραμέλα με τα πίσω δόντια του. «Η διεύθυνση αυτή δεν είναι καταχωρισμένη και δεν ήταν πο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
75
τέ στο Ίντερνετ, ούτε την μπέρδεψε ποτέ κανείς με το γραφείο μου -το νεκροτομείο-, και μένω εδώ δύο χρόνια. Είστε ο πρώτος που κάνει κάτι τέτοιο». «Μη μου θυμώνετε. Δεν φταίω εγώ για το τι υπάρχει στο Ίντερνετ». Τεντώνει το λαστιχάκι. «Αλλ* αν με καλούσαν νωρίτερα μες στη βδομάδα, όταν βρέθηκε εκείνο το αγοράκι, θα είχα παραδώσει εγώ το πτώμα του και τώρα δεν θα είχαμε αυτό το πρόβλημα. Περάσατε δίπλα μου στον τόπο του εγκλήματος και με αγνοήσατε, αλλ' αν είχαμε δουλέψει μαζί σ' εκείνη την περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι θα μου είχατε δώσει τη σωστή διεύθυνση». Τεντώνει ξανά το λαστιχάκι, τσαντισμένος που δεν του δείχνει περισσότερο σεβασμό. «Γιατί ήσασταν στον τόπο του εγκλήματος αν ο ανακριτής δεν σας ζήτησε να μεταφέρετε το πτώμα;» Γίνεται πολύ απαιτητική, τον κοιτάζει λες κι έχει μπροστά της κάναν ταραχοποιό. «Το σύνθημά μου είναι "Να είσ' εκεί". Κάπως σαν το "Just Do It" της Nike. Ε, το δικό μου είναι "Να είσ' εκεί". Το πιάσατε; Μερικές φορές, το μόνο που χρειάζεται είναι να 'σαι ο πρώτος που εμφανίζεται». Τεντώνει το λαστιχάκι και, καθώς το αφήνει, εκείνη τον κοιτάζει δηκτικά κι έπειτα κοιτάζει το σκάνερ της αστυνομίας μέσα στη νεκροφόρα του. Ο Λούσιους περνάει τη γλώσσα του πάνω από τη διάφανη πλαστική θήκη που φοράει στα δόντια για να μην τρώει τα νύχια του. Τεντώνει το λαστιχάκι στον καρπό του. Το αφήνει απότομα, σαν μαστίγιο, και τον πονάει διαολεμένα. «Πηγαίνετε στο νεκροτομείο τώρα, σας παρακαλώ». Σηκώνει το κεφάλι της προς τη γειτόνισσα που συνεχίζει να τους κοιτάζει από ψηλά. «Θα φροντίσω να σας συναντήσει ο ερευνητής Μαρίνο». Απομακρύνεται ένα βήμα από τη νεκροφόρα, παρατηρώντας ξαφνικά κάτι στο πίσω μέρος της. Σκύβει να δει καλύτερα. «Η μέρα γίνεται όλο και καλύτερη», λέει κουνώντας το κεφάλι. Εκείνος κατεβαίνει και δεν μπορεί να το πιστέψει. «Γαμώτο!» φωνάζει. «Γαμώτο! Γαμώτο!»
4 Εταιρεία Ιατροδικαστικής Παθολογίας, στις παρυφές του Κολεγίου του Τσάρλεστον. Το διώροφο τουβλόχτιστο κτήριο χρονολογείται πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο και γέρνει λιγάκι, επειδή μετατοπίστηκαν τα θεμέλιά του με το σεισμό του 1886. Αυτό τουλάχιστον είπε ο κτηματομεσίτης στη Σκαρπέτα όταν το αγόρασε για λόγους που ο Πιτ Μαρίνο συνεχίζει να μην καταλαβαίνει. Υπήρχαν ωραιότερα κτήρια, ολοκαίνουργιες κατασκευές που θα μπορούσε ν' αγοράσει. Αλλά, για κάποιο λόγο, αυτή, η Λούσι κι η Ρόουζ επέλεξαν αυτό το κτήριο που χρειαζόταν πολύ περισσότερη δουλειά απ' όση φανταζόταν ο Μαρίνο όταν ανέλαβε αυτή τη θέση. Επί μήνες έξυναν στρώματα σοβάδων και μπογιάς, έριχναν τοίχους, αντικαθιστούσαν παράθυρα και κεραμίδια στη στέγη. Έψαξαν για εξοπλισμό, κυρίως από γραφεία κηδειών, νοσοκομεία κι εστιατόρια, ώσπου τελικά διαμόρφωσαν ένα επαρκέστατο νεκροτομείο που διαθέτει ειδικό σύστημα εξαερισμού, χημικές κουκούλες, εφεδρική γεννήτρια, δωμάτιο ψυγείου και δωμάτιο κατάψυξης, χώρο αποσύνθεσης, χειρουργικά καρότσια, φορεία. Οι τοίχοι και τα πατώματα είναι περασμένα με εποξειδική βαφή που μπορεί να ξεπλυθεί, ενώ η Λούσι εγκατέστησε κι ένα ασύρματο σύστημα ασφαλείας και υπολογιστών που είναι τόσο μυστηριώδες για τον Μαρίνο όσο κι ο Κώδικας ντα Βίντσι. «Ποιος διάολο θα 'θελε να κάνει διάρρηξη σ' αυτό το μέρος;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
77
λέει στη Σάντι Σνουκ καθώς πληκτρολογεί έναν κωδικό που απενεργοποιεί το συναγερμό της πόρτας που οδηγεί από τη ρεσεψιόν στο νεκροτομείο. «Σίγουρα πάρα πολλοί», λέει εκείνη. «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα». «Όχι. Όχι εδώ μέσα». Την οδηγεί σε μια άλλη πόρτα με συναγερμό. «Θέλω να δω κάνα δυο πτώματα». «Όχι». «Τι φοβάσαι; Είναι πολύ παράξενο που τη φοβάσαι τόσο», λέει η Σάντι περπατώντας διστακτικά. «Είναι σαν να 'σαι σκλάβος της». Η Σάντι το λέει αυτό συνέχεια και κάθε φορά ο Μαρίνο εξοργίζεται περισσότερο. «Αν τη φοβόμουν, δεν θα σ' έμπαζα εδώ μέσα, εντάξει, όσο κι αν με τρελαίνεις μ' αυτό το θέμα. Έχει παντού κάμερες, οπότε γιατί διάολο να το κάνω αν τη φοβάμαι;» Εκείνη κοιτάζει προς το μέρος μιας κάμερας και κουνάει το χέρι. «Κόφ' το», της λέει. «Γιατί, ποιος θα το δει; Κανείς δεν είν' εδώ, εκτός από μας τις κότες, και δεν υπάρχει λόγος η Μεγάλη Αρχηγός να κοιτάξει τις κασέτες, καλά δεν λέω; Αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ, σωστά; Τη φοβάσαι, τα κάνεις πάνω σου. Είναι αηδία, ολόκληρος άντρας σαν εσένα. Ο μόνος λόγος που μ' άφησες να μπω είναι ότι εκείνος ο κόπανος απ' το γραφείο κηδειών έπαθε λάστιχο. Κι η Μεγάλη Αρχηγός θ' αργήσει να έρθει και κανείς ποτέ δεν θα κοιτάξει τις κασέτες». Κουνάει πάλι το χέρι της προς την κάμερα. «Δεν θα είχες το κουράγιο να με ξεναγήσεις εδώ μέσα αν υπήρχε πιθανότητα να το ανακαλύψει κάποιος και να το πει στη Μεγάλη Αρχηγό». Χαμογελάει και κουνάει το χέρι σε μια άλλη κάμερα. «Βγαίνω καλή στις κάμερες. Έχεις βγει ποτέ στην τηλεόραση; Ο μπαμπάς μου έβγαινε στην τηλεόραση συνέχεια, έκανε μόνος του τα διαφημιστικά του. Ήμουν κι εγώ σε μερικά, θα μπορούσα να κάνω καριέρα στην τηλεόραση, αλλά ποιος θέλει να τον κοιτάνε συνέχεια οι άλλοι;» «Εκτός από σένα;» Της ρίχνει μια στον πισινό.
78
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
Τα γραφεία είναι στον πρώτο όροφο. Του Μαρίνο είναι το πιο κομψό που είχε ποτέ του, με πατώματα, καρέκλες και διακοσμητικές κορνίζες από πεύκο. «Βλέπεις, τότε, το 1800», λέει στη Σάντι καθώς μπαίνουν μέσα, «το γραφείο μου ήταν μάλλον η τραπεζαρία». «Η τραπεζαρία μας στο Σάρλοτ ήταν δέκα φορές πιο μεγάλη», λέει κοιτάζοντας γύρω της και μασώντας τσίχλα. Ποτέ δεν την έχει φέρει στο γραφείο του, ποτέ δεν έχει μπει σ' αυτό το κτήριο. Ο Μαρίνο δεν θα τολμούσε να ζητήσει την άδεια και η Σκαρπέτα δεν θα του την έδινε. Αλλά μετά από ένα παρακμιακό ξενύχτι με τη Σάντι, εκείνη ξανάρχισε να τον πρήζει πως είναι σκλάβος της Σκαρπέτα και τον έπιασαν οι κακίες του. Έπειτα η Σκαρπέτα του τηλεφώνησε για να του πει ότι ο Λούσιους Μέντικ είχε πάθει λάστιχο και θ* αργούσε, και μετά η Σάντι άρχισε να του χώνεται και γι' αυτό και να γκρινιάζει ότι ο Μαρίνο έτρεχε για το τίποτα κι ότι θα μπορούσε μια χαρά να της κάνει μια ξενάγηση, όπως του το ζητούσε εδώ και μια βδομάδα. Στο κάτω κάτω της γραφής, είναι η κοπέλα του και θα 'πρεπε τουλάχιστον να δει πού δουλεύει. Έτσι, της είπε να τον ακολουθήσει με τη μοτοσικλέτα της βόρεια στη Μίτινγκ Στριτ. «Είναι γνήσιες αντίκες», περηφανεύεται. «Από παλαιοπωλεία. Η δόκτωρ τις πέρασε καινούργιο βερνίκι μόνη της. Πρώτη φορά στη ζωή μου κάθισα σε γραφείο πιο παλιό από μένα». Η Σάντι κάθεται στη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του κι αρχίζει ν' ανοίγει τα συρτάρια. «Εγώ κι η Ρόουζ κάναμ' ένα σωρό βόλτες εδώ μέσα προσπαθώντας να καταλάβουμε τι ήταν τι, και καταλήξαμε πως το γραφείο της ήταν κάποτε η κυρίως κρεβατοκάμαρα. Κι ο μεγαλύτερος χώρος, το γραφείο της δόκτορος, ήταν αυτό που ονόμαζαν καθιστικό». «Είναι βλακεία». Η Σάντι κοιτάζει μέσα σ' ένα συρτάρι. «Πώς μπορείς και βρίσκεις τα πράγματά σου εδώ μέσα; Είναι λες και χώνεις όλη τη σαβούρα στα συρτάρια επειδή βαριέσαι να τ' αρχειοθετήσεις».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
79
«Ξέρω πολύ καλά πού βρίσκονται τα πάντα. Έχω δικό μου σύστημα αρχειοθέτησης, τα πράγματα μπαίνουν ανάλογα με τα συρτάρια. Είναι σαν το σύστημα Ντιούι των ντεσιμπέλ». «Πού είναι τότε οι καρτέλες σου, μεγάλε;» «Εδώ μέσα». Χτυπάει το γυαλιστερό, ξυρισμένο κεφάλι του. «Δεν έχεις καμιά ωραία υπόθεση δολοφονίας εδώ μέσα; Τίποτα φωτογραφίες;» «Όχι». Η Σάντι σηκώνεται και στρώνει το δερμάτινο παντελόνι της. «Ώστε η Μεγάλη Αρχηγός έχει το καθιστικό. Θέλω να το δω». «Όχι». «Έχω το δικαίωμα να δω πού δουλεύει, μιας και φαίνεται πως είσαι ιδιοκτησία της». «Δεν είμαι ιδιοκτησία της και δεν θα μπούμε εκεί μέσα. Δεν έχει τίποτα να δεις, εκτός από βιβλία κι ένα μικροσκόπιο». «Σίγουρα θα 'χει μερικές ωραίες υποθέσεις δολοφονίας εκεί στο καθιστικό της». «Όχι. Τις λεπτές υποθέσεις τις έχουμε κλειδωμένες. Με άλλα λόγια, αυτές που θα σου φαίνονταν ωραίες». «Κάθε δωμάτιο είναι για να καθόμαστε, σωστά; Οπότε γιατί το λέγανε καθιστικό;)) Δεν σκοπεύει να το βουλώσει. «Είναι βλακεία». «Παλιά το λέγανε καθιστικό για να το διαφοροποιήσουν απ' το σαλόνι», της εξηγεί κοιτάζοντας περήφανα το γραφείο του, τα 7ΐτυχία του στους ντυμένους με ξύλο τοίχους, το μεγάλο λεξικό που δεν χρησιμοποιεί ποτέ, όλα τ' ανέγγιχτα βιβλία αναφοράς που του δίνει η Σκαρπέτα όποτε παίρνει τις καινούργιες, αναθεωρημένες εκδόσεις. Και φυσικά, τα βραβεία του απ' το μπόουλινγκ - όλα τακτοποιημένα και καλογυαλισμένα στα εντοιχισμένα ράφια. «Το σαλόνι ήταν το πραγματικά επίσημο δωμάτιο, ακριβώς μετά την εξώπορτα, όπου έχωνες τους ανθρώπους που δεν ήθελες να μείνουν πάρα πολλή ώρα, ενώ το αντίθετο ίσχυε για το καθιστικό». «Δείχνεις να χαίρεσαι που εκείνη πήρε αυτό το σπίτι. Όσο κι αν παραπονιέσαι».
80
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Δεν είναι καθόλου άσχημο, κι ας είναι παλιό. Πάντως θα προτιμούσα κάτι καινούργιο». «Και το δικό σου δεν είναι άσχημο, κι ας είναι παλιό». Τον αρπάζει σφιχτά κι εκείνος πονάει. «Για να πω την αλήθεια, εμένα μου φαίνεται καινούργιο. Δείξε μου το γραφείο της. Δείξε μου πού δουλεύει η Μεγάλη Αρχηγός». Τον αρπάζει ξανά. «Τραβάς ζόρια εξαιτίας της ή εξαιτίας μου;» «Σκάσε», της λέει απομακρύνοντας το χέρι της, ενοχλημένος από τ' αστεία της. «Δείξε μου πού δουλεύει». «Σου είπα όχι». «Τότε δείξε μου το νεκροτομείο». «Δεν γίνεται». «Γιατί; Επειδή τη φοβάσαι τόσο πολύ; Τι θα κάνει; Θα καλέσει την αστυνομία νεκροτομείων; Δείξ' το μου», απαιτεί. Εκείνος ρίχνει μια ματιά σε μια μικροσκοπική κάμερα σε μια γωνιά του χολ. Κανείς δεν θα δει τις κασέτες. Η Σάντι έχει δίκιο. Ποιος θα νοιαστεί; Δεν υπάρχει λόγος. Νιώθει και πάλι εκείνο το συναίσθημα - ένα κράμα μνησικακίας, οργής κι εκδικητικότητας που τον σπρώχνει να κάνει κάτι φριχτό.
Τα δάχτυλα της δρ Σελφ χτυπούν στο λάπτοπ της, συνεχώς έρχονται καινούργια e-mail (πράκτορες, δικηγόροι, διαχειριστές, στελέχη του δικτύου, ειδικοί ασθενείς και πολύ επίλεκτοι οπαδοί της). Τίποτα καινούργιο όμως απ' αυτόν. Τον Άνθρωπο της Άμμου. Δεν το αντέχει. Εκείνος θέλει να την κάνει να νομίζει πως έχει διαπράξει το αδιανόητο, να τη βασανίζει απ' την αγωνία, τον τρόμο, κάνοντάς τη να σκέφτεται το αδιανόητο. Όταν εκείνη άνοιξε το τελευταίο του mail εκείνη τη μοιραία Παρασκευή, στη διάρκεια του πρωινού της διαλείμματος στο γραφείο, αυτό που της έστειλε, το τελευταίο πράγμα που της έστειλε, της άλλαξε τη ζωή. Προσωρινά τουλάχιστον. Ας μην είν' αλήθεια.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
81
Πόσο ανόητη κι εύπιστη ήταν όταν του απάντησε στο πρώτο e-mail που της έστειλε στην προσωπική της διεύθυνση το περασμένο φθινόπωρο - ωστόσο της είχε κινήσει την περιέργεια. Πώς μπορεί να βρήκε την προσωπική και τελείως απόρρητη διεύθυνσή της; Έπρεπε να μάθει. Του έγραφε και τον ρώτησε. Δεν της είπε. Άρχισαν ν* αλληλογραφούν. Ήταν ασυνήθιστος, ιδιαίτερος. Είχε επιστρέψει από το Ιράκ, όπου είχε πληγωθεί βαθύτατα. Με τη σκέψη ότι μπορεί να ήταν καταπληκτικός προσκεκλημένος σε μια από τις εκπομπές της, ανέπτυξε μια θεραπευτική online σχέση μαζί του, χωρίς να υποψιάζεται καν ότι μπορεί να ήταν ικανός για το αδιανόητο. Αχ, ας μην είν' αλήθεια. Αχ, αν μπορούσε να τα διαγράψει όλα. Αν γινόταν να μην του είχε απαντήσει. Αν γινόταν να μην είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει. Είναι παράφρονας - κι εκείνη σπάνια χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη. Εκείνη πίστευε πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν ν' αλλάξουν. Όχι κι αυτός όμως. Όχι αν είχε κάνει το αδιανόητο. Αχ, ας μην είν' αλήθεια. Αν είχε κάνει το αδιανόητο, είν' ένα αποκρουστικό ανθρώπινο πλάσμα που δεν επιδέχεται καμιά βελτίωση. Ο Άνθρωπος της Άμμου. Τι σημαίνει αυτό, και γιατί εκείνη δεν απαίτησε να της πει, γιατί δεν τον απείλησε ότι αν αρνιόταν, θα έκοβε κάθε επαφή μαζί του; Επειδή είναι ψυχίατρος. Οι ψυχίατροι δεν απειλούν τους πελάτες τους. Αχ, ας μην είν' αλήθεια το αδιανόητο. Όποιος κι αν είναι στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε απ' αυτήν ούτε από κανέναν άλλο στον κόσμο, και τώρα πια μπορεί να έχει κάνει αυτό που εκείνη δεν περίμενε ποτέ. Μπορεί να έκανε το αδιανόητο! Αν το έκανε, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί η δρ Σελφ. Αυτό το αποφάσισε στο γραφείο της μια μέρα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ, τότε που είδε τη φωτογραφία που της έστειλε και συνειδητοποίησε ότι διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο για πολλούς λόγους, πράγμα που της επέβαλε να πει στους παραγω-
ι
82
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
γούς της ότι υπήρχε μια έκτακτη οικογενειακή ανάγκη που δεν μπορούσε να την αποκαλύψει. Θα διέκοπτε την εκπομπή της κι έλπιζε να μην είναι για πάνω από λίγες εβδομάδες. Εκείνοι θα 'πρεπε να καλύψουν την απουσία της με το συνηθισμένο της αντικαταστάτη (έναν κάπως διασκεδαστικό ψυχολόγο που δεν αποτελεί ανταγωνιστή της, ωστόσο ο ίδιος θέλει να πιστεύει πως είναι). Γι' αυτό δεν μπορεί να μείνει μακριά πάνω από λίγες εβδομάδες. Όλοι θέλουν να της πάρουν τη θέση. Η δρ Σελφ τηλεφώνησε στον Πάουλο Μαρόνι (είπε πως ήταν συστημένη και τη συνέδεσαν κατευθείαν) και μπήκε (μεταμφιεσμένη) σε μια λιμουζίνα (δεν μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιήσει κάποιον από τους σοφέρ της) και στη συνέχεια (πάντα μεταμφιεσμένη) σ' ένα ιδιωτικό τζετ και εισήχθη μυστικά στο ΜακΛίν, όπου είναι ασφαλής, κρυμμένη, και, όπως ελπίζει, θ' ανακαλύψει σύντομα πως το αδιανόητο δεν συνέβη. Είναι απλώς ένα αρρωστημένο αστείο. Οι τρελοί κάνουν πολύ συχνά ψεύτικες ομολογίες. (Κι αν δεν είναι;) Πρέπει να σκεφτεί το χειρότερο σενάριο: ο κόσμος θα κατηγορήσει αυτήν. Θα πουν ότι εξαιτίας της ο παρανοϊκός απέκτησε εμμονή με την Ντριου Μάρτιν αφότου εκείνη κέρδισε το U.S. Open κι εμφανίστηκε στις εκπομπές της δρ Σελφ. Απίστευτες εκπομπές κι αποκλειστικές συνεντεύξεις. Τι καταπληκτικές στιγμές μοιράστηκαν με την Ντριου στον αέρα, μιλώντας για τη θετική σκέψη, για την ενδυνάμωση του εαυτού μας με τα κατάλληλα εργαλεία, για το να παίρνεις πραγματικά την απόφαση να χάσεις ή να κερδίσεις και πώς αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Ντριου, στα δεκαέξι της μόλις χρόνια, να κάνει μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ιστορία του τένις. Η βραβευμένη σειρά της δρ Σελφ Πότε να κερδίσεις ήταν μια πρωτοφανής επιτυχία. Ο σφυγμός της επιταχύνεται καθώς επιστρέφει στην άλλη πλευρά του τρόμου. Ανοίγει ξανά το e-mail του Ανθρώπου της Άμμου, λες κι αν το ξανακοιτάξει, λες κι αν το ξανακοιτάξει αρκετά, θα το αλλάξει με κάποιον τρόπο. Δεν υπάρχει κείμενο, μόνο ένα συνημμένο, μια υψηλής ανάλυσης τρομαχτική φωτογραφία της Ντριου,
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
83
να κάθεται γυμνή σε μια μπανιέρα με γκρίζα μωσαϊκά πλακάκια, χωμένη σ' ένα δάπεδο από τερακότα. Το νερό είναι ώς τη μέση της κι όταν η δρ Σελφ μεγεθύνει τη φωτογραφία, όπως έχει κάνει τόσες φορές, μπορεί να διακρίνει τα μπράτσα της Ντριου που έχουν ανατριχιάσει και τα μελανιασμένα χείλη και τα νύχια της, πράγμα που σημαίνει πως το νερό που τρέχει από μια παλιά μπρούντζινη βρύση είναι κρύο. Τα μαλλιά της είναι υγρά, η έκφραση στ* όμορφο πρόσωπο της δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Εμβρόντητη; Αξιολύπητη; Σοκαρισμένη; Μοιάζει ναρκωμένη. Ο Άνθρωπος της Άμμου είχε πει στη δρ Σελφ σε προηγούμενα e-mail του ότι στο Ιράκ ήταν συνηθισμένο να βουτάνε στο νερό τους γυμνούς αιχμαλώτους. Να τους δέρνουν, να τους εξευτελίζουν, να τους αναγκάζουν να κατουράνε ο ένας τον άλλο. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις, της έγραψε. Μετά από λίγο του φαινόταν φυσιολογικό και δεν τον πείραζε να τραβάει φωτογραφίες. Δεν τον πείραζε μέχρι που συνέβη εκείνο το κάτι που έκανε, και ποτέ δεν της είπε τι ήταν εκείνο το κάτι, κι εκείνη είναι βέβαιη πως αυτό σηματοδότησε τη μεταμόρφωση του σε τέρας. Αν βέβαια είχε διαπράξει το αδιανόητο, αν αυτό που της έστειλε δεν ήταν φάρσα. (Ακόμα κι αν είναι φάρσα, πρέπει να είναι τέρας για να της κάνει κάτι τέτοιο!) Μελετάει τη φωτογραφία για τυχόν ίχνη παραποίησης, τη μεγεθύνει και τη μικραίνει, της αλλάζει κατεύθυνση, την κοιτάζει καλά καλά. Όχι, όχι, όχι, συνεχίζει να καθησυχάζει τον εαυτό της. Δεν μπορεί να είν' αληθινή. (Κι αν είναι;) Ζυγίζει με το μυαλό της τα ενδεχόμενα. Αν θεωρηθεί υπεύθυνη, η καριέρα της στην τηλεόραση θα τιναχτεί στον αέρα. Προσωρινά τουλάχιστον. Τα εκατομμύρια των οπαδών της θα πουν ότι ήταν δικό της το λάθος, γιατί θα 'πρεπε να το φανταστεί, δεν θα 'πρεπε ποτέ να μιλάει για την Ντριου σε e-mail μ' έναν ανώνυμο ασθενή που αυτοαποκαλείται Άνθρωπος της Άμμου και ισχυριζόταν ότι έβλεπε την Ντριου στην τηλεόραση και διάβαζε γι' αυτήν και τη θεωρούσε πολύ γλυκό κορίτσι, αλλά αβάσταχτα απο-
84
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
μονωμένο, κι ήταν βέβαιος ότι θα τη γνώριζε κι ότι εκείνη θα τον αγαπούσε και δεν θα υπέφερε άλλο. Αν το μάθαινε το κοινό, θα γινόταν πάλι ό,τι είχε γίνει στη Φλόριντα, και μάλιστα ακόμα χειρότερα. Θα την κατηγορούσαν. Άδικα. Για ένα διάστημα τουλάχιστον. «Είδα την Ντριου στην εκπομπή σας κι ένιωσα το αβάσταχτο μαρτύριο της», έγραψε ο Άνθρωπος της Άμμου. «Θα μ' ευγνωμονεί». Η δρ Σελφ κοιτάζει τη φωτογραφία στην οθόνη της. Θα επικριθεί σφοδρά που δεν κάλεσε την αστυνομία αμέσως μόλις πήρε το e-mail, ακριβώς πριν από εννιά μέρες, και κανείς δεν θα δεχτεί το σκεπτικό της, που είναι απολύτως λογικό: Αν αυτό που έστειλε ο Άνθρωπος της Άμμου είναι αληθινό, είναι πολύ αργά για να κάνει οτιδήποτε· αν είναι απλώς μια αρρωστημένη φάρσα (κάτι που στήθηκε μ' αυτά τα προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών), ποιος ο λόγος να το κοινοποιήσει κι ίσως να βάλει ιδέες στο μυαλό ενός παράφρονα; Εντελώς παράδοξα, οι σκέψεις της στρέφονται στον Μαρίνο. Στον Μπέντον. Στη Σκαρπέτα. Και η Σκαρπέτα μπαίνει στο μυαλό της. Μαύρο ταγέρ με φαρδιές γαλάζιες ρίγες και μια ασορτί γαλάζια μπλούζα που κάνει τα μάτια της ακόμα πιο γαλανά. Τα ξανθά μαλλιά της είναι κοντά, το μακιγιάζ της ελάχιστο. Εντυπωσιακή και δυνατή, κάθεται στητή αλλά άνετη στο εδώλιο του μάρτυρα, απέναντι από τους ενόρκους. Τους είχε υπνωτίσει καθώς απαντούσε στις ερωτήσεις κι εξηγούσε. Δεν έριξε ούτε μια ματιά στις σημειώσεις της. . «Δεν είν' αλήθεια ότι σχεδόν όλοι οι απαγχονισμοί είναι αυτοκτονίες, επομένως θα πρέπει να θεωρούμε πιθανό ν' αφαίρεσε η ίδια τη ζωή της;» Ένας από τους συνηγόρους της δρ Σελφ βημάτιζε μέσα στο δικαστήριο της Φλόριντα. Η δρ Σελφ είχε μόλις καταθέσει, είχε μόλις κατέβει από το εδώλιο του μάρτυρα και δεν μπορούσε ν' αντισταθεί και να μην
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
85
παρακολουθήσει τη διαδικασία. Να παρακολουθήσει αυτήν. Τη Σκαρπέτα. Να περιμένει να κάνει μια παραδρομή ή ένα λάθος. «Στατιστικά, στη σύγχρονη εποχή, είν' αλήθεια πως οι περισσότεροι απαγχονισμοί -απ' όσο ξέρουμε- είναι αυτοκτονίες», απαντάει η Σκαρπέτα στους ενόρκους, αρνούμενη να κοιτάξει το συνήγορο της δρ Σελφ κι απαντώντας του σαν να μιλούσε σε συσκευή ενδοεπικοινωνίας από ένα άλλο δωμάτιο. «Απ' όσο ξέρουμε; Εννοείται, κυρία Σκαρπέτα, ότι...» «Δόκτωρ Σκαρπέτα», διορθώνει χαμογελώντας στους ενόρκους. Εκείνοι της ανταποδίδουν το χαμόγελο, καθηλωμένοι κι ολοφάνερα ερωτευμένοι. Μαγεμένοι μαζί της, όσο εκείνη σφυροκοπά την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια της δρ Σελφ, χωρίς κανείς ν' αντιλαμβάνεται πως όλα είναι χειραγώγηση κι αναλήθειες. Α, ναι, ψέματα. Δολοφονία, όχι αυτοκτονία. Η δρ Σελφ θα πρέπει να κατηγορηθεί έμμεσα για δολοφονία! Δεν φταίει αυτή. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι αυτοί οι άνθρωποι θα δολοφονούνταν. Το γεγονός ότι εξαφανίστηκαν απ' το σπίτι τους δεν σήμαινε αναγκαστικά πως τους συνέβη κάτι κακό. Κι όταν η Σκαρπέτα της απηύθυνε ερωτήσεις, επειδή είχε βρει ένα μπουκαλάκι φάρμακα που είχαν συνταγογραφηθεί με τ' όνομα της δρ Σελφ, εκείνη είχε απόλυτο δίκιο ν' αρνηθεί να συζητήσει σχετικά με τους ασθενείς ή τους πρώην ασθενείς της. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι κάποιοι θα έβρισκαν το θάνατο; Το θάνατο μ' έναν απερίγραπτο τρόπο. Δεν έφταιγε αυτή. Αν έφταιγε, θα ήταν ένα ποινικό δικαστήριο, όχι μια απλή αγωγή από άπληστους συγγενείς. Δεν έφταιγε αυτή, και η Σκαρπέτα έκανε επίτηδες τους ενόρκους να πιστέψουν το αντίθετο. (Η σκηνή του δικαστηρίου γεμίζει το μυαλό της.) «Θέλετε να πείτε ότι δεν μπορείτε να καθορίσετε αν ένας απαγχονισμός ήταν αυτοκτονία ή ανθρωποκτονία;» Ο συνήγορος της δρ Σελφ φωνάζει όλο και περισσότερο. Η Σκαρπέτα λέει: «Όχι χωρίς μάρτυρες ή στοιχεία που ν' αποσαφηνίζουν τι έγινε...» «Το οποίο ήταν τι;»
86
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Ότι ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο στον εαυτό του». «Όπως;» «Να βρεθεί κρεμασμένος από έναν ψηλό στύλο του ηλεκτρικού μέσα σ' ένα πάρκινγκ χωρίς σκάλα. Με τα χέρια δεμένα σφιχτά πίσω απ' την πλάτη», λέει εκείνη. «Πραγματική υπόθεση ή το επινοείτε χάριν της συζητήσεως;» Δύσπιστα. «Χίλια εννιακόσια εξήντα δύο. Ένα λιντσάρισμα στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα», λέει εκείνη προς τους ενόρκους, εφτά από τους οποίους είναι μαύροι. Η δρ Σελφ περνάει απ' την άλλη πλευρά του τρόμου και κλείνει τη φωτογραφία στην οθόνη της. Πιάνει το τηλέφωνο και καλεί το γραφείο του Μπέντον Γουέσλι, και το ένστικτο της τής λέει πως η άγνωστη γυναίκα που απαντάει είναι νεαρή, υπερεκτιμά τον εαυτό της, συμπεριφέρεται σαν να έχει δικαιώματα, κι επομένως κατάγεται μάλλον από πλούσια οικογένεια και προσλήφθηκε χαριστικά από το νοσοκομείο κι αποτελεί αγκάθι στα πλευρά του Μπέντον. «Και το μικρό σας όνομα, δρ Σελφ;» ρωτάει η γυναίκα, σαν να μην ξέρει ποια είναι, όταν όλοι στο νοσοκομείο ξέρουνε τη δρ Σελφ. «Ελπίζω να ήρθε ο δρ Γουέσλι», λέει η δρ Σελφ. «Περιμένει τηλεφώνημά μου». «Δεν θα είν' εδώ πριν απ' τις έντεκα». Λες και η δρ Σελφ δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. «Μπορώ να ρωτήσω τι τον θέλετε;» «Δεν πειράζει. Κι εσείς είστε η...; Δεν νομίζω να έχουμε γνωριστεί. Την τελευταία φορά που τηλεφώνησα ήταν κάποια άλλη». «Δεν βρίσκεται πια εδώ». «Τ' όνομά σας;» «Τζάκι Μάινορ. Η νέα βοηθός ερευνών». Ο τόνος της γίνεται πομπώδης. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει πάρει ακόμα το διδακτορικό της, και πιθανόν να μην το πάρει ποτέ. Η δρ Σελφ λέει χαριτωμένα: «Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, Τζάκι. Και υποθέτω ότι πήρες τη δουλειά για να τον βοηθήσεις στην
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
87
έρευνά του - πώς τη λένε; Μητρική Αποδοκιμασία και Πλαγιοραχιαία Αντίδραση;» «ΜΑΠΑ!» λέει έκπληκτη η Τζάκι. «Ποιος το λέει έτσι;» «Μα, νομίζω πως εσύ το είπες μόλις τώρα», λέει η δρ Σελφ. «Το ακρωνύμιο δεν μου πέρασε απ' το μυαλό. Εσύ το είπες μόλις. Είσαι πολύ εύστροφη. Ποιος ήταν ο μεγάλος ποιητής που... Γιά να δω αν μπορώ να το θυμηθώ: "Το πνεύμα είναι η ευφυΐα στην αντίληψη και η μεταφορά στην έκφραση". Ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να ήταν ο Αλεξάντερ Πόουπ. Θα συναντηθούμε σύντομα. Πολύ σύντομα, Τζάκι. Όπως ίσως ξέρεις, αποτελώ μέρος της έρευνας. Αυτής που αποκαλείς ΜΑΠΑ». «Το ήξερα πως ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Γι' αυτό και ο δρ Γουέσλι έμειν' εδώ αυτό το Σαββατοκύριακο και μου ζήτησε να έρθω. Απλώς γράφουν VIPotο πρόγραμμα». «Θα πρέπει να είναι απαιτητική η δουλειά σου κοντά του». «Πολύ». «Έχει παγκόσμια φήμη». «Γι' αυτό θέλησα να συμμετάσχω στην έρευνά του. Θέλω να κάνω άσκηση στην ιατροδικαστική ψυχολογία». «Μπράβο! Πολύ καλό. Μπορεί να σε καλέσω στην εκπομπή μου μια μέρα». «Δεν το είχα σκεφτεί». «Θα έπρεπε, Τζάκι. Σκέφτομαι σοβαρά να επεκτείνω τους ορίζοντες μου στην Άλλη πλευρά του τρόμου. Την άλλη πλευρά τού εγκλήματος που δεν βλέπει ο κόσμος - το μυαλό του εγκληματία». «Γι' αυτό ενδιαφέρεται πια όλος ο κόσμος», συμφωνεί η Τζάκι. «Αρκεί ν' ανοίξει κανείς την τηλεόραση. Όλες σχεδόν οι εκπομπές είναι για το έγκλημα». «Έτσι, είμαι στο στάδιο που αρχίζω να ψάχνω συμβούλους παραγωγής». «Θα ήταν χαρά μου να κανονίσουμε μια συζήτηση όποτε το θελήσετε». «Έχεις μιλήσει ποτέ με δράστη βίαιου εγκλήματος; Ή έχεις παραστεί σε κάποια απ' τις συνεντεύξεις του δρ Γουέσλι;»
88
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Όχι ακόμη. Αλλά θα το κάνω οπωσδήποτε». «Θα ξανασυναντηθούμε, δρ Μάινορ. Δόκτωρ Μάινορ, σωστά;» «Μόλις αποκτήσω τα προσόντα και βρω χρόνο να συγκεντρωθώ στη διατριβή μου. Ήδη σχεδιάζουμε την τελετή για την απονομή του διδακτορικού μου». «Και βέβαια. Είναι μια από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας».
Πριν από κάνα δυο αιώνες, το εργαστήριο των υπολογιστών πίσω από το παλιό τουβλόχτιστο νεκροτομείο στέγαζε άλογα και ιπποκόμους. Ευτυχώς, πριν περάσει καμιά αρχιτεκτονική επιτροπή που θα μπορούσε να το απαγορεύσει, το κτήριο μετατράπηκε σε γκαράζαποθήκη, η οποία τώρα είναι, όπως λέει η Λούσι, το αυτοσχέδιο εργαστήριο της των υπολογιστών. Είναι τουβλόχτιστο. Είναι μικρό. Είναι μινιμαλιστικό. Τα έργα έχουν προχωρήσει αρκετά στις τεράστιες εγκαταστάσεις στην άλλη όχθη του ποταμού Κούπερ, όπου η γη είναι άφθονη και οι οικοδομικοί κανονισμοί ξεδοντιασμένοι, όπως λέει η Λούσι. Το νέο της εργαστήριο, όταν ολοκληρωθεί, θα έχει κάθε όργανο κι επιστημονικό εξοπλισμό που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μέχρι τώρα τα καταφέρνουν αρκετά καλά με την ανάλυση των αποτυπωμάτων, την τοξικολογική εξέταση, την ανάλυση των πυροβόλων όπλων, τα τεκμήρια και το DNA. Οι Ομοσπονδιακοί δεν έχουν δει τίποτα ακόμα. Θα τους ξεφτιλίσει. Αυτό το εργαστήριο με τους παλιούς τοίχους από τούβλα και το πάτωμα από έλατο είναι το βασίλειο της, που είναι ασφαλισμένο απ' τον έξω κόσμο με αλεξίσφαιρα τζάμια, ανθεκτικά στους τυφώνες, και τα παντζούρια του είναι πάντα κλειστά. Η Λούσι κάθεται μπροστά στο τερματικό της που συνδέεται μ' έναν σέρβερ 64 gigabyte μ' ένα σασί φτιαγμένο από έξι συναρμολογούμενα πλαίσια. Ο πυρήνας -ή το λειτουργικό σύστημα που συνδυάζει το software με το hardware- είναι σχεδιασμένος από την ίδια, φτιαγμένος με τη χαμηλότερη γλώσσα συναρμογής, ώστε να μπο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
89
pet να μιλάει η ίδια στη μητρική, όταν δημιουργούσε τον κυβερνοχώρο της - ή αυτό που αποκαλεί Απεραντοσύνη του Ενδοχώρου (ΑΕ), που το πρωτότυπο του το πούλησε για ένα αστρονομικό ποσό το οποίο δεν είναι πρέπον ν' αναφερθεί. Η Λούσι δεν μιλάει για λεφτά. Ψηλά στον τοίχο υπάρχουν επίπεδες οθόνες που αδιάκοπα δείχνουν κάθε γωνιά και μεταδίδουν κάθε ήχο που συλλαμβάνεται από ένα ασύρματο σύστημα με κάμερες και κρυφά μικρόφωνα, κι αυτό που βλέπει τώρα είναι απίστευτο. «Ηλίθιε!» λέει δυνατά στην επίπεδη οθόνη μπροστά της. Ο Μαρίνο κάνει στη Σάντι Σνουκ ξενάγηση στο νεκροτομείο, οι εικόνες τους από διαφορετικές γωνίες στις οθόνες, οι φωνές τους καθαρές λες και η Λούσι είναι δίπλα τους.
Βοστόνη, πέμπτος όροφος ενός κτηρίου από καφέ πέτρα των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα στην Μπίκον Στριτ. Ο Μπέντον Γουέσλι κάθεται στο γραφείο του και κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο ένα αερόστατο που περνάει πάνω απ' το πάρκο, πάνω από σκοτσέζικες φτελιές, παλιές όσο κι η Αμερική. Το λευκό αερόστατο υψώνεται αργά σαν τεράστιο φεγγάρι πάνω απ' το κέντρο της πόλης που διαγράφεται στο βάθος. Το κινητό του χτυπάει. Βάζει το ασύρματο ακουστικό, λέει «Γουέσλι» κι εύχεται μ' όλη του την ψυχή να μην είναι καμιά επείγουσα ανάγκη σχετική με τη δρ Σελφ, το τωρινό μαρτύριο του νοσοκομείου, κι ίσως το πιο επικίνδυνο απ' όλα. «Εγώ είμαι», λέει η Λούσι στο αυτί του. «Μπες στο δίκτυο. Κάνουμε τηλεδιάσκεψη». Ο Μπέντον δεν ρωτάει γιατί. Μπαίνει στο ασύρματο δίκτυο της Λούσι, που μεταφέρει αρχεία βίντεο, ήχου και στοιχεία σε πραγματικό χρόνο. Το πρόσωπο της γεμίζει την οθόνη του λάπτοπ που έχει στο γραφείο του. Είναι δροσερή, όμορφη και δυναμική, όπως πάντα, αλλά τα μάτια της αστράφτουν από θυμό. «Δοκιμάζω κάτι διαφορετικό», του λέει. «Σε συνδέω με το σύ-
90
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
στη μα ασφαλείας για να δεις αυτό που βλέπω κι εγώ τώρα. Εντάξει; Η οθόνη σου θα πρέπει να μοιραστεί στα τέσσερα και να δείχνει τέσσερις διαφορετικές απόψεις. Ανάλογα με το τι διαλέγω. Έτσι θα μπορέσεις να δεις τι κάνει ο δήθεν φίλος μας ο Μαρίνο». «Κατάλαβα», λέει ο Μπέντον καθώς η οθόνη του χωρίζεται, επιτρέποντάς του να δει ταυτόχρονα τέσσερις περιοχές του κτηρίου της Σκαρπέτα σκαναρισμένες από κάμερες. Το βομβητή στον πάγκο του νεκροτομείου. Στην επάνω αριστερή πλευρά της οθόνης, ο Μαρίνο και μια νεαρή, σέξι αλλά φτηνιάρα κοπέλα με δερμάτινα ρούχα μοτοσικλετιστή, είναι στον επάνω διάδρομο του γραφείου της Σκαρπέτα κι εκείνος της λέει: «Μείνε εδώ μέχρι να καταχωριστεί το πτώμα». «Γιατί να μην έρθω μαζί σου; Δεν φοβάμαι». Η φωνή της βραχνή, με βαριά νότια προφορά- μεταδίδεται ολοκάθαρα από τα μεγάφωνα στο γραφείο του Μπέντον. «Τι διάολο;» λέει ο Μπέντον στη Λούσι στο τηλέφωνο. «Απλώς κοίτα», του λέει εκείνη. «Το τελευταίο του κορίτσιθαύμα». «Από πότε;» «Α, γιά να δούμε. Νομίζω ότι άρχισαν να κοιμούνται μαζί την περασμένη Δευτέρα. Την ίδια νύχτα που γνωρίστηκαν και σούρωσαν παρέα». Ο Μαρίνο κι η Σάντι μπαίνουν στο ασανσέρ και μια άλλη κάμερα τους καταγράφει, ενώ εκείνος της λέει: «Εντάξει. Αν όμως εκείνος το πει στη δόκτορα, την έχω πατήσει». «Μια ζωή τα ίδια, σε κρατάει από τ αρχίδια», λέει εκείνη κοροιδεύοντάς τον τραγουδιστά. «Θα πάρουμε μια μπλούζα να κρύψουμε τα δερμάτινά σου, αλλά κράτα το στόμα σου κλειστό και μην κάνεις τίποτα. Μη φρικάρεις και μην κάνεις τίποτα, και μιλάω πολύ σοβαρά». «Λες και δεν έχω ξαναδεί πτώμα στη ζωή μου», λέει εκείνη. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και βγαίνουν έξω. «Ο πατέρας μου πνίγηκε μ* ένα κομμάτι μπριζόλα μπροστά σ' εμένα και σ' όλη την οικογένεια», λέει η Σάντι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
91
«Τ αποδυτήρια είν* εκεί πίσω. Εκεί στ* αριστερά», της δείχνει ο Μαρίνο. «Στ' αριστερά; Έτσι όπως κοιτάω, προς τα πού;» «Πρώτη πόρτα μόλις στρίψεις στη γωνία. Πάρε μια μπλούζα και κάνε γρήγορα!» Η Σάντι τρέχει. Σε μια γωνιά της οθόνης, ο Μπέντον τη βλέπει μες στ' αποδυτήρια - τ ' αποδυτήρια της Σκαρπέτα- ν' αρπάζει μια γαλάζια ιατρική μπλούζα από ένα ντουλάπι -το ντουλάπι και την μπλούζα της Σκαρπέτα- και να τη φοράει βιαστικά - το μπρος πίσω. Ο Μαρίνο περιμένει στο διάδρομο. Εκείνη τρέχει πάλι κοντά του, η μπλούζα ανεμίζει ξεκούμπωτη. 'Αλλη μια πόρτα. Αυτή οδηγεί στο πάρκινγκ, όπου σε μια γωνιά, κλεισμένη με τους κώνους σήμανσης, είναι αφημένες οι μοτοσικλέτες της Σάντι και του Μαρίνο. Εκεί είναι και μια νεκροφόρα, το γουργουρητό της μηχανής της αντηχεί στους παλιούς τουβλόχτιστους τοίχους. Από τη νεκροφόρα βγαίνει ένας υπάλληλος του γραφείου κηδειών, κρεμανταλάς κι άχαρος με το κουστούμι του και με μια γραβάτα μαύρη και γυαλιστερή σαν τη νεκροφόρα του. Ξεδιπλώνει το λιπόσαρκο κορμί του λες κι είναι φορείο, λες και μεταμορφώνεται σ' αυτό που κάνει για επάγγελμα. Ο Μπέντον παρατηρεί κάτι παράξενο στα χέρια του, στον τρόπο που είναι σφιγμένα σαν αρπάγες. «Είμαι ο Λούσιους Μέντικ». Ανοίγει τις πίσω πόρτες. «Συναντηθήκαμε τις προάλλες, όταν βγάλανε εκείνο το αγοράκι από το βάλτο». Φοράει ένα ζευγάρι γάντια από λατέξ και η Λούσι κάνει ζουμ επάνω του. Ο Μπέντον παρατηρεί μια πλαστική ορθοδοντική θήκη στα δόντια του κι ένα λαστιχάκι στο δεξιό του καρπό. «Κάνε κοντινό στα χέρια του», λέει ο Μπέντον στη Λούσι. Εκείνη κάνει ζουμ, ενώ ο Μαρίνο λέει, λες κι ο τύπος τού είναι ανυπόφορος: «Ναι, το θυμάμαι». Ο Μπέντον παρατηρεί τις γυμνές άκρες των δαχτύλων τού Λούσιους και λέει στη Λούσι: «Σοβαρότατη ονυχοφαγία. Μια μορφή αυτοακρωτηριασμού». «Κάτι καινούργιο για τον μικρό;» ρωτάει ο Λούσιους για το
92
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
αγοράκι, που ο Μπέντον ξέρει ότι παραμένει στο νεκροτομείο χωρίς να έχει αναγνωριστεί. «Δεν σε αφορά», λέει ο Μαρίνο. «Αν ήταν για δημοσιοποίηση, θα το είχαν τώρα οι ειδήσεις». «Χριστέ μου», λέει η Λούσι στο αυτί του Μπέντον. «Ακούγεται σαν τον Τόνι Σοπράνο». «Εδώ σαν να σου έφυγε ένα τάσι». Ο Μαρίνο δείχνει την πίσω αριστερή ρόδα της νεκροφόρας. «Eivat ρεζέρβα», απαντάει κοφτά ο Λούσιους. «Χαλάει την όλη εντύπωση», λέει ο Μαρίνο. «Σε ξεγελάει όλο αυτό το λούστρο, και μετά νά σου ένας τροχός με άσχημα μπουλόνια». Ο Λούσιους ανοίγει κακόκεφα τις πόρτες και τοποθετεί το φορείο πάνω στα τρόλεϊ που βρίσκονται στο πίσω μέρος της νεκροφόρας. Αλουμινένια πόδια ανοίγονται κι ασφαλίζουν στη θέση τους. Ο Μαρίνο δεν προσφέρεται να βοηθήσει, ενώ ο Λούσιους κυλάει το φορείο στη ράμπα, με το πτώμα μέσα σε μαύρο σάκο, το κοπανάει στο πλαίσιο της πόρτας, βρίζει. Ο Μαρίνο κλείνει το μάτι στη Σάντι, που δείχνει παράξενη με την ξεκούμπωτη ιατρική της μπλούζα και τις μαύρες δερμάτινες μοτοσικλετιστικές μπότες. Ο Λούσιους παρατάει ανυπόμονα το πτώμα μες στο χολ, τεντώνει το λαστιχάκι στον καρπό του και λέει δυνατά κι εκνευρισμένος: «Πρέπει να ετοιμαστούν τα χαρτιά της». «Μη φωνάζεις», λέει ο Μαρίνο. «Μπορεί να ξυπνήσεις κανέναν». «Δεν έχω χρόνο για τ' αστειάκια σας». Ο Λούσιους κάνει ν' απομακρυνθεί. «Δεν έχεις να πας πουθενά μέχρι να με βοηθήσεις να τη μεταφέρω από τούτο δω σ' ένα από τα εξελιγμένα δικά μας φορεία». «Κάνει επίδειξη», ακούγεται η φωνή της Λούσι στο αυτί τού Μπέντον. «Προσπαθεί να εντυπωσιάσει το τσόκαρο με τα πατατάκια». Ο Μαρίνο βγάζει ένα φορείο από το ψυγείο, γδαρμένο και μ'
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
93
ελαφρώς στραβά πόδια, ένας από τους τροχούς του λιγάκι γερτός, σαν κακοπαθημένο καροτσάκι της λαϊκής. Μαζί με τον θυμωμένο Λούσιους σηκώνουν το σάκο με το πτώμα από το ένα φορείο και τον βάζουν στο άλλο. «Αυτή η αφεντικίνα σου είναι σωστό αριστούργημα», λέει ο Λούσιους. «Ας μην πω το χαρακτηρισμό που μου 'ρχεται». «Κανείς δεν σου ζήτησε τη γνώμη σου». Και γυρίζοντας στη Σάντι: «Άκουσες κανέναν να του ζητάει τη γνώμη του;» Εκείνη κοιτάζει το σάκο σαν να μην τον έχει ακούσει. «Δεν φταίω εγώ που έχει μπερδεμένη τη διεύθυνσή της στο Ίντερνετ. Έκανε λες κι εγώ είχα το πρόβλημα κι εμφανίστηκα στο σπίτι της, ενώ ήθελα απλώς να κάνω τη δουλειά μου. Όχι βέβαια ότι δεν μπορώ να τα πάω καλά μ' όλο τον κόσμο. Έχετε κάποιο συγκεκριμένο γραφείο κηδειών που συστήνετε στους πελάτες σας;» «Βάλε αγγελία στο Χρυσό Οδηγό, γαμώτο!» Ο Λούσιους πηγαίνει στο μικρό γραφείο του νεκροτομείου, περπατώντας βιαστικά, σχεδόν χωρίς να λυγίζει τα γόνατά του, πράγμα που θυμίζει στον Μπέντον ψαλίδι. Το ένα τέταρτο της οθόνης δείχνει τον Λούσιους μέσα στο γραφείο του νεκροτομείου, ν' ασχολείται με χαρτιά, ν' ανοίγει συρτάρια, να ψάχνει, να βρίσκει ένα στιλό. Ένα άλλο τέταρτο της οθόνης δείχνει τον Μαρίνο να λέει στη Σάντι: «Δεν ήξερε κανείς το χειρισμό Χίνελικ;» «Εγώ μαθαίνω τα πάντα, μωρό μου», λέει εκείνη. «Όσους χειρισμούς θες να μου δείξεις». «Σοβαρά μιλάω. Όταν ο πατέρας σου πνίγηκε με...» αρχίζει να εξηγεί ο Μαρίνο. «Νομίσαμε πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό ή έμφραγμα», τον διακόπτει. «Ήταν τόσο φριχτό, τον αρπάξαμε, εκείνος έπεσε στο πάτωμα κι έσπασε το κεφάλι του, το πρόσωπο του μελάνιασε. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει, δεν είχαμε ιδέα ότι πνιγόταν. Ακόμα κι αν το ξέραμε, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο απ* αυτό που κάναμε, καλέσαμε το 911». Ξαφνικά δείχνει σαν να είν' έτοιμη να κλάψει.
94
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Συγγνώμη που στο λέω, αλλά θα μπορούσατε να κάνετε κάτι», λέει ο Μαρίνο. «Θα σου δείξω. Γύρνα μου την πλάτη». Μόλις ο Λούσιους τελειώνει τα χαρτιά, βγαίνει βιαστικά από το γραφείο, περνώντας δίπλα από τον Μαρίνο και τη Σάντι. Δεν του δίνουν καμιά σημασία κι εκείνος μπαίνει ασυνόδευτος στο χώρο που γίνονται οι νεκροψίες. Ο Μαρίνο τυλίγει τα τεράστια μπράτσα του γύρω απ' τη μέση της, σφίγγει τη γροθιά του και βάζει τον αντίχειρά του στο πάνω μέρος της κοιλιάς της, ακριβώς στο διάφραγμα. Πιάνει τη γροθιά του με το άλλο του χέρι και κάνει μια μαλακή κίνηση προς τα πάνω, ίσα ίσα για να της δείξει. Μετά ανεβάζει τα χέρια του και την ψαχουλεύει. «Θεέ μου», λέει η Λούσι στο αυτί του Μπέντον. «Του έχει σηκωθεί μες στο νεκροτομείο». Μέσα στο χώρο των νεκροψιών, η κάμερα συλλαμβάνει τον Λούσιους να πλησιάζει το μεγάλο μαύρο κατάστιχο πάνω σ' έναν πάγκο, το Βιβλίο των Νεκρών, όπως τ' ονομάζει ευγενικά η Ρόουζ. Αρχίζει να καταχωρίζει το πτώμα με το στιλό που πήρε απ* το γραφείο του νεκροτομείου. «Δεν πρέπει να το κάνει αυτός». Η φωνή της Λούσι στο αυτί του Μπέντον. «Μόνο η θεία Κέι πρέπει να το αγγίζει. Είναι επίσημο έγγραφο». Η Σάντι λέει στον Μαρίνο: «Βλέπεις, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να είμαστ* εδώ. Τι να πω, μπορεί και να είναι». Απλώνει το χέρι πίσω και τον χουφτώνει. «Βλέπω ξέρεις ν' ανεβάζεις μια κοπέλα. Και το εννοώ! Πω πω!» Ο Μπέντον λέει στη Λούσι: «Είναι απίστευτο». Η Σάντι γυρίζει μες στην αγκαλιά του Μαρίνο και τον φιλάει -τον φιλάει στο στόμα, εκεί, μέσα στο νεκροτομείο- και για μια στιγμή ο Μπέντον σκέφτεται ότι μπορεί να κάνουν σεξ εκεί στο χθλ ' Και τότε: «Έλα, δοκίμασέ το εσύ σ' εμένα», λέει ο Μαρίνο. Σ' ένα άλλο τεταρτημόριο της οθόνης του, ο Μπέντον βλέπει τον Λούσιους να ξεφυλλίζει το κατάστιχο του νεκροτομείου. Όταν ο Μαρίνο κάνει μεταβολή, η διέγερσή του είναι ολοφά-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
95
νερη. Η Σάντι δεν μπορεί να τον τυλίξει ολόκληρο στα μπράτσα της κι αρχίζει να γελάει. Εκείνος βάζει τα τεράστια χέρια του πάνω απ' τα δικά της, τη βοηθάει να σπρώξει και λέει: «Άσε τ' αστεία. Αν με δεις ποτέ να πνίγομαι, θα σπρώξεις έτσι. Με δύναμη!» Της δείχνει. «Το θέμα είναι ν' αναγκάσεις τον αέρα να βγει έξω, κι ό,τι έχει σκαλώσει εκεί μέσα· βγαίνει μαζί του». Εκείνη κατεβάζει τα χέρια της και τον χουφτώνει ξανά κι εκείνος τη σπρώχνει μακριά του και γυρίζει την πλάτη του στον Λούσιους, που βγαίνει απ' την αίθουσα των νεκροψιών. «Βρήκε τίποτα για το νεκρό αγοράκι;» Ο Λούσιους τεντώνει το λαστιχάκι στον καρπό του. «Μάλλον όχι, αφού είναι περασμένος στο Κατάστιχο των Νεκρών σαν "αγνώστων στοιχείων"». «Ήταν αγνώστων στοιχείων όταν τον έφεραν. Τι έκανες, σκάλιζες το βιβλίο;» Ο Μαρίνο δείχνει γελοίος έτσι όπως έχει την πλάτη γυρισμένη στον Λούσιους. «Προφανώς δεν μπορεί να χειριστεί μια τόσο περίπλοκη υπόθεση. Κρίμα που δεν τον έφερα εγώ εδώ. Θα μπορούσα να βοηθήσω. Ξέρω περισσότερα από τους γιατρούς για το ανθρώπινο σώμα». Ο Λούσιους μετακινείται στο πλάι και κατεβάζει το βλέμμα του στ' αχαμνά του Μαρίνο. «Εντάξει, γεια», λέει. «Δεν ξέρεις την τύφλα σου και βούλωσέ το πια με το αγοράκι», λέει αγριεμένος ο Μαρίνο. «Και πάψε να μιλάς και για τη γιατρό. Κι άντε ξεκουμπίσου από δω». «Εννοείς το αγοράκι που έφεραν τις προάλλες;» λέει η Σάντι. Ο Λούσιους απομακρύνεται σπρώχνοντας το τρόλεϊ, αφήνοντας το πτώμα που μόλις παρέδωσε στο φορείο στη μέση του χολ, μπροστά στην ανοξείδωτη πόρτα του ψυγείου. Ο Μαρίνο την ανοίγει και σπρώχνει το προβληματικό φορείο μέσα, χωρίς να έχει χάσει ακόμα τη διέγερσή του. «Χριστέ μου», λέει ο Μπέντον στη Λούσι. «Μπας και παίρνει Βιάγκρα ή κάτι τέτοιο;» Η φωνή της στο αυτί του. «Γιατί διάολο δεν παίρνετε καινούργιο καρότσι, ή όπως αλλιώς το λένε αυτό το σαράβαλο;» λέει η Σάντι.
ι ι
96
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Η δόκτωρ δεν χαραμίζει λεφτά». «Ώστε είναι και τσιγκούνα. Πάω στοίχημα ότι σου δίνει ψίχουλα». «Αν χρειαζόμαστε κάτι, το παίρνει, αλλά δεν πετάει λεφτά. Δεν είναι σαν τη Λούσι, που θα μπορούσε ν' αγοράσει την Κίνα». «Πάντα σηκώνεσαι να υπερασπίσεις τη Μεγάλη Αρχηγό, έτσι; Όχι όμως όπως σηκώνεσαι για μένα», λέει η Σάντι και τον πασπατεύει. «Μου 'ρχεται να ξεράσω», λέει η Λούσι. Και η Σάντι μπαίνει στο ψυγείο για να μπορέσει να δει καλύτερα τι έχει μέσα. Ο κρύος αέρας που φυσάει ακούγεται μέσ' από τα ηχεία του Μπέντον. Και μια κάμερα στο πάρκινγκ πιάνει τον Λούσιους να κάθεται στο τιμόνι της νεκροφόρας του. «Είναι από δολοφονία;» ρωτάει η Σάντι για την τελευταία παράδοση, και μετά κοιτάζει έναν άλλο σάκο με πτώμα σε μια γωνία. «Θέλω να μάθω για το παιδί». Ο Λούσιους απομακρύνεται με τη νεκροφόρα του, η πόρτα τού πάρκινγκ χτυπάει δυνατά πίσω του, κάνοντας ένα θόρυβο σαν αυτοκίνητο που τρακάρει. «Φυσικά αίτια», λέει ο Μαρίνο. «Μια γριά Ανατολίτισσα. Ογδόντα πέντε χρονών ή κάτι τέτοιο». «Πώς γίνεται και τη στείλαν' εδώ αν πέθανε από φυσικά αίτια;» «Επειδή το ζήτησε ο ανακριτής. Γιατί; Πού διάολο να ξέρω; Η δόκτωρ απλώς μου είπε να είμ' εδώ. Ανάθεμά με αν ξέρω. Εμένα μου φαίνεται για καρδιακή προσβολή, μπαμ και κάτω. Κάτι μου μυρίζει». Κάνει μια γκριμάτσα. «Έλα να δούμε», λέει η Σάντι. «Έλα. Μια ματιά μόνο». Ο Μπέντον τους παρακολουθεί στην οθόνη, βλέπει τον Μαρίνο ν' ανοίγει το φερμουάρ του σάκου και τη Σάντι να μαζεύεται με αηδία, να τινάζεται προς τα πίσω και να σκεπάζει τη μύτη και το στόμα της. «Σου άξιζε». Η φωνή της Λούσι, που κάνει ζουμ στο πτώμα: σε αποσύνθεση, πρησμένο απ' τ' αέρια, η κοιλιά έχει πρασινίσει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
97
Ο Μπέντον ξέρει πολύ καλά τη μυρωδιά, μια αποφορά που δεν μοιάζει με καμιά άλλη και κολλάει στον αέρα και στον ουρανίσκο. «Γαμώτο», γκρινιάζει ο Μαρίνο κλείνοντας το φερμουάρ. «Πρέπει να ήταν πεθαμένη μέρες κι ο μαλάκας ο ανακριτής τού Μπόφορτ Κάουντι δεν ήθελε να μπλέξει μαζί της. Πήρες τη δόση σου, ε;» Γελάει με τη Σάντι. «Και νόμιζες πως η δουλειά μου είναι αραλίκι». Η Σάντι πλησιάζει το μικρό μαύρο σάκο που είναι πάνω σ' ένα φορείο αφημένο μόνο του σε μια γωνία. Μένει εντελώς ακίνητη και κοιτάζει. «Μην το κάνεις», λέει η Λούσι στο αυτί του Μπέντον, αλλά μιλάει στην εικόνα του Μαρίνο στην οθόνη. «Στοίχημα ότι ξέρω τι είναι μέσα σ' αυτό το σάκο», λέει η Σάντι, αλλά ίσα που ακούγεται. Ο Μαρίνο βγαίνει από το ψυγείο. «Έξω, Σάντι. Τώρα». «Και τι θα κάνεις; Θα με κλειδώσεις εδώ μέσα; Έλα τώρα, Πιτ. Άνοιξε αυτό το μικρό σάκο. Ξέρω πως είναι το αγόρι που λέγατε εσύ κι εκείνο το κοράκι. Το άκουσα στις ειδήσεις. Ώστε είν' ακόμα εδώ. Πώς γίνεται; Το καημένο, ολομόναχο και παγωμένο μέσα σ' ένα ψυγείο». «Ο Μαρίνο τα 'χει χάσει», λέει ο Μπέντον. «Του 'χει στρίψει τελείως». «Αυτό σίγουρα δεν θες να το δεις», της λέει ο Μαρίνο ξαναμπαίνοντας στο ψυγείο. «Γιατί όχι; Το αγοράκι που βρέθηκε στο Χίλτον Χεντ. Αυτό που ήταν σ' όλες τις ειδήσεις», λέει σαν να μιλάει στον εαυτό της. «Το ήξερα. Γιατί είν' ακόμα εδώ; Ξέρουν ποιος το 'κανε;» Μένει ακίνητη δίπλα στο μικρό μαύρο σάκο που είναι πάνω στο φορείο του. «Δεν ξέρουμε τίποτα. Γι' αυτό είν' ακόμα εδώ. Έλα». Της κάνει νόημα κι είναι δύσκολο πια να τους ακούσεις. «Άσε με να τον δω». «Μην το κάνεις». Η φωνή της Λούσι που μιλάει στην εικόνα του Μαρίνο στην οθόνη. «Μην το γαμάς, Μαρίνο». «Δεν θα 'θελες να τον δεις», λέει εκείνος στη Σάντι.
98
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Μπορώ να το αντέξω. Έχω δικαίωμα να τον δω, αφού υποτίθεται ότι δεν έχεις μυστικά από μένα. Αυτός είναι ο κανόνας μας. Οπότε, απόδειξέ μου τώρα αμέσως ότι δεν έχεις μυστικά από μένα». Δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια της απ' το σάκο. «Όχι. Σε τέτοια θέματα, ο κανόνας με τα μυστικά δεν ισχύει». «Και βέβαια ισχύει! Αλλά κάνε γρήγορα, γιατί κοντεύω να ξυλιάσω σαν πτώμα εδώ μέσα». «Αν το ανακαλύψει η δόκτωρ...» «Μην αρχίζεις πάλι. Τη φοβάσαι λες κι είσαι ιδιοκτησία της. Και τι φοβερό υπάρχει που νομίζεις ότι δεν μπορώ να το αντέξω;» λέει οργισμένη η Σάντι, ουρλιάζοντας σχεδόν καθώς τυλίγει τα χέρια της γύρω απ' το κορμί της για να φυλαχτεί απ' το κρύο. «Σίγουρα δεν μυρίζει τόσο άσχημα όσο εκείνη η γριά». «Τον έχουν γδάρει και του έχουν βγάλει τα μάτια», της λέει ο Μαρίνο. «Αχ, όχι», κάνει ο Μπέντον τρίβοντας το πρόσωπο του. Η Σάντι φωνάζει: «Μην πας να με δουλέψεις! Τολμάς να μου κάνεις πλάκα; Άσε με να τον δω αμέσως! Βαρέθηκα να σε βλέπω να παριστάνεις την κότα κάθε φορά που εκείνη σου λέει κάτι!» «Δεν έχει καθόλου πλάκα, σωστά το είπες. Όσα γίνοντ' εδώ μέσα δεν έχουν πλάκα. Αυτό προσπαθώ να σου πω. Και δεν έχεις ιδέα τι έχω ν' αντιμετωπίσω». «Καλό κι αυτό! Η Μεγάλη σου Αρχηγός να κάνει κάτι τέτοιο; Να γδάρει ένα παιδάκι και να του βγάλει τα μάτια! Πάντα έλεγες ότι συμπεριφέρεται καλά στους νεκρούς». Με μίσος. «Εμένα μου φαίνεται για Ναζί. Αυτοί έγδερναν τους ανθρώπους και τους έκαναν λαμπατέρ». «Μερικές φορές, ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις αν οι μαυρισμένες ή οι κοκκινισμένες περιοχές είναι στ' αλήθεια μελανιές, είναι να κοιτάξεις την κάτω πλευρά της επιδερμίδας για να βεβαιωθείς ότι αυτά που βλέπεις είναι πράγματι σπασμένα αιμοφόρα αγγεία -με άλλα λόγια, μελανιές, ή αυτό που λέμ' εμείς μώλωπες- κι όχι αποτέλεσμα της livor mortis», αποφαίνεται σοβαρά ο Μαρίνο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
99
«Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω», ακούγεται η Λούσι στο αυτί του Μπέντον. «Τώρα κάνει και τον υπεύθυνο γιατρό!» «Να το πιστέψεις», λέει ο Μπέντον. «Απέραντη ανασφάλεια. Αισθάνεται απειλή. Οργή. Προσπαθεί ν* αναπληρώσει και ν* αποδομήσει. Δεν ξέρω τι του συμβαίνει». «Εσύ και η θεία Κέι είναι αυτό που του συμβαίνει». «Της ποιας;» Η Σάντι κοιτάζει το μικρό μαύρο σάκο. «Είναι τότε που σταματάει η κυκλοφορία, το αίμα κατακάθεται και μπορεί να κάνει την επιδερμίδα κόκκινη σ' ορισμένα σημεία. Μπορεί να μοιάζουν με φρέσκα γδαρσίματα. Και μετά μπορεί να υπάρχουν άλλοι λόγοι για πράγματα που μοιάζουν με τραύματα, αυτά που λέμε μεταθανάτια ευρήματα. Είναι περίπλοκο», λέει ο Μαρίνο με ύφος ειδήμονα. «Οπότε για να βεβαιωθείς, βγάζεις το δέρμα, ξέρεις, μ' ένα νυστέρι», κάνει γρήγορες κινήσεις στον αέρα σαν να κόβει, «για να δεις την κάτω πλευρά του, και σ' αυτή την περίπτωση υπήρχαν πράγματι μώλωπες. Το παιδάκι ήταν γεμάτο μώλωπες απ' την κορφή ώς τα νύχια». «Αλλά γιατί να του βγάλει τα μάτια;» «Για περαιτέρω μελέτη, για να δει αν υπάρχουν αιμορραγίες όπως αυτές που βλέπουμε στο σύνδρομο των μωρών που τα ταρακουνάνε, τέτοια πράγματα. Το ίδιο έγινε και με τον εγκέφαλο του. Είναι μέσα σ' ένα δοχείο με φορμαλδεΰδη, όχι εδώ, αλλά σε μια ιατρική σχολή όπου κάνουν ειδικές μελέτες». «Αχ, Θεέ μου. Και το μυαλό του είναι μέσα σ' ένα βάζο;» «Έτσι κάνουμε. Το διατηρούμε με χημικά για να μην αποσυντεθεί και να το μελετήσουμε καλύτερα. Είναι σαν ταρίχευση». «Ξέρεις στ' αλήθεια πολλά. Εσύ θα 'πρεπε να 'σαι ο γιατρός εδώ μέσα, όχι εκείνη. Άσε με να τον δω». Όλ' αυτά μέσα στο ψυγείο, με την πόρτα του ορθάνοιχτη. «Κάνω αυτή τη δουλειά περισσότερα χρόνια απ' όσα έχεις στην πλάτη σου», λέει ο Μαρίνο. «Και βέβαια θα μπορούσα να είμαι γιατρός, αλλά ποιος θέλει να φάει τόσα χρόνια στις σχολές; Ποιος θέλει να γίνει σαν αυτήν; Δεν έχει προσωπική ζωή. Μόνο νεκρούς». «Θέλω να τον δω», απαιτεί η Σάντι.
100
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Γαμώτο, δεν ξέρω τι με πιάνει», λέει ο Μαρίνο. «Μόλις βρεθώ σε ψυγείο, πεθαίνω για ένα τσιγάρο». Εκείνη ψάχνει στην τσέπη του δερμάτινου γιλέκου κάτω από την μπλούζα, βγάζει ένα πακέτο, έναν αναπτήρα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι κάποιος μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο σ' ένα παιδί. Πρέπει να το δω. Κι αφού είμ' εδώ, δείξ' το μου». Ανάβει δύο τσιγάρα και καπνίζουν. «Αυταρχική, ακραία προσωπικότητα», λέει ο Μπέντον. «Αυτή τη φορά ο Μαρίνο έπεσε σε κακό μπελά». Ο Μαρίνο τραβάει το φορείο, το βγάζει απ' το ψυγείο. Ανοίγει το φερμουάρ. Το πλαστικό τρίζει. Η Λούσι κάνει ζουμ στη Σάντι που ξεφυσάει τον καπνό και κοιτάζει το νεκρό αγοράκι με γουρλωμένα μάτια. Ένα κάτισχνο κορμάκι κομμένο σε ίσιες γραμμές απ' το σαγόνι ώς τα γεννητικά όργανα, απ' τους ώμους ώς τις παλάμες, απ' τους γοφούς ώς τα δάχτυλα των ποδιών, το στήθος του ανοιγμένο σαν κούφιο καρπούζι. Τα όργανά του λείπουν. Το δέρμα είναι βγαλμένο απ' το κορμί του κι απλωμένο σε κομμάτια που αποκαλύπτουν σημάδια από σκούρα μοβ αιμορραγία, διαφορετικής χρονολόγησης και σοβαρότητας, και ρωγμές και κατάγματα στους χόνδρους και τα οστά. Τα μάτια του είναι κενές κόγχες κι από μέσα φαίνεται το εσωτερικό του κρανίου. Η Σάντι ουρλιάζει: «Τη μισώ αυτή τη γυναίκα! Τη μισώ! Πώς μπόρεσε να του κάνει κάτι τέτοιο; Του έβγαλε τ' άντερα και τον έγδαρε σαν σκοτωμένο ελάφι! Πώς μπορείς και δουλεύεις γι' αυτή την ψυχοπαθή;» «Ηρέμησε. Μη φωνάζεις». Ο Μαρίνο κλείνει το σάκο και τον ξαναβάζει στο ψυγείο. Κλείνει την πόρτα. «Σε είχα προειδοποιήσει. Υπάρχουν μερικά πράγματα που ο κόσμος δεν χρειάζεται να τα βλέπει. Μπορεί να πάθει κανείς τραυματικό στρες από κάτι τέτοιο». «Τώρα δεν θα φύγει ποτέ απ' το μυαλό μου, θα είν' έτσι για πάντα! Την άρρωστη, την καριόλα! Τη βρομο-Ναζί!» «Κράτα το στόμα σου κλειστό, μ' ακούς;» λέει ο Μαρίνο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
101
«Πώς μπορείς και δουλεύεις για έναν τέτοιο άνθρωπο;» «Σκάσε! Μιλάω σοβαρά», λέει ο Μαρίνο. «Τη βοήθησα στη νεκροψία, και δεν είμαι καθόλου Ναζί. Έτσι γίνεται. Άπαξ και δολοφονηθεί ένας άνθρωπος, περνάει διπλό μαρτύριο». Παίρνει την ιατρική μπλούζα της Σάντι και τη διπλώνει βιαστικά. «Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό το παιδάκι είχε δολοφονηθεί από τη μέρα που γεννήθηκε. Δεν έδινε κανείς δεκάρα γι' αυτό, και νά το αποτέλεσμα». «Τι ξέρεις εσύ από τη ζωή; Νομίζετε ότι ξέρετε τα πάντα για τους πάντες, ενώ το μόνο που βλέπετε είν' αυτό που μένει όταν τους κάνετε κομμάτια, λες κι είστε χασάπηδες». «Εσύ επέμενες να μπεις εδώ μέσα». Ο Μαρίνο έχει αρχίσει να θυμώνει. «Οπότε, βγάλε το σκασμό και μη με λες χασάπη». Παρατάει τη Σάντι στο διάδρομο, ξαναπηγαίνει την μπλούζα στο ντουλάπι της Σκαρπέτα. Βάζει το συναγερμό. Έπειτα φαίνονται από την κάμερα του πάρκινγκ, η τεράστια πόρτα του τρίζει και κλείνει με θόρυβο. Η φωνή της Λούσι. Ο Μπέντον πρέπει ν' αναλάβει να ενημερώσει τη Σκαρπέτα σχετικά με την ξενάγηση του Μαρίνο, σχετικά με μια προδοσία που θα μπορούσε να την καταστρέψει αν έφτανε ποτέ στα ΜΜΕ. Η Λούσι πηγαίνει στο αεροδρόμιο, θα λείψει ώς την άλλη μέρα το βράδυ. Ο Μπέντον δεν ρωτάει. Είναι σχεδόν βέβαιος ότι εκείνη ήδη το ξέρει, έστω κι αν δεν του το έχει πει. Και μετά εκείνη του λέει για τη δρ Σελφ, για τα e-mail της στον Μαρίνο. Ο Μπέντον δεν το σχολιάζει. Δεν μπορεί. Στην οθόνη του, ο Μαρίνο κι η Σάντι απομακρύνονται με τις μοτοσικλέτες τους.
5 Θόρυβος από μεταλλικούς τροχούς σε πλακάκια. Η πόρτα του δωματίου ψύξης ανοίγει μ' ένα διστακτικό θόρυβο, σαν ρούφηγμα. Η Σκαρπέτα αδιαφορεί για τον παγωμένο αέρα, για την αποφορά του παγερού θανάτου, καθώς βάζει μέσα το ατσάλινο φορείο με το μικρό μαύρο σάκο. Στην άκρη του φερμουάρ είναι κρεμασμένη μια ετικέτα κι επάνω είναι γραμμένα με μαύρο μελάνι: Αγνώστων στοιχείων, η ημερομηνία 30.4.07 και η υπογραφή του υπαλλήλου του γραφείου κηδειών που έφερε το πτώμα. Στο κατάστιχο του νεκροτομείου η Σκαρπέτα έχει γράψει: Αγνώστων στοιχείων, άρρεν, πέντε ώς δέκα ετών, ανθρωποκτονία, από το νησί Χίλτον Χεντ, δυο ώρες με το αυτοκίνητο από το Τσάρλεστον. Η φυλή του είναι μεικτή: 34% υποσαχάρια Αφρική κι 66% Ευρώπη. Οι καταχωρίσεις στο κατάστιχο γίνονται πάντα από την ίδια και γίνεται έξω φρενών όταν φτάνοντας πριν από λίγες ώρες εκείνο το πρωί ανακαλύπτει πως είχε ήδη καταχωριστεί μια υπόθεση, πιθανότατα από τον Λούσιους Μέντικ. Της φαίνεται απίστευτο ότι ανέλαβε ο ίδιος να προσδιορίσει πως ο θάνατος της ηλικιωμένης γυναίκας που μετέφερε ήταν από φυσικά αίτια και προκλήθηκε από καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Ο ηλίθιος, ο φαντασμένος. Όλοι πεθαίνουν από καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Είτε σε πυροβολήσουν είτε σε χτυπήσει αυτοκίνητο ή ρόπαλο του μπέιζμπολ, ο θάνατος επέρχεται όταν σταματήσουν να
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
103
λειτουργούν η καρδιά κι οι πνεύμονες. Δεν είχε το δικαίωμα ή το λόγο να χαρακτηρίσει το θάνατο ως φυσικό. Η Σκαρπέτα δεν έχει κάνει ακόμα νεκροψία κι εκείνος δεν είχε καμιά αρμοδιότητα ή νομικό δικαίωμα να προσδιορίσει οτιδήποτε. Δεν είναι ιατροδικαστής. Δεν έπρεπε ν' αγγίξει το κατάστιχο του νεκροτομείου. Η Σκαρπέτα δεν μπορεί να διανοηθεί γιατί ο Μαρίνο του επέτρεψε να μπει στην αίθουσα νεκροψιών και μετά τον άφησε ανεξέλεγκτο. Η ανάσα της γίνεται αχνός καθώς παίρνει μια καρτέλα από ένα καροτσάκι και συμπληρώνει τις πληροφορίες για τον Αγνώστων στοιχείων, καθώς και την ημερομηνία και την ώρα. Η αναστάτωση της είναι χειροπιαστή σαν το ψύχος εκεί μέσα. Παρά τις επίμονες προσπάθειές της, δεν ξέρει πού πέθανε το αγοράκι, παρ* όλο που υποψιάζεται ότι δεν ήταν μακριά από το σημείο που βρέθηκε. Δεν ξέρει την ακριβή ηλικία του. Δεν ξέρει πώς μετέφερε ο δολοφόνος το πτώμα του, αλλά υποθέτει πως το μετέφερε με βάρκα. Δεν εμφανίστηκε κανένας μάρτυρας και το μόνο ίχνος που βρέθηκε ήταν ίνες από άσπρο βαμβακερό ύφασμα, που πιθανότατα ήταν απ' το σεντόνι με το οποίο τον τύλιξε ο ανακριτής του Μπόφορτ Κάουντι πριν τον βάλει στο σάκο. Η άμμος, το αλάτι, τα τρίμματα των κοχυλιών και τα υπολείμματα των φυτών που βρέθηκαν στις κοιλότητες και στην επιδερμίδα του αγοριού ήταν χαρακτηριστικά της περιοχής των βάλτων όπου βρέθηκε σε αποσύνθεση το γυμνό πτώμα του, μπρούμυτα μες στη μαλακή λάσπη και τ' αγριόχορτα. Μετά από μέρες ολόκληρες κι αφού εφάρμοσε κάθε διαδικασία που μπορούσε να σκεφτεί ώστε να κάνει το πτώμα να της μιλήσει, το μόνο που της πρόσφερε ήταν μερικές οδυνηρές αποκαλύψεις. Το σωληνοειδές στομάχι του και η ισχνότητά του έδειχναν ότι λιμοκτονούσε επί εβδομάδες, μήνες ίσως. Τα ελαφρώς παραμορφωμένα νύχια έδειχναν ανάπτυξη κατά διαφορετικές εποχές κι υποδήλωναν επαναλαμβανόμενα αμβλεία τραύματα ή κάποια άλλα βασανιστήρια στα μικροσκοπικά δάχτυλα των ποδιών και των χεριών του. Τ' ανοιχτοκόκκινα σημάδια σ' όλο του το σώμα τής ψιθύριζαν πως τον χτυπούσαν βίαια - πιο πρόσφατα, με μια φαρδιά ζώνη που εί-
104
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
χε μια μεγάλη τετράγωνη αγκράφα. Οι τομές, η οπίσθια όψη τού δέρματος κι η ανάλυση στο μικροσκόπιο έδειξαν αιμορραγία στους μαλακούς ιστούς απ' την κορφή του κεφαλιού ώς τα πέλματα των ποδιών του. Πέθανε από εσωτερική αιμορραγία -αιμορράγησε μέχρι θανάτου χωρίς να χυθεί σταγόνα απέξω-, κι αυτό ήταν σαν παρομοίωση της αόρατης κι άθλιας ζωής του. Η Σκαρπέτα διατήρησε τμήματα των οργάνων και των τραυμάτων του σε δοχεία με φορμαλδεύδη κι έστειλε τον εγκέφαλο και τα μάτια του για ειδικές εξετάσεις. Έβγαλε εκατοντάδες φωτογραφίες κι ειδοποίησε την Ιντερπόλ μην τυχόν είχε αναφερθεί ως αγνοούμενος σε κάποια άλλη χώρα. Τ' αποτυπώματα των χεριών και των ποδιών του μπήκαν στο Ενιαίο Αυτόματο Σύστημα Αναγνώρισης Αποτυπωμάτων (IAFIS) και το προφίλ τού DNA του στο Σύστημα Συνδυαστικού Καταλόγου DNA (CODIS) - όλες οι πληροφορίες του μπήκαν στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κέντρου Αγνοούμενων Παιδιών και Θυμάτων Εκμετάλλευσης. Φυσικά, τώρα η Λούσι ψάχνει στα βάθη του Δικτύου. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία ή ίχνη που να δείχνουν ότι δεν απήχθη, δεν χάθηκε, δεν το έσκασε για να καταλήξει στα χέρια ενός άγνωστου σαδιστή. Πιθανότατα, αυτός που τον έδειρε μέχρι θανάτου ήταν ένας γονιός ή ένας συγγενής, ένας επονομαζόμενος κηδεμόνας που άφησε το πτώμα του σε μια απομακρυσμένη περιοχή για να κρύψει το έγκλημά του. Συμβαίνει συχνά. Η Σκαρπέτα δεν μπορεί πια να κάνει τίποτα περισσότερο από ιατρικής ή επιστημονικής πλευράς, αλλά δεν πρόκειται να τα παρατήσει. Δεν θ' αφαιρέσει τις σάρκες για να βάλει τα κόκαλά του σ' ένα κουτί - δεν θα καταλήξει σε τάφο απόρων. Μέχρι ν' αναγνωριστεί, θα μείνει μαζί της, θα μεταφερθεί απ' το ψυγείο σ' ένα είδος χρονοκάψουλας, έναν καταψύκτη μονωμένο με πολυουρεθάνη, σε θερμοκρασία μείον εξήντα πέντε βαθμούς Κελσίου. Αν χρειαστεί, μπορεί να μείνει κοντά της επί χρόνια. Κλείνει τη βαριά ατσάλινη πόρτα του ψυγείου και μπαίνει στο χολ με την έντονη μυρωδιά του αποσμητικού, λύνοντας τη γαλάζια χειρουργική μπλούζα της και βγάζοντας τα γάντια της. Τα μιας χρήσεως κα-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
105
λύμματα των παπουτσιών της βγάζουν ένα γρήγορο, συρτό ήχο πάνω στο πεντακάθαρο δάπεδο.
Από το δωμάτιο με θέα, η δρ Σελφ μιλάει ξανά με την Τζάκι Μάινορ, μιας και ο Μπέντον δεν εδέησε ακόμη να της τηλεφωνήσει και η ώρα είναι σχεδόν δύο το μεσημέρι. «Ξέρει πολύ καλά πως είναι ανάγκη να το φροντίσουμε. Γιατί νομίζεις ότι βρίσκετ' εδώ αυτό το Σαββατοκύριακο και σου είπε κι εσένα νά 'ρθεις; Αλήθεια, πληρώνεσαι υπερωρίες;» Η δρ Σελφ δεν εκδηλώνει την οργή της. «Ήξερα ότι μιας ήρθε ξαφνικά κάποιος VIP. Έτσι μας λένε όταν έρχεται κάποιος διάσημος. Έχουμε πολλούς διάσημους εδώ. Πώς μάθατε γι' αυτή την έρευνα;» ρωτάει η Τζάκι. «Υποτίθεται ότι πρέπει να ρωτήσω γιατί κρατάμε λογαριασμό ώστε να μπορέσουμε να βρούμε την πιο κατάλληλη μορφή διαφήμισης. Ξέρετε, εφημερίδες και ραδιοφωνικές διαφημίσεις, αναγγελίες, φήμες». «Από την αναγγελία στρατολόγησης στο κτήριο εισαγωγών. Την είδα πρώτη πρώτη μόλις έγινε η εισαγωγή μου πριν από ένα διάστημα που τώρα μου φαίνεται τεράστιο. Και σκέφτηκα, γιατί όχι; Αποφάσισα να φύγω σύντομα, πολύ σύντομα. Κρίμα που χάλασε το Σαββατοκύριακο σου», λέει η δρ Σελφ. «Για να λέμε την αλήθεια, ήταν καλό. Είναι δύσκολο να βρεθούν εθελοντές που να πληρούν τις προϋποθέσεις, ιδίως φυσιολογικοί. Τουλάχιστον οι δύο στους τρεις αποδεικνύονται μη φυσιολογικοί. Αλλά σκεφτείτε το. Αν ήταν κάποιος φυσιολογικός, γιατί να θέλει να έρθει εδώ και...» «Ν' αποτελέσει τμήμα μιας επιστημονικής μελέτης», ολοκληρώνει η δρ Σελφ τη βλακώδη σκέψη της Τζάκι. «Δεν πιστεύω ότι μπορείς να εισαχθείς σαν <φυσιολογικός)). «Α, δεν εννοούσα ότι δεν είστε...» «Είμαι πάντα ανοιχτή στο να μάθω κάτι καινούργιο, κι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι ασυνήθιστος», λέει η δρ Σελφ. «Καταλαβαίνεις βέβαια πόσο απόρρητο είν' αυτό».
106
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
α'Ακουσα ότι κρύβεστε εδώ για λόγους ασφαλείας». «Έτσι σας είπε ο δρ Γουέσλι;» «Οι φήμες. Kat η εχεμύθεια είναι δεδομένη, σύμφωνα με το ιατρικό απόρρητο, με το οποίο πρέπει να συμμορφωνόμαστε. Άρα, αν είστε ασφαλής, μπορείτε να φύγετε». «Ας το ελπίσουμε». «Ξέρετε τις λεπτομέρειες της μελέτης;» «Αυτό που θυμάμαι αμυδρά από την ανακοίνωση της στρατολόγησης», λέει η δρ Σελφ. «Δεν το συζήτησε ο δρ Γουέσλι μαζί σας;» «Ειδοποιήθηκε την Παρασκευή, όταν πληροφόρησα το δρ Μαρόνι, που βρίσκεται στην Ιταλία, ότι ήθελα να ενταχθώ στη μελέτη, αλλά έπρεπε να επιληφθούν του θέματος αμέσως, γιατί αποφάσισα να φύγω. Είμαι βέβαιη ότι ο δρ Γουέσλι θέλει να μ' ενημερώσει πλήρως. Δεν ξέρω γιατί δεν τηλεφώνησε. Μπορεί να μην πήρε ακόμη το μήνυμά σου». «Του το είπα, αλλά είναι πολύ απασχολημένος, είναι σημαντικός άνθρωπος. Ξέρω ότι πρέπει να πάρει συνέντευξη από τη μητέρα του VIP σήμερα, δηλαδή από τη μητέρα σας. Έτσι, υποθέτω ότι θέλει να κάνει αυτό πρώτα. Κι έπειτα είμαι βέβαιη ότι θα σας μιλήσει». «Θα πρέπει να είναι δύσκολη η προσωπική του ζωή. Αυτές οι έρευνες και τα διάφορα που τον κρατούν εδώ τα Σαββατοκύριακα. Φαντάζομαι ότι θα έχει κάποια ερωμένη. Ένας τόσο ωραίος και ταλαντούχος άντρας δεν μπορεί βέβαια να είναι μόνος». «Έχει κάποια στο Νότο. Και μάλιστα η ανιψιά της ήταν εδώ πριν από κάνα μήνα». «Πολύ ενδιαφέρον», λέει η δρ Σελφ. «Είχε έρθει εδώ για μια τομογραφία. Η Λούσι. Κάτι σαν μυστικός πράκτορας, έτσι τουλάχιστον προσπαθούσε να φαίνεται. Ξέρω ότι ασχολείται επιχειρηματικά με τα κομπιούτερ, είναι φίλη του Τζος». «Ασχολείται με την επιβολή του νόμου», πιθανολογεί η δρ Σελφ. «Κάποιου είδους μυστική πράκτορας, μ' εξαιρετική τε-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
107
χνολογική εκπαίδευση. Ανεξάρτητη και πλούσια, υποθέτω. Συναρπαστικό». «Δεν μου μίλησε καν, απλώς μου συστήθηκε σαν Λούσι, μου έσφιξε το χέρι κι είπε γεια και τα λοιπά. Έπιασε την κουβέντα με τον Τζος και μετά έμεινε αρκετή ώρα στο γραφείο του δρ Γουέσλι. Με κλειστή την πόρτα». «Πώς σου φάνηκε;» «Πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Φυσικά, δεν έμεινα πολύ μαζί της. Απομονώθηκε με το δρ Γουέσλι. Με κλειστή την πόρτα». Τονίζει πάλι αυτή τη λεπτομέρεια. Ζηλεύει. Τέλεια. «Πολύ ωραία», λέει η δρ Σελφ. «Θα πρέπει να έχουν στενή σχέση. Δείχνει πολύ ασυνήθιστη. Είναι όμορφη;» «Μου φάνηκε κάπως ανδροπρεπής, αν με καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ντυμένη στα μαύρα και κάπως μυώδης. Σταθερή χειραψία, σαν αντρική. Και με κοίταξε κατάματα μ' αυτό το έντονο βλέμμα. Σάμπως τα μάτια της να ήταν δυο πράσινα λέιζερ. Ένιωσα πολύ άβολα. Δεν θα 'θελα να 'μενα μόνη μαζί της, τώρα που το σκέφτομαι. Τέτοιες γυναίκες...» «Άκουσα να λες ότι σ' έβρισκε ελκυστική και θα 'θελε να κάνει σεξ μαζί σου πριν γυρίσει πίσω - με τι; Ας μαντέψω, μ' ένα ιδιωτικό τζετ», λέει η δρ Σελφ. «Πού είπες ότι μένει;» «Στο Τσάρλεστον. Όπως και η θεία της. Νομίζω πως ήθελε πράγματι να κάνει σεξ μαζί μου. Θεέ μου. Πώς είναι δυνατόν να μην το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή που μου 'σφίξε το χέρι και με κοίταξε στα μάτια; Και τώρα που το σκέφτομαι, με ρώτησε αν δούλευα πολλές ώρες, σαν να 'θελε να μάθει τι ώρα τέλειωνα τη δουλειά. Με ρώτησε από πού είμαι. Ήταν προσωπικές ερωτήσεις. Απλώς δεν το συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή». «Ίσως επειδή φοβήθηκες να το δεις, Τζάκι. Φαίνεται πως είναι πολύ ελκυστική και χαρισματική, από κείνες τις γυναίκες που μπορούν να υπνωτίσουν και να παρασύρουν μια στρέιτ γυναίκα στο κρεβάτι, και μετά από μια πάρα πολύ ερωτική εμπειρία...» Παύση. «Καταλαβαίνεις γιατί το να κάνουν δυο γυναίκες σεξ, έστω κι αν η μία ή και οι δυο είναι στρέιτ, δεν είναι ασυνήθιστο».
108
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Όχι, βέβαια». «Διαβάζεις Φρόιντ;» «Ποτέ δεν ένιωσα έλξη γι' άλλη γυναίκα. Ούτε καν για τη συγκάτοικο μου στο κολέγιο. Και ζούσαμε μαζί. Αν υπήρχε μια λανθάνουσα προδιάθεση, θα συνέβαιναν πολύ περισσότερα». «Όλα περιστρέφονται γύρω από το σεξ, Τζάκι. Η σεξουαλική επιθυμία ανάγεται στη βρεφική ηλικία. Τι είν' αυτό που παίρνουν και τ' αρσενικά και τα θηλυκά βρέφη κι αργότερα είναι απαγορευμένο για τα κορίτσια;» «Δεν ξέρω». «Η πρόσβαση στο μητρικό στήθος». «Δεν θέλω τέτοιου είδους πρόσβαση και δεν θυμάμαι τίποτα γι' αυτό, κι ο μόνος λόγος που ενδιαφέρομαι για τα βυζιά είναι επειδή αρέσουν στους άντρες. Είναι σημαντικά γι' αυτό το λόγο, κι αυτός είναι ο μόνος λόγος που τα παρατηρώ. Κι εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι με τάιζαν με μπιμπερό». «Συμφωνώ μαζί σου», λέει η δρ Σελφ. «Είναι παράξενο να κάνει τόσο δρόμο για μια τομογραφία. Ελπίζω να μην έχει κάτι σοβαρό». «Απλώς ξέρω ότι έρχεται μια-δυο φορές το χρόνο». «Μια-δυο φορές το χρόνο;» «Αυτό είπε ένας από τους τεχνικούς». «Θα ήταν τραγικό να έχει κάτι. Εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι δεν είναι συνηθισμένο να κάνει ένας άνθρωπος εγκεφαλικές τομογραφίες μερικές φορές το χρόνο. Ούτε καν μία. Τι άλλο πρέπει να ξέρω για τη δική μου τομογραφία;» «Μπήκε κανείς στον κόπο να σας ρωτήσει αν έχετε πρόβλημα να μπείτε στο μαγνητικό τομογράφο;» ρωτάει η Τζάκι με τη σοβαρότητα ενός ειδικού. «Πρόβλημα;» «Ξέρετε. Αν μπορεί να σας δημιουργήσει πρόβλημα». «Όχι, εκτός κι αν μετά απ' αυτό δεν μπορώ να ξεχωρίσω το βορρά απ' το νότο. Ωστόσο έθιξες ένα πολύ καίριο ζήτημα. Πράγματι, πρέπει ν' αναρωτηθώ τι προκαλεί στους ανθρώπους. Δεν εί-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
109
μαι βέβαιη πως έχει προσδιοριστεί. Εξάλλου οι τομογραφίες δεν είναι κάτι που χρησιμοποιείται πάρα πολύ καιρό». «Η μελέτη χρησιμοποιεί fMRI. Λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες, ώστε να παρακολουθούμε πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος σας ενώ ακούτε την ταινία». «Ναι, η ταινία. Η μητέρα μου θα το ευχαριστηθεί πολύ όταν θα φτιάξει αυτή την ταινία. Λοιπόν, τι θα πρέπει να περιμένω;» «Το πρωτόκολλο επιβάλλει ν' αρχίζουμε με το SCID. Να σας εξηγήσω, τη Δομική Κλινική Συνέντευξη για το DSM-Three-Rn. «Το ξέρω. Ειδικά το DSM-Four. Την τελευταία εκδοχή». «Μερικές φορές ο δρ Γουέσλι μ* αφήνει να κάνω το SCID. Δεν μπορούμε να σας σκανάρουμε αν δεν ολοκληρώσουμε αυτό, και μπορεί να είναι αρκετά χρονοβόρα διαδικασία, γιατί έχει ένα σωρό ερωτήσεις». «Θα το συζητήσω μαζί του μόλις τον δω σήμερα. Και δεν ξέρω αν είναι σωστό να τον ρωτήσω για τη Λούσι. Όχι. Μάλλον δεν πρέπει. Αλλά ελπίζω να μην της συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ειδικά επειδή φαίνεται πως έχει πολύ ιδιαίτερη σχέση μαζί του». «Είναι κλεισμένος με άλλους ασθενείς, αλλά ίσως βρω χρόνο για το SCID σας». «Ευχαριστώ, Τζάκι. Θα του μιλήσω μόλις μου τηλεφωνήσει. Υπήρξαν αντιδράσεις σ αυτή τη συναρπαστική έρευνά του; Και ποιος είναι ο χρηματοδότης της; Μου φάνηκε πως είπες ότι είναι ο πατέρας σου;» «Είχαμε ορισμένους ανθρώπους που ήταν κλειστοφοβικοί. Και δεν μπορέσαμε να τους σκανάρουμε μετά από τόση δουλειά. Φανταστείτε», λέει η Τζάκι, «έκανα τόσον κόπο με τα SCID τους και τις συνεντεύξεις των μανάδων τους...» «Τους ηχογραφείς στο τηλέφωνο, υποθέτω. Έκανες πολλά μέσα σε μια βδομάδα». «Είναι πιο φτηνό κι αποτελεσματικό. Δεν χρειάζεται να συναντήσεις προσωπικά αυτά τα άτομα. Είναι πολύ τυποποιημένα αυτά που τους ζητάς να πουν στην ταινία. Δεν επιτρέπεται να συ-
110
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
ζητώ για τις χρηματοδοτήσεις, αλλά ο πατέρας μου ασχολείται με τη φιλανθρωπία». «Η καινούργια εκπομπή που σχεδιάζω. Αλήθεια, σου είπα ότι ετοιμάζομαι να δω συμβούλους παραγωγής; Υπέδειξες τη Λούσι σαν άτομο που ασχολείται με την επιβολή του νόμου; Ή ειδική πράκτορα; Ίσως πρέπει να τη σκεφτώ κι αυτή. Εκτός κι αν έχει κάποιο πρόβλημα. Πόσες φορές έχει κάνει εγκεφαλογράφημα;» «Λυπάμαι, αλλά δεν παρακολουθώ συχνά την εκπομπή σας. Λόγω του προγράμματος μου, βλέπω τηλεόραση μόνο αργά το βράδυ». «Οι εκπομπές μου επαναλαμβάνονται τακτικά. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ». «Η επιστημονική εξερεύνηση του εγκληματικού μυαλού και της συμπεριφοράς του, σε αντιδιαστολή με συνεντεύξεις ανθρώπων που οπλοφορούν και κυκλοφορούν και κάνουν συλλήψεις, είναι πολύ σωστή ιδέα. Το κοινό σας θα τη λατρέψει», λέει η Τζάκι. «Θ' αρέσει πολύ περισσότερο απ' αυτά που συνήθως βλέπουμε στα τοκ σόου. Νομίζω ότι αν βρείτε κάποιον ειδικό να πάρει μια συνέντευξη από έναν απ' αυτούς τους σεξουαλικά βίαιους ψυχοπαθείς δολοφόνους και τη δείξετε στην εκπομπή σας, η τηλεθέαση θ' ανέβει πολύ». «Απ' αυτό πρέπει να συμπεράνω ότι ένας ψυχοπαθής που βιάζει, ή επιτίθεται με σεξουαλικούς σκοπούς και σκοτώνει, δεν είναι κατ' ανάγκη βίαιος. Είναι εξαιρετικά πρωτότυπη άποψη, Τζάκι, και με κάνει ν' αναρωτιέμαι αν, λόγου χάρη, μόνο οι αντικοινωνικοί σεξουαλικοί δολοφόνοι είναι βίαιοι. Κι αν ακολουθήσουμε αυτό το σκεπτικό, τι θα πρέπει ν' αναρωτηθούμε στη συνέχεια;» «Τι να πω...» «Θα πρέπει ν' αναρωτηθούμε πού εντάσσεται η παρορμητική σεξουαλική ανθρωποκτονία. Ή μήπως είναι απλώς ζήτημα ορολογίας; Εγώ λέω πατάτα, εσύ λες γεώμηλο». «Τι να πω...» «Πόσο Φρόιντ έχεις διαβάσει και δίνεις σημασία στα όνειρά σου; Θα πρέπει να τα καταγράφεις, να έχεις ένα σημειωματάριο δίπλα στο κρεβάτι σου».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
111
«Και βέβαια διάβασα, στη σχολή, αλλά όχι σημειωματάριο και όνειρα. Δεν το κάναμε αυτό στη σχολή», λέει η Τζάκι. «Στην αληθινή ζωή, κανείς δεν ασχολείται πια με τον Φρόιντ».
8:30 μ. μ. Ώρα Ρώμης. Γλάροι βουτούν κρώζοντας μες στη νύχτα. Μοιάζουν με μεγάλες άσπρες νυχτερίδες. Σε άλλες πόλεις που είναι κοντά στη θάλασσα, οι γλάροι είναι ενοχλητικοί την ημέρα, αλλά εξαφανίζονται μόλις σκοτεινιάσει. Πάντως έτσι γίνεται στην Αμερική, όπου ο λοχαγός Πόμα έχει περάσει αρκετό χρόνο. Όταν ήταν μικρός, επισκεπτόταν ξένες χώρες με την οικογένειά του. Έμελλε να γίνει ένας κοσμοπολίτης που θα μιλούσε μ' ευχέρεια ξένες γλώσσες και θα είχε άψογους τρόπους κι εξαιρετική μόρφωση. Έπρεπε να γίνει κάτι σπουδαίο, έλεγαν οι γονείς του. Παρακολουθεί δυο χοντρούς, κατάλευκους γλάρους σ' ένα περβάζι κοντά στο τραπέζι του, να τον κοιτάζουν. Μπορεί να έχουν βάλει στο μάτι το μαύρο χαβιάρι του. «Σε ρωτάω πού είναι», λέει στα ιταλικά. «Κι η απάντησή σου είναι να με πληροφορείς για έναν άνθρωπο που θα 'πρεπε να ξέρω; Αλλά δεν μου δίνεις λεπτομέρειες; Τώρα είμαι πάρα πολύ αγανακτισμένος». «Αυτό που σου είπα είναι το εξής», απαντάει ο δρ Πάουλο Μαρόνι, που γνωρίζει χρόνια το λοχαγό. «Η δρ Σελφ είχε στην εκπομπή της την Ντριου Μάρτιν, όπως ξέρεις. Μερικές εβδομάδες αργότερα η δρ Σελφ άρχισε να παίρνει e-mail από κάποιον πολύ διαταραγμένο. Το ξέρω επειδή μου το ανέφερε». «Πάουλο, σε παρακαλώ. Θέλω λεπτομέρειες γι' αυτό το διαταραγμένο άτομο». «Πίστευα πως τις είχες». «Δεν το ξεκίνησα εγώ αυτό το θέμα». «Είσαι όμως αυτός που έχει αναλάβει την υπόθεση», λέει ο δρ Μαρόνι. «Φαίνεται πως έχω περισσότερες πληροφορίες από σένα. Είναι πολύ λυπηρό. Ώστε δεν υπάρχει τίποτα». «Δεν θέλω να το παραδεχτώ δημόσια. Δεν έχουμε προχωρή-
112
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
σει καθόλου. Γι' αυτό είναι ζωτικής σημασίας να μου μιλήσεις γι' αυτό το διαταραγμένο άτομο. Και νιώθω ότι παίζεις μαζί μου μ' έναν πολύ παράξενο τρόπο». «Για περισσότερες λεπτομέρειες θα πρέπει να μιλήσεις μαζί της. Δεν είναι ασθενής της και μπορεί να μιλήσει ελεύθερα γι' αυτόν. Αν υποθέσουμε ότι θα θελήσει να συνεργαστεί». Απλώνει το χέρι του στο ασημένιο πιάτο με τα μπλίνις. «Και είναι μια μάλλον επισφαλής υπόθεση». «Τότε βοήθησέ με να τη βρω», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι ξέρεις πού είναι. Γι' αυτό μου τηλεφώνησες ξαφνικά κι αυτοπροσκλήθηκες σ' ένα πανάκριβο δείπνο». Ο δρ Μαρόνι γελάει. Θα μπορούσε να πληρώσει για ένα δωμάτιο γεμάτο με το καλύτερο ρώσικο χαβιάρι Δεν είν' αυτός ο λόγος για το δείπνο του με το λοχαγό. Ξέρει κάτι κι έχει περίπλοκους λόγους, ένα ολόκληρο σχέδιο. Είναι χαρακτηριστικό του. Έχει το χάρισμα να κατανοεί τις τάσεις των ανθρώπων και τα κίνητρά τους - μπορεί να είναι κι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που ξέρει ο λοχαγός. Αλλά είν' ένα αίνιγμα κι έχει έναν τελείως δικό του τρόπο να ορίζει την αλήθεια. «Δεν μπορώ να σου πω πού είναι», λέει ο δρ Μαρόνι. «Πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν ξέρεις. Κάνεις λογοπαίγνια μαζί μου, Πάουλο. Δεν είναι ότι είμαι τεμπέλης. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα πολύ να τη βρω. Από τότε που έμαθα ότι γνωριζόταν με την Ντριου, μίλησα με ανθρώπους που δουλεύουν για λογαριασμό της και πάντα μου λένε αυτό που λένε κι οι ειδήσεις. Κάποια μυστηριώδης οικογενειακή ανάγκη. Κανείς δεν ξέρει πού είναι». «Η λογική θα σου έλεγε πως είναι αδύνατον να μην ξέρει κανείς πού είναι». «Ναι, η λογική μού το λέει», κάνει ο λοχαγός απλώνοντας χαβιάρι σ' ένα μπλίνις και προσφέροντάς του το. «Έχω μια αίσθηση ότι θα με βοηθήσεις να τη βρω. Γιατί, όπως σου είπα, αυτός είναι ο λόγος που μου τηλεφώνησες και τώρα καθόμαστ' εδώ και κάνουμε λογοπαίγνια». «Το προσωπικό της τής προώθησε τα e-mail σου όπου ζητού-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
113
σες συνάντηση ή τουλάχιστον τηλεφωνική συνομιλία;» ρωτάει ο δρ Μαρόνι. «Έτσι λένε». Οι γλάροι φεύγουν, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους σ' ένα άλλο τραπέζι. «Δεν πρόκειται να την προσεγγίσω με τις συνηθισμένες μεθόδους. Δεν έχει σκοπό να μου δώσει σημασία, γιατί το τελευταίο που θέλει είναι ν' αποτελέσει μέρος τής έρευνας. Ο κόσμος μπορεί να της αποδώσει ευθύνες». «Και ίσως πρέπει. Είναι ανεύθυνη», λέει ο δρ Μαρόνι. Πλησιάζει ο σερβιτόρος για να γεμίσει τα ποτήρια τους κρασί. Το εστιατόριο στην ταράτσα του ξενοδοχείου Χάσλερ είναι από τ' αγαπημένα του λοχαγού Πόμα. Η θέα είναι υπέροχη και δεν τη βαριέται ποτέ, και σκέφτεται την Κέι Σκαρπέτα κι αναρωτιέται αν έφαγε ποτέ εκεί με τον Μπέντον Γουέσλι. Μάλλον όχι. Ήταν πολυάσχολοι. Τόσο πολυάσχολοι, ώστε έχαναν αυτά που αξίζουν στη ζωή. «Βλέπεις; Όσο περισσότερο μ* αποφεύγει, τόσο πιστεύω ότι έχει κάποιους λόγους», προσθέτει ο λοχαγός. «Μπορεί να είναι αυτός ο διαταραγμένος που σου ανέφερε. Πες μου, σε παρακαλώ, πού να τη βρω, γιατί νομίζω ότι ξέρεις». Ο δρ Μαρόνι λέει: «Σου ανέφερα ποτέ ότι έχουμε κανονισμούς και ρήτρες στις Ηνωμένες Πολιτείες κι ότι οι αγωγές είναι το εθνικό μας σπορ;» «Το προσωπικό της δεν πρόκειται να μου πει αν είναι ασθενής στο νοσοκομείο σου». «Ούτ' εγώ θα στο 'λεγα ποτέ». «Όχι, βέβαια». Ο λοχαγός χαμογελάει. Τώρα ξέρει. Δεν έχει καμιά αμφιβολία. «Χαίρομαι πολύ που δεν βρίσκομαι εκεί αυτή τη στιγμή», λέει μετά ο δρ Μαρόνι. «Έχουμε μια πολύ δύσκολη VIP στο Παβίλιον. Ελπίζω ο Μπέντον Γουέσλι να μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί της». «Πρέπει να της μιλήσω. Πώς μπορώ να την πείσω ότι το ανακάλυψα από κάποια άλλη πηγή κι όχι από σένα;» «Δεν ανακάλυψες τίποτα από μένα». «Από κάποιον το ανακάλυψα. Θ' απαιτήσει να της πω».
114
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Δεν ανακάλυψες τίποτα από μένα. Εσύ το είπες. Κι εγώ δεν το επιβεβαίωσα». «Μπορούμε να το συζητήσουμε υποθετικά;» Ο δρ Μαρόνι πίνει το κρασί του. «Προτιμώ το Barbaresco που είχαμε πιει την τελευταία φορά». «Φυσικά. Έκανε τριακόσια ευρώ». «Γεμάτο σώμα, αλλά πολύ δροσερό». «Το κρασί; Ή η γυναίκα που ήσουν μαζί της χτες;» Για άνθρωπο της ηλικίας του που τρώει και πίνει ό,τι θέλει, ο δρ Μαρόνι είναι μια χαρά και δεν μένει ποτέ χωρίς γυναίκα. Του προσφέρονται σαν να είναι ο θεός Πρίαπος και δεν είναι πιστός σε καμιά. Συνήθως, κάθε φορά που έρχεται στη Ρώμη, αφήνει τη γυναίκα του στη Μασαχουσέτη. Εκείνη δεν την πειράζει. Είναι εξασφαλισμένη, κι εκείνος δεν είναι απαιτητικός ως προς τις σεξουαλικές του επιθυμίες, γιατί δεν του τις ικανοποιεί πια ούτε είναι πια ερωτευμένος μαζί της. Αυτή είναι μια μοίρα που ο λοχαγός αρνείται να τη δεχτεί. Είναι ρομαντικός κι αναρωτιέται πάλι για τη Σκαρπέτα. Εκείνη δεν χρειάζεται καμιά εξασφάλιση και δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Η παρουσία της στις σκέψεις του είναι σαν το φως των κεριών στα τραπέζια και τα φώτα της πόλης πέρ' από το παράθυρο. Τον συγκινεί. «Μπορώ να έρθω σ' επαφή μαζί της στο νοσοκομείο. Αλλά θ* απαιτήσει να μάθει πώς ανακάλυψα ότι βρίσκετ' εκεί», λέει ο λοχαγός. «Η VIP, εννοείς». Ο δρ Μαρόνι βυθίζει ένα φιλντισένιο κουτάλι στο χαβιάρι και βγάζει αρκετό για δύο μπλίνις. Απλώνει το χαβιάρι σε ένα και το τρώει. «Δεν πρέπει να έρθεις σ' επαφή με κανέναν στο νοσοκομείο». «Κι αν η πηγή μου είναι ο Μπέντον Γουέσλι; Πριν από λίγο καιρό ήταν εδώ κι έχει πάρει μέρος στην έρευνα. Και τώρα εκείνη είναι ασθενής του. Εκνευρίστηκα που μιλούσαμε για τη δρ Σελφ τις προάλλες και δεν είπε πως είναι ασθενής του». «Εννοείς η VIP. Ο Μπέντον δεν είναι ψυχίατρος και η VIP τυπικά δεν είναι ασθενής του. Τυπικά, η VIP είναι δική μου ασθενής».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
115
Ο λοχαγός κάνει μια παύση καθώς πλησιάζει ο σερβιτόρος με τα primi piatti. Ριζότο με μανιτάρια και παρμεζάνα. Μινεστρόνε αρωματισμένη με βασιλικό και τετράγωνα κομματάκια πάστας. «Εν πάση περιπτώσει, ο Μπέντον δεν θα κοινοποιούσε ποτέ κάτι τόσο εμπιστευτικό. Είναι σαν να ρωτάς κάτι μια πέτρα», λέει ο δρ Μαρόνι μόλις φεύγει ο σερβιτόρος. «Μαντεύω πως η VIP θα φύγει σύντομα. Το σημαντικό είναι πού θα πάει. Το πού ήταν είναι σημαντικό μόνο απ* την άποψη του κινήτρου». «Η εκπομπή της δρ Σελφ γυρίζεται στη Νέα Τόρκη». «Οι VIP πάνε όπου τους αρέσει. Αν ανακαλύψεις πού είναι και γιατί, μπορεί ν' ανακαλύψεις και πού θα πάει στη συνέχεια. Μια πιο πιθανή πηγή είναι η Λούσι Φαρινέλι». «Η Λούσι Φαρινέλι;» απορεί ο λοχαγός. «Η ανιψιά της δρ Σκαρπέτα. Κι εδώ που τα λέμε, της κάνω μια χάρη κι έρχεται στο νοσοκομείο αρκετά συχνά. Έτσι μπορεί ν' ακούει φήμες απ' το προσωπικό». «Και λοιπόν; Είπε τις φήμες στην Κέι κι εκείνη τις είπε σ' εμένα;» «Κέι;» Ο δρ Μαρόνι τρώει. «'Ωστ' έχετε φιλικές σχέσεις;» «Το ελπίζω. Όχι όμως ιδιαίτερα φιλικές μ* εκείνον. Δεν νομίζω να με συμπαθεί». «Οι περισσότεροι άντρες δεν σε συμπαθούν, Ότο. Μόνο οι ομοφυλόφιλοι σε συμπαθούν. Αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Αν η πληροφορία προέρχεται από κάποιον εξωτερικό - τη Λούσι, που το λέει στη δρ Σκαρπέτα κι εκείνη το λέει σ* εσένα», ο δρ Μαρόνι τρώει ενθουσιασμένος το ριζότο του, «τότε δεν υπάρχουν ηθικά ή νομικά κωλύματα. Μπορείς ν' ακολουθήσεις το ίχνος». «Και η VIP ξέρει πως η Κέι δουλεύει μαζί μου στην υπόθεση, μιας και ήταν εδώ στη Ρώμη και το νέο μεταδόθηκε στις ειδήσεις. Έτσι η VIP μας θα σκεφτεί πως η Κέι είναι έμμεσα η πηγή και μετά δεν έχουμε πρόβλημα. Πολύ ωραία. Τέλεια». «Το risotto ai funghi είναι σχεδόν τέλειο. Τι λέει η μινεστρόνε; Την είχα πάρει παλιότερα», λέει ο δρ Μαρόνι.
116
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Υπέροχη. Αυτή η VIP. Χωρίς να παραβιάσεις το απόρρητο, μπορείς να μου πεις γιατί είναι ασθενής στο ΜακΛίν;» «Το δικό της λόγο ή το δικό μου; Ο δικός της είναι η προσωπική της ασφάλεια. Ο δικός μου είναι ότι έτσι θα μπορέσει να μ' εκμεταλλευτεί. Έχει παθολογικά συμπτώματα τόσο του άξονα ένα όσο και του άξονα δύο. Διπολική διαταραχή, την οποία αρνείται να παραδεχτεί, πόσο μάλλον να δεχτεί αγωγή για τη σταθεροποίηση της διάθεσής της. Ποια διαταραχή της προσωπικότητάς της θες να συζητήσουμε; Έχει τόσο πολλές. Λυπάμαι, αλλά οι άνθρωποι με διαταραχές της προσωπικότητας σπάνια αλλάζουν». «Ώστε κάτι προκάλεσε μια κατάρρευση. Είναι η πρώτη εισαγωγή αυτής της VIP για ψυχιατρικούς λόγους; Έχω κάνει έρευνα. Είναι εναντίον των φαρμάκων και πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα του κόσμου μπορούν ν* αντιμετωπιστούν ακολουθώντας τις συμβουλές της. Αυτό που ονομάζει εργαλεία». «Αυτή η VIP δεν έχει γνωστό ιστορικό προηγούμενης νοσοκομειακής περίθαλψης. Τώρα μου κάνεις τις σημαντικές ερωτήσεις. Όχι πού βρίσκεται. Αλλά γιατί. Δεν μπορώ να σου πω πού βρίσκεται η VIP. Αλλά μπορώ να σου πω γιατί βρίσκεται εκεί». «Κάτι τραυματικό για τη VIP σου;» «Αυτή η VIP πήρε ένα e-mail από κάποιον παρανοϊκό. Κατά σύμπτωση, τον ίδιο παρανοϊκό για τον οποίο μου είχε μιλήσει η δρ Σελφ το φθινόπωρο». «Πρέπει να της μιλήσω». «Να μιλήσεις σε ποιον;» «Εντάξει. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη δρ Σελφ;» «Θα μεταφέρουμε τη συζήτησή μας από τη VIP στη δρ Σελφ». «Πες μου περισσότερα γι* αυτόν τον παρανοϊκό». • «Όπως είπα, είναι κάποιος που είδα αρκετές φορές στο γραφείο μου εδώ». «Δεν θα ρωτήσω το όνομα του ασθενούς». «Ωραία, επειδή δεν το ξέρω. Πλήρωσε τοις μετρητοίς. Και είπε ψέματα». «Δεν έχεις ιδέα ποιο ήταν το αληθινό του όνομα;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
117
«Αντίθετα από σένα, δεν ερευνώ το παρελθόν του ασθενούς μου ούτε ζητάω αποδείξεις της αληθινής του ταυτότητας», λέει ο δρ Μαρόνι. «Τότε, ποιο ήταν το ψεύτικο όνομά του;» «Δεν μπορώ να σου πω». «Γιατί ήρθε σ' επαφή μαζί σου η δρ Σελφ σχετικά μ* αυτό τον άνθρωπο; Και πότε;» «Αρχές Οκτώβρη. Μου είπε ότι της έστελνε e-mail κι εκείνη σκέφτηκε πως ήταν προτιμότερο να τον παραπέμψει αλλού. Όπως σου είπα». «Τότε είναι τουλάχιστον κάπως υπεύθυνη, αφού αναγνώρισε ότι μια κατάσταση ήταν πέρ' από τις δυνατότητές της», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Ίσως εκεί ακριβώς δεν την καταλαβαίνεις. Ποτέ δεν θα της περνούσε απ' το μυαλό πως κάτι είναι πέρ' από τις δυνατότητές της. Δεν ήθελε ν' ασχοληθεί μαζί του, και το μανιακό εγώ της κολακεύτηκε με τη σκέψη να τον παραπέμψει σ' ένα βραβευμένο με Νόμπελ ψυχίατρο που διδάσκει στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Την ικανοποιούσε να με φέρει σε δύσκολη θέση, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Έχει τους λόγους της. Αν μη τι άλλο, πιθανότατα ήξερε ότι θ' αποτύγχανα. Ο άνθρωπος αυτός δεν σηκώνει θεραπεία». Ο δρ Μαρόνι μελετάει το κρασί του λες κι εκεί μέσα υπάρχει μια απάντηση. «Πες μου κάτι», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Αν ο άνθρωπος δεν σηκώνει θεραπεία, δεν συμφωνείς ότι αυτό δικαιώνει και τη σκέψη μου; Είναι ένας μη φυσιολογικός άνθρωπος που μπορεί να κάνει μη φυσιολογικά πράγματα. Της έστελνε e-mail. Μπορεί να της έστειλε και το e-mail που σου ανέφερε εκείνη όταν εισήχθη στο ΜακΛίν». «Εννοείς τη VIP. Εγώ ποτέ δεν είπα ότι η δρ Σελφ είναι στο ΜακΛίν. Αλλά κι αν ήταν, θα 'πρεπε οπωσδήποτε ν' ανακαλύψεις το γιατί. Αυτό φαίνεται να έχει σημασία. Επαναλαμβάνομαι σαν χαλασμένο γραμμόφωνο». «Μπορεί να έστειλε στη VIP ένα e-mail που την τάραξε αρ-
118
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
κετά ώστε να την κάνει να κρυφτεί στο νοσοκομείο σου. Πρέπει να τον εντοπίσουμε και τουλάχιστον να βεβαιωθούμε ότι δεν είναι δολοφόνος». «Δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω αυτό. Όπως σου είπα, δεν έχω ιδέα ποιος είναι. Ξέρω μόνο πως είναι Αμερικανός κι υπηρέτησε στο Ιράκ». «Και για ποιο σκοπό είπες ότι ήρθε να σε δει εδώ στη Ρώμη; Είναι μεγάλη διαδρομή για ένα ραντεβού». «Έπασχε από μετατραυματική αγχώδη διαταραχή. Φαίνεται να έχει διασυνδέσεις στην Ιταλία. Μου είπε μια πολύ ανησυχητική ιστορία για μια νεαρή γυναίκα που πέρασε μια μέρα μαζί της πέρσι το καλοκαίρι. Ένα πτώμα που βρέθηκε κοντά στο Μπάρι. Θυμάσαι την υπόθεση». «Η Καναδή τουρίστρια;» λέει ο λοχαγός έκπληκτος. «Διάολε!» «Αυτή λέω. Μόνο που στην αρχή δεν είχε αναγνωριστεί». «Ήταν γυμνή και φριχτά ακρωτηριασμένη». «Όχι σαν την Ντριου Μάρτιν, απ' ό,τι μου είπες. Δεν της είχε κάνει το ίδιο πράγμα στα μάτια». «Πάλι έλειπαν μεγάλα κομμάτια σάρκας». «Ναι. Στην αρχή υπέθεσαν πως ήταν μια πόρνη που την έριξαν από ένα κινούμενο αυτοκίνητο, ή χτυπήθηκε από αυτοκίνητο, πράγμα που θα εξηγούσε τις πληγές», λέει ο δρ Μαρόνι. «Η νεκροψία, που, παρά τις πρωτόγονες συνθήκες, έγινε σωστά, έδειξε ότι δεν ήταν έτσι. Ξέρεις πώς γίνονται αυτά τα πράγματα σε απόκεντρες περιοχές, όπου δεν υπάρχουν χρήματα». «Ειδικά αν πρόκειται για μια πόρνη. Η νεκροψία θα έγινε στο νεκροταφείο. Αν εκείνες τις μέρες δεν είχε αναφερθεί σαν αγνοούμενη η Καναδή τουρίστρια, θα την έθαβαν σαν αγνώστων στοιχείων», θυμάται ο λοχαγός Πόμα. «Είχαν βρει πως η σάρκα αφαιρέθηκε με κάποιου είδους μαχαίρι ή πριόνι». «Και δεν πρόκειται να μου πεις όλα όσα ξέρεις γι' αυτό τον ασθενή που πλήρωσε τοις μετρητοίς κι έδωσε ψεύτικο όνομα;» διαμαρτύρεται ο λοχαγός. «Δεν έχεις σημειώσεις να μου τις δείξεις;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
119
«Αδύνατον. Αυτά που μου είπε δεν αποτελούν απόδειξη». «Κι αν είναι ο δολοφόνος, Πάουλο;» «Αν είχα περισσότερα στοιχεία, θα σου έλεγα. Έχω απλώς τις διεστραμμένες ιστορίες του και την ανησυχητική αίσθηση που ένιωσα όταν με ειδοποίησαν για τη δολοφονημένη πόρνη που αποδείχτηκε πως ήταν η αγνοούμενη Καναδή». «Σε ειδοποίησαν; Γιατί; Για να πάρουν την άποψή σου; Αυτό δεν το ήξερα». «Το έκανε η Κρατική Αστυνομία. Όχι οι Καραμπινιέροι. Δίνω δωρεάν συμβουλές σε πολύ κόσμο. Με λίγα λόγια, ο ασθενής αυτός δεν με ξαναεπισκέφθηκε ποτέ και δεν ξέρω να σου πω πού είναι», λέει ο δρ Μαρόνι. «Δεν ξέρεις ή δεν θέλεις;» «Δεν ξέρω». «Δεν βλέπεις ότι μπορεί να είναι ο δολοφόνος της Ντριου Μάρτιν; Σου τον παρέπεμψε η δρ Σελφ και ξαφνικά κρύβεται στο νοσοκομείο σου εξαιτίας του e-mail ενός τρελού». «Τώρα επιμένεις και ξαναγυρνάμε στη VIP. Ποτέ δεν είπα ότι η δρ Σελφ είναι ασθενής στο νοσοκομείο. Αλλά τα κίνητρα του κρυψίματος είναι πιο σημαντικά από την ίδια την κρυψώνα». «Αν μπορούσα να σκάψω το κεφάλι σου μ' ένα φτυάρι, Πάουλο, δεν ξέρω τι θα έβρισκα εκεί μέσα». «Ριζότο και κρασί». «Αν ξέρεις λεπτομέρειες που μπορούν να βοηθήσουν αυτή την έρευνα, η εχεμύθειά σου δεν με βρίσκει σύμφωνο», λέει ο λοχαγός, και μετά δεν λέει κουβέντα γιατί τους ξαναπλησιάζει ο σερβιτόρος. Ο δρ Μαρόνι ζητάει να ξαναδεί το μενού, παρ' όλο που έχει ήδη δοκιμάσει τα πάντα, μιας και δειπνεί συχνά εκεί. Ο λοχαγός, που δεν θέλει μενού, παραγγέλνει ψητό αστακό της Μεσογείου και στη συνέχεια σαλάτα και ιταλικά τυριά. Ο αρσενικός γλάρος επιστρέφει μόνος. Κοιτάζει απ' το παράθυρο φουσκώνοντας τα κάτασπρα φτερά του. Πίσω του είναι τα φώτα της πόλης. Ο χρυσός θόλος του Αγίου Πέτρου φαντάζει σαν στέμμα.
120
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Ότο, αν παραβιάσω την εχεμύθεια με τόσο λίγα στοιχεία και κάνω λάθος, η καριέρα μου έχει τελειώσει», λέει τελικά ο δρ Μαρόνι. «Δεν έχω βάσιμους λόγους να εκθέσω περισσότερες λεπτομέρειες για το άτομό του στην αστυνομία. Δεν θα ήταν καθόλου συνετό εκ μέρους μου». «Ώστε θίγεις το θέμα τού ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος και μετά μου κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα;» λέει ο λοχαγός Πόμα απελπισμένος, γέρνοντας στο τραπέζι. «Δεν την άνοιξα εγώ αυτή την πόρτα», λέει ο δρ Μαρόνι. «Απλώς σου την έδειξα».
Χαμένη στη δουλειά της, η Σκαρπέτα ξαφνιάζεται όταν στις τρεις παρά τέταρτο χτυπάει το ξυπνητήρι του ρολογιού της. Τελειώνει τα ράμματα στην τομή Τ του αποσυντεθειμένου πτώματος της ηλικιωμένης κυρίας που τελικά δεν χρειαζόταν νεκροψία. Αρτηριοσκληρωτική πλάκα. Αιτία του θανάτου, όπως ήταν αναμενόμενο, αρτηριοσκλήρωση της στεφανιαίας. Βγάζει τα γάντια της και τα πετάει σ' ένα κατακόκκινο δοχείο απορριμμάτων υψηλού βιολογικού κινδύνου, και μετά καλεί τη Ρόουζ. «Έρχομαι πάνω σε ένα λεπτό», της λέει η Σκαρπέτα. «Αν μπορείς, πάρε τους Μέντικ και πες τους να έρθουν να την πάρουν». «Θα κατέβαινα να σε βρω», λέει η Ρόουζ. «Ανησύχησα μήπως κλειδώθηκες κατά λάθος στο ψυγείο». Παλιό το αστείο. «Ο Μπέντον προσπαθεί να σε βρει. Λέει να κοιτάξεις το e-mail σου και, σου μεταφέρω τα λόγια του, να είσαι μόνη και ψύχραιμη». «Ακούγεσαι χειρότερα από χτες. Πιο μπουκωμένη». «Μπορεί να είμαι λιγάκι κρυωμένη». «Άκουσα τη μοτοσικλέτα του Μαρίνο πριν από λίγο. Και κάποιος κάπνισε εδώ κάτω. Μες στο ψυγείο. Ακόμα κι η μπλούζα μου βρομάει τσιγαρίλα». «Παράξενο αυτό». «Πού είναι ο Μαρίνο; Καλά θα ήταν να έβρισκε λίγο χρόνο να με βοηθήσει εδώ κάτω».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
121
«Στην κουζίνα», λέει η Ρόουζ. Καινούργια γάντια, και η Σκαρπέτα βάζει το πτώμα της ηλικιωμένης κυρίας από το τραπέζι της νεκροψίας μέσα σ* ένα γερό πλαστικό σάκο ντυμένο με σεντόνι κι έπειτα σ' ένα φορείο, που το κυλάει μέσα στο ψυγείο. Πλένει τις επιφάνειες εργασίας, βάζει δοκιμαστικούς σωλήνες με οφθαλμικό υγρό, ούρα, χολή και αίμα κι ένα κουτί με ανατμημένα όργανα μέσα σ' ένα ψυγείο για μετέπειτα τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις. Χαρτιά με κηλίδες αίματος μπαίνουν κάτω από ένα κάλυμμα για να στεγνώσουν - δείγματα για τεστ DNA που περιλαμβάνονται στο φάκελο κάθε υπόθεσης. Αφού σφουγγαρίζει το πάτωμα, καθαρίζει τα χειρουργικά εργαλεία και τους νεροχύτες και συγκεντρώνει τα χαρτιά που πρέπει να υπαγορεύσει αργότερα, είναι έτοιμη να φροντίσει την προσωπική της υγιεινή. Στο βάθος της αίθουσας νεκροψιών υπάρχουν στεγνωτήρια με φίλτρα λεπτότατων σωματιδίων και φίλτρα άνθρακα για τα ματωμένα, βρόμικα ρούχα, πριν συσκευαστούν σαν στοιχεία και σταλθούν στα εργαστήρια. Στη συνέχεια υπάρχει ένας χώρος αποθήκευσης, μετά ένα πλυσταριό και τέλος τ' αποδυτήρια, που χωρίζονται μ' έναν τοίχο από υαλότουβλα. Μια πλευρά για τους άντρες, μια για τις γυναίκες. Σ' αυτό το πρώτο στάδιο της εγκατάστασής της στο Τσάρλεστον, έχει μόνο τον Μαρίνο να τη βοηθάει. Έχει τη δική του πλευρά στ' αποδυτήρια κι εκείνη έχει την άλλη, και πάντα νιώθει αμηχανία όταν κάνουν και οι δυο ντους την ίδια στιγμή και μπορεί να τον ακούσει και να δει τις αλλαγές στο φως μέσ' από το χοντρό πράσινο γυαλί καθώς εκείνος κινείται. Μπαίνει στη δική της πλευρά των αποδυτηρίων, κλείνει και κλειδώνει την πόρτα. Βγάζει τα καλύμματα των παπουτσιών της, την ποδιά, το σκούφο και τη μάσκα, τα ρίχνει σ' έναν κάδο απορριμμάτων βιολογικού κινδύνου και μετά ρίχνει τη χειρουργική μπλούζα σ' ένα καλάθι. Κάνει ντους, τρίβεται με αντιβακτηριακό σαπούνι, μετά στεγνώνει τα μαλλιά της και ξαναφοράει το ταγέρ και τις γόβες της. Επιστρέφει στο διάδρομο και τον διασχίζει ώσπου φτάνει σε μια πόρτα. Στην άλλη πλευρά είναι η από-
122
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
τομη δρύινη σκάλα που βγάζει στην κουζίνα, όπου ο Μαρίνο ανοίγει ένα τενεκάκι Diet Pepsi. Την κοιτάζει από πάνω ώς κάτω. «Στις ομορφιές μας είμαστε», λέει. «Ξέχασες ότι είναι Κυριακή κι ετοιμάστηκες για το δικαστήριο; Πάει η βόλτα μου στο Μιρτλ Μπιτς». Ξενύχτησε ξεφαντώνοντας, κι αυτό φαίνεται στο αναψοκοκκινισμένο, αξύριστο πρόσωπο του. «Θεώρησέ το δώρο. Άλλη μια μέρα που είσαι ζωντανός». Η Σκαρπέτα μισεί τις μοτοσικλέτες. «Εξάλλου ο καιρός είναι άσχημος και λένε ότι θα χειροτερέψει». «Κάποτε θα σε βάλω πίσω στην Indian Chief Roadmaster μου και θα κολλήσεις, θα ζητάς κι άλλο». Η ιδέα να καβαλήσει τη μεγάλη μοτοσικλέτα του, περνώντας τα μπράτσα της γύρω του, πιέζοντας το κορμί της πάνω στο δικό του, της κόβει κάθε διάθεση, κι εκείνος το ξέρει. Είναι το αφεντικό του, κι έτσι ήταν εδώ και είκοσι χρόνια, πράγμα που δεν του φαίνεται πια σωστό. Βέβαια, έχουν αλλάξει κι οι δυο τους. Βέβαια, είχαν τις καλές και τις άσχημες εποχές τους. Αλλά τα τελευταία χρόνια, κι ιδιαίτερα τώρα πρόσφατα, ο σεβασμός του απέναντι της κι απέναντι στη δουλειά του έχει μειωθεί στο ελάχιστο, και τώρα γίνεται κι αυτό. Η Σκαρπέτα σκέφτεται τα e-mail της δρ Σελφ κι αναρωτιέται αν εκείνος φαντάζεται πως τα έχει δει. Σκέφτεται σε ποιο παιχνίδι πάει να τον μπλέξει η δρ Σελφ - ένα παιχνίδι που εκείνος δεν το καταλαβαίνει κι είναι καταδικασμένος να το χάσει. «Σε άκουσα που ήρθες», του λέει. «Προφανώς άφησες πάλι τη μοτοσικλέτα σου στο πάρκινγκ. Αν τη χτυπήσει καμιά νεκροφόρα ή κάνα φορτηγάκι», του υπενθυμίζει, «η ευθύνη είναι δική σου και δεν πρόκειται να σε λυπηθώ». «Αν μου τη χτυπήσουν, θα 'χουμε κι άλλο ένα πτώμα εδώ μέσα, όποιος κι αν είναι ο κόπανος ο πεθαμενατζής που δεν έβλεπε πού πήγαινε». Η μοτοσικλέτα του Μαρίνο, με τις εξατμίσεις που σπάζουν το φράγμα του ήχου, είναι άλλο ένα σημείο προστριβής. Μ' αυτή
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
123
πηγαίνει στους τόπους των εγκλημάτων, στο δικαστήριο, στα επείγοντα περιστατικά των νοσοκομείων, σε δικηγορικά γραφεία, σε σπίτια μαρτύρων. Στο γραφείο αρνείται να την αφήσει στο ανοιχτό πάρκινγκ και την αφήνει στις θέσεις που είναι για την παράδοση πτωμάτων κι όχι για τα Ι.Χ. «Ήρθε ο κύριος Γκραντ;» λέει η Σκαρπέτα. «Ήρθε μ' εκείνο το σαράβαλο το φορτηγάκι του κι εκείνη τη σαπιόβαρκά του και μ* ένα σωρό δίχτυα, κουβάδες κι άλλα συμπράγκαλα. Ένας πελώριος μαύρος σαν κατράμι. Πρώτη φορά βλέπω μαύρους τόσο μαύρους όσο είναι σ' αυτή την περιοχή. Ούτε μια στάλα γαλατάκι στον καφέ του. Δεν είναι σαν τα μέρη μας στη Βιρτζίνια, όπου ο Τόμας Τζέφερσον κοιμόταν με το υπηρετικό προσωπικό». Εκείνη δεν έχει καμιά διάθεση να ενδώσει στις προκλήσεις του. «Είναι στο γραφείο μου; Δεν θέλω να τον κάνω να περιμένει». «Δεν κατάλαβα γιατί ντύθηκες έτσι για χατίρι του, λες και πρόκειται να συναντηθείς με κάνα δικηγόρο ή δικαστή, ή να πας στην εκκλησία», λέει ο Μαρίνο, κι εκείνη αναρωτιέται αν η ελπίδα του είναι να ντύθηκε έτσι για χάρη του, ίσως επειδή είδε τα e-mail της δρ Σελφ και ζήλεψε. «Μια συνάντηση μαζί του είναι τόσο σημαντική όσο μια συνάντηση μ' οποιονδήποτε άλλο», λέει. «Δείχνουμε πάντα σεβασμό, το ξέχασες;» Ο Μαρίνο μυρίζει τσιγάρο και ποτό, κι όταν «η χημεία του είναι στα κάτω της», όπως το χαρακτηρίζει εύσχημα η Σκαρπέτα τον τελευταίο καιρό, οι βαθιά ριζωμένες ανασφάλειές του κάνουν την αγένειά του να δουλεύει στο φουλ, πρόβλημα που γίνεται μάλλον απειλητικό σε συνδυασμό με την εξωτερική του εμφάνιση. Πενηνταπεντάρης, ξυρίζει ό,τι έχει απομείνει απ' τα μαλλιά του, φοράει συνήθως μαύρα δερμάτινα ρούχα και τεράστιες μπότες και, τις τελευταίες μέρες, ένα φανταχτερό μενταγιόν μ' ένα ασημένιο δολάριο. Είναι φανατικός με τα βάρη και το στέρνο του είναι τόσο φαρδύ, που καυχιέται ότι χρειάζονται δύο ακτινογραφίες για να χωρέσουν τα πνευμόνια του. Σε μια αρκετά παλιότερη φά-
124
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
ση της ζωής του, από τις παλιές φωτογραφίες που έχει δει η Σκαρπέτα, ήταν ωραίος, μ' έναν ανδροπρεπή, σκληρό τρόπο, και θα μπορούσε ακόμα να είν' ελκυστικός αν δεν είχε αυτή τη χοντροκοπιά, την τσαπατσουλιά και τον άσχημο τρόπο ζωής, που δεν μπορούν πια ν' αποδοθούν στα δύσκολα παιδικά του χρόνια σε μια κακόφημη περιοχή του Νιου Τζέρσεϊ. «Δεν ξέρω γιατί φαντάζεσαι ακόμα ότι μπορείς να με ξεγελάσεις», λέει η Σκαρπέτα, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από το γελοίο θέμα τού πώς είναι ντυμένη και γιατί. «Χτες το βράδυ. Και σαφώς μες στο νεκροτομείο». «Να σε ξεγελάσω για ποιο πράγμα;» Μια ακόμα γουλιά απ' το τενεκάκι. «Όταν ραντίζεσαι με κολόνιες για να κρύψεις τον καπνό τού τσιγάρο, το μόνο που κάνεις είναι να μου φέρνεις πονοκέφαλο». «Ε;» Ρεύεται ατάραχος. «Άσε με να μαντέψω: πέρασες τη βραδιά σου στο Kick 'Ν Horse». «Είναι τίγκα στον καπνό εκείνο το μαγαζί». Ανασηκώνει τους πελώριους ώμους του. «Κι είμαι σίγουρη ότι εσύ δεν έκανες τίποτα για να τον πυκνώσεις. Κάπνιζες μες στο νεκροτομείο. Στο ψυγείο. Ακόμα κι η μπλούζα που φόρεσα βρομούσε καπνό. Κάπνιζες μες στ' αποδυτήριά μου;» «Μπορεί να πέρασε απ' τη δική μου μεριά. Ο καπνός, θέλω να πω. Μπορεί να πήρα το τσιγάρο μαζί μου εκεί μέσα, στη δική μου μεριά. Δεν θυμάμαι». «Ξέρω ότι δεν θες να πάθεις καρκίνο των πνευμόνων». Γυρνάει τα μάτια του αλλού, όπως το συνηθίζει όταν μια συζήτηση τον ενοχλεί και προτιμάει να την κόψει. «Βρήκες τίποτα καινούργιο; Και δεν εννοώ τη γριά, που δεν έπρεπε να τη στείλουν εδώ μόνο και μόνο επειδή ο ανακριτής δεν ήθελε να καταπιαστεί μ' ένα βρομερό πτώμα. Αλλά για τον μικρό». «Τον έβαλα στην κατάψυξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αυτή τη στιγμή».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
125
«Δεν το αντέχω όταν είναι παιδιά. Αν ήξερα ποιος έκανε τέτοιο πράγμα σ' αυτό το παιδάκι, θα τον σκότωνα, θα τον έκανα κομμάτια με τα ίδια μου τα χέρια». «Ας μην απειλούμε ότι θα σκοτώσουμε κόσμο, σε παρακαλώ». Η Ρόουζ έχει εμφανιστεί στο κατώφλι και η έκφρασή της είναι παράξενη. Η Σκαρπέτα δεν ξέρει πόση ώρα βρίσκετ' εκεί. «Δεν είναι απειλή», λέει ο Μαρίνο. «Γι' αυτό ακριβώς το είπα». Η Ρόουζ μπαίνει στην κουζίνα, ντυμένη στην τρίχα -σύμφωνα με την παλιομοδίτικη έκφραση που χρησιμοποιεί-, με μπλε ταγέρ και τ' άσπρα της μαλλιά δεμένα πίσω σε μια γαλλική κοτσίδα. Φαίνεται εξαντλημένη και οι κόρες των ματιών της είναι συνεσταλμένες. «Πάλι κήρυγμα μου κάνεις;» της λέει ο Μαρίνο κλείνοντάς της το μάτι. «Σου χρειάζονται ένα-δυο κηρύγματα, μην πω τρία-τέσσερα», λέει εκείνη βάζοντας ένα φλιτζάνι δυνατό μαύρο καφέ, μια «κακιά» συνήθεια που την έκοψε πριν από κάνα χρόνο, αλλά, όπως φαίνεται, την ξανάρχισε. «Και για να μην ξεχνιόμαστε», τον κοιτάει πάνω απ* το χείλος του ποτηριού της, «έχεις ξανασκοτώσει κόσμο. Οπότε, άσε τις απειλές». Ακουμπάει στον πάγκο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Στο είπα. Δεν είναι απειλές». «Σίγουρα είσαι καλά;» ρωτάει η Σκαρπέτα τη Ρόουζ. «Μπορεί να μην είναι μόνο ένα απλό κρυολόγημα. Δεν έπρεπε νά 'ρθεις σήμερα». «Είχα μια κουβεντούλα με τη Λούσι», λέει η Ρόουζ. Και γυρνώντας στον Μαρίνο: «Δεν θέλω να μείνει μόνη η δρ Σκαρπέτα με τον κύριο Γκραντ. Ούτε για μια στιγμή». «Είπε η Λούσι αν έλεγξε το παρελθόν του;» λέει η Σκαρπέτα. «Άκουσες, Μαρίνο; Να μην αφήσεις μόνη τη δρ Σκαρπέτα μ* αυτό τον άνθρωπο ούτε για μια στιγμή. Δεν δίνω δεκάρα για το παρελθόν του. Είναι πιο μεγαλόσωμος κι από σένα», λέει η υπερπροστατευτική Ρόουζ, πιθανότατα ακολουθώντας τις οδηγίες τής υπερπροστατευτικής Λούσι.
126
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
Η Ρόουζ είναι γραμματέας της Σκαρπέτα σχεδόν είκοσι χρόνια, την έχει ακολουθήσει σε βουνά και λαγκάδια, σύμφωνα με τη δική της έκφραση, και στα εύκολα και στα δύσκολα. Στα εβδομήντα τρία της, είναι μια ελκυστική, επιβλητική μορφή, στητή και πανέξυπνη, που μπαινοβγαίνει καθημερινά στο νεκροτομείο μεταφέροντας τηλεφωνικά μηνύματα, αναφορές που πρέπει να υπογραφούν στη στιγμή, επαγγελματικά ζητήματα που κρίνει ότι δεν μπορούν να περιμένουν, ή απλώς υπενθυμίσεις -καλύτερα, διαταγές- πως η Σκαρπέτα δεν έφαγε τίποτα όλη μέρα και της έχει παραγγείλει φαγητό -υγιεινό, φυσικά- που την περιμένει στην κουζίνα και να πάει αμέσως να φάει, χωρίς να πιει άλλο καφέ, γιατί πίνει πάρα πολλούς καφέδες. «Πρέπει να είχε μπλεχτεί σε κάποιον καβγά με μαχαίρια», συνεχίζει ανήσυχη η Ρόουζ. «Στο παρελθόν. Ήταν το θύμα», λέει η Σκαρπέτα. «Φαίνεται πολύ βίαιος κι επικίνδυνος, κι είναι τεράστιος σαν φορτηγό. Ανησύχησα πολύ που ζήτησε να έρθει Κυριακή μεσημέρι, ίσως ελπίζοντας να σας βρει μόνη», λέει στη Σκαρπέτα. «Πού ξέρετε ότι δεν είν' αυτός που σκότωσε το αγοράκι;» «Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει». «Τον παλιό καιρό δεν το κάναμε έτσι. Υπήρχε και παρουσία της αστυνομίας», επιμένει η Ρόουζ. «Δεν είμαστε πια στον παλιό καιρό», απαντάει η Σκαρπέτα προσπαθώντας να μην κάνει κήρυγμα. «Είναι ιδιωτικός επαγγελματικός χώρος κι έχουμε μεγαλύτερη ελαστικότητα από μερικές απόψεις και μικρότερη από άλλες. Αλλά, στην πραγματικότητα, ένα μέρος της δουλειάς μας είναι να συναντιόμαστε με όποιον μπορεί ίσως να προσφέρει πληροφορίες, είτε είναι παρούσα η αστυνομία είτε όχι». «Να προσέχεις», λέει η Ρόουζ στον Μαρίνο. «Όποιος έκανε αυτό το πράγμα στο αγοράκι, ξέρει πολύ καλά ότι το πτώμα του είν' εδώ και το 'χει αναλάβει η δρ Σκαρπέτα, και συνήθως ό,τι αναλαμβάνει, το λύνει κιόλας. Αυτός μπορεί και να την παρακολουθούσε».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
127
Συνήθως η Ρόουζ δεν είναι τόσο ανήσυχη. «Κάπνιζες», λέει μετά η Ρόουζ στον Μαρίνο. Εκείνος πίνει άλλη μια μεγάλη γουλιά Diet Pepsi. «Έπρεπε να μ* έβλεπες χτες το βράδυ. Είχα δέκα τσιγάρα στο στόμα μου και δύο στον κώλο μου, ενώ έπαιζα φυσαρμόνικα και το 'κανα με την καινούργια μου γκόμενα». «'Αλλη μια εποικοδομητική βραδιά σ' εκείνο το μπαρ μαζί με μια γυναίκα που το IQ της είναι σαν του ψυγείου μου. Υπό το μηδέν. Σε παρακαλώ, μην καπνίζεις. Δεν θέλω να πεθάνεις». Η Ρόουζ φαίνεται αναστατωμένη καθώς πλησιάζει στην καφετιέρα και γεμίζει την κανάτα με νερό για να φτιάξει κι άλλο καφέ. «Ο κύριος Γκραντ θα θέλει καφέ», λέει. «Εσείς όχι, δρ Σκαρπέτα, δεν θα πιείτε άλλο καφέ».
6 Ο Μπούλρους Ουλίσες Σ. Γκραντ άκουγε πάντα στο όνομα Μπουλ. Χωρίς να χρειαστεί παρότρυνση, ξεκινάει τη συζήτηση εξηγώντας την προέλευση του ονόματος του. «Φαντάζομαι ότι αναρωτιέστε τι είναι το Σ. στ' όνομά μου. Αυτό είναι. Μόνο ένα Σ και μια τελεία», λέει από μια καρέκλα κοντά στην κλειστή πόρτα του γραφείου της Σκαρπέτα. «Η μαμά μου ξέρει ότι το Σ. στο όνομα του στρατηγού Γκραντ σήμαινε Σίμπσον. Αλλά φοβήθηκε ότι αν έβαζε και το Σίμπσον εκεί μέσα, θα κουραζόμουν πολύ να το γράψω. Κι έτσι το άφησε σκέτο Σ. Πάντως, εδώ που τα λέμε, πιο πολλή ώρα μου παίρνει να το εξηγώ απ' όσο θα μου 'παίρνε να το γράψω». Είναι περιποιημένος και καθαρός, με φρεσκοσιδερωμένα γκρίζα ρούχα της δουλειάς, και τ' αθλητικά του παπούτσια μοιάζουν σαν να βγήκαν μόλις απ' το πλυντήριο. Ένα τριμμένο κίτρινο καπελάκι του μπέιζμπολ με το σχέδιο ενός ψαριού είναι στα γόνατά του, κι απάνω σταυρωμένα όμορφα τα μεγάλα του χέρια. Το υπόλοιπο παρουσιαστικό του είναι τρομαχτικό, το πρόσωπο, ο λαιμός και το κρανίο του είναι γεμάτα άγριες ουλές που διασταυρώνονται μεταξύ τους σ' ένα δίκτυο από μακριές ροζ γραμμές. Αν πήγε ποτέ σε πλαστικό χειρουργό, σίγουρα δεν ήταν καλός. Θα μείνει άσχημα παραμορφωμένος σ' όλη του τη ζωή, με μπαλώματα από χηλοειδείς ουλές που θυμίζουν στη Σκαρπέτα τον Κίκουεγκ από τον Μόμπι Ντικ.
i
TO ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
129
«Ξέρω ότι δεν έχετε πολύ καιρό που ήρθατ' εδώ», λέει ο Μπουλ, εκπλήσσοντάς τη. «Σ* εκείνο το παλιό αμαξοστάσιο στο στενάκι ανάμεσα στη Μίτινγκ και στην Κινγκ». «Πού διάολο ξέρεις πού μένει, και τι σ' ενδιαφέρει εσένα;» τον διακόπτει άγρια ο Μαρίνο. «Δούλευα κάποτε για μια γειτόνισσά σας». Ο Μπουλ απευθύνεται στη Σκαρπέτα. «Έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Θα ήταν πιο σωστό να πω ότι δούλευα γι' αυτή κάπου δεκαπέντε χρόνια, αλλά πριν από τέσσερα χρόνια πέθανε ο άντρας της. Κι έπειτα έδιωξε το περισσότερο προσωπικό, μάλλον την είχε πιάσει αγωνία με τα λεφτά, κι εγώ αναγκάστηκα να βρω κάτι άλλο. Μετά πέθανε κι εκείνη. Θέλω να πω ότι ξέρω την περιοχή που μένετε σαν την παλάμη του χεριού μου». Εκείνη κοιτάζει τις ρόδινες ουλές στις ράχες των χεριών του. «Ξέρω το σπίτι σας...» προσθέτει εκείνος. «Όπως είπα...» ξαναμπαίνει στη μέση ο Μαρίνο. «Άφησέ τον να τελειώσει», λέει η Σκαρπέτα. «Ξέρω τον κήπο σας πολύ καλά, γιατί εγώ έσκαψα τη λιμνούλα, έριξα το τσιμέντο και φρόντιζα το αγγελάκι που είν' εκεί, το είχα όμορφο και καθαρό. Έφτιαξα και τον άσπρο φράχτη με τα διακοσμητικά στη μια μεριά. Αλλά όχι τις κολόνες από τούβλα και τις σιδεριές απ' την άλλη μεριά. Αυτά έγιναν πριν από μένα και μάλλον είχαν κρυφτεί τόσο πολύ απ' τους θάμνους και τα καλάμια όταν αγοράσατε το σπίτι, που δεν καταλάβατε πως ήταν εκεί. Φύτεψα τριανταφυλλιές, έρωτες, νεραγκούλες και κινέζικο γιασεμί κι έκανα όλες τις επισκευές στο σπίτι». Η Σκαρπέτα έχει μείνει κατάπληκτη. «Πάντως», λέει ο Μπουλ, «έκανα δουλειές για τον περισσότερο κόσμο εκεί στο στενάκι σας και στην Κινγκ Στριτ, τη Μίτινγκ Στριτ, την Τσερτς Στριτ, παντού. Από τότε που ήμουνα μικρός. Εσείς δεν το ξέρετε, γιατί κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ανακατεύομαι. Κι έτσι πρέπει, αν δεν θες να μιλάει ο κόσμος άσχημα για σένα». Εκείνη λέει: «Όπως κάνουν για μένα;»
ί ι
130
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
Ο Μαρίνο της ρίχνει μια περιφρονητική ματιά. Παραείναι φιλική. «Μάλιστα, κυρία. Το χουν αυτό στα μέρη μας», λέει ο Μπουλ. «Και μετά, βάλατε αυτά τ' αυτοκόλλητα με τους ιστούς αράχνης σ' όλα τα παράθυρα, και δεν ήταν και πολύ καλό, λόγω της δουλειάς που κάνετε. Mta από τις γειτόνισσές σας, για να είμαι ειλικρινής, σας λέει Δόκτωρ Χάλοουιν». «Αφήστε με να μαντέψω. Πρέπει να είναι η κυρία Γκρίμπολ». «Δεν θα το 'παιρνα στα σοβαρά», λέει ο Μπουλ. «Εμένα με φωνάζει Ολέ. Επειδή με λένε Ταύρο». «Τα αυτοκόλλητα είναι για να μην πέφτουν τα πουλιά πάνω στα τζάμια». «Α, μάλιστα. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ξέρουμε τι ακριβώς βλέπουν τα πουλιά. Δηλαδή, βλέπουν αυτό που υποτίθεται πως είναι ιστός αράχνης και πάνε απ' την άλλη μεριά, αν κι εγώ δεν έχω δει ποτέ πουλί πιασμένο σε ιστό αράχνης λες κι είναι κάνα μαμούνι. Είναι όπως λέμε ότι οι σκύλοι έχουν αχρωματοψία ή δεν έχουν αίσθηση του χρόνου. Πού το ξέρουμε;» «Και τι δουλειά έχεις να κυκλοφορείς κοντά στο σπίτι;» λέει ο Μαρίνο. «Έψαχνα για δουλειά. Όταν ήμουνα μικρός, βοηθούσα και την κυρία Γουέιλι», λέει ο Μπουλ στη Σκαρπέτα. «Σίγουρα θα 'χετε ακουστά τον κήπο της κυρίας Γουέιλι, τον πιο φημισμένο εδώ στο Τσάρλεστον, κάτω στην Τσερτς Στριτ». Χαμογελάει περήφανα δείχνοντας κάπου αόριστα, κι οι πληγές στο χέρι του αστράφτουν ρόδινες. Έχει τις ίδιες και στην παλάμη. Αμυντικοί τραυματισμοί, σκέφτεται η Σκαρπέτα. «Ήταν αληθινό προνόμιο να δουλεύω για την κυρία Γουέιλι. Ήταν πολύ καλή μαζί μου. Έγραψε ένα βιβλίο, ξέρετε. Έχουν αντίτυπά του και στη βιτρίνα εκείνου του βιβλιοπωλείου στο ξενοδοχείο Τσάρλεστον. Κάποτε μου υπέγραψε ένα αντίτυπο. Ακόμα το έχω». «Τι στο καλό γίνετ' εδώ;» λέει ο Μαρίνο. «Έρχεσαι στο νε-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
131
κροτομείο να μας πεις για το νεκρό αγοράκι ή ήρθες να ζητήσεις δουλειά και να μιλήσεις για τα παλιά;» «Μερικές φορές τα πράγματα συνταιριάζονται με παράξενους τρόπους», λέει ο Μπουλ. «Η μαμά μου το λέει συνέχεια. Μπορεί μέσ' από το κακό να βγει κάτι καλό. Μπορεί κάτι καλό να βγει απ* αυτό που έγινε. Κι αυτό που έγινε, σίγουρα είναι κακό. Είναι σαν μια ταινία που τη βλέπω συνέχεια μες στο μυαλό μου, εκείνο το αγοράκι πεθαμένο μες στη λάσπη. Καβούρια και μύγες να σέρνονται πάνω του». Ο Μπουλ φέρνει το χαρακωμένο του δάχτυλο στο χαρακωμένο του μέτωπο. «Εδώ μέσα. Το βλέπω μόλις κλείνω τα μάτια. Η αστυνομία στο Μπόφορτ Κάουντι είπε ότι δεν έχετε ταχτοποιηθεί ακόμα εδώ πέρα». Περιεργάζεται το γραφείο της Σκαρπέτα, εξετάζοντας τα βιβλία και τα κορνιζαρισμένα πτυχία της. «Εμένα μου φαίνεται ότι έχετε ταχτοποιηθεί μια χαρά, αλλά θα μπορούσα ίσως να σας τα κάνω καλύτερα». Η προσοχή του στρέφεται σε κάτι πρόσφατα τοποθετημένα ντουλάπια, όπου η Σκαρπέτα κλειδώνει τις λεπτές υποθέσεις κι αυτές που δεν έχουν φτάσει ακόμα στο δικαστήριο. «Εκείνη η μαύρη καρυδένια πόρτα, ας πούμε, δεν είναι στην ίδια ευθεία με τη διπλανή. Δεν κρεμάστηκε ίσια. Μπορώ εύκολα να σας τη φτιάξω. Στο αμαξοστάσιο δεν έχετε στραβές πόρτες. Όχι, κυρία μου, δεν έχετε. Τις κρέμασα εγώ όταν δούλευα εκεί πέρα. Μπορώ να κάνω τα πάντα, κι αν δεν ξέρω κάτι, είμαι πρόθυμος να το μάθω. Κι έτσι είπα να ρωτήσω. Δεν είναι κακό». «Κι έτσι λέω να ρωτήσω κι εγώ)), λέει ο Μαρίνο. «Εσύ σκότωσες το αγοράκι; Δεν ήταν σύμπτωση να το βρεις εσύ;» «Όχι, κύριε». Ο Μπουλ τον κοιτάζει, τον κοιτάζει κατάματα, οι μύες του σαγονιού του σφίγγονται. «Τριγυρνάω σ' εκείνα τα μέρη και μαζεύω χόρτα, ψαρεύω, πάω για γαρίδες, βγάζω μύδια χαι στρείδια. Να σας ρωτήσω», συνεχίζει να κοιτάζει τον Μαρίνο, «αν σκότωνα εκείνο το παιδί, γιατί να το έβρισκα εγώ και να καλούσα την αστυνομία;» «Εσύ να μου πεις. Γιατί;» «Δεν θα το έκανα».
132
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Τώρα που το λες - πώς καλείς κάποιον;» λέει ο Μαρίνο γέρνοντας μπροστά στην καρέκλα του, με τ' αρκουδόχερά του πάνω στα γόνατα. «Έχεις κινητό;» Λες κι ένας φτωχός μαύρος θα είχε ποτέ κινητό. «Κάλεσα το 911. Κι όπως είπα, γιατί να το κάνω αν είχα σκοτώσει εγώ το παιδί;» Δεν θα το έκανε. Επιπλέον, αν και η Σκαρπέτα δεν πρόκειται να του το πει, το θύμα είν' ένα δολοφονημένο κακοποιημένο παιδί με παλιά θεραπευμένα κατάγματα, ουλές κι ολοφάνερη στέρηση τροφής. Έτσι, εκτός κι αν ο Μπούλρους Ουλίσες Σ. Γκραντ ήταν κηδεμόνας ή θετός γονιός του παιδιού, ή το απήγαγε και το κρατούσε ζωντανό επί μήνες ή χρόνια, σίγουρα δεν το σκότωσε αυτός. Ο Μαρίνο λέει στον Μπουλ: «Τηλεφώνησες εδώ κι είπες ότι ήθελες να μας μιλήσεις για το τι έγινε την περασμένη Δευτέρα το πρωί, πριν από μια βδομάδα σχεδόν. Αλλά πρώτα: πού μένεις; Γιατί, όπως κατάλαβα, δεν μένεις στο Χίλτον Χεντ». «Όχι, κύριε, και βέβαια δεν μένω εκεί», γελάει ο Μπουλ. «Είναι λίγο πέρ' από τις δυνατότητές μου. Εγώ κι η οικογένειά μου έχουμ' ένα σπιτάκι βορειοδυτικά από δω, πέρα από την 526. Ψαρεύω πολύ και κάνω κι άλλα πράγματα σ' αυτά τα μέρη. Κουβαλάω τη βάρκα μου με το φορτηγάκι, πηγαίνω εδώ κι εκεί και τη ρίχνω στο νερό. Όπως σας είπα, γαρίδες, ψάρια, στρείδια, ανάλογα με την εποχή. Έχω μια βάρκα χωρίς καρίνα, είν' ελαφριά σαν πούπουλο και μπορώ να μπαίνω στα ρυάκια, αν ξέρω το ρεύμα, γιατί αλλιώς θα κολλήσω εκεί πάνω στις ξέρες με τα κουνούπια και τις σκνίπες. Έχει και μοκασίνους και κροταλίες. Και αλιγάτορες, αλλ' αυτοί είναι συνήθως στα κανάλια και στα ρέματα, εκεί που έχει δάση και το νερό είναι υφάλμυρο». «Αυτή η βάρκα που λες είναι αυτή στην καρότσα του φορτηγού που άφησες στο πάρκινγκ;» ρωτάει ο Μαρίνο. «Μάλιστα». «Αλουμίνιο με τι; Μηχανή πέντε ίππων;» «Μάλιστα». «Θέλω να της ρίξω μια ματιά πριν φύγεις. Έχεις αντίρρηση να
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
133
ψάξω λίγο μες στη βάρκα και το φορτηγό σου; Φαντάζομαι πως η αστυνομία έψαξε ήδη». «Όχι, κύριε, δεν έψαξαν. Όταν πήγα και τους είπα ό,τι ήξερα, μου είπαν ότι μπορούσα να φύγω. Κι έτσι γύρισα εκεί που ήταν το φορτηγό μου. Και στο μεταξύ είχε μαζευτεί ένα σωρό κόσμος. Αλλά κάντε ό,τι θέλετε, δεν έχω τίποτα να κρύψω». «Ευχαριστούμε, αλλά δεν είν' ανάγκη». Η Σκαρπέτα ρίχνει ένα άγριο βλέμμα στον Μαρίνο. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν έχουν αρμοδιότητα να ψάξουν το φορτηγάκι του κυρίου Γκραντ ή τη βάρκα του ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό πρέπει να το κάνει η αστυνομία, κι εκείνοι δεν το θεώρησαν απαραίτητο. «Πού έριξες τη βάρκα σου πριν από έξι μέρες;» λέει ο Μαρίνο στον Μπουλ. «Στο Ολντ Χάους Κρικ. Έχει μια αποβάθρα εκεί κι ένα μικρό μαγαζί, όπου, αν πάει καλά η μέρα μου, πουλάω μερικά απ' αυτά που πιάνω. Ιδίως αν έχω τύχη με τις γαρίδες και τα στρείδια». «Είδες κανέναν ύποπτο στην περιοχή όταν άφησες το φορτηγάκι σου εκεί την περασμένη Δευτέρα;» «Δεν ξέρω, αλλά γιατί να δω; Το αγοράκι ήταν ήδη από μέρες εκεί που το βρήκα». «Ποιος μίλησε για μέρες;» λέει η Σκαρπέτα. «Ο άνθρωπος απ' το γραφείο κηδειών στο πάρκινγκ». «Αυτός που έφερε το πτώμα εδώ;» «Όχι, κυρία. Ο άλλος. Ήταν εκεί με μια μεγάλη νεκροφόρα. Δεν ξέρω τι έκαν' εκεί. Εκτός απ' το να μιλάει». «Ο Λούσιους Μέντικ;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Γραφείο Κηδειών Μέντικ. Μάλιστα, κυρία. Η γνώμη του ήταν ότι το αγοράκι ήταν δυο-τρεις μέρες νεκρό όταν το βρήκα εγώ». Αυτός ο αναθεματισμένος ο Λούσιους Μέντικ. Φαντασμένος του κερατά, και λάθος. Στις 29 και στις 30 Απριλίου οι θερμοκρασίες κυμαίνονταν μεταξύ 24 και 30 βαθμών. Αν το πτώμα είχε μείνει στο βάλτο έστω και για μια ολόκληρη μέρα, θα είχε αρχίσει ν' αποσυντίθεται και θα είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από αρπακτικά ζώα και ψάρια. Οι μύγες κάθονται ήσυχες τη νύχτα, αλλά θ' άφηναν τ'
134
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
αυγά τους την ημέρα και το πτώμα θα είχε μολυνθεί με σκουλήκια. 'Οταν τον έφεραν στο νεκροτομείο, η rigor mortis ήταν αρκετά προχωρημένη, αλλά όχι απόλυτη, αν και αυτή η μεταθανάτια αλλαγή πρέπει να μειώθηκε και να επιβραδύνθηκε εξαιτίας τού υποσιτισμού και της συνακόλουθης ατελούς μυϊκής ανάπτυξης. Η livor mortis ήταν δυσδιάκριτη, δεν είχε παγιωθεί ακόμα. Δεν υπήρχε αποχρωματισμός λόγω σήψης. Τα καβούρια, οι γαρίδες και τα λοιπά μόλις είχαν αρχίσει ν' ασχολούνται με τ' αυτιά, τη μύτη και τα χείλη. Κατά την εκτίμηση της Σκαρπέτα, το αγόρι ήταν νεκρό λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Και ίσως πολύ λιγότερο. «Συνέχισε», είπε ο Μαρίνο. «Πες μας πώς ακριβώς βρήκες το πτώμα». «Έριξα άγκυρα και βγήκα με τις γαλότσες και τα γάντια μου, κρατώντας ένα καλάθι κι ένα σφυρί...» «Ένα σφυρί;» «Για να σπάω τα ρακουνόστρειδα». «Τα ρακουνόστρειδα;» κάνει ο Μαρίνο καγχάζοντας. «Τα ρακουνόστρειδα είναι κολλημένα σαν τσαμπιά, οπότε τα σπας και ξεκαθαρίζεις τα νεκρά κελύφη. Συνήθως βρίσκω ρακουνόστρειδα, σπάνια να βρεθεί κάτι καλύτερο». Κάνει μια παύση. Έπειτα λέει: «Δεν μου φαίνεται να ξέρετε πολλά από στρείδια. Να σας εξηγήσω. Τα καλά στρείδια είναι μόνα τους, σαν αυτά που σερβίρουν μέσα στο μισό κέλυφος στα εστιατόρια. Αυτά θέλουμε, αλλά βρίσκονται δύσκολα. Εν πάση περιπτώσει, άρχισα να μαζεύω κοντά στο μεσημέρι. Τα νερά ήταν σχετικά χαμηλά. Και τότε είδα κάτι μες στα χόρτα που φαινόταν σαν λασπωμένα μαλλιά, πήγα πιο κοντά και τον βρήκα». «Μήπως τον άγγιξες ή τον μετακίνησες;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Όχι, κυρία». Κουνάει το κεφάλι του. «Μόλις είδα τι ήταν, γύρισα πίσω στη βάρκα μου και πήρα το 911». «Η άμπωτη άρχισε γύρω στη μία το πρωί», λέει η Σκαρπέτα. «Μάλιστα. Και στις εφτά τα νερά ήταν πάλι ψηλά - όσο πιο ψηλά γίνεται. Και μέχρι να βγω εγώ, είχαν πέσει πάλι». «Αν ήσουν εσύ», λέει ο Μαρίνο, «κι ήθελες να ξεφορτωθείς ένα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
135
πτώμα με τη βάρκα σου, θα το έκανες όταν τα νερά είναι ψηλά ή χαμηλά;» «Όποιος κι αν το έκανε, τον έβαλ' εκεί όταν τα νερά ήταν σχετικά χαμηλά, τον άφησε στη λάσπη και στα χόρτα στην άκρη εκείνου του μικρού ρυακιού. Αλλιώς το πτώμα θα παρασυρόταν προς τα έξω από το ρέμα όταν θ' ανέβαιναν τα νερά. Αλλ* αν τον αφήσεις σ' ένα μέρος σαν αυτό που τον βρήκα, κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει εκεί, εκτός κι αν είναι ανοιξιάτικη παλίρροια με πανσέληνο, οπότε τα νερά ανεβαίνουν τρία μέτρα. Σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί να παρασερνόταν και να κατέληγε οπουδήποτε». Η Σκαρπέτα το έχει ψάξει. Τη νύχτα πριν βρεθεί το πτώμα, το φεγγάρι ήταν ακόμα στο ένα τρίτο κι ο ουρανός ελαφρώς συννεφιασμένος. «Καλό μέρος για ν' αφήσεις ένα πτώμα. Σε μια βδομάδα θα ήταν μόνο σκόρπια κόκαλα», λέει ο Μαρίνο. «Ήταν σωστό θαύμα που βρέθηκε, δεν συμφωνείς;» «Δεν θα χρειαζόταν πολύ εκεί έξω για να μείνουν μόνο τα κόκαλά του, και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην τον έβρισκε κανείς, αυτό είν' αλήθεια», λέει ο Μπουλ. «Το θέμα είναι πως όταν ανέφερα την άμπωτη και την πλημμυρίδα, δεν σε ρώτησα να μου πεις τι θα έκανε κάποιος άλλος. Σε ρώτησα τι θα έκανες εσύ», λέει ο Μαρίνο. «Με μια μικρή βάρκα που δεν έχει μεγάλο βύθισμα, θα διάλεγα την άμπωτη, γιατί μπορείς να πας σε μέρη με τριάντα πόντους βάθος. Αυτό θα έκανα. Αλλά δεν το έκανα». Κοιτάζει πάλι τον Μαρίνο στα μάτια. «Δεν έκανα τίποτα στο αγοράκι, μόνο το βρήκα». Η Σκαρπέτα ρίχνει στον Μαρίνο άλλη μια άγρια ματιά, αρκετά πια μ' αυτό το ανακριτικό κι εκφοβιστικό στιλ. Λέει στον Μπουλ: «Μήπως θυμάστε κάτι άλλο; Κάποιον που να είδατε στην περιοχή; Κάποιον που να τον είδατε εκεί και να σας τράβηξε την προσοχή;» «Το σκέφτομαι συνέχεια και το μόνο που μου 'ρχεται στο μυαλό είναι ότι πριν από καμιά βδομάδα ήμουν στην ίδια αποβάθρα, στο Ολντ Χάους Κρικ, εκεί στην αγορά, και πουλούσα γαρίδες, και
136
ΠΑΤΡΙΣ ΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
την ώρα που έφευγα, παρατήρησα αυτό τον άνθρωπο να δένει τη βάρκα του. Ένα κρις κραφτ. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ότι δεν είχε τίποτα μέσα, κάτι που να χρησιμοποιείται για γαρίδες, στρείδια, ψάρεμα, κι έτσι σκέφτηκα απλώς ότι του άρεσε να βγαίνει βόλτα με τη βάρκα του. Δεν τον ενδιέφερε το ψάρεμα ή κάτι άλλο, απλώς να βρίσκεται στο νερό, ξέρετε. Ομολογώ ότι δεν μου άρεσε ο τρόπος που με κοίταξε. Ένιωσα παράξενα. Σαν να με είχε ξαναδεί κάπου». «Μπορείς να μας τον περιγράψεις;» ρωτάει ο Μαρίνο. «Είδες τι οδηγούσε; Φορτηγάκι, υποθέτω, για να σέρνει τη βάρκα του». «Φορούσ' ένα καπέλο χαμηλωμένο και γυαλιά ηλίου. Δεν φαινόταν πολύ μεγαλόσωμος, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Δεν είχα λόγους να τον κοιτάξω περισσότερο και δεν ήθελα να σκεφτεί ότι τον κοίταζα. Έτσι αρχίζουν τα μπλεξίματα, ξέρετε. Θυμάμαι ότι φορούσε γαλότσες. Μακρύ παντελόνι κι ένα μακρυμάνικο μακό, και θυμάμαι ότι απόρησα, γιατί εκείνη τη μέρα έκανε ζέστη. Δεν είδα τι οδηγούσε, γιατί έφυγα νωρίτερα κι είχε αρκετά φορτηγά κι αυτοκίνητα στο πάρκινγκ. Είχε κίνηση. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν, αγόραζε και πουλούσε θαλασσινά». «Κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε να ξέρει κάποιος την περιοχή για ν' αφήσει ένα πτώμα εκεί;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Αν πέσει η νύχτα; Δεν ξέρω κανέναν να μπαίνει στα ρυάκια με το σκοτάδι. Εγώ δεν θα 'μπαινα. Αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγινε κιόλας. Έτσι κι αλλιώς, αυτός που το έκανε δεν είναι κανονικός άνθρωπος. Δεν μπορεί να είναι, αφού έκανε κάτι τέτοιο σ' ένα παιδάκι». «Παρατηρήσατε τίποτα στο γρασίδι, στη λάσπη, στο στρώμα με τα στρείδια όταν τον βρήκατε;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Όχι, κυρία. Αλλά αν κάποιος άφησ' εκεί το πτώμα την προηγούμενη νύχτα στη διάρκεια της άμπωτης, τότε όταν ανέβηκαν τα νερά πρέπει να ίσιωσαν τη λάσπη, όπως όταν περνάει απ' την άμμο ένα κύμα. Θα πρέπει να έμεινε κάμποσο κάτω απ' το νερό, αλλά δεν μετακινήθηκε, επειδή έχει όλα εκείνα τα ψηλά χορτάρια. Κι όσο για το στρώμα με τα στρείδια, δεν πας να πατήσεις
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
137
εκεί πάνω με τίποτα. Περνάς από πάνω τους ή κάνεις το γύρο, όπως μπορείς. Δεν υπάρχει χειρότερος πόνος απ' το κόψιμο από στρείδι. Αν πατήσεις εκεί μέσα, χάνεις την ισορροπία σου και μπορείς να κοπείς πολύ ασχήμια». «Εκεί μπορεί να κόπηκες κι εσύ», λέει ο Μαρίνο. «Έπεσες πάνω στο στρώμα με τα στρείδια». Η Σκαρπέτα αναγνωρίζει τις μαχαιριές με την πρώτη ματιά, και λέει: «Κύριε Γκραντ, υπάρχουν μερικά σπίτια πέρ' από τα βαλτοτόπια και μεγάλες αποβάθρες, μία μάλιστα δεν είναι μακριά απ' το σημείο όπου τον βρήκατε. Είναι δυνατόν να τον μετέφεραν με αυτοκίνητο, να τον κουβάλησαν σε μια αποβάθρα, ας πούμε, κι από κει να κατέληξε στο σημείο όπου βρέθηκε;» «Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να κατεβαίνει τη σκάλα μιας παλιάς αποβάθρας, ιδίως όταν είναι νύχτα, κουβαλώντας ένα πτώμα κι ένα φακό. Και σίγουρα χρειαζόταν πολύ δυνατό φακό. Σ' αυτή τη λάσπη μπορείς να χωθείς ώς τους γοφούς, να σου ρουφήξει τα παπούτσια από τα πόδια. Θα 'πρεπε να υπήρχαν λασπωμένα αποτυπώματα στην αποβάθρα, αν υποθέσουμε ότι ανέβηκε πάλι εκεί για να γυρίσει πίσω». «Πώς ξέρεις ότι δεν υπήρχαν λασπωμένα αποτυπώματα στην αποβάθρα;» τον ρωτάει ο Μαρίνο. «Μου το είπε ο άνθρωπος απ' το γραφείο κηδειών. Περίμενα στο πάρκινγκ ώσπου να φέρουν το πτώμα κι αυτός ήταν εκεί και μιλούσε στην αστυνομία». «Θα πρέπει να είναι πάλι ο Λούσιους Μέντικ», λέει η Σκαρπέτα. Ο Μπουλ κουνάει το κεφάλι του. «Στάθηκε πολλή ώρα και μου μιλούσε, ήθελε να μάθει τι θα έλεγα. Δεν του είπα πολλά». Ένα χτύπημα στην πόρτα και η Ρόουζ μπαίνει μέσα για ν' αφήσει ένα φλιτζάνι καφέ δίπλα στον Μπουλ, τα χέρια της τρέμουν. «Κρέμα και ζάχαρη», λέει. «Συγγνώμη που άργησα. Η πρώτη κανάτα ξεχείλισε κι ο καφές χύθηκε παντού». «Σας ευχαριστώ, κυρία». «Θέλει κανείς άλλος τίποτα;» Η Ρόουζ κοιτάζει γύρω της,
138
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
παίρνει μια βαθιά ανάσα, φαίνεται περισσότερο εξαντλημένη και χλομή από πριν. Η Σκαρπέτα λέει: «Γιατί δεν πας σπίτι σου; Πήγαινε να ξεκουραστείς». «Θα είμαι στο γραφείο μου». Η πόρτα κλείνει και ο Μπουλ λέει: «Θα ήθελα να σας εξηγήσω την κατάστασή μου, αν δεν σας πειράζει». «Παρακαλώ», λέει η Σκαρπέτα. «Είχα μια κανονική δουλειά μέχρι πριν από τρεις βδομάδες». Κοιτάζει τους αντίχειρές του και τους στριφογυρνάει αργά πάνω στα γόνατά του. «Δεν θα σας πω ψέματα. Είχα μπλεξίματα. Μια ματιά να μου ρίξετε, θα το καταλάβετε. Και δεν έπεσα πάνω σε στρείδια». Ξανακοιτάζει τον Μαρίνο στα μάτια. «Μπλεξίματα με τι;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Χασίσι και καβγάδες. Δεν είχα κολλήσει στο χόρτο, αλλά θα κολλούσα». «Ωραίο κι αυτό», λέει ο Μαρίνο. «Τυχαίνει μια από τις προϋποθέσεις που έχουμε σ' αυτό το μαγαζί να είναι ότι όποιος δουλεύει εδώ, πρέπει να καπνίζει χόρτο, να είναι βίαιος και να έχει βρει τουλάχιστον ένα πτώμα δολοφονημένου. Τις ίδιες απαιτήσεις έχουμε και για τους κηπουρούς και τους τεχνίτες στις ιδιωτικές μας κατοικίες». Ο Μπουλ του λέει: «Ξέρω πώς φαίνεται. Αλλά δεν είναι έτσι. Δούλευα στο λιμάνι». «Και τι έκανες;» «Βοηθός σε γερανό βαρέων φορτίων. Αυτός ήταν ο τίτλος μου. Βασικά, έκανα ό,τι μου 'λεγε ο επόπτης μου. Βοηθούσα στη συντήρηση των μηχανημάτων, στο φόρτωμα και στη μεταφορά. Έπρεπε να μιλάω στον ασύρματο και να επισκευάζω, να κάνω τα πάντα. Λοιπόν, ένα βράδυ που σχόλασα, αποφάσισα να χωθώ δίπλα σ' εκείνα τα παλιά κοντέινερ που έχει στα ναυπηγεία. Αυτά που σας λέω, δεν χρησιμοποιούνται πια, είναι σαραβαλιασμένα και τα 'χουν βάλει στην άκρη. Αν περάσετε από την Κόνκορντ Στριτ, θα δείτε τι εννοώ, είναι μέσ' από τα συρματοπλέγματα.
f
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
139
Ήταν δύσκολη μέρα και, για να σας πω την αλήθεια, είχαμε ανταλλάξει μερικές βαριές κουβέντες με τη γυναίκα μου εκείνο το πρωί κι ήμουν κακόκεφος, κι αποφάσισα να κάνω ένα τσιγαριλίκι. Δεν μου είχε γίνει συνήθεια, δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα καπνίσει. Πριν ακόμα τ' ανάψω, εμφανίζετ' ένας άνθρωπος απ' το πουθενά, από κει που είναι οι γραμμές του τρένου. Με χαράκωσε πολύ άσχημα». Σηκώνει τα μανίκια του, τεντώνει τα γεροδεμένα του μπράτσα και τα χέρια, τα γυρίζει, δείχνει κι άλλες χαρακιές, αχνορόδινες πάνω στο κατάμαυρο δέρμα του. «Τον έπιασαν αυτόν που το έκανε;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Δεν νομίζω να προσπάθησαν και πολύ. Η αστυνομία με κατηγόρησε για βιαιότητες, είπε ότι ίσως το 'παθα μπλέκοντας σε καβγά με τον τύπο που μου πούλησε το χόρτο. Ποτέ δεν είπα ποιος ήταν, αλλά ξέρω ότι δεν ήταν αυτός που με χαράκωσε. Δεν δούλευε καν στο λιμάνι. Όταν βγήκα από τα έκτακτα περιστατικά, πέρασα μερικές μέρες στη φυλακή μέχρι να παρουσιαστώ στο δικαστή, και η υπόθεση δεν εκδικάστηκε γιατί δεν υπήρχε ύποπτος και δεν βρέθηκε ούτε χόρτο». «Αλήθεια; Και γιατί σε κατηγόρησαν για κατοχή μαριχουάνας αν δεν βρέθηκε τίποτα;» λέει ο Μαρίνο. «Γιατί εγώ είπα στην αστυνομία ότι ετοιμαζόμουν να καπνίσω χόρτο όταν συνέβη αυτή η ιστορία. Είχα στρίψει ένα τσιγάρο κι ετοιμαζόμουν να το ανάψω όταν μου όρμησε. Μπορεί η αστυνομία να μην το βρήκε. Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα, για να λέμε την αλήθεια. Ή μπορεί να το πήρε αυτός που με χαράκωσε, δεν ξέρω. Τώρα ούτε που το πλησιάζω το χόρτο. Και δεν πίνω σταγόνα αλκοόλ. Το 'ταξα στη γυναίκα μου». «Σας απέλυσαν απ' το λιμάνι», λέει η Σκαρπέτα. «Μάλιστα, κυρία». «Και σε τι νομίζετε ότι μπορείτε να μας βοηθήσετε εδώ πέρα;» ρωτάει. «Σε ό,τι χρειάζεστε. Όλα τα κάνω. Το νεκροτομείο δεν με φοβίζει. Δεν έχω πρόβλημα με τους νεκρούς».
140
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Μπορείτε να μου αφήσετε το κινητό σας ή ό,τι άλλο για να μπορέσω να σας βρω», λέει η Σκαρπέτα. Βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί απ* την κωλότσεπη και το ακουμπάει ευγενικά πάνω στο γραφείο της. «Τα έχω γραμμένα όλα εδώ, κυρία. Πάρτε με όποτε θέλετε». «Ο κύριος Μαρίνο θα σας συνοδέψει έξω. Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, κύριε Γκραντ». Η Σκαρπέτα σηκώνεται απ' το γραφείο της και σφίγγει μαλακά το χέρι του, προσέχοντας τα τραύματά του.
Εβδομήντα μίλια νοτιοδυτικά, στο νησιωτικό θέρετρο του Χίλτον Χεντ, ο καιρός είναι συννεφιασμένος κι ένας ζεστός αέρας φυσάει από τη θάλασσα. Ο Γουίλ Ράμπο περπατάει στη σκοτεινή, έρημη ακτή προς τον προορισμό του. Κουβαλάει ένα πράσινο κουτί με εργαλεία κι ανάβει ένα φακό Surefire κάθε τόσο, χωρίς να τον χρειάζεται πραγματικά για να βρει το δρόμο του. Το φως είν' αρκετά δυνατό για να τυφλώσει έναν άνθρωπο, για μερικές στιγμές τουλάχιστον, κι αυτό είν' αρκετό αν το απαιτήσει η κατάσταση. Ριπές άμμου του μαστιγώνουν το πρόσωπο και χτυπούν πάνω στα σκούρα του γυαλιά. Η άμμος στριφογυρίζει σχηματίζοντας δίνες σαν ανάλαφρες χορεύτριες. Και η αμμοθύελλα όρμησε στο Αλ Ασάντ σαν τσουνάμι και κατάπιε το Χάμβι κι αυτόν, κατάπιε τον ουρανό, τον ήλιο, κατάπιε τα πάντα. Το αίμα κυλούσε μέσ'απ'τα δάχτυλα του Ρότζερ, και τα δάχτυλα του μοιάζανε να είναι βαμμένα κατακόκκινα, και η άμμος σηκώθηκε και κόλλησε στα ματωμένα του δάχτυλα καθώς προσπαθούσε να χώσει τα έντερά του μέσα. Στο πρόσωπο του σοκ και πανικός, ο Γουίλ δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πέρ' απ' το να υποσχεθεί στο φίλο του ότι όλα θα πάγαιναν καλά και να τον βοηθήσει να ξαναβάλει τα έντερά του μέσα. Ο Γουίλ ακούει τις κραυγές του Ρότζερ στις τσιρίδες των γλάρων που στριφογυρνούν πάνω απ' την ακτή. Κραυγές πανικού και πόνου.
/
/
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
141
«Γουίλ! Γουίλ! Γουίλ!» Οι κραυγές, οι διαπεραστικές κραυγές και το μουγκρητό της άμμου. «Γουίλ! Γουίλ! Σε παρακαλώ, βοήθησέ με, Γουίλ!» Ήταν λίγο καιρό μετά απ' αυτό, μετά τη Γερμανία. Ο Γουίλ επέστρεφε με κρατική πτήση στην Αεροπορική Βάση του Τσάρλεστον και μετά στην Ιταλία, σε διαφορετικά μέρη της Ιταλίας, όπου και μεγάλωσε. Περιπλανήθηκε μπαινοβγαίνοντας σε κενά. Πήγε στη Ρώμη ν'αντιμετωπίσει τον πατέρα του, γιατί ήταν πια καιρός να τον αντιμετωπίσει, και του φαινόταν σαν όνειρο να κάθεται ανάμεσα στις διακοσμήσεις με τ ανθέμια και τις τοιχογραφίες με τις οφθαλμαπάτες στην τραπεζαρία του καλοκαιρινού σπιτιού του πατέρα του Γουίλ στην Πιάτσα Ναβόνα. Ήπιε κόκκινο κρασί με τον πατέρα του, κρασί κόκκινο σαν αίμα, κι εκνευρίστηκε με τους θορυβώδεις τουρίστες κάτω από τ ανοιχτό παράθυρο, τουρίστες που δεν είχαν περισσότερο μυαλό από τα περιστέρια, που πετούσαν νομίσματα στο σιντριβάνι των Τεσσάρων Ποταμών του Μπερνίνι κι έβγαζαν φωτογραφίες, ενώ το νερό πάφλαζε αδιάκοπα. «Κάνουν ευχές που δεν βγαίνουν ποτέ αληθινές. Ή αν βγουν, σου βγαίνουν σε κακό», σχολίασε στον πατέρα του, που δεν καταλάβαινε και συνέχιζε να τον κοιτάζει λες κι ήταν μεταλλαγμένος. Στο τραπέζι κάτω απ' τον πολυέλαιο ο Γουίλ μπορούσε να δει το πρόσωπο του στο βενετσιάνικο καθρέφτη του απέναντι τοίχου. Δεν ήταν αλήθεια. Έμοιαζε με τον Γουίλ, όχι με μεταλλαγμένο, κι έβλεπε το στόμα του να κινείται στον καθρέφτη καθώς αφηγούνταν στον πατέρα του ότι ο Ρότζερ ήθελε να γυρίσει σαν ήρωας απ' το Ιράκ. Η ευχή του πραγματοποιήθηκε, είπε το στόμα τού Γουίλ. Ο Ρότζερ γύρισε σαν ήρωας μέσα σ' ένα φτηνό φέρετρο στην κοιλιά ενός C5 μεταγωγικού αεροσκάφους. «Δεν είχαμε ούτε προστατευτικά γυαλιά ούτε εξοπλισμό ούτε αλεξίσφαιρα», είπε ο Γουίλ στον πατέρα του στη Ρώμη, ελπίζοντας ότι θα καταλάβαινε, αλλά ξέροντας ότι δεν θα καταλάβει. «Γιατί τζήγες αφού το μόνο που κάνεις είναι να παραπονιέσαι;» «Έπρεπε να σου γράφω για να μου στέλνεις μπαταρίες για τους
142
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
φακούς. Έπρεπε να σου γράφω για εργαλεία, γιατί όλα τα κατσαβίδια είχαν σπάσει. Εκείνα τα φτηνιάρικα που μας έδιναν», είπε το στόμα του Γουίλ στον καθρέφτη. «Δεν είχαμε τίποτ άλλο εκτός από φτηνιάρικα πράγματα, και γι' αυτό φταίνε τα κωλοφέματά τους, τα κωλοψέματα που λένε οι πολιτικοί». «Τότε γιατί πήγες;» «Μου είπαν να πάω, ρε βλάκα!» «Μην ξαναμιλήσεις έτσι ποτέ! Σ' αυτό το σπίτι θα μου φέρεσαι με σεβασμό. Δεν επέλεξα εγώ αυτό το φασιστικό πόλεμο, εσύ τον επέλεξες. Και το μόνο που κάνεις είναι να παραπονιέσαι σαν μωρό. Προσευχόσουν καθόλου εκεί;» Όταν το τείχος της άμμου έττεσε πάνω τους κι ο Γουίλ δεν μπορούσε να δει ούτε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του, προσευχήθηκε. Όταν η έκρηξη της νάρκης χτύπησε το Χάμβι στα πλάγια και δεν μπορούσε πια να δει κι ο άνεμος ούρλιαζε σαν να βρισκόταν μέσα στη μηχανή ενός C17, προσευχήθηκε. Όταν κρατούσε τον Ρότζερ, προσευχήθηκε, κι όταν δεν μπορούσε πια ν' αντέξει τον πόνο του Ρότζερ, προσευχήθηκε, κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που προσευχήθηκε. «Όταν προσευχόμαστε, στην πραγματικότητα ζητάμε απ' τον εαυτό μας -όχι απ' το Θεό- βοήθεια. Ζητάμε τη δική μας θεϊκή παρέμβαση», είπε το στόμα του Γουίλ απ* τον καθρέφτη στον πατέρα του. «Έτσι, δεν χρειάζεται να προσεύχομαι σε κάποιο θεό στο θρόνο του. Είμαι η θεία βούληση, γιατί είμαι η δική μου βούληση. Δεν χρειάζομαι εσένα ή το Θεό, γιατί εγώ είμαι η θεία βούληση». «Όταν έχασες τα δάχτυλα των ποδιών σου, έχασες και το μυαλό σου;» του είπε ο πατέρας του στη Ρώμη, κι ήταν ειρωνεία να λέγεται κάτι τέτοιο σ' αυτή την τραπεζαρία, όπου σε μια χρυσοποίκιλτη κονσόλα κάτω από τον καθρέφτη υττήρχε ένα αρχαίο πέτρινο πόδι με όλα του τα δάχτυλα. Αλλά ήδη ο Γουίλ είχε δει αρκετά ακρωτηριασμένα πόδια εκεί πέρα μετά από επιθέσεις αυτοκτονίας σε πολυσύχναστα μέρη, κι έτσι πίστευε ότι το να σου ' λείπουν μερικά δάχτυλα ήταν πολύ καλύτερο απ' το να είσαι ένα \ ολόκληρο πόδι που του λείπουν όλα τ άλλα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
143
«Αυτά γιατρεύτηκαν πια. Αλλά τι ξέρεις εσύ;» είπε στον πατέρα του στη Ρώμη. «Ποτέ δεν ήρθες να με δεις όλους αυτούς τους μήνες στη Γερμανία ή στο Τσάρλεστον, ή τα προηγούμενα χρόνια. Δεν ήρθες ποτέ στο Τσάρλεστον. Έχω έρθει στη Ρώμη αμέτρητες φορές, αλλά ποτέ για σένα, έστω κι αν εσύ πίστευες κάτι διαφορετικό. Εκτός απ'αυτή τη φορά, εξαιτίας αυτού που έχω να κάνω, μιας αποστολής, κατάλαβες. Μου επιτράπηκε να ζήσω για να μπορέσω ν' ανακουφίσω τους άλλους απ' τα βάσανά τους. Κάτι που δεν θα καταλάβεις ποτέ, γιατί είσ'εγωιστής κι άχρηστος και δεν νοιάζεσαι για τίποτα εκτός απ' τον εαυτό σου. Πλούσιος, αδιάφορος και παγερός». Το σώμα του Γουίλ σηκώθηκε απ' το τραπέζι κι είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη να πλησιάζει τη χρυσοποίκιλτη κονσόλα που ήταν αποκάτω. Έπιασε το αρχαίο πέτρινο πόδι, ενώ το νερό στο σιντριβάνι κάτω απ' το παράθυρο πάφλαζε κι οι τουρίστες έκαναν θόρυβο. Κουβαλάει το κουτί με τα εργαλεία και μια κάμερα στον ώμο καθώς περπατάει στην ακρογιαλιά του Χίλτον Χεντ με σκοπό να εκτελέσει την αποστολή του. Κάθεται κι ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα σακουλάκι γεμάτο με μια ειδική άμμο, κι έπειτα μπουκαλάκια με κόλλα σε ανοιχτό βιολετί χρώμα. Φωτίζει με το φακό αυτό που κάνει, καθώς πιέζει την κόλλα κι αλείφει τις παλάμες του. Τις βουτάει μία-μία μέσα στο σακουλάκι με την άμμο. Τψώνει τα χέρια του στον άνεμο και η κόλλα στεγνώνει γρήγορα, κι έχει πια παλάμες από γυαλόχαρτο. Κι άλλα μπουκαλάκια, και κάνει το ίδιο με τις πατούσες των ποδιών του, προσέχοντας να καλύψει τελείως τις ρώγες των εφτά δαχτύλων του. Ρίχνει στο κουτί του τ άδεια φιαλίδια κι ό,τι έχει απομείνει από την άμμο. Τα σκούρα γυαλιά του κοιτάνε ολόγυρα κι ανάβει το φακό του. Προορισμός του είναι η πινακίδα Απαγορεύεται η Είσοδος που είναι στημένη στην παραλία στο τέρμα του μακριού μονοπατιού με τα σανίδια που οδηγεί στο φράχτη της πίσω αυλής της βίλας.
7 Το πάρκινγκ πίσω από το γραφείο της Σκαρπέτα. Ήταν αφορμή μεγάλων διαφωνιών όταν άνοιξε το γραφείο, και οι γείτονες έκαναν επίσημες διαμαρτυρίες σε όλα της σχεδόν τα αιτήματα. Τα κατάφερε να βάλει το φράχτη ασφαλείας, καλύπτοντάς τον με αειθαλή φυτά κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, αλλά έχασε στο φωτισμό. Τη νύχτα το πάρκινγκ είναι πολύ σκοτεινό. «Μέχρι εδώ δεν βλέπω κάποιο λόγο να μην τον δοκιμάσουμε. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν άνθρωπο», λέει η Σκαρπέτα. Οι φοινικιές θροΐζουν και τα φυτά που πλαισιώνουν το φράχτη της αργοσαλεύουν καθώς προχωράει μαζί με τη Ρόουζ προς τ' αυτοκίνητά τους. «Δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει στον κήπο μου, εδώ που τα λέμε. Δεν μπορώ να φαίνομαι δύσπιστη απέναντι σε κανέναν σ' αυτό τον κόσμο», συμπληρώνει. «Μην αφήνεις τον Μαρίνο να σε εξωθεί σε πράγματα για τα οποία μπορεί να μετανιώσεις», λέει η Ρόουζ. «Μ' αυτόν είμαι δύσπιστη». «Πρέπει να καθίσεις να μιλήσεις μαζί του. Δεν εννοώ στο γραφείο. Κάλεσέ τον στο σπίτι. Μαγείρεψέ του. Δεν θέλει να σου κάνει κακό». Έχουν φτάσει στο Βόλβο της Ρόουζ. «Ο βήχας σου χειροτέρεψε», λέει η Σκαρπέτα. «Γιατί δεν μένεις σπίτι αύριο;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
145
«Μακάρι να μην του το είχες πει καθόλου. Παραξενεύτηκα που μας το είπες». «Νομίζω πως αυτό που μίλησε ήταν το δαχτυλίδι μου». «Δεν έπρεπε να το εξηγήσεις», λέει η Ρόουζ. «Είναι πια καιρός ν' αντιμετωπίσει ο Μαρίνο αυτό που απέφευγε από τότε που τον ξέρω». Η Ρόουζ στηρίζεται στο αυτοκίνητο της σαν να μην μπορεί να σταθεί από μόνη της, ή ίσως να την πονάνε τα γόνατά της. «Τότε θα 'πρεπε να του το είχες πει από καιρό. Αλλά δεν το έκανες κι εκείνος έτρεφε ελπίδες. Η φαντασία του οργίασε. Αποφεύγεις ν* αντιμετωπίσεις τα συναισθήματα των ανθρώπων κι απλώς τα πράγματα γίνονται πιο...» Βήχει τόσο δυνατά που δεν μπορεί να τελειώσει την πρότασή της. «Νομίζω ότι άρπαξες γρίπη». Η Σκαρπέτα περνάει τη ράχη του χεριού της στο μάγουλο της Ρόουζ. «Είσαι ζεστή». Η Ρόουζ βγάζει ένα χαρτομάντιλο απ' την τσάντα της, σκουπίζει τα μάτια της κι αναστενάζει. «Αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μπαίνεις στον κόπο έστω και να τον σκέφτεσαι». Αναφέρεται πάλι στον Μπουλ. «Η δουλειά έχει αυξηθεί. Χρειάζομαι ένα βοηθό στο νεκροτομείο κι έχω χάσει κάθε ελπίδα να βρω κάποιον ήδη εκπαιδευμένο». «Δεν νομίζω ότι προσπάθησες πολύ ή ότι φάνηκες ανοιχτόμυαλη». Το Βόλβο είναι τόσο παλιό, που η Ρόουζ πρέπει ν' ανοίξει την πόρτα με το κλειδί. Το εσωτερικό λαμπάκι ανάβει και το πρόσωπο της Ρόουζ φαίνεται τραβηγμένο και κουρασμένο καθώς γλιστράει στο κάθισμα και τακτοποιεί σεμνά τη φούστα της να καλύψει τα πόδια της. «Οι πιο έμπειροι βοηθοί νεκροτομείου έρχονται από γραφεία κηδειών ή νοσοκομειακά νεκροτομεία», απαντάει η Σκαρπέτα, με το χέρι της στο πλαίσιο του παραθύρου. «Μιας και τα μεγαλύτερα γραφεία κηδειών στην περιοχή είναι του Χένρι Χόλινγκς, που χρησιμοποιεί το Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας για τις νεκροψίες που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ή του παραχωρούνται, πόσες ελπίδες νομίζεις ότι μπορώ να έχω αν του
146
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
τηλεφωνήσω για συστάσεις; Το τελευταίο που θέλει ο πολιτικός εκπρόσωπος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας είναι να με δει να πετυχαίνω». «Αυτό το λες εδώ και δύο χρόνια. Και δεν βασίζεται πουθενά». «Αυτός με κρατάει στο περιθώριο». «Αυτό ακριβώς εννοώ όταν λέω να δείξεις τα συναισθήματά σου. Ίσως πρέπει να του μιλήσεις», λέει η Ρόουζ. «Πώς ξέρω ότι δεν είν' αυτός ο υπεύθυνος για το ξαφνικό μπλέξιμο των διευθύνσεων του σπιτιού και του γραφείου μου στο Ίντερνετ;» «Γιατί να περιμένει μέχρι τώρα για να το κάνει; Αν υποθέσουμε πως το έκανε». «Είναι η στιγμή. Το γραφείο μου αναφέρθηκε στις εφημερίδες εξαιτίας της υπόθεσης του κακοποιημένου παιδιού. Και το Μπόφορτ Κάουντι μου ζήτησε να το φροντίσω εγώ, αντί να καλέσουν τον Χόλινγκς. Συμμετέχω στην έρευνα για την Ντριου Μάρτιν και μόλις γύρισα από τη Ρώμη. Καλή στιγμή για να πάρει κάποιος σκόπιμα το Εμπορικό Επιμελητήριο και να καταχωρίσει το γραφείο μου, μπερδεύοντας τη διεύθυνση του σπιτιού μου με του γραφείου μου. Ακόμα και να πληρώσει τη συνδρομή». «Προφανώς, τους είπες να σε βγάλουν απ' τον κατάλογο. Και κάπου θα πρέπει να είναι περασμένο ποιος πλήρωσε τη συνδρομή». «Τραπεζική επιταγή», λέει η Σκαρπέτα. «Το μόνο που μπορούσαν να μου πουν ήταν ότι κατατέθηκε από γυναίκα. Ευτυχώς, μ' έβγαλαν απ' τον κατάλογο, προτού βρεθεί σ' όλο το Ίντερνετ». «Ο επικεφαλής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας δεν είναι γυναίκα». «Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Δεν θα έκανε τις βρομοδουλειές μόνος του». «Πάρ' τον τηλέφωνο. Ρώτησέ τον στα ίσια αν θέλει να σε διώξει απ' την πόλη. Να μας διώξει όλους απ' την πόλη, θα 'πρεπε να πω. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι με τους οποίους πρέπει να μιλήσεις. Αρχίζοντας απ' τον Μαρίνο». Βήχει, και λες κι έδωσε μια διαταγή, το εσωτερικό φωτάκι του Βόλβο σβήνει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
147
«Δεν έπρεπε να μετακομίσει εδώ». Η Σκαρπέτα κοιτάζει την πίσω πλευρά του παλιού τουβλόχτιστου κτηρίου της, μικρό, διώροφο και μ' ένα υπόγειο που το έχει μετατρέψει σε νεκροτομείο. «Του άρεσε η Φλόριντα», λέει, κι αυτό της θυμίζει τη δρ Σελφ. Η Ρόουζ ρυθμίζει τον κλιματισμό, γυρνάει τις θυρίδες ώστε να της έρχεται κρύος αέρας στο πρόσωπο και παίρνει άλλη μια βαθιά ανάσα. «Είσαι σίγουρα καλά; Άσε με να σ' ακολουθήσω μέχρι το σπίτι σου», λέει η Σκαρπέτα. «Με τίποτα». «Τι λες να έρθεις αύριο απ' το σπίτι; Θα μαγειρέψω. Προσούτο με σύκα και το αγαπημένο σου κρασάτο χοιρινό. Ένα ωραίο κρασί της Τοσκάνης. Ξέρω πόσο σ' αρέσει το τιραμισού μου». «Ευχαριστώ, αλλά είμαι κλεισμένη», λέει η Ρόουζ, και στη φωνή της διακρίνεται μια θλίψη.
Το σκοτεινό σχήμα ενός υδατόπυργου στο νότιο άκρο του νησιού, το δάχτυλο, όπως το λένε. Το Χίλτον Χεντ έχει σχήμα παπουτσιού, σαν τα παπούτσια που έχει δει ο Γουίλ σε δημόσιους χώρους του Ιράκ. Η λευκή βίλα στην οποία ανήκει η πινακίδα Απαγορεύεται η Είσοδος έχει αξία τουλάχιστον δεκαπέντε εκατομμυρίων δολαρίων. Τα ηλεκτρονικά στόρια είναι κατεβασμένα κι εκείνη είναι μάλλον στον καναπέ του μεγάλου δωματίου παρακολουθώντας μια ακόμα ταινία στην πτυσσόμενη οθόνη που καλύπτει ένα μέρος της τζαμαρίας που βλέπει στη θάλασσα. Από την πλευρά του Γουίλ, που είναι έξω και κοιτάζει μέσα, η ταινία παίζεται ανάποδα. Κοιτάζει την ακτή, κοιτάζει τα κοντινά έρημα σπίτια. Ο σκοτεινός, συννεφιασμένος ουρανός είναι βαρύς κι αποπνικτικός, καθώς ο άνεμος έρχεται με απότομες κι αιφνιδιαστικές ριπές. Ανεβαίνει στον ξύλινο διάδρομο και τον ακολουθεί ώς την αυλόπορτα που χωρίζει τον έξω κόσμο από την πίσω αυλή, ενώ οι εικόνες στη μεγάλη κινηματογραφική οθόνη εναλλάσσονται ανά-
148
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
ποδα. Ένας άντρας και μια γυναίκα που πηδιούνται. Ο σφυγμός του επιταχύνεται καθώς περπατάει, τα γεμάτα άμμο πέλματά του αθόρυβα πάνω στ' ανεμοδαρμένα σανίδια, οι ηθοποιοί τρεμουλιάζουν στο πίσω μέρος της οθόνης. Πηδιούνται μέσα σ' ένα ασανσέρ. Ο ήχος είναι χαμηλός. Μετά βίας ακούει τους γδούπους και τα βογκητά, αυτούς τους ήχους που ακούγονται τόσο βίαιοι καθώς οι πρωταγωνιστές πηδιούνται στο Χόλιγουντ, και μετά είναι η ξύλινη πόρτα και είναι κλ£ΐδωμένη. Σκαρφαλώνει πάνω της και πηγαίνει στη συνηθισμένη του θέση, στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού. Από μια χαραμάδα ανάμεσα στο παράθυρο και το στόρι την έχει παρακολουθήσει επί μήνες, την έχει δει να πηγαίνει πάνω κάτω και να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά της. Ποτέ δεν κοιμάται τις νύχτες, φοβάται τη νύχτα, φοβάται τις καταιγίδες. Βλέπει ταινίες όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί. Βλέπει ταινίες όταν βρέχει, κι αν πέφτουν κεραυνοί, ανεβάζει πολύ τον ήχο, κι όταν ο ήλιος είναι δυνατός, τον αποφεύγει. Συνήθως κοιμάται στο μαύρο δερμάτινο καναπέ όπου είναι ξαπλωμένη τώρα, στηριγμένη στα δερμάτινα μαξιλάρια, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Σημαδεύει με το τηλεκοντρόλ και γυρίζει το DVD πιο πίσω, επιστρέφοντας στη σκηνή όπου η Γκλεν Κλόουζ κι ο Μάικλ Ντάγκλας πηδιούνται στο ασανσέρ. Τα σπίτια αριστερά και δεξιά κρύβονται από ψηλές καλαμιές και δέντρα κι είναι αδειανά. Αδειανά επειδή οι πλούσιοι ιδιοκτήτες τους δεν τα νοικιάζουν και δεν βρίσκοντ' εκεί, ούτε τώρα ούτε πριν. Συχνά οι οικογένειες δεν χρησιμοποιούν τα πανάκριβα παραθαλάσσια σπίτια τους παρά μόνο όταν τα σχολεία των παιδιών τους κλείνουν για το καλοκαίρι. Εκείνη δεν θα 'θελε άλλον κόσμο εδώ και οι γείτονες δεν έχουν έρθει όλο το χειμώνα. Θέλει να είναι μόνη και την τρομοκρατεί να είναι μόνη. Φοβάται τους κεραυνούς και τη βροχή, φοβάται τον καθαρό ουρανό και τη λιακάδα, δεν θέλει να είναι πια πουθενά, σ' οποιεσδήποτε συνθήκες. Γι' αυτό ήρθα. Εκείνη γυρίζει πάλι πίσω το DVD. Εκείνος έχει συνηθίσει τα τελετουργικά της, να είναι ξαπλωμένη εκεί με την ίδια βρόμικη
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
149
ροζ φόρμα, να πηγαίνει τις ταινίες μπρος πίσω, να ξαναβλέπει ορισμένες σκηνές, συνήθως τα γαμήσια. Πότε πότε βγαίνει δίπλα στην πισίνα για να καπνίσει και για να βγάλει το αξιολύπητο σκυλί της απ* το κλουβί του. Ποτέ δεν καθαρίζει τις βρομιές του, το χορτάρι είναι γεμάτο ξεραμένα σκατά κι ούτε ο Μεξικάνος κηπουρός που έρχεται κάθε δυο βδομάδες τα καθαρίζει. Εκείνη καπνίζει και κοιτάζει την πισίνα, ενώ ο σκύλος τριγυρνάει στην αυλή και μερικές φορές αφήνει ένα βαθύ, βραχνό γάβγισμα, κι εκείνη του φωνάζει. «Μπράβο, αγόρι μου», ή πιο συχνά «Κακό σκυλί» και «Έλα εδώ! Έλα εδώ αμέσως!» Δεν τον χαϊδεύει, σχεδόν δεν του ρίχνει ματιά. Αν δεν ήταν ο σκύλος, η ζωή της θα ήταν ανυπόφορη. Ο σκύλος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Είναι μάλλον απίθανο να θυμάται τι έγινε ή να το κατάλαβε. Αυτό που ξέρει είναι το κλουβί στο πλυσταριό, όπου κοιμάται, κάθεται και γαβγίζει. Κι εκείνη δεν τον σκέφτεται όταν γαβγίζει, απλώς πίνει βότκα και παίρνει χάπια και τραβάει τα μαλλιά της, η ίδια ρουτίνα τη μια μέρα μετά την άλλη. Σύντομα θα σε κρατάω στην αγκαλιά μου και θα σε μεταφέρω μέσ' από το εσωτερικό σκοτάδι στ' ανώτερα βασίλεια, και θα χωριστείς για πάντα από τη φυσική διάσταση που είναι τώρα η κόλασή σου. Και θα μ' ευγνωμονείς. Ο Γουίλ συνεχίζει να παρατηρεί και βεβαιώνεται ότι κανείς δεν τον βλέπει. Τη βλέπει να σηκώνεται απ' τον καναπέ και να περπατάει μεθυσμένα προς τη συρόμενη πόρτα για να βγει έξω να καπνίσει, κι ως συνήθως ξεχνάει πως είναι βαλμένος ο συναγερμός. Αναπηδάει και βρίζει μόλις αρχίζει να ουρλιάζει ο συναγερμός και πάει παραπατώντας στον πίνακα για να τον κλείσει. Χτυπάει το τηλέφωνο κι εκείνη περνάει τα δάχτυλά της μέσ' απ' τα σκούρα της μαλλιά που έχουν αρχίσει ν' αραιώνουν, λέει κάτι κι έπειτα ουρλιάζει και κλείνει το ακουστικό. Ο Γουίλ σκύβει χαμηλά στο χώμα, πίσω απ' τους θάμνους, και δεν κουνιέται. Μέσα σε λίγα λεπτά έρχεται η αστυνομία, δυο αστυνομικοί μ' ένα περιπολικό του σερίφη του Μπόφορτ Κάουντι. Ο Γουίλ τους παρακολουθεί
150
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
αόρατος καθώς στέκονται στη βεράντα, δεν έχουν καμιά διάθεση να μπουν μέσα γιατί την ξέρουν. Πάλι ξέχασε τον κωδικό και η εταιρεία των συναγερμών έστειλε πάλι την αστυνομία. «Πάντως, κυρία μου, δεν είναι καλή ιδέα να χρησιμοποιείτε το όνομα του σκύλου σας». Ένας από τους αστυνομικούς τής λέει αυτό που της έχουν ξαναπεί πολλές φορές. «Πρέπει να χρησιμοποιήσετε κάτι άλλο για κωδικό. Το όνομα του ζώου είναι από τα πρώτα που θα δοκιμάσει ένας ανεπιθύμητος». Εκείνη ψευδίζει. «Αν δεν μπορώ να θυμηθώ τ' όνομα του σκύλου μου, πώς να θυμηθώ κάτι άλλο; Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο κωδικός είναι το όνομα του σκύλου. Α, γαμώτο, Αφρόγαλα. Τώρα το θυμήθηκα». «Μάλιστα, κυρία μου. Αλλά συνεχίζω να πιστεύω ότι πρέπει να τ αλλάξετε. Όπως σας είπα, δεν είναι καλό να χρησιμοποιείτε τ' όνομα του ζώου, αφήστε που έτσι κι αλλιώς δεν το θυμάστε. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι που το θυμάστε. Έχουμε αρκετές διαρρήξεις στην περιοχή, ειδικά αυτή την εποχή που πολλά απ' τα σπίτια είναι άδεια». «Δεν μπορώ να θυμάμαι κάτι καινούργιο». Μετά βίας μιλάει. «Όταν αρχίζει να χτυπάει, τα χάνω». «Σίγουρα είστε καλά έτσι μόνη; Μπορούμε να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον;» «Δεν έχω κανέναν πια». Μετά από λίγο οι αστυνομικοί φεύγουν. Ο Γουίλ σηκώνεται από τη σίγουρη κρυψώνα του και, μέσ' από ένα παράθυρο, τη βλέπει να ξαναβάζει το συναγερμό. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Ο ίδιος κωδικός, ο μόνος που μπορεί να θυμηθεί. Τη βλέπει να ξανακάθεται στον καναπέ, να κλαίει πάλι. Βάζει άλλη μια βότκα. Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη. Ξαναπαίρνει το σανιδένιο διάδρομο προς την παραλία.
8 Το επόμενο πρωί, στις οχτώ. Ώρα Ειρηνικού. Η Λούσι σταματάει μπροστά στο Ογκολογικό Κέντρο του Στάνφορντ. Όποτε πετάει με το Citation Χ τζετ της στο Σαν Φρανσίσκο και νοικιάζει μια Φεράρι για τη διαδρομή τής μιας ώρας ώς το νευροενδοκρινολόγο της, αισθάνεται παντοδύναμη, όπως νιώθει και στο σπίτι. Το στενό τζιν και το στενό μπλουζάκι της αναδεικνύουν το αθλητικό της σώμα και την κάνουν να νιώθει ζωντανή, όπως νιώθει και στο σπίτι. Οι μαύρες μπότες από δέρμα κροκόδειλου και το ρολόι Breitling Emergency από τιτάνιο με το φωτεινό πορτοκαλί καντράν του την κάνουν να νιώθει πως είναι ακόμη η Λούσι, ατρόμητη κι ολοκληρωμένη, έτσι όπως νιώθει όταν δεν σκέφτεται τι δεν πάει καλά. Κατεβάζει το παράθυρο της κόκκινης F430 Spider. «Μπορείτε να παρκάρετε αυτό το πράγμα;» ρωτάει τον παρκαδόρο με την γκρίζα στολή που την πλησιάζει διστακτικά στην είσοδο του μοντέρνου συγκροτήματος από γυαλί και τούβλα. Δεν τον αναγνωρίζει. Πρέπει να είναι καινούργιος. «Έχει τις ταχύτητες της Φόρμουλα Ένα, είναι οι μοχλοί στο τιμόνι. Δεξιά για ν* ανεβάσετε ταχύτητα, αριστερά για να κατεβάσετε, και τα δυο μαζί για νεκρά, αυτό το κουμπί για όπισθεν». Παρατηρεί την αγωνία στο βλέμμα του. «Εντάξει, παραδέχομαι πως είναι λιγάκι περίπλοκο», του λέει, γιατί δεν θέλει να τον μειώσει. Είναι μεγάλος άνθρωπος, ίσως συνταξιούχος και βαριεστημέ-
154
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
πρόσφατη τομογραφία πριν από ένα μήνα. Τις κοίταξε η θεία μου, λέει ότι είμαι καλά, αλλά πάλι, αν σκεφτείς τι βλέπει όλη μέρα...» λέει η Λούσι. «Σου λέει ότι δεν είσαι νεκρή. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Πώς είναι η Κέι;» «Της αρέσει το Τσάρλεστον, αλλά δεν είμαι βέβαιη πως τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Εμένα μ' αρέσει πάλι... Πάντα μου κινούν την περιέργεια τα μέρη που είναι σε κακό χάλι». «Δηλαδή, τα περισσότερα». «Ξέρω. Η Λούσι το φρικιό. Υποθέτω πως είμαστε ακόμα ινκόγκνιτο. Έτσι φαίνεται, μιας κι έδωσα ψευδώνυμο σ' αυτόν τον πώς τον λένε στη ρεσεψιόν και δεν το αμφισβήτησε. Παρ* όλη τη δημοκρατική πλειοψηφία, η εχεμύθεια είν' ένα καλαμπούρι». «Μην αρχίζεις τώρα». Μελετάει τις αναλύσεις του εργαστηρίου. «Ξέρεις πόσοι ασθενείς μου θα πλήρωναν ευχαρίστως, αν το μπορούσαν, προκειμένου να κρατήσουν τις πληροφορίες τους μακριά από βάσεις δεδομένων;» «Καλό αυτό. Αν ήθελα να εισβάλω στη βάση δεδομένων σου, πιθανότατα θα μπορούσα να το κάνω μέσα σε πέντε λεπτά. Οι Ομοσπονδιακοί μπορεί να ήθελαν μία ώρα, αλλά μάλλον έχουν μπει ήδη μέσα. Ενώ εγώ, όχι. Επειδή δεν πιστεύω ότι μπορώ να παραβιάσω τα δικαιώματα ενός ανθρώπου, εκτός αν είναι για καλό σκοπό». «Αυτό λένε ολοι». «Λένε ψέματα και είναι βλάκες. Ειδικά το FBI». «Πάλι στην κορυφή της λίστας σου είναι, βλέπω». «Με απέλυσαν χωρίς καμιά αιτία». «Και να σκεφτεί κανείς ότι καταπατούσες το Νόμο περί Πατριωτισμού, και μάλιστα πληρωνόσουν γι' αυτό. Εντάξει, δεν έπαιρνες πολλά. Tt κομπιουτερίστικα χρυσοπουλάς αυτό τον καιρό;» «Σχεδιασμό δεδομένων. Ουδέτερα δίκτυα που παίρνουν τα δεδομένα κι εκτελούν ευφυείς διεργασίες με τον ίδιο τρόπο που τις κάνει το μυαλό μας. Και χαζολογώ μ' ένα πρότζεκτ για το DNA που μπορεί ν' αποδειχτεί ενδιαφέρον».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
155
«Η θυροτροπίνη σου είναι μια χαρά», λέει εκείνος. «Η ελεύθερη Τ-4 καλή, οπότε ο μεταβολισμός σου λειτουργεί. Αυτό το βλέπω και χωρίς τις εργαστηριακές αναλύσεις. Πρέπει να έχασες λίγο βάρος από την τελευταία φορά που σε είδα». «Δυο-τρία κιλά, ίσως». «Φαίνεται σαν να πήρες μυϊκή μάζα. Επομένως, έχασες πέντε κιλά λίπος και νερό από το φούσκωμα». «Εύσχημη διατύπωση». «Πόσο ασκείσαι;» «Το ίδιο». «Θα σημειώσω πως είναι υποχρεωτικό, αν και πιθανόν επαναλαμβάνομαι. Το συκώτι σου είναι μια χαρά. Και τα επίπεδα της προλακτίνης πολύ καλά, κατέβηκαν στο 2,4. Οι περίοδοι σου;» «Κανονικές». «Καθόλου λευκές, διάφανες ή γαλακτώδεις εκκρίσεις από τις ρώγες; Όχι ότι το περιμένω με τόσο χαμηλή προλακτίνη». «Καθόλου. Και μη χαίρεσαι. Δεν σ' αφήνω να μ* εξετάσεις». Εκείνος χαμογελάει και συνεχίζει να σημειώνει στο φάκελο της. «Το κακό είναι ότι το στήθος μου μίκρυνε». «Τπάρχουν γυναίκες που θα πλήρωναν πολλά για να 'χουν αυτό που έχεις εσύ. Και πληρώνουν», λέει αδιάφορα. «Δεν είναι για πούλημα. Για να πω την αλήθεια, ούτε χάρισμα δεν τα δίνω τον τελευταίο καιρό». «Ξέρω ότι δεν είν' αλήθεια». Η Λούσι δεν ντρέπεται πια, μπορεί να μιλάει ελεύθερα για τα πάντα μαζί του. Στην αρχή ήταν διαφορετικά, ο τρόμος κι η ταπείνωση ότι ένα καλοήθες μακροαδένωμα της υπόφυσης -ένας όγκος στον εγκέφαλο- προκαλούσε υπερβολική έκκριση της ορμόνης προλακτίνης που ξεγελούσε το κορμί της κάνοντάς το να τη θεωρεί έγκυο. Η περίοδος της είχε σταματήσει. Είχε πάρει βάρος. Δεν είχε γαλακτόρροια ούτε είχε αρχίσει να παράγει γάλα, αν όμως δεν είχε ανακαλύψει από νωρίς τι δεν πήγαινε καλά, το επόμενο στάδιο θα ήταν αυτό. «Φαίνεται ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στη ζωή σου». Βγάζει τις
156
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
τομογραφίες της απ' το φάκελο, απλώνει το χέρι του και τις ακουμπάει στους φωτεινούς πίνακες. «Όχι». «Και πώς είναι η λίμπιντο σου;» Χαμηλώνει το φωτισμό τού γραφείου κι ανάβει τα φώτα των πινάκων, προβάλλοντας τα φιλμ του μυαλού της Λούσι. «Το Dostinex μερικές φορές λέγεται και φάρμακο του σεξ. Αν μπορείς να το βρεις». Τον πλησιάζει και κοιτάζει τις πλάκες της. «Δεν πρόκειται να κάνω επέμβαση, Νέιτ». Κοιτάζει φοβισμένα την ελαφρώς τετραγωνισμένη περιοχή τού εκφυλισμού στη βάση του υποθαλάμου. Κάθε φορά που κοιτάζει μια τομογραφία της, νιώθει ότι πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος. Αυτός δεν μπορεί να είναι ο εγκέφαλος της, ένας νεανικός εγκέφαλος, όπως τον αποκαλεί ο Νέιτ. Ανατομικά, ένα σπουδαίο μυαλό, λέει, εκτός από ένα μικρό ελαττωματάκι, έναν όγκο που έχει το μισό μέγεθος μιας πένας. «Δεν μ' ενδιαφέρει τι λένε τα άρθρα των περιοδικών. Κανείς δεν πρόκειται να με κόψει. Πώς είμαι; Σε παρακαλώ, πες μου ότι είμαι καλά», λέει. Ο Νέιτ συγκρίνει την προηγούμενη τομογραφία με την τωρινή, τις μελετάει δίπλα δίπλα. «Δεν έχουμε δραματικές διαφορές. Είναι ακόμα εφτά με οχτώ χιλιοστά. Τίποτα στην υπερεφιππιακή δεξαμενή. Μια μικρή μετατόπιση από αριστερά στα δεξιά από το μίσχο της υπόφυσης». Δείχνει μ' ένα στιλό. «Ο οπτικός χιασμός είναι καθαρός». Δείχνει ξανά. «Πράγμα πολύ καλό». Αφήνει το στιλό και σηκώνει δυο δάχτυλα, τα μετακινεί ενωμένα και μετά τ' ανοίγει για να ελέγξει την περιφερειακή της όραση. «Πολύ ωραία», λέει ξανά. «Σχεδόν ίδια. Η αλλοίωση δεν έχει αυξηθεί». «Δεν μειώθηκε όμως». «Κάθισε». Εκείνη κάθεται στην άκρη του καναπέ. «Στην ουσία», λέει, «δεν έφυγε. Δεν το έκαψε το φάρμακο, δεν έγινε νεκρωτικό και ποτέ δεν θα γίνει, σωστά;» «Ναι, αλλά δεν μεγαλώνει», επαναλαμβάνει εκείνος. «Η φαρ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
157
μακευτική αγωγή το μείωσε κάπως και το συγκρατεί. Εντάξει. Επιλογές. Αλλά τι θέλεις να κάνεις; Πρέπει να σου πω ότι μπορεί το Dostinex και τα γενόσημά του να συνδέθηκαν με καρδιακές βλάβες, αλλ* αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ν' ανησυχείς. Οι μελέτες αφορούν ανθρώπους που το παίρνουν για Πάρκινσον. Με τη δική σου χαμηλή δόση; Κατά πάσα πιθανότητα θα είσαι μια χαρά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα; Μπορώ να σου γράψω μια ντουζίνα συνταγές, αλλά δεν νομίζω ότι θα βρεις έστω κι ένα χάπι σ' αυτή τη χώρα». «Φτιάχνονται στην Ιταλία. Μπορώ να τα πάρω από κει. Ο δρ Μαρόνι μου είπε ότι θα μου τα φέρει». «Εντάξει. Αλλά θέλω να κάνεις ηχοκαρδιογράφημα κάθε έξι μήνες». Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Νέιτ πατάει ένα κουμπί, ακούει για λίγο και λέει στο συνομιλητή του: «Ευχαριστώ. Κάλεσε την ασφάλεια αν ξεφύγουν τα πράγματα. Βεβαιώσου ότι δεν θα τ' αγγίξει κανείς». Κλείνει και λέει στη Λούσι: «Προφανώς κάποιος ήρθε με μια κόκκινη Φεράρι κι έχει συγκεντρώσει τη γενική προσοχή». «Είναι ειρωνεία». Σηκώνεται απ' τον καναπέ. «Τα πάντα είναι ζήτημα οπτικής γωνίας». «Την οδηγώ εγώ αν δεν τη θέλεις». «Δεν είναι ότι δεν τη θέλω. Είναι πως τίποτα πια δεν μου δίνει την ίδια αίσθηση. Κι αυτό δεν είναι εντελώς κακό. Είναι απλώς διαφορετικό». «Έτσι συμβαίνει μ' αυτό που έχεις. Είναι κάτι που δεν το θες. Αλλά είναι και κάτι περισσότερο απ' αυτό που είχες, γιατί σου αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα». Τη συνοδεύει στην έξοδο. «Το βλέπω καθημερινά εδώ μέσα». «Βέβαια». «Τα πας μια χαρά». Σταματάει δίπλα στην πόρτα που οδηγεί στην αίθουσα αναμονής και δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω για να τους ακούσει, εκτός απ' τον άνθρωπο στη ρεσεψιόν, που χαμογελάει πολύ και μιλάει πάλι στο τηλέφωνο. «Θα σε τοποθετούσα στο τοπ τεν των ασθενών μου που τα πάνε πολύ καλά».
158
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Τοπ τεν; Αυτό είναι σαν να παίρνεις εννέα. Νομίζω ότι ξεκίνησα με άριστα δέκα». «Όχι, βέβαια. Πιθανότατα το είχες αυτό το πράγμα πολύ καιρό κι απλώς δεν το ήξερες μέχρι να παρουσιάσει συμπτώματα. Μιλάς με τη Ρόουζ;» «Δεν θέλει να το αντιμετωπίσει. Προσπαθώ να μη θυμώσω μαζί της, αλλά είναι δύσκολο. Πολύ πολύ δύσκολο. Δεν είναι δίκαιο. Ειδικά για τη θεία μου». «Μην αφήνεις τη Ρόουζ να σε κάνει στην άκρη, γιατί πιθανότατα αυτό προσπαθεί, για το λόγο ακριβώς που είπες. Δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει». Βγάζει τα χέρια του από τις τσέπες της ιατρικής μπλούζας του. «Σε χρειάζεται. Δεν πρόκειται να το συζητήσει με κανέναν άλλο».
Έξω από το Ογκολογικό Κέντρο, μια αδύνατη γυναίκα μ' ένα μαντίλι στο φαλακρό της κεφάλι και δυο αγοράκια κάνουν βόλτες γύρω από τη Φεράρι. Ο παρκαδόρος τρέχει προς τη Λούσι. «Δεν πλησίασαν πολύ. Τους παρακολουθούσα. Κανείς δεν πλησίασε», της λέει με χαμηλή, ανήσυχη φωνή. Εκείνη κοιτάζει τα δυο αγοράκια και την άρρωστη μητέρα τους και πλησιάζει στο αυτοκίνητο, ξεκλειδώνοντάς το με το τηλεκοντρόλ. Τα παιδιά κι η μητέρα τους κάνουν ένα βήμα πίσω, στα πρόσωπά τους ζωγραφίζεται φόβος. Η μητέρα φαίνεται γερασμένη, αλλά ίσως να μην είναι πάνω από τριάντα πέντε χρονών. «Με συγχωρείτε», λέει στη Λούσι. «Αλλά έχουν θαμπωθεί. Δεν το άγγιξαν». «Πόσο γρήγορα πάει;» ρωτάει το μεγαλύτερο παιδί, ένας κοκκινομάλλης γύρω στα δώδεκα. «Γιά να δούμε, τετρακόσιοι ενενήντα ίπποι, έξι ταχύτητες, 4,3 λίτρα V8,8.500 rpm, οπίσθια αεροτομή από ανθρακονήματα. Από τα 0 στα 60 σε λιγότερο από τέσσερα δευτερόλεπτα. Γύρω στα διακόσια μίλια την ώρα». «Αποκλείεται!»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
159
«Οδήγησες ποτέ κάνα τέτοιο;» λέει η Λούσι στο μεγαλύτερο παιδί. «Μόνο σε φωτογραφίες το 'χω δει». «Εσύ;» ρωτάει η Λούσι τον κοκκινομάλλη αδερφό του, που πρέπει να είναι οχτώ-εννιά χρονών. «Όχι, κυρία». Ντροπαλά. Η Λούσι ανοίγει την πόρτα του οδηγού και τα δυο κοκκινομάλλικα αγόρια τεντώνονται να ρίξουν μια ματιά και ρουφούν ταυτόχρονα την ανάσα τους. «Πώς σε λένε;» ρωτάει η Λούσι το μεγαλύτερο. «Φρεντ». «Κάτσε στη θέση του οδηγού, Φρεντ, και θα σου δείξω πώς να το βάζεις μπροστά». «Δεν είν' ανάγκη», της λέει η μαμά τους, και φαίνεται σαν να ετοιμάζεται να κλάψει. «Χρυσό μου, μην κάνεις καμιά ζημιά». «Εμένα με λένε Τζόνι», λέει το άλλο αγοράκι. «Εσύ μετά», λέει η Λούσι. «Κάτσε δίπλα μου και πρόσεχε». Η Λούσι βάζει μπροστά την μπαταρία, βεβαιώνεται πως η Φεράρι είναι στη νεκρά. Παίρνει το δάχτυλο του Φρεντ και το βάζει στο κόκκινο κουμπί της εκκίνησης πάνω στο τιμόνι. Του αφήνει το χέρι. «Κράτα το για λίγο και μετά δώσ' της». Η Φεράρι ξυπνάει μ* ένα μουγκρητό. Η Λούσι κάνει σε κάθε αγόρι χωριστά μια βόλτα μέσα στο πάρκινγκ, ενώ η μαμά τους στέκεται ολομόναχη στη μέση, χαμογελάει, κουνάει το χέρι και σκουπίζει τα μάτια της.
Ο Μπέντον ηχογραφεί την Γκλάντις Σελφ από το τηλέφωνο του γραφείου του μέσα στο Νευροεικονικό Εργαστήριο του ΜακΛίν. Όπως και στη διάσημη κόρη της, το όνομα Σελφ της ταιριάζει απόλυτα. «Αν απορείτε γιατί η πάμπλουτη κόρη μου δεν με βάζει σε κάποια ωραία βίλα στην Μπόκα», λέει η κυρία Σελφ, «ακούστε να σας πω, κύριε, δεν θέλω να πάω στην Μπόκα ή στο Παλμ Μπιτς
160
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
ή πουθενά, θέλω να μείνω εδώ στο Χόλιγουντ της Φλόριντα, στο σαραβαλιασμένο μου διαμέρισμα στην προκυμαία». «Και ποιος είναι ο λόγος;» «Για να την εκδικηθώ. Σκεφτείτε πώς θα φανεί να με βρουν πεθαμένη σ' ένα τέτοιο αχούρι μια μέρα. Γιά να δούμε τι θα πάθει τότε η δημοτικότητά της». «Μου φαίνεται ότι δυσκολεύεστε να πείτε κάτι καλό γι' αυτήν», λέει ο Μπέντον. «Και πραγματικά μου χρειάζονται μερικά εγκωμιαστικά σχόλια, κυρία Σελφ. Όπως και μερικά ουδέτερα σχόλια και μερικές επικρίσεις». «Και γιατί το κάνει αυτό;» «Σας το εξήγησα στην αρχή της συνομιλίας μας. Προσφέρθηκε να συμμετάσχει σε μια επιστημονική έρευνα που διευθύνω». «Η κόρη μου δεν προσφέρεται για τίποτα, εκτός κι αν περιμένει να βγάλει κάποιο όφελος. Δεν ξέρω να έκανε ποτέ τίποτα απλώς και μόνο για να βοηθήσει τους άλλους. Κουραφέξαλα! Χα! Οικογενειακό πρόβλημα! Πάλι καλά που δεν βγήκα στο CNN να πω σ' όλο τον κόσμο ότι λέει ψέματα. Γιά να δούμε. Αναρωτιέμαι ποια μπορεί να είναι η αλήθεια. Ας μελετήσουμε τα στοιχεία. Είστε ψυχολόγος της αστυνομίας στο... πώς το λένε το νοσοκομείο σας; ΜακΛίν; Σωστά. Όπου πάνε όλοι οι πλούσιοι και διάσημοι. Σ' ένα τέτοιο μέρος θα πήγαινε αν έπρεπε να πάει κάπου, και ξέρω έναν καλό λόγο για να πάει. Θα πέφτατε ξερός αν το ξέρατε. Το βρήκα! Είναι ασθενής εκεί, γι' αυτό είναι όλ' αυτά, ε;» «Όπως σας είπα, συμμετέχει σε μια έρευνα που διευθύνω». Διάολε! Την είχε προειδοποιήσει τη δρ Σελφ γι' αυτό. Αν τηλεφωνούσε στη μητέρα της για την ηχογράφηση, μπορεί να υποπτευόταν ότι η δρ Σελφ ήταν ασθενής. «Δεν επιτρέπεται να συζητήσω για την κατάστασή της - πού είναι ή τι κάνει ή γιατί. Δεν μπορώ να κοινοποιήσω τίποτα για κανένα ζήτημα της έρευνάς μας». «Σίγουρα θα μπορούσα να σας κοινοποιήσω εγώ μερικά πράγματα. Το ήξερα! Είναι άξια γι' αντικείμενο μελέτης, δεν χωράει αμφιβολία. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος θα έβγαινε στην τηλεόραση και θα έκανε ό,τι κάνει αυτή, να διαστρέφει τα μυαλά των
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
161
ανθρώπων, τις ζωές τους, όπως εκείνης της τενίστριας που τη δολοφόνησαν πριν από λίγο καιρό. Πάω στοίχημα ό,τι θέλετε πως φταίει κι η Μέριλιν γι' αυτό, την είχε στην εκπομπή της, της απέσπασε όλες εκείνες τις προσωπικές πληροφορίες και το είδε όλος ο κόσμος. Ήταν ντροπή, δεν το πιστεύω ότι το επέτρεψε η οικογένεια του κοριτσιού». Ο Μπέντον είχε δει μια μαγνητοσκόπηση. Η κυρία Σελφ είχε δίκιο. Η έκθεση ήταν υπερβολική κι έκανε την Ντριου ευάλωτη και προσιτή. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να σε παρακολουθήσουν, αν τυχόν συνέβη κάτι τέτοιο. Δεν είν' αυτός ο σκοπός του τηλεφωνήματος του, αλλά δεν μπορεί να μην το ψάξει. «Αναρωτιέμαι πώς έτυχε και η κόρη σας έφερε την Ντριου Μάρτιν στην εκπομπή της. Γνωρίζονταν;» «Η Μέριλιν μπορεί να φέρει όποιον της καπνίσει. Όταν μου τηλεφωνεί σε έκτακτες περιπτώσεις, συνήθως καυχιέται για τη μια ή την άλλη διασημότητα. Αν την ακούσετε πώς μιλάει, κάνει λες και πρέπει να της είναι υποχρεωμένοι για τη γνωριμία». «Διαισθάνομαι ότι δεν τη βλέπετε πολύ συχνά». «Λέτε να έμπαινε στον κόπο να δει τη μάνα της;» «Μα δεν είναι εντελώς αναίσθητη, βέβαια;» «Όταν ήταν κοριτσάκι, μπορούσε να είναι πολύ γλυκιά. Ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψετε. Αλλά κάτι έφερε τα πάνω κάτω όταν έγινε δεκαέξι χρονών. Το 'σκάσε μ' έναν πλεϊμπόι που της ράγισε την καρδιά, γύρισε σπίτι και περάσαμε δύσκολες εποχές. Δεν σας το είπε;» «Όχι, δεν είπε τίποτα». «Λογικό είναι. Μιλάει συνέχεια για τον πατέρα της που αυτοκτόνησε και για το πόσο απαίσια είμαι και τα λοιπά. Αλλά οι δικές της αποτυχίες δεν υπάρχουν. Κι εκεί μέσα βάζω και τους ανθρώπους. Δεν θα το πιστεύατε πόσους ανθρώπους έχει εξοστρακίσει απ' τη ζωή της μόνο και μόνο γιατί δεν τη βόλευαν. Ή ίσως έδειχναν μια πλευρά της που δεν πρέπει να δει ο κόσμος. Είναι προσβολή που σηκώνει φόνο». «Φαντάζομαι ότι δεν κυριολεκτείτε».
162
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Εξαρτάται από το πώς το ορίζετε». «Ας αρχίσουμε με τα θετικά της». «Σας είπε ότι τους βάζει όλους να υπογράφουν ένα συμφωνητικό εχεμύθειας;» «Ακόμα κι εσάς;» «Θέλετε να σας πω τον πραγματικό λόγο που ζω έτσι; Γιατί δεν αντέχω την υποτιθέμενη γενναιοδωρία της. Ζω με το επίδομα της Πρόνοιας και με τη σύνταξη που έχω δουλεύοντας μια ολόκληρη ζωή. Η Μέριλιν δεν έκανε ποτέ τίποτα για μένα και μετά είχε το θράσος να μου πει ότι έπρεπε να υπογράψω ένα απ' αυτά τα συμφωνητικά εχεμύθειας, ξέρετε. Είπε ότι αν δεν υπέγραφα, δεν θα μου πρόσφερε καμιά βοήθεια, όσο γριά και άρρωστη κι αν ήμουν. Δεν το υπέγραψα. Και δεν μιλάω έτσι κι αλλιώς γι' αυτήν. Αλλά θα μπορούσα. Και βέβαια θα μπορούσα». «Μα μιλάτε σ' εμένα». «Εκείνη μου είπε να το κάνω, σωστά; Σας έδωσε τον αριθμό μου επειδή τη βολεύει για κάποιον εγωιστικό σκοπό που έχει στο μυαλό της. Κι είμαι το αδύνατο σημείο της. Δεν μπορεί ν' αντισταθεί. Τρώγεται ν' ακούσει τι θα πω. Επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις της για τον εαυτό της». «Θα ήθελα να προσπαθήσετε», λέει ο Μπέντον, «να φανταστείτε πως της λέτε τι δικό της σας αρέσει. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι. Λόγου χάρη, "Πάντα θαύμαζα την εξυπνάδα σου" ή "Είμαι περήφανη για την επιτυχία σου" και τα λοιπά». «Ακόμα κι αν δεν το εννοώ;» «Αν δεν μπορείτε να πείτε κάτι θετικό, πολύ φοβάμαι ότι δεν γίνεται να συνεχίσουμε». Πράγμα που δεν τον πειράζει καθόλου. «Μην ανησυχείτε. Μπορώ να πω ψέματα το ίδια καλά μ' εκείνη». «Και μετά τα αρνητικά. Όπως, μακάρι να ήσουν πιο γενναιόδωρη ή λιγότερο υπεροπτική, ή ό,τι σας έρχεται στο μυαλό». «Πανεύκολο». «Και τέλος, ουδέτερα σχόλια. Ο καιρός, τα ψώνια, τι κάνατε, τέτοια».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
163
«Μην την εμπιστεύεστε. Θα υποκριθεί και θα καταστρέψει τη μελέτη σας». «Ο εγκέφαλος δεν μπορεί να υποκριθεί», λέει ο Μπέντον. «Ούτε καν ο δικός της».
Μια ώρα αργότερα, η δρ Σελφ, μ* ένα κουστούμι από γυαλιστερό κόκκινο μετάξι και ξυπόλυτη, ανακάθεται στα μαξιλάρια τού κρεβατιού της. «Κατανοώ ότι το βρίσκετε άσκοπο», της λέει ο Μπέντον, γυρίζοντας τις σελίδες στο γαλάζιο τεύχος για τους ασθενείς της Δομικής Κλινικής Συνέντευξης για διαταραχές DSM-IV του Άξονα 1. «Χρειάζεσαι σενάριο, Μπέντον;» «Για να υπάρχει συγκρότηση στην έρευνά μας, πρέπει η συνέντευξη να γίνεται βάσει του εγχειριδίου για κάθε υποκείμενο. Δεν πρόκειται να σας ρωτήσω πράγματα που είναι προφανή και άσχετα, όπως η επαγγελματική σας κατάσταση». «Να σε βοηθήσω», λέει εκείνη. «Ποτέ δεν υπήρξα ασθενής σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Δεν παίρνω φάρμακα. Δεν πίνω πολύ. Συνήθως κοιμάμαι πέντε ώρες κάθε βράδυ. Πόσες ώρες κοιμάται η Κέι;» «Έχετε χάσει ή έχετε πάρει βάρος πρόσφατα;» «Διατηρώ σταθερό το βάρος μου. Πόσο ζυγίζει η Κέι αυτό τον καιρό; Τρώει πολύ όταν την πιάνει μοναξιά ή κατάθλιψη; Όλα εκείνα τα τηγανητά εκεί κάτω». Ο Μπέντον γυρνάει τις σελίδες. «Έχετε παράξενες αισθήσεις στο σώμα σας ή στο δέρμα σας;» «Εξαρτάται με ποιον είμαι». «Έχετε την αίσθηση ότι μυρίζετε ή γεύεστε πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν να μυρίσουν ή να γευτούν;» «Κάνω πολλά που δεν μπορούν να κάνουν οι άλλοι». Ο Μπέντον σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει. «Δεν νομίζω ότι αυτή η μελέτη είναι καλή ιδέα, δρ Σελφ. Όλ' αυτά δεν είναι καθόλου εποικοδομητικά».
164
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Αυτό δεν θα το κρίνεις εσύ». «Πιστεύετε πως είναι εποικοδομητικά;» «Δεν έχεις φτάσει στο χρονολόγιο των διαθέσεων. Δεν θα με ρωτήσεις αν παθαίνω κρίσεις πανικού;» «Πάθατε ποτέ;» «Να ιδρώνω, να τρέμω, να παθαίνω ταχυκαρδία; Να φοβάμαι μήπως πεθάνω;» Τον κοιτάζει σκεφτική, σαν να είν' αυτός ο ασθενής. «Τι είπε η μητέρα μου στην ηχογράφηση;» «Κι όταν πρωτοήρθατε εδώ;» λέει εκείνος. «Φαινόσασταν μάλλον πανικόβλητη για ένα e-mail. Αυτό που αναφέρατε στο δρ Μαρόνι όταν φτάσατε, χωρίς όμως να το αναφέρετε ξανά». «Φαντάσου ότι η μικρή βοηθός σου νόμιζε πως αυτή θα μου πάρει τη συνέντευξη». Χαμογελάει. «Είμαι ψυχίατρος. Θα ήταν σαν να πήγαινε μια αρχάρια να παίξει τένις με την Ντριου Μάρτιν». «Πώς νιώθετε γι' αυτό που της συνέβη;» ρωτάει εκείνος. «Στις ειδήσεις είπαν πως την είχατε στην εκπομπή σας. Μερικοί υπέθεσαν ότι ο δολοφόνος μπορεί να στράφηκε εναντίον της εξαιτίας...» «Λες κι η εκπομπή μου έβγαινε πρώτη φορά στην τηλεόραση. Έχω πολλούς ανθρώπους στην εκπομπή μου». «Σκόπευα να πω: εξαιτίας της δημοσιότητάς της. Όχι της εμφάνισής της στην εκπομπή σας». «Πιθανότατα θα πάρω άλλο ένα Emmy χάρη σ' αυτή τη σειρά. Εκτός κι αν αυτό που συνέβη...» «Εκτός κι αν αυτό που συνέβη;» «Θα ήταν πολύ άδικο», λέει η δρ Σελφ. «Αν η Ακαδημία δείξει προκατάληψη εξαιτίας αυτού που της συνέβη. Λες κι αυτό έχει σχέση με την ποιότητα της δουλειάς μου. Τι είπε η μητέρα μου;» «Είναι σημαντικό να μην ακούσετε τι είπε μέχρι να βρεθείτε στο σκάνερ». «Θα ήθελα να μιλήσω για τον πατέρα μου. Πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρή». «Εντάξει», λέει ο Μπέντον, που κάθεται όσο πιο μακριά της γίνεται, με την πλάτη γυρισμένη στο γραφείο και στο λάπτοπ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
165
που βρίσκεται πάνω του. Σ' ένα τραπέζι ανάμεσά τους, το μαγνητόφωνο γράφει. «Ας μιλήσουμε για τον πατέρα σας». «Ήμουν δύο χρονών όταν πέθανε. Ούτε δύο». «Και τον θυμάστε τόσο καλά ώστε να νιώθετε ότι σας απέρριψε;» «Όπως ξέρεις από μελέτες που υποθέτω πως έχεις διαβάσει, τα νήπια που δεν θηλάζουν είναι πιθανότερο να έχουν αυξημένο στρες και άγχος στη ζωή τους. Οι φυλακισμένες που δεν μπορούν να θηλάσουν τα παιδιά τους, υφίστανται σοβαρό πλήγμα στην ικανότητά τους να θρέψουν και να προστατεύσουν». «Δεν καταλαβαίνω το συσχετισμό. Υπονοείτε πως η μητέρα σας βρισκόταν κάποιο διάστημα στη φυλακή;» «Ποτέ δεν με κράτησε στο στήθος της, ποτέ δεν με θήλασε, ποτέ δεν με ηρέμησε με τους χτύπους της καρδιάς της, ποτέ δεν είχε άμεση οπτική επαφή μαζί μου όταν με τάιζε με το μπιμπερό, με το κουτάλι, με το φτυάρι, με την τσάπα. Τα παραδέχτηκε όλ' αυτά όταν την ηχογράφησες; Τη ρώτησες για την ιστορία μας;» «Όταν ηχογραφούμε τη μητέρα ενός υποκειμένου, δεν χρειάζεται να ξέρουμε το ιστορικό της σχέσης τους». «Η άρνησή της να δεθεί μαζί μου παγίωσε το συναίσθημα της απόρριψης μέσα μου, την αγανάκτησή μου, και με ώθησε να την κατηγορώ για το φευγιό του πατέρα μου». «Εννοείτε το θάνατο του». «Ενδιαφέρον, δεν νομίζεις; Η Κέι κι εγώ χάσαμε τους πατεράδες μας σε μικρή ηλικία και γίναμε κι οι δυο γιατροί. Εγώ όμως θεραπεύω τα μυαλά των ζωντανών, ενώ εκείνη κόβει τα σώματα των νεκρών. Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι στο κρεβάτι. Με τη δουλειά που κάνει». «Κατηγορείτε τη μητέρα σας για το θάνατο του πατέρα σας». «Ζήλευα. Αρκετές φορές τους είχα δει να κάνουν σεξ. Από την πόρτα. Τη μητέρα μου να του προσφέρει το κορμί της. Γιατί σ' αυτόν κι όχι σ' εμένα; Ήθελα αυτό που πρόσφεραν ο ένας στον άλλο, χωρίς να συνειδητοποιώ τι σήμαινε, επειδή βέβαια δεν ήθελα στοματικό ή γενετήσιο σεξ με τους γονείς μου και δεν κατα-
166
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
λάβαινα αυτό το κομμάτι, αυτό που έκαναν καθώς προχωρούσαν τα πράγματα. Μάλλον θα νόμιζα ότι πονούσαν». «Μικρότερη από δύο χρονών, τους είδατε να κάνουν σεξ πάνω από μία φορά και το θυμάστε;» Έχει βάλει το διαγνωστικό εγχειρίδιο κάτω απ' την καρέκλα του, και τώρα κρατάει σημειώσεις. Εκείνη αλλάζει στάση στο κρεβάτι, κάθεται πιο άνετα και προκλητικά, για να είναι σίγουρη ότι ο Μπέντον αντιλαμβάνεται κάθε καμπύλη του κορμιού της. «Είδα τους γονείς μου ζωντανούς, τόσο γεμάτους ζωή, κι έπειτα, μέσα σε μια στιγμή, εκείνος χάθηκε. Η Κέι, απ' την άλλη, έζησε τον αργό, παρατεταμένο θάνατο του πατέρα της από καρκίνο. Εγώ έζησα με την απώλεια κι εκείνη έζησε με το θάνατο, και υπάρχει μια διαφορά. Βλέπεις λοιπόν, Μπέντον, σαν ψυχίατρος που είμαι, ο σκοπός μου είναι να καταλάβω τη ζωή του ασθενούς μου, ενώ ο σκοπός της Κέι είναι να καταλάβει το θάνατο του δικού της ασθενούς. Αυτό πρέπει να σ' επηρεάζει κι εσένα». «Δεν βρισκόμαστε εδώ για να μιλήσουμε για μένα». «Δεν είναι υπέροχο που το Παβίλιον δεν έχει αυστηρούς κανονισμούς; Ορίστε. Παρ' όλα όσα έγιναν όταν ήρθα. Σου είπε ο δρ Μαρόνι ότι μπήκε στο δωμάτιο μου, όχι σ' αυτό, στο προηγούμενο; Ότι έκλεισε την πόρτα και μου έλυσε τη ρόμπα; Ότι με άγγιξε; Ήταν γυναικολόγος προηγουμένως; Φαίνεσαι αμήχανος, Μπέντον». «Νιώθετε υπερσεξουαλική;» «Ώστε τώρα είμαι και μανιακή». Χαμογελάει. «Γιά να δούμε, πόσες διαγνώσεις μπορούμε να σκαρώσουμε σήμερα. Δεν είν' αυτός ο λόγος που βρίσκομ' εδώ. Ξέρουμε γιατί βρίσκομ' εδώ». «Είπατε πως ήταν εξαιτίας του e-mail που ανακαλύψατε σ' ένα διάλειμμά σας στο στούντιο. Την προπερασμένη Παρασκευή». «Είπα στο δρ Μαρόνι για το e-mail». «Απ' όσο κατάλαβα, το μόνο που του είπατε ήταν ότι το λάβατε», λέει ο Μπέντον. «Αν ήταν δυνατόν, μπορεί να υποψιαζόμουν ότι όλοι εσείς με υπνωτίσατε για να έρθω εδώ εξαιτίας του e-mail. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν βγαλμένο από μια ταινία ή μια ψύχωση, σωστά;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
167
«Είπατε στο δρ Μαρόνι ότι αναστατωθήκατε πάρα πολύ και φοβηθήκατε για τη ζωή σας». «Και μετά μου δώσανε φάρμακα παρά τη θέλησή μου. Και μετά εκείνος έφυγε στην Ιταλία». «Έχει γραφείο εκεί. Πάντα πηγαινοέρχεται, ειδικά αυτή την εποχή». «Στο Τμήμα Ψυχιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Έχει μια βίλα στη Ρώμη. Έχει ένα διαμέρισμα στη Βενετία. Κατάγεται από μια πάμπλουτη ιταλική οικογένεια. Είναι επίσης ο διευθυντής του Παβίλιον κι όλοι κάνουν ό,τι τους λέει, ακόμα κι εσύ. Πριν φύγει από τη χώρα, θα έπρεπε να τακτοποιήσουμε αυτά που έγιναν μετά την άφιξή μου». «"Άφιξη;" Μιλάτε για το ΜακΛιν σαν να πρόκειται για ξενοδοχείο». «Τώρα πια είναι πολύ αργά». «Πραγματικά πιστεύετε ότι ο δρ Μαρόνι σας άγγιξε άπρεπα;» «Πιστεύω ότι το δήλωσα σαφώς». «Ώστε το πιστεύετε». «Όλοι εδώ μέσα θα το αρνηθούν». «Όχι, βέβαια. Αν ήταν αλήθεια». «Όλοι θα το αρνηθούν». «Όταν η λιμουζίνα σάς έφερε στις Εισαγωγές, ήσασταν μεν διαυγής, αλλά ταραγμένη. Το θυμάστε αυτό; Θυμάστε ότι μιλήσατε με το δρ Μαρόνι στο κτήριο Εισαγωγών και του είπατε ότι χρειαζόσασταν ένα ασφαλές καταφύγιο εξαιτίας ενός e-mail κι ότι θα του εξηγούσατε αργότερα;» ρωτάει ο Μπέντον. «Θυμάστε που γίνατε προκλητική μαζί του τόσο φραστικά όσο και σωματικά;» «Πολύ ωραίους τρόπους έχεις. Ίσως θα 'πρεπε να ξαναγυρίσεις στο FBI και να χρησιμοποιείς τις χοντροκομμένες μεθόδους του. Κι ίσως να μπεις στο e-mail μου και στους λογαριασμούς του σπιτιού μου και της τράπεζας». «Είναι σημαντικό να θυμάστε πώς ήσασταν όταν ήρθατ' εδώ. Κι εγώ σας βοηθάω σ' αυτό», της λέει. «Τον θυμάμαι να μπαίνει στο δωμάτιο μου εδώ στο Παβίλιον».
a Azar
168
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Αυτό έγινε αργότερα -το απόγευμα-, όταν ξαφνικά γίνατε υστερική κι ασυνάρτητη». «Μου το προκάλεσαν τα φάρμακα. Είμαι πολύ ευαίσθητη σε κάθε είδους φάρμακο. Ποτέ δεν παίρνω, δεν πιστεύω στα φάρμακα». «Όταν ο δρ Μαρόνι ήρθε στο δωμάτιο σας, ήταν ήδη μαζί σας μια νευροψυχολόγος και μια νοσοκόμα. Συνεχίσατε να λέτε ότι για κάτι δεν φταίγατ' εσείς». «Ήσουν εκεί;» «Δεν ήμουν». «Κατάλαβα. Γιατί φέρεσαι σαν να ήσουν». «Διάβασα το φάκελο σας». «Το φάκελο μου. Σίγουρα θα ονειρεύεσαι να τον πουλήσεις στο μεγαλύτερο πλειοδότη». «Ο δρ Μαρόνι σας έκανε ερωτήσεις, ενώ η νοσοκόμα έλεγχε τις ζωτικές σας λειτουργίες και χρειάστηκε να σας ηρεμήσουν με ενδομυϊκή ένεση». «Πέντε μιλιγκράμ Haldol, δύο μιλιγκράμ Ativan, ένα μιλιγκράμ Cogentin. Το άθλιο χημικό ηρεμιστικό 5-2-1 που χρησιμοποιείται στους βίαιους ασθενείς των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Να με μεταχειρίζονται σαν βίαιο φυλακισμένο. Μετά απ' αυτό δεν θυμάμαι τίποτα». «Μπορείτε να μου πείτε για ποιο πράγμα δεν φταίγατ' εσείς, δρ Σελφ; Είχε σχέση με το e-mail;» «Δεν έφταιγα γι' αυτό που έκανε ο δρ Μαρόνι». «Ώστε η ταραχή σας δεν είχε καμιά σχέση με το e-mail που είπατε πως ήταν ο λόγος για τον οποίο ήρθατε στο ΜακΛίν;» «Πρόκειται για συνωμοσία. Και είστε όλοι μέσα. Γι' αυτό ήρθε σ' επαφή μαζί μου ο συνεργάτης σας, ο Πιτ Μαρίνο, σωστά; Ή μπορεί να θέλει ν' απομακρυνθεί από σας. Θέλει να τον σώσω. Όπως έκανα στη Φλόριντα. Τι του κάνατε του ανθρώπου;» «Δεν υπάρχει συνωμοσία». «Διακρίνω μέσα σου τον αστυνομικό;» «Είστε δέκα μέρες εδώ. Και δεν είπατε σε κανέναν τίποτα γι' αυτό το e-mail».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
169
«Διότι, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν άνθρωπο που μου έχει στείλει αρκετά e-mail. Το να πω "ένα e-mail" είναι παραπλανητικό. Πρόκειται για έναν άνθρωπο». «Ποιον;» «Έναν άνθρωπο. Ο δρ Μαρόνι θα μπορούσε να με βοηθήσει. Έναν πολύ διαταραγμένο άνθρωπο. Ό,τι κι αν έκανε ή δεν έκανε, χρειάζεται βοήθεια. Κι αν συμβεί κάτι σ' εμένα ή σε κάποιον άλλο, το φταίξιμο θα είναι του δρ Μαρόνι. Όχι δικό μου». «Ποιο μπορεί να είναι το δικό σας φταίξιμο;» «Μόλις είπα ότι δεν είναι κανένα». «Και δεν υπάρχει e-mail ώστε να μου το δείξετε και να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ποιος μπορεί να είν* αυτός ο άνθρωπος, ίσως και να σας προστατέψουμε απ' αυτόν;» λέει. «Είν' ενδιαφέρον, αλλά είχα ξεχάσει ότι δουλεύεις εδώ. Το θυμήθηκα όταν είδα για την έρευνά σου στην αγγελία που ήταν αναρτημένη στις Εισαγωγές. Και μετά, βέβαια, ο Μαρίνο ανέφερε κάτι στο e-mail του. Και δεν μιλάω για το e-mail. Οπότε, μην ενθουσιάζεσαι. Βαριέται και είναι σεξουαλικά καταπιεσμένος εξαιτίας της δουλειάς του με την Κέι». «Θα ήθελα να μιλήσουμε σχετικά με τα e-mail που λάβατε. Ή στείλατε». «Φθόνος. Από κει ξεκινούν όλα». Τον κοιτάζει. «Η Κέι με ζηλεύει επειδή η ύπαρξή της είναι τόσο μικρή. Με ζηλεύει τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να πει ψέματα στο δικαστήριο». «Και αναφέρεστε σε...» «Κυρίως σ' αυτήν». Το μίσος της σφυρίζει σαν φίδι. «Είμαι εντελώς αντικειμενική γι' αυτό που συνέβη σ' εκείνο το χυδαίο παράδειγμα δικαστικής διαμάχης και ποτέ δεν πήρα προσωπικά το γεγονός ότι εσύ και η Κέι -κυρίως η Κέι- ήσασταν μάρτυρες, πράγμα που σας κάνει -κυρίως την Κέι- πρωταθλητές αυτού του χυδαίου παραδείγματος δικαστικής διαμάχης». Το μίσος της κουλουριάζεται παγερά. «Αναρωτιέμαι πώς θα ένιωθε αν ήξερε ότι βρίσκεσαι στο δωμάτιο μου με την πόρτα κλειστή». «Όταν είπατε ότι πρέπει να μου μιλήσετε κατ' ιδίαν στο δω-
170
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
μάτιό σας, κάναμε μια συμφωνία. Θα μαγνητοφωνούσα τις συνομιλίες μας και θα κρατούσα σημειώσεις». «Ηχογράφησέ με. Κράτα τις σημειώσεις σου. Κάποτε θα σου φανούν χρήσιμες. Μπορείς να μάθεις πολλά από μένα. Ας συζητήσουμε για το πείραμά σου». «Ερευνητική μελέτη. Αυτή για την οποία προσφερθήκατε εθελοντικά και πήρατε ειδική άδεια, ενώ εγώ ήμουν εναντίον. Δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη πείραμα». «Είμαι περίεργη γιατί θέλησες να με αποκλείσεις από το πείραμά σου. Εκτός κι αν έχεις κάτι να κρύψεις». «Ειλικρινά, δρ Σελφ, δεν νομίζω ότι πληροίτε τις προϋποθέσεις». «Ειλικρινά, Μπέντον, είναι το τελευταίο που θέλεις, σωστά; Αλλά δεν έχεις περιθώρια επιλογής, γιατί το νοσοκομείο σου είναι αρκετά πονηρό και δεν θα κάνει διακρίσεις εναντίον μου». «Διαγνωστήκατε ποτέ με διπολική διαταραχή;» «Ποτέ δεν διαγνώστηκα ως τίποτ' άλλο πέρα από χαρισματική». «Υπάρχει ιστορικό διπολικής διαταραχής στην οικογένειά σας;» «Το τι θ' αποδειχτεί τελικά με όλ' αυτά, είναι δική σου δουλειά. Ότι κατά τη διάρκεια των διαφόρων διαθέσεων, ο πλαγιοραχιαίος προμετωπιαίος φλοιός του εγκεφάλου θα πάρει μπρος αν δοθούν τα κατάλληλα εξωτερικά ερεθίσματα. Και λοιπόν; Οι τομογραφίες, η PET και η fMRI, έχουν αποδείξει ξεκάθαρα πως υπάρχει μια αφύσικη ροή αίματος στις προμετωπιαίες περιοχές και μειωμένη δραστηριότητα στο DLPFC σε ανθρώπους με κατάθλιψη. Οπότε, ρίχνεις τώρα και τη βία στο μείγμα, και τι πας ν' αποδείξεις, και γιατί να έχει σημασία αυτό; Ξέρω ότι το πειραματάκι σου δεν εγκρίθηκε από την Επιτροπή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ για τη Χρήση Ανθρώπων σε Πειράματα». «Δεν διεξάγουμε μελέτες που δεν έχουν εγκριθεί». «Αυτά τα υγιή υποκείμενα της έρευνας. Είναι ακόμα υγιή όταν τελειώνετε; Τι συμβαίνει στο όχι και τόσο υγιές υποκείμενο; Στον κακομοίρη με ιστορικό κατάθλιψης, σχιζοφρένειας, διπολικής ή
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
171
άλλης διαταραχής, που έχει επίσης ιστορικό πρόκλησης βλαβών στον εαυτό του ή σε άλλους, ή έχει κάνει απόπειρες ή έχει επίμονες φαντασιώσεις γι' αυτό;» «Καταλαβαίνω ότι σας ενημέρωσε η Τζάκι», λέει εκείνος. «'Οχι ακριβώς. Δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον πλαγιοραχιαίο προμετωπιαίο φλοιό από έναν μπακαλιάρο. Μελέτες για το πώς αντιδρά ο εγκέφαλος στις μητρικές επικρίσεις και τους επαίνους έχουν γίνει και στο παρελθόν. Ρίχνεις λοιπόν και τη βία στο μείγμα, και τι πας ν' αποδείξεις, και γιατί να έχει σημασία αυτό; Δείχνεις τι διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στους εγκεφάλους των βίαιων και των μη βίαιων ατόμων, και τι πας ν' αποδείξεις, και γιατί να έχει σημασία αυτό; Θα σταματούσε τον Άνθρωπο της Άμμου;» «Τον Άνθρωπο της Άμμου;» «Αν κοιτάζατε τον εγκέφαλο του, θα βλέπατε το Ιράκ. Και μετά; Θα του κάνατε μάγια να του βγάλετε το Ιράκ και θα ήταν μια χαρά;» α Απ αυτόν ήταν το e-mail;» «Δεν ξέρω ποιος είναι». «Αυτός είναι το διαταραγμένο άτομο για το οποίο μιλήσατε στο δρ Μαρόνι;» «Δεν καταλαβαίνω τι βρίσκεις στην Κέι», λέει εκείνη. «Δεν μυρίζει σαν νεκροτομείο όταν γυρίζει σπίτι; Αλλά βέβαια εσύ δεν είσ' εκεί όταν γυρίζει». «Βάσει όσων είπατε, λάβατε το e-mail αρκετές μέρες μετά την ανεύρεση του πτώματος της Ντριου. Σύμπτωση; Αν έχετε πληροφορίες για τη δολοφονία της, θα πρέπει να μου τις πείτε», λέει ο Μπέντον. «Σας ζητάω να μου τις πείτε. Είναι πολύ σοβαρό». Τεντώνει τα πόδια της κι αγγίζει με τα γυμνά πέλματά της το τραπεζάκι ανάμεσά τους. «Αν κλοτσούσα το μαγνητόφωνο απ* το τραπέζι κι έσπαζε, τι θα γινόταν;» «Όποιος σκότωσε την Ντριου, θα σκοτώσει ξανά», λέει εκείνος. «Αν κλοτσούσα το μαγνητόφωνο», το αγγίζει με τα γυμνά της δάχτυλα και το μετακινεί λιγάκι, «τι θα μπορούσαμε να πούμε και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;»
172
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
Ο Μπέντον σηκώνεται απ' την πολυθρόνα του. «Θέλετε να δολοφονηθεί και κάποιος άλλος, δρ Σελφ;» Παίρνει το μαγνητόφωνο, αλλά δεν το κλείνει. «Δεν τα έχετε ξαναπεράσει αυτά;» «Ορίστε, αυτό είναι», λέει εκείνη απ' το κρεβάτι. «Αυτή είναι η συνωμοσία. Η Κέι θα πει ξανά ψέματα για μένα. Ακριβώς όπως έκανε και παλιά». Ο Μπέντον ανοίγει την πόρτα. «Όχι», λέει. «Αυτή τη φορά θα είναι πολύ χειρότερα».
9 Οχτώ το βραδάκι στη Βενετία. Ο Μαρόνι ξαναγεμίζει το ποτήρι του με κρασί και μυρίζει τη δυσάρεστη μυρωδιά του καναλιού κάτω από το ανοιχτό παράθυρο του, καθώς το φως της μέρας χάνεται. Τα σύννεφα είναι στοίβες ώς τη μέση τ' ουρανού, παχιά αφρισμένα στρώματα, και στον ορίζοντα διακρίνεται η πρώτη χρυσή πινελιά. «Μανιακή όσο δεν παίρνει άλλο». Η φωνή του Μπέντον Γουέσλι είναι καθαρή, λες και δεν βρίσκεται στη Μασαχουσέτη, αλλά εδώ. «Δεν μπορώ να είμαι παγερός ή σωστός. Δεν αντέχω να κάθομαι και ν' ακούω τις περιστροφές και τα ψέματά της. Βρες κάποιον άλλο. Εγώ τελείωσα μαζί της. Το έχω πάρει άσχημα, Πάουλο. Σαν αστυνομικός, όχι σαν γιατρός». Ο δρ Μαρόνι κάθεται μπροστά στο παράθυρο του διαμερίσματος του, πίνοντας ένα ωραιότατο Barolo που καταστρέφεται απ' αυτή τη συζήτηση. Δεν μπορεί να ξεφύγει από τη Μέριλιν Σελφ. Έχει εισβάλει στο νοσοκομείο του. Έχει εισβάλει στη Ρώμη. Και τώρα τον ακολούθησε και στη Βενετία. «Αυτό που σε ρωτάω είναι αν μπορώ να τη βγάλω από την έρευνα. Δεν θέλω να τη σκανάρω», λέει ο Μπέντον. «Δεν πρόκειται να σου πω τι να κάνεις», λέει ο δρ Μαρόνι. «Δική σου έρευνα είναι. Αλλά, αν θες τη συμβουλή μου, μην την τσαντίζεις. Κάν' της το σκαν: Φρόντισε να είναι μια ευχάριστη εμπειρία κι απλώς θεώρησε τανστοιχεία άχρηστα. Και μετά, φεύγει». «Τι εννοείς "φεύγει";»
174
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Βλέπω ότι δεν είσαι ενημερωμένος. Κρίθηκε ότι δεν θα χρειαστεί να παραμείνει άλλο και φεύγει μετά το σκαν», λέει ο δρ Μαρόνι, κι από τ' ανοιχτό παράθυρο του το κανάλι έχει το χρώμα τής πράσινης ελιάς κι είναι λείο σαν γυαλί. «Μίλησες με τον Ότο;» «Τον Ότο;» λέει ο Μπέντον. «Το λοχαγό Πόμα». «Ξέρω ποιος είναι. Γιατί να του μιλήσω γι' αυτό το θέμα;» «Χτες το βράδυ δείπνησα μαζί του στη Ρώμη. Παραξενεύομαι που δεν ήρθε σ' επαφή μαζί σου. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πετάει για τις ΗΠΑ». «Χριστέ μου!» «Θέλει να μιλήσει στη δρ Σελφ για την Ντριου Μάρτιν. Ξέρεις, είναι βέβαιος ότι η δρ Σελφ έχει κάποιες πληροφορίες και δεν τις αποκαλύπτει». «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν του μίλησες». «Δεν του μίλησα. Αλλά ξέρει, έτσι κι αλλιώς». «Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν», λέει ο Μπέντον. «Καταλαβαίνεις τι είναι ικανή να κάνει αν νομίσει ότι μιλήσαμε σε κάποιον για την παρουσία της εδώ;» Ένα θαλάσσιο ταξί περνάει αργά, με θόρυβο, και τα νερά χτυπούν στους τοίχους του δρ Μαρόνι. «Υπέθεσα ότι πήρε τις πληροφορίες από σένα», λέει. «Ή από την Κέι. Μιας και είστε κι οι δυο μέλη της Διεθνούς Ερευνητικής Δράσης κι ερευνάτε το θάνατο της Ντριου Μάρτιν». «Όχι, βέβαια». «Και η Λούσι;» «Ούτε η Κέι ούτε η Λούσι ξέρουν ότι η δρ Σελφ βρίσκετ' εδώ», λέει ο Μπέντον. «Η Λούσι είναι στενή φίλη του Τζος». «Χριστέ μου. Τον βλέπει μόνο όταν κάνει τομογραφία. Μιλάνε για τα κομπιούτερ. Γιατί να της το πει;» Πέρ' από το κανάλι, ένας γλάρος πάνω σε μια στέγη βγάζει μια κραυγή σαν γάτα, ένας τουρίστας τού πετάει ψωμί και το πουλί κρώζει ξανά.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
175
«Αυτό που λέω είναι υποθετικό, βέβαια», λέει ο δρ Μαρόνι. «Πέρασε, νομίζω, απ* το μυαλό μου επειδή τη φωνάζει συχνά, όταν χαλάει το κομπιούτερ ή έχουμε κάποιο πρόβλημα που δεν μπορεί να το διορθώσει. Βλέπεις, είναι μεγάλος μπελάς για τον Τζος να είναι τεχνικός και του τομογράφου και των κομπιούτερ». «Τι;» «Το θέμα είναι πού θα πάει και τι προβλήματα θα δημιουργήσει». «Στη Νέα Υόρκη, υποθέτω», λέει ο Μπέντον. «Να μου πεις μόλις μάθεις». Ο δρ Μαρόνι πίνει. «Είναι απλώς υποθετικό. Για τη Λούσι». «Ακόμα κι αν της το είπε ο Τζος, δεν πάει μακριά να υποθέσεις πως το είπε στο λοχαγό Πόμα που δεν τον ξέρει καν;» «Δεν πρέπει να χάσουμε απ* τα μάτια μιας τη δρ Σελφ όταν φύγει», λέει ο δρ Μαρόνι. «Θα μας δημιουργήσει προβλήματα». «Τι είναι όλ' αυτά τα μυστικιστικά; Δεν καταλαβαίνω», λέει ο Μπέντον. «Το καταλαβαίνω. Είναι κρίμα. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Θα φύγει. Θα μου πεις πού θα πάει;» «Κι αυτό είναι ασήμαντο; Αν εκείνη ανακαλύψει ότι κάποιος είπε στο λοχαγό Πόμα πως είναι ή ήταν ασθενής στο ΜακΛίν, είναι παραβίαση του ιατρικού απορρήτου. Θα μας δημιουργήσει προβλήματα, εντάξει, κι αυτό ακριβώς θέλει». «Δεν μπορώ να ελέγξω τι θα της πει ή πότε. Ο Καραμπινιέρος είναι επικεφαλής της έρευνας». «Δεν καταλαβαίνω τι γίνετ' εδώ, Πάουλο. Όταν της έκανα το SCID, μου είπε για τον ασθενή της για τον οποίο σου μίλησε», λέει ο Μπέντον, κι η φωνή του δείχνει στενοχώρια. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μου το είπες». Μπροστά στο κανάλι, οι προσόψεις των σπιτιών έχουν μουντά παστέλ χρώματα κι εκεί που έχουν πέσει οι σοβάδες φαίνονται τα τούβλα. Μια λουστραρισμένη βάρκα από τικ περνάει κάτω από την αψίδα μιας γέφυρας, ο καπετάνιος είναι όρθιος, η γέφυρα πολύ χαμηλή και το κεφάλι του σχεδόν την αγγίζει. Ρυθμίζει το γκάζι με τον αντίχειρά του.
176
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Ναι, μου ανέφερε κάποιον ασθενή. Με ρώτησε σχετικά ο Ότο», λέει ο δρ Μαρόνι. «Χτες το βράδυ του είπα ό,τι ξέρω. Τουλάχιστον αυτά που είχα το δικαίωμα να πω». «Καλό θα ήταν να μου τα έλεγες κι εμένα». «Σου τα λέω τώρα. Και να μην το ανέφερες, πάλι θα σου τα έλεγα. Τον είδα κάποιες φορές σε διάστημα μερικών εβδομάδων. Τον περασμένο Νοέμβριο», λέει ο δρ Μαρόνι. «Αυτοαποκαλείται Άνθρωπος της Άμμου. Σύμφωνα με τη δρ Σελφ. Σου θυμίζει κάτι;» «Δεν ξέρω τίποτα για το όνομα Άνθρωπος της Άμμου». «Εκείνη λέει ότι έτσι υπογράφει τα e-mail του», λέει ο Μπέντον. «Όταν εκείνη μου τηλεφώνησε πέρσι τον Οκτώβριο και μου ζήτησε να δω αυτό τον άνθρωπο στη Ρώμη, δεν μου παρέδωσε κανένα e-mail. Ποτέ δεν μου είπε ότι εκείνος αυτοαποκαλούνταν Άνθρωπος της Άμμου. Ο ίδιος δεν ανέφερε τίποτα τέτοιο όταν ήρθε στο ιατρείο μου. Δύο φορές, νομίζω. Στη Ρώμη, όπως είπα. Δεν είχα καμιά πληροφορία που να με οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι σκότωσε κάποιον, και το ίδιο είπα και στον Ότο. Έτσι, δεν μπορώ να σου δώσω πρόσβαση στο φάκελο του ή στην εκτίμηση που έκανα γι' αυτόν, και ξέρω πως το καταλαβαίνεις, Μπέντον». Ο δρ Μαρόνι απλώνει το χέρι του στην καράφα και ξαναγεμίζει το ποτήρι του, ενώ ο ήλιος δύει μες στο κανάλι. Ο αέρας που έρχεται από τ' ανοιχτά παραθυρόφυλλα είναι πιο δροσερός κι η μυρωδιά του καναλιού δεν είναι τόσο δυνατή. «Μπορείς να μου δώσεις κάποια πληροφορία γι' αυτό τον άνθρωπο;» ρωτάει ο Μπέντον. «Το ιστορικό του; Μια περιγραφή του; Ξέρω πως ήταν στο Ιράκ. Είναι το μόνο που ξέρω». «Ακόμα και να ήθελα, δεν θα μπορούσα, Μπέντον. Δεν έχω τις σημειώσεις μου». «Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες εκεί». «Υποθετικά», λέει ο δρ Μαρόνι. «Δεν νομίζεις ότι πρέπει να τις ελέγξεις;» «Δεν τις έχω», λέει ο δρ Μαρόνι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
177
«Δεν τις έχεις;» «Δεν είναι στη Ρώμη, αυτό εννοούσα», λέει από την πόλη που βουλιάζει.
Ώρες αργότερα, στο Kick 'Ν Horse Saloon, είκοσι μίλια βόρεια του Τσάρλεστον. Ο Μαρίνο κάθεται απέναντι από τη Σάντι Σνουκ σ' ένα τραπέζι, τρώνε κι οι δυο τηγανητό φιλέτο κοτόπουλου με φρυγανιές και σάλτσα. Χτυπάει το κινητό του. Κοιτάζει τον αριθμό στην οθόνη. «Ποιος είναι;» λέει εκείνη ρουφώντας με το καλαμάκι ένα Μπλάντι Μαίρη. «Γιατί δεν με παρατάνε ήσυχο;» «Καλύτερα να μην είν' αυτό που νομίζω», λέει η Σάντι. «Είναι εφτά η ώρα και τρώμε, διάολε». «Δεν είμ' εδώ». Ο Μαρίνο πιέζει ένα κουμπί για να πάψει να χτυπάει το τηλέφωνο, κάνει σαν να μην τον νοιάζει. «Ναι». Η Σάντι ρουφάει με θόρυβο τις τελευταίες σταγόνες απ' το ποτό της, θυμίζοντάς του νεροχύτη που ξεβουλώνει με αποφρακτικό. «Κανείς δεν είν' εδώ». Μέσα στη σάλα του μπαρ, οι Lynyrd Skynyrd ακούγονται δυνατά απ' τα μεγάφωνα, οι επιγραφές νέον της Budweiser έχουν ανάψει, οι ανεμιστήρες της οροφής γυρνούν αργά. Σέλες κι αυτόγραφα καλύπτουν τους τοίχους, και μοντέλα από μοτοσικλέτες, άλογα του ροντέο και κεραμικά φίδια στολίζουν τα περβάζια των παραθύρων. Τα ξύλινα τραπέζια είναι γεμάτα μηχανόβιους. Πολλοί μηχανόβιοι είναι κι έξω στη βεράντα, όλοι τρώνε και πίνουν κι ετοιμάζονται για τη συναυλία των Hed Shop Boys. «Γαμώτο», λέει ο Μαρίνο μέσ' απ' τα δόντια του κοιτάζοντας το κινητό πάνω στο τραπέζι και το ασύρματο bluetooth δίπλα του. Παραβλέποντας ότι το τηλεφώνημα είναι σημαντικό. Αυτή είναι. Παρ' όλο που η οθόνη λέει Απόκρυψη, ξέρει πως είν' αυτή. Τώρα πρέπει να έχει δει τι υπήρχε στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή του. Τον παραξενεύει και τον εκνευρίζει που άργησε τόσο
178
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
πολύ. Την ίδια στιγμή, νιώθει το ρίγος της εκδίκησης. Φαντάζεται τη δρ Σελφ να τον ποθεί όπως τον ποθεί η Σάντι. Να τον εξαντλεί όπως τον εξαντλεί η Σάντι. Έχει να κοιμηθεί μια βδομάδα. «Όπως λέω πάντα, δεν πρόκειται να πεθάνουν περισσότερο, σωστά;» του υπενθυμίζει η Σάντι. «Άσε τη Μεγάλη Αρχηγό να το κάνει μόνη της μια φορά». Αυτή είναι. Η Σάντι δεν το ξέρει. Νομίζει πως είναι κάποιο γραφείο κηδειών. Ο Μαρίνο πιάνει το μπέρμπον με το τζίντζερ του και συνεχίζει να κοιτάζει το κινητό του. «Άσ* τη να το φροντίσει αυτή μια φορά», συνεχίζει η Σάντι. «Γάμησέ τη». Ο Μαρίνο δεν απαντάει, η έντασή του μεγαλώνει καθώς στριφογυρίζει στο ποτήρι ό,τι έχει απομείνει απ' το ποτό του. Το να μην απαντάει στα τηλεφωνήματα της Σκαρπέτα ή το να μην της τα ανταποδίδει του φέρνει ένα σφίξιμο στο στήθος απ* το άγχος. Σκέφτεται αυτό που του είπε η δρ Σελφ και νιώθει εξαπατημένος κι αδικημένος. Το πρόσωπο του ανάβει. Εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια η Σκαρπέτα τον κάνει να νιώθει σαν να μην είναι αρκετά καλός, ενώ ίσως το πρόβλημα να είναι η ίδια. Σωστά. Κατά πάσα πιθανότητα, είναι η ίδια. Δεν της αρέσουν οι άντρες. Όχι, διάολε! Κι όλ' αυτά τα χρόνια τον έκανε να νιώθει πως το πρόβλημα ήταν ο ίδιος. «Άσε τη Μεγάλη Αρχηγό να φροντίσει αυτόν που τίναξε τα πέταλα. Δεν έχει να κάνει τίποτα καλύτερο», λέει η Σάντι. «Δεν ξέρεις τίποτα ούτε γι* αυτήν ούτε για το τι κάνει». «Θα εκπλαγείς αν μάθεις πόσα ξέρω. Καλύτερα να προσέχεις». Η Σάντι γνέφει για να παραγγείλει κι άλλο ποτό. «Καλύτερα να προσέχω τι;» «Την υπερασπίζεσαι. Και μου τη δίνει. Λες και ξεχνάς τι ρόλο παίζω εγώ στη ζωή σου». «Μετά από μια ολόκληρη βδομάδα». «Να το θυμάσαι, μωρό μου. Δεν είναι απλώς μια ειδοποίηση. Σ' έχει σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε», λέει. «Μα γιατί να το κάνεις; Γιατί να πηδάς όποτε σου λέει αυτή; Πήδα! Πήδα!» Κροταλίζει τα δάχτυλά της και γελάει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
179
«Σκάσε, γαμώτο!» «Πήδα! Πήδα!» Γέρνει μπροστά για να του δείξει αυτά που έχει μες στο μεταξωτό γιλεκάκι της. Ο Μαρίνο απλώνει το χέρι στο τηλέφωνο του, στο ακουστικό του. «Δεν είν' αλήθεια;» του λέει. Δεν φοράει σουτιέν. «Σε μεταχειρίζεται σαν να είσ' ένας αυτόματος τηλεφωνητής, ένας άχρηστος, ένα τίποτα. Δεν είμαι ο πρώτος άνθρωπος που το λέει». «Δεν αφήνω κανέναν να μου φέρεται έτσι», λέει εκείνος. «Θα δούμε ποιος είν* ένα τίποτα». Σκέφτεται τη δρ Σελφ και φαντάζεται τον εαυτό του στα διεθνή τηλεοπτικά κανάλια. Η Σάντι απλώνει το χέρι κάτω απ' το τραπέζι κι εκείνος βλέπει μέσ' απ' το γιλέκο της, βλέπει όσα θέλει. Εκείνη τον τρίβει. «Μη», της λέει, περιμένοντας, ανυπομονώντας, θυμώνοντας. Σύντομα οι άλλοι μηχανόβιοι θα βρουν δικαιολογίες να περάσουν από μπροστά τους ώστε να πάρουν κι αυτοί μάτι καθώς η Σάντι γέρνει πάνω απ' το τραπέζι. Εκείνος την κοιτάζει καθώς σκύβει, και τα βυζιά της φουσκώνουν και το άνοιγμα ανάμεσά τους γίνεται όλο και πιο βαθύ. Η Σάντι ξέρει να σκύβει πάνω από μια συζήτηση με τέτοιον τρόπο, που ο ενδιαφερόμενος να φαντάζεται ότι θα χώσει το στόμα του εκεί μέσα. Ένας μεγαλόσωμος τύπος με κοιλιά και πορτοφόλι δεμένο με αλυσίδα σηκώνεται αργά από το μπαρ. Πάει με το πάσο του στις τουαλέτες, παίρνοντας μάτι, κι ο Μαρίνο γίνεται έξω φρενών. «Δεν σ' αρέσει;» Η Σάντι τον τρίβει. «Γιατί εμένα μου φαίνεται ότι σ' αρέσει. Θυμάσαι χτες το βράδυ, μωρό μου; Σαν έφηβος ήσουν!» «Μη», της λέει. «Γιατί; Σε πρήζω;» λέει η Σάντι, που περηφανεύεται για την ικανότητά της στα λογοπαίγνια. Εκείνος της παραμερίζει το χέρι. «Όχι τώρα». Τηλεφωνεί στη Σκαρπέτα. «Ο Μαρίνο είμαι», λέει κοφτά, σαν να μιλάει σ' έναν ξένο, έτσι ώστε η Σάντι να μην καταλάβει ποια είναι.
180
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Πρέπει να σε δω», του λέει η Σκαρπέτα. «Ναι. Τι ώρα;» Ο Μαρίνο κάνει σαν να μην την ξέρει, κι είναι ερεθισμένος και ζηλεύει που όλοι αυτοί οι μηχανόβιοι περνούν απ' το τραπέζι του για να πάρουν μάτι τη μελαχρινή, εξωτική φιλενάδα του που επιδεικνύει τα κάλλη της. «Μόλις μπορείς να έρθεις. Στο σπίτι μου», λέει η φωνή τής Σκαρπέτα στο ακουστικό του* ο τόνος της δεν είν' αυτός που έχει συνηθίσει ο Μαρίνο και νιώθει την οργή της να πλησιάζει σαν καταιγίδα. Έχει δει τα e-mail, είναι σίγουρος. Η Σάντι του ρίχνει μια ματιά του στιλ Σε ποιον μιλάς; «Ναι, μάλλον». Ο Μαρίνο παριστάνει τον εκνευρισμένο, κοιτάζει το ρολόι του. «Θα είμ' εκεί σε μισή ώρα». Κλείνει και λέει στη Σάντι. «Μας έρχετ' ένα πτώμα». Εκείνη τον κοιτάζει σαν να προσπαθεί να διαβάσει την αλήθεια στα μάτια του, λες και ξέρει πως της λέει ψέματα. «Από ποιο γραφείο κηδειών;» Γέρνει πίσω στην καρέκλα της. «Του Μέντικ. Πάλι. Τι νυφίτσα αυτός ο άνθρωπος! Δεν πρέπει να κάνει άλλο απ' το να οδηγεί αυτή την απαίσια νεκροφόρα πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Κυνηγάει τ' ασθενοφόρα». «Α», λέει εκείνη. «Τι αηδία». Η προσοχή της στρέφεται σ' έναν άντρα με μια μπαντάνα που έχει σχέδια σαν φλόγες και φοράει μπότες με χαμηλά τακούνια. Δεν τους δίνει σημασία και περνάει μπροστά απ' το τραπέζι τους για να πάει στο ATM. Ο Μαρίνο τον πρόσεξε προηγουμένως που μπήκαν, δεν τον είχε ξαναδεί. Τον βλέπει να βγάζει πέντε ψωροδολάρια από το ATM, ενώ το κοπρόσκυλό του κοιμάται κουλουριασμένο σε μια καρέκλα στο μπαρ. Ο άντρας δεν το 'χει χαϊδέψει ούτε μια φορά, ούτε ζήτησε από τον μπάρμαν κάτι να το φιλέψει - ούτε καν ένα μπολ νερό. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πας εσύ», ξαναρχίζει η Σάντι, αλλά η φωνή της είναι διαφορετική. Πιο ήσυχη, πιο ψυχρή, έτσι όπως γίνεται με την πρώτη παγωνιά της κακίας. «'Οταν σκέφτεται κανείς πόσα ξέρεις και πόσα έχεις κάνει... Ο σπουδαίος ντετέκτιβ του Ανθρωποκτονιών. Εσύ έπρεπε να 'σαι ο αρχηγός, όχι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
181
αυτή. Ούτε η λεσβία η ανιψιά της». Περνάει την τελευταία φρυγανιά μέσ' απ* την άσπρη σάλτσα που έχει μείνει στο πιάτο της. «Η Μεγάλη Αρχηγός σ' έχει κάνει σαν τον Αόρατο Άνθρωπο». «Σου είπα. Μη μιλάς έτσι για τη Λούσι. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται». «Η αλήθεια είναι αλήθεια. Δεν χρειάζομαι εσένα για να μου το πεις. Όλοι εδώ μέσα ξέρουν τι σόι άλογο καβαλάει». «Δεν το βουλώνεις πια;» Ο Μαρίνο αποτελειώνει θυμωμένος το ποτό του. «Μην ξαναπείς κουβέντα για τη Λούσι! Την ξέρω από τότε που ήταν παιδί. Εγώ της έμαθα να οδηγεί, εγώ της έμαθα να ρίχνει με όπλο, και δεν θέλω να ξανακούσω λέξη γι' αυτήν. Κατάλαβες;» Θέλει άλλο ένα ποτό, ξέρει ότι δεν πρέπει, έχει ήδη πιει τρία μπέρμπον, δυνατά. Ανάβει δύο τσιγάρα, ένα για τη Σάντι κι ένα για τον εαυτό του. «Θα δούμε ποιος είναι αόρατος». «Η αλήθεια να λέγεται. Είχες μια πραγματική καριέρα πριν αρχίσει η Μεγάλη Αρχηγός να σε σέρνει από δω κι από κει. Κι εσύ γιατί την ακολουθείς όπως πάντα; Ξέρω γιατί». Του ρίχνει μια επικριτική ματιά, φυσάει ένα σύννεφο καπνού. «Νόμιζες ότι μπορεί να σε ήθελε». «Ίσως πρέπει να μετακομίσουμε», λέει ο Μαρίνο. «Να πάμε σε μια μεγάλη πόλη». «Εγώ μαζί σου;» Ξεφυσάει κι άλλο καπνό. «Πώς σου φαίνεται η Νέα Τόρκη;» «Δεν μπορούμε να κάνουμε ποδήλατο στην κωλο-Νέα Τόρκη. Αποκλείεται να πάω σ' ένα μέρος που είναι πήχτρα στους ξυπασμένους Γιάνκηδες». Της ρίχνει μια σέξι ματιά κι απλώνει το χέρι του κάτω απ' το τραπέζι. Της χαϊδεύει το μπούτι γιατί φοβάται μην τη χάσει. Όλοι οι άντρες μες στο μπαρ τη θέλουν, όμως εκείνη διάλεξε αυτόν. Της χαϊδεύει το μπούτι και σκέφτεται τη Σκαρπέτα και το τι θα πει. Θα έχει διαβάσει τα mail της δρ Σελφ. Μπορεί να καταλάβει ποιος είναι και τι σκέφτονται για λογαριασμό του οι γυναίκες. «Πάμε σπίτι σου», λέει η Σάντι. «Πώς γίνεται και δεν πάμε ποτέ στο δικό σου σπίτι; Φοβάσαι
182
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
μη σε δουν μαζί μου; Ζούσες με τους πλούσιους και δεν είμαι αρκετά καλός εγώ;» «Πρέπει ν' αποφασίσω αν θα σε κρατήσω. Ξέρεις, δεν μ* αρέσει η σκλαβιά», λέει εκείνη. «Αυτή θα σε πεθάνει στη δουλειά σαν σκλάβο, και ξέρω τα πάντα για τους σκλάβους. Ο προπάππος μου ήταν σκλάβος, αλλά όχι ο μπαμπάς μου. Κανείς δεν του είπε ποτέ τι να κάνει». Ο Μαρίνο σηκώνει το άδειο πλαστικό ποτήρι του και χαμογελάει στην Τζες, που απόψε είναι στις ομορφιές της μ* ένα στενό τζιν κι ένα τοπάκι. Εκείνη πλησιάζει μ* ένα ακόμα Maker's Mark και τζίντζερ και το βάζει μπροστά του. Λέει: «Πας για σπίτι;» «Δεν έχω πρόβλημα». Της κλείνει το μάτι. «Καλύτερα μείνε στο κάμπινγκ. Έχω ένα άδειο τροχόσπιτο εκεί». Έχει αρκετά μες στο δάσος πίσω απ' το μπαρ για την περίπτωση που κάποιος πελάτης δεν είναι σε θέση να οδηγήσει. «Μια χαρά είμαι». «Φέρε μου άλλο ένα». Η Σάντι έχει την κακιά συνήθεια να γαβγίζει τις διαταγές της στους ανθρώπους που δεν έχουν την κοινωνική της θέση. «Ακόμα περιμένω να κερδίσεις το διαγωνισμό κατασκευής μοτοσικλέτας, Πιτ». Η Τζες αγνοεί τη Σάντι, μιλάει μηχανικά, με τα μάτια στυλωμένα στα χείλη του Μαρίνο. Του πήρε κάμποσο να το συνηθίσει. Έμαθε να κοιτάζει την Τζες όταν της μιλάει, δεν μιλάει ποτέ δυνατά ή υπερβολικά. Τώρα πια δεν σκέφτεται καν πως είναι κουφή και τη νιώθει ιδιαίτερα οικεία, ίσως επειδή δεν μπορούν να επικοινωνήσουν χωρίς να κοιτάνε ο ένας τον άλλο. «Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες δολάρια για την πρώτη θέση». Η Τζες ξεφουρνίζει το αστρονομικό ποσό. «Πάω στοίχημα ότι φέτος θα το πάρει ο Ρίβερ Ρατς», λέει ο Μαρίνο στην Τζες, ξέροντας ότι απλώς του κάνει πλάκα κι ίσως να τον φλερτάρει λιγάκι. Ποτέ δεν έφτιαξε μοτοσικλέτα ούτε συμμετείχε σε διαγωνισμό, και ποτέ δεν θα το κάνει. «Εγώ στοιχηματίζω στον Κεραυνό», πετιέται η Σάντι μ' εκεί-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
183
νο τον ψηλομύτικο τρόπο που ο Μαρίνο σιχαίνεται. «Ο Έντι ο Σουλατσαδόρος είναι παίδαρος. Μπορεί άνετα να σουλατσάρει στο κρεβάτι μου όποτε το θελήσει». «Να σου πω κάτι», λέει ο Μαρίνο στην Τζες, βάζοντας το μπράτσο του γύρω απ' τη μέση της και κοιτάζοντάς την ώστε να μπορεί να τον βλέπει που της μιλάει. «Κάποια μέρα θα πιάσω την καλή. Δεν θα χρειάζεται να κερδίσω ένα διαγωνισμό μοτοσικλέτας ή να δουλεύω σε μια κωλοδουλειά». «Θα 'πρεπε να την είχε ήδη παρατήσει τη δουλειά του, δεν κερδίζει αρκετά για ν* αξίζει τον κόπο του - ή τον κόπο μου», λέει η Σάντι. «Είναι απλώς το τσιράκι της Μεγάλης Αρχηγού. Εξάλλου δεν χρειάζεται δουλειά. Έχει εμένα». «Α, ναι;» Ο Μαρίνο ξέρει ότι δεν θα 'πρεπε να το πει, αλλά είναι πιωμένος και γεμάτος μίσος. «Κι αν σου *λεγα ότι μου πρότειναν να εμφανιστώ στην τηλεόραση στη Νέα Υόρκη;» «Σε τι; Σε διαφήμιση για δυναμωτικό μαλλιών;» Η Σάντι γελάει, ενώ η Τζες προσπαθεί να καταλάβει τι ειπώθηκε. «Σαν σύμβουλος της δρ Σελφ. Μου το ζήτησε». Δεν μπορεί να συγκρατηθεί, θα 'πρεπε ν' αλλάξει θέμα. Η Σάντι τον κοιτάζει πραγματικά ξαφνιασμένη και ψελλίζει: «Λες ψέματα. Γιατί ν' ασχοληθεί με την πάρτη σου;» «Έχουμε παλιά γνωριμία. Θέλει να πάω να δουλέψω κοντά της. Το σκέφτηκα, μπορεί και να το δεχόμουν αμέσως, αλλά τότε θα 'πρεπε να πάω στη Νέα Υόρκη και να σ' αφήσω εδώ, μωρό μου». Την αγκαλιάζει. Εκείνη αποτραβιέται. «Φαίνεται ότι αποφάσισε να κάνει την εκπομπή της κωμωδία». «Πληρώνω κι ό,τι ήπιε ο κύριος», λέει ο Μαρίνο μ' επιδεικτική γαλαντομία, κουνώντας το κεφάλι του και δείχνοντας τον τύπο με την μπαντάνα που κάθεται στο μπαρ δίπλα στο σκυλί του. «Είναι στριμωγμένος απόψε. Έχει όλα κι όλα πέντε ψωροδολάρια». Ο άντρας γυρίζει κι ο Μαρίνο αντικρίζει ένα πρόσωπο σημαδεμένο από ακμή. Έχει το φιδίσιο βλέμμα που ο Μαρίνο συνήθως συσχετίζει μ' αυτούς που έχουν κάνει φυλακή.
184
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Μπορώ να πληρώσω την κωλομπίρα μου», λέει ο άντρας με την μπαντάνα. Η Σάντι συνεχίζει να παραπονιέται στην Τζες, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να την κοιτάζει, οπότε είναι σαν να μιλάει στον εαυτό της. «Εμένα δεν μου φαίνεται ότι μπορείς να πληρώσεις και πολλά, και ζητάω συγγνώμη αν έδειξα τη φιλοξενία των Νοτίων», λέει ο Μαρίνο τόσο δυνατά που τον ακούει όλο το μπαρ. «Μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να πας πουθενά». Η Τζες κοιτάζει τον Μαρίνο και το ποτό του. «Στη ζωή του έχει χώρο μόνο για μια γυναίκα, και πολύ σύντομα θα το καταλάβει», λέει η Σάντι στην Τζες και την ακούνε όλοι. «Χωρίς εμένα, τι έχει; Ποιος νομίζεις ότι του χάρισε αυτό τ' ωραίο μενταγιόν που φοράει;» «Άι γαμήσου», λέει ο τύπος με την μπαντάνα στον Μαρίνο. «Γαμώ τη μάνα σου». Η Τζες πλησιάζει στο μπαρ και σταυρώνει τα μπράτσα. Λέει στον τύπο με την μπαντάνα: «Εδώ μέσα μιλάμε ευγενικά. Καλύτερα να φύγετε». «Τι;» λέει αυτός δυνατά και φέρνει το χέρι στο αυτί του κοροϊδεύοντάς τη. Η καρέκλα του Μαρίνο σέρνεται προς τα πίσω και με τρεις δρασκελιές βρίσκεται ανάμεσά τους. «Ζήτα αμέσως συγγνώμη, μαλάκα», του λέει ο Μαρίνο. Τα μάτια του τύπου καρφώνονται στα δικά του σαν βελόνες. Τσαλακώνει το πεντοδόλαρο που έβγαλε από το ATM, το πετάει στο πάτωμα και το πατάει με την μπότα του σαν να σβήνει ένα τσιγάρο. Χτυπάει τον πισινό του σκύλου και πηγαίνει προς την πόρτα λέγοντας στον Μαρίνο: «Γιατί δεν βγαίνεις έξω σαν άντρας; Έχω κάτι να σου πω». Ο Μαρίνο ακολουθεί τον τύπο και το σκύλο του στην αλάνα του πάρκινγκ προς μια παλιά μηχανή τσόπερ, πιθανότατα συναρμολογημένη τη δεκαετία του '70, με τέσσερις ταχύτητες και πεντάλ, στολισμένη με φλόγες και κάπως ύποπτη πινακίδα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
185
«Κοντραπλακέ», συνειδητοποιεί φωναχτά ο Μαρίνο. «Αυτοσχέδια. Καλό κι αυτό. Γιά πες τώρα, τι έχεις να μου πεις;» «Ο λόγος που βρίσκομ' εδώ απόψε; Έχω ένα μήνυμα για σένα», λέει ο τύπος με την μπαντάνα. «Κάτω!» ουρλιάζει στο σκύλο, κι εκείνος ζαρώνει και ξαπλώνει μπρούμυτα. «Την επόμενη φορά να μου στείλεις ένα γράμμα». Ο Μαρίνο τον αρπάζει από τα πέτα του βρόμικου τζιν μπουφάν του. «Είναι πιο φτηνό από μια κηδεία». «Αν δεν μ' αφήσεις, θα σε πιάσω εγώ μετά και δεν θα σ' αρέσει καθόλου. Υπάρχει λόγος που βρίσκομ' εδώ και καλά θα κάνεις να τον ακούσεις». Ο Μαρίνο κατεβάζει τα χέρια του βλέποντας ότι όλο το σαλούν έχει βγει στη βεράντα και παρακολουθεί. Ο σκύλος μένει ξαπλωμένος, ζαρωμένος απ* το φόβο. «Αυτή η καριόλα που σ' έχει στη δουλειά της δεν είναι καλοδεχούμενη στα μέρη μας και καλά θα κάνει να πάει από κει που 'ρθε», λέει ο τύπος με την μπαντάνα. «Απλώς σου δίνω μια συμβουλή από κάποιον που έχει τον τρόπο να λύσει το πρόβλημα». «Πώς την είπες;» «Ένα θα σου πω, η γκόμενα έχει ωραία βυζιά». Δείχνει με τις χούφτες του και κουνάει τη γλώσσα του στον αέρα. «Αν δεν φύγει από την πόλη, θα δω και μόνος μου πόσο ωραία είναι». Ο Μαρίνο ρίχνει μια γερή κλοτσιά στην τσόπερ κι εκείνη σωριάζεται στο χώμα. Βγάζει το σαραντάρι Γκλοκ απ* τη ζώνη του και σημαδεύει τον τύπο ανάμεσα στα μάτια. «Μην είσαι μαλάκας», του λέει εκείνος, ενώ οι μηχανόβιοι απ' τη βεράντα αρχίζουν να φωνάζουν. «Αν μου ρίξεις, πάει στράφι η άχρηστη ζωή σου, και το ξέρεις». «Έι! Έι! Έι!» «Κόφτε το!» «Πιτ!» Ο Μαρίνο νιώθει λες κι η κορφή του κεφαλιού του αιωρείται στον αέρα καθώς κοιτάζει το σημείο ανάμεσα στα μάτια του άντρα. Τραβάει πίσω την ασφάλεια κι οπλίζει.
186
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Αν με σκοτώσεις, είσαι κι εσύ νεκρός», λέει ο άντρας με την μπαντάνα, αλλά φοβάται. Οι μηχανόβιοι είναι όρθιοι και φωνάζουν. Ο Μαρίνο αντιλαμβάνεται αόριστα πως κάποιοι απ* αυτούς μπαίνουν μέσα στο πάρκινγκ. «Πάρε το κωλομηχανάκι σου», λέει ο Μαρίνο και κατεβάζει το όπλο. «Άσ' εδώ το σκύλο». «Δεν τον αφήνω το σκύλο μου!» «Τον αφήνεις. Του φέρεσαι άθλια. Και φύγε από δω πριν σου ανοίξω και τρίτο μάτι». Καθώς η τσόπερ απομακρύνεται μουγκρίζοντας, ο Μαρίνο καθαρίζει τη θαλάμη και χώνει το πιστόλι πίσω στη ζώνη του, τρομαγμένος γιατί δεν καταλαβαίνει τι τον έπιασε. Χαϊδεύει το σκύλο κι εκείνος χωρίς να σηκωθεί του γλείφει το χέρι. «Θα βρούμ' έναν καλό άνθρωπο να σε φροντίσει», του λέει ο Μαρίνο, και την ίδια στιγμή νιώθει δάχτυλα να μπήγονται στο μπράτσο του. Γυρνάει και βλέπει την Τζες. «Πρέπει να το αντιμετωπίσεις το θέμα», του λέει. «Τι θες να πεις;» «Ξέρεις τι. Αυτή τη γυναίκα. Σε προειδοποίησα. Σε ξεφτιλίζει, σε κάνει να νιώθεις σκουπίδι, και κοίτα τι παθαίνεις. Μέσα σε μια βδομάδα μόλις έγινες αγριάνθρωπος». Τα χέρια του τρέμουν ανεξέλεγκτα. Την κοιτάζει για να μπορέσει εκείνη να διαβάσει τα χείλη του. «Ήταν μεγάλη βλακεία, έτσι, Τζες; Και τώρα;» Χαϊδεύει το σκύλο. «Θα γίνει ο σκύλος του σαλούν, κι αν ξανάρθει ο τύπος, δεν θα του βγει σε καλό. Αλλά εσύ να προσέχεις τώρα. Ξεκίνησες μια ιστορία». «Τον είχες ξαναδεί ποτέ;» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Ο Μαρίνο βλέπει τη Σάντι στη βεράντα δίπλα στα κάγκελα. Αναρωτιέται γιατί δεν έφυγε απ' τη βεράντα. Παραλίγο να σκοτώσει έναν άνθρωπο κι εκείνη δεν κουνήθηκε καν απ' τη βεράντα.
10 Κάπου κοντά, μες στο σκοτάδι, ένας σκύλος γαβγίζει και το γάβγισμά του γίνεται όλο και πιο επίμονο. Η Σκαρπέτα εντοπίζει από μακριά το ταπ-ταπ-ταπ του καρμπιρατέρ της Roadmaster του Μαρίνο. Την ακούει μερικά τετράγωνα πιο πέρα στη Μίτινγκ Στριτ, που τραβάει νότια. Λίγες στιγμές αργότερα μπαίνει μουγκρίζοντας στο στενάκι πίσω απ' το σπίτι της. Είναι πιωμένος. Το είχε διακρίνει στη φωνή του όταν του μίλησε. Έχει καταντήσει ενοχλητικός. Θα πρέπει να είναι νηφάλιος για να μπορέσουν να έχουν μια εποικοδομητική συζήτηση - ίσως την πιο σημαντική που έκαναν ποτέ τους. Ξεκινάει να φτιάξει μια κανάτα καφέ καθώς εκείνος στρίβει στην Κινγκ Στριτ και ξαναστρίβει αριστερά για να μπει στο δρομάκι που μοιράζεται η Σκαρπέτα με τη στρυφνή γειτόνισσα, την κυρία Γκρίμπολ. Ο Μαρίνο γκαζώνει μερικές φορές για ν* αναγγείλει την άφιξή του και μετά σβήνει τη μηχανή. «Έχεις τίποτα να πιούμε μέσα;» λέει τη στιγμή που η Σκαρπέτα του ανοίγει την πόρτα. «Καλό θα ήταν λίγο μπέρμπον. Καλά δεν λέω, κυρία Γκρίμπολ;» φωνάζει προς το κίτρινο ξύλινο σπίτι καθώς μια κουρτίνα σαλεύει. Κλειδώνει την μπάρα στον μπροστινό τροχό και χώνει το κλειδί στην τσέπη του. «Μέσα τώρα», λέει η Σκαρπέτα, καταλαβαίνοντας πως είναι πολύ πιο μεθυσμένος απ' όσο νόμιζε. «Για όνομα του Θεού, τι ήθελες και μπήκες στο στενάκι κι έβαλες τις φωνές στη γειτό-
188
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
νισσά μου;» λέει καθώς εκείνος την ακολουθεί στην κουζίνα και τα βήματά του αντηχούν βαριά, ενώ το κεφάλχ του σχεδόν ακουμπάει στην κάσα κάθε πόρτας που περνάνε. «Έλεγχος ασφαλείας. Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλα ήταν καλά εκεί πίσω, δεν είχαμε χαμένες νεκροφόρες ούτε άστεγους να σουλατσάρουν». Τραβάει μια καρέκλα και σωριάζεται. Ζέχνει αλκοόλ, το πρόσωπο του είναι ξαναμμένο, τα μάτια του κατακόκκινα. Λέει: «Δεν μπορώ να μείνω πολύ. Πρέπει να γυρίσω στην κυρά. Νομίζει πως είμαι στο νεκροτομείο». Η Σκαρπέτα του δίνει ένα σκέτο καφέ. «Θα μείνεις όσο να συνέλθεις, αλλιώς δεν πρόκειται να πλησιάσεις τη μοτοσικλέτα σου. Δεν το πιστεύω ότι οδήγησες σ' αυτή την κατάσταση. Εσύ δεν κάνεις τέτοια. Τι σ' έχει πιάσει;» «Ε, ήπια μερικά ποτηράκια. Σιγά το πράμα. Μια χαρά είμαι». «Δεν είναι καθόλου σιγά το πράμα και δεν είσαι καθόλου μια χαρά. Δεν με νοιάζει πόσο υποτίθεται ότι αντέχεις το ποτό. Κάθε μεθυσμένος οδηγός νομίζει πως είναι μια χαρά προτού βρεθεί νεκρός ή τραυματίας ή στη φυλακή». «Δεν ήρθα εδώ για να μου κάνεις κήρυγμα». «Δεν σε προσκάλεσα για να μου έρθεις τύφλα». «Γιατί με προσκάλεσες; Για να με ξεφτιλίσεις; Για να βρεις κι άλλα στραβά πάνω μου; Κάτι ακόμα που δεν συμβαδίζει με τις υψηλές απαιτήσεις σου;» «Εσύ δεν μιλούσες έτσι ποτέ». «Μπορεί εσύ να μη μ' άκουγες ποτέ», λέει εκείνος. «Σου ζήτησα να έρθεις με την ελπίδα να μιλήσουμε ανοιχτά και ξεκάθαρα, αλλά μάλλον δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Έχω έναν ξενώνα. Καλύτερα να πας να κοιμηθείς και θα μιλήσουμε το πρωί». «Εμένα μου φαίνεται πολύ κατάλληλη στιγμή». Χασμουριέται και τεντώνεται, δεν αγγίζει τον καφέ του. «Μίλα. Αν δεν μιλήσεις, θα σηκωθώ να φύγω». «Πάμε στο σαλόνι να καθίσουμε μπροστά στη φωτιά». Η Σκαρπέτα σηκώνεται απ' το τραπέζι της κουζίνας.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
189
«Έχει ζέστη έξω». Σηκώνεται κι αυτός. «Τότε θα το κάνω δροσερό εδώ μέσα». Πάει στο θερμοστάτη κι ανάβει τον κλιματισμό. «Μου είναι πάντα πιο εύκολο να μιλάω μπροστά σε μια φωτιά». Την ακολουθεί στο αγαπημένο της δωμάτιο, ένα μικρό καθιστικό με τζάκι από τούβλα, πάτωμα από πεύκο και σοβατισμένους τοίχους. Η Σκαρπέτα βάζει ένα ψεύτικο κούτσουρο στη σχάρα και το ανάβει, τραβάει δυο πολυθρόνες κοντά κοντά και σβήνει τα φώτα. Ο Μαρίνο κοιτάζει τις φλόγες που καίνε το χάρτινο περίβλημα του κούτσουρου και λέει: «Δεν το πιστεύω ότι τα χρησιμοποιείς αυτά τα πράγματα. Αυθεντικό το ένα, αυθεντικό το άλλο, και μετά χρησιμοποιείς ψεύτικα κούτσουρα».
Ο Λούσιους Μέντικ κάνει το γύρο του τετραγώνου κι η οργή του όλο και φουντώνει. Τους είδε να μπαίνουν μέσα όταν εκείνος ο μαλάκας ο ερευνητής έσκασε μύτη με τη μοτοσικλέτα του σουρωμένος κι αναστάτωσε τους γείτονες. Διπλή χαρά, σκέφτεται ο Λούσιους. Είν' ευλογημένος, επειδή αδικήθηκε κι ο Θεός τού το ξεπληρώνει. Ο Λούσιους ξεκίνησε να δώσει ένα μάθημα σ' εκείνη, αλλά τους έπιασε και τους δυο, και χώνει αργά τη νεκροφόρα του στο σκοτεινό στενάκι, ανησυχώντας μήπως ξαναπάθει λάστιχο και νιώθοντας όλο και πιο θυμωμένος. Τεντώνει και χτυπάει το λαστιχάκι στο χέρι του όλο και πιο δυνατά καθώς τον πλημμυρίζει ο θυμός. Οι φωνές στον ασύρματο που δίνουν εντολές απ' το κέντρο τής αστυνομίας είναι μακρινά τριξίματα που μπορεί να τ' αποκρυπτογραφήσει ακόμα και κοιμισμένος. Δεν τον κάλεσαν. Πέρασε δίπλα από ένα θανατηφόρο ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο Γουίλιαμ Χίλτον και είδε το πτώμα να μεταφέρεται στη νεκροφόρα ενός παλιού ανταγωνιστή του - πάλι παρέκαμψαν τον Λούσιους. Το Μπόφορτ Κάουντι είναι το δικό της βασίλειο τώρα και κανείς δεν τον καλεί. Τον έβαλε στη
190
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
μαύρη λίστα επειδή έκανε λάθος στη διεύθυνσή της. Αν νόμισε ότι αυτό ήταν παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής, δεν έχει ιδέα τι θα πει αληθινή παραβίαση. Το να κινηματογραφεί γυναίκες μέσ' απ' το παράθυρο τη νύχτα δεν είναι κάτι καινούργιο γι' αυτόν. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολο είναι και πόσες γυναίκες δεν μπαίνουν στον κόπο να κλείσουν τις κουρτίνες ή τα παντζούρια, ή τ' αφήνουν δυο δάχτυλα ανοιχτά, με τη σκέψη: Μα ποιος θα με δει; Ποιος θα κρυφτεί πίσω απ' τους θάμνους ή θα σκαρφαλώσει σ ένα δέντρο για να δει; Ο Λούσιους, νά ποιος. Γιά να δούμε πώς θα της φανεί της ψηλομύτας της ντοκτορέσας να δει τον εαυτό της σε μια ταινία όπου όλος ο κόσμος θα τη χαζεύει τζάμπα και κανείς δεν θα ξέρει ποιος την τράβηξε. Κι ακόμα καλύτερα, να τους πιάσει και τους δυο στα πράσα. Ο Λούσιους σκέφτεται εκείνη την άλλη νεκροφόρα -ένα σαράβαλο μπροστά στη δική του- και το δυστύχημα, κι η αδικία είναι ανυπόφορη. Ποιον κάλεσαν; Όχι τον Λούσιους. Όχι αυτόν, παρ' όλο που επικοινώνησε με το κέντρο και είπε ότι βρισκόταν στην περιοχή, και μετά η χειρίστρια γύρισε και του είπε με την κοφτή, νευρική φωνή της ότι δεν τον είχε καλέσει και ρώτησε σε ποια μονάδα ήταν. Της είπε ότι δεν ήταν σε καμιά μονάδα κι εκείνη του απάντησε ορθά κοφτά να μην ανακατεύεται στα κανάλια της αστυνομίας και να βγει απ' αυτή τη ραδιοσυχνότητα. Χτυπάει το λαστιχάκι μέχρι που τον τσούζει σαν μαστίγιο. Τραμπαλίζεται πάνω στο λιθόστρωτο, περνάει τη σιδερένια πύλη πίσω από τον κήπο της ντοκτορέσας και βλέπει μια άσπρη Κάντιλακ να του κλείνει το δρόμο. Είναι θεοσκότεινα εκεί πίσω. Χτυπάει το λαστιχάκι και βρίζει. Αναγνωρίζει το οβάλ αυτοκόλλητο στον πίσω προφυλακτήρα της Κάντιλακ. XX, Χίλτον Χεντ. Θ' αφήσει τη νεκροφόρα του εδώ. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν περνάει απ' αυτό το καταραμένο δρομάκι και σκέφτεται να κάνει μια καταγγελία για την Κάντιλακ και να το διασκεδάσει όταν η Τροχαία θα κόψει κλήση στον οδηγό της. Σκέφτεται με αγαλλίαση το YouTube και την αναστάτωση που θα προκαλέσει. Αυτός
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
191
ο καριόλης ο ερευνητής είναι μες στα βρακιά αυτής της σκύλας. Τους είδε να μπαίνουν μαζί στο σπίτι, μουλωχτά. Ο τύπος έχει κορίτσι, εκείνη τη σέξι τύπισσα που ήταν μαζί του στο νεκροτομείο, κι ο Λούσιους τους είδε να πασπατεύονται όταν δεν του έδιναν σημασία. Απ* ό,τι έχει ακούσει, και η δρ Σκαρπέτα έχει κάποιον στο Βορρά. Καλό κι αυτό! Ο Λούσιους γελοιοποιείται για να προωθήσει τη δουλειά του, για να πει στον άξεστο ερευνητή ότι αυτός ο Λούσιους Μέντικ- θα το εκτιμούσε πολύ αν έπαιρνε συστατικές επιστολές από κείνον και την αφεντικίνα του, και ποια η αντίδρασή τους; Να του δείξουν ασέβεια. Τώρα πρέπει να πληρώσουν. Σβήνει τη μηχανή και τα φώτα και βγαίνει έξω κοιτάζοντας την Κάντιλακ. Ανοίγει το πίσω μέρος της νεκροφόρας· στο δάπεδο είναι στερεωμένο ένα άδειο φορείο κι απάνω μια στοίβα διπλωμένα, καθαρά άσπρα σεντόνια κι άσπρες θήκες για πτώματα. Βρίσκει τη βιντεοκάμερα κι εφεδρικές μπαταρίες σε μια εργαλειοθήκη που έχει εκεί πίσω, κλείνει την πόρτα, κοιτάζει την Κάντιλακ και την προσπερνάει, προσπαθώντας να βρει τον καλύτερο τρόπο να πλησιάσει στο σπίτι. Κάτι κινείται πίσω απ* το τζάμι της πόρτας του οδηγού, μια αδιόρατη ένδειξη πως υπάρχει κάποια σκοτεινή φιγούρα μες στο σκοτεινό αυτοκίνητο. Ο Λούσιους είναι χαρούμενος καθώς ανάβει τη βιντεοκάμερα για να δει πόση μνήμη έχει μείνει, και η σκιά μέσα στην Κάντιλακ μετατοπίζεται ξανά κι ο Λούσιους πάει στο πίσω μέρος της και τραβάει την πινακίδα. Ίσως κάποιο ζευγαράκι που το κάνει, κι αυτή η σκέψη τού φέρνει διέγερση. Μετά νιώθει προσβεβλημένος. Είδαν τα φώτα του και δεν βγήκαν απ' το αυτοκίνητο. Ασέβεια. Τον είδαν να παρκάρει τη νεκροφόρα του στα σκοτεινά επειδή δεν μπορούσε να περάσει, κι αυτοί τίποτα - δεν θα μπορούσαν να δείξουν περισσότερη αδιαφορία. Θα το μετανιώσουν. Χτυπάει το παράθυρο για να τους τρομάξει, μάταια όμως. «Έχω τον αριθμό σου». Υψώνει τη φωνή του. «Και θα πάρω την αστυνομία».
192
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
Το κούτσουρο καίγεται και τρίζει. Ένα παλιό εγγλέζικο ρολόι πάνω στο τζάκι κάνει τικ τακ. «Τι σου συμβαίνει;» ρωτάει η Σκαρπέτα κοιτάζοντάς τον. «Τι έγινε;» «Εσύ με προσκάλεσες εδώ. Επομένως, φαντάζομαι ότι κάτι συμβαίνει σ' εσένα». «Κάτι συμβαίνει σ' εμάς. Είναι καλύτερα έτσι; Φαίνεσαι δυστυχισμένος. Με κάνεις κι εμένα δυστυχισμένη. Η περασμένη βδομάδα ήταν εκτός ελέγχου. Θες να μου πεις τι έκανες και γιατί;» του λέει. «Ή θες να σου πω εγώ;» Η φωτιά τρίζει. «Σε παρακαλώ, Μαρίνο. Μίλα μου». Εκείνος κοιτάζει τη φωτιά. Για ένα διάστημα κανείς τους δεν μιλάει. «Ξέρω για τα e-mail», του λέει. «Αλλ* αυτό μάλλον το ξέρεις, μιας και ζήτησες από τη Λούσι να ελέγξει δήθεν το συναγερμό τις προάλλες». «Ώστε τη βάζεις να ψάχνει στο κομπιούτερ μου; Αυτό θα πει εμπιστοσύνη». «Α, δεν νομίζω ότι μπορείς εσύ να μιλάς για εμπιστοσύνη». «Θα λέω ό,τι θέλω». «Η ξενάγηση που έκανες στη φιλενάδα σου. Καταγράφτηκε στις κάμερες, το είδα. Κάθε λεπτό». Το πρόσωπο του Μαρίνο συσπάται. Ήξερε βέβαια πως οι κάμερες και τα μικρόφωνα ήταν εκεί, αλλά η Σκαρπέτα καταλαβαίνει πως δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι εκείνος κι η Σάντι παρακολουθούνταν. Ήξερε βέβαια ότι κάθε τους κίνηση και λέξη καταγραφόταν, αλλά μάλλον υπέθεσε πως η Λούσι δεν θα είχε κανένα λόγο να τα δει. Και είχε δίκιο. Δεν θα είχε λόγο. Ήταν βέβαιος ότι θα περνούσε απαρατήρητος, κι αυτό έκανε την πράξη του ακόμα χειρότερη. «Υπάρχουν παντού κάμερες», του λέει. «Νόμιζες στ' αλήθεια ότι κανείς δεν θ' ανακάλυπτε αυτό που έκανες;» Ο Μαρίνο δεν απαντάει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
193
«Νόμιζα ότι σ' ένοιαζε. Νόμιζα ότι ενδιαφερόσουν για το δολοφονημένο αγοράκι. Εσύ όμως άνοιξες το σάκο του κι έκανες επίδειξη στη φιλενάδα σου. Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;» Δεν την κοιτάζει, ούτε απαντάει. «Μαρίνο. Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;» τον ρωτάει ξανά. «Ήταν δική της ιδέα. Πρέπει να το είδες αυτό στην κασέτα», της λέει. «Το ότι την έμπασες μέσα χωρίς την άδειά μου ήταν ήδη μεγάλο λάθος. Αλλά πώς μπόρεσες να την αφήσεις να δει τα πτώματα; Ειδικά το δικό του». «Είδες την κασέτα, μιας και με ρουφιάνεψε η Λούσι». Την κοιτάζει βλοσυρά. «Η Σάντι δεν έπαιρνε από λόγια. Δεν έλεγε να βγει απ' το ψυγείο. Προσπάθησα». «Αυτό δεν είναι δικαιολογία». «Ρουφιανιλίκια. Τα σιχάθηκα». «Προδοσία κι ασέβεια. Τα σιχάθηκα», λέει η Σκαρπέτα. «Σκεφτόμουν έτσι κι αλλιώς να τα παρατήσω», της λέει εριστικά. «Αφού χώνεις τη μύτη σου στα e-mail μου από τη δρ Σελφ, θα πρέπει να ξέρεις ότι έχω καλύτερες ευκαιρίες απ' το να κάθομ' εδώ μαζί σου σ' όλη μου τη ζωή». «Παραιτήσου! Ή μήπως ελπίζεις ότι θα σε απολύσω; Γιατί αυτό σου αξίζει μετά απ' ό,τι έκανες! Δεν κάνουμε ξεναγήσεις στο νεκροτομείο και δεν επιδεικνύουμε τους δύστυχους ανθρώπους που καταλήγουν εδώ!» «Χριστέ μου, σιχαίνομαι αυτές τις υπερβολικές αντιδράσεις των γυναικών. Γίνονται τόσο συναισθηματικές και παράλογες. Άντε, λοιπόν. Απόλυσέ με», λέει βαριά, προσπαθώντας να μιλήσει καθαρά, όπως κάνουν συνήθως αυτοί που θέλουν βεβιασμένα να φανούν ξεμέθυστοι. «Αυτό ακριβώς θέλει και η δρ Σελφ». «Ζηλεύεις επειδή είναι πολύ πιο σημαντική από σένα». «Δεν είσαι ο Πιτ Μαρίνο που ήξερα».
194
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
«Εσύ δεν είσαι η δρ Σκαρπέτα που ήξερα. Διάβασες τι άλλο έλεγε για σένα;» «Έλεγε πολλά για μένα». «Το ψέμα που ζεις. Γιατί δεν το παραδέχεσαι τελικά; Ίσως από κει να το πήρε η Λούσι. Από σένα». «Τις σεξουαλικές προτιμήσεις μου; Αυτό προσπαθείς τόσο απεγνωσμένα να μάθεις;» «Φοβάσαι να το παραδεχτείς». «Αν ήταν αλήθεια αυτό που υπαινίσσεται η δρ Σελφ, δεν θα το φοβόμουν. Κάτι άνθρωποι σαν αυτήν, άνθρωποι σαν εσένα, φαίνεται πως το φοβούνται». Εκείνος γέρνει στην πολυθρόνα του και, για μια στιγμή, μοιάζει έτοιμος να κλάψει. Έπειτα το πρόσωπο του σκληραίνει ξανά και κοιτάζει τη φωτιά. «Αυτό που έκανες χτες», του λέει εκείνη, «δεν θα το έκανε ο Μαρίνο που ήξερα τόσα χρόνια». «Μπορεί να ήμουν έτσι, κι απλώς εσύ να μην ήθελες να το δεις». «Ξέρω ότι δεν ήσουν. Τι έχεις πάθει;» «Δεν ξέρω πώς κατέληξα εδώ», λέει εκείνος. «Τα σκέφτομαι όλα και βλέπω τον άνθρωπο που τα κατάφερε καλά σαν πυγμάχος για ένα διάστημα, αλλά δεν ήθελα να κάνω το μυαλό μου πουρέ. Βαρέθηκα να είμαι μπάτσος στη Νέα Υόρκη. Παντρεύτηκα την Ντόρις, που με βαρέθηκε, απέκτησα έναν άρρωστο γιο που πέθανε, κι ακόμα κυνηγάω διεστραμμένους μαλάκες. Δεν είμαι σίγουρος γιατί. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί κι εσύ κάνεις αυτό που κάνεις. Και μάλλον δεν θα μου πεις». Κατσουφιασμένος. «Μπορεί επειδή μεγάλωσα σ' ένα σπίτι όπου κανείς δεν μου μιλούσε έτσι που να μου μεταφέρει αυτά που είχ' ανάγκη ν' ακούσω και κανείς δεν έδειχνε να με καταλαβαίνει ή να με θεωρεί σημαντική. Μπορεί επειδή είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει. Κάθε μέρα, αυτό ήταν το μόνο που βλέπαμε όλοι μας. Μπορεί να πέρασα την υπόλοιπη ζωή μου προσπαθώντας να καταλάβω τα πράγματα που με τσάκισαν σαν παιδί. Το θάνατο. Δεν νομίζω
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
195
ότι υπάρχουν απλές ή έστω λογικές αιτίες για το γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε και κάνουμε αυτό που κάνουμε». Τον κοιτάζει, όμως εκείνος δεν της ανταποδίδει το βλέμμα. «Μπορεί να μην υπάρχει ούτε απλή ή λογική απάντηση που να εξηγεί τη συμπεριφορά σου. Αλλά εύχομαι να υπήρχε». «Τον παλιό καιρό δεν δούλευα για σένα. Αυτό είναι που άλλαξε». Σηκώνεται. «Θα πιω ένα μπέρμπον». «Αυτό που χρειάζεσαι δεν είναι κι άλλο μπέρμπον», του λέει δυσαρεστημένη. Δεν την ακούει, και ξέρει το δρόμο για το μπαρ. Τον ακούει ν' ανοίγει ένα ντουλάπι και να βγάζει ένα ποτήρι, μετά άλλο ένα ντουλάπι, ένα μπουκάλι. Ξαναμπαίνει στο δωμάτιο μ' ένα ποτήρι με ποτό στο ένα χέρι και με το μπουκάλι στο άλλο. Κάπου μες στο στομάχι της ξυπνάει μια ανησυχία και θέλει να τον δει να φεύγει, αλλά δεν μπορεί να τον πετάξει έξω μεθυσμένο μες στη νύχτα. Εκείνος αφήνει το μπουκάλι στο τραπεζάκι και λέει: «Τα πηγαίναμε καλά όλ' αυτά τα χρόνια στο Ρίτσμοντ, τότε που ήμουν αρχιντετέκτιβ κι εσύ η αρχηγός». Σηκώνει το ποτήρι του. Ο Μαρίνο δεν ρουφάει το ποτό του. Το κατεβάζει με μεγάλες γουλιές. «Μετά απολύθηκες κι εγώ παραιτήθηκα. Κι από τότε, τίποτα δεν ήρθε όπως περίμενα. Τη γούσταρα πολύ τη Φλόριντα. Είχαμε φοβερές εγκαταστάσεις για εξάσκηση. Ήμουν επικεφαλής των ερευνών, είχα καλό μισθό, ακόμα και δική μου ψυχίατρο που ασχολιόταν με τις διασημότητες. Όχι ότι χρειαζόμουν ψυχίατρο, αλλά έχασα βάρος, ήμουν σε καταπληκτική φόρμα, ώσπου σταμάτησα να τη βλέπω». «Αν συνέχιζες να βλέπεις τη δρ Σελφ, θα σου ρήμαζε τη ζωή. Κι είναι απίστευτο που δεν καταλαβαίνεις πως η επικοινωνία της μαζί σου είναι μια προσπάθεια να σ' έχει στο χέρι. Την ξέρεις πώς είναι. Είδες πώς ήταν στο δικαστήριο. Την άκουσες». Εκείνος πίνει άλλη μια γουλιά μπέρμπον. «Για πρώτη φορά βρήκες μια γυναίκα πιο δυνατή από σένα και δεν το αντέχεις. Μπορεί να μην αντέχεις τη σχέση μου μαζί της. Κι άρχισες να
196
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
την κακολογείς, γιατί τι άλλο να κάνεις; Έχεις παγιδευτεί εδώ στο πουθενά κι ετοιμάζεσαι να γίνεις νοικοκυρά». «Μη με προσβάλλεις. Δεν θέλω να μαλώσουμε». Πίνει, και τώρα η κακία του έχει ξυπνήσει για τα καλά. «Ο λόγος που ήθελες να φύγουμε απ' τη Φλόριντα μπορεί να ήταν η σχέση μου μαζί της. Τώρα το καταλαβαίνω». «Νομίζω ότι ο λόγος που φύγαμε απ' τη Φλόριντα ήταν ο τυφώνας Βίλμα», λέει η Σκαρπέτα, καθώς εκείνη η ανησυχία στο στομάχι της μεγαλώνει. «Αυτός και η ανάγκη μου ν' αποκτήσω ένα πραγματικό γραφείο, ένα πραγματικό επάγγελμα ξανά». Ο Μαρίνο στραγγίζει το ποτήρι του και βάζει κι άλλο ποτό. «Φτάνει τόσο», του λέει. «Αυτό λέω κι εγώ». Σηκώνει το ποτήρι του και πίνει άλλη μια γουλιά. «Νομίζω πως είναι ώρα να καλέσω ένα ταξί να πας σπίτι σου». «Καλύτερα ν' ανοίξεις ένα γραφείο κάπου αλλού και να φύγεις από δω. Θα είσαι πολύ καλύτερα». «Δεν θα κρίνεις εσύ πού είμαι καλύτερα», του λέει κοιτάζοντάς τον επιφυλακτικά, ενώ η λάμψη της φωτιάς τρεμοπαίζει στο πλατύ του πρόσωπο. «Σε παρακαλώ, μην πίνεις άλλο. Αρκετά ώς εδώ». «Πράγματι, αρκετά ώς εδώ». «Μαρίνο, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τη δρ Σελφ να υψώσει ένα φράγμα ανάμεσά μας». «Δεν είν' ανάγκη να το κάνει εκείνη. Το ύψωσες μόνη σου». «Ας το σταματήσουμε αυτό». «Ναι, πράγματι». Μασάει τα λόγια του, τραμπαλίζεται ελαφρά στην καρέκλα του, τα μάτια του έχουν μια ανησυχητική λάμψη. «Δεν ξέρω πόσες μέρες μού μένουν. Ποιος διάολος ξέρει τι θα γίνει; Και δεν σκοπεύω να χάσω το χρόνο μου σ' ένα μέρος που σιχαίνομαι, δουλεύοντας για κάποια που δεν μου δείχνει το σεβασμό που μου αξίζει. Λες κι είσαι καλύτερη από μένα. Ε, λοιπόν, δεν είσαι!» «Τι εννοείς "πόσες μέρες σού μένουν"; Λες ότι έχεις κάτι;» του λέει εκείνη.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
197
«Έχω - μπούχτισα. Αυτό σου λέω». Ποτέ δεν τον έχει δει τόσο μεθυσμένο. Τρικλίζει, πάει να βάλει κι άλλο μπέρμπον, το χύνει απέξω. Η παρόρμησή της είναι να του πάρει το μπουκάλι, αλλά το βλέμμα στα μάτια του τη σταματάει. «Μένεις μόνη σου, κι αυτό δεν είναι ασφαλές», λέει εκείνος. «Δεν είναι ασφαλές να μένεις σ' αυτό το παλιό σπιτάκι μόνη σου». «Πάντα έμενα μόνη, λίγο ώς πολύ». «Ναι. Και τι δείχνει αυτό για τον Μπέντον; Ελπίζω να ζήσετε ευτυχισμένοι οι δυο σας». Ποτέ της δεν έχει δει τον Μαρίνο τόσο μεθυσμένο και τόσο γεμάτο μίσος, και δεν ξέρει τι να κάνει. «Είμαι σε φάση που πρέπει να κάνω επιλογές. Και θα σου πω την αλήθεια». Πετάγονται σάλια καθώς μιλάει, το ποτήρι με το μπέρμπον γέρνει επικίνδυνα στο χέρι του. «Έχω σιχαθεί πια να δουλεύω για σένα». «Αν νιώθεις έτσι, χαίρομαι που μου το λες». Αλλά όσο προσπαθεί να τον ηρεμήσει, τόσο εκείνος ανάβει. «Ο Μπέντον, ο πλούσιος σνομπ. Ο δόκτωρ Γουέσλι. Κι επειδή εγώ δεν είμαι γιατρός, δικηγόρος ή Ινδιάνος αρχηγός, δεν είμαι αντάξιος σου. Ένα θα σου πω, γαμώτο, είμαι καλός για τη Σάντι, και η Σάντι δεν είναι καθόλου αυτό που νομίζεις. Είναι από καλύτερη οικογένεια απ* τη δική σου. Δεν μεγάλωσε φτωχιά στο Μαϊάμι με κάποιον υπάλληλο μανάβικου που μόλις είχε κατέβει απ' το καράβι». «Είσαι πολύ μεθυσμένος. Πήγαινε να κοιμηθείς στον ξενώνα». «Η οικογένειά σου δεν είναι καλύτερη απ' τη δική μου. Ιταλοί, που φτάσανε στην Αμερική κουβαλώντας μόνο κάτι φτηνά μακαρόνια και σάλτσα για να τρώνε πέντε μέρες τη βδομάδα», λέει ο Μαρίνο. «Να σου καλέσω ένα ταξί». Κοπανάει το ποτήρι του στο τραπεζάκι. «Καλύτερα να καβαλήσω τ' άλογό μου και να φύγω». Πιάνεται από την καρέκλα για να μην πέσει.
198
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Δεν πρόκειται να πλησιάσεις τη μοτοσικλέτα σου», του λέει εκείνη. Ο Μαρίνο πάει να προχωρήσει και χτυπάει πάνω στην κάσα της πόρτας, ενώ εκείνη τον κρατάει από το μπράτσο. Σχεδόν τη σέρνει προς την εξώπορτα καθώς εκείνη προσπαθεί να τον σταματήσει, τον ικετεύει να μη φύγει. Βάζει το χέρι στην τσέπη του για το κλειδί κι εκείνη του το αρπάζει. «Δώσ' μου το κλειδί μου. Στο λέω ευγενικά». Εκείνη το σφίγγει στη χούφτα πίσω απ' την πλάτη της, ενώ στέκονται στο μικρό χολ πριν από την εξώπορτα. «Δεν θ' ανέβεις στη μοτοσικλέτα. Εδώ δεν μπορείς να περπατήσεις... Θα πάρεις ένα ταξί ή θα μείνεις εδώ απόψε. Δεν σ' αφήνω να σκοτωθείς ή να σκοτώσεις κάναν άλλο. Σε παρακαλώ, άκουσέ με». «Δώσ' το μου». Την κοιτάζει με ανέκφραστο βλέμμα, κι είν' ένας θεόρατος άνθρωπος που της είναι πια άγνωστος, ένας ξένος που μπορεί να της κάνει κακό. «Δώσ' το μου». Απλώνει το χέρι του πίσω της και της αρπάζει τον καρπό κι εκείνη παραλύει απ' το φόβο. «Μαρίνο, άφησέ με». Προσπαθεί να ελευθερώσει το χέρι της, αλλά σαν να 'ναι πιασμένο σε μέγγενη. «Με πονάς». Απλώνει και το άλλο του χέρι και της πιάνει και τον άλλο καρπό, κι ο φόβος της γίνεται τρόμος καθώς σκύβει πάνω της και το τεράστιο σώμα του πιέζει το δικό της στον τοίχο. Στο μυαλό της, πυρετώδεις σκέψεις πώς να τον σταματήσει πριν προχωρήσει κι άλλο. «Μαρίνο, άφησέ με. Με πονάς. Πάμε να καθίσουμε πάλι στο σαλόνι». Προσπαθεί ν' ακουστεί ατρόμητη, τα μπράτσα της είναι ακινητοποιημένα επώδυνα πίσω της. «Μαρίνο. Σταμάτα. Δεν το κάνεις στ' αλήθεια. Είσαι πολύ μεθυσμένος». Τη φιλάει και τη χουφτώνει, κι εκείνη γυρνάει το κεφάλι της στο πλάι, προσπαθεί ν' αποφύγει τα χέρια του, παλεύει και του λέει όχι. Το κλειδί της μηχανής πέφτει κάτω καθώς τη φιλάει κι εκείνη του αντιστέκεται και προσπαθεί να τον κάνει ν' ακούσει. Της σκίζει την μπλούζα. Του λέει να σταματήσει, προσπαθεί να
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
199
τον σταματήσει καθώς της σκίζει τα ρούχα. Προσπαθεί ν' απομακρύνει τα χέρια του και του λέει πως την πονάει, και μετά δεν του αντιστέκεται πια γιατί είναι κάποιος άλλος. Δεν είναι ο Μαρίνο. Είν' ένας ξένος που της επιτίθεται μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Βλέπει το πιστόλι του στην πίσω μεριά του τζιν του καθώς εκείνος πέφτει στα γόνατα, πονώντας τη με τα χέρια και το στόμα του. «Μαρίνο! Αυτό θες; Να με βιάσεις; Μαρίνο!» Ακούγεται ήρεμη κι ατρόμητη, η φωνή της μοιάζει να 'ρχεται από κάπου έξω απ' το σώμα της. «Μαρίνο; Αυτό θες; Να με βιάσεις; Ξέρω ότι δεν το θες. Το ξέρω». Ξαφνικά εκείνος σταματάει. Την αφήνει, κι ο αέρας την τυλίγει κι είναι δροσερός πάνω στην επιδερμίδα της, που είναι υγρή απ' τα σάλια του κι ερεθισμένη και τσούζει απ' τη βία και τα γένια του. Κρύβει το πρόσωπο του με τα χέρια του, σκύβει έτσι όπως είναι γονατιστός, της αγκαλιάζει τα πόδια κι αρχίζει να κλαίει σαν παιδί. Εκείνη του παίρνει το πιστόλι από τη ζώνη, ενώ τ' αναφιλητά του συνεχίζονται. «Άσε με». Η Σκαρπέτα προσπαθεί ν' απομακρυνθεί. «Άσε με». Εκείνος, χωρίς να σηκωθεί, χώνει το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Εκείνη βγάζει το γεμιστήρα του όπλου και τραβάει πίσω την ασφάλεια για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν άλλες σφαίρες στη θαλάμη. Βάζει το όπλο στο συρτάρι ενός τραπεζιού δίπλα στην πόρτα και σηκώνει το κλειδί της μοτοσικλέτας. Το κρύβει μαζί με το γεμιστήρα στην ομπρελοθήκη. Βοηθάει τον Μαρίνο να σηκωθεί, τον βοηθάει να πάει στον ξενώνα πίσω από την κουζίνα. Το κρεβάτι είναι μικρό και δείχνει να γεμίζει ολόκληρο μόλις εκείνη τον αναγκάζει να ξαπλώσει. Του βγάζει τις μπότες και τον σκεπάζει μ' ένα πάπλωμα. «Θα γυρίσω αμέσως», λέει, αφήνοντας το φως αναμμένο. Μέσα στο μπάνιο του ξενώνα, γεμίζει ένα ποτήρι με νερό και βγάζει τέσσερις ταμπλέτες Advil απ' το μπουκαλάκι. Φοράει ένα μπουρνούζι, οι καρποί της πονούν, η επιδερμίδα της είναι γδαρμένη και τσούζει, η ανάμνηση των χεριών, του στόματος και της
200
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
γλώσσας του είναι αηδιαστική. Σκύβει πάνω απ' την τουαλέτα και κάνει εμετό. Ακουμπάει στην άκρη του νιπτήρα, παίρνει βαθιές ανάσες, κοιτάζει το κοκκινισμένο πρόσωπο της στον καθρέφτη κι ο εαυτός της τής φαίνεται τόσο ξένος όσο της φαίνεται κι ο Μαρίνο. Ρίχνει κρύο νερό πάνω της, ξεπλένει το στόμια της, βγάζει τον Μαρίνο απ' όποιο σημείο την άγγιξε. Ξεπλένει τα δάκρυά της και περιμένει λίγο για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της. Γυρίζει στον ξενώνα, όπου εκείνος ροχαλίζει. «Μαρίνο. Ξύπνα. Σήκω λίγο». Τον βοηθάει, χώνει μαξιλάρια πίσω του. «Έλα. Πάρ' τα αυτά και πιες όλο το νερό. Πρέπει να πιεις πολύ νερό. Θα νιώθεις χάλια το πρωί, αλλ' αυτό θα σε βοηθήσει». Ο Μαρίνο πίνει το νερό, παίρνει τα Advil και μετά γυρνάει το πρόσωπο του προς τον τοίχο, ενώ εκείνη του φέρνει άλλο ένα ποτήρι νερό. «Σβήσε το φως», λέει γυρισμένος προς τον.τοίχο. «Πρέπει να μείνεις ξύπνιος». Δεν της απαντάει. «Δεν χρειάζεται να με κοιτάς. Αλλά μείνε ξύπνιος». Δεν την κοιτάζει. Βρομάει ουίσκι, τσιγάρο και ιδρώτα, η μυρωδιά του της τον θυμίζει, νιώθει πού πονάει και πού την άγγιξε και της έρχεται πάλι ζαλάδα. «Μην ανησυχείς», της λέει εκείνος με κόπο. «Θα φύγω και δεν θα χρειαστεί να με ξαναδείς. Θα χαθώ μια για πάντα». «Είσαι πολύ πολύ μεθυσμένος και δεν ξέρεις τι κάνεις», λέει εκείνη. «Αλλά θέλω να το θυμάσαι. Πρέπει να μείνεις ξύπνιος αρκετή ώρα ώστε να τα θυμάσαι το πρωί. Για να μπορέσουμε να τα ξεπεράσουμε». «Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Παραλίγο να τον σκοτώσω. Ήθελα πολύ να τον σκοτώσω. Δεν ξέρω τι έχω πάθει». «Ποιον κόντεψες να σκοτώσεις;» λέει εκείνη. «Στο μπαρ», λέει με τη μεθυσμένη προφορά του. «Δεν ξέρω τι έχω πάθει». «Πες μου τι έγινε στο μπαρ». Σιωπή, ενώ ο Μαρίνο συνεχίζει να κοιτάζει τον τοίχο, η ανάσα του βαραίνει ξανά.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
201
«Ποιον κόντεψες να σκοτώσεις;» λέει εκείνη δυνατά. «Είπε ότι τον είχαν στείλει». «Τον είχαν στείλει;» «Έλεγε απειλές για σένα. Παραλίγο να τον πυροβολήσω. Μετά ήρθα εδώ και φέρθηκα ίδια κι απαράλλαχτα μ' εκείνον. Καλύτερα ν' αυτοκτονούσα». «Δεν πρόκειται ν' αυτοκτονήσεις». «Θα 'πρεπε». «Θα ήταν ακόμα χειρότερα απ' αυτό που μόλις έκανες. Με καταλαβαίνεις;» Δεν απαντάει. Δεν την κοιτάζει. «Αν αυτοκτονήσεις, δεν θα σε λυπηθώ και δεν θα σε συγχωρέσω», του λέει. «Η αυτοκτονία είναι εγωιστικό πράγμα και κανείς μας δεν θα σε συγχωρέσει». Το τηλέφωνο στο κομοδίνο χτυπάει κι εκείνη το σηκώνει. «Εγώ είμαι», λέει ο Μπέντον. «Είδες τι σου έστειλα; Πώς είσαι;» «Ναι. Εσύ;» «Κέι; Είσαι καλά;» «Ναι. Εσύ;» «Χριστέ μου, είναι κανείς εκεί;» λέει τρομοκρατημένος. «Όλα είν' εντάξει». «Κέι; Είναι κανείς εκεί;» «Θα τα πούμε αύριο. Αποφάσισα να μείνω σπίτι, να φτιάξω τον κήπο, θα πω στον Μπουλ να έρθει να με βοηθήσει». «Είσαι σίγουρη; Είσαι σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά μ' αυτόν;» «Τώρα ναι», λέει εκείνη.
Τέσσερις το πρωί, Χίλτον Χεντ. Μεγάλα κύματα σκάζουν με άσπρους αφρούς στην ακρογιαλιά, λες κι η φουσκωμένη θάλασσα έχει λυσσάξει κι αφρίζει απ' το στόμα. Ο Γουίλ Ράμπο δεν κάνει καθόλου θόρυβο στα ξύλινα σκαλιά, διασχίζει όλο το μονοπάτι και σκαρφαλώνει πάνω απ' την κλει-
202
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
δωμένη αυλόπορτα. Η ψευτοϊταλική βίλα είναι από στούκο, με πολλές καμινάδες κι αψίδες και μια απότομη στέγη με κεραμίδια. Στο πίσω μέρος έχει χάλκινα φώτα κι ένα πέτρινο τραπέζι με βρόμικα τασάκια, άδεια ποτήρια και, μέχρι πρόσφατα, το κλειδί του αυτοκινήτου της. Από τότε χρησιμοποιεί το δεύτερο κλειδί της, αν και σπάνια οδηγεί. Συνήθως δεν πηγαίνει πουθενά, κι αυτός κινείται αθόρυβα, κι οι φοινικιές και τα πεύκα σαλεύουν στον άνεμο. Δέντρα που κινούνται σαν μαγικά ραβδιά, ρίχνοντας τα μάγια τους στη Ρώμη, και πέταλα λουλουδιών που παρασέρνονται σαν νιφάδες στη Βία Ντι Μόντε Ταρπέο. Οι παπαρούνες ήταν κόκκινες σαν αίμα και οι γλυτσίνες έγερναν πάνω από αρχαίους τουβλόχτιστους τοίχους, μαβιές σαν μώλωπες. Τα περιστέρια χοροπηδούσαν στα σκαλιά κι οι γυναίκες τάιζαν τις άγριες γάτες Whiskas κι αυγά από πλαστικά πιάτα ανάμεσα στα ερείπια. Ήταν υπέροχη μέρα για έναν περίπατο, η τουριστική κίνηση δεν ήταν μεγάλη κι εκείνη ήταν λιγάκι μεθυσμένη αλλά άνετη μαζί του, ευτυχισμένη μαζί του. Κι αυτός το ήξερε ότι έτσι θα ήταν. «Θέλω να γνωρίσεις τον πατέρα μου», της είπε ενώ κάθονταν σ ένα τοιχάκι και κοίταζαν τις γάτες, κι εκείνη έλεγε και ξανάλεγε πως ήταν απλώς αξιολύπητες αδέσποτες γάτες, κακοταϊσμένες και κακοζωισμένες, και κάποιος θα 'πρεπε να τις σώσει. «Δεν είναι αδέσποτες, είναι άγριες. Υπάρχει διαφορά. Αυτές οι αγριόγατες θέλουν να είν' εδώ και θα σ έκαναν κομμάτια αν πήγαινες να τις σώσεις. Δεν είναι παραπεταμένες ή πληγωμένες, χωρίς καμιά άλλη ελπίδα πέρ' απ' το να γυρνούν από σκουπιδοντενεκέ σε σκουπιδοντενεκέ και να κρύβονται κάτω απ' τα σπίτια μέχρι να τις πιάσει κάποιος και να τους κάνει ευθανασία». «Και γιατί να τους κάνουν ευθανασία;» ρώτησε εκείνη. «Γιατί έτσι είναι. Αυτό συμβαίνει μόλις βγουν από τα καταφύγια τους και καταλήξουν σ' επικίνδυνα σημεία, όπου τις χτυπάνε αυτοκίνητα, τις κυνηγάνε σκυλιά, απειλούνται διαρκώς και τραυματίζονται ανεπανόρθωτα. Αντίθετα απ' αυτές τις γάτες. Κοίτα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
203
τες, είναι ολομόναχες και κανείς δεν τολμάει να τις πλησιάσει, εκτός κι αν τον αφήσουν οι ίδιες. Θέλουν να είν7εκεί ακριβώς που είναι, εκεί κάτω στα ερείπια». «Είσαι παράξενος», του είπε σκουντώντας τον. α Το σκέφτηκα όταν γνωριστήκαμε, αλλά είσαι χαριτωμένος». «Έλα», της είπε βοηθώντας τη να σηκωθεί. ((Ζεσταίνομαι», παραπονέθηκε εκείνη όταν την τύλιξε με το μακρύ μαύρο πανωφόρι του και την έβαλε να φορέσει ένα καπελάκι και τα μαύρα του γυαλιά, ενώ η μέρα δεν ήταν τόσο κρύα, ούτε ο ήλιος τόσο δυνατός. ((Είσαι πολύ διάσημη κι ο κόσμος θα μας κοιτάζει», της υπενθύμισε. «Αφού ξέρεις ότι έτσι θα γίνει, και δεν μας παίρνει». ((Πρέπει να βρω τις φίλες μου - μη νομίσουν ότι μ'έχουν απαγάγει». «Έλα. Πρέπει να δεις το διαμέρισμα. Είναι πολύ εντυπωσιακό. Θα σε πάω με το αυτοκίνητο, γιατί φαίνεσαι κουρασμένη, και θα τηλεφωνήσεις στις φίλες σου και θα τους πεις να έρθουν να μας βρουν, αν θέλεις. Θα πιούμε ένα υπέροχο κρασί με τυριά». Και μετά σκοτάδι, λες κι ένα φως έσβησε στο κεφάλι του και ξύπνησε αντικρίζοντας σκηνές από πολύχρωμα σπασμένα κομμάτια, σαν πολύχρωμα σπασμένα κομμάτια ενός τσακισμένου βιτρό που κάποτε αφηγούνταν μια ιστορία ή μια αλήθεια. Οι σκάλες στη βόρεια πλευρά του σπιτιού ήταν ασκούπιστες κι η πόρτα που έβγαζε στο πλυσταριό δεν είχε ανοιχτεί από τότε που ήρθε για τελευταία φορά η καθαρίστρια, πριν από δύο μήνες σχεδόν. Δεξιά κι αριστερά από τη σκάλα έχει ιβίσκους και πίσω τους, μέσ' από ένα τζάμι, μπορεί να δει το ταμπλό του συναγερμού και το κόκκινο φωτάκι του. Ανοίγει το κουτί με τα εργαλεία και βγάζει έναν κόφτη γυαλιού με λάμα από καρβίδιο. Κόβει ένα κομμάτι γυαλί και το αφήνει στην άμμο δίπλα στους θάμνους, ενώ το κουτάβι μες στο κλουβί του αρχίζει να γαβγίζει, κι ο Γουίλ, απόλυτα ήρεμος, κοντοστέκεται. Χώνει μέσα το χέρι του και τραβάει το σύρτη, μετά ανοίγει την πόρτα, ο συναγερμός αρχίζει να κάνει μπιπ μπιπ κι αυτός βάζει τον κωδικό για να τον σταματήσει.
204
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Είναι μέσα στο σπίτι που παρακολουθούσε επί πολλούς μήνες. Αυτό το είχε φανταστεί και το είχε σχεδιάσει με τόσες λεπτομέρειες, που η εφαρμογή του τελικά είν' εύκολη κι ίσως λιγάκι απογοητευτική. Σκύβει και χώνει τα πασαλειμμένα με άμμο δάχτυλά του μέσα στ' ανοίγματα του συρμάτινου κλουβιού και ψιθυρίζει στο μικρό μπασέ: «Όλα καλά. Όλα είναι μια χαρά». Το σκυλάκι σταματάει να γαβγίζει κι ο Γουίλ το αφήνει να γλείψει τη ράχη του χεριού του, όπου δεν υπάρχει ούτε κόλλα ούτε ειδική άμμος. «Μπράβο, αγόρι μου», ψιθυρίζει. «Μην ανησυχείς». Τα γεμάτα άμμο πόδια του τον μεταφέρουν από το πλυσταριό προς τον ήχο της ταινίας που παίζει πάλι στο μεγάλο δωμάτιο. Κάθε φορά που εκείνη πάει έξω να καπνίσει, έχει την κακιά συνήθεια ν' αφήνει την πόρτα ανοιχτή, ενώ κάθεται στα σκαλιά και κοιτάζει την πισίνα με το μαύρο πάτο που μοιάζει μ' ανοιχτή πληγή, κι ο καπνός παρασύρεται προς τα μέσα καθώς εκείνη κάθετ' εκεί και καπνίζει και κοιτάζει την πισίνα. Ο καπνός έχει ποτίσει τα πάντα κι εκείνος μυρίζει την μπόχα του που δίνει μια αίσθηση στάχτης στον αέρα, ένα γκρίζο ματ λούστρο σαν την αύρα της. Είναι νοσηρή. Μια αύρα που θυμίζει θάνατο. Οι τοίχοι και το ταβάνι είναι βαμμένα σε ώχρα και όμπρα, τα χρώματα της γης, και το πέτρινο δάπεδο έχει το χρώμα της θάλασσας. Όλες οι πόρτες είναι αψιδωτές και υπάρχουν τεράστιες γλάστρες με άκανθους που είναι μαραμένοι και καφετιοί, επειδή δεν τους ποτίζει κανονικά, ενώ παντού κάτω στο πάτωμα υπάρχουν μαύρες τρίχες. Τρίχες απ' το κεφάλι, τρίχες απ' την ήβη, τρίχες που πέφτουν καθώς κυκλοφορεί γύρω, μερικές φορές γυμνή, τραβώντας τα μαλλιά της. Κοιμάται στον καναπέ, του έχει γυρισμένη την πλάτη, το γυμνό σημείο στην κορφή του κεφαλιού της ωχρό σαν γεμάτο φεγγάρι. Τα γυμνά, καλυμμένα με άμμο πόδια του είναι αθόρυβα, και η ταινία συνεχίζεται. Ο Μάικλ Ντάγκλας και η Γκλεν Κλόουζ πίνουν κρασί ακούγοντας μια άρια από τη Μαντάμ Μπατερφλάι που παίζει το στερεοφωνικό. Ο Γουίλ στέκεται κάτω από την
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
205
αψίδα και παρακολουθεί τη Μοιραία έλξη, την ξέρει απέξω, την έχει δει πάρα πολλές φορές, την έχει δει μαζί της μέσ' απ' το παράθυρο, χωρίς εκείνη να το ξέρει. Ακούει τους διάλογους μες στο κεφάλι του πριν τους πουν οι ηθοποιοί, και μετά ο Μάικλ Ντάγκλας φεύγει και η Γκλεν Κλόουζ γίνεται έξω φρενών και του σκίζει το πουκάμισο. Να σκίζεις, να τραβάς απελπισμένα για να φτάσεις σ'αυτό που είναι αποκάτω. Είχε τόσο αίμα στα χέρια του, που δεν μπορούσε να δει το χρώμα του δέρματος του καθώς προσπαθούσε να ξαναβάλει μέσα τα έντερα του Ρότζερ, και ο αέρας κι η άμμος τους μαστίγωναν και δεν μπορούσαν σχεδόν να δουν ή ν' ακούσουν ο ένας τον άλλο. Εκείνη κοιμάται στον καναπέ, είναι τόσο πιωμένη και ναρκωμένη, που δεν τον ακούει. Δεν νιώθει το φάντασμά του να πλανάται γύρω της, περιμένοντας να την πάρει. Θα τον ευγνωμονεί. «Γουίλ! Βοήθησέ με! Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Αχ, σε παρακαλώ, Θεέ μου!» Ουρλιάζοντας. «Πονάει τόσο πολύ! Σε παρακαλώ, μη μ'αφήσεις να πεθάνω!» αΛεν θα πεθάνεις». Τον κρατάει. «Εδώ είμαι. Εδώ είμαι. Κοντά σου». αΔεν το αντέχω!» «Ο Θεός δεν θα σου έδινε ποτέ περισσότερα απ' όσα μπορείς ν' αντέξεις». Ετσι έλεγε πάντα ο πατέρας του από τότε που ο Γουίλ ήταν μικρός. «Δεν είν* αλήθεια». ((Ποιο δεν είν' αλήθεια;» τον ρώτησε ο πατέρας του στη Ρώμη ενώ έπιναν κρασί στην τραπεζαρία κι ο Γουίλ κρατούσε το αρχαίο πέτρινο πόδι. «Ήταν παντού στα χέρια μου και στο πρόσωπο μου κι είχα τη γεύση του, τη γεύση του Ρότζερ. Τον γεύτηκα όσο περισσότερο μπορούσα για να τον κρατήσω ζωντανό μέσα μου, επειδή του υποσχέθηκα ότι δεν θα πεθάνει». αΚαλύτερα να βγούμε. Πάμε να πιούμε έναν καφέ». Ο Γουίλ γυρνάει ένα διακόπτη στον τοίχο, ανεβάζει τον ήχο
206
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στα ηχεία ώσπου αρχίζουν να μπουμπουνίζουν, κι εκείνη ανακάθεται, και μετά ουρλιάζει, κι εκείνος σχεδόν δεν ακούει τα ουρλιαχτά της πάνω απ' τον ήχο της ταινίας καθώς γέρνει κοντά της και φέρνει το γεμάτο άμμο δάχτυλο του στα χείλη της, κουνώντας το κεφάλι του αργά για να την ησυχάσει. Ξαναγεμίζει το ποτήρι της με βότκα, της το δίνει και της κάνει νόημα να πιει. Ακουμπάει το κουτί με τα εργαλεία, το φακό και την κάμερα στο χαλί και κάθεται δίπλα της στον καναπέ και την κοιτάζει βαθιά μες στα θολά, κόκκινα και πανικόβλητα μάτια της. Της κάνει νόημα να πιει κι εκείνη υπακούει. Ήδη άρχισε να δέχεται αυτό που πρέπει να συμβεί. Θα του χρωστάει ευγνωμοσύνη. Η ταινία κάνει το σπίτι να δονείται και τα χείλη της λένε: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό». Κάποτε ήταν όμορφη. «Σσσστ». Κουνάει το κεφάλι του και την καθησυχάζει ξανά με τα γεμάτα άμμο δάχτυλά του, αγγίζοντας τα χείλη της, πιέζοντάς τα δυνατά πάνω στα χείλη της. Τα δάχτυλά του ανοίγουν την εργαλειοθήκη. Μέσα έχει μπουκαλάκια με κόλλα, διαλυτικό κόλλας, το σακουλάκι με την άμμο, ένα φαρδύ πριόνι με δίκοπη λάμα και μαύρη λαβή, ανταλλακτική λάμα και διάφορα σκαρπέλα. Μετά, η φωνή στο κεφάλι του. Ο Ρότζερ να κλαίει, να ουρλιάζει, ματωμένοι αφροί να βγαίνουν απ' το στόμα του. Μόνο που δεν είναι ο Ρότζερ αυτός που φωνάζει, είναι η γυναίκα που τον εκλιπαρεί με ματωμένα χείλη: «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό!» Την ίδια στιγμή, η Γκλεν Κλόουζ λέει στον Μάικλ Ντάγκλας να πάει να γαμηθεί και οι ήχοι κάνουν το μεγάλο δωμάτιο να δονείται. Εκείνη πανικοβάλλεται και κλαίει, τρέμει λες κι έχει πάθει κρίση. Εκείνος βάζει τα πόδια του πάνω στον καναπέ και κάθεται σταυροπόδι. Εκείνη κοιτάζει τα γυαλόχαρτα των χεριών του και των καταξεσκισμένων γυμνών ποδιών του, την εργαλειοθήκη και την κάμερα στο πάτωμα, και η συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου καθρεφτίζεται στο πρησμένο, κοκκινισμένο πρόσωπο της. Εκείνος παρατηρεί πόσο απεριποίητα είναι τα νύχια της
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
207
και τον πλημμυρίζει το ίδιο συναίσθημα που νιώθει κάθε φορά που αγκαλιάζει με το πνεύμα του αυτούς που υποφέρουν αβάσταχτα και τους απελευθερώνει απ' τα βάσανά τους. Νιώθει τα μπάσα από τα ηχεία στα κόκαλά του. Τα πληγωμένα, ματωμένα χείλη της σαλεύουν. «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη», και κλαίει, και η μύτη της τρέχει, και βρέχει τα ματωμένα χείλη της με τη γλώσσα της. «Τι θέλεις; Λεφτά; Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό». Τα ματωμένα χείλη της σαλεύουν. Βγάζει το πουκάμισο του και το στρατιωτικό παντελόνι του, τα διπλώνει προσεκτικά, τα βάζει πάνω στο τραπεζάκι. Βγάζει τα εσώρουχά του και τα βάζει πάνω στ' άλλα ρούχα του. Νιώθει τη δύναμη. Του διαπερνάει το μυαλό σαν ηλεκτροσόκ, και την αρπάζει απότομα από τους καρπούς.
11 Χαράματα. Ο καιρός πάει για βροχή. Η Ρόουζ κοιτάζει από ένα παράθυρο του γωνιακού διαμερίσματος της, η θάλασσα χτυπάει απαλά στον κυματοθραύστη πέρα από το Μάρεϊ Μπούλεβαρντ. Κοντά στο κτήριο της -που κάποτε ήταν ένα υπέροχο ξενοδοχείο- υπάρχουν μερικά από τα πιο ακριβά σπίτια του Τσάρλεστον, εκπληκτικές παραθαλάσσιες επαύλεις που τις έχει φωτογραφίσει και τακτοποιήσει σ' ένα λεύκωμα, το οποίο κάθεται πότε πότε και χαζεύει. Της είναι αδύνατο να πιστέψει αυτό που συνέβη, ότι ζει έναν εφιάλτη" κι ένα όνειρο μαζί. Όταν μετακόμισε στο Τσάρλεστον, η μόνη της απαίτηση ήταν να μείνει κοντά στη θάλασσα. «Τόσο κοντά, ώστε να ξέρω ότι βρίσκετ' εκεί», έτσι το περιέγραψε. «Υποψιάζομαι πως είναι η τελευταία φορά που σ' ακολουθώ κάπου», είχε πει στη Σκαρπέτα. «Στην ηλικία μου, δεν θέλω ν' ασχολούμαι με κήπους και πάντα ήθελα να ζω κοντά στο νερό, αλλά όχι σ' ένα βάλτο μ' εκείνη την απαίσια μυρωδιά. Στη θάλασσα. Τουλάχιστον να μπορούσα να είμαι αρκετά κοντά στη θάλασσα ώστε να πηγαίνω με τα πόδια». Ψάχνανε πολύ καιρό. Η Ρόουζ κατέληξε στην Άσλεϊ Ρίβερ, σ' ένα ερειπωμένο διαμέρισμα που το ανακαίνισαν η Σκαρπέτα, η Λούσι κι ο Μαρίνο. Δεν κόστισε τίποτα στη Ρόουζ και μετά η Σκαρπέτα της έδωσε κι αύξηση. Χωρίς αυτήν, η Ρόουζ δεν θα μπορούσε να πληρώνει το νοίκι, όμως αυτό δεν αναφέρθηκε ποτέ. Το μόνο που είπε η Σκαρπέτα ήταν ότι το Τσάρλεστον είναι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
209
ακριβή πόλη σε σύγκριση με τ' άλλα μέρη όπου είχαν ζήσει, όμως ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, της Ρόουζ της άξιζε μια αύξηση. Φτιάχνει καφέ, βλέπει ειδήσεις και περιμένει το τηλεφώνημα του Μαρίνο. Περνάει άλλη μια ώρα και η Ρόουζ αναρωτιέται πού να ναι. Άλλη μια ώρα κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση, και η ανησυχία της μεγαλώνει. Του έχει αφήσει αρκετά μηνύματα λέγοντας ότι δεν μπορεί να πάει στη δουλειά σήμερα το πρωί - και μήπως μπορούσε να περάσει να τη βοηθήσει να μετακινήσουν τον καναπέ; Εξάλλου πρέπει να του μιλήσει. Έχει πει στη Σκαρπέτα ότι θα του μιλούσε. Και γιατί να μην το κάνει τώρα; Κοντεύει δέκα. Τον ξαναπαίρνει στο κινητό και βγαίνει ο τηλεφωνητής. Κοιτάζει απ' το ανοιχτό παράθυρο κι ο δροσερός αέρας έρχεται από πέρα, απ' τον κυματοθραύστη, η θάλασσα έχει κύματα κι είναι μελαγχολική, έχει το χρώμα του κασσίτερου. Ξέρει ότι δεν πρέπει να μετακινήσει τον καναπέ μόνη της, αλλ' ανυπομονεί να το κάνει. Βήχει καθώς αναλογίζεται τον παραλογισμό αυτού του κατορθώματος που πριν από λίγο καιρό θα ήταν απόλυτα εφικτό. Κάθεται κουρασμένη και χάνεται σε αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας, να μιλούν και να κρατιούνται απ' τα χέρια και να φιλιούνται σ' αυτό τον ίδιο καναπέ. Ένιωσε πράγματα που δεν ήξερε ότι μπορούσε πια να νιώσει, κι αναρωτιόταν πόσο μπορεί να διαρκέσει, και τώρα νιώθει μια θλίψη τόσο βαθιά και σκοτεινή, που δεν έχει νόημα να ψάξει να δει τι κρύβεται μέσα της. Χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι η Λούσι. «Πώς πήγε;» τη ρωτάει η Ρόουζ. «Ο Νέιτ σε χαιρετάει». «Μ' ενδιαφέρει περισσότερο τι είπε για σένα». «Ουδέν νεότερο». «Αυτό είναι πολύ καλό». Η Ρόουζ πάει στον πάγκο της κουζίνας και πιάνει το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Ο Μαρίνο υποτίθεται ότι θα 'ρχόταν να μετακινήσουμε τον καναπέ μου, αλλά ως συνήθως...» Μια παύση, και μετά η Λούσι λέει: «Αυτός είναι ένας από τους
210
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
λόγους που σε πήρα. Πέρασα από τη θεία Κέι να της πω για το ραντεβού μου με τον Νέιτ. Δεν ήξερε ότι θα πήγαινα. Πάντα της το λέω μετά για να μην τρελαθεί απ' την ανησυχία. Η μοτοσικλέτα του Μαρίνο ήταν παρκαρισμένη έξω απ' το σπίτι της». «Η θεία σου σε περίμενε;» «Όχι». «Τι ώρα ήταν;» «Γύρω στις οχτώ». «Αδύνατον», λέει η Ρόουζ. «Ο Μαρίνο βρίσκεται ακόμα σε κώμα στις οχτώ. Αυτό τον καιρό τουλάχιστον». «Πήγα στο Starbucks, έπειτα ξαναπέρασα απ' το σπίτι της γύρω στις εννιά, και - μάντεψε... Πέρασα μπροστά από τη σαχλογκόμενά του με την BMW της». «Σίγουρα ήταν αυτή;» «Θέλεις τις πινακίδες της; Την ημερομηνία γέννησής της; Τι έχει στην τράπεζα - όχι πολλά, εδώ που τα λέμε. Μάλλον έχει φάει τα περισσότερα. Δεν είναι από το μακαρίτη τον μπαμπά της. Δεν της άφησε τίποτα, κι αυτό κάτι λέει. Αλλά κάνει πολλές καταθέσεις που είναι εντελώς παράλογες και τα ξοδεύει όσο γρήγορα τα εισπράττει». «Κακό αυτό. Σε είδε όταν γυρνούσες από το Starbucks;» «Ήμουν με τη Φεράρι μου. Οπότε, αν είναι και τυφλή, εκτός από χαζομούνα... Α, με συγχωρείς...» «Δεν χρειάζεται. Ξέρω τι σημαίνει χαζομούνα και της ταιριάζει μια χαρά. Ο Μαρίνο έχει ειδικό ραντάρ για να εντοπίζει τις χαζομούνες». «Δεν σ' ακούω καλά. Σαν να μην μπορείς να πάρεις ανάσα», λέει η Λούσι. «Να έρθω λίγο αργότερα να μεταφέρουμε τον καναπέ;» «Εδώ θα είμαι», λέει η Ρόουζ, βήχοντας καθώς κλείνει το τηλέφωνο. Ανάβει την τηλεόραση και βλέπει μια μπάλα του τένις να χτυπάει στο χώμα σηκώνοντας ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης έξω απ' τη γραμμή. Η Ντριου Μάρτιν κάνει ένα τόσο γρήγορο κι άπιαστο σερβίς, που η αντίπαλος της δεν προσπαθεί καν. To CNN δείχνει
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
211
σκηνές από το γαλλικό Open της περασμένης χρονιάς, οι ειδήσεις σχετικά με την Ντριου συνεχίζονται ασταμάτητα. Αναμεταδόσεις αγώνων και η ζωή κι ο θάνατος της. Ξανά και ξανά. Κι άλλες σκηνές. Ρώμη. Η αρχαία πόλη και μετά η μικρή, αποκλεισμένη περιοχή του εργοταξίου περικυκλωμένη από αστυνομικούς κι από κίτρινες ταινίες. Φώτα σειρήνων που αναβοσβήνουν. «Τι άλλο ξέρουμε; Υπάρχουν νέες εξελίξεις;» «Οι αρχές της Ρώμης συνεχίζουν να μη μιλούν. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ούτε ίχνη ούτε ύποπτοι, κι αυτό το τρομερό έγκλημα περιβάλλεται από μυστήριο. Ο κόσμος ρωτάει γιατί. Πηγαίνουν και βάζουν λουλούδια στην άκρη του εργοταξίου όπου βρέθηκε το πτώμα της». Κι άλλες παλιότερες εικόνες. Η Ρόουζ προσπαθεί να μην κοιτάζει. Τα έχει δει όλα τόσες φορές, αλλά συνεχίζουν να την υπνωτίζουν. Η Ντριου σ' ένα εντυπωσιακό ρεβέρ. Η Ντριου ν' ανεβαίνει στο φιλέ και να καρφώνει τόσο δυνατά, που η μπάλα χάνεται στις κερκίδες. Το πλήθος να τινάζεται όρθιο και να επευφημεί ενθουσιασμένο. Το όμορφο πρόσωπο της Ντριου στην εκπομπή της δρ Σελφ. Μιλάει γρήγορα, το μυαλό της πάει απ* το ένα θέμα στο άλλο, ενθουσιασμένη που μόλις κέρδισε το U.S. Open, που την αποκαλούν Τάιγκερ Γουντς του τένις. Η δρ Σελφ παρεμβαίνει στη συνέντευξη, κάνοντας ερωτήσεις που δεν θα 'πρεπε. «Είσαι παρθένα, Ντριου;» Γελάει, κοκκινίζει, κρύβει το πρόσωπο στα χέρια της. «Έλα τώρα». Η δρ Σελφ χαμογελάει, απόλυτα ικανοποιημένη με τον εαυτό της. «Αυτό μας απασχολεί όλους». Προς το ακροατήριο. «Ντροπή. Γιατί να νιώθουμε ντροπή όταν μιλάμε για το σεξ;» «Έχασα την παρθενιά μου όταν ήμουνα δέκα χρονών», λέει η Ντριου. «Απ' το ποδήλατο του αδερφού μου». Το πλήθος ξετρελαίνεται. «Η Ντριου Μάρτιν πέθανε στην πιο γλυκιά ηλικία, στα δεκαέξι», λέει ένας εκφωνητής.
212
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η Ρόουζ καταφέρνει να σπρώξει τον καναπέ στην άλλη μεριά του σαλονιού και να τον κολλήσει στον τοίχο. Σηκώνεται και πάει πάνω κάτω, και κλαίει και θρηνεί που ο θάνατος είναι άδικος κι η βία είναι αβάσταχτη και τη μισεί. Όλα τα μισεί. Πάει στο μπάνιο και παίρνει ένα μπουκαλάκι με χάπια. Πάει στην κουζίνα και βάζει ένα ποτήρι κρασί. Παίρνει ένα χάπι και το καταπίνει με κρασί, και μετά από μερικές στιγμές, βήχοντας και μην μπορώντας να πάρει ανάσα, καταπίνει ένα δεύτερο. Χτυπάει το τηλέφωνο κι εκείνη παραπατάει πηγαίνοντας να το σηκώσει, της πέφτει το ακουστικό, προσπαθεί να το βρει ψηλαφιστά. «Εμπρός;» «Ρόουζ;» λέει η Σκαρπέτα. «Δεν έπρεπε να δω τις ειδήσεις». «Κλαις;» Το δωμάτιο στριφογυρνάει. Τα βλέπει όλα διπλά. «Η γρίπη φταίει». «Έρχομαι από κει», λέει η Σκαρπέτα.
Ο Μαρίνο ακουμπάει το κεφάλι του στη ράχη του καθίσματος, τα μάτια του είναι κρυμμένα πίσω απ' τα σκούρα γυαλιά, τα μεγάλα του χέρια ακουμπισμένα στα μπούτια του. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε το προηγούμενο βράδυ. Κοιμήθηκε ντυμένος και του φαίνεται. Το πρόσωπο του είναι κατακόκκινο κι αναδίδει την μπόχα ενός μεθυσμένου που έχει καιρό να πλυθεί. Η εικόνα κι η μυρωδιά του της φέρνουν αναμνήσεις που είναι πολύ απαίσιες για να τις περιγράψει με λόγια και νιώθει το τσούξιμο και τον ερεθισμό σε σημεία του κορμιού της που εκείνος ποτέ δεν θα 'πρεπε να δει ή ν' αγγίξει. Φοράει μεταξωτά και βαμβακερά, το ένα πάνω στ' άλλο, υφάσματα που είναι απαλά στην επιδερμίδα, το πουκάμισο της είναι κουμπωμένο ώς το λαιμό, το φερμουάρ της ζακέτας της ανεβασμένο. Για να κρύψει τις πληγές της. Για να κρύψει την ταπείνωσή της. Κοντά του νιώθει ανήμπορη και γυμνή.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
213
Μια ακόμα φριχτή σιωπή καθώς εκείνη οδηγεί. Όλο το αυτοκίνητο μυρίζει σκόρδο και πιπεράτο τυρί, κι ο Μαρίνο έχει το παράθυρο του ανοιχτό. Εκείνος λέει: «Πονάνε τα μάτια μου απ* το φως. Είναι απαίσιο τόσο φως, με σκοτώνει». Το 'χει πει αρκετές φορές, δίνοντας απάντηση σε μια ερώτηση που δεν διατυπώθηκε: γιατί δεν την κοιτάζει και γιατί δεν βγάζει τα μαύρα γυαλιά του, παρά τη συννεφιά και τη βροχή. Όταν η Σκαρπέτα έφτιαξε καφέ και φρυγανιές πριν από μια ώρα και του τα πήγε στο κρεβάτι, εκείνος βόγκηξε καθώς ανακάθισε και σήκωσε το κεφάλι του. Χωρίς να είναι πειστικός, ρώτησε: «Πού είμαι;» «Ήσουνα πολύ μεθυσμένος χτες το βράδυ». Αφήνει τον καφέ και τις φρυγανιές στο κομοδίνο. «Θυμάσαι;» «Αν φάω οτιδήποτε, θα ξεράσω». «Θυμάσαι το χτεσινό βράδυ;» Λέει ότι δεν θυμάται τίποτα από τη στιγμή που ανέβηκε στη μοτοσικλέτα του για να πάει σπίτι της. Η στάση του δείχνει ότι θυμάται τα πάντα. Συνεχίζει να παραπονιέται ότι ζαλίζεται. «Καλά θα ήταν να μην είχες τρόφιμα εκεί πίσω. Δεν είναι στιγμή τώρα να μυρίζω φαγητό». «Κρίμα. Η Ρόουζ έχει γρίπη». Παρκάρει στο οικόπεδο δίπλα στην πολυκατοικία της Ρόουζ. «Δεν θέλω με τίποτα να κολλήσω γρίπη», λέει εκείνος. «Τότε περίμενε στ' αυτοκίνητο». «Θέλω να ξέρω τι έκανες το όπλο μου». Κι αυτό το έχει πει αρκετές φορές. «Όπως σου είπα, είναι σε σίγουρο σημείο». Παρκάρει. Στο πίσω κάθισμα είν' ένα κουτί γεμάτο σκεπασμένα πιάτα. Έμεινε ξύπνια όλη νύχτα και μαγείρευε. Μαγείρεψε ταλιολίνι με σος φοντίνα, λαζάνια μπολονέζ και χορτόσουπα που θα έφταναν για είκοσι άτομα. «Χτες το βράδυ δεν ήσουνα σε κατάσταση για να χεις γεμάτο όπλο», συμπληρώνει.
214
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Θέλω να μάθω πού είναι. Τι το 'κάνες;» Περπατάει λίγο πιο μπροστά από κείνη, χωρίς να μπει στον κόπο να ρωτήσει αν μπορεί να κουβαλήσει αυτός το κουτί. «Στο ξαναλέω. Σου το πήρα χτες το βράδυ. Σου πήρα και το κλειδί της μοτοσικλέτας σου. Θυμάσαι που σου πήρα το κλειδί επειδή επέμενες να καβαλήσεις τη μοτοσικλέτα ενώ δεν μπορούσες καλά καλά να σταθείς όρθιος;» «Εκείνο το μπέρμπον στο σπίτι σου», λέει καθώς προχωρούν μες στη βροχή προς το λευκό κτήριο. «Booker's». Λες κι είναι δικό της το λάθος. «Δεν με παίρνει να πίνω τόσο καλό μπέρμπον. Κατεβαίνει πολύ εύκολα, ξεχνάω πως είναι κάπου 120 βαθμοί». «Και φταίω εγώ;» «Δεν ξέρω γιατί έχεις τόσο δυνατό ποτό στο σπίτι σου». «Γιατί το έφερες εσύ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς». «Λες και την έφαγα κατακέφαλα με λοστό», λέει καθώς ανεβαίνουν τα σκαλιά κι ο θυρωρός τούς ανοίγει την πόρτα. «Καλημέρα, Εντ», λέει η Σκαρπέτα, ακούγοντας την τηλεόραση να παίζει στο γραφειάκι του δίπλα στην είσοδο. Ακούει τις ειδήσεις κι άλλα ρεπορτάζ σχετικά με το φόνο της Ντριου Μάρτιν. Ο Εντ κοιτάζει προς το γραφείο του, κουνάει το κεφάλι και λέει: «Τρομερό, τρομερό. Ήταν τόσο καλό κορίτσι, ένα πραγματικά καλό κορίτσι. Την είδα εδώ λίγο πριν τη σκοτώσουν, μου έδινε είκοσι δολάρια πουρμπουάρ κάθε φορά που ερχόταν. Τρομερό. Τόσο καλό κορίτσι. Και φερόταν σαν συνηθισμένος άνθρωπος, ξέρετε». «Έμενε εδώ;» λέει η Σκαρπέτα. «Νόμιζα ότι πάντα έμενε στο ξενοδοχείο Τσάρλεστον Πλέις όποτε βρισκόταν εδώ. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν στις ειδήσεις». «Ο προπονητής της έχει ένα διαμέρισμα εδώ* μένει σπάνια, βέβαια, αλλά το έχει», λέει ο Εντ. Η Σκαρπέτα αναρωτιέται γιατί δεν το 'χει ακούσει ποτέ. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για να ρωτήσει. Ανησυχεί για τη Ρόουζ. Ο Εντ καλεί το ασανσέρ και πατάει το κουμπί του ορόφου της Ρόουζ.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
215
Οι πόρτες κλείνουν. Τα σκούρα γυαλιά του Μαρίνο κοιτάζουν ίσια μπροστά. «Νομίζω ότι μ' έπιασε ημικρανία», λέει. «Έχεις τίποτα να μου περάσει;» «Έχεις ήδη πάρει 800 μιλιγκράμ Ibuprofen. Δεν παίρνεις τίποτ' άλλο για τουλάχιστον πέντε ώρες». «Δεν βοηθάει την ημικρανία. Τι ήθελες και το 'χες στο σπίτι εκείνο το ποτό; Λες και κάποιος μου 'βαλε κάτι μέσα, λες και με νάρκωσαν». «Ο μόνος που σου 'βαλε κάτι μέσα είσ' εσύ ο ίδιος». «Δεν καταλαβαίνω γιατί πήρες τον Μπουλ. Κι αν είν' επικίνδυνος;» Η Σκαρπέτα δεν πιστεύει στ' αυτιά της μετά απ' όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ. «Ελπίζω να μην του ζητήσεις να έρθει να βοηθήσει και στο γραφείο μετά», λέει. «Τι διάολο ξέρει; Απλώς θα μπλέκεται στα πόδια μας». «Δεν μπορώ να το σκεφτώ αυτό τώρα, τώρα σκέφτομαι τη Ρόουζ. Και μπορεί να έχει έρθει και για σένα η στιγμή ν' ανησυχήσεις και για κάποιον άλλο εκτός απ' τον εαυτό σου». Ο θυμός της Σκαρπέτα αρχίζει να φουντώνει και περπατάει βιαστικά στο διάδρομο με τους παλιούς άσπρους τοίχους και το τριμμένο μπλε χαλί ' Χτυπάει το κουδούνι στο διαμέρισμα της Ρόουζ. Καμιά απάντηση, κανένας θόρυβος από μέσα, μόνο ο ήχος της τηλεόρασης. Αφήνει το κουτί στο πάτωμα και ξαναχτυπάει το κουδούνι. Και ξανά. Την παίρνει στο κινητό, στο σταθερό. Τ' ακούει και τα δυο να χτυπάνε μέσα, και μετά ανοίγει ο τηλεφωνητής. «Ρόουζ!» Η Σκαρπέτα χτυπάει δυνατά την πόρτα. «Ρόουζ!» Ακούει την τηλεόραση. Τίποτ' άλλο εκτός απ' την τηλεόραση. «Πρέπει να βρούμε το κλειδί», λέει στον Μαρίνο. «Ο Εντ έχει ένα. Ρόουζ!» «Χέσ' το!» Ο Μαρίνο κλοτσάει την πόρτα όσο πιο δυνατά μπορεί και τα ξύλα σκίζονται, η αλυσίδα ασφαλείας σπάζει και μπρού-
216
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ντζινοι κρίκοι κυλούν στο δάπεδο καθώς η πόρτα ανοίγει και χτυπάει με φόρα στον τοίχο. Η Ρόουζ είναι πεσμένη στον καναπέ, ακίνητη, τα μάτια της κλειστά, το πρόσωπο της κέρινο, μερικές τούφες απ* τα μακριά, κάτασπρα μαλλιά της έχουν λυθεί. «Πάρε αμέσως το 911!» Η Σκαρπέτα βάζει μαξιλάρια πίσω απ* τη Ρόουζ για να τη στηρίξει κι ο Μαρίνο καλεί ασθενοφόρο. Παίρνει το σφυγμό της Ρόουζ. Εξήντα ένα. «Έρχονται», λέει ο Μαρίνο. «Πήγαινε στο αυτοκίνητο. Στο πορτμπαγκάζ είναι η ιατρική μου τσάντα». Εκείνος βγαίνει τρέχοντας απ' το διαμέρισμα κι η Σκαρπέτα βλέπει ένα ποτήρι με κρασί κι ένα μπουκαλάκι με χάπια στο πάτωμα, σχεδόν κρυμμένο απ* το κάλυμμα του καναπέ. Βλέπει κατάπληκτη πως η Ρόουζ έπαιρνε Roxicodone, το εμπορικό όνομα της υδροχλωρικής οξυκωδεΐνης, ένα οπιούχο αναλγητικό ιδιαίτερα εθιστικό. Η συνταγή για εκατό ταμπλέτες έχει εκδοθεί πριν από δέκα μέρες. Ανοίγει το μπουκαλάκι και μετράει τα πράσινα χαπάκια των 15 μιλιγκράμ που έχουν απομείνει. Είναι δεκαεφτά. «Ρόουζ!» Η Σκαρπέτα την τραντάζει. Είναι ζεστή και ιδρωμένη. «Ρόουζ, ξύπνα! Μ' ακούς; Ρόουζ!» Η Σκαρπέτα πάει στο μπάνιο και γυρίζει με μια βρεγμένη πετσέτα, τη βάζει στο μέτωπο της Ρόουζ και της κρατάει το χέρι μιλώντας της και προσπαθώντας να την ξυπνήσει. Και τότε γυρίζει κι ο Μαρίνο. Δείχνει καταταραγμένος και φοβισμένος καθώς δίνει στη Σκαρπέτα την ιατρική της τσάντα. «Τράβηξε τον καναπέ. Έπρεπε να το κάνω εγώ», λέει, και τα σκούρα γυαλιά του κοιτάζουν τον καναπέ. Η Ρόουζ σαλεύει, ενώ από μακριά ακούγεται μια σειρήνα. Η Σκαρπέτα παίρνει ένα πιεσόμετρο κι ένα στηθοσκόπιο απ' την τσάντα της. «Υποσχέθηκα να έρθω να της τον μετακινήσω», λέει ο Μαρίνο. «Τον μετακίνησε μόνη της. Ήταν εκεί». Τα σκούρα γυαλιά του κοιτάνε έναν άδειο χώρο κοντά σ' ένα παράθυρο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
217
Η Σκαρπέτα σηκώνει το μανίκι της Ρόουζ, ακουμπάει το στηθοσκόπιο στο μπράτσο της και τυλίγει το πιεσόμετρο πάνω από τον αγκώνα, αρκετά σφιχτά ώστε να σταματήσει τη ροή του αίματος. Η σειρήνα ακούγεται πολύ δυνατά. Πιέζει τον αέρα, φουσκώνει το πιεσόμετρο και μετά ανοίγει τη βαλβίδα να βγει ο αέρας αργά, ενώ εκείνη αφουγκράζεται το αίμα που σφύζει κυλώντας στην αρτηρία. Ο αέρας σφυρίζει ήρεμα καθώς το πιεσόμετρο ξεφουσκώνει. Η σειρήνα σταματάει. Το ασθενοφόρο έχει φτάσει. Συστολική πίεση ογδόντα έξι. Διαστολική πενήντα οχτώ. Περνάει το στηθοσκόπιο πάνω από το στήθος και την πλάτη της Ρόουζ. Η αναπνοή της είναι αχνή κι έχει υπόταση. Η Ρόουζ σαλεύει, κουνάει το κεφάλι της. «Ρόουζ;» λέει δυνατά η Σκαρπέτα. «Μ* ακούς;» Τα βλέφαρά της πεταρίζουν κι ανοίγουν. «Θα πάρω τη θερμοκρασία σου». Βάζει ένα ψηφιακό θερμόμετρο κάτω απ' τη γλώσσα της Ρόουζ και σε λίγα δευτερόλεπτα εκείνο δίνει σήμα. Η θερμοκρασία είναι 37,3. Σηκώνει το μπουκαλάκι με τα χάπια. «Πόσα πήρες;» τη ρωτάει. «Πόσο κρασί ήπιες;» «Η γρίπη είναι». «Μετακίνησες τον καναπέ μόνη σου;» τη ρωτάει ο Μαρίνο, λες κι έχει σημασία. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Το παράκανα. Αυτό είναι όλο». Γρήγορα βήματα, η φασαρία των τραυματιοφορέων κι ένα φορείο στο χολ. «Όχι», διαμαρτύρεται. «Διώξτε τους». Δύο τραυματιοφορείς με μπλε στολές γεμίζουν το άνοιγμα της πόρτας και σπρώχνουν το φορείο μέσα. Πάνω του είναι ένας απινιδωτής κι άλλα σύνεργα. Η Ρόουζ κουνάει το κεφάλι. «Όχι, καλά είμαι. Δεν πάω στο νοσοκομείο». Ο Εντ εμφανίζεται ανήσυχος στο κατώφλι και τους παρακολουθεί. «Τι συμβαίνει, κυρία Ρόουζ;» Ένας από τους τραυματιοφορείς,
218
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ξανθός με ανοιχτογάλανα μάτια, πλησιάζει στον καναπέ και κοιτάζει προσεκτικά τη Ρόουζ. Περιεργάζεται τη Σκαρπέτα. «Όχι», η Ρόουζ επιμένει να τους γνέφει να φύγουν. «Το εννοώ! Σας παρακαλώ, πηγαίνετε! Απλώς λιποθύμησα. Αυτό είναι όλο». «Δεν είν* αυτό», της λέει ο Μαρίνο, αλλά τα σκούρα γυαλιά του κοιτάζουν τον ξανθό νοσοκόμο. «Αναγκάστηκα να ρίξω την πόρτα». «Και καλά θα κάνεις να τη φτιάξεις πριν φύγεις», μουρμουρίζει η Ρόουζ. Η Σκαρπέτα συστήνεται. Εξηγεί πως η Ρόουζ μάλλον ανακάτεψε αλκοόλ με οξυκωδεΐνη κι ήταν αναίσθητη όταν μπήκαν στο σπίτι. «Κυρία!» 0 ξανθός τραυματιοφορέας πλησιάζει τη Ρόουζ. «Πόσο αλκοόλ και πόση οξυκωδεΐνη πήρατε, και πριν από πόση ώρα;» «Ένα χάπι πάνω απ' το συνηθισμένο. Τρία. Και μόνο λίγο κρασί. Μισό ποτήρι». «Κυρία μου, είναι σημαντικό να είστε ειλικρινής μαζί μου». Η Σκαρπέτα του δίνει το μπουκαλάκι και λέει στη Ρόουζ: «Μία ταμπλέτα κάθε τέσσερις με έξι ώρες. Πήρες δύο περισσότερες. Και ήδη παίρνεις μεγάλη δόση. Θέλω να πας στο νοσοκομείο απλώς για να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι καλά». «Όχι». «Τα δάγκωσες, τα μάσησες ή τα κατάπιες ολόκληρα;» ρωτάει η Σκαρπέτα, επειδή όταν τα χάπια σπάζουν, διαλύονται πιο γρήγορα και η οξυκωδεΐνη απελευθερώνεται κι απορροφάται πιο γρήγορα. «Τα κατάπια ολόκληρα, όπως κάνω πάντα. Με πονούσαν φριχτά τα γόνατά μου». Κοιτάζει τον Μαρίνο. «Δεν έπρεπε να κουνήσω τον καναπέ». «Αν δεν πας μ' αυτούς τους ευγενέστατους κυρίους, θα σε πάω εγώ», λέει η Σκαρπέτα, έχοντας επίγνωση ότι ο ξανθός τραυματιοφορέας την κοιτάζει. «Όχι», κουνάει αμετάπειστη το κεφάλι της η Ρόουζ. Ο Μαρίνο βλέπει τον ξανθό τραυματιοφορέα να κοιτάζει τη
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
219
Σκαρπέτα. Ο Μαρίνο δεν την πλησιάζει προστατευτικά, όπως θα έκανε στο παρελθόν. Δεν απαντάει στο πιο βασικό ερώτημα γιατί η Ρόουζ έπαιρνε Roxicodone. «Δεν πάω στο νοσοκομείο», λέει η Ρόουζ. «Αποκλείεται. Μιλάω πολύ σοβαρά». «Φαίνεται ότι δεν θα σας χρειαστούμε», λέει η Σκαρπέτα στους τραυματιοφορείς. «Ευχαριστούμε, πάντως». «Παρακολούθησα τη διάλεξή σας πριν από λίγους μήνες», της λέει ο ξανθός τραυματιοφορέας. «Για την παιδική θνησιμότητα, στην Εθνική Ιατροδικαστική Ακαδημία. Δώσατε μια διάλεξη». Η ταμπελίτσα με τ' όνομά του λέει Τ. Τέρχινγχτον. Δεν τον θυμάται. «Και τι στο καλό έκανες εκεί;» ρωτάει ο Μαρίνο. «Η Εθνική Ιατροδικαστική Ακαδημία είναι για μπάτσους». «Είμαι ερευνητής στο Τμήμα του σερίφη του Μπόφορτ Κάουντι. Μ' έστειλαν στην ΕΙΑ. Είμαι πτυχιούχος». «Πολύ παράξενο αυτό», λέει ο Μαρίνο. «Τότε τι στο καλό κάνεις εδώ στο Τσάρλεστον μέσα σ' ένα ασθενοφόρο;» «Τις ελεύθερες μέρες μου δουλεύω τραυματιοφορέας». «Εδώ δεν είναι το Μπόφορτ Κάουντι». «Μου χρειάζονται τα έξτρα χρήματα. Και τα επείγοντα περιστατικά είναι μια καλή εξάσκηση για την κανονική μου δουλειά. Έχω μια κοπέλα εδώ. Ή μάλλον είχα». Ο Τέρκινγκτον είναι άνετος. Λέει στη Σκαρπέτα: «Αν πιστεύετε ότι όλα είναι καλά, εμείς να πηγαίνουμε». «Ευχαριστώ. Θα την προσέχω εγώ», απαντάει η Σκαρπέτα. «Χάρηκα που σας ξαναείδα». Τα γαλάζια του μάτια την κοιτούν σταθερά κι έπειτα φεύγει μαζί με το συνάδελφο του. Η Σκαρπέτα λέει στη Ρόουζ: «Σε πάω στο νοσοκομείο να βεβαιωθούμε ότι όλα είν' εντάξει». «Δεν πρόκειται να με πας πουθενά», λέει εκείνη. «Πας, σε παρακαλώ, να μου βρεις μια καινούργια πόρτα;» λέει στον Μαρίνο. «Ή καινούργια κλειδαριά ή ό,τι χρειάζεται για να διορθωθεί αυτό το χάλι που δημιούργησες».
220
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Πάρε το αυτοκίνητο μου», του λέει η Σκαρπέτα πετώντας του τα κλειδιά. «Θα γυρίσω με τα πόδια σπίτι». «Πρέπει να μπω στο σπίτι σου». «Αυτό θα τ' αφήσουμε γι' αργότερα», του λέει.
Ο ήλιος μπαινοβγαίνει σε γκρίζα σύννεφα κι η θάλασσα σκάει φουσκωμένη στην ακτή. Ο Άσλεϊ Ντούλεϊ, ένας Νοτιοκαρολινέζος γέννημα-θρέμμα, έχει βγάλει το αντιανεμικό του κι έχει δέσει τα μανίκια του γύρω από την τεράστια κοιλιά του. Στρέφει την ολοκαίνουργια κάμερά του προς τη γυναίκα του, τη Μαντελάιζα, κι έπειτα σταματάει να τραβάει όταν ένα ασπρόμαυρο μπασέ εμφανίζεται από τους θάμνους στους αμμόλοφους. Ο σκύλος πλησιάζει τη Μαντελάιζα, τα πεσμένα αυτιά του σέρνονται στην άμμο. Τρίβεται στα πόδια της λαχανιασμένος. «Κοίτα, Άσλεϊ!» Σκύβει και χαϊδεύει το σκυλί. «Ο καημενούλης, τρέμει. Τι είναι, καλό μου; Μη φοβάσαι. Είναι κουτάβι ακόμα». Τα σκυλιά τη λατρεύουν. Την εντοπίζουν. Ποτέ δεν της γρύλισε σκύλος, το μόνο που κάνουν είναι να την αγαπούν. Πέρσι αναγκάστηκαν να κοιμίσουν τον Φρίσμπι, γιατί είχε καρκίνο. Η Μαντελάιζα δεν το 'χει ξεπεράσει, δεν συγχωρεί τον Άσλεϊ που δεν θέλησε να του κάνουν θεραπεία επειδή ήταν ακριβή. «Πήγαινε πιο πέρα», λέει ο Άσλεϊ. «Μπορούμε να τραβήξουμε και το σκύλο, αν θες. Θα τραβήξω κι όλες αυτές τις βίλες στο βάθος. Χριστέ μου, κοίτα εκείνο το σπίτι! Μόνο στην Ευρώπη βλέπεις τέτοια. Ποιος χρειάζεται κάτι τόσο μεγάλο;» «Πολύ θα ήθελα να πάμε στην Ευρώπη». «Αυτή η κάμερα είναι φοβερή». Η Μαντελάιζα δεν το αντέχει. Ο Άσλεϊ μπόρεσε να ξοδέψει χίλια τριακόσια δολάρια για μια κάμερα, αλλά δεν ήθελε να δώσει δεκάρα για τον Φρίσμπι. «Κοίτα εκεί. Ένα σωρό μπαλκόνια και κόκκινη στέγη», λέει. «Φαντάσου να ζεις εκεί μέσα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
221
Αν ζούσαμε εκεί μέσα, σκέφτεται εκείνη, δεν θα με πείραζε ν' αγοράζεις πανάκριβες κάμερες και οθόνες πλάσματος, και θα μπορούσαμε να πληρώσουμε τη θεραπεία του Φρίσμπι. «Δεν μπορώ να το φανταστώ», λέει ποζάροντας μπροστά στον αμμόλοφο. Το μπασέ κάθεται πάνω στο πόδι της, λαχανιασμένο. «Μου είπανε ότι λίγο παρακάτω έχει μια βίλα των τριάντα εκατομμυρίων δολαρίων». Δείχνει. «Χαμογέλα! Έλα, δεν είναι χαμόγελο αυτό! Θέλω ένα πλατύ χαμόγελο. Νομίζω πως την έχει κάποιος διάσημος, μπορεί να είν* αυτός που ξεκίνησε τα WalMart. Μα γιατί λαχανιάζει έτσι αυτός ο σκύλος; Δεν κάνει και τόση ζέστη εδώ. Και τρέμει. Μπορεί να είναι άρρωστος, να έχει λύσσα». «Όχι, χαρά μου, τρέμει σαν να φοβάται. Μπορεί να διψάει. Σου είχα πει να φέρεις ένα μπουκάλι νερό. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε τα Wal-Mart έχει πεθάνει», συμπληρώνει ενώ χαϊδεύει το μπασέ και κοιτάζει στην ακρογιαλιά, κανείς δεν είν' εκεί κοντά, μόνο μερικοί ψαρεύουν στο βάθος. «Νομίζω πως έχει χαθεί», λέει. «Δεν βλέπω κανέναν που θα μπορούσε να είναι ο ιδιοκτήτης του». «Πάμε να το βρούμε και να το τραβήξουμε». «Ποιο να βρούμε;» τον ρωτάει, ενώ ο σκύλος τρίβεται στα πόδια της, λαχανιάζοντας και τρέμοντας. Τον ψαχουλεύει, παρατηρώντας ότι χρειάζεται ένα μπάνιο και τα νύχια του θέλουν κόψιμο. Και μετά κάτι άλλο. «Αχ, Θεέ μου, νομίζω πως είναι τραυματισμένος». Αγγίζει το σβέρκο του σκύλου, βλέπει το αίμα στα δάχτυλά της, αρχίζει να μεριάζει το τρίχωμα αναζητώντας κάποια πληγή, αλλά δεν βρίσκει. «Παράξενο αυτό... Πού βρέθηκε το αίμα πάνω του; Έχει κι άλλο. Αλλά δεν φαίνεται να είναι πληγωμένος. Είναι αηδιαστικό». Σκουπίζει τα δάχτυλά της στο σορτς της. «Μπορεί να υπάρχει κάνα ψοφίμι ή καμιά φαγωμένη γάτα εδώ γύρω». Ο Άσλεϊ σιχαίνεται τις γάτες. «Πάμε να περπατήσουμε. Έχουμε τένις στις δύο και πρέπει να φάω κάτι πρώτα. Έχει μείνει καθόλου από κείνο το χοιρινό με μέλι;»
222
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Εκείνη γυρνάει προς τα πίσω. Το μπασέ κάθεται στην άμμο λαχανιασμένο και τους κοιτάζει.
«Ξέρω ότι έχεις εφεδρικό κλειδί σ' εκείνο το κουτάκι που έθαψες στον κήπο κάτω από μια στοίβα τούβλα πίσω απ' τους θάμνους», λέει η Ρόουζ. «Έχει ένα διαολεμένο χανγκόβερ και δεν θέλω να καβαλήσει τη μοτοσικλέτα του μ' ένα πιστόλι χωμένο στη ζώνη του τζιν του», λέει η Σκαρπέτα. «Πώς βρέθηκε το πιστόλι του στο σπίτι σου; Κι εδώ που τα λέμε, πώς βρέθηκε αυτός στο σπίτι σου;» «Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτόν. Θέλω να μιλήσουμε για σένα». «Γιατί δεν σηκώνεσαι απ' τον καναπέ να καθίσεις σε μια καρέκλα; Μου είναι δύσκολο να μιλάω όταν σ' έχω πάνω απ' το κεφάλι μου», λέει η Ρόουζ. Η Σκαρπέτα φέρνει μια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας, την αφήνει κάτω και λέει: «Τα φάρμακά σου». «Δεν κλέβω χάπια απ' το νεκροτομείο, αν εννοείς αυτό. Όλοι αυτοί οι αξιολύπητοι άνθρωποι που μας έρχονται με δεκάδες φάρμακα πάνω τους, γιατί; Γιατί δεν τα παίρνουν. Τα χάπια δεν διορθώνουν τίποτα. Αν διόρθωναν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα κατέληγαν στο νεκροτομείο». «Το μπουκαλάκι έχει το δικό σου όνομα επάνω και τ' όνομα του γιατρού σου. Μπορώ να τον βρω, ή μπορείς να μου πεις εσύ τι γιατρός είναι και γιατί σε παρακολουθεί». «Ογκολόγος». Η Σκαρπέτα νιώθει σαν να έφαγε κλοτσιά στο στήθος. «Σε παρακαλώ. Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο», λέει η Ρόουζ. «Έλπιζα ότι δεν θα το ανακάλυπτες μέχρι να έρθει η ώρα να διαλέξεις ένα κατάλληλο δοχείο για τις στάχτες μου. Ξέρω πως έκανα κάτι που δεν έπρεπε». Κρατάει την ανάσα της. «Ήμουν σε άθλια κατάσταση, αναστατώθηκα και πονούσα αφάνταστα». Η Σκαρπέτα της πιάνει το χέρι. «Είναι παράξενο πώς παγι-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
223
δευόμαστε από τα συναισθήματά μας. Στάθηκες πολύ στωική. Ή μήπως πρέπει να πω ξεροκέφαλη; Και σήμερα πρέπει να το αντιμετωπίσεις». «Θα πεθάνω», λέει η Ρόουζ. «Δεν μ' αρέσει αυτό που σας κάνω». «Τι καρκίνος είναι;» Κρατάει το χέρι της Ρόουζ. «Στους πνεύμονες. Και πριν αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι είναι από το παθητικό κάπνισμα που υπέμενα στο γραφείο σου τον πρώτο καιρό, τότε που το ντουμάνιαζες...» πάει να πει η Ρόουζ. «Μακάρι να μην το έκανα. Δεν μπορώ να σου πω πόσο το έχω μετανιώσει». «Αυτό που με σκοτώνει δεν έχει σχέση μ' εσένα», λέει η Ρόουζ. «Σου δίνω το λόγο μου. Σου μιλάω ειλικρινά». «Μικροκυτταρικός καρκίνος ή όχι;». «Όχι». «Αδενοκαρκίνωμα; Πλακώδες;» «Αδενοκαρκίνωμα. Απ' αυτό πέθανε κι η θεία μου. Όπως κι εγώ, δεν κάπνισε ποτέ της. Ο παππούς της είχε πεθάνει απ' το ίδιο. Εκείνος κάπνιζε. Εγώ δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα πάθαινα καρκίνο των πνευμόνων. Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν κι ότι θα πέθαινα. Δεν είναι γελοίο;» Αναστενάζει, το χρώμα επιστρέφει αργά στο πρόσωπο της, η λάμψη στα μάτια της. «Αντικρίζουμε το θάνατο κάθε μέρα, κι όμως συνεχίζουμε να κρατάμε μια στάση άρνησης απέναντι του. Έχεις δίκιο, δρ Σκαρπέτα. Μάλλον σήμερα με χτύπησε πισώπλατα. Δεν το περίμενα». «Καιρός είναι ν' αρχίσεις να με λες Κέι». Εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Γιατί; Δεν είμαστε φίλες;» Η Ρόουζ λέει: «Πάντα πιστεύαμε στα όρια, και μας φάνηκαν χρήσιμα. Δουλεύω για έναν άνθρωπο που είναι τιμή μου να γνωρίζω. Τ' όνομά της είναι δρ Σκαρπέτα. Ή Αρχηγός». Χαμογελάει. «Ποτέ δεν θα μπορούσα να τη φωνάξω Κέι». «Γιατί με αποπροσωποποιείς τώρα; Εκτός κι αν μιλάς για κάποια άλλη».
224
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Είναι κάποια άλλη. Κάποια που ειλικρινά δεν την ξέρεις. Νομίζω πως δεν την εκτιμάς όσο εγώ. Ειδικά αυτό τον καιρό». «Συγγνώμη, δεν είμαι η ηρωική γυναίκα που περιέγραψες, αλλά άσε με να σε βοηθήσω όσο μπορώ - να σε πάω στο καλύτερο ογκολογικό κέντρο της χώρας, το Ογκολογικό του Στάνφορντ. Εκεί που πάει η Λούσι. Θα σε πάω εκεί. Θα κάνουμε όποια θεραπεία...» «Όχι, όχι, όχι». Η Ρόουζ κουνάει και πάλι το κεφάλι της αργά, από τη μια μεριά στην άλλη. «Ησύχασε τώρα κι άκουσέ με. Συμβουλεύτηκα όλους τους ειδικούς. Θυμάσαι πέρσι το καλοκαίρι που έκανα μια κρουαζιέρα για τρεις εβδομάδες; Ήταν ψέμα. Η κρουαζιέρα μου ήταν απ' τον ένα ειδικό στον άλλο, και μετά η Λούσι με πήγε στο Στάνφορντ, κι από κει είναι ο γιατρός μου. Η πρόγνωση είναι η ίδια. Η μόνη μου επιλογή ήταν η χημειοθεραπεία και οι ακτινοβολίες, και το αρνήθηκα». «Πρέπει να δοκιμάσουμε ό,τι είναι δυνατόν». «Είμαι ήδη στο στάδιο 3-Β». «Έχει φτάσει στους λεμφαδένες;» «Στους λεμφαδένες. Και στα οστά. Και πάω ολοταχώς για το στάδιο 4. Δεν γίνεται εγχείρηση». «Χημειοθεραπεία κι ακτινοβολίες, ή έστω μόνο ακτινοβολίες. Πρέπει να δοκιμάσουμε. Δεν γίνεται να παραιτηθούμε έτσι». «Κατ' αρχήν, δεν πρόκειται για μας. Πρόκειται για μένα. Και δεν πρόκειται να τα περάσω όλ' αυτά - όχι. Να με πάρει ο διάολος αν κάτσω να χάσω όλα μου τα μαλλιά και να έχω ναυτίες και να νιώθω άθλια από τη στιγμή που ξέρω πως αυτή η αρρώστια θα με σκοτώσει. Καλύτερα γρήγορα, παρά αργά. Η Λούσι έφτασε σε σημείο να μου πει ότι θα μου βρει μαριχουάνα για να μη με αρρωσταίνει η χημειοθεραπεία. Φαντάσου με να στρίβω μπάφους». «Προφανώς το ξέρει από τότε που το έμαθες κι εσύ», λέει η Σκαρπέτα. Η Ρόουζ κουνάει το κεφάλι. «Έπρεπε να μου το πεις». «Το είπα στη Λούσι κι εκείνη είναι μαστόρισσα στα μυστικά -
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
225
έχει τόσα πολλά, που κανείς μας δεν ξέρει τι είν' αλήθεια. Αυτό που δεν ήθελα είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Να σε κάνω να νιώσεις άσχημα». «Πες μου τι μπορώ να κάνω», λέει, καθώς η θλίψη τη σφίγγει όλο και περισσότερο. «Άλλαξε ό,τι μπορείς. Μη διανοηθείς καν ότι δεν γίνεται». «Πες μου. Θα κάνω ό,τι θέλεις», λέει η Σκαρπέτα. «Μόνο όταν πεθαίνεις συνειδητοποιείς πόσα πράγματα θα μπορούσες ν' αλλάξεις στη ζωή σου. Αυτό δεν μπορώ να τ' αλλάξω». Η Ρόουζ χτυπάει το στήθος της. «Έχεις τη δύναμη ν' αλλάξεις σχεδόν ό,τι θέλεις». Εικόνες απ' την προηγούμενη νύχτα, και για μια στιγμή η Σκαρπέτα φαντάζεται πως τον μυρίζει, πως τον νιώθει, και προσπαθεί να μη δείξει πόσο τσακισμένη είναι. «Τι είναι;» της σφίγγει το χέρι η Ρόουζ. «Είναι δυνατόν να μη νιώθω χάλια;» «Κάτι άλλο σκεφτόσουν, δεν σκεφτόσουν εμένα», λέει η Ρόουζ. «Τον Μαρίνο. Έχει τα χάλια του και συμπεριφέρεται παράξενα». «Γιατί χέστηκε απ' το ποτό χτες το βράδυ», λέει η Σκαρπέτα, κι η φωνή της είναι γεμάτη οργή. «"Χέστηκε". Δεν σ' έχω ξανακούσει να το λες. Αλλά κι εγώ έχω γίνει μάλλον χυδαία τον τελευταίο καιρό. Χρησιμοποίησα τη λέξη χαζομούνα σήμερα το πρωί όταν μιλούσα με τη Λούσι στο τηλέφωνο - μιλώντας για την καινούργια του Μαρίνο. Και η Λούσι έτυχε να περάσει απ' τη γειτονιά σου γύρω στις οχτώ το πρωί. Ενώ η μοτοσικλέτα του Μαρίνο ήταν ακόμα παρκαρισμένη έξω απ' το σπίτι σου». «Σου έφερα ένα κουτί φαγητό. Είναι ακόμα στο χολ. Κάτσε να το φέρω». Μια κρίση βήχα, κι όταν η Ρόουζ τραβάει το χαρτομάντιλο απ' το στόμα της, έχει κατακόκκινες κηλίδες αίμα. «Σε παρακαλώ, άσε με να σε πάω στο Στάνφορντ», λέει η Σκαρπέτα. «Πες μου τι έγινε χτες το βράδυ».
226
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Μιλήσαμε». Η Σκαρπέτα νιώθει να κοκκινίζει. «Μέχρι που παρασούρωσε». «Δεν νομίζω να σ' έχω ξαναδεί να κοκκινίζεις». «Είναι έξαψη». «Ναι, κι εγώ έχω γρίπη». «Πες μου τι μπορώ να κάνω για σένα». «Άσε με να κάνω εκείνα που κάνω συνήθως. Δεν θέλω ν' αναστηθώ. Δεν θέλω να πεθάνω σ' ένα νοσοκομείο». «Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μου;» «Αυτό δεν είναι από κείνα που κάνω συνήθως», λέει η Ρόουζ. «Μου δίνεις τουλάχιστον την άδεια να μιλήσω με το γιατρό σου;» «Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να μάθεις. Ρώτησες τι θέλω και σου το είπα. Δεν θέλω θεραπείες. Θέλω καταπραϋντική αγωγή». «Έχω ένα ελεύθερο δωμάτιο στο σπίτι μου. Αλλά είναι μικρό. Ίσως πρέπει να βρω ένα μεγαλύτερο σπίτι», λέει η Σκαρπέτα. «Μην είσαι τόσο ανιδιοτελής, γιατί γίνεσαι εγωίστρια. Κι είναι εγωισμός να με κάνεις να νιώσω ενοχές, να νιώσω απαίσια επειδή πληγώνω τους άλλους γύρω μου». Η Σκαρπέτα διστάζει και μετά λέει: «Να το πω στον Μπέντον;» «Να του το πεις. Όχι όμως στον Μαρίνο. Δεν θέλω να του το πεις». Η Ρόουζ ανακάθεται και κατεβάζει τα πόδια της στο πάτωμα. Πιάνει τα χέρια της Σκαρπέτα. «Δεν είμαι ιατροδικαστής», λέει. «Αλλά γιατί οι καρποί σου έχουν πρόσφατους μώλωπες;»
Το μπασέ είναι ακόμη ακίνητο εκεί που το άφησαν, καθισμένο στην άμμο κοντά στην πινακίδα Απαγορεύεται η Είσοδος. «Γιά δες, αυτό δεν είναι φυσιολογικό», σχολιάζει η Μαντελάιζα. «Κάθετ' εδώ πάνω από μία ώρα περιμένοντας να γυρίσουμε. Έλα, Ντρούπι. Έλα, καλό μου». «Αγάπη μου, δεν τον λένε έτσι. Μην αρχίζεις να του δίνεις ονόματα. Κοίτα την ταυτότητά του», λέει ο Άσλεϊ. «Δες ποιο είναι τ' όνομά του και πού μένει».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
227
Εκείνη σκύβει και το μπασέ την πλησιάζει, τρίβεται στο πόδι της και της γλείφει τα χέρια. Εκείνη προσπαθεί να διαβάσει την ταυτότητα, δεν έχει τα πρεσβυωπικά γυαλιά της. Ούτε ο Άσλεϊ τα δικά του. «Δεν μπορώ να το δω», λέει. «Ελάχιστα διακρίνω, αλλά δεν μου φαίνεται να γράφει τηλέφωνο. Και δεν έχω το κινητό μου». «Ούτ' εγώ». «Μεγάλη βλακεία. Κι αν στραμπούλιζα το πόδι μου εδώ πέρα ή πάθαινα κάτι; Κάποιος ψήνει εδώ κοντά», λέει εκείνη, μυρίζοντας τον αέρα και κοιτάζοντας γύρω της. Βλέπει καπνό να βγαίνει από το πίσω μέρος του τεράστιου άσπρου σπιτιού με τα μπαλκόνια και την κόκκινη στέγη - ένα από τα ελάχιστα σπίτια που έχει δει με πινακίδα Απαγορεύεται η Είσοδος. «Γιατί δεν πας να δεις τι ψήνουν;» λέει στο μπασέ χαϊδεύοντας τα κρεμαστά αυτιά του. «Θα μπορούσαμε να πάμε ν' αγοράσουμε κι εμείς μια απ' αυτές τις μικρές ψησταριές και να ψήσουμε έξω απόψε». Προσπαθεί ξανά να διαβάσει την ταυτότητα του σκύλου, αλλά είναι αδύνατον χωρίς τα γυαλιά της, και φαντάζεται πλούσιους, φαντάζεται εκατομμυριούχους να ψήνουν στο αίθριο εκείνου του τεράστιου άσπρου σπιτιού πίσω απ* τον αμμόλοφο που μισοκρύβεται από τα ψηλά πεύκα. «Πες γεια στη γεροντοκόρη την αδερφή σου», λέει ο Άσλεϊ τραβώντας με την κάμερα. «Πες της ότι έχουμε ένα πολυτελές σπίτι εδώ στην Οδό των Εκατομμυριούχων στο Χίλτον Χεντ. Πες της ότι την επόμενη φορά θα μείνουμε α ένα σπίτι σαν αυτό εκεί που κάνουν μπάρμπεκιου». Η Μαντελάιζα κοιτάζει πέρα στην ακρογιαλιά προς το μέρος όπου είναι το σπίτι τους, αλλά δεν μπορεί να το δει πίσω από τα πυκνά δέντρα. Ξαναστρέφει την προσοχή της στο σκύλο και λέει: «Πάω στοίχημα ότι μένει εκεί πέρα». Δείχνει τη λευκή έπαυλη ευρωπαϊκού στιλ όπου έχουν το μπάρμπεκιου. «Θα πάω μέχρι εκεί να ρωτήσω». «Πήγαινε. Εγώ θα περπατήσω λιγάκι και θα τραβήξω μερικές εικόνες. Είδα μερικές χελώνες πριν από λίγο».
228
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Έλα, Ντρούπι. Πάμε να βρούμε την οικογένειά σου», λέει στο σκυλί η Μαντελάιζα. Το σκυλί κάθεται στην άμμο, απρόθυμο. Η Μαντελάιζα το τραβάει απ' το κολάρο, όμως εκείνο δεν λέει να κουνηθεί. «Εντάξει λοιπόν», του λέει. «Μείν' εδώ κι εγώ θα δω αν είσαι από κείνο το μεγάλο σπίτι. Μπορεί να βγήκες έξω και να μην το κατάλαβαν. Αλλά ένα είναι σίγουρο. Κάποιος σ' έχει χάσει και του λείπεις φοβερά». Το αγκαλιάζει και το φιλάει. Διασχίζει τη σκληρή άμμο, φτάνει εκεί που είναι μαλακή, περνάει μέσ' από τ' αγριόχορτα, παρ' όλο που έχει ακούσει πως είναι παράνομο να περπατάς στους αμμόλοφους. Διστάζει μπροστά στην πινακίδα με το Απαγορεύεται η Είσοδος, αλλ' ανεβαίνει με τόλμη στον ξύλινο διάδρομο και πηγαίνει ίσια στο τεράστιο άσπρο σπίτι, όπου κάποιος πλούσιος, ίσως και διάσημος, ψήνει στη σχάρα. Μεσημεριανό γεύμα, υποθέτει, ενώ κοιτάζει προς τα πίσω, ελπίζοντας ότι το μπασέ δεν θα το σκάσει. Δεν μπορεί να το δει, είναι στην πίσω μεριά του αμμόλοφου. Δεν το βλέπει ούτε στην ακρογιαλιά, βλέπει μόνο τον Άσλεϊ, μια μικροσκοπική φιγούρα, να τραβάει μερικά δελφίνια που πηδούν στα κύματα, τα πτερύγιά τους σκίζουν τα νερά κι έπειτα χάνονται ξανά. Στο τέλος του διαδρόμου είναι μια ξύλινη πόρτα και, προς μεγάλη της έκπληξη, δεν είναι μανταλωμένη. Είναι μισάνοιχτη. Διασχίζει την πίσω αυλή, κοιτάζοντας παντού, φωνάζοντας «Παρακαλώ!». Δεν έχει ξαναδεί τόσο μεγάλη πισίνα, είν' απ' αυτές που τις λένε «μαύρου πυθμένα» κι ολόγυρα είναι στολισμένη με διακοσμητικά πλακάκια που μοιάζουν φερμένα απ' την Ιταλία, την Ισπανία ή κάποιο άλλο μακρινό, εξωτικό μέρος. Κοιτάζει ολόγυρα, φωνάζοντας «Παρακαλώ!», και στέκεται με περιέργεια μπροστά στην ψησταριά του γκαζιού όπου ένα κακοκομμένο κομμάτι κρέας έχει καρβουνιάσει απ' τη μια μεριά, ενώ είναι ωμό απ' την άλλη. Σκέφτεται ότι το κρέας αυτό είναι παράξενο, δεν μοιάζει με χοιρινό ή μοσχάρι, και σίγουρα δεν είναι κοτόπουλο. «Παρακαλώ!» φωνάζει. «Είναι κανείς εδώ;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
229
Χτυπάει στην πόρτα της βεράντας. Κάνει το γύρο μέχρι το πλάι του σπιτιού, με τη σκέψη ότι αυτός που ψήνει μπορεί να βρίσκεται κάπου εκεί πέρα, αλλά στην πλαϊνή αυλή δεν υπάρχει ψυχή, μόνο αγριόχορτα. Κοιτάζει από μια χαραμάδα ανάμεσα στα στόρια και στο περβάζι ενός μεγάλου παραθύρου και βλέπει μια αδειανή κουζίνα, όλο πέτρα κι ανοξείδωτο ατσάλι. Μόνο στα περιοδικά έχει δει τέτοιες κουζίνες. Παρατηρεί δυο μεγάλα μπολ για σκύλους σ' ένα χαλάκι κοντά στο κούτσουρο του χασάπη. «Παρακαλώ!» φωνάζει. «Νομίζω ότι έχω το σκύλο σας!» Προχωρεί στο πλάι του σπιτιού φωνάζοντας. Ανεβαίνει μερικά σκαλοπάτια που οδηγούν σε μια πόρτα, δίπλα της είν' ένα παράθυρο απ' όπου λείπει ένα τζάμι. Άλλο ένα παραθυρόφυλλο είναι σπασμένο. Σκέφτεται να ξανατρέξει πίσω στην παραλία, αλλά μες στο πλυσταριό είναι ένα μεγάλο, αδειανό κλουβί σκύλου. «Παρακαλώ!» Η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Μπαίνει σε ξένη ιδιοκτησία, αλλά έχει βρει το σπίτι του μπασέ και πρέπει να το βοηθήσει. Πώς θα ένιωθε αυτή αν κάποιος έβρισκε τον Φρίσμπι και δεν της τον έφερνε πίσω; «Παρακαλώ!» Δοκιμάζει την πόρτα κι εκείνη ανοίγει.
12 Τα νερά στάζουν απ' τις βαλανιδιές. Μες στη βαθιά σκιά απ' τα πυξάρια και τις ελιές, η Σκαρπέτα βάζει κομμάτια από σπασμένα κεραμικά στον πάτο από τις γλάστρες για να βοηθήσει την αποστράγγιση του νερού και να μη σαπίσουν τα φυτά. Ο ζεστός αέρας είναι γεμάτος ατμούς από μια δυνατή βροχή που ξέσπασε απότομα και σταμάτησε το ίδιο απότομα. Ο Μπουλ κουβαλάει μια σκάλα σε μια βαλανιδιά που τα κλαδιά της σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος του κήπου της Σκαρπέτα. Εκείνη αρχίζει να γεμίζει με χώμα τις γλάστρες και φυτεύει πετούν ιες, μετά μαϊντανό, άνηθο και μάραθο, γιατί τραβούν τις πεταλούδες. Μεταφυτεύει τ' ασημένια βυζαντινά στάχυα και τις αρτεμισίες σε καλύτερα σημεία με περισσότερο ήλιο. Η μυρωδιά του υγρού, εύφορου χώματος ανακατεύεται με την αψάδα των παλιών τούβλων και της μούχλας καθώς κινείται μέχρι μια κολόνα από τούβλα σκεπασμένη με φτέρες. Προσπαθεί να διαγνώσει το πρόβλημα. «Αν ξηλώσω τη φτέρη, Μπουλ, μπορεί να κάνω ζημιά στα τούβλα. Τι λες;» «Είναι τούβλα του Τσάρλεστον, μπορεί να είναι και διακοσίων χρονών, έτσι μου φαίνεται», λέει εκείνος απ' την κορφή της σκάλας. «Εγώ θα ξερίζωνα λίγη και θα έβλεπα τι γίνεται». Η φτέρη ξηλώνεται αδιαμαρτύρητα. Η Σκαρπέτα γεμίζει ένα ποτιστήρι και προσπαθεί να μη σκέφτεται τον Μαρίνο. Νιώθει απαίσια όταν σκέφτεται τη Ρόουζ.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
231
Ο Μπουλ λέει: «Κάποιος με μια μηχανή τσόπερ ήρθε απ' το στενάκι λίγο πριν έρθετε». Η Σκαρπέτα σταματάει αυτό που κάνει και τον κοιτάζει. «Ο Μαρίνο ήταν;» Όταν εκείνη γύρισε απ' το διαμέρισμα της Ρόουζ, η μοτοσικλέτα του έλειπε. Μάλλον πήγε με το αυτοκίνητο της στο σπίτι του και πήρε κάποιο εφεδρικό κλειδί. «Όχι, κυρία, δεν ήταν αυτός. Είχ' ανέβει στη σκάλα για να κλαδέψω τις μουσμουλιές και τον είδα πάνω απ* το φράχτη αυτόν που ήταν στη μηχανή. Εκείνος δεν με είδε. Μπορεί να μην ήταν τίποτα». Το κλαδευτήρι του ανοιγοκλείνει και μερικές παραφυάδες πέφτουν κάτω. «Σας ενοχλεί κανένας; Θα ήθελα να μου το πείτε». «Τι έκανε ο άλλος;» «Έστριψε κι ήρθε ώς τα μισά του δρόμου πολύ αργά, και μετά γύρισε κι έφυγε. Μου φάνηκε ότι φορούσε μπαντάνα, μπορεί πορτοκαλί και κίτρινη. Δεν καλοκατάλαβα από κει που ήμουν. Η τσόπερ του είχε χαλασμένες εξατμίσεις, μούγκριζε κι έφτυνε σαν να ετοιμαζόταν να κλατάρει. Να μου πείτε αν πρέπει να ξέρω κάτι. Θα χω τα μάτια μου ανοιχτά». «Τον έχεις ξαναδεί εδώ γύρω;» «Θ* αναγνώριζα την τσόπερ του». Η Σκαρπέτα σκέφτεται αυτό που της είπε ο Μαρίνο το προηγούμενο βράδυ. Ένας μηχανόβιος τον απείλησε στο πάρκινγκ, είπε ότι θα της συνέβαινε κάτι κακό αν δεν έφευγε απ' την πόλη. Ποιος μπορεί να ήθελε τόσο πολύ να τη δει να χάνεται ώστε να της στέλνει ένα τέτοιο μήνυμα; Της περνάει απ' το μυαλό ο πολιτικός εκπρόσωπος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας. Ρωτάει τον Μπουλ: «Ξέρεις τίποτα για το διευθυντή εδώ; Τον Χένρι Χόλινγκς;» «Μόνο ότι η οικογένειά του έχει το γραφείο κηδειών από τον Πόλεμο και μετά, εκείνο το τεράστιο κτήριο πίσω από έναν ψηλό τοίχο πέρα στην Καλχούν, δεν είναι μακριά από δω. Δεν μ' αρέσει η ιδέα ότι κάποιος σας ενοχλεί. Η γειτόνισσά σας είναι σίγουρα περίεργη».
232
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η κυρία Γκρίμπολ κοιτάζει πάλι απ' το παράθυρο. «Με παρακολουθεί σαν γεράκι», λέει ο Μπουλ. «Αν μου επιτρέπετε, είναι κάπως αγενής, κι εμένα δεν με πειράζει να προσβάλλω τους άλλους». Η Σκαρπέτα ξαναγυρνάει στη δουλειά της. Κάτι τρώει τους πανσέδες. Το λέει στον Μπουλ. «Έχει πρόβλημα με τα ποντίκια η περιοχή», απαντάει εκείνος. Φαίνεται προφητικό. Εκείνη εξετάζει τους κατεστραμμένους πανσέδες. «Σαλιγκάρια», αποφαίνεται. «Μπορείτε να δοκιμάσετε με μπίρα», λέει ο Μπουλ συνεχίζοντας το κλάδεμα. «Βάλτε πιατάκια με μπίρα μόλις σκοτεινιάσει. Πάνε και πίνουν, μεθάνε και πνίγονται». «Και η μπίρα τραβάει περισσότερα σαλιγκάρια απ' όσα ήταν πριν. Δεν κατάφερα ποτέ να πνίξω κανένα». Κι άλλα βλαστάρια πέφτουν απ' τη βαλανιδιά. «Είδα περιττώματα από ρακούν εκεί πέρα». Δείχνει με το κλαδευτήρι. «Μπορεί αυτά να τρώνε τους πανσέδες». «Ρακούν, σκίουροι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτά». «Μπορείτε, αλλά δεν θέλετε. Δεν σας αρέσει να σκοτώνετε. Κι είναι ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς τι δουλειά κάνετε. Θα νόμιζε ότι δεν σας ενοχλεί τίποτα». Μιλάει μέσ' απ' το δέντρο. «Φαίνεται πως η δουλειά μου με κάνει να μ' ενοχλούν τα πάντα». «Μμμ. Αυτό συμβαίνει όταν ξέρεις πολλά. Αυτές οι ορτανσίες εκεί δίπλα σας. Βάλτε μερικά σκουριασμένα καρφιά στο χώμα και θα πάρουν ένα ωραίο γαλάζιο χρώμα». «Το ίδιο γίνεται και με τα άλατα Έπσομ». «Δεν το 'ξερα». Η Σκαρπέτα κοιτάζει μ' ένα μεγεθυντικό φακό κοσμηματοπώλη το πίσω μέρος του φύλλου μιας καμέλιας και παρατηρεί ασπριδερά λέπια. «Θα τις κλαδέψουμε, κι επειδή είναι μεταδοτικό, πρέπει ν' απολυμάνουμε τα εργαλεία πριν τα χρησιμοποιήσουμε σ' οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να φέρω γεωπόνο εδώ».
I
! ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΩΝ
ΝΕΚΡΩΝ
233
«Μμμ. Τα φυτά παθαίνουν αρρώστιες όπως κι οι άνθρωποι». Τα κοράκια αρχίζουν να φτεροκοπούν κάτω απ' τη μεγάλη βαλανιδιά που κλαδεύει. Μερικά απ' αυτά απομακρύνονται ξαφνικά.
Η Μαντελάιζα στέκεται παράλυτη σαν εκείνη τη γυναίκα στη Βίβλο που δεν έκανε αυτό που είπε ο Θεός και μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος. Καταπατάει ξένη ιδιοκτησία, παραβιάζει το νόμο. «Παρακαλώ;» φωνάζει ξανά. Μαζεύει όλο της το κουράγιο για να βγει απ' το πλυσταριό και να πάει στην πολυτελή κουζίνα του πιο πολυτελούς σπιτιού που έχει δει ποτέ της, συνεχίζοντας να φωνάζει «Παρακαλώ;» και μην ξέροντας τι να κάνει. Νιώθει ένα φόβο που δεν τον έχει ξανανιώσει ποτέ και θέλει να φύγει από κει μέσα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αρχίζει να τριγυρνάει, κοιτάζοντας γύρω μ' ανοιχτό το στόμα, νιώθει σαν κλέφτρα, ανησυχεί μήπως την πιάσουν -τώρα ή αργότερα- και τη βάλουν φυλακή. Πρέπει να φύγει, να βγει έξω. Τώρα. Νιώθει ν' ανατριχιάζει, ενώ συνεχίζει να φωνάζει «Παρακαλώ!» και «Είναι κανείς εδώ;» και ν' αναρωτιέται γιατί στο καλό το σπίτι είναι ξεκλείδωτο και το κρέας ψήνεται στη σχάρα αφού δεν είναι κανείς εκεί. Αρχίζει να φαντάζεται πως την παρακολουθούν καθώς τριγυρνάει, κάτι μέσα της την προειδοποιεί ότι πρέπει να βγει τρέχοντας απ' το σπίτι και να γυρίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στον Άσλεϊ. Δεν έχει δικαίωμα να τριγυρνάει και να χώνει τη μύτη της, αλλά δεν μπορεί να συγκρατηθεί τώρα που βρέθηκ' εκεί. Ποτέ της δεν έχει δει τέτοιο σπίτι και δεν μπορεί να φανταστεί γιατί δεν της απαντάει κανείς, κι η περιέργειά της δεν την αφήνει να γυρίσει πίσω, ή νιώθει σαν να μην μπορεί. Περνάει μέσ' από μια αψίδα σ' ένα εκπληκτικό σαλόνι. Το δάπεδο είναι από γαλαζωπή πέτρα, μοιάζει με ημιπολύτιμη, είναι στρωμένο με υπέροχα ανατολίτικα χαλιά κι έχει τεράστια, εμ-
234
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
φανή ξύλινα δοκάρια κι ένα τζάκι όπου μπορείς να ψήσεις ολόκληρο γουρούνι. Μια κινηματογραφική οθόνη είναι κατεβασμένη μπροστά σ' ένα γυάλινο τοίχο που βλέπει προς τη θάλασσα. Κόκκοι σκόνης αιωρούνται στην ακτίνα του προτζέκτορα, η οθόνη είναι φωτισμένη αλλά κενή και δεν υπάρχει ήχος. Κοιτάζει το μαύρο δερμάτινο καναπέ, απορώντας με τη στοίβα των ρούχων που είναι προσεκτικά διπλωμένα πάνω του: ένα σκούρο μακό, ένα σκούρο παντελόνι, ένα αντρικό σωβρακάκι. Το μεγάλο κρυστάλλινο τραπεζάκι είναι γεμάτο με πακέτα τσιγάρων, μπουκαλάκια από φάρμακα κι ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι από βότκα Grey Goose. Η Μαντελάιζα φαντάζεται κάποιον -πιθανόν έναν άντρα- μεθυσμένο και σε βαριά κατάθλιψη ή κακό χάλι, πράγμα που εξηγεί γιατί βγήκε ο σκύλος έξω. Κάποιος βρισκόταν εδώ πριν από λίγη ώρα κι έπινε, σκέφτεται, και όποιος κι αν ήταν, έβαλε να ψήσει στη σχάρα και μετά εξαφανίστηκε. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Δεν μπορεί ν' αποδιώξει την αίσθηση πως την παρακολουθούν, και σκέφτεται, Θεέ μου, κάνει κρύο εδώ μέσα. «Παρακαλώ! Είναι κανείς εδώ;» φωνάζει βραχνά. Τα πόδια της μοιάζουν να κινούνται από μόνα τους καθώς εξερευνά με δέος κι ο φόβος μέσα της βουίζει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Πρέπει να φύγει. Καταπατάει ξένη ιδιοκτησία σαν να είναι διαρρήκτης. Παραβιάζει ξένο σπίτι. Θα 'χει μπλεξίματα. Νιώθει κάτι να την κοιτάζει. Οι αστυνομικοί θα την κοιτούν, ναι, όταν και αν μάθουν, και την πιάνει πανικός, αλλά τα πόδια της δεν την υπακούν. Την οδηγούν απ' το ένα μέρος στο άλλο. «Παρακαλώ;» φωνάζει, κι η φωνή της ραγίζει. Μετά το σαλόνι, στ' αριστερά του χώρου υποδοχής, υπάρχει ένα άλλο δωμάτιο κι ακούει νερό να τρέχει. «Παρακαλώ!» Ακολουθεί διστακτικά το θόρυβο του νερού, δεν μπορεί να ελέγξει τα πόδια της. Συνεχίζουν να προχωρούν και την οδηγούν σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα με φανταχτερά, πολυτελή έπιπλα και κλειστές μεταξωτές κουρτίνες και φωτογραφίες σ' όλους τους
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
235
τοίχους. Ένα όμορφο κοριτσάκι με μια πανέμορφη, ευτυχισμένη γυναίκα, που πρέπει να είναι η μητέρα του. Το κοριτσάκι χαρούμενο να πλατσουρίζει σε μια γούρνα μ' ένα κουτάβι - το μπασέ. Η ίδια όμορφη γυναίκα να κλαίει, καθισμένη σ' έναν καναπέ και μιλώντας με τη διάσημη ψυχίατρο της τηλεόρασης, τη δρ Σελφ, ενώ οι τεράστιες κάμερες έχουν πλησιάσει πολύ κοντά. Η ίδια όμορφη κυρία να ποζάρει με την Ντριου Μάρτιν κι έναν ωραίο άντρα με σταρένια επιδερμίδα και πολύ σκούρα μαλλιά. Η Ντριου κι ο άντρας φοράνε ρούχα του τένις και κρατάνε ρακέτες, βρίσκονται σε κάποιο γήπεδο τένις. Η Ντριου Μάρτιν είναι νεκρή. Δολοφονημένη. Το ανοιχτογάλανο κάλυμμα του κρεβατιού είναι τσαλακωμένο. Πάνω στο μαύρο μαρμάρινο πάτωμα, κοντά στο κεφαλάρι τού κρεβατιού, είναι πεταμένα ρούχα. Μια ροζ φόρμα γυμναστικής, ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα σουτιέν. 0 ήχος του νερού γίνεται όλο και πιο δυνατός καθώς τα πόδια της την οδηγούν προς τα κει και η Μαντελάιζα τους λέει να κάνουν μεταβολή, αλλά δεν υπακούν. Τρέξτε, τους λέει καθώς τη φέρνουν σ' ένα μπάνιο από μαύρο όνυχα και χαλκό. ΤΡΕΞΤΕ! Αντικρίζει τις βουτηγμένες στο αίμα πετσέτες στο χάλκινο νιπτήρα, το ματωμένο πριονωτό μαχαίρι και τα ματωμένα κοπίδια στο πίσω μέρος της μαύρης τουαλέτας, την καλοβαλμένη στοίβα με τις καθαρές, ανοιχτορόδινες πετσέτες πάνω στο καλάθι. Πίσω από τις κουρτίνες με τις τιγρέ ρίγες που κρύβουν τη χάλκινη μπανιέρα, το νερό τρέχει πάνω σε κάτι που δεν ακούγεται σαν μέταλλο.
13 Είναι σκοτεινά και η Σκαρπέτα ρίχνει το φακό της πάνω σ' ένα ατσάλινο Κολτ πεταμένο στη μέση του στενού πίσω απ' το σπίτι. Δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία. Αν ο διευθυντής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας είναι ανακατεμένος σ' αυτή την τελευταία, άσχημη τροπή των γεγονότων, η αστυνομία μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα. Δεν μπορείς να ξέρεις ποιον έχει στο τσεπάκι του. Ο Μπουλ έχει βαριά ιστορία πίσω του κι η Σκαρπέτα δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Της είπε ότι τα κοράκια που φτερούγισαν μακριά απ' τη βαλανιδιά του κήπου της είχαν κάποιο νόημα, κι έτσι της είπε ένα ψέμα, είπε ότι έπρεπε να πάει σπίτι του, ενώ αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν να παραφυλάξει - έτσι το διατύπωσε. Χώθηκε στους θάμνους ανάμεσα στις δυο αυλόπορτές της και περίμενε. Περίμενε σχεδόν πέντε ώρες. Η Σκαρπέτα δεν είχε ιδέα. Συνέχισε τη δουλειά της. Τελείωσε αυτά που έκανε στον κήπο. Έκανε ντους. Δούλεψε στο γραφείο της στον επάνω όροφο. Έκανε μερικά τηλεφωνήματα. Πήρε να μάθει τι κάνει η Ρόουζ. Πήρε να μάθει τι κάνει η Λούσι. Πήρε να μάθει τι κάνει ο Μπέντον. Όλη αυτή την ώρα δεν ήξερε ότι ο Μπουλ ήταν κρυμμένος ανάμεσα στις δυο αυλόπορτες πίσω απ' το σπίτι. Λέει πως είναι σαν το ψάρεμα. Δεν πιάνεις τίποτα, εκτός κι αν ξεγελάσεις το ψάρι και το κάνεις να πιστέψει ότι έχεις φύγει. Όταν ο ήλιος ήταν χαμηλά, οι σκιές είχαν μακρύνει κι ο Μπουλ είχε περάσει όλο το απόγευμα καθισμένος στα σκοτεινά, δροσερά τούβλα ανάμεσα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
237
στις αυλόπορτες, είδε έναν άντρα στο στενάκι. Ο άντρας πήγε κατευθείαν στην αυλόπορτα της Σκαρπέτα και προσπάθησε να περάσει το χέρι του από μέσα για να την ανοίξει. Αφού δεν τα κατάφερε, άρχισε να σκαρφαλώνει, και τότε ο Μπουλ άνοιξε την πόρτα διάπλατα και του ρίχτηκε. Νομίζει πως είναι ο άντρας που είχε δει με την τσόπερ, αλλά όποιος κι αν είναι, είχε κακό σκοπό, κι όταν πιάστηκαν στα χέρια, ο άντρας έριξε τ' όπλο του. «Μείνε εδώ», λέει η Σκαρπέτα στον Μπουλ μες στο σκοτεινό στενάκι. «Αν βγει κάποιος απ' τους γείτονες ή αν φανεί κανένας, μην τον αφήσεις με τίποτα να πλησιάσει. Κανείς να μην αγγίξει τίποτα. Ευτυχώς, νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να δει τι κάνουμε». Η δέσμη απ' το φακό του Μπουλ πέφτει στ' ακανόνιστα τούβλα καθώς εκείνη επιστρέφει στο σπίτι. Ανεβαίνει στον πρώτο όροφο και σε λίγα λεπτά είναι πίσω στο στενάκι, με την κάμερα και το βαλιτσάκι με τα σύνεργα που χρησιμοποιεί στους τόπους των εγκλημάτων. Τραβάει φωτογραφίες. Φοράει γάντια από λατέξ. Πιάνει το περίστροφο, ανοίγει τον κύλινδρο και βγάζει έξι τριανταοχτάρες σφαίρες, τις βάζει σε μια χάρτινη σακούλα και το όπλο σε μια άλλη. Κλείνει τις σακούλες με την κίτρινη κολλητική ταινία των στοιχείων και βάζει μια ετικέτα και τ' αρχικά της. Ο Μπουλ συνεχίζει να ψάχνει, ο φακός του ανεβοκατεβαίνει καθώς περπατάει, σταματάει, σκύβει, μετά περπατάει λίγο ακόμα, όλα πολύ αργά. Περνούν άλλα λίγα λεπτά και μετά λέει: «Κάτι είν' εδώ. Καλύτερα να το δείτε». Εκείνη τον πλησιάζει, προσέχοντας πού πατάει, και καμιά τριανταριά μέτρα από την αυλόπορτα, πάνω στη γεμάτη φύλλα άσφαλτο, είν' ένα μικρό χρυσό νόμισμα με μια σπασμένη χρυσή αλυσίδα. Λάμπουν στο φως του φακού, το χρυσάφι έχει το χρώμα του φεγγαριού. «Φτάσατε τόσο μακριά από την πόρτα καθώς παλεύατε;» ρωτάει δύσπιστα η Σκαρπέτα. «Τότε γιατί το όπλο του είν' εκεί;» Δείχνει τα σκοτεινά περιγράμματα απ' τις δυο πόρτες και τον τοίχο του κήπου. «Δεν ξέρω πού ακριβώς ήμουνα», της λέει. «Αυτά τα πράγμα-
238
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
τα γίνονται γρήγορα. Δεν νομίζω να ήμουνα τόσο μακριά, αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριά». Η Σκαρπέτα κοιτάζει προς το σπίτι. «Από δω μέχρι εκεί είναι αρκετά μακριά», λέει. «Είσαι σίγουρος ότι δεν τον κυνήγησες αφού πέταξε το όπλο;» «Το μόνο που μπορώ να πω», λέει ο Μπουλ, «είναι ότι μια χρυσή αλυσίδα μ' ένα χρυσό νόμισμα δεν θα 'μενε εδώ για πολύ. Μπορεί να τον κυνήγησα και να 'σπάσε μόλις αρπαχτήκαμε. Δεν νομίζω ότι τον κυνήγησα, αλλά όταν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, δεν μπορείς να λογαριάσεις σωστά το χρόνο και την απόσταση». «Όχι πάντα», συμφωνεί εκείνη. Βάζει καινούργια γάντια και πιάνει το σπασμένο μενταγιόν από μια άκρη της αλυσίδας. Χωρίς το φακό δεν μπορεί να καταλάβει τι νόμισμα είναι, διακρίνει μόνο ένα κεφάλι με κορόνα απ' τη μια πλευρά κι ένα στεφάνι και τον αριθμό 1 απ' την άλλη. «Μπορεί να έσπασε όταν πρωτοπιαστήκαμε στα χέρια», καταλήγει ο Μπουλ, σαν να είναι βέβαιος τώρα. «Ελπίζω να μη σας αναγκάσουν να τους τα παραδώσετε όλ' αυτά. Η αστυνομία, θέλω να πω». «Δεν έχω τίποτα να παραδώσω», λέει. «Μέχρι τώρα δεν έχει γίνει κανένα έγκλημα. Μόνο μια συμπλοκή ανάμεσα σ' εσένα κι έναν άγνωστο. Και δεν σκοπεύω να το αναφέρω σε κανέναν. Εκτός από τη Λούσι. Θα δούμε αύριο τι μπορούμε να κάνουμε στο εργαστήριο». Ο Μπουλ είχε ήδη μπλεξίματα. Δεν είναι να ξαναμπλέκει τώρα, και μάλιστα εξαιτίας της. «Όταν κάποιος βρίσκει ένα πεταμένο όπλο, υποτίθεται ότι πρέπει να καλέσει την αστυνομία», λέει ο Μπουλ. «Δεν θα την καλέσω». Μαζεύει τα πράγματα που είχε φέρει έξω. «Φοβάστε μήπως νομίσουν ότι μπλέχτηκα σε κάτι και με μπαγλαρώσουν. Μην μπλέκετε εξαιτίας μου, δρ Κέι». «Κανείς δεν πρόκειται να σε μπαγλαρώσει», του λέει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
239
Η μαύρη Πόρσε 911 Carrera του Τζιάνι Λουπάνο είναι μονίμως στο Τσάρλεστον, άσχετα με το πόσο σπάνια βρίσκεται ο ίδιος εδώ. «Πού είναι;» ρωτάει η Λούσι τον Εντ. «Δεν τον έχω δει». «Αλλά είναι ακόμα στην πόλη». «Του μίλησα χτες. Με πήρε και μου είπε να στείλω το συνεργείο συντήρησης εκεί πάνω γιατί ο κλιματισμός του δεν δούλευε καλά. Έτσι, ενώ έλειπε, και δεν ξέρω πού ήταν, αυτοί του άλλαξαν το φίλτρο. Είναι κλειστός τύπος. Ξέρω πότε έρχεται και πότε φεύγει, γιατί με παίρνει να του βάζω μπροστά το αυτοκίνητο μια φορά την εβδομάδα για να μην αδειάσει η μπαταρία». Ο Εντ ανοίγει ένα κουτί από φελιζόλ και το γραφειάκι του μυρίζει τηγανητές πατάτες. «Σας πειράζει; Δεν θέλω να κρυώσει. Ποιος σας είπε για το αυτοκίνητο του;» «Η Ρόουζ δεν ήξερε πως είχε διαμέρισμα σ' αυτό το κτήριο», λέει η Λούσι από την πόρτα, ενώ παρακολουθεί το διάδρομο και βλέπει ποιος μπαίνει μέσα. «Όταν το έμαθε, κατάλαβε ποιος είναι και μου είπε ότι τον έχει δει να οδηγεί ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο που της φάνηκε σαν Πόρσε». «Έχει ένα Βόλβο που είναι πιο γέρικο κι απ' τη γάτα μου». «Πάντα αγαπούσα τ' αυτοκίνητα, κι έτσι η Ρόουζ ξέρει πολλά γι' αυτά, είτε της αρέσει είτε όχι», λέει η Λούσι. «Ρώτα τη για Πόρσε, Φεράρι, Λαμποργκίνι και θα σου πει. Εδώ γύρω ο κόσμος δεν νοικιάζει Πόρσε. Μπορεί Μερσεντές, αλλά όχι Πόρσε σαν αυτή. Κι έτσι φαντάστηκα ότι μπορεί να τη φυλάει εδώ». «Πώς τα πάει η Ρόουζ;» Ο Εντ κάθεται στο γραφείο του τρώγοντας ένα τσίζμπουργκερ από το Sweetwater Cafe. «Ήταν πολύ άσχημα νωρίτερα». «Να σου πω», λέει η Λούσι. «Η Ρόουζ δεν είναι και πολύ καλά». «Έκανα το εμβόλιο της γρίπης φέτος. Κόλλησα δύο φορές γρίπη, συν ένα κρυολόγημα. Είναι σαν να σου δίνουν καραμέλες για να μη χαλάσουν τα δόντια σου. Δεν το ξανακάνω». «Ήταν εδώ ο Τζιάνι Λουπάνο όταν η Ντριου δολοφονήθηκε
240
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στη Ρώμη;» ρωτάει η Λούσι. «Μου είπαν πως ήταν στη Νέα Υόρκη, αλλ* αυτό δεν σημαίνει πως είν' αλήθεια». «Κέρδισε το τουρνουά εδώ μια Κυριακή, στα μέσα του μήνα». Σκουπίζει το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα, πιάνει μια σόδα και ρουφάει με το καλαμάκι. «Ξέρω πως εκείνο το βράδυ ο Τζιάνι έφυγε από το Τσάρλεστον, γιατί μου ζήτησε να προσέχω το αυτοκίνητο του. Είπε ότι δεν ήξερε πότε θα γύριζε, και μετά, εντελώς ξαφνικά, νά σου τον!» «Αλλά δεν τον είδες». «Δεν τον βλέπω σχεδόν ποτέ». «Μιλάτε απ' το τηλέφωνο». «Συνήθως». «Δεν το καταλαβαίνω», λέει η Λούσι. «Εκτός από τότε που η Ντριου έπαιζε στο Κύπελλο Family Circle, γιατί να είναι στο Τσάρλεστον; Το τουρνουά είναι... πότε; Μια φορά το χρόνο;» «Θα σας φανεί παράξενο ποιοι έχουν σπίτια στην περιοχή. Ακόμα και σταρ του σινεμά». «Το αυτοκίνητο του έχει GPS;» «Έχει τα πάντα. Φοβερό αυτοκίνητο». «Πρέπει να δανειστώ το κλειδί». «Ααα!» Αφήνει το τσίζμπουργκερ στο κουτί του. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». «Μην ανησυχείς, δεν θα το οδηγήσω, μόνο να κοιτάξω κάτι, και ξέρω ότι δεν πρόκειται να πεις κουβέντα». «Δεν μπορώ να σας δώσω το κλειδί». Έχει σταματήσει να τρώει. «Αν το ανακαλύψει...» «Χρειάζομαι το κλειδί για δέκα λεπτά, ένα τέταρτο το πολύ. Δεν θα το μάθει, σου δίνω το λόγο μου». «Μιας και θα μπείτε μέσα, βάλτε το και μπροστά. Δεν είναι κακό». Ανοίγει ένα σακουλάκι κέτσαπ. «Εντάξει». Η Λούσι βγαίνει από μια πίσω πόρτα και βρίσκει την Πόρσε σε μια απομονωμένη γωνιά του πάρκινγκ. Ανάβει τη μηχανή κι ανοίγει το ντουλαπάκι να δει τις καταχωρίσεις. Η Carrera είναι του
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
241
2006, στο όνομα του Λουπάνο. Ανοίγει το GPS, ελέγχει το ιστορικό των αποθηκευμένων προορισμών και τους σημειώνει.
Η γρήγορη ανάσα του τομογράφου που ψύχεται. Μέσα στο θάλαμο των μαγνητικών τομογραφιών, ο Μπέντον κοιτάζει απ* το τζάμι τα τυλιγμένα με σεντόνι πόδια της δρ Σελφ. Είναι πάνω στην κινούμενη πλάκα, μέσα στον κύλινδρο του 14 τόνων τομογράφου, με το σαγόνι κολλημένο ώστε να θυμάται ότι δεν πρέπει να κουνήσει το κεφάλι της, το οποίο στηρίζεται σ' ένα πηνίο που θα δεχτεί τους παλμούς των ραδιοσυχνοτήτων οι οποίοι χρειάζονται για ν' απεικονίσουν τον εγκέφαλο της. Στ' αυτιά της έχει ένα ζευγάρι ακουστικά που απαλύνουν τους θορύβους. Μέσ' απ' αυτά, λίγο αργότερα, όταν αρχίσει η απεικόνιση της εγκεφαλικής της λειτουργίας, θ' ακούσει την κασέτα με τη φωνή της μητέρας της. «Μέχρι εδώ, καλά», λέει ο Μπέντον στη δρ Σούζαν Λέιν. «Εκτός απ' τις πλάκες και τα παιχνιδάκια της. Πολύ λυπάμαι που άφησε όλο τον κόσμο να περιμένει». Και στον τεχνικό: «Τζος; Πώς είσαι; Ξύπνιος;» «Δεν μπορώ να σου πω πόσο το περίμενα αυτό», λέει ο Τζος από την κονσόλα. «Η κόρη μου κάνει εμετό όλη μέρα. Να σας το πει κι η γυναίκα μου, που αυτή τη στιγμή θα 'θελε να με σκοτώσει». «Πρώτη φορά γνωρίζω άνθρωπο που προσφέρει τόση ευτυχία στον κόσμο». Ο Μπέντον εννοεί τη δρ Σελφ, το μάτι του κυκλώνα. Κοιτάζει απ' το τζάμι τα πόδια της, διακρίνει τη γυαλάδα μιας κάλτσας. «Φοράει καλσόν;» «Τυχερός είσαι που φοράει και κάτι. Όταν την έφερα εδώ, επέμενε να τα βγάλει όλα», λέει η δρ Λέιν. «Δεν με εκπλήσσει». Είναι προσεκτικός. Παρ' όλο που η δρ Σελφ δεν μπορεί να τους ακούσει αν δεν χρησιμοποιήσουν την ενδοεπικοινωνία, μπορεί να τους δει. «Είναι μανιακή μέχρι αηδίας. Ήταν από την πρώτη στιγμή που μπήκε εδώ μέσα. Ήταν παραγωγική η παραμονή της εδώ. Ρώτα τη. Τα 'χει τετρακόσια».
242
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Τη ρώτησα αν φοράει κάτι μεταλλικό, αν έχει σουτιέν με μεταλλικές μπαλένες», λέει η δρ Λέιν. «Της είπα ότι το σκάνερ έχει μαγνητική δύναμη εξήντα χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από της γης και δεν πρέπει να βάλεις τίποτα σιδερένιο κοντά του, κι ότι το κάψιμο των σουτιέν θα είχε διαφορετικό νόημα αν είχε μεταλλικές μπαλένες και δεν μας το 'λεγε. Μας είπε ότι είχε, ήταν μάλιστα αρκετά περήφανη για το όλο θέμα, και μιλούσε ξανά και ξανά για το... χμμμ... φορτίο να έχεις μεγάλο στήθος. Φυσικά, της είπα ότι έπρεπε να βγάλει το σουτιέν, κι εκείνη είπε ότι προτιμούσε να τα βγάλει όλα και ζήτησε ένα φανελάκι». «Εγώ δεν έχω να πω τίποτ' άλλο». «Κι έτσι, φοράει φανελάκι, αλλά την έπεισα να μη βγάλει το σλιπάκι της. Και τις κάλτσες της». «Μπράβο, Σούζαν. Άντε να τελειώνουμε». Η δρ Λέιν πιέζει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και λέει: «Αυτό που θα κάνουμε τώρα είναι ν' αρχίσουμε με μερικές αναγνωριστικές εικόνες - δομικές εικόνες, με άλλα λόγια. Το πρώτο μέρος θα διαρκέσει περίπου έξι λεπτά και θ' ακούσετε μερικούς μάλλον δυνατούς, παράξενους θορύβους που κάνει το μηχάνημα. Πώς είστε;» «Μπορούμε ν' αρχίσουμε, παρακαλώ;» Η φωνή της δρ Σελφ. Η ενδοεπικοινωνία κλείνει και η δρ Λέιν λέει στον Μπέντον: «Είσαι έτοιμος για την PANAS;» Τη βαθμολόγηση στις Κλίμακες Θετικών κι Αρνητικών Επιδράσεων. Ο Μπέντον πιέζει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και λέει: «Δρ Σελφ, θ' αρχίσω με μια σειρά ερωτήσεων σχετικά με το πώς νιώθετε. Και θα σας κάνω τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά αρκετές φορές στη διάρκεια της συνεδρίας μας, εντάξει;» «Ξέρω τι είναι η PANAS». Η φωνή της. Ο Μπέντον και η δρ Λέιν ανταλλάσσουν ματιές, η έκφραση στα πρόσωπά τους είναι χαλαρή, δεν αποκαλύπτει τίποτα, ενώ η δρ Λέιν λέει σαρκαστικά: «Υπέροχα». Ο Μπέντον λέει: «Αγνόησέ το. Έλα να τελειώνουμε». Ο Τζος κοιτάζει τον Μπέντον, έτοιμος ν' αρχίσει. Ο Μπέντον
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
243
σκέφτεται, τη συζήτησή του με το δρ Μαρόνι και την κατηγορία ότι ο Τζος είπε στη Λούσι για τη VIP ασθενή τους και μετά η Λούσι το είπε στη Σκαρπέτα. Ο Μπέντον προβληματίζεται ακόμα. Τι προσπαθούσε να του πει ο δρ Mapovt; Καθώς κοιτάζει τη δρ Σελφ μέσ' από το τζάμι, του έρχεται μια ιδέα. Ο φάκελος που δεν βρίσκεται στη Ρώμη. Ο φάκελος του Ανθρώπου της Άμμου. Μπορεί να είν' εδώ στο ΜακΛίν. Μια οθόνη δείχνει τις ζωτικές ενδείξεις που μεταδίδονται από τη συσκευή στα δάχτυλα της δρ Σελφ κι ένα πιεσόμετρο. Ο Μπέντον λέει. «Πίεση 112 με 78». Το σημειώνει. «Σφυγμοί 72». «Οξυαιμοσφαιρίνη;» ρωτάει η δρ Λέιν. Της λέει ότι το ποσοστό της οξυαιμοσφαιρίνης της δρ Σελφ -η μέτρηση δηλαδή του οξυγόνου στο αίμα της- είναι 99. Φυσιολογική. Πιέζει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας για ν' αρχίσει την PANAS.
«Δρ Σελφ; Είστε έτοιμη για μερικές ερωτήσεις;» «Επιτέλους». Η φωνή της στην ενδοεπικοινωνία. «Θα σας κάνω ερωτήσεις και θέλω να βαθμολογείτε αυτό που νιώθετε σε μια κλίμακα από το ένα ώς το πέντε. Ένα σημαίνει ότι δεν νιώθετε τίποτα. Δύο σημαίνει ότι νιώθετε κάτι. Το τρία είναι το μέτριο, το τέσσερα το πολύ και το πέντε το πάρα πολύ. Καταλαβαίνετε;» «Ξέρω την PANAS. Ψυχίατρος είμαι». «Φαίνεται πως είναι και νευρολόγος», σχολιάζει η δρ Λέιν. «Θα κλέψει σ' αυτό το κομμάτι της εξέτασης». «Δεν μ' ενδιαφέρει». Ο Μπέντον πιέζει το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας κι αρχίζει τις ερωτήσεις, τις ίδιες που θα της κάνει αρκετές ακόμα φορές στη διάρκεια της εξέτασης. Νιώθει αναστάτωση, ανησυχία, ντροπή, έχθρα, εκνευρισμό, ενοχή; Ή ενδιαφέρον, περηφάνια, αποφασιστικότητα, ενέργεια, δύναμη, έμπνευση, αδημονία, ενθουσιασμό, επαγρύπνηση; Εκείνη βαθμολογεί με ένα τα πάντα, ισχυριζόμενη ότι δεν νιώθει τίποτα. Ο Μπέντον εξετάζει τις ζωτικές ενδείξεις της και τις καταγράφει. Είναι φυσιολογικές, αναλλοίωτες.
244
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Τζος;» Η δρ Λέιν δείχνει πως ήρθε η ώρα. Το δομικό σκανάρισμα αρχίζει. Ήχοι δυνατοί σαν σφυροκοπήματα, κι έπειτα εικόνες του εγκεφάλου της δρ Σελφ εμφανίζονται στην οθόνη του κομπιούτερ του Τζος. Δεν αποκαλύπτουν πολλά. Αν δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό παθολογικό πρόβλημα, όπως ένας όγκος, δεν πρόκειται να δουν τίποτα μέχρι αργότερα, οπότε θ' αναλύσουν χιλιάδες εικόνες απ* αυτές που συνέλαβε ο τομογράφος. «Είμαστε έτοιμοι ν* αρχίσουμε», λέει η δρ Λέιν στην ενδοεπικοινωνία. «Είστε εντάξει εκεί;» «Ναι». Ανυπόμονα. «Τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα δεν θ' ακούσετε τίποτα», εξηγεί η δρ Λέιν. «Οπότε, μείνετε σιωπηλή και χαλαρώστε. Μετά θ' ακούσετε μια μαγνητοφώνηση της μητέρας μας, και θέλω απλώς να την ακούσετε. Να είστε εντελώς ακίνητη κι απλώς ν' ακούτε». Οι ζωτικές ενδείξεις της δρ Σελφ παραμένουν αναλλοίωτες. Ένας απόκοσμος ήχος από σόναρ που θυμίζει υποβρύχιο, ενώ ο Μπέντον κοιτάζει τα σκεπασμένα πόδια της δρ Σελφ απ* την άλλη πλευρά του τζαμιού. «Ο καιρός εδώ είναι υπέροχος, Μέριλιν». Η ηχογραφημένη φωνή της Γκλάντις Σελφ. ((Δεν ασχολήθηκα ακόμη με τον κλιματισμό - όχι ότι λειτουργεί κιόλας. Βουίζει σαν τεράστιο έντομο. Απλώς έχω τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά, επειδή η θερμοκρασία είναι μάλλον καλή τώρα». Παρ* όλο που αυτά είναι τα ουδέτερα σχόλια, τα πιο αθώα απ' όλα, οι ζωτικές ενδείξεις της δρ Σελφ αλλάζουν. «Σφυγμοί 73, 74», λέει ο Μπέντον, σημειώνοντάς το. «Σκεφτόμουν όλα εκείνα τα υπέροχα οπωροφόρα που είχες όταν έμενες εδώ, Μέριλιν, εκείνα που αναγκάστηκε να κόψει το Υπουργείο Γεωργίας επειδή είχαν αρρωστήσει τα κίτρα. Μ' αρέσουν οι όμορφοι κήποι. Και θα χαρείς αν σου πω ότι αυτό το ηλίθιο πρόγραμμα κοπής των δέντρων έχει ανασταλεί, γιατί δεν έχει αποτέλεσμα. Τι κρίμα! Η ζωή είναι θέμα κατάλληλου συγχρονισμού, σωστά;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
245
«Σφυγμοί 75, 76. Οξυαιμοσφαφίνη 98», λέει ο Μπέντον. «... το χειρότερο απ' όλα, Μέριλιν. Αυτό το υποβρύχιο που πάει πέρα δώθε όλη μέρα ένα μίλι από την ακτή. Έχει μια μικρή αμερικάνικη σημαία που κυματίζει από το... πώς το λένε... από τον πύργο όπου είναι το περισκόπιο. Πρέπει να είναι εξαιτίας τού πολέμου. Πέρα δώθε, πέρα δώθε, κάποια άσκηση κάνουν κι η σημαιούλα ανεμίζει. Αέω στις φίλες μου, άσκηση για ποιο πράγμα; Δεν τους είπε κανείς ότι δεν χρειάζονται υποβρύχια στο Ιράκ;» Η πρώτη ουδέτερη σειρά τελειώνει και μέσα στο διάλειμμα των τριάντα δευτερολέπτων ξαναπαίρνουν την πίεση της δρ Σελφ. Έχει ανέβει στο 116 με 82. Μετά η φωνή της μητέρας της ξανά. Η Γκλάντις Σελφ μιλάει για το πού της αρέσει να κάνει τα ψώνια της αυτό τον καιρό στη Νότια Φλόριντα και για την ανοικοδόμηση που δεν σταματάει ποτέ, παντού ξεπροβάλλουν ουρανοξύστες, λέει. Πολλοί απ* αυτούς είναι άδειοι, επειδή η κτηματομεσιτική αγορά έχει πάει κατά διαόλου. Κυρίως εξαιτίας τού πολέμου στο Ιράκ. Και την έχουν πατήσει όλοι. Η δρ Σελφ αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. «Πω πω!» λέει η δρ Λέιν. «Σίγουρα κάτι της τράβηξε την προσοχή. Κοίτα την οξυαιμοσφαφίνη της». Έχει πέσει στο 97. Η φωνή της μητέρας της ξανά. Θετικά σχόλια. Και μετά οι επικρίσεις. α... Ήσουν παθολογική ψεύτρα, Μέριλιν. Από την πρώτη στιγμή που άρχισες να μιλάς, ποτέ δεν σε κατάφερνα να μου πεις την αλήθεια. Και μετά; Τι έγινε; Πού βρήκες αυτή την περίφημη ηθική σου; Όχι απ' αυτήν εδώ την οικογένεια. Εσύ και τα βρομερά σου μυστικά. Είναι αηδιαστικό κι απαίσιο. Τι έπαθε η καρδιά σου, Μέριλιν; Αν το ήξεραν οι θαυμαστές σου! Ντροπή σου, Μέριλιν...» Η οξυγόνωση στο αίμα της δρ Σελφ πέφτει στο 96%, η αναπνοή της γίνεται πιο γρήγορη και πιο ρηχή και μπορούν να την ακούσουν από την ενδοεπικοινωνία. α... Οι άνθρωποι που πέταξες σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Και ξέρεις τι και ποιους εννοώ. Αες ψέματα σαν να ήταν η αλή-
246
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
θεια. Αυτό με ανησυχούσε σ'εσένα από την αρχή, και κάποια μέρα θα το βρεις μπροστά σου...» «123 σφυγμοί», λέει η δρ Λέιν. «Μόλις κούνησε το κεφάλι της», λέει ο Τζος. «Το πρόγραμμα δεν μπορεί να το διορθώσει αυτό;» ρωτάει η δρ Λέιν. «Δεν ξέρω». «... Kac νομίζεις ότι με τα χρήματα γίνονται όλα. Δίνεις λίγες δεκάρες και σου συγχωρούνται τα πάντα. Τους εξαγοράζεις όλους. Θα δούμε, λοιπόν. Μια μέρα θα θερίσεις αυτά που έσπειρες. Δεν θέλω τα λεφτά σου. Πίνω με τις φιλενάδες μου στο μπαράκι κι ούτε που ξέρουν τι μου είσαι...» Οι σφυγμοί ανεβαίνουν στους 134. Η οξυγόνωση του αίματος πέφτει στο 95%. Τα πόδια της δείχνουν ανησυχία. Εννιά δευτερόλεπτα ακόμα. Η μητέρα μιλάει ενεργοποιώντας νευρώνες στον εγκέφαλο της κόρης. Το αίμα ρέει σ' αυτούς τους νευρώνες και με την αύξηση του αίματος υπάρχει και μια αύξηση του αποξυγονωμένου αίματος που ανιχνεύεται από το σκάνερ. Οι εικόνες τής εγκεφαλικής λειτουργίας καταγράφονται. Η δρ Σελφ βρίσκεται σε σωματικό και συναισθηματικό στρες. Δεν παίζει θέατρο. «Δεν μ' αρέσουν οι ζωτικές ενδείξεις της. Αυτό είναι. Δεν έχει άλλο», λέει ο Μπέντον στη δρ Λέιν. «Συμφωνώ». Ανοίγει την ενδοεπικοινωνία. «Δρ Σελφ. Θα σταματήσουμε».
Από ένα κλειδωμένο ντουλάπι μέσα στο εργαστήριο των υπολογιστών, η Λούσι παίρνει ένα κουτί με εργαλεία, ένα φλασάκι κι ένα μικρό μαύρο κουτί, καθώς μιλάει με τον Μπέντον στο τηλέφωνο. «Μην κάνεις ερωτήσεις», της λέει εκείνος. «Μόλις τελειώσαμε μια τομογραφία. Για να το διατυπώσω καλύτερα, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε. Δεν μπορώ να σου πω τίποτα, αλλά χρειάζομαι κάτι». «Εντάξει». Κάθεται μπροστά στο κομπιούτερ.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
247
«Πρέπει να μιλήσεις στον Τζος. Θέλω να μπεις μέσα». «Και να κάνω τι;» «Τα e-mail μιας ασθενούς προωθούνται στον σέρβερ του Παβίλιον». «Και;» «Και στον ίδιο σέρβερ υπάρχουν και ηλεκτρονικοί φάκελοι. Ένας απ' αυτούς αφορά κάποιον που συνάντησε το διευθυντή τού Παβίλιον. Ξέρεις ποιον εννοώ». «Και;» «Και το Νοέμβριο συνάντησε στη Ρώμη ένα άτομο που μας ενδιαφέρει», λέει ο Μπέντον στο τηλέφωνο. «Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι ο ασθενής που μας ενδιαφέρει υπηρέτησε στο Ιράκ και φαίνεται ότι τον συνέστησε η δρ Σελφ». «Και;» Η Λούσι μπαίνει στο Ίντερνετ. «Ο Τζος μόλις τελείωσε το σκαν. Αυτό που διακόψαμε. Σ' ένα άτομο που φεύγει απόψε, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα του προωθούνται πια e-mail. Ο χρόνος είναι σημαντικός». «Είναι ακόμα εκεί; Το άτομο που φεύγει;» «Αυτή τη στιγμή, ναι. Ο Τζος έχει φύγει, το μωρό του είναι άρρωστο. Βιαζόταν». «Αν μου δώσεις τον κωδικό σου, μπορώ να μπω στο δίκτυο», λέει η Λούσι. «Θα μου διευκολύνεις τα πράγματα. Αλλά θα είσαι εκτός για καμιά ώρα». Η Λούσι παίρνει τον Τζος στο κινητό του. Είναι στο αυτοκίνητο του και φεύγει απ' το νοσοκομείο. Ακόμα καλύτερα. Του λέει ότι ο Μπέντον δεν μπορεί να μπει στο e-mail του, κάτι συμβαίνει με τον σέρβερ, πρέπει να τον διορθώσει η ίδια επειγόντως, φαίνεται ότι θα χρειαστεί λίγη ώρα. Μπορεί να το κάνει από μακριά, αλλά της χρειάζεται ο κωδικός του διαχειριστή του συστήματος, εκτός κι αν ο Τζος θέλει να κάνει μεταβολή και να το φτιάξει ο ίδιος. Σίγουρα δεν θέλει να το κάνει, αρχίζει να λέει για τη γυναίκα του και το παιδί του. Εντάξει, ας το φροντίσει η Λούσι, την ευχαριστεί. Συνεργάζονται συνεχώς πάνω σε τεχνικά προβλήματα και δεν θα του περνούσε απ' το μυαλό ότι η Λούσι θέλει
248
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ν' αποκτήσει πρόσβαση στα e-mail μιας ασθενούς και στους ιδιωτικούς φακέλους του δρ Μαρόνι. Ακόμα κι αν ο Τζος υποπτευόταν το χειρότερο, θα υπέθετε πως η Λούσι ήθελε απλώς να κάνει τα χακερίστικά της και δεν θα ρωτούσε τίποτα. Ξέρει τις ικανότητές της, ξέρει πώς βγάζει λεφτά, για τ' όνομα του Θεού. Η Λούσι δεν θέλει να χακέψει το νοσοκομείο του Μπέντον. Θα της έπαιρνε πολλή ώρα. Μια ώρα αργότερα ξανατηλεφωνεί στον Μπέντον. «Δεν έχω χρόνο να κοιτάξω», λέει. «Το αφήνω σ' εσένα. Στα προώθησα όλα. Και το e-mail σου λειτουργεί». Φεύγει απ' το εργαστήριο με τη μοτοσικλέτα της, την Agusta Brutale, νιώθοντας να την πλημμυρίζουν αγωνία κι οργή. Η δρ Σελφ είναι στο ΜακΛίν. Είν' εκεί δύο εβδομάδες σχεδόν. Γαμώτο. Ο Μπέντον το ήξερε. Τρέχει, ο ζεστός αέρας τής μαστιγώνει το κράνος, σαν να προσπαθεί να τη συνεφέρει. Καταλαβαίνει γιατί ο Μπέντον δεν μπορούσε να πει λέξη, αλλά δεν είναι σωστό. Η δρ Σελφ κι ο Μαρίνο ν' ανταλλάσσουν email κι όλον αυτό τον καιρό η δρ Σελφ να είναι κάτω απ' τη μύτη του Μπέντον στο ΜακΛίν. Ο Μπέντον δεν προειδοποιεί τον Μαρίνο ή τη Σκαρπέτα. Δεν προειδοποιεί τη Λούσι ενώ παρακολουθούν μαζί τον Μαρίνο από την κάμερα του νεκροτομείου να ξεναγεί τη Σάντι. Η Λούσι να κάνει σχόλια για τον Μαρίνο, για τα e-mail του στη δρ Σελφ, κι ο Μπέντον απλώς ν' ακούει, και τώρα η Λούσι νιώθει ηλίθια. Νιώθει προδομένη. Δεν τον νοιάζει που της ζητάει να παραβιάσει εμπιστευτικούς ηλεκτρονικούς φακέλους, αλλά δεν της λέει ότι η δρ Σελφ είναι ασθενής και κάθεται στο προσωπικό της δωμάτιο στο τελείως αποκλειστικό Παβίλιον, και πληρώνει τρεις χιλιάδες δολάρια την ημέρα για να γαμάει τους πάντες. Βάζει την έκτη και προσπερνάει τ' αυτοκίνητα στη γέφυρα Άρθουρ Ράβενελ Τζούνιορ, με τους πανύψηλους πυλώνες και τα κάθετα καλώδια που της θυμίζουν το Ογκολογικό Κέντρο του Στάνφορντ και την κυρία που έπαιζε ένα συνονθύλευμα τραγουδιών στην άρπα της. Ο Μαρίνο μπορεί να ήταν ήδη μπερδεμένος,
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
249
αλλά δεν επιζητούσε το χάος που μπορούσε να προκαλέσει η δρ Σελφ. Είναι πολύ απλοϊκός για να κατανοήσει μια βόμβα νετρονίου. Μπροστά στη δρ Σελφ είν* ένα μεγάλο, χαζό παιδί με μια σφεντόνα στην κωλότσεπη. Μπορεί να το ξεκίνησε αυτός στέλνοντάς της ένα e-mail, όμως εκείνη ξέρει πώς να το αποτελειώσει. Ξέρει πώς να τον αποτελειώσει. Περνώντας δίπλα από τις βάρκες για γαρίδες που είναι αραγμένες στο Σεμ Κρικ, διασχίζει τη γέφυρα Μπεν Σόγιερ για το νησί Σάλιβαν, όπου μένει ο Μαρίνο σ ένα σπίτι που κάποτε τ' ονόμαζε σπίτι των ονείρων του - μια μικροσκοπική, ρημαγμένη ψαροκαλύβα πάνω σε πασσάλους, με μια κόκκινη μεταλλική στέγη. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά, δεν έχει φως ούτε καν στη βεράντα. Πίσω από την καλύβα, μια μακριά αποβάθρα κόβει στα δύο τα νερά και καταλήγει σ' ένα στενό χείμαρρο που προχωρεί φιδογυριστά προς τον Υδάτινο Δρόμο. 'Οταν μετακόμισε εδώ, αγόρασε μια βάρκα και χαιρόταν να εξερευνά τα ρέματα και να ψαρεύει, ή απλώς να κάνει βαρκάδα και να πίνει μπίρες. Η Λούσι δεν είναι σίγουρη τι έγινε. Πού πήγε; Ποιος ζει μέσα στο σώμα του; Η μικρή μπροστινή αυλή είναι γεμάτη άμμο και σκόρπια αγκαθωτά αγριόχορτα. Κάτω από την παράγκα προσπαθεί να περάσει μέσ' από στοίβες με παλιοπράγματα. Παλιά ψυγεία, μια σκουριασμένη ψησταριά, καλάθια για καβούρια, σάπια δίχτυα, σκουπιδοντενεκέδες που μυρίζουν σαν βόθρος. Ανεβαίνει τα στριφογυριστά ξύλινα σκαλιά και δοκιμάζει ν' ανοίξει την πόρτα με την ξεφλουδισμένη μπογιά. Η κλειδαριά είναι ψεύτικη, αλλά δεν θέλει να την παραβιάσει. Καλύτερα να βγάλει την πόρτα απ* τους μεντεσέδες και να μπει μέσα έτσι. Μ' ένα κατσαβίδι, βρίσκεται μεμιάς στο σπίτι των ονείρων του Μαρίνο. Δεν έχει συναγερμό, ο Μαρίνο πάντα έλεγε πως τα όπλα του ήταν αρκετά τρομαχτικά. Τραβάει το κορδόνι μιας λάμπας στο ταβάνι και μες στην απότομη λάμψη και τις ακανόνιστες σκιές κοιτάζει γύρω της να δει τι άλλαξε απ' την τελευταία φορά που ήταν εδώ. Πότε ήταν αυτό; Πριν από έξι μήνες; Δεν έχει κάνει τίποτα καινούργιο, λες και σταμάτησε να μένει εδώ μετά από ένα διάστημα. Το σαλόνι, με
250
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
γυμνό ξύλινο πάτωμα, έχει ένα φτηνό καρό καναπέ, δυο καρέκλες, μια μεγάλη τηλεόραση, ένα κομπιούτερ κι έναν εκτυπωτή. Στον τοίχο υπάρχει ένας πάγκος κουζίνας και πάνω στον πάγκο μερικά άδεια τενεκάκια μπίρας κι ένα μπουκάλι Jack Daniel's, και στο ψυγείο πολλά κομμάτια κρύο κρέας, τυρί και μπίρες. Κάθεται στο γραφείο του Μαρίνο κι από τη θύρα USB του κομπιούτερ του βγάζει ένα φλασάκι των 256 MB απ' όπου κρέμεται μια θηλιά. Ανοίγει το κουτί με τα εργαλεία της και διαλέγει μια λεπτή πένσα - μικρή σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι κοσμηματοποιοί. Μέσα στο μικρό μαύρο κουτί έχει τέσσερα μικρόφωνα μονής κατεύθυνσης, το καθένα όχι μεγαλύτερο από οχτώ χιλιοστά, σαν μια ασπιρίνη για μωρά. Βγάζοντας την πλαστική θήκη από το φλασάκι, αφαιρεί τη στήλη του και τη θηλιά και βάζει μέσα ένα μικρόφωνο, η μεταλλική κορφή του περνάει απαρατήρητη μέσα στην τρυπούλα όπου ήταν αρχικά συνδεμένη η θηλιά. Το τρυπάνι κάνει ένα απαλό βουητό καθώς ανοίγει μια δεύτερη τρυπούλα στη βάση της θήκης, όπου ξαναπερνάει τον κρίκο τής θηλιάς και την ξανασυνδέει. Μετά ψάχνει σε μια τσέπη στο μπατζάκι του παντελονιού της, βγάζει ένα άλλο φλασάκι -αυτό που έφερε απ' το εργαστήριοκαι το βάζει στη θύρα USB. Κατεβάζει μια δική της εκδοχή ενός προγράμματος παρακολούθησης που θα συνδέει κάθε πλήκτρο που πατάει ο Μαρίνο μ' έναν από τους λογαριασμούς του e-mail της. Κοιτάζει το σκληρό του δίσκο, ψάχνει για ντοκουμέντα. Σχεδόν τίποτα, εκτός από τα e-mail της δρ Σελφ που ο Μαρίνο τα αντέγραψε στο κομπιούτερ του γραφείου. Δεν είναι παράξενο. Δεν τον φαντάζεται να κάθεται και να γράφει επαγγελματικά άρθρα ή ένα μυθιστόρημα. Δεν τα πάει καθόλου καλά με τα χαρτιά. Ξαναβάζει το φλασάκι του στη θύρα κι αρχίζει να τριγυρνάει μες στο δωμάτιο και ν' ανοίγει συρτάρια. Τσιγάρα, μερικά περιοδικά Playboy, ένα 357-μάγκνουμ Σμιθ & Γουέσον, μερικά δολάρια και κέρματα, αποδείξεις, διαφημιστικά. Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να χωράει ο Μαρίνο στην κρεβατοκάμαρα, όπου η ντουλάπα είναι μια
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
251
βέργα στερεωμένη ανάμεσα στους τοίχους στα πόδια του κρεβατιού, τα ρούχα κρέμονται στριμωγμένα και τσαπατσούλικα, ενώ άλλα είναι πεταμένα στο πάτωμα, όπως το τεράστιο μποξεράκι κι οι κάλτσες του. Βλέπει ένα δαντελωτό κόκκινο σουτιέν κι ένα κόκκινο κιλοτάκι, μια μαύρη δερμάτινη ζώνη με καρφιά και μια κροκοδειλέ, πολύ μικρές κι οι δυο για να είναι δικές του, ένα πλαστικό κυπελλάκι από βούτυρο γεμάτο προφυλακτικά και δαχτυλίδια για το πέος. Το κρεβάτι είναι ξέστρωτο. Ένας θεός ξέρει από πότε έχουν να πλυθούν τα σεντόνια. Η επόμενη πόρτα είν' ένα μπάνιο σε μέγεθος τηλεφωνικού θαλάμου. Μια τουαλέτα, ένα ντους, ένας νιπτήρας. Η Λούσι κοιτάζει στο ντουλαπάκι, βρίσκει τα συνηθισμένα είδη τουαλέτας και φάρμακα για το χανγκόβερ. Βγάζει ένα μπουκαλάκι με κωδεϊνούχο Fiorinal συνταγογραφημένο για τη Σάντι Σνουκ. Είναι σχεδόν άδειο. Σ' ένα άλλο ράφι είν' ένα σωληνάριο Testroderm, συνταγογραφημένο σε κάποιο άγνωστο όνομα, και η Λούσι καταχωρίζει τις πληροφορίες στο iPhone της. Ξαναπερνάει την πόρτα στους μεντεσέδες και κατεβαίνει τις σκοτεινές, ετοιμόρροπες σκάλες. Ο αέρας έχει δυναμώσει κι ακούει έναν αδιόρατο θόρυβο από την αποβάθρα. Βγάζει το Γκλοκ της και τεντώνει τ' αυτιά της, ρίχνοντας το φως προς την κατεύθυνση του θορύβου, αλλά η δέσμη δεν φτάνει ώς εκεί, η άκρη της αποβάθρας χάνεται μες στο πηχτό σκοτάδι. Ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στην αποβάθρα, παλιά σκαλιά, με πιτσικαρισμένα μαδέρια, μερικά λειψά. Η μυρωδιά τής σάπιας λάσπης είναι έντονη κι αρχίζει να διώχνει με τα χέρια της τις σκνίπες, ενώ θυμάται τι της είχε πει ένας ανθρωπολόγος. Τα πάντα έχουν να κάνουν με την ομάδα αίματος. Έντομα όπως τα κουνούπια, τα τραβάει η ομάδα 0. Είναι η δική της ομάδα, αλλά ποτέ δεν κατάλαβε πώς μια σκνίπα μπορεί και μυρίζει το αίμα της ενώ δεν αιμορραγεί. Μαζεύονται σμήνος γύρω της και της επιτίθενται, την τσιμπούν ακόμα και μες στα μαλλιά. Τα βήματά της είναι αθόρυβα καθώς προχωρεί κι αφουγκράζεται, ακούγοντας ένα μαλακό γδούπο. Ο φακός της κινείται πά-
252
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
νω σε ανεμοδαρμένα ξύλα και στραβά σκουριασμένα καρφιά, κι ένα απαλό αεράκι αναδεύει τα χόρτα κάνοντάς τα να ψιθυρίζουν. Τα φώτα του Τσάρλεστον μοιάζουν μακρινά μες στον υγρό αέρα που μυρίζει θειάφι, το φεγγάρι χάνεται πίσω από πυκνά σύννεφα, και στο τέλος της αποβάθρας αντικρίζει την πηγή του ανησυχητικού θορύβου. Η βάρκα του Μαρίνο έχει χαθεί κι οι πορτοκαλιές σημαδούρες χτυπούν υπόκωφα πάνω στους πασσάλους.
14 Η Κάρεν και η δρ Σελφ είναι στα μπροστινά σκαλιά του Παβίλιον είναι σχεδόν σκοτάδι. Ένα φως, όχι ιδιαίτερα δυνατό, στη βεράντα, και η δρ Σελφ βγάζει ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί από την τσέπη της καμπαρντίνας της. Το ανοίγει και βγάζει κι ένα στιλό. Στο δάσος πίσω τους, το διαπεραστικό βουητό των εντόμων. Τα μακρινά ουρλιαχτά των κογιότ. «Τι είν* αυτό;» ρωτάει η Κάρεν τη δρ Σελφ. «Όποτε έχω προσκεκλημένους στις εκπομπές μου, μου υπογράφουν ένα απ' αυτά. Απλώς μου δίνουν την άδεια να τους βγάλω στον αέρα. Να μιλήσω γι' αυτούς. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, Κάρεν. Καταλαβαίνεις, έτσι;» «Νιώθω λιγάκι καλύτερα». «Πάντα έτσι είναι. Επειδή σε προγραμματίζουν. Όπως ακριβώς προσπάθησαν να προγραμματίσουν κι εμένα. Είναι μια συνωμοσία. Γι' αυτό μ' έβαλαν ν' ακούσω τη μητέρα μου». Η Κάρεν παίρνει το έγγραφο απ' το χέρι της και προσπαθεί να το διαβάσει. Δεν έχει αρκετό φως. «Θα 'θελα να μοιραστώ τις υπέροχες συζητήσεις μας και τις γνώσεις που αντλήσαμε απ' αυτές, ώστε να βοηθήσουμε τα εκατομμύρια των θεατών μου σ' όλο τον κόσμο. Χρειάζομαι την άδειά σου. Εκτός αν θέλεις να χρησιμοποιήσω ένα ψευδώνυμο». «Α, όχι. Θα χαρώ πολύ αν μιλούσατε για μένα και χρήσιμο-
254
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ποιούσατε το αληθινό μου όνομα. Ακόμα και να έρθω στην εκπομπή σας, Μέριλιν! Τι συνωμοσία; Νομίζετε ότι συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ;» «Πρέπει να το υπογράψεις». Δίνει το στιλό στην Κάρεν. Η Κάρεν το υπογράφει. «Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε αν θα μιλήσετε για μένα ώστε να το δω; Θέλω να πω, αν μιλήσετε. Λέτε να μιλήσετε;» «Αν είσαι ακόμα εδώ». «Τι;» «Δεν μπορεί να είναι η πρώτη μου εκπομπή, Κάρεν. Η πρώτη μου είναι για τον Φρανκενστάιν και τα ακραία πειράματα. Μ' έσυραν παρά τη θέληση μου. Με υπέβαλαν σε βασανιστήρια κι εξευτελισμούς στον τομογράφο. Το επαναλαμβάνω: σ' έναν τεράστιο τομογράφο, ενώ άκουγα τη μητέρα μου, ενώ μ' ανάγκαζαν ν' ακούω τη φωνή της να λέει ψέματα, να με κατηγορεί. Θα περάσουν εβδομάδες μέχρι να εμφανιστείς στην εκπομπή μου. Ελπίζω να είσαι ακόμα εδώ». «Εννοείτε στο νοσοκομείο; Φεύγω πρωί πρωί». «Εννοώ εδώ». «Πού;» «Θες ακόμα να ζεις μέσα σ' αυτό τον κόσμο, Κάρεν; Ή θέλησες ποτέ να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο; Αυτό είναι το ερώτημα». Η Κάρεν ανάβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. «Είδες τις εκπομπές μου για την Ντριου Μάρτιν», λέει η δρ Σελφ. «Είναι τόσο θλιβερό». «Θα 'πρεπε να πω σ' όλο τον κόσμο την αλήθεια για τον προπονητή της. Φυσικά, προσπάθησα να της το πω». «Τι έκανε;» «Έριξες ποτέ καμιά ματιά στην ιστοσελίδα μου;» «Όχι. Αν και θα έπρεπε». Η Κάρεν κάθεται καμπουριασμένη στα κρύα πέτρινα σκαλιά και καπνίζει. «Θα ήθελες να είσαι στην ιστοσελίδα; Ώσπου να σε βγάλουμε στην εκπομπή;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
255
«Να είμαι στην ιστοσελίδα; Εννοείτε ότι θα πείτε την ιστορία μου;» «Εν συντομία. Έχουμε ένα τμήμα που ονομάζεται Μιλήστε για τον εαυτό σας. Είναι σαν μπλογκ, ο κόσμος λέει τις ιστορίες του και γράφουν ο ένας στον άλλο. Φυσικά, μερικοί δεν μπορούν να γράψουν πολύ καλά κι έχω μια ομάδα ανθρώπων που επιμελείται, ξαναγράφει, δέχεται υπαγορεύσεις, κάνει συνεντεύξεις. Θυμάσαι όταν πρωτοσυναντηθήκαμε που σου έδωσα την κάρτα μου;» «Ακόμα την έχω». «Θέλω να στείλεις την ιστορία σου στο e-mail που έχει η κάρτα και θα τη δημοσιεύσουμε. Είσαι σπουδαία πηγή έμπνευσης. Αντίθετα από την ανιψιά του καημένου του δρ Γουέσλι». «Ποια;» «Δεν είναι στην πραγματικότητα ανιψιά του. Έχει όγκο στον εγκέφαλο. Ούτε καν τα δικά μου μέσα δεν μπορούν να τη θεραπεύσουν». «Αχ, Θεέ μου. Τι φοβερό! Ένας όγκος στον εγκέφαλο μπορεί να τρελάνει τον άνθρωπο, και δεν υπάρχει βοήθεια». «Θα διαβάσεις τα πάντα γι' αυτήν όταν μπεις στη σελίδα. Θα δεις το ιστορικό της κι όλα τα μπλογκ. Θα μείνεις μ' ανοιχτό το στόμα», λέει η δρ Σελφ, καθισμένη ένα σκαλί πιο ψηλά, και το αεράκι την ευνοεί, στέλνει τον καπνό προς την άλλη μεριά. «Η ιστορία σου; Θα στείλει σπουδαίο μήνυμα. Πόσες φορές έχεις νοσηλευτεί; Τουλάχιστον δέκα. Και γιατί τέτοια αποτυχία;» Η δρ Σελφ φαντάζεται τον εαυτό της να ρωτάει το κοινό, ενώ οι κάμερες θα δείχνουν το πρόσωπο της σε κοντινό πλάνο - ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στον κόσμο. Λατρεύει τ' όνομά της. Τ όνομά της είναι κομμάτι του απίστευτου πεπρωμένου της. Σελφ. Ανέκαθεν αρνιόταν να το αλλάξει. Δεν θ' άλλαζε τ όνομά της για κανέναν και ποτέ δεν θα το μοιραζόταν, κι όποιος δεν το θέλει, είναι καταδικασμένος, γιατί το ασυγχώρητο αμάρτημα δεν είναι το σεξ. Είναι η αποτυχία. «Θα εμφανιστώ όποτε θέλετε στην εκπομπή σας. Σας παρα-
256
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
καλώ, τηλεφωνήστε μου. Μπορώ να έρθω αμέσως», λέει η Κάρεν. «Αρκεί να μην πρέπει να μιλήσω για... Δεν μπορώ να το πω». Όμως ακόμα και τότε, όταν οι φαντασιώσεις της δρ Σελφ ήταν ιδιαίτερα έντονες, όταν οι σκέψεις της έγιναν μαγικές κι άρχισαν τα προαισθήματα, δεν ονειρευόταν καν αυτό που θα συνέβαινε. Είμαι η δρ Μέριλιν Σελφ. Καλωσορίσατε στο Εκ Βαθέων. SOS. Χρειάζεστε βοήθεια; Στην αρχή κάθε εκπομπής αυτό, μες στα θερμά χειροκροτήματα του κοινού στο στούντιο, ενώ την παρακολουθούσαν εκατομμύρια τηλεθεατές σ' όλο τον κόσμο. «Δεν θα με αναγκάσετε να το πω, έτσι; Η οικογένειά μου δεν θα με συγχωρέσει ποτέ. Γι' αυτό δεν μπορώ να σταματήσω να πίνω. Θα σας πω, αρκεί να μη με αναγκάσετε να το πω στην τηλεόραση ή στην ιστοσελίδα σας». Η Κάρεν είναι χαμένη στις μωρολογίες της. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ. Μερικές φορές η δρ Σελφ δεν μπορεί να κάνει το κοινό να πάψει να χειροκροτεί. Κι εγώ σας λατρεύω όλους. «Το τεριέ μου, η Μπάντιτ. Την άφησα έξω αργά ένα βράδυ και ξέχασα να την ξαναβάλω μέσα στο σπίτι. Ήμουν μεθυσμένη. Κι ήταν χειμώνας». Χειροκροτήματα που ακούγονται σαν δυνατή βροχή, λες και χτυπούν χίλια χέρια. «Και το επόμενο πρωί τη βρήκα νεκρή έξω απ' την πίσω πόρτα, και το ξύλο της πόρτας ήταν φαγωμένο γιατί το γρατζούνιζε για να μπει μέσα. Η καημένη μου η Μπάντιτ, είχε κοντό τρίχωμα. Θα έτρεμε, θα έκλαιγε και θα γάβγιζε, είμαι σίγουρη. Κι όλο έγδερνε την πόρτα για να μπει μέσα, γιατί έκανε παγωνιά». Η Κάρεν κλαίει. «Και γι' αυτό σκοτώνω το μυαλό μου, για να μη χρειάζεται να σκέφτομαι. Είπαν ότι έχω όλες αυτές τις λευκές περιοχές και διεύρυνση της... τέλος πάντων, και ατροφία. Εντάξει, Κάρεν, λέω εγώ. Σκοτώνεις το μυαλό σου. Το βλέπετε. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είμαι φυσιολογική». Αγγίζει τον κρόταφο της. «Ήταν εκεί, στη φωτισμένη οθόνη στο γραφείο του νεύρο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
257
λόγου, ο αφύσικος εγκέφαλος μου. Ήταν τεράστιος. Ποτέ δεν θα γίνω φυσιολογική. Κοντεύω τα εξήντα κι ό,τι έγινε έγινε». «Ο κόσμος δεν συγχωρεί εύκολα όταν πρόκειται για ζώα», λέει η δρ Σελφ χαμένη στις σκέψεις της. «Αυτό ισχύει και για μένα. Τι να κάνω για να το ξεπεράσω; Σας παρακαλώ, πείτε μου». «Οι άνθρωποι με νοητικές ασθένειες έχουν ιδιαιτερότητες στο σχήμα των κρανίων τους. Οι παράφρονες έχουν μικρά ή παραμορφωμένα κρανία», λέει η δρ Σελφ. «Οι μανιακοί έχουν μαλακούς εγκεφάλους. Αυτές οι επιστημονικές γνώσεις προήλθαν από μια μελέτη που έγινε στο Παρίσι το 1824, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τους εκατό καθυστερημένους και διανοητικά ανάπηρους που εξετάστηκαν, μόνο οι δεκατέσσερις είχαν φυσιολογικά κρανία». «Λέτε ότι είμαι διανοητικά καθυστερημένη;» «Σου φαίνεται διαφορετικό απ' αυτό που σου λένε εδώ οι γιατροί; Ότι το κεφάλι σου είναι κάπως διαφορετικό, πράγμα που σημαίνει ότι είσαι κάπως διαφορετική;» «Είμαι διανοητικά ανάπηρη; Σκότωσα το σκύλο μου». «Αυτές οι προκαταλήψεις και οι παραποιήσεις κυκλοφορούν επί αιώνες. Μετρούσαν τα κρανία των ασθενών στα ψυχιατρεία και ανέτεμναν τους εγκεφάλους των καθυστερημένων και των ψυχοπαθών». «Είμαι καθυστερημένη;» «Σήμερα σε βάζουν σε κάποιο μαγικό κύλινδρο -τομογράφοκαι σου λένε ότι ο εγκέφαλος σου είναι ελαττωματικός και σε βάζουν ν' ακούς τη μητέρα σου». Η δρ Σελφ σταματάει να μιλάει καθώς μια ψηλή σιλουέτα προχωράει προς το μέρος τους αποφασιστικά μες στο σκοτάδι. «Κάρεν, αν δεν σε πειράζει, πρέπει να μιλήσω στη δρ Σελφ», λέει ο Μπέντον Γουέσλι. «Είμαι καθυστερημένη;» λέει η Κάρεν καθώς σηκώνεται απ' το σκαλοπάτι. «Δεν είσαι καθυστερημένη», της λέει ευγενικά ο Μπέντον.
258
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η Κάρεν τον αποχαιρετάει. «Ήσασταν πάντα ευγενικός μαζί μου», του λέει. «Θα γυρίσω σπίτι μου και δεν θα ξανάρθω». Η δρ Σελφ προσκαλεί τον Μπέντον να καθίσει δίπλα της στα σκαλιά, όμως εκείνος αρνείται. Ο θυμός του είναι φανερός και γι' αυτήν είναι ένας ακόμη θρίαμβος. «Νιώθω πολύ καλύτερα», του λέει. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται απ' τις σκιές που δημιουργούν οι λάμπες. Ποτέ δεν τον έχει ξαναδεί στα σκοτεινά κι η σκέψη αυτή τη συνεπαίρνει. «Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε τώρα ο δρ Μαρόνι. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε η Κέι», του λέει. «Μου θυμίζει ανοιξιάτικες διακοπές στην παραλία. Μια νεαρή κοπέλα βλέπει έναν υπέροχο νεαρό, και μετά; Μετά τη βλέπει κι εκείνος. Κάθονται στην άμμο, πλατσουρίζουν στο νερό, πιτσιλιούνται και κάνουν ό,τι θέλουν μέχρι που βγαίνει ο ήλιος. Δεν τους νοιάζει που είναι βρεγμένοι και κολλάνε απ' το αλάτι κι απ' τους ιδρώτες τους. Πού χάθηκε η μαγεία, Μπέντον; Το να μεγαλώνεις σημαίνει πως τίποτα δεν σου είναι αρκετό και ξέρεις ότι δεν θα ξανανιώσεις τη μαγεία. Ξέρω τι είναι ο θάνατος, το ξέρεις κι εσύ. Κάθισε κοντά μου, Μπέντον. Χαίρομαι που θες να κουβεντιάσουμε πριν φύγω». «Μίλησα με τη μητέρα σας», λέει ο Μπέντον. «Ξανά». «Θα πρέπει να τη συμπάθησες». «Μου είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον που με κάνει ν' ανακαλέσω κάτι που σας είπα, δρ Σελφ». «Οι συγγνώμες είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Κι από σένα είναι και απροσδόκητες». «Είχατε δίκιο για το δρ Μαρόνι», λέει ο Μπέντον. «Για το ότι κάνατε σεξ μαζί του». «Ποτέ δεν είπα ότι έκανα σεξ μαζί του». Κάτι μέσα στη δρ Σελφ παγώνει. «Και πότε μπορεί να έγινε αυτό; Μέσα στο δωμάτιο με θέα που μου παραχωρήσατε; Ήμουν ναρκωμένη. Δεν μπορεί να έκανα σεξ με κανέναν, εκτός κι αν έγινε παρά τη θέλησή μου. Με νάρκωσε».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
259
«Δεν μιλάω για τώρα». «Ενώ ήμουν αναίσθητη, μου άνοιξε το νυχτικό και μου έβαλε χέρι. Είπε ότι του άρεσε το κορμί μου». «Το θυμόταν κι ο ίδιος». «Ποιος είπε ότι έκανα σεξ μαζί του; Εκείνη η καριόλα; Πώς ξέρει αυτή τι έγινε όταν ήρθα εδώ; Εσύ θα πρέπει να της είπες ότι είμαι ασθενής. Θα σου κάνω μήνυση. Εκείνος είπε πως ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος κι έφυγε για την Ιταλία. Ποτέ δεν είπα ότι έκανα σεξ μαζί του. Ποτέ δεν στο είπα. Με νάρκωσε και μ* εκμεταλλεύτηκε, και θα 'πρεπε να το περιμένω. Γιατί να μην το κάνει;» Αυτό τη διεγείρει. Και τότε τη διέγειρε και συνεχίζει να τη διεγείρει, και δεν το περίμενε. Εκείνη τη στιγμή τον είχε μαλώσει, αλλά δεν του είχε πει να σταματήσει. Είχε πει: «Είν' ανάγκη να μ' εξετάζεις με τόσο ενθουσιασμό;» Κι εκείνος είχε πει: «Επειδή πρέπει να ξέρω». Κι εκείνη απάντησε: «Ναι, θα πρέπει να ξέρεις ό,τι δεν είναι δικό σου». Κι εκείνος είπε, ενώ εξερευνούσε: «Είναι σαν ένα ιδιαίτερο μέρος που επισκέφτηκες κάποτε, αλλά έχεις χρόνια να το δεις. Θες ν' ανακαλύψεις τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο, κι αν μπορείς να το ξαναζήσεις». Κι εκείνη είχε πει: «Μπορείς;» Κι εκείνος είπε: «Όχι». Και μετά έφυγε κι αυτό ήταν το χειρότερο που έκανε, επειδή το είχε ξανακάνει και παλιά. «Μιλάω για πριν από πάρα πολύ καιρό», λέει ο Μπέντον.
Τα νερά παφλάζουν ήρεμα. Ο Γουίλ Ράμπο είναι περιτριγυρισμένος από νερά και νύχτα καθώς κάνει κουπί για να φύγει από το νησί Σάλιβαν, όπου άφησε την Κάντιλακ σ' ένα απομονωμένο σημείο, όχι μακριά από κει που δανείστηκε τη βάρκα. Την έχει ξαναδανειστεί. Όταν χρειάζεται, βάζει μπρος την εξωλέμβια μηχανή. Όταν θέλει ησυχία, κάνει κουπί. Τα νερά παφλάζουν. Μες στο σκοτάδι. Μέσα στην Γκρότα Μπιάνκα, το μέρος όπου ττηρε την πρώτη. Η αίσθηση, το οικείο, καθώς τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση
260
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ
τους μέσα σε μια βαθιά σπηλιά του μυαλού του, ανάμεσα σε θραύσματα ασβεστόλιθου και μούχλας, εκεί που άγγιζε ο ήλιος. Την οδήγησε πέρ'από τις Στήλες του Ηρακλή, σ'έναν υπόγειο κόσμο από πέτρινους διαδρόμους με πρίσματα μετάλλων και τον αδιάκοπο θόρυβο νερών που έσταζαν. Εκείνη την ονειρεμένη μέρα ήταν ολομόναχοι, εκτός από μια στιγμή που άφησε κάτι ενθουσιώδη μαθητούδια με σακάκια και κασκέτα να τους προσπεράσουν και της είπε: «Κάνουν τόσο θόρυβο όσο ένα σμήνος νυχτερίδες». Κι εκείνη γέλασε κι είπε ότι διασκέδαζε μαζί του, και τον έπιασε απ' το μπράτσο και σφίχτηκε πάνω του, κι εκείνος ένιωσε το απαλό κορμί της. Μες στη σιωπή, μόνο τα νερά που έσταζαν. Την πέρασε από τη Στοά των Φιδιών κάτω από πέτρινους πολυελαίους. Πέρασαν από διάφανα πέτρινα παραπετάσματα μέσα στο Διάδρομο του Θανάτου. «Αν μ'άφηνες εδώ μέσα, δεν θα κατάφερνα ποτέ να ξαναβγώ», είπε εκείνη. «Γιατί να σ' αφήσω; Είμαι ο οδηγός σου. Στην έρημο δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς οδηγό, εκτός κι αν ξέρεις το δρόμο». Κι η αμμοθύελλα υψώθηκε σαν γιγάντιο τείχος κι εκείνος έτριβε τα μάτια του, προσπαθώντας να μην το δει μες στο μυαλό του εκείνη τη μέρα. «Πώς ξέρεις το δρόμο; Θα πρέπει να 'ρχεσαι συχνά εδώ», είπε εκείνη, κι ύστερα εκείνος έφυγε απ' την αμμοθύελλα και ξαναβρέθηκε στη σπηλιά, κι εκείνη ήταν τόσο όμορφη, χλομή και καλοσχηματισμένη, λες κι ήταν λαξεμένη σε χαλαζία, αλλά θλιμμένη, γιατί ο αγαπημένος της την είχε αφήσει για μια άλλη. «Τι το ιδιαίτερο έχεις και ξέρεις ένα τέτοιο μέρος;» ρώτησε τον Γουίλ. «Τρία χιλιόμετρα κάτω απ' την επιφάνεια της γης, κι ένας απέραντος λαβύρινθος από υγρή πέτρα. Θα ναι φριχτό να χαθείς εδώ μέσα. Αραγε χάθηκε ποτέ κανείς; Μετά από ώρες, όταν σβήνουν τα φώτα, θα πρέπει να ναι θεοσκότεινα σαν υπόγειο εδώ μέσα». Δεν μπορούσε να δει ούτε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του. Τα 'βλεπε όλα κατακόκκινα όσο τους χτυπούσε η αμμο-
ι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
261
θύελλα, κι ύστερα σκέφτηκε ότι δεν θα 'μενε ίχνος δέρματος πάνω του. «Γουίλ! Αχ, Θεέ μου! Βοήθησέ με, Γουίλ!» Τα ουρλιαχτά τού Ρότζερ έγιναν τα ουρλιαχτά των μαθητών ένα διάδρομο παραπέρα και το μουγκρητό της θύελλας σταμάτησε. Το νερό έσταζε και τα βήματά τους ακούγονταν υγρά. «Γιατί τρίβεις συνεχώς τα μάτια σου;» τον ρώτησε εκείνη. «Θα μπορούσα να βρω το δρόμο μου ακόμα και μες στο σκοτάδι. Βλέπω πολύ καλά στα σκοτεινά κι ερχόμουν εδώ από παιδί. Είμαι ο οδηγός σου». Ήταν πολύ τρυφερός, πολύ ευγενικός μαζί της, γιατί καταλάβαινε πως η απώλειά της ήταν μεγαλύτερη απ' όσο μπορούσε ν' αντέξει. «Βλέπεις πώς η πέτρα γίνεται διάφανη απ' το φως; Είναι λεία και σκληρή σαν τους τένοντες και οι κρύσταλλοι έχουν το κέρινο κίτρινο χρώμα των οστών. Κι απ' αυτό το στενό διάδρομο είναι το Ντουόμο του Μιλάνου, γκρίζο, υγρό και δροσερό σαν τους ιστούς και τα αγγεία ενός πολύ γέρικου σώματος». «Τα παπούτσια μου και τα μπατζάκια μου είναι γεμάτα πιτσιλιές απ' την ασβεστόπετρα, λες κι έπεσε χλωρίνη. Μου κατέστρεψες τα ρούχα». Τα παράπονά της τον εκνεύρισαν. Της έδειξε μια φυσική λιμνούλα όλο πρασινισμένα νομίσματα στον πάτο κι αναρωτήθηκε φωναχτά αν είχαν βγει ποτέ αληθινές κάποιες ευχές, κι εκείνη έριξε μέσα ένα νόμισμα που πάφλασε και βούλιαξε στον πάτο. «Κάνε όσες ευχές θες», της λέει. «Ποτέ δεν θα βγουν αληθινές, ή αν βγουν, θα ναι κακό για σένα». «Είναι απαίσιο αυτό που λες», είπε εκείνη. «Πώς μπορείς να λες ότι θα 'ναι κακό να βγει αληθινή μια ευχή; Δεν ξέρεις τι ευχήθηκα. Κι αν η ευχή μου ήταν να κάνω έρωτα μαζί σου; Είσαι κακός εραστής;» Δεν της απάντησε, θύμωνε όλο και περισσότερο, επειδή αν έκαναν έρωτα, θα 'βλεπε τα γυμνά του πόδια. Η τελευταία φορά που είχε κάνει έρωτα ήταν στο Ιράκ, μ'ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που ούρλιαζε κι έκλαιγε και τον χτυπούσε με τις μικρές του γρο-
262
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
θίές. Μετά το κορίτσι σταμάτησε και κοιμήθηκε, κι εκείνος δεν ένιωσε ποτέ τίποτα, επειδή η μικρή δεν είχε ζωή, δεν είχε τίποτα να περιμένει εκτός απ' την απέραντη καταστροφή της χώρας της και τους αμέτρητους θανάτους. Το πρόσωπο της σβήνεται απ' το μυαλό του καθώς το νερό στάζει. Κρατάει το πιστόλι στο χέρι του καθώς ο Ρότζερ ουρλιάζει επειδή ο πόνος είναι ανυπόφορος. Στη στζηλιά του Ντουόμο οι πέτρες ήταν στρογγυλές σαν κρανία και το νερό έσταζε, έσταζε, έσταζε, σαν να είχε βρέξει, και μετά υττήρχαν σχηματισμοί από πέτρα σαν αφρός και σταλακτίτες και σταλαγμίτες που έλαμπαν σαν φως από κεριά. Της είπε να μην τους αγγίξει. «Αν τους αγγίξεις, γίνονται μαύροι σαν καπνιά», την προειδοποίησε. «Είναι η ιστορία της ζωής μου», είπε εκείνη. «Ό,τι αγγίξω, καταστρέφεται». «Θα μ' ευγνωμονείς», της είπε. «Για ποιο πράγμα;» είπε εκείνη. Στο Διάδρομο της Επιστροφής ήταν ζεστά και υγρά και το νερό κυλούσε στα τοιχώματα σαν αίμα. Κρατούσε το πιστόλι κι ήταν στα όρια της αυτογνωσίας. Αν ο Ρότζερ μπορούσε να τον ευχαριστήσει, θα το έκανε. Ένα απλό ευχαριστώ και δεν θα χρειαζόταν να το ξανακάνει. Οι άνθρωποι είναι αχάριστοι και σου στερούν οτιδήποτε έχει νόημα. Και μετά παύεις να ενδιαφέρεσαι. Δεν μπορείς. Ένας φάρος με άσπρες και κόκκινες ρίγες, χτισμένος λίγο μετά τον πόλεμο, στέκεται απομονωμένος εκατό μέτρα από την ακτή και δεν έχει πια λάμπα. Οι ώμοι του Γουίλ καίνε απ* το πολύ κουπί κι ο πισινός του πονάει πάνω στον πάγκο από φάιμπεργκλας. Είναι δύσκολο, γιατί το φορτίο του ζυγίζει όσο σχεδόν και η χωρίς καρίνα βάρκα, και τώρα που είναι κοντά στον προορισμό του δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξωλέμβια. Ποτέ δεν τη χρησιμοποιεί. Κάνει θόρυβο, κι εκείνος δεν θέλει θόρυβο, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κα-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
263
νείς να τον ακούσει. Κανείς δεν ζει εδώ. Κανένας δεν έρχετ' εδώ παρά μόνο την ημέρα, και μάλιστα μόνο όταν έχει καλό καιρό. Ακόμα και τότε, κανείς δεν ξέρει ότι αυτό το μέρος είναι δικό του. Η αγάπη ενός φάρου κι ένας κουβάς με άμμο. Πόσα παιδιά έχουν ένα νησί δικό τους; Ένα γάντι και μια μπάλα, και μια εκδρομή και κάμπινγκ. Όλα χάθηκαν. Πέθαναν. Το απελπισμένο ταξίδι με μια βάρκα στην άλλη μεριά. Πέρ' από τα νερά είναι τα φώτα του Μάουντ Πλέζαντ και τα φώτα του νησιού Τζέιμς και του Τσάρλεστον. Νοτιοδυτικά είναι το Φόλι Μπιτς. Αύριο θα έχει ζέστη και συννεφιά, κι αργά τ' απόγευμα τα νερά θα είναι χαμηλά. Η βάρκα γδέρνεται πάνω στα όστρακα των στρειδιών καθώς τη σέρνει στην ακτή.
15 Μέσα στο φωτογραφικό ιατροδικαστικό εργαστήριο, νωρίς το επόμενο πρωί. Είναι Τετάρτη. Η Σκαρπέτα στήνει αυτά που μπορεί να χρειαστεί, οι τεχνικές αυτή τη φορά είναι απλές. Από ντουλάπια και συρτάρια βγάζει πήλινα μπολ, χαρτί και κύπελλα από φελιζόλ, χάρτινες πετσέτες, αποστειρωμένο βαμβάκι, φακέλους, πηλό για προπλάσματα, αποσταγμένο νερό, ένα μπουκάλι με διάλυμα διοξειδίου του σεληνίου που μεταβάλλει κάθε μεταλλική επιφάνεια σε μπλε-μαύρη, ένα μπουκάλι, με τετροξείδιο του ρουθηνίου, σωληνάρια με ισχυρή κόλλα κι ένα μικρό ταψάκι από αλουμίνιο. Συνδέει έναν τηλεφακό κι ένα τηλεχειριζόμενο διάφραγμα σε μια ψηφιακή κάμερα πάνω σ' ένα τρίποδο και καλύπτει την επιφάνεια ενός πάγκου με χοντρό καφέ χαρτί. Παρ' όλο που έχει μια ευρεία επιλογή σκευασμάτων που θ' αναδείξουν τα λανθάνοντα αποτυπώματα πάνω σε μη πορώδεις επιφάνειες όπως το μέταλλο, ακολουθεί την καθιερωμένη διαδικασία. Δεν είναι μαγεία, είναι χημεία. Η ισχυρή κόλλα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από κυανοακρυλική ρητίνη, η οποία αντιδρά στα αμινοξέα, τη γλυκόζη, το νάτριο, το γαλακτικό οξύ κι άλλες ουσίες που εκκρίνονται απ' τους πόρους του δέρματος. Όταν οι ατμοί τής κόλλας έρχονται σ' επαφή μ' ένα λανθάνον αποτύπωμα (αόρατο με γυμνό μάτι), η χημική αντίδραση σχηματίζει μια νέα ένωση - κι ελπίζεις να βγει ανθεκτική και με καθαρά λευκά περιγράμματα.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
265
Η Σκαρπέτα μελετάει την προσέγγισή της. Δείγμα DNA, αλλά όχι σ' αυτό το εργαστήριο, και δεν πρέπει να γίνει πρώτο απ' όλα, δεν χρειάζεται, επειδή ούτε το τετροξείδιο του ρουθηνίου ούτε η κόλλα καταστρέφουν το DNA. Καταλήγει στην κόλλα, και βγάζει το περίστροφο απ' τη χάρτινη σακούλα και καταγράφει τον αριθμό του. Ανοίγει τον άδειο κύλινδρο και χώνει στις δυο άκρες της κάννης του απορροφητικό χαρτί. Από μια άλλη σακούλα βγάζει τις έξι 38άρες σφαίρες και τις βάζει όρθιες μέσα σ' έναν ειδικό θάλαμο ατμού, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πηγή θερμότητας μέσα σ' ένα γυάλινο δοχείο. Από ένα σύρμα που κρέμεται κατά μήκος του κρεμάει το περίστροφο από την ασφάλεια της σκανδάλης. Βάζει ένα κύπελλο με ζεστό νερό για υγρασία, αδειάζει την εποξειδική κόλλα μέσα στο αλουμινένιο ταψάκι και καλύπτει το θάλαμο μ' ένα καπάκι. Ανοίγει έναν ανεμιστήρα εξάτμισης. Καινούργια γάντια, και πιάνει την πλαστική θήκη που έχει το μενταγιόν με το χρυσό νόμισμα. Η χρυσή αλυσίδα είναι μια πολύ πιθανή πηγή DNA* την τοποθετεί σε χωριστή θήκη και της βάζει ετικέτα. Το νόμισμα είναι πιθανή πηγή DNA αλλά και δακτυλικών αποτυπωμάτων, και το κρατάει απαλά από τις άκρες εξετάζοντάς το μ' ένα φακό, ενώ ακούει τη βιομετρική κλειδαριά της εξώπορτας του εργαστηρίου. Κι ύστερα μπαίνει μέσα η Λούσι. Η Σκαρπέτα διαισθάνεται τη διάθεση της. «Εύχομαι να είχαμ' ένα πρόγραμμα που να κάνει αναγνώριση φωτογραφιών», λέει η Σκαρπέτα, γιατί ξέρει πότε να κάνει ερωτήσεις σχετικά με το πώς νιώθει η Λούσι και γιατί. «Έχουμε», λέει η Λούσι, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. «Αλλά πρέπει να υπάρχει κάτι για να κάνεις σύγκριση. Ελάχιστα αστυνομικά τμήματα έχουν βάσεις δεδομένων με φωτογραφίες εγκληματιών - αλλ' ακόμα κι αυτά που έχουν; Είναι σαν να μην υπάρχουν. Δεν είναι συντονισμένα. Όποιο κι αν είν' αυτό το κάθαρμα, θα πρέπει μάλλον να το εντοπίσουμε με άλλον τρόπο. Και δεν εννοώ κατ' ανάγκην το κάθαρμα με την τσόπερ που υποτίθεται ότι εμφανίστηκε στο στενάκι σου...»
266
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Ποιον εννοείς τότε;» «Εννοώ αυτόν που φορούσε το μενταγιόν κι είχε το όπλο. Κι εννοώ ότι δεν μπορείς να ξέρεις πως δεν ήταν ο Μπουλ». «Αυτό θα ήταν παράλογο». «Καθόλου, αν ήθελε να εμφανιστεί σαν ήρωας. Ή να συγκαλύψει αυτό που σκαρώνει. Δεν ξέρεις ποιος είχε το όπλο ή το μενταγιόν, επειδή δεν είδες ποιος τα έχασε». «Αν τα στοιχεία δεν αποδείξουν κάτι διαφορετικό», λέει η Σκαρπέτα, «θα βασιστώ στα λόγια του και θα του χρωστάω ευγνωμοσύνη που αντιμετώπισε τον κίνδυνο για να με προστατέψει». «Πίστευε ό,τι θέλεις». Η Σκαρπέτα κοιτάζει τη Λούσι. «Μου φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά». «Απλώς σου τονίζω ότι ο υποτιθέμενος καβγάς ανάμεσα σ' αυτόν και στον τύπο με την τσόπερ δεν έχει κανένα μάρτυρα. Αυτό μόνο». Η Σκαρπέτα κοιτάζει το ρολόι της. Πλησιάζει τον ατμοθάλαμο. «Πέντε λεπτά. Θα πρέπει να είναι αρκετά». Βγάζει το καπάκι και σταματάει τη διαδικασία. «Πρέπει ν' αναζητήσουμε το σειριακό αριθμό του περιστρόφου». Η Λούσι πλησιάζει, κοιτάζει μέσα στο θάλαμο. Φοράει γάντια, απλώνει το χέρι της και βγάζει το σύρμα που κρατάει το περίστροφο. «Ένα περίγραμμα. Μικρό. Εδώ στην κάννη». Γυρίζει το όπλο από δω κι από κει και το αφήνει στο σκεπασμένο με χαρτί πάγκο. Ξαναβάζει το χέρι της μέσα στο θάλαμο και βγάζει τις σφαίρες. «Αποσπασματικά αποτυπώματα. Νομίζω πως υπάρχουν αρκετές λεπτομέρειες». Ακουμπάει και τις σφαίρες στον πάγκο. «Θα τις φωτογραφίσω, και ίσως να σκανάρεις τις φωτογραφίες για να βρούμε τα χαρακτηριστικά τους και να τις περάσουμε από το IAFIS». Η Σκαρπέτα σηκώνει το τηλέφωνο, παίρνει το εργαστήριο των αποτυπωμάτων κι εξηγεί τι κάνουν. «Θα δουλέψω πρώτα μ* αυτές για να κερδίσουμε χρόνο», λέει η Λούσι, και δεν είναι διόλου ευδιάθετη. «Θα χαθούν τα κανάλια
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
267
του χρώματος και το άσπρο θ' αντιστραφεί σε μαύρο, και θα τους βάλω να το περάσουν απ' το ASAP».
«Κάτι συμβαίνει. Αλλά μάλλον θα μου το πεις όταν θα είσαι έτοιμη». Η Λούσι δεν την ακούει. Θυμωμένα: «Βάζεις σκουπίδια, βγάζεις σκουπίδια». Αυτή είναι η αγα7ΐημένη της φράση όταν την πιάνει ο κυνισμός της. Ένα αποτύπωμα σκανάρεται στο IAFIS και το κομπιούτερ δεν ξέρει αν αυτό που βλέπει είναι πέτρα ή ψάρι. Το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν σκέφτεται. Εναποθέτει τα χαρακτηριστικά του ενός αποτυπώματος πάνω στα ταιριαστά χαρακτηριστικά ενός άλλου, πράγμα που σημαίνει ότι αν μερικά χαρακτηριστικά λείπουν ή δεν είναι ορατά ή δεν έχουν κωδικοποιηθεί σωστά από έναν ικανό ερευνητή, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η έρευνα να καταλήξει στο μηδέν. Το πρόβλημα δεν είναι το IAFIS. Είναι οι άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει και για το DNA. Τ' αποτελέσματα θα είναι τόσο καλά όσο είναι τα ευρήματα, κι ανάλογα με το πώς κι από ποιον γίνεται η επεξεργασία. «Ξέρεις πόσο σπάνιο είναι να παρθούν σωστά τ' αποτυπώματα, έστω και με την επαφή;» συνεχίζει να λέει η Λούσι. Η φωνή της ακούγεται παγερή. «Έχεις ένα χωριάταρο μπάτσο σε μια φυλακή να παίρνει και τα δέκα αποτυπώματα στην κάρτα μ' εκείνα τα πανάρχαια ταμπόν, κι ύστερα τα χώνουν όλα μέσα στο IAFIS κι είναι σκέτα σκουπίδια, ενώ δεν θα ήταν καθόλου έτσι αν χρησιμοποιούσαμε βιομετρικό οπτικό σκανάρισμα. Αλλά καμιά φυλακή δεν έχει λεφτά. Δεν υπάρχουν λεφτά για τίποτα σ' αυτή την κωλοχώρα». Η Σκαρπέτα αφήνει το χρυσό νόμισμα μέσα στη διάφανη πλαστική θήκη του και το κοιτάζει μ' ένα φακό. «Θες να μου πεις γιατί έχεις τόσο απαίσια διάθεση;» Φοβάται την απάντηση. «Πού είναι ο σειριακός αριθμός για να βάλω το όπλο στο NCIC;» «Είναι σ' εκείνο το χαρτί πάνω στον πάγκο. Μίλησες με τη Ρόουζ;» Η Λούσι παίρνει το χαρτί και κάθεται σ' ένα τερματικό. Αρ-
268
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
χίζουν ν* ακούγονται τα πλήκτρα. «Την πήρα να δω τι κάνει. Είπε ότι χρειάζεσαι κι εσύ φροντίδα». «Ένα κέρμα του ενός δολαρίου», λέει η Σκαρπέτα βλέποντας τη μεγέθυνση του νομίσματος, για να μη χρειαστεί να πει τίποτ' άλλο. «Χίλια οχτακόσια εβδομήντα τρία». Και παρατηρεί κάτι που δεν έχει ξαναδεί σε ανεπεξέργαστα στοιχεία. Η Λούσι λέει: «Θα ήθελα να το τεστάρω μέσα στη δεξαμενή του νερού και να το περάσω από βαλλιστική εξέταση στο ΝΙΒΙΝ». Το Δίκτυο Ενιαίας Εθνικής Βαλλιστικής Αναγνώρισης. «Δες αν το περίστροφο έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποιο άλλο έγκλημα», λέει η Λούσι. «Παρ' όλο που αυτό που συνέβη δεν το θεωρείς ακόμα έγκλημα και δεν θες ν' ανακατέψεις την αστυνομία». «Όπως εξήγησα», η Σκαρπέτα δεν θέλει να φανεί σαν ν' αμύνεται, «ο Μπουλ πάλεψε μαζί του και του έριξε το όπλο απ' τα χέρια». Περιεργάζεται το νόμισμα και προσαρμόζει τη μεγέθυνση. «Δεν μπορώ ν' αποδείξω ότι ο άνθρωπος με την τσόπερ βρισκόταν εκεί για να με βλάψει. Δεν παραβίασε το χώρο μου, απλώς προσπάθησε». «Έτσι λέει ο Μπουλ». «Αν δεν ήξερα, θα έλεγα ότι αυτό το νόμισμα έχει ήδη εκτεθεί σε κόλλα για λήψη αποτυπωμάτων». Μέσ' από το φακό η Σκαρπέτα εξετάζει κάτι που μοιάζει με ωχρά ίχνη από περιγράμματα στην μπροστινή και την πίσω όψη. «Τι εννοείς "αν δεν ήξερες"; Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα γι' αυτό το νόμισμα, δεν ξέρεις πού ήταν, ξέρεις μόνο πως το βρήκε ο Μπουλ πίσω απ' το σπίτι σου. Το ποιος το έχασε είναι μια άλλη ιστορία». «Πάντως φαίνονται σαν υπολείμματα πολυμερικού υλικού. Κόλλας, ας πούμε. Δεν καταλαβαίνω», λέει η Σκαρπέτα, μεταφέροντας την πλαστική θήκη με το νόμισμα στη βάση του αντιγραφικού μηχανήματος. «Πολλά πράγματα δεν καταλαβαίνω». Κοιτάζει τη Λούσι. «Μάλλον όταν θα νιώσεις έτοιμη, θα μου μιλήσεις». Βγάζει τα γάντια της, φοράει καινούργια, φοράει και μια μάσκα. «Μου φαίνεται ότι αρκεί να το φωτογραφίσουμε. Ούτε διοξεί-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
269
διο του σεληνίου ούτε ρουθήνιο». Η Λούσι αναφέρεται στα περιγράμματα πάνω στο νόμισμα. «Το πολύ πολύ, πυρίτιδα. Αλλά υποψιάζομαι ότι δεν θα χρειαστούμε ούτε καν αυτή». Η Σκαρπέτα προσαρμόζει την κάμερα πάνω απ' το νόμισμα. Διορθώνει τους βραχίονες των τεσσάρων προβολέων. «Θα το φωτογραφίσω. Και μετά μπορούν να πάνε όλα στο DNA». Σκίζει ένα κομμάτι καφέ χαρτί για τη βάση του αντιγραφικού μηχανήματος, βγάζει το νόμισμα απ' την πλαστική θήκη του και το βάζει από την πλευρά της κορόνας. Κόβει ένα ποτηράκι από φελιζόλ κάθετα στα δύο και βάζει το μισό πάνω από το νόμισμα. Είναι μια αυτοσχέδια τέντα που μειώνει τη λάμψη και το αποτύπωμα φαίνεται πολύ πιο καθαρά. Πιάνει το τηλεχειριστήριο της κάμερας κι αρχίζει να φωτογραφίζει. «Κόλλα», λέει η Λούσι. «Μπορεί να είναι τεκμήριο κάποιου εγκλήματος και να ξαναβγήκε, ας πούμε, στην κυκλοφορία». «Αυτό θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση. Δεν ξέρω αν είναι σωστή, αλλά σίγουρα αιτιολογεί τα πράγματα». Τα πλήκτρα χτυπούν με ταχύτητα. «Χρυσό δολάριο», λέει η Λούσι. «Αμερικάνικο, 1873. Γιά να δούμε τι μπορώ να βρω σχετικά». Χτυπάει κι άλλα πλήκτρα. «Γιατί να παίρνει κάποιος κωδεϊνούχο Fiorinal; Και τι ακριβώς είναι;» «Butalbital μαζί με φωσφατική κωδεΐνη, ασπιρίνη, καφεΐνη», λέει η Σκαρπέτα, γυρνώντας προσεκτικά το νόμισμα ώστε να φωτογραφίσει και την άλλη του πλευρά. «Ένα ισχυρό ναρκωτικό αναλγητικό. Συχνά χορηγείται για τους δυνατούς πονοκεφάλους». Το διάφραγμα της μηχανής κλείνει. «Γιατί;» «Και το Testroderm;» «Ένα ζελέ τεστοστερόνης για επαλείψεις στο δέρμα». «Έχεις ακουστά κάποιον Στίβεν Σίγκελ;» Η Σκαρπέτα το σκέφτεται για λίγο, δεν της λέει τίποτα, το όνομα της είναι εντελώς άγνωστο. «Όχι, απ' όσο θυμάμαι». «Το Testroderm είχε συνταγογραφηθεί απ' αυτόν και τυχαίνει να είναι ένας σιχαμερός πρωκτολόγος στο Σάρλοτ, απ' όπου εί-
270
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ναι η Σάντι Σνουκ. Και τυχαίνει ο πατέρας της να ήταν ασθενής αυτού του πρωκτολόγου, πράγμα που σημαίνει πως η Σάντι τον ξέρει και μπορεί να παίρνει συνταγές όταν θελήσει». «Και πού εκτελέστηκε η συνταγή;» «Σ' ένα φαρμακείο στο νησί Σάλιβαν, όπου η Σάντι τυχαίνει να έχει ένα σπίτι των δύο εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα μιας ΕΠΕ», λέει η Λούσι, συνεχίζοντας να πληκτρολογεί. «Μπορεί να είναι καλή ιδέα να ρωτήσεις τον Μαρίνο τι διάολο συμβαίνει. Νομίζω ότι όλοι μας πρέπει ν' ανησυχούμε». «Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι το πόσο θυμωμένη είσαι». «Μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις πώς είμαι όταν είμαι πραγματικά θυμωμένη». Η Λούσι χτυπάει το πληκτρολόγιο γρήγορα, δυνατά, οργισμένα. «Ώστε ο Μαρίνο φτιάχνεται μια χαρά. Παράνομα. Πιθανόν να πασαλείβεται με ζελέ τεστοστερόνης σαν να είναι αντηλιακό και να καταπίνει χάπια σαν τρελός για να του περνάει το χανγκόβερ, γιατί ξαφνικά έχει γίνει ένας μανιασμένος και σουρωμένος Κινγκ Κονγκ». Πλήκτρα που χτυπούν δυνατά. «Πιθανόν να πάσχει από πριαπισμό και μπορεί να πάθει καρδιακή προσβολή. Ή να γίνει τόσο επιθετικός ώστε να βγει εκτός ελέγχου, ενώ είναι ήδη εκτός ελέγχου εξαιτίας του ποτού. Είναι εκπληκτική η επιρροή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος σ' έναν άλλο μέσα σε μία μόλις εβδομάδα». «Προφανώς αυτή η καινούργια φιλενάδα του είναι κακός μπελάς». «Δεν εννοούσα αυτήν. Έπρεπε να του είχες 7ΐει όλα σου τα νέα». «Ναι. Έπρε7ΐε να του τα πω. Και c εσένα και στη Ρόουζ», λέει ήρεμα η Σκαρπέτα. «Το χρυσό σου νόμισμα αξίζει γύρω στα εξακόσια δολάρια», λέει η Λούσι κλείνοντας ένα φάκελο στο κομπιούτερ. «Χωρίς να υπολογίσουμε την αλυσίδα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
271
Ο δρ Μαρόνι κάθεται μπροστά στο τζάκι του διαμερίσματος του, νότια του Αγίου Μάρκου, οι τρούλοι της βασιλικής μοιάζουν απόκοσμοι μες στη βροχή. Ο κόσμος, οι ντόπιοι κυρίως, φοράνε πράσινες λαστιχένιες γαλότσες, ενώ οι τουρίστες κάτι φτηνές κίτρινες. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο τα νερά στους δρόμους της Βενετίας ανεβαίνουν. «Απλώς έμαθα για το πτώμα». Μιλάει στο τηλέφωνο με τον Μπέντον. «Πώς; Στην αρχή η υπόθεση δεν ήταν σημαντική. Γιατί να το μάθεις;» «Μου το είπε ο Ότο». «Θες να πεις ο λοχαγός Πόμα». Ο Μπέντον θέλει να κρατήσει μια απόσταση απ' το λοχαγό, δεν μπορεί καν να προφέρει το μικρό του όνομα. Ο δρ Μαρόνι λέει: «Ο Ότο με πήρε για κάτι άλλο και το ανέφερε». «Πώς έτυχε να το ξέρει; Στην αρχή οι ειδήσεις δεν έλεγαν πολλά». «Το ήξερε επειδή είναι Καραμπινιέρος». «Κι αυτό τον κάνει παντογνώστη;» λέει ο Μπέντον. «Σε κάνει να νιώθεις απέχθεια». «Με κάνει να νιώθω απορία», λέει ο Μπέντον. «Είναι νομίατρος των Καραμπινιέρων. Και η υπόθεση ήταν στη δικαιοδοσία της Εθνικής Αστυνομίας κι όχι των Καραμπινιέρων. Κι ως συνήθως, αυτό έγινε επειδή στον τόπο του εγκλήματος πάει πρώτη η Εθνική Αστυνομία. Όταν ήμουν μικρός, αυτό το λέγαμε έφτυσα. Στην εφαρμογή του νόμου, αυτό λέγεται πρωτάκουστο». «Τι να σου πω; Έτσι γίνονται τα πράγματα στην Ιταλία. Η δικαιοδοσία εξαρτάται από το ποιος φτάνει πρώτος στον τόπο τού εγκλήματος, ή ποιον καλούν πρώτο. Αλλά δεν είν' αυτός ο λόγος που είσαι ευερέθιστος». «Δεν είμαι ευερέθιστος». «Λες σ' έναν ψυχίατρο ότι δεν είσαι ευερέθιστος». Ο δρ Μαρόνι ανάβει την πίπα του. «Δεν είμ' εκεί για να δω τη διάθεσή
272
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
σου, αλλά δεν χρειάζεται. Είσαι ευερέθιστος. Πες μου, τι σημασία έχει πώς πληροφορήθηκα για τη νεκρή κοντά στο Μπάρι;» «Τώρα υπονοείς ότι δεν είμαι αντικειμενικός». «Αυτό που υπονοώ είναι ότι νιώθεις να α7ΐειλείσαι από τον 'Οτο. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω πιο καθαρά την αλληλουχία των γεγονότων. Το πτώμα βρέθηκε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου έξω από το Μπάρι, και στην αρχή, όταν το άκουσα, δεν σκέφτηκα τίποτα. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και θεώρησαν πως ήταν μια πόρνη. Η αστυνομία νόμισε ότι ο φόνος συνδεόταν με τη Σάκρα Κορόνα Ουνιτά - τη Μαφία της Πούλια. Ο Ότο είπε ότι χαιρόταν που δεν ανακατεύτηκαν οι Καραμπινιέροι, γιατί δεν ήθελε μπλεξίματα με τους γκάνγκστερ. Όπως είπε, δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό στα θύματα που είν' εξίσου διεφθαρμένα με τους φονιάδες τους. Νομίζω πως την επόμενη μέρα μου είπε ότι είχε μιλήσει με τον ιατροδικαστή παθολόγο στη Νομιατρική Υπηρεσία του Μπάρι. Αποδείχτηκε ότι το θύμα ήταν μια αγνοούμενη Καναδή τουρίστρια που την είδαν τελευταία φορά σε μια ντισκοτέκ στο Οστούνι. Ήταν μάλλον μεθυσμένη. Έφυγε μαζί με κάποιον. Την επόμενη μέρα είδαν μια νεαρή γυναίκα που ταίριαζε με την περιγραφή της στην Γκρότα Μπιάνκα στην Πούλια. Στη Λευκή Σπηλιά». «Και πάλι ο λοχαγός Πόμα είναι παντογνώστης κι όλος ο κόσμος τού δίνει αναφορά». «Και πάλι δείχνεις να τον αντιπαθείς». «Ας μιλήσουμε για τη Λευκή Σπηλιά. Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτός ο δολοφόνος κάνει συμβολικούς συσχετισμούς», λέει ο Μπέντον. «Τα βαθύτερα επίπεδα της συνείδησης», λέει ο δρ Μαρόνι. «Θαμμένες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Καταπιεσμένες αναμνήσεις τραυμάτων και πόνου. Θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε την εξερεύνηση μιας σπηλιάς σαν το μυθολογικό ταξίδι μέσα στα μυστικά των δικών του νευρώσεων και ψυχώσεων, των φόβων του. Κάτι τρομερό πρέπει να του συνέβη, και πιθανόν να συνέβη πριν απ' αυτό που ο ίδιος νομίζει πως είναι το πιο τρομερό πράγμα της ζωής του».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
273
«Τι θυμάσαι από την εξωτερική περιγραφή του; Οι άνθρωποι που λένε πως τον είδαν με το θύμα στην ντίσκο, στη σπηλιά ή κάπου αλλού, έδωσαν κάποια περιγραφή;» «Νέος, με κασκετάκι», του λέει ο δρ Μαρόνι. «Αυτό μόνο». «Αυτό μόνο; Φυλή;» «Τόσο στην ντίσκο όσο και στη σπηλιά, ήταν πολύ σκοτεινά». «Στις σημειώσεις σου για τον ασθενή -τις έχω μπροστά μου και τις κοιτάζω-, ο ασθενής σου λέει ότι συνάντησε μια Καναδέζα σε μια ντίσκο. Αυτό το είπε μια μέρα αφότου βρέθηκε το πτώμα. Μετά δεν τον ξαναείδες. Σε ποια φυλή ανήκε;» «Λευκός». «Στις σημειώσεις σου λες ότι δήλωσε, σου το διαβάζω, πως "άφησε την κοπέλα στην άκρη του δρόμου στο Μπάρι"». «Τότε δεν είχε γίνει ακόμη γνωστό πως ήταν Καναδή. Ήταν αγνώστου ταυτότητος. Θεωρήθηκε πως ήταν πόρνη, όπως είπα». «Όταν ανακάλυψες πως ήταν Καναδή τουρίστρια δεν έκανες το συσχετισμό;» «Φυσικά, ανησύχησα. Αλλά δεν είχα αποδείξεις». «Ναι, Πάουλο, προστάτεψε τον ασθενή σου. Κανείς δεν νοιάστηκε να προστατέψει την Καναδή τουρίστρια, που το μόνο της έγκλημα ήταν ότι το 'ριξε λιγάκι έξω σε μια ντίσκο και γνώρισε κάποιον που προφανώς της άρεσε και νόμισε ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Οι διακοπές της στη Νότια Ιταλία τελείωσαν με μια νεκροψία σ' ένα νεκροταφείο. Πάλι καλά που δεν την έθαψαν σε τάφο για τους άπορους». «Είσαι πολύ ανυπόμονος κι αναστατωμένος», του λέει ο δρ Μαρόνι. «Τώρα που έχεις τις σημειώσεις σου μπροστά σου, Πάουλο, μπορεί να ξυπνήσει η μνήμη σου». «Δεν σου έδωσα αυτές τις σημειώσεις. Δεν μπορώ να φανταστώ πού τις βρήκες». Το λέει ξανά και ξανά και ο Μπέντον πρέπει να πάει με τα νερά του. «Αν αποθηκεύεις πληροφορίες για τους ασθενείς σε ηλεκτρονική μορφή στον σέρβερ του νοσοκομείου, πρέπει ν' ακυρώνεις τη
274
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
λειτουργία της κοινής χρήσης των φακέλων», λέει ο Μπέντον στο τηλέφωνο. «Γιατί αν κάποιος φανταστεί σε ποιο σκληρό δίσκο είναι αυτοί οι απόρρητοι φάκελοι, μπορεί ν' αποκτήσει πρόσβαση». «Το Ίντερνετ είναι πολύ επισφαλής χώρος». «Η Καναδή τουρίστρια δολοφονήθηκε πριν από σχεδόν ένα χρόνο», λέει ο Μπέντον. «Ο ίδιος τύπος ακρωτηριασμού. Πες μου πώς και δεν σκέφτηκες αυτή την υπόθεση -δεν σκέφτηκες τον ασθενή σου- μετά απ' αυτό που έπαθε η Ντριου Μάρτιν; Κομμάτια σάρκας που κόπηκαν απ' την ίδια περιοχή του σώματος. Γυμνή, πεταμένη σ' ένα σημείο όπου θα την ανακάλυπταν σύντομα και θα προκαλούσε σοκ. Κανένα ίχνος». «Δεν φαίνεται να τις βιάζει». «Δεν ξέρουμε τι τις κάνει. Ειδικά αν τις αναγκάζει να κάθονται σε μια μπανιέρα με παγωμένο νερό, ένας θεός ξέρει για πόσο. Θα 'θελα να βάλω και την Κέι στη συνομιλία μας. Της μίλησα λίγο πριν σε πάρω. Ελπίζω να έριξε μια ματιά σ' αυτά που της έστειλα». Ο δρ Μαρόνι περιμένει. Κοιτάζει την εικόνα στην οθόνη του, καθώς η βροχή πέφτει δυνατά έξω απ* το διαμέρισμά του και τα νερά του καναλιού φουσκώνουν. Ανοίγει το παράθυρο και βλέπει πως το νερό έχει ανέβει καμιά τριανταριά εκατοστά πάνω απ* τα πεζοδρόμια. Χαίρεται που δεν είν' αναγκασμένος να βγει έξω σήμερα. Δεν θεωρεί τις πλημμύρες περιπέτεια, όπως φαίνεται να είναι για τους τουρίστες. «Πάουλο;» Ο Μπέντον έχει επιστρέψει. «Κέι;» «Εδώ είμαι». «Έχει τους φακέλους», λέει ο Μπέντον στο δρ Μαρόνι. «Βλέπεις τις δύο φωτογραφίες;» ρωτάει τη Σκαρπέτα. «Και τους άλλους φακέλους;» «Αυτό που έκανε στα μάτια της Ντριου Μάρτιν», λέει εκείνη αμέσως. «Δεν έχουμε στοιχεία για κάτι τέτοιο στη γυναίκα που δολοφονήθηκε έξω από το Μπάρι. Κοιτάζω την αναφορά της νεκροψίας της. Στα ιταλικά. Προσπαθώ να βγάλω άκρη. Κι αναρωτιέμαι: γιατί έχεις την αναφορά της νεκροψίας μέσα στο φάκελο αυτού του ασθενούς, του Ανθρώπου της Άμμου, υποθέτω;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
275
«Ο ίδιος αυτοαποκαλείται έτσι», λέει ο δρ Μαρόνι. «Βάσει των e-mail της δρ Σελφ. Είδες κανένα απ' αυτά;» «Τώρα τα βλέπω». «Γιατί η έκθεση της νεκροψίας ήταν μέσα στο φάκελο του ασθενούς σου;» του υπενθυμίζει ο Μπέντον. «Στο φάκελο του Ανθρώπου της Άμμου». «Γιατί ανησύχησα. Αλλά δεν είχα αποδείξεις». «Ασφυξία;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Βάσει των πετεχειών και της απουσίας άλλων ευρημάτων». «Μπορεί να ήταν πνιγμός;» ρωτάει ο δρ Μαρόνι, ενώ οι φάκελοι που του προώθησε ο Μπέντον είναι τυπωμένοι και βρίσκονται στα γόνατά του. «Είναι δυνατόν να ισχύει το ίδιο και για την Ντριου;» «Όχι. Η Ντριου δεν πνίγηκε. Στραγγαλίστηκε με κάτι σαν ζώνη». «Ο λόγος για τον οποίο σκέφτηκα τον πνιγμό στην περίπτωση της Ντριου ήταν η μπανιέρα», λέει ο δρ Μαρόνι. «Και τώρα αυτές οι τελευταίες φωτογραφίες της γυναίκας στη χάλκινη μπανιέρα. Αλλά το καταλαβαίνω αν κάνω λάθος». «Κάνεις λάθος για την Ντριου. Αλλά για τα θύματα μέσα σε μπανιέρες πριν απ' το θάνατο τους -ή αυτό που ατυχώς υποθέτουμε πως ήταν ο θάνατος τους-, ναι, συμφωνώ. Πρέπει να σκεφτούμε και τον πνιγμό αν δεν έχουμε άλλα στοιχεία. Θα σας πω μετά βεβαιότητος», επαναλαμβάνει η Σκαρπέτα, «ότι η Ντριου δεν πνίγηκε. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ισχύει το ίδιο και για το θύμα από το Μπάρι. Και δεν ξέρουμε τι έγινε με τη γυναίκα στη χάλκινη μπανιέρα. Δεν μπορούμε καν να πούμε ότι είναι νεκρή, αν και πολύ το φοβάμαι». «Δείχνει ναρκωμένη», λέει ο Μπέντον. «Υποψιάζομαι ότι αυτές οι τρεις γυναίκες έχουν αυτό το κοινό σημείο», λέει η Σκαρπέτα. «Το θύμα στο Μπάρι δεν μπορούσε ν' αντιδράσει, αν κρίνουμε από τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα της, που ήταν τρεις φορές πάνω από το επιτρεπτό όριο. Της Ντριου ήταν δύο φορές πάνω».
276
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Τις αποχαυνώνει για να μπορεί να τις ελέγχει», λέει ο Μπέντον. «Και δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει πως το θύμα στο Μπάρι πνίγηκε; Η έκθεση δεν αναφέρει τίποτα; Και τα διάτομα;» «Τα διάτομα;» ρωτάει ο δρ Μαρόνι. «Μικροσκοπικές άλγες», λέει η Σκαρπέτα. «Πρώτον, κάποιος θα 'πρεπε να ελέγξει, πράγμα που δεν είναι πιθανό αν δεν υποψιαστούν πνιγμό». «Γιατί να το υποψιαστούν; Βρέθηκε δίπλα στο δρόμο», λέει ο δρ Μαρόνι. «Δεύτερον», λέει η Σκαρπέτα, «τα διάτομα είναι πανταχού παρόντα. Είναι στο νερό. Είναι στον αέρα. Είναι η μόνη εξέταση που μπορεί να δώσει σημαντικά αποτελέσματα, σαν να εξετάζεις το μυελό των οστών ή τα σπλάχνα. Κι έχεις δίκιο. Γιατί να το υποψιαστούν; Όσο για το θύμα στο Μπάρι, υπο7ΐτεύομαι ότι μπορεί να ήταν θύμα των περιστάσεων. Ίσως ο Άνθρωπος της Άμμου - θα τον αποκαλώ έτσι από δω και πέρα...» «Δεν ξέρουμε πώς αποκαλούσε τον εαυτό του εκείνη την εποχή», λέει ο δρ Μαρόνι. «Ο ασθενής μου δεν ανέφερε ποτέ αυτό το όνομα». «Θα τον λέω Άνθρωπο της Άμμου για λόγους σαφήνειας», λέει η Σκαρπέτα. «Μπορεί να τριγυρνούσε σε μπαρ, ντίσκο, τουριστικές ατραξιόν, και να ήταν τραγική ατυχία της κοπέλας που βρέθηκε σε λάθος τόπο λάθος στιγμή. Η Ντριου Μάρτιν όμως δεν μου φαίνεται τυχαίο θύμα». «Ούτε αυτό το ξέρουμε». Ο δρ Μαρόνι καπνίζει την πίπα του. «Νομίζω πως το ξέρω», λέει εκείνη. «Άρχισε από το περασμένο φθινόπωρο να γράφει e-mail στη δρ Σελφ για την Ντριου Μάρτιν». «Αν υποθέσουμε πως είναι ο δολοφόνος». «Έστειλε στη δρ Σελφ τη φωτογραφία της Ντριου στην μπανιέρα, τραβηγμένη λίγο μετά το θάνατο της», λέει η Σκαρπέτα. «Στα δικά μου τα βιβλία, αυτό σημαίνει πως είναι ο δολοφόνος». «Σε παρακαλώ, πες μου περισσότερα για τα μάτια της», της λέει ο δρ Μαρόνι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
277
«Βάσει της έκθεσης, ο δολοφόνος δεν έβγαλε τα μάτια της Καναδής. Τα μάτια της Ντριου είχαν αφαιρεθεί, οι κόγχες ήταν γεμάτες άμμο, τα βλέφαρα κλεισμένα με κόλλα. Ευτυχώς, με βάση όσα ξέρω, φαίνεται πως έγινε μετά θάνατον». «Δεν είναι σαδισμός, αλλά συμβολισμός», λέει ο Μπέντον. «Ο Άνθρωπος της Άμμου σου ρίχνει άμμο στα μάτια και σε βάζει για ύπνο», λέει η Σκαρπέτα. ((Αυτή είναι η μυθολογία που εννοώ», λέει ο δρ Μαρόνι. «Φροϊδική, Γιουνγκιανή, αλλά σχετική. Είναι εις βάρος μιας, αλλά αγνοούμε την εις βάθος ψυχολογία αυτής της υπόθεσης». «Δεν αγνοώ τίποτα. Εύχομαι να μην αγνοούσες εσύ αυτά που ήξερες για τον ασθενή σου. Ενώ ανησυχούσες ότι μπορεί να είχε σχέση με το φόνο της τουρίστριας, δεν είπες τίποτα», λέει ο Μπέντον. Αντεγκλήσεις. Υπαινιγμοί για λάθη και κατηγορίες. Η τριπλή συζήτηση συνεχίζεται, ενώ η Βενετία πλημμυρίζει. Μετά η Σκαρπέτα λέει ότι έχει δουλειά στο εργαστήριο και, αν δεν χρειάζονται τίποτ' άλλο απ* αυτήν, θα κλείσει το τηλέφωνο. Κλείνει. Και ο δρ Μαρόνι συνεχίζει την υπεράσπισή του. «Θα ήταν παράνομο. Δεν είχα καμιά απόδειξη, κανένα στοιχείο», λέει στον Μπέντον. «Ξέρεις τους κανόνες. Τι θα γινόταν αν τρέχαμε στην αστυνομία κάθε φορά που ένας ασθενής κάνει βίαιους υπαινιγμούς ή αναφέρεται σε βίαιες πράξεις που δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως είν' αλήθεια; Θα καταγγέλλαμε κάθε μέρα τους ασθενείς στην αστυνομία». «Νομίζω ότι έπρεπε να καταγγείλεις τον ασθενή σου και νομίζω ότι έπρεπε να ζητήσεις περισσότερες πληροφορίες από τη δρ Σελφ». «Νομίζω ότι δεν είσαι πια πράκτορας του FBI για να συλλαμβάνεις κόσμο, Μπέντον. Είσαι παθολόγος ιατροδικαστής σ' ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Ανήκεις στο διδακτικό προσωπικό τής Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Η πρώτη σου υποχρέωση είναι απέναντι στον ασθενή σου». «Μπορεί να μην είμαι πια ικανός για κάτι τέτοιο. Μετά από δύο εβδομάδες με τη δρ Σελφ, δεν νιώθω το ίδιο απέναντι σε τί-
278
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ποτα. Ούτε απέναντι σ' εσένα, Πάουλο. Προστάτευσες τον ασθενή σου, και τώρα τουλάχιστον άλλες δυο γυναίκες είναι νεκρές». «Αν το έκανε αυτός». «Αυτός το έκανε». «Πες μου τι έκανε η δρ Σελφ όταν την έφερες αντιμέτωπη μ* αυτές τις φωτογραφίες. Της Ντριου στην μπανιέρα. Το δωμάτιο φαίνεται ιταλικό και παλιό», λέει ο δρ Μαρόνι. «Θα πρέπει να είναι στη Ρώμη ή κοντά στη Ρώμη. Κατ* ανάγκην», λέει ο Μπέντον. «Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δολοφονήθηκε στη Ρώμη». «Κι αυτή η δεύτερη φωτογραφία;» Κάνει κλικ σ' ένα δεύτερο φάκελο που ήταν στο e-mail της δρ Σελφ. Μια γυναίκα σε μια μπανιέρα, χάλκινη αυτή τη φορά. Δείχνει γύρω στα τριάντα, με μακριά σκούρα μαλλιά. Τα χείλη της είναι πρησμένα και ματωμένα, το δεξί της μάτι πρησμένο και κλειστό. «Τι είπε η δρ Σελφ όταν της έδειξες αυτή την πιο πρόσφατη φωτογραφία που της έστειλε ο Άνθρωπος της Άμμου;» «Όταν της την έστειλε, εκείνη ήταν στον τομογράφο. Όταν της την έδειξα αργότερα, την έβλεπε για πρώτη φορά. Η βασική της ανησυχία ήταν ότι χακέψαμε -δική της η έκφραση- το email της, παραβιάσαμε τα νόμιμα δικαιώματά της και παραβιάσαμε το ιατρικό απόρρητο, επειδή η Λούσι ήταν ο χάκερ -όπως την κατηγορεί η δρ Σελφ-, κι ότι αυτό σημαίνει πως κάποιοι απέξω ήξεραν πως η δρ Σελφ ήταν ασθενής στο ΜακΛίν. Πώς έφτασε να κατηγορηθεί η Λούσι τελικά; Απορώ». «Είναι παράξενο να την κατηγορεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Συμφωνώ». «Είδες τι ανέβασε η δρ Σελφ στη σελίδα της; Υποτίθεται πως είναι εξομολογήσεις της Λούσι, που μιλάει ανοιχτά για τον όγκο στον εγκέφαλο της. Είναι παντού». «Η Λούσι να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο δρ Μαρόνι παραξενεύεται. Αυτό δεν το ήξερε. «Ασφαλώς και δεν το έκανε. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι η δρ Σελφ ανακάλυψε με κάποιον τρόπο πως η Λούσι έρχεται τακτι-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
279
κά στο ΜακΛίν για τομογραφίες, και στην προσπάθεια να κορέσει την ακόρεστη πείνα της να κάνει κακό, σκάρωσε αυτή την εξομολόγηση στη σελίδα της». «Πώς είναι η Λούσι;» «Πώς λες να είναι;» «Τι άλλο είπε η δρ Σελφ για τη δεύτερη φωτογραφία; Για τη γυναίκα στη χάλκινη μπανιέρα. Ξέρουμε ποια είναι;» «Ώστε κάποιος έβαλε στο μυαλό της δρ Σελφ ότι η Λούσι μπήκε στο e-mail της. Πολύ παράξενο». «Η γυναίκα στη χάλκινη μπανιέρα», ξαναλέει ο δρ Μαρόνι. «Τι είπε η δρ Σελφ όταν της μίλησες το βράδυ στα σκαλοπάτια; Θα πρέπει να ήταν φοβερό». Περιμένει. Ξανανάβει την πίπα του. «Ποτέ δεν είπα ότι ήμασταν στα σκαλοπάτια». Ο δρ Μαρόνι χαμογελάει και καπνίζει, ενώ ο καπνός μες στην πίπα του λάμπει. «Καλά, αλλά όταν της την έδειξες, τι είπε;» «Ρώτησε αν η φωτογραφία είναι αληθινή. Είπα ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε χωρίς να δούμε τους φακέλους στο κομπιούτερ του ανθρώπου που την έστειλε. Αλλά φαίνεται γνήσια. Δεν βλέπω εμφανή σημάδια κάποιας παρέμβασης. Μια σκιά που να λείπει. Ένα λάθος στην προοπτική. Φωτισμό ή καιρικές συνθήκες που να μοιάζουν άτοπες». «Όχι, δεν φαίνεται πειραγμένη», λέει ο δρ Μαρόνι μελετώντας τη στην οθόνη του, ενώ η βροχή πέφτει έξω απ* τα παραθυρόφυλλά του και τα νερά των καναλιών παφλάζουν πάνω στους τοίχους, α Απ όσο μπορώ να ξέρω γι' αυτά τα πράγματα». «Επέμενε ότι μπορεί να πρόκειται γι' αρρωστημένο αστείο. Αρρωστημένο αστείο. Είπα ότι η φωτογραφία της Ντριου Μάρτιν είναι αληθινή, κι ήταν κάτι περισσότερο από ένα αρρωστημένο αστείο. Ήταν νεκρή. Εξέφρασα την ανησυχία μου ότι και η γυναίκα στη δεύτερη φωτογραφία είναι νεκρή. Φαίνεται ότι κάποιος μιλάει στη δρ Σελφ ανεξέλεγκτα, κι όχι μόνο σ' αυτή την περίπτωση. Αναρωτιέμαι ποιος». «Και τι είπε;» «Είπε ότι δεν έφταιγε αυτή», λέει ο Μπέντον.
280
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Και τώρα που η Λούσι μας βρήκε αυτές τις πληροφορίες, μπορεί να ξέρει...» αρχίζει να λέει ο δρ Μαρόνι, αλλά ο Μπέντον τον προλαβαίνει. «... από πού στάλθηκαν. Η Λούσι μας το εξήγησε. Αποκτώντας πρόσβαση στα e-mail της δρ Σελφ, μπόρεσε να εντοπίσει την IP διεύθυνση του Ανθρώπου της Άμμου. Μια ακόμη απόδειξη ότι δεν τη νοιάζει. Θα μπορούσε να βρει την IP μόνη της ή να βάλει κάποιον άλλο να το κάνει. Αλλά δεν το έκανε. Δεν της πέρασε καν απ* το μυαλό. Εντοπίστηκε σ' ένα domain του Τσάρλεστον, και συγκεκριμένα στο λιμάνι». «Πολύ ενδιαφέρον». «Είσαι πολύ ανοιχτός και διαχυτικός, Πάουλο». «Δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοείς. "Ανοιχτός και διαχυτικός";» «Η Λούσι μίλησε με τον IT του λιμανιού, τον άνθρωπο που διαχειρίζεται όλα τα κομπιούτερ, το ασύρματο δίκτυο και τα λοιπά», λέει ο Μπέντον. «Το σημαντικό, κατά τη γνώμη της, είναι ότι η IP διεύθυνση του Ανθρώπου της Άμμου δεν αντιστοιχεί σε κανένα MAC της θύρας, δηλαδή σε Κωδικό Διεύθυνσης Μηχανήματος. Όποιο κομπιούτερ κι αν χρησιμοποιεί ο Άνθρωπος της Άμμου για να στέλνει τα e-mail του, δεν ανήκει σ' αυτά του λιμανιού, πράγμα που σημαίνει πως είναι απίθανο να είναι υπάλληλος εκεί. Η Λούσι μας υπέδειξε μερικά πιθανά σενάρια. Μπορεί να είναι κάποιος που μπαινοβγαίνει στο λιμάνι - μ ' ένα κρουαζιερόπλοιο, ένα φορτηγό-, κι όποτε πιάνει λιμάνι, μπαίνει λαθραία στο δίκτυο. Αν είναι έτσι, θα πρέπει να δουλεύει σε κάποιο κρουαζιερόπλοιο ή φορτηγό που βρισκόταν στο λιμάνι Τσάρλεστον τις μέρες που έστειλε τα e-mail στη δρ Σελφ. Όλα του τα e-mail -και τα είκοσι εφτά που βρήκε η Λούσι στα εισερχόμενα της δρ Σελφστάλθηκαν από το ασύρματο δίκτυο του λιμανιού. Ακόμα κι αυτό που μόλις έλαβε. Τη γυναίκα στη χάλκινη μπανιέρα». «Τότε θα πρέπει να βρίσκεται στο Τσάρλεστον τώρα», λέει ο δρ Μαρόνι. «Ελπίζω να έχετε υπό φρούρηση το λιμάνι. Μπορεί αυτός να είναι ο τρόπος να τον πιάσουμε».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
281
«Πρέπει να προσέχουμε, ό,τι κι αν κάνουμε. Δεν μπορούμε ν' ανακατέψουμε την αστυνομία αμέσως. Ο άνθρωπος θα τρομάξει». «Θα πρέπει να υπάρχουν τα ημερολόγια από τα κρουαζιερόπλοια και τα φορτηγά. Υπάρχει αντιστοιχία αυτών των ημερομηνιών με τις ημέρες που έστειλε εκείνος τα e-mail στη δρ Σελφ;» «Και ναι και όχι. Μερικές ημερομηνίες ενός συγκεκριμένου κρουαζιερόπλοιου -και μιλάω για τις ημέρες εισόδου και εξόδου από το λιμάνι- αντιστοιχούν με τις ημερομηνίες που στάλθηκαν τα e-mail. 'Αλλες όχι, Κι απ' αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος ότι εκείνος έχει κάποιο λόγο να βρίσκεται στο Τσάρλεστον, μπορεί ακόμα και να μένει εκεί, κι αποκτάει πρόσβαση στο δίκτυο του λιμανιού παρκάροντας ίσως πολύ κοντά και χρησιμοποιώντας το». «Τώρα μ* έχεις χάσει», λέει ο δρ Μαρόνι. «Ζω σ' έναν πολύ παλιό κόσμο». Ανάβει ξανά την πίπα του, κι ένας λόγος που την απολαμβάνει είναι η χαρά του να την ξανανάβει. «Είναι κάτι αντίστοιχο με το να γυρνάς μ* ένα σκάνερ και ν' ακούς τις συνομιλίες στα κινητά», εξηγεί ο Μπέντον. «Υποθέτω πως ούτε γι' αυτό φταίει η δρ Σελφ», λέει μελαγχολικά ο δρ Μαρόνι. «Αυτός ο δολοφόνος στέλνει e-mail από το Τσάρλεστον από το περασμένο φθινόπωρο, κι εκείνη θα 'πρεπε να το ξέρει και να το έχει πει σε κάποιον». «Θα μπορούσε να το πει σ' εσένα, Πάουλο, όταν σου μίλησε για τον Άνθρωπο της Άμμου». «Και ξέρει γι' αυτή τη σχέση του με το Τσάρλεστον;» «Της το είπα. Έλπιζα ότι θα μπορούσα να την παρακινήσω να θυμηθεί κάτι ή να μιας πει κάποια πληροφορία που θα μας βοηθούσε». «Και τι είπε όταν έμαθε ότι ο Άνθρωπος της Άμμου της έστελνε e-mail από το Τσάρλεστον όλον αυτό τον καιρό;» «Είπε ότι δεν έφταιγε αυτή», απαντάει ο Μπέντον. «Μετά μπήκε στη λιμουζίνα της, πήγε στο αεροδρόμιο και πήρε το ιδιωτικό της αεροπλάνο».
16 Χειροκροτήματα και μουσική, και η φωνή της δρ Σελφ. Η σελίδα της. Η Σκαρπέτα δεν μπορεί να κρύψει την ταραχή της καθώς διαβάζει την ψεύτικη εξομολόγηση της Λούσι για τις τομογραφίες του εγκεφάλου της στο ΜακΛίν και γιατί τις κάνει και πώς είναι να ζεις με κάτι τέτοιο. Η Σκαρπέτα διαβάζει τα μπλογκ μέχρι που δεν αντέχει πια και η Λούσι σκέφτεται πως η αναστάτωση της θείας της είναι πιο εύκολη απ' αυτό που πράγματι νιώθει. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ό,τι έγινε έγινε», λέει η Λούσι ενώ σκανάρει αποσπασματικά δακτυλικά αποτυπώματα σ' ένα σύστημα ψηφιακής απεικόνισης. «Ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να αναιρέσω μια αποστολή ή να ξεποστάρω ή να ξεκάνω κάτι που έγινε. Από μια άποψη, άπαξ και βρέθηκε εκεί πέρα, δεν χρειάζεται να φοβάμαι πια μην τυχόν ξεμπροστιαστώ». «Να ξεμπροστιαστείς; Πολύ γλαφυρός τρόπος να το περιγράψεις». «Κατά τη γνώμη μου, η σωματική μου κατάσταση είναι το χειρότερο για το οποίο θα μπορούσαν να με ξεμπροστιάσουν. Έτσι, είναι προτιμότερο να το μάθει επιτέλους ο κόσμος και να τελειώνουμε. Η αλήθεια είναι μια ανακούφιση. Είναι προτιμότερο να μην κρύβουμε τίποτα, δεν συμφωνείς; Το αστείο με το να το μάθει ο κόσμος είναι ότι αυξάνονται οι πιθανότητες για απρόσμενα δώρα. Άνθρωποι που σου απλώνουν το χέρι, ενώ δεν ήξε-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
283
ρες ότι νοιάζονται. Φωνές απ* το παρελθόν που σου ξαναμιλούν. 'Αλλες φωνές που επιτέλους σταματούν. Μερικοί άνθρωποι που επιτέλους βγαίνουν απ* τη ζωή σου». «Σε ποιον αναφέρεσαι;» «Ας πούμε απλώς ότι δεν παραξενεύτηκα». «Δωρεάν ή όχι, η δρ Σελφ δεν είχε δικαίωμα», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν ακούς τι λες». Η Σκαρπέτα δεν της απαντάει. «Θες να πιστεύεις ότι φταις εσύ. Ξέρεις, αν δεν ήμουν η ανιψιά της διαβόητης δρ Σκαρπέτα, δεν θα υπήρχε αυτό το ενδιαφέρον. Έχεις μια ασίγαστη ανάγκη να θεωρείς τα πάντα δικό σου σφάλμα και να προσπαθείς να τα διορθώσεις», λέει η Λούσι. «Δεν μπορώ να το βλέπω άλλο». Η Σκαρπέτα βγαίνει απ' τη σελίδα. «Αυτό είναι το ελάττωμά σου», λέει η Λούσι. «Και μάλιστα με δυσκολεύει, αν θες να ξέρεις». «Πρέπει να βρούμε ένα δικηγόρο μ' αυτή την ειδικότητα. Συκοφαντία μέσω Ίντερνετ. Δυσφήμηση στο Ίντερνετ. Επικρατεί τέτοιο χάος, είναι σαν μια κοινωνία χωρίς νόμους». «Προσπάθησε ν' αποδείξεις ότι δεν το έγραψα εγώ. Προσπάθησε να το στηρίξεις. Μην επικεντρώνεσαι σ' εμένα επειδή δεν θες να επικεντρωθείς στον εαυτό σου. Σ' άφησα μόνη σου όλο το πρωί. Φτάνει πια. Δεν αντέχω άλλο». Η Σκαρπέτα αρχίζει να καθαρίζει τον πάγκο και να μαζεύει τα πράγματα. «Κάθομ' εδώ και σ' ακούω να μιλάς ήρεμα στο τηλέφωνο με τον Μπέντον. Με το δρ Μαρόνι. Πώς μπορείς να το κάνεις και να μη σε πνίγει η άρνηση κι η περιφρόνηση;» Η Σκαρπέτα αφήνει το νερό να τρέξει σ' έναν ανοξείδωτο νεροχύτη, δίπλα σε μια συσκευή για πλύσεις ματιών. Τρίβει τα χέρια της, λες και δεν δούλευε μέσα σ' ένα σχολαστικά καθαρό εργαστήριο όπου δεν έγινε τίποτα περισσότερο από μερικές φωτογραφίσεις, αλλά έχει κάνει νεκροψία. Η Λούσι βλέπει τις μελανιές
284
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στους καρπούς της θειας της. Μπορεί να προσπαθεί όσο θέλει, αλλά δεν μπορεί να τις κρύψει. «Θα το προστατεύεις αυτό το κάθαρμα σ' όλη σου τη ζωή;» Η Λούσι εννοεί τον Μαρίνο. «Εντάξει. Μη μου απαντάς. Μπορεί η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα σ' εμένα και σ' αυτόν να μην είναι η προφανής. Εμένα η δρ Σελφ δεν θα με εξωθήσει να κάνω κάτι μοιραίο στον εαυτό μου». «Μοιραίο; Ελπίζω πως όχι. Δεν μ* αρέσει να χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη». Η Σκαρπέτα είναι σκυμμένη και ξαναβάζει το χρυσό νόμισμα και την αλυσίδα του στην πλαστική θήκη. «Τι είν* αυτά που λες; Κάτι μοιραίο». Η Λούσι βγάζει την ποδιά της, την κρεμάει στο πίσω μέρος της κλειστής πόρτας. «Δεν θα της δώσω τη χαρά να με εξωθήσει σε κάτι που δεν μπορεί να διορθωθεί. Δεν είμαι ο Μαρίνο». «Δεν χρειάζεται να τα στείλουμε αυτά αμέσως για DNA». Η Σκαρπέτα κόβει κολλητική ταινία για να κλείσει τους φακέλους. «Θα τους δώσω απευθείας για να παραμείνει ανέπαφη η σειρά των στοιχείων, και ίσως σε τριάντα έξι ώρες - μπορεί και λιγότερο; Αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτες επιπλοκές. Δεν θέλω να καθυστερήσει η ανάλυση. Σίγουρα καταλαβαίνεις γιατί. Μην τυχόν έρθει να μ' επισκεφτεί κανένας μ* ένα όπλο». «Θυμάμαι εκείνη τη φορά στο Ρίτσμοντ. Χριστούγεννα, και τα περνούσα μαζί σου, είχα γυρίσει από το πανεπιστήμιο, είχα φέρει μια φίλη μαζί μου. Της την έπεσε μπροστά μου». «Πότε ήταν αυτό; Το έκανε πάνω από μία φορά». Η Σκαρπέτα έχει μια έκφραση που η Λούσι δεν την έχει ξαναδεί. Η θεία της συμπληρώνει χαρτιά, καταπιάνεται με το ένα πράγμα μετά το άλλο, κάνει τα πάντα ώστε να μη χρειαστεί να την κοιτάξει, γιατί δεν μπορεί. Η Λούσι δεν θυμάται τη θεία της να είναι θυμωμένη και να ντρέπεται μαζί. Μπορεί να θύμωνε, αλλά δεν ντρεπόταν ποτέ, και η άσχημη αίσθηση της Λούσι επιδεινώνεται. «Επειδή δεν άντεχε να βρίσκεται κοντά σε γυναίκες που ήθελε απεγνωσμένα να εντυπωσιάσει, κι εκτός απ' το ότι δεν εντυπωσιαζόμασταν, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που ήθελε αυτός,
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
285
δεν μπορούσε να χειριστεί το ενδιαφέρον μας γι' αυτόν», λέει η Λούσι. «Εμείς θέλαμε να δημιουργήσουμε ανθρώπινη επαφή μαζί του, κι αυτός τι έκανε; Πήγε να βάλει χέρι στη φίλη μου μπροστά στα μάτια μου. Και βέβαια ήταν σουρωμένος». Σηκώνεται απ' το τερματικό και πλησιάζει στον πάγκο όπου η θεία της έχει βαλθεί να βγάζει μαρκαδόρους από ένα συρτάρι και να τους βγάζει τα καπάκια, για να τους δοκιμάσει και να δει αν τέλειωσαν ή ξεράθηκε το μελάνι τους. «Δεν το ανέχτηκα», λέει η Λούσι. «Τον εμπόδισα. Ήμουνα μόλις δεκαοχτώ χρονών και του 'βαλα τις φωνές, κι ήταν τυχερός που δεν έκανα τίποτα χειρότερο. Θα συνεχίσεις ν' ασχολείσαι μ' οτιδήποτε άλλο νομίζοντας ότι έτσι θα το κάνεις να εξαφανιστεί;» Η Λούσι πιάνει τα χέρια της θείας της και της σηκώνει απαλά τα μανίκια. Οι καρποί της είναι κατακόκκινοι. Βαθιά βλάβη των ιστών, σαν να σφίχτηκαν δυνατά από χειροπέδες. «Ας μην επιμείνουμε», λέει η Σκαρπέτα. «Ξέρω ότι σε νοιάζει». Τραβάει τα χέρια της και κατεβάζει τα μανίκια. «Αλλά, σε παρακαλώ, άσε με ήσυχη μ' αυτό το θέμα, Λούσι». «Τι σου 'κάνε;» Η Σκαρπέτα κάθεται. «Καλύτερα να μου τα πεις όλα», λέει η Λούσι. «Δεν μ' ενδιαφέρει τι έκανε η δρ Σελφ για να τον προκαλέσει, και ξέρουμε κι οι δυο ότι δεν χρειάζονται πολλά. Το πήγε πολύ μακριά το πράγμα και δεν υπάρχει επιστροφή, αλλά δεν υπάρχουν κι εξαιρέσεις στον κανόνα. Θα τον τιμωρήσω». «Σε παρακαλώ. Θα το κανονίσω εγώ». «Δεν το κανονίζεις και δεν πρόκειται να το κανονίσεις. Πάντα του βρίσκεις δικαιολογίες». «Όχι. Αλλά το να τον τιμωρήσεις δεν είναι λύση. Σε τι θα ωφελήσει;» «Τι ακριβώς έγινε;» Η Λούσι είναι ήρεμη και χαλαρή. Αλλά μέσα της νιώθει να μουδιάζει, όπως όταν είναι ικανή για όλα. «Ήταν στο σπίτι σου όλη νύχτα. Τι έκανε; Σίγουρα κάτι που δεν ήθελες, γι' αυτό έχεις μελανιές. Δεν ήθελες τίποτα απ' αυτόν, κι
286
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
έτσι σ' ανάγκασε, σωστά; Σε άρπαξε από τους καρπούς. Τι έκανε; 0 λαιμός σου είναι κοκκινισμένος. Πού αλλού; Τι έκανε το κάθαρμα; Μ' όλες αυτές τις βρομιάρες που κοιμάται, ποιος ξέρει τι αρρώστιες...» «Δεν έφτασε ώς εκεί». «Πού είναι το εκεί; Τι έκανε;» Η Λούσι το λέει όχι σαν ερώτηση, αλλά σαν ένα σημείο που χρειάζεται περισσότερη διευκρίνιση. «Ήταν μεθυσμένος», λέει η Σκαρπέτα. «Τώρα μαθαίνουμε ότι πιθανότατα έπαιρνε και συμπληρώματα τεστοστερόνης, που μπορούν να τον κάνουν πολύ επιθετικό, εξαρτάται απ* το πόσο τα χρησιμοποιεί, και δεν έχει αίσθηση αυτοσυγκράτησης. Οι υπερβολές του. Μεγάλες. Μεγάλες. Έχεις δίκιο, έπινε και κάπνιζε πάρα πολύ όλη αυτή την εβδομάδα. Ποτέ δεν ήξερε τα όριά του, αλλά τώρα δεν έχει όρια. Τι να πω, κάπου εδώ θα κατέληγαν όλα». «Θα κατέληγαν όλα εδώ; Μετά από τόσα χρόνια, η σχέση σας θα κατέληγε στο να σου επιτεθεί σεξουαλικά;» «Ποτέ δεν τον έχω δει έτσι. Αυτός ο άνθρωπος μου ήταν άγνωστος. Τόσο επιθετικός κι οργισμένος, τελείως εκτός ελέγχου. Ίσως θα 'πρεπε ν' ανησυχούμε περισσότερο γι' αυτόν παρά για μένα». «Μην αρχίζεις». «Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις». «Θα καταλάβω καλύτερα όταν μου πεις τι έκανε». Η φωνή τής Λούσι είναι παγερή, έτσι όπως μιλάει όταν είναι ικανή για όλα. «Τι έκανε; Όσο περισσότερο υπεκφεύγεις, τόσο περισσότερο θέλω να τον τιμωρήσω και τόσο χειρότερη θα 'ναι η τιμωρία του. Και ξέρεις καλά ότι πρέπει να με παίρνεις στα σοβαρά, θεία Κέι». «Έφτασε ώς εκεί και μετά σταμάτησε κι έβαλε τα κλάματα», λέει η Σκαρπέτα. «Πού είναι το ώζ εκεί;» «Δεν μπορώ να το συζητήσω». «Αλήθεια; Κι αν καλούσες την αστυνομία; Θα ζητούσαν λεπτομέρειες. Ξέρεις τι γίνεται. Σε βιάζουν μια φορά. Και μετά σε
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
287
ξαναβιάζουν όταν τους το περιγράφεις, και μερικοί μπάτσοι το φαντάζονται να συμβαίνει και κρυφά μέσα τους ερεθίζονται. Αυτοί οι διεστραμμένοι που πάνε από δικαστήριο σε δικαστήριο ψάχνοντας για υποθέσεις βιασμών, για να καθίσουν στο βάθος και ν' ακούσουν τις λεπτομέρειες». «Γιατί το τραβάς ώς εκεί; Αυτό δεν έχει καμιά σχέση μ' εμένα». «Τι νομίζεις ότι θα συνέβαινε αν καλούσες την αστυνομία κι ο Μαρίνο κατηγορούνταν για σεξουαλική κακοποίηση; Το λιγότερο θα ήταν να καταλήξεις στο δικαστήριο, κι εκεί ένας θεός ξέρει τι θέαμα θα πρόσφερες. Ο κόσμος ν' ακούει όλες τις λε7ττομέρειες, να φαντάζεται τα πάντα - είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να ξεγυμνώνεσαι δημόσια, εμφανίζεσαι σαν σεξουαλικό αντικείμενο, εξευτελίζεσαι. Η μεγάλη δρ Κέι Σκαρπέτα γυμνή και κακοποιημένη μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου». «Δεν έφτασε ώς εκεί». «Αλήθεια; Άνοιξε το πουκάμισο σου. Τι κρύβεις; Βλέπω σημάδια στο λαιμό σου». Η Λούσι απλώνει το χέρι στο πουκάμισο της Σκαρπέτα και πάει ν* ανοίξει το επάνω κουμπί. Η Σκαρπέτα της απομακρύνει το χέρι. «Δεν είσαι νοσοκόμα, κι αυτά που άκουσα είναι αρκετά. Μη με κάνεις να θυμώσω μαζί σου». Ο θυμός της Λούσι αρχίζει να φουντώνει. Τον νιώθει στην καρδιά της, στα πόδια, στα χέρια της. «Θα το κανονίσω εγώ», λέει. «Δεν θέλω να το κανονίσεις. Προφανώς μ7ΐήκες ήδη στο σπίτι του κι ερεύνησες. Ξέρω πώς κανονίζεις τα πράγματα κι εγώ ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου. Αυτό που δεν χρειάζομαι είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στους δυο σας». «Τι έκανε; Τι ακριβώς σου έκανε αυτός ο ηλίθιος μεθύστακας;» Η Σκαρπέτα μένει σιωπηλή. «Παίρνει αυτή τη σαβούρα τη φιλενάδα του και την τριγυρνάει στο εργαστήριο σου, ο Μπέντον κι εγώ το βλέπουμε απ' την αρχή ώς το τέλος, βλέπουμε ολοκάθαρα ότι του σηκώνεται μες στο νεκροτομείο. Φυσικό είναι. Είναι μια περιφερόμενη στύση που
288
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
φτιάχνεται με ζελέ ορμονών για να ικανοποιεί εκείνο το πουτανάκι που έχει τα μισά του χρόνια. Και μετά σου κάνει αυτό το πράγμα». «Σταμάτα». «Δεν θα σταματήσω. Τι έκανε; Σου έσκισε τα ρούχα; Πού είναι; Αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία. Πού είναι τα ρούχα σου;» «Σταμάτα, Λούσι». «Πού είναι; Τα θέλω. Θέλω τα ρούχα που φορούσες. Τι τα έκανες;» «Χειροτερεύεις τα πράγματα». «Τα πέταξες, ε;» «Μην το σκαλίζεις». «Σεξουαλική κακοποίηση. Κακούργημα. Και δεν πρόκειται να το πεις στον Μπέντον, αλλιώς θα το είχες ήδη κάνει. Και δεν επρόκειτο να το πεις ούτε σ' εμένα. Αναγκάστηκε να μου το πει η Ρόουζ, να μου πει ότι το υποψιάστηκε. Τι έχεις πάθει; Σε είχα για δυνατή. Σε είχα γι' ακλόνητο άνθρωπο. Σ' όλη μου τη ζωή αυτό πίστευα. Ορίστε. Το ελάττωμα. Τον αφήνεις να σου κάνει κάτι τέτοιο και δεν το λες. Γιατί τον άφησες;» «Κι εκεί τελειώνει το θέμα». «Γιατί;» «Εκεί τελειώνει το θέμα», λέει η Σκαρπέτα. «Ας μιλήσουμε για το δικό σου ελάττωμα». «Μην το γυρνάς σ' εμένα». «Θα μπορούσα να καλέσω την αστυνομία. Θα μπορούσα να πιάσω το όπλο του και να τον σκοτώσω, και θα ήμουν δικαιολογημένη. Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσα να κάνω», λέει η Σκαρπέτα. «Και γιατί δεν τα έκανες;» «Διάλεξα το μικρότερο κακό. Όλα θα πάνε καλά. Όλες οι άλλες επιλογές δεν θα κατέληγαν εκεί», λέει η Σκαρπέτα. «Ξέρω γιατί το κάνεις αυτό». «Δεν έχει σημασία αυτό που κάνω εγώ. Σημασία έχει αυτό που έκανες εσύ».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
289
«Εξαιτίας της μητέρας σου - της αξιοθρήνητης αδερφής μου. Που έφερνε τον ένα άντρα μετά τον άλλο στο σπίτι. Δεν ήταν απλώς εξαρτώμενη από τους άντρες. Ήταν εθισμένη», λέει η Σκαρπέτα. «Θυμάσαι τι με ρώτησες κάποτε; Με ρώτησες γιατί οι άντρες ήταν πάντα πιο σημαντικοί από σένα». Η Λούσι σφίγγει τα χέρια της. «Είπες ότι οποιοσδήποτε άντρας στη ζωή της μητέρας σου ήταν πιο σημαντικός από σένα. Και είχες δίκιο. Θυμάσαι που σου εξήγησα το γιατί; Επειδή η Ντόροθι είν' ένα άδειο σκεύος. Δεν είσ' εσύ το πρόβλημα. Εκείνη είναι. Πάντα ένιωθες να κακοποιείσαι εξαιτίας όσων συνέβαιναν στο σπίτι σου...» Η φωνή της σβήνει και μια σκιά κάνει τα μάτια της να γίνουν σκούρα μπλε. «Συνέβη κάτι; Κάτι άλλο; Μήπως κάποιος από τους φίλους της σου φέρθηκε ποτέ άπρεπα;» «Μάλλον ζητούσα προσοχή». «Τι συνέβη;» «Ξέχνα το». «Τι συνέβη, Λούσι;» λέει η Σκαρπέτα. «Ξέχνα το. Δεν μιλάμε για μένα τώρα. Κι ήμουν μικρό παιδί. Εσύ δεν είσαι μικρή». «Θα μπορούσα να είμαι. Πώς ήταν δυνατόν να τον αποκρούσω;» Απομένουν αμίλητες για λίγη ώρα. Η ένταση ανάμεσά τους ξαφνικά χάνεται. Η Λούσι δεν θέλει πια να μαλώσει μαζί της και σιχαίνεται τον Μαρίνο περισσότερο απ' όσο έχει σιχαθεί ποτέ άνθρωπο, γιατί για μια στιγμή την έκανε σκληρή απέναντι στη θεία της. Δεν έδειξε συμπόνια στη θεία της, που δεν έκανε τίποτ' άλλο απ' το να υποφέρει. Ο Μαρίνο της δημιούργησε μια πληγή που δεν μπορεί να γιατρευτεί ποτέ στ' αλήθεια και η Λούσι απλώς την επιδείνωσε. «Δεν ήταν σωστό», λέει η Λούσι. «Μακάρι να ήμουν εκεί». «Ούτ' εσύ μπορείς πάντα να διορθώνεις τα πράγματα», λέει η Σκαρπέτα. «Εσύ κι εγώ έχουμε περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές». «Ο προπονητής της Ντριου Μάρτιν έχει πάει στο γραφείο κη-
290
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
δειών του Χένρι Χόλινγκς», λέει η Λούσι, επειδή δεν πρέπει να μιλάνε άλλο για τον Μαρίνο. «Η διεύθυνση είναι αποθηκευμένη στο GPS της Πόρσε του. Μπορώ να το τσεκάρω εγώ, αν θες να κρατηθείς μακριά από το διευθυντή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας». «Όχι», λέει εκείνη. «Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να γνωριστούμε».
Ένα γραφείο κομψά διακοσμημένο μ' εξαιρετικές αντίκες και κουρτίνες από δαμάσκο τραβηγμένες για ν' αφήνουν να μπαίνει το φως της μέρας. Στους ντυμένους με μαόνι τοίχους κρέμονται πορτρέτα των προγόνων του Χένρι Χόλινγκς, μια παράταξη σοβαρών αντρών που φρουρούν το παρελθόν τους. Εκείνος στρίβει μαλακά πάνω στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του που είναι γυρισμένη προς το παράθυρο. Μπροστά του είν' ένας ακόμα εξαίσιος κήπος του Τσάρλεστον. Δεν δείχνει ν' αντιλαμβάνεται πως η Σκαρπέτα στέκεται στο κατώφλι. «Έχω να σας κάνω μια πρόταση που νομίζω ότι θα σας αρέσει». Μιλάει στο τηλέφωνο με απαλή φωνή και βαριά νότια προφορά. «Έχουμε τεφροδόχους ειδικά φτιαγμένες για κάτι τέτοιο, μια εξαιρετική καινοτομία που οι περισσότεροι αγνοούν. Βιοδιασπώμενες, διαλύονται στο νερό, τίποτα εξεζητημένο ή ακριβό... Ναι, αν σχεδιάζετε μια ταφή στο νερό... Ναι, σωστά... Να σκορπιστούν οι στάχτες στη θάλασσα... Μάλιστα. Δεν τις αφήνετε να σκορπιστούν εδώ κι εκεί, γιατί απλώς βυθίζουμε την τεφροδόχο. Καταλαβαίνω ότι ίσως δεν φαίνεται το ίδιο. Φυσικά, μπορείτε να διαλέξετε αυτό που έχει σημασία για σας, και θα σας βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ... Ναι, ναι, αυτό σας συνιστώ... Όχι, δεν θέλετε να παρασυρθούν από δω κι από κει. Πώς να το θέσω πιο λεπτά; Να μη σκορπιστούν μες στο σκάφος. Θα ήταν πολύ ατυχές». Προσθέτει μερικά συλλυπητήρια σχόλια και κλείνει το τηλέφωνο. Όταν γυρίζει, δεν δείχνει να παραξενεύεται που βλέπει τη Σκαρπέτα. Την περιμένει. Εκείνη του τηλεφώνησε. Ακόμα κι αν σκέφτεται πως η Σκαρπέτα έχει ακούσει τη συνομιλία του, δεν
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
291
δείχνει ν' ανησυχεί ή να προσβάλλεται. Αυτό που ανησυχεί τη Σκαρπέτα είναι ότι εκείνος φαίνεται ειλικρινά στοργικός κι ευγενικός. Είναι εύκολο να κάνουμε εικασίες, κι εκείνη είχε υποθέσει πως θα ήταν άπληστος, γλοιώδης κι αυτάρεσκος. «Δρ Σκαρπέτα». Χαμογελάει καθώς σηκώνεται και κάνει το γύρο τού άψογα οργανωμένου γραφείου του για να της σφίξει το χέρ1 ' «Χαίρομαι πολύ που με δεχτήκατε, και μάλιστα τόσο σύντομα», του λέει και κάθεται σε μια πολυθρόνα, ενώ εκείνος, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο πού θα καθίσει, κάθεται στον καναπέ. Αν ήθελε να φανεί ανώτερος ή να τη μειώσει, θα παρέμενε θρονιασμένος πίσω από το πελώριο, επιβλητικό γραφείο του. Ο Χένρι Χόλινγκς είναι κομψός, φοράει ένα ωραιότατο επί παραγγελία σκούρο κουστούμι, παντελόνι με τσάκιση, ριγέ μεταξωτό μονόκουμπο σακάκι κι ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο. Τα μαλλιά του είναι ασημένια, στον ίδιο τόνο με τη μεταξωτή γραβάτα του, το πρόσωπο του έχει ρυτίδες, αλλά όχι απ' την κακοπέραση, και τον δείχνουν χαμογελαστό μάλλον παρά συνοφρυωμένο. Τα μάτια του είν' ευγενικά. Η Σκαρπέτα συνεχίζει ν' αναστατώνεται με τη σκέψη ότι δεν ταιριάζει στην εικόνα του πονηρού πολιτικού, και υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τους πονηρούς πολιτικούς. Ξεγελούν τον κόσμο και μετά τον εκμεταλλεύονται. «Θα μπω απευθείας στο θέμα», λέει η Σκαρπέτα. «Σας δόθηκαν πάμπολλες ευκαιρίες να αναγνωρίσετε την παρουσία μου εδώ. Είμ' εδώ δύο χρόνια σχεδόν. Θα πω απλώς αυτό και θα προχωρήσω». «Το να σας αναζητήσω εγώ θα ήταν τολμηρό εκ μέρους μου», λέει εκείνος. «Θα ήταν ευγενικό. Εγώ είμαι η καινούργια στην πόλη. Έχουμε τις ίδιες δραστηριότητες. Θα έπρεπε μάλλον». «Σας ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σας. Μου δίνει την ευκαιρία να σας εξηγήσω. Έχουμε την τάση να είμαστε εθνοκεντρικοί εδώ στο Τσάρλεστον, μάθαμε ν' αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με
292
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
το πάσο μας και να περιμένουμε να δούμε τι είναι τι. Φαντάζομαι ότι μέχρι τώρα θα έχετε παρατηρήσει πως τα πράγματα δεν γίνονται και πολύ γρήγορα. Ούτε καν περπατάμε γρήγορα». Χαμογελάει. «Έτσι, περίμενα να πάρετε εσείς την πρωτοβουλία. Αν δηλαδή καταλήγατε ποτέ σ' αυτή την απόφαση, που δεν περίμενα να το κάνετε. Μου επιτρέπετε να σας εξηγήσω; Είστε ιατροδικαστής παθολόγος. Με σημαντική φήμη, οφείλω να πω, και άνθρωποι σαν εσάς συνήθως δεν έχουν σε μεγάλη υπόληψη τους εκλεγμένους διευθυντές της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας. Κατά κανόνα, δεν είμαστε γιατροί, ούτε ειδικοί της ιατροδικαστικής. Περίμενα ότι θα είχατε κάποια αμυντικά συναισθήματα απέναντι μου όταν ανοίξατε το ιατρείο σας εδώ». «Φαίνεται πως και οι δυο μας κάναμε εικασίες». Θα του παραχωρήσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, ή τουλάχιστον θα προσποιηθεί πως το κάνει. «Το Τσάρλεστον είναι κουτσομπόλικη πόλη». Της θυμίζει μια φωτογραφία του Μάθιου Μπράντι - κάθεται στητός, με τα πόδια σταυρωμένα, τα χέρια διπλωμένα στα γόνατά του. «Έχει πολλούς μνησίκακους και στενόμυαλους», λέει. «Είμαι βέβαιη ότι εσείς κι εγώ θα τα πάμε καλά σαν επαγγελματίες». Δεν είναι καθόλου βέβαιη γι' αυτό. «Ξέρετε τη γειτόνισσά σας, την κυρία Γκρίμπολ;» «Τη βλέπω όταν κάθεται στο παράθυρο της και με κοιτάζει». «Φαίνεται ότι παραπονέθηκε για μια νεκροφόρα που ήρθε στο στενάκι πίσω απ' το σπίτι σας. Δύο φορές». «Ξέρω για μία φορά». Δεν μπορεί να σκεφτεί ποια είναι η δεύτερη. «Ο Λούσιους Μέντικ. Και μια μυστηριώδης και λανθασμένη καταχώριση της διεύθυνσής μου, που ελπίζω να ξεκαθαρίστηκε». «Η κυρία έκανε παράπονα σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να σας δημιουργήσουν πολλά προβλήματα. Έλαβα ένα τηλεφώνημα και παρενέβην. Είπα πως ήξερα ότι δεν γίνονται παραδόσεις πτωμάτων στο σπίτι σας κι ότι πρέπει να έγινε κάποια παρεξήγηση». «Αναρωτιέμαι αν θα μου το λέγατε εάν δεν τύχαινε να σας τηλεφωνήσω».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
293
«Αν ήθελα να σας τη φέρω, γιατί να σας προστατέψω σ' αυτή την περίπτωση;» λέει εκείνος. «Δεν ξέρω». «Πιστεύω ότι περιβαλλόμαστε από πολύ θάνατο και τραγωδία. Αλλά δεν πιστεύουν όλοι το ίδιο», λέει εκείνος. «Δεν υπάρχει γραφείο κηδειών στη Νότια Καρολίνα που να μη θέλει τη δουλειά μου. Ακόμα κι αυτό του Λούσιους Μέντικ. Δεν πίστεψα ούτε στιγμή πως πέρασε το σπίτι σας για το νεκροτομείο. Ακόμα κι αν διάβασε κάπου τη λάθος διεύθυνση». «Γιατί να θέλει να μου κάνει κακό; Ούτε καν τον ξέρω». «Αυτή είναι η απάντηση που ζητάτε. Δεν σας θεωρεί πηγή εισοδήματος επειδή, κι αυτό απλώς το φαντάζομαι, δεν κάνετε τίποτα για να τον βοηθήσετε», λέει ο Χόλινγκς. «Δεν ασχολούμαι με το μάρκετινγκ». «Αν μου επιτρέπετε, θα στείλω ένα e-mail σε όλους τους διευθυντές των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, σε κάθε γραφείο τελετών ή ανάλογη υπηρεσία, για να βεβαιωθώ πως έχουν τη σωστή σας διεύθυνση». «Δεν χρειάζεται, μπορώ να το κάνω και μόνη μου». Όσο πιο ευγενικός είναι, τόσο λιγότερο τον εμπιστεύεται. «Ειλικρινά, είναι προτιμότερο να προέρχεται από μένα. Δίνει το μήνυμα πως είμαστε μαζί. Γι* αυτό το λόγο δεν βρίσκεστε εδώ;» «Τζιάνι Λουπάνο», λέει εκείνη. Το πρόσωπο του μένει ανέκφραστο. «Ο προπονητής της Ντριου Μάρτιν». «Σίγουρα ξέρετε ότι δεν έχω καμιά δικαιοδοσία στην υπόθεσή της. Καμιά πληροφόρηση πέρα απ' όσα είπαν οι ειδήσεις», λέει ο Χόλινγκς. «Επισκέφτηκε το γραφείο τελετών σας κατά το παρελθόν. Τουλάχιστον μία φορά». «Αν ήρθε εδώ για να ρωτήσει σχετικά με την Ντριου Μάρτιν, να είστε βέβαιη πως θα το ήξερα». «Κάποιος λόγος τον έφερ' εδώ», λέει εκείνη. «Μπορώ να ρωτήσω τι σας κάνει να είστε βέβαιη; Μπορεί να
294
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
έχετε ακούσει περισσότερα κουτσομπολιά του Τσάρλεστον απ' όσα εγώ». «Μπήκε τουλάχιστον στο πάρκινγκ σας, ας το διατυπώσω έτσι», λέει εκείνη. «Κατάλαβα». Κουνάει το κεφάλι του. «Υποθέτω πως η αστυνομία ή κάποιος άλλος κοίταξε το GPS στο αυτοκίνητο του και βρήκε μέσα τη διεύθυνσή μου. Κι αυτό με οδηγεί στο ερώτημα αν είναι ύποπτος για φόνο». «Φαντάζομαι ότι όλοι όσοι είχαν σχέση μαζί της ανακρίνονται. Ή θα ανακριθούν. Και είπατε "το αυτοκίνητο του". Πώς ξέρετε ότι έχει αυτοκίνητο στο Τσάρλεστον;» «Επειδή τυχαίνει να ξέρω πως έχει ένα διαμέρισμα εδώ», λέει εκείνος. «Ο περισσότερος κόσμος -ακόμα και οι ένοικοι στην πολυκατοικία του- δεν ξέρει πως έχει διαμέρισμα εδώ. Αναρωτιέμαι πώς το ξέρετε εσείς». «Κρατάμε ένα βιβλίο επισκεπτών», λέει. «Είναι σ' ένα αναλόγιο έξω απ* το παρεκκλήσι και όσοι παρευρίσκονται σε μια αγρυπνία ή σε μια κηδεία, μπορούν να υπογράψουν. Ίσως βρέθηκε σε κάποια κηδεία εδώ. Μπορείτε να κοιτάξετε το βιβλίο. Ή τα βιβλία. Όσο παλιά θέλετε». «Τα τελευταία δύο χρόνια μού αρκούν», λέει εκείνη.
Χειροπέδες προσαρμοσμένες σε μια ξύλινη καρέκλα μέσα σε μια αίθουσα ανακρίσεων. Η Μαντελάιζα Ντούλει' αναρωτιέται αν θα καταλήξει σ' αυτή την αίθουσα. Επειδή είπε ψέματα. «Πολλά ναρκωτικά, αλλά έχουμε απ' όλα», λέει ο ερευνητής Τέρκινγκτον καθώς η Μαντελάιζα κι ο Άσλεϊ τον ακολουθούν περνώντας μπροστά από μια σειρά τρομαχτικές αίθουσες μέσα στη νότια πτέρυγα του γραφείου του σερίφη του Μπόφορτ Κάουντι. «Διαρρήξεις, ληστείες, ανθρωποκτονίες». Το γραφείο είναι μεγαλύτερο απ' όσο φανταζόταν, επειδή ου-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
295
δέποτε της είχε περάσει απ' το μυαλό ότι γίνονται εγκλήματα στο νησί Χίλτον Χεντ. Αλλά, σύμφωνα με τον Τέρκινγκτον, νότια του ποταμού Μπρόουντ γίνονται τόσα εγκλήματα, που κρατούν απασχολημένους όλο το εικοσιτετράωρο εξήντα αστυνομικούς, ανάμεσά τους κι οκτώ ερευνητές. «Πέρσι», λέει, «είχαμε πάνω από εξακόσια σοβαρά εγκλήματα». Η Μαντελάιζα αναρωτιέται πόσα απ' αυτά ήταν παραβίαση ιδιωτικού ασύλου και ψευδείς δηλώσεις. «Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο έχω σοκαριστεί», λέει ταραγμένη. «Νομίζαμε ότι ζούσαμε με ασφάλεια εδώ, δεν μπαίναμε καν στον κόπο να κλειδώσουμε την εξώπορτά μας». Ο Τέρκινγκτον τους οδηγεί σε μια αίθουσα συσκέψεων και λέει: «Θα νιώθατε έκπληξη απ' το πόσοι άνθρωποι νομίζουν ότι, μόνο και μόνο επειδή είναι πλούσιοι, είναι άτρωτοι απέναντι σε οποιοδήποτε κακό». Η Μαντελάιζα κολακεύεται με τη σκέψη ότι τους θεώρησε πλούσιους. Δεν ξέρει κανέναν που να τους πέρασε ποτέ για πλούσιους, και για μια στιγμή χαίρεται, μέχρι που θυμάται για ποιο λόγο βρίσκοντ' εκεί. Από στιγμή σε στιγμή, αυτός ο νεαρός με το κομψό κουστούμι και τη γραβάτα θ' ανακαλύψει την αλήθεια για την οικονομική κατάσταση του κυρίου και της κυρίας Άσλεϊ Ντούλεϊ. Θα δει ολοκάθαρα την πραγματικότητα όταν μάθει την ταπεινή διεύθυνσή τους στο βόρειο Τσάρλεστον και το φτηνό εξοχικό που νοίκιασαν εκεί, χωμένο τόσο βαθιά μες στα πεύκα, που δεν φαίνεται ούτ' ένα κομματάκι θάλασσα. «Σας παρακαλώ, καθίστε». Της προσφέρει μια καρέκλα. «Έχετε δίκιο», λέει εκείνη. «Σίγουρα το χρήμα δεν μας κάνει ευτυχισμένους, ούτε βοηθάει τους ανθρώπους να τα βγάλουν πέρα με όλα». Σαν να ξέρει. «Ωραία κάμερα έχετε», λέει ο ερευνητής στον Άσλεϊ. «Πόσο σας κόστισε; Τουλάχιστον ένα χιλιάρικο». Κάνει νόημα στον Άσλεϊ να του τη δώσει. «Δεν ξέρω γιατί πρέπει να μου την πάρετε», λέει εκείνος. «Δεν μπορείτε να κοιτάξετε στα γρήγορα αυτά που τράβηξα;»
296
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα», τ' ανοιχτόχρωμα μάτια του Τέρκινγκτον την κοιτάνε κατάματα, «είναι γιατί μπήκατε στο σπίτι. Γιατί περάσατε το φράχτη του κτήματος αφού υπήρχε η πινακίδα Απαγορεύεται η Είσοδος;» «Έψαχνε τον ιδιοκτήτη», λέει ο Άσλεϊ σαν να μιλάει στην κάμερά του πάνω στο τραπέζι. «Κύριε Ντούλεϊ, σας παρακαλώ, μην απαντάτε εσείς αντί για τη σύζυγο σας. Σύμφωνα με όσα μου είπατε, δεν ήσασταν μάρτυρας και βρισκόσασταν στην παραλία όταν η κυρία σας βρήκε αυτά που βρήκε στο σπίτι». «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να την κρατήσετε», επιμένει ο Άσλεϊ για την κάμερά του, ενώ η Μαντελάιζα ανησυχεί για το μπασέ που είναι μόνο του στ' αυτοκίνητο. Άφησε ελάχιστα ανοιχτό το παράθυρο για να παίρνει αέρα, και δόξα τω Θεώ, δεν κάνει ζέστη. Αχ, ας μη γαβγίσει. Ήδη τον έχει αγαπήσει αυτό το σκυλάκο. Ο χαημενούλης. Τι έχει περάσει... και θυμάται ότι άγγιξε το πηχτό αίμα στο τρίχωμά του. Δεν μπορεί ν' αναφέρει το σκύλο, αν και μπορεί έτσι να εξηγούσε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο πήγε κοντά στο σπίτι ήταν για να βρει τον ιδιοκτήτη του. Αν η αστυνομία ανακαλύψει πως έχει κρατήσει αυτό το καημένο, γλυκύτατο κουτάβι, θα της το πάρουν, θα καταλήξει στο κυνοκομείο και τελικά θα το θανατώσουν. Όπως και τον Φρίσμπι. «Ψάχνατε τον ιδιοκτήτη. Έτσι είπατε αρκετές φορές. Αλλά δεν έχω καταλάβει γιατί ψάχνατε τον ιδιοκτήτη». Τ' ανοιχτόχρωμα μάτια του Τέρκινγκτον είναι καρφωμένα πάλι πάνω της, το στιλό του μετέωρο πάνω απ' το σημειωματάριο όπου συνεχίζει να καταχωρίζει τα ψέματά της. «Είναι πολύ όμορφο σπίτι», λέει εκείνη. «Ήθελα να το τραβήξει ο Άσλεϊ, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ήταν σωστό χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη. Κι έτσι έψαξα να δω μήπως ήταν κανείς κοντά στην πισίνα ή μήπως ήταν κανείς στο σπίτι». «Δεν έχει πολλούς ανθρώπους εδώ τέτοια εποχή, κυρίως στην περιοχή όπου ήσασταν. Πολλά απ' αυτά τα μεγάλα σπίτια είναι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
297
δεύτερες ή τρίτες κατοικίες πλούσιων ανθρώπων και δεν τα νοικιάζουν, και είμαστε και εκτός σεζόν». «Ακριβώς», συμφωνεί εκείνη. «Όμως εσείς υποθέσατε ότι κάποιος ήταν σπίτι επειδή, όπως είπατε, είδατε κάτι να ψήνεται στη σχάρα;» «Ακριβώς». «Πώς το είδατε απ' την παραλία;» «Είδα τον καπνό». «Είδατε καπνό από την ψησταριά κι ίσως μυρίσατε αυτό που ψηνόταν». Το σημειώνει. «Ακριβώς». «Τι ήταν;» «Ποιο;» «Αυτό που ψηνόταν στη σχάρα». «Κρέας. Χοιρινό, ίσως. Μπούτι, μάλλον». «Και 7τήρατε την απόφαση να μπείτε μέσα στο σπίτι». Κρατάει κι άλλες σημειώσεις, έπειτα το στιλό του μένει ακίνητο κι εκείνος την κοιτάζει. «Ξέρετε, αυτό είναι το σημείο που δεν μπορώ ακόμα να βάλω σε σειρά». Είναι το σημείο που και η ίδια δεν μπορεί ακόμα να το βάλει σε σειρά, όσο κι αν το σκέφτεται. Τι ψέμα μπορεί να πει που να μοιάζει αληθινό; «Όπως σας είπα και στο τηλέφωνο», λέει, «έψαχνα τον ιδιοκτήτη και μετά άρχισα ν' ανησυχώ. Αρχισα να φαντάζομαι ότι κάποιος ηλικιωμένος πλούσιος έβαλε να ψήσει και ξαφνικά έπαθε καρδιακή προσβολή. Γιατί να βάλεις κάτι στη σχάρα και μετά να εξαφανιστείς; Κι έτσι συνέχισα να φωνάζω: "Είναι κανείς εδώ;" Και μετά βρήκα την πόρτα του πλυσταριού ανοιχτή». «Θέλετε να πείτε ξεκλείδωτη». «Ναι». «Την πόρτα δίπλα στο παράθυρο απ' όπου είπατε ότι έλειπε ένα τζάμι, ενώ ένα άλλο ήταν σπασμένο», λέει ο ερευνητής Τέρκινγκτον και το σημειώνει. «Και μπήκα μέσα, ξέροντας ότι πιθανότατα δεν έπρεπε. Αλ-
298
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
λά μέσα μου σκέφτηκα: Κι αν αυτός ο ηλικιωμένος πλούσιος είναι τώρα σωριασμένος στο πάτωμα μετά από μια προσβολή;» «Αυτό είναι το θέμα - όταν κάνεις δύσκολες επιλογές στη ζωή σου», λέει ο Άσλεϊ, και τα μάτια του πηδούν απ' τον ερευνητή στην κάμερα. «Να μην μπεις μέσα; Και μετά να μη συγχωρείς τον εαυτό σου όταν διαβάσεις στην εφημερίδα ότι κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά σου». «Τραβήξατε το σπίτι, κύριε;» «Τραβούσα κάτι χελώνες ενώ περίμενα τη Μαντελάιζα να βγει». «Σας ρώτησα αν τραβήξατε το σπίτι». «Μια στιγμή να σκεφτώ. Νομίζω ναι, λιγάκι. Νωρίτερα, ενώ η Μαντελάιζα στεκόταν μπροστά του. Αλλά δεν επρόκειτο να το δείξω σε κανέναν αν δεν έπαιρνα την άδεια». «Κατάλαβα. Θέλατε την άδεια να τραβήξετε το σπίτι, αλλά το τραβήξατε έτσι κι αλλιώς χωρίς άδεια». «Και καθώς δεν πήραμε την άδεια, το έσβησα», λέει ο Ασλεϊ. «Αλήθεια;» λέει ο Τέρκινγκτον στυλώνοντας τα μάτια πάνω του για μια ατέλειωτη στιγμή. «Η γυναίκα σας βγαίνει τρέχοντας απ' το σπίτι, φοβάται ότι κάποιος έχει δολοφονηθεί εκεί μέσα, κι εσείς σκέφτεστε ότι πρέπει να σβήσετε μερικά απ' αυτά που τραβήξατε γιατί δεν πήρατε την άδεια απ' αυτόν που ίσως δολοφονήθηκε;» «Ξέρω ότι φαίνεται παράξενο», λέει η Μαντελάιζα. «Όμως αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν σκόπευα να κάνω κάτι κακό». Ο Άσλεϊ λέει: «Όταν η Μαντελάιζα βγήκε έξω τρέχοντας κι ήταν καταταραγμένη μ' αυτά που είδε εκεί μέσα, ήθελα να καλέσω το 911, αλλά δεν είχα το κινητό μου. Ούτε κι εκείνη». «Και δεν σκεφτήκατε να χρησιμοποιήσετε το τηλέφωνο του σπιτιού;» «Όχι μετά απ' όσα είδα εκεί μέσα!» λέει η Μαντελάιζα. «Ένιωσα λες κι εκείνος ήταν ακόμα εκεί!» «Εκείνος;» «Ήταν ένα απαίσιο συναίσθημα. Πρώτη φορά τρόμαξα τόσο. Νομίζετε ότι μετά απ' όσα είδα θα μπορούσα να μείνω και να πά-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
299
ρω τηλέφωνο, ενώ ένιωθα ότι κάποιος με παρακολουθούσε;» Ψάχνει στην τσάντα της να βρει ένα χαρτομάντιλο. «Έτσι πήγαμε άρον άρον στο σπίτι μας και την έπιασε τέτοια υστερία, που χρειάστηκε να την ηρεμήσω», λέει ο Άσλεϊ. «Έκλαιγε σαν μωρό και χάσαμε το τένις μας. Έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι αργά τη νύχτα. Και στο τέλος της είπα: "Αγάπη μου, γιατί δεν κοιμάσαι και το ξανασυζητάμε το πρωί;" Η αλήθεια είναι ότι δεν την είχα πολυπιστέψει. Διαβάζει όλο ιστορίες μυστηρίου, βλέπει τις αστυνομικές σειρές στην τηλεόραση, ξέρετε. Αλλά καθώς συνέχισε να κλαίει, άρχισα ν' ανησυχώ ότι μπορεί να ήταν αλήθεια. Κι έτσι σας τηλεφώνησα». «Μετά το επόμενο μάθημα τένις», τονίζει ο Τέρκινγκτον. «Εκείνη ήταν ακόμη πολύ αναστατωμένη, κι όμως πήγατε για τένις το' πρωί, γυρίσατε στο διαμέρισμά σας, κάνατε ντους, αλλάξατε και φορτώσατε τα πράγματα στο αυτοκίνητο για να επιστρέψετε στο Τσάρλεστον. Και μετά καταφέρατε να καλέσετε την αστυνομία; Λυπάμαι πολύ. Υποτίθεται ότι πρέπει να σας πιστέψω;» «Αν δεν ήταν αλήθεια, γιατί να διακόψουμε τις διακοπές μας δυο μέρες νωρίτερα; Τις σχεδιάζαμε έναν ολόκληρο χρόνο», λέει ο Άσλεϊ. «Θα περίμενε κανείς να του επιστραφούν μερικά χρήματα όταν υπάρχει τέτοια έκτακτη ανάγκη. Ίσως θα μπορούσατε να πείτε κι εσείς καμιά κουβέντα στο μεσίτη». «Αν καλέσατε την αστυνομία γι' αυτό το λόγο», λέει ο Τέρκινγκτον, «απλώς χάσατε το χρόνο σας». «Δεν θα ήθελα να κρατήσετε την κάμερά μου. Έσβησα τα λίγα που είχα τραβήξει μπροστά στο σπίτι. Δεν έχει τίποτα να δείτε. Μόνο τη Μαντελάιζα να στέκεται μπροστά του και να μιλάει στην αδερφή της για καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα». «Η αδερφή της ήταν μαζί σας;» «Να μιλάει στην αδερφή της μέσω της κάμερας. Δεν ξέρω τι θα βλέπατε και θα σας βοηθούσε, αλλά τα έσβησα». Η Μαντελάιζα τον έβαλε να τα σβήσει εξαιτίας του σκύλου. Την είχε τραβήξει ενώ χάιδευε το σκύλο.
300
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Μπορεί να με βοηθούσε αν έβλεπα αυτά που είχατε τραβήξει», λέει ο Τέρκινγκτον στον Άσλεϊ. «Θα έβλεπα τον καπνό ν' ανεβαίνει απ' την ψησταριά. Είπατε ότι αυτό είδατε από την παραλία, σωστά; Επομένως, αν τραβήξατε το σπίτι, δεν θα φαινόταν ο καπνός;» Αυτό αιφνιδιάζει τον Άσλεϊ. «Δεν νομίζω να έχω εκείνο το σημείο, δεν είχα στραμμένη την κάμερα προς τα κει. Δεν μπορείτε απλώς να δείτε τι έγραψα και μετά να μου τη δώσετε; Θέλω να πω, στα περισσότερα είναι η Μαντελάιζα, κάτι χελώνες και μερικά άλλα που τράβηξα στο σπίτι. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κρατήσετε την κάμερά μου». «Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτά που καταγράψατε που να μας δίνει πληροφορίες γι' αυτό που συνέβη, λεπτομέρειες που ίσως εσείς δεν τις αντιληφθήκατε». «Όπως;» ρωτάει ο Άσλεϊ τρομαγμένος. «Όπως, λόγου χάρη: Λέτε άραγε αλήθεια ότι δεν μπήκατε στο σπίτι όταν η γυναίκα σας σάς είπε τι έκανε;» Ο ερευνητής Τέρκινγκτον γίνεται εχθρικός τώρα. «Μου φαίνεται παράξενο το ότι δεν μπήκατε μέσα να δείτε αν η ιστορία της γυναίκας σας ήταν αληθινή». «Αν αυτό που είπε ήταν αλήθεια, δεν υπήρχε περίπτωση να μπω εκεί μέσα», λέει ο Άσλεϊ. «Κι αν ήταν κρυμμένος κάνας δολοφόνος;» Η Μαντελάιζα θυμάται τον ήχο του νερού, το αίμα, τα ρούχα, τη φωτογραφία της νεκρής τενίστριας. Βλέπει μπροστά της την ακαταστασία στο τεράστιο σαλόνι, όλα εκείνα τα μπουκαλάκια με τα φάρμακα και τη βότκα. Και τον αναμμένο προτζέκτορα που δεν έπαιζε τίποτα πάνω στην οθόνη. Ο αστυνομικός δεν την πιστεύει. Θα βρει τον μπελά της. Καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας. Κλοπή σκύλου. Ψέματα. Μπορεί ο αστυνομικός να μάθει για το σκύλο. Θα της τον πάρουν και θα του κάνουν ευθανασία. Τον αγαπάει αυτό το σκύλο. Δεν πάει στο διάολο, θα πει ψέματα. Θα πει ψέματα κι ας πάει στην κόλαση γι' αυτό το σκύλο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
301
«Ξέρω ότι δεν είναι δουλειά μου», λέει η Μαντελάιζα και μαζεύει όλο της το κουράγιο για να ρωτήσει, «αλλά ξέρετε ποιος μένει σ' εκείνο το σπίτι κι αν συνέβη κάτι κακό;» «Ξέρουμε ποιος μένει εκεί, μια γυναίκα που δεν θέλω ν* αποκαλύψω τ' όνομά της. Απλώς έτυχε να μη βρίσκεται σπίτι της, και το αυτοκίνητο κι ο σκύλος της λείπουν». «Το αυτοκίνητο της λείπει;» Το κάτω χείλος της Μαντελάιζα αρχίζει να τρέμει. «Φαίνεται ότι πήγε κάπου και πήρε μαζί και το σκύλο της, εσείς τι λέτε; Και ξέρετε τι άλλο νομίζω; Θέλατε να κάνετε μια δωρεάν βόλτα στη βίλα της και μετά ανησυχήσατε μήπως σας είδε κανείς να μπαίνετε. Κι έτσι επινοήσατε όλη αυτή την ιστορία για να καλύψετε τα νώτα σας. Ήταν αρκετά έξυπνο». «Αν κάνετε τον κόπο να κοιτάξετε μέσα στο σπίτι της, θα μάθετε την αλήθεια». Η φωνή της Μαντελάιζα τρέμει. «Κάναμε τον κόπο, κυρία μου. Έστειλα μερικούς αστυνομικούς εκεί να ελέγξουν και δεν βρήκαμε τίποτα απ' αυτά που υποτίθεται πως είδατε εσείς. Δεν λείπουν τζάμια από το παράθυρο δίπλα στην πόρτα του πλυσταριού. Δεν υπάρχει σπασμένο τζάμι. Δεν υπάρχει αίμα. Ούτε μαχαίρια. Η ψησταριά ήταν σβηστή και πεντακάθαρη. Κανένα ίχνος ότι κάτι ψήθηκε πρόσφατα εκεί. Κι ο προτζέκτορας δεν ήταν αναμμένος», λέει.
Μέσα στο γραφείο όπου ο Χόλινγκς και οι υπάλληλοι του συναντιούνται με οικογένειες, η Σκαρπέτα κάθεται σ' έναν καναπέ με απαλές κρεμ και χρυσές ρίγες και κοιτάζει ένα δεύτερο βιβλίο επισκεπτών. Βάσει αυτών που έχει δει μέχρι τώρα, ο Χόλινγκς είν' ένας ευγενικός άνθρωπος, με γούστο. Τα μεγάλα και χοντρά βιβλία των επισκεπτών είναι δεμένα με καλό μαύρο δέρμα, έχουν κρεμ σελίδες με γραμμές και, λόγω του μεγάλου κύκλου των εργασιών του, χρειάζεται τρία-τέσσερα βιβλία το χρόνο. Η πληκτική έρευνα στους τέσσερις πρώτους μήνες του προηγούμενου χρόνου δεν
302
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
απέφερε κανένα στοιχείο ότι ο Τζιάνι Λουπάνο παρευρέθηκε σε κάποια κηδεία εκεί. Παίρνει ένα άλλο βιβλίο επισκεπτών κι αρχίζει να το ξεφυλλίζει, περνώντας το δάχτυλο της από πάνω ώς κάτω σε κάθε σελίδα, αναγνωρίζοντας ονόματα γνωστών οικογενειών του Τσάρλεστον. Κανένας Τζιάνι Λουπάνο απ' τον Ιανουάριο ώς το Μάρτιο. Κανένα ίχνος του τον Απρίλιο, κι η απογοήτευση της Σκαρπέτα μεγαλώνει. Τίποτα το Μάιο και τον Ιούνιο. Το δάχτυλο της σταματάει σε μια πλατιά, όλο καμπύλες υπογραφή που εύκολα αποκρυπτογραφείται. Στις 12 Ιουλίου της προηγούμενης χρονιάς, φαίνεται ότι παρευρέθηκε στην κηδεία κάποιας Χόλι Γουέμπστερ. Ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν παραστεί - μόνο έντεκα άτομα είχαν υπογράψει στο βιβλίο επισκεπτών. Η Σκαρπέτα σημειώνει όλα τα ονόματα και σηκώνεται απ' τον καναπέ. Διασχίζει το παρεκκλήσι, όπου δυο κυρίες τακτοποιούν λουλούδια γύρω από ένα μπρούντζινο αστραφτερό κουτί. Ανεβαίνοντας μια σκάλα από μαόνι, ξαναβρίσκεται στο γραφείο του Χένρι Χόλινγκς. Εκείνος έχει και πάλι την πλάτη του γυρισμένη στην πόρτα και μιλάει στο τηλέφωνο. «Μερικοί προτιμούν να διπλώνουν τη σημαία στα τρία και να τη βάζουν πίσω από το κεφάλι του ανθρώπου τους», λέει με την ήρεμη, τραγουδιστή φωνή του. «Μα, βεβαίως. Μπορούμε να τη βάλουμε πάνω στο φέρετρο. Τι προτείνω;» Σηκώνει ένα φύλλο χαρτί. «Φαίνεται ότι προτιμάτε την καρυδιά με το σαμπανιζέ σατέν. Αλλά και το εικοσάρι ατσάλι... Ναι, ξέρω. Όλοι το ίδιο λένε... Είναι δύσκολο. Είναι πολύ δύσκολο να παίρνεις τέτοιες αποφάσεις. Αν θέλετε να είμαι ειλικρινής, εγώ θα προτιμούσα το ατσάλι». Μιλάει λίγα λεπτά ακόμη κι έπειτα γυρίζει και βλέπει ξανά τη Σκαρπέτα στο κατώφλι του. «Μερικοί είναι δύσκολες περιπτώσεις», της λέει. «Εβδομήντα δύο χρονών, βετεράνος, που είχε χάσει πρόσφατα τη γυναίκα του, έπασχε από κατάθλιψη. Έβαλε ένα πιστόλι στο στόμα του. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά καμιά αισθητική ή επανορθωτική επέμβαση στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον κάνει εμφανίσιμο, και ξέρω ότι καταλαβαίνετε
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
303
τι σας λέω. Δεν μπορείς να έχεις ανοιχτό φέρετρο, αλλά η οικογένειά του δεν εννοεί να το καταλάβει». «Ποια ήταν η Χόλι Γουέμπστερ;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Τι τρομερή τραγωδία». Δεν διστάζει. «Μια από κείνες τις περιπτώσεις που δεν τις ξεχνάς ποτέ». «Θυμάστε τον Τζιάνι Λουπάνο να παρευρίσκεται στην κηδεία της;» «Τότε δεν τον ήξερα», λέει εντελώς ανεξήγητα. «Ήταν οικογενειακός φίλος;» Σηκώνεται απ' το γραφείο του κι ανοίγει ένα ντουλάπι από κερασιά. Ψάχνει τους φακέλους και βγάζει έναν. «Εδώ έχω τις λεπτομέρειες του συμφωνητικού της κηδείας, αντίγραφα τιμολογίων και τα λοιπά, αλλά δεν μπορώ να σας επιτρέψω να τα δείτε, από διακριτικότητα απέναντι στην οικογένεια. Μπορώ όμως να σας δείξω τ' αποκόμματα από τις εφημερίδες». Της τα δίνει. «Τα κρατάω σε κάθε κηδεία που περνάει από μένα. Όπως ξέρετε, η μόνη πηγή επίσημων εγγράφων είναι η αστυνομία κι ο ιατροδικαστής που αναλαμβάνει την υπόθεση, καθώς και ο διοικητικός εκπρόσωπος που μας ανέθεσε την υπόθεση της νεκροψίας, μιας και το Μπόφορτ Κάουντι δεν έχει Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Όταν πέθανε η Χόλι, δεν χρησιμοποιούσαν ακόμα εσάς. Αλλιώς, υποθέτω πως η υπόθεση αυτή θα περνούσε στα δικά σας χέρια κι όχι στα δικά μου». Η Σκαρπέτα δεν διακρίνει κανένα ίχνος περιφρόνησης. Εκείνος δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει. Και συνεχίζει: «Ο θάνατος επήλθε στο Χίλτον Χεντ, πρόκειται για μια πολύ πλούσια οικογένεια». Εκείνη ανοίγει το φάκελο. Υπάρχουν ελάχιστα αποκόμματα, το πιο λεπτομερές είναι από την «Island Packet» του Χίλτον Χεντ. Σύμφωνα μ' αυτό, αργά το πρωί της 10ης Ιουλίου 2006 η Χόλι Γουέμπστερ έπαιζε στο αίθριο μ' ένα κουταβάκι μπασέ. Η ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα απαγορευόταν όταν το παιδί δεν συνοδευόταν από ενήλικα, κι εκείνο το πρωί δεν συνοδευόταν. Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι γονείς της έλειπαν απ' την πόλη και
304
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στο σπίτι έμεναν κάποιοι φίλοι. Οι κινήσεις των γονιών ή τα ονόματα των φίλων δεν αναφέρονταν. Γύρω στο μεσημέρι, κάποιος βγήκε έξω να πει στη Χόλι πως ήταν ώρα για φαγητό. Δεν φαινόταν πουθενά, το κουτάβι πήγαινε πάνω κάτω στην άκρη της πισίνας απλώνοντας το πόδι του στο νερό. Το πτώμα του κοριτσιού βρέθηκε στον πάτο της πισίνας, τα μακριά μαύρα μαλλιά της είχαν σκαλώσει στο σιφόνι. Εκεί κοντά ήταν κι ένα λαστιχένιο κόκαλο, που η αστυνομία θεώρησε πως το κοριτσάκι προσπαθούσε να το πιάσει για να το δώσει στο σκύλο του. Ένα ακόμη απόκομμα, πολύ σύντομο. Ούτε δυο μήνες αργότερα, η μητέρα, η Λίντια Γουέμπστερ, ήταν φιλοξενούμενη στην εκπομπή της δρ Σελφ. «Κάτι έχω ακούσει γι' αυτή την υπόθεση», λέει η Σκαρπέτα. «Νομίζω πως ήμουν στη Μασαχουσέτη όταν συνέβη». «Άσχημη είδηση, αλλά όχι εντυπωσιακή. Η αστυνομία προσπάθησε να την περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Βλέπετε, τα θέρετρα δεν χαίρονται ιδιαίτερα με τη δημοσιοποίηση, ας πούμε, αρνητικών γεγονότων». Ο Χόλινγκς πιάνει το τηλέφωνο. «Δεν νομίζω ότι ο ιατροδικαστής που διενήργησε τη νεκροψία θα σας πει τίποτα. Αλλ' ας δοκιμάσουμε». Κάνει μια παύση, και μετά: «Χένρι Χόλινγκς εδώ... Μάλιστα, μάλιστα... Ναι, πνίγεστε, το ξέρω, το ξέρω... Πρέπει οπωσδήποτε να σας στείλουν βοήθεια εκεί πέρα... Όχι, έχω καιρό να βγω με τη βάρκα μου... Σωστά... Σου χρωστάω μια εξόρμηση για ψάρεμα. Κι εσύ μου χρωστάς την οργάνωση μιας διάλεξης εκεί για όλ' αυτά τα φιλόδοξα παιδάκια που νομίζουν πως οι έρευνες γύρω από ένα θάνατο είναι διασκέδαση... Η υπόθεση Χόλι Γουέμπστερ. Έχω τη δρ Σκαρπέτα εδώ. Θα ήθελες να της μιλήσεις ένα λεπτό;» Ο Χόλινγκς της δίνει το ακουστικό. Εκείνη εξηγεί στον αναπληρωτή ιατροδικαστή του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας πως την έχουν καλέσει ως σύμβουλο σε μια υπόθεση που μπορεί να έχει σχέση με τον πνιγμό της Χόλι Γουέμπστερ. «Ποια υπόθεση;» ρωτάει ο ιατροδικαστής. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτή», απαντάει
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
305
εκείνη. «Πρόκειται για μια ανθρωποκτονία που διερευνάται ακόR»· «Χαίρομαι που καταλαβαίνετε πώς έχουν τα πράγματα. Ούτ' εγώ μπορώ να μιλήσω για την υπόθεση Γουέμπστερ». Εννοεί ότι δεν θέλει. «Δεν προσπαθώ να φέρω δυσκολίες», του λέει η Σκαρπέτα. «Θα σας πω όσο περισσότερα μπορώ. Είμ' εδώ με τον κύριο Χόλινγκς, το διευθυντή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, επειδή φαίνεται ότι ο προπονητής της Ντριου Μάρτιν, ο Τζιάνι Λουπάνο, παρευρέθηκε και στην κηδεία της Χόλι Γουέμπστερ. Προσπαθώ ν* ανακαλύψω το γιατί και δεν μπορώ να πω περισσότερα». «Δεν τον ξέρω. Πρώτη φορά τον ακούω». «Αυτή ήταν μια από τις ερωτήσεις μου - μήπως ξέρετε τι σχέση είχε με την οικογένεια Γουέμπστερ». «Δεν έχω ιδέα». «Τι μπορείτε να μου πείτε για το θάνατο της Χόλι;» «Πνιγμός. Ατύχημα, και δεν υπήρχαν ενδείξεις πως ήταν κάτι διαφορετικό». «Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν παθογνωμονικά ευρήματα. Διάγνωση που βασίστηκε στις περιστάσεις», λέει η Σκαρπέτα. «Κυρίως στον τρόπο που βρέθηκε». «Ακριβώς». «Θα σας πείραζε να μου πείτε το όνομα του υπεύθυνου της έρευνας;» «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Περιμένετε». Ακούγεται το κλικ ενός κομπιούτερ. «Γιά να δω. Μάλιστα, καλά θυμόμουν. Τέρκινγκτον, από το Τμήμα του σερίφη του Μπόφορτ Κάουντι. Αν θελήσετε να μάθετε περισσότερα, θα πρέπει να πάρετε αυτόν». Η Σκαρπέτα τον ευχαριστεί ξανά, κλείνει το τηλέφωνο και λέει στον Χόλινγκς: «Ξέρετε πως η μητέρα, η Λίντια Γουέμπστερ, εμφανίστηκε στην εκπομπή της δρ Σελφ πριν περάσουν καλά καλά δυο μήνες απ' το θάνατο του παιδιού της;» «Δεν είδα την εκπομπή, δεν βλέπω καμιά εκπομπή της. Αυτή τη γυναίκα θα 'πρεπε να την εκτελέσουν», λέει εκείνος.
306
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Μήπως ξέρετε πώς κατέληξε η κυρία Γουέμπστερ στην εκπομπή της δρ Σελφ;» «Φαντάζομαι ότι θα χει ολόκληρη ομάδα από ερευνητές που θα κοσκινίζουν τις ειδήσεις να βρουν υλικό. Έτσι βρίσκουν προσκεκλημένους. Η γνώμη μου είναι ότι θα ήταν ψυχολογικά ολέθριο για την κυρία Γουέμπστερ να εκτεθεί έτσι μπροστά σ' όλο τον κόσμο, ενώ δεν είχε ακόμα συμβιβαστεί μ* αυτό που συνέβη. Καταλαβαίνω πως είναι η ίδια περίπτωση με την Ντριου Μάρτιν», λέει. «Εννοείτε την εμφάνισή της στην εκπομπή της δρ Σελφ το φθινόπωρο;» «Ακούω πολλά απ' αυτά που συμβαίνουν εδώ γύρω, είτε το θέλω είτε όχι. Όταν έρχεται στην πόλη, μένει πάντα στο ξενοδοχείο Τσάρλεστον Πλέις. Την τελευταία φορά, δεν έχουν περάσει ούτε τρεις εβδομάδες, σπάνια βρισκόταν στο δωμάτιο της, και σίγουρα δεν κοιμήθηκε ποτέ εκεί. Οι καμαριέρες έμπαιναν κι έβρισκαν το κρεβάτι στρωμένο, και τίποτα δεν έδειχνε πως έμενε εκεί, εκτός απ' τα πράγματά της, μερικά τουλάχιστον». «Και πώς τα μάθατε όλ' αυτά;» λέει η Σκαρπέτα. «Μια πολύ καλή μου φίλη είναι υπεύθυνη ασφαλείας. Όταν έρχονται συγγενείς και φίλοι νεκρών στην πόλη, τους συνιστώ το Τσάρλεστον Πλέις. Αν το αντέχουν οικονομικά». Η Σκαρπέτα θυμάται τι είχε πει ο Εντ, ο θυρωρός. Η Ντριου μπαινόβγαινε στο κτήριο και πάντα του έδινε είκοσι δολάρια φιλοδώρημα. Μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από γενναιοδωρία. Μπορεί να του υπενθύμιζε να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
17 Πεύκα του Γιαλού, η πιο ακριβή φυτεία στο νησί Χίλτον Χεντ. Με πέντε δολάρια μπορείς ν* αγοράσεις ένα ημερήσιο εισιτήριο στην πύλη ασφαλείας και οι φρουροί με τις γκρι-μπλε στολές δεν ζητάνε ταυτότητες. Η Σκαρπέτα παραπονιόταν τότε που έμεναν με τον Μπέντον σ' ένα διαμέρισμα εδώ και οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών είναι ακόμα επώδυνες. αΑγόρασε την Κάντιλακ στη Σαβάνα», λέει ο ερευνητής Τέρκινγκτον στη Σκαρπέτα και τη Λούσι καθώς οδηγεί το χωρίς διακριτικά αυτοκίνητο του. «Άσπρη. Πράγμα που δεν μας βοηθάει πολύ. Έχετε ιδέα πόσες άσπρες Κάντιλακ και Λίνκολν υπάρχουν εδώ γύρω; Ίσως δύο στα τρία αυτοκίνητα για νοίκιασμα να είναι άσπρα». «Και οι φρουροί στην πύλη δεν θυμούνται να την έχουν δει, ίσως σε μια ασυνήθιστη ώρα; Οι κάμερες δεν καταγράφουν τα πάντα;» ρωτάει η Λούσι από το μπροστινό κάθισμα. «Τίποτα χρήσιμο. Ξέρετε πώς γίνεται. Ο ένας λέει ότι μπορεί να την είδε, ένας άλλος λέει όχι. Η γνώμη μου είναι ότι ο δολοφόνος δεν έβαλε το αυτοκίνητο μέσα, αλλά το έβγαλε, κι έτσι δεν το παρατήρησαν». «Εξαρτάται απ' το πότε το πήρε», λέει η Λούσι. «Εκείνη το είχε στο γκαράζ;» «Συνήθως το έβλεπαν παρκαρισμένο στο δρομάκι της. Έτσι, θα μου φαινόταν παράξενο αν εκείνος το είχε καιρό. Τι;» Ο Τέρ-
308
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
κινγκτον της ρίχνει μια ματιά και συνεχίζει να οδηγεί. «Βρήκε με κάποιον τρόπο τα κλειδιά της, πήρε το αυτοκίνητο της κι εκείνη δεν το κατάλαβε;» «Δεν μπορούμε να πούμε τι κατάλαβε. Ή τι δεν κατάλαβε». «Είστε ακόμα σίγουρη ότι έχει συμβεί το χειρότερο;» ρωτάει ο Τέρκινγκτον. «Ναι, είμαι. Βάσει των γεγονότων και της κοινής λογικής». Η Λούσι κοντράρεται μαζί του από τη στιγμή που τις πήρε απ' το αεροδρόμιο κι έκανε ένα εξυπνακίστικο σχόλιο για το ελικόπτερο της. Το αποκάλεσε χτυπητήρι γι' αυγά. Εκείνη τον αποκάλεσε Λουδίτη. Δεν ήξερε τι ήταν οι Λουδίτες, ακόμα δεν το ξέρει. Δεν του το εξήγησε. «Όμως αυτό δεν αποκλείει να την έχουν απαγάγει για λύτρα», λέει η Λούσι. «Δεν λέω πως είναι αδύνατο. Δεν το πιστεύω, αλλά σίγουρα είναι πιθανό, και θα πρέπει να κάνουμε ό,τι ακριβώς κάνουμε. Να βάλουμε όλα τα πρακτορεία ερευνών να ψάχνουν». «Εύχομαι να μπορούσαμε να το κρατήσουμε μακριά από τα ΜΜΕ. Η Μπέκι λέει ότι απ' το πρωί διώχνουν κόσμο από το σπίτι». «Ποια είναι η Μπέκι;» «Η επικεφαλής των επιτόπιων ερευνών. Όπως κι εγώ, έχει μια δεύτερη δουλειά στον παραϊατρικό κλάδο». Η Σκαρπέτα αναρωτιέται τι σχέση έχει αυτό. Ίσως θέλει ν' αποδείξει ότι πράγματι χρειάζεται δεύτερη δουλειά. «Εξάλλου, φαντάζομαι ότι εσείς δεν χρειάζεται ν' ανησυχείτε για το πώς θα πληρώσετε το νοίκι», λέει εκείνος. «Και βέβαια χρειάζεται. Απλώς το δικό μου είναι λίγο μεγαλύτερο απ' το δικό σας». «Ναι, λιγουλάκι. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο σας κοστίζουν τα εργαστήριά σας. Ούτε τα πενήντα σπίτια και οι Φεράρι». «Δεν είναι πενήντα, κι απορώ πώς ξέρετε τι έχω». «Είναι πολλές οι υπηρεσίες που χρησιμοποιούν τα εργαστήριά σας;» ρωτάει.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
309
«Μερικές. Είναι ακόμα υπό κατασκευή, αλλά έχουμε τα βασικά. Και είμαστε εγκεκριμένοι. Είναι θέμα επιλογής. Ή εμάς ή το SLED». Υπηρεσία Επιβολής Νόμου Νότιας Καρολίνας. «Εμείς είμαστε πιο γρήγοροι», συμπληρώνει. «Αν χρειάζεστε κάτι που δεν είναι στο μενού, έχουμε φίλους σε χάι τεκ πόστα. Στο Όουκ Ριτζ. Στο Υ-12». «Νόμιζα ότι φτιάχνουν πυρηνικά όπλα εκεί». «Δεν φτιάχνουν μόνο αυτό». «Πλάκα κάνετε τώρα; Φτιάχνουν και ιατροδικαστικά υλικά; Όπως;» ρωτάει εκείνος. «Είναι μυστικό». «Δεν έχει σημασία. Δεν μπορούμε να σας πληρώσουμε». «Όχι, δεν μπορείτε. Αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα βοηθήσουμε». Τα σκούρα γυαλιά του εμφανίζονται στο καθρεφτάκι. Λέει στη Σκαρπέτα, μάλλον γιατί βαρέθηκε τη Λούσι: «Είστε ακόμη μαζί μας;» Φοράει ένα κρεμ κουστούμι και η Σκαρπέτα αναρωτιέται πώς καταφέρνει να μένει καθαρός στους τόπους των εγκλημάτων. Στέκεται στα πιο σημαντικά σημεία της συζήτησής του με τη Λούσι και τους υπενθυμίζει ότι κανείς δεν πρέπει να κάνει υποθέσεις για τίποτα απολύτως, ούτε καν για το πότε χάθηκε η Κάντιλακ της Λίντια Γουέμπστερ, γιατί φαίνεται ότι σπάνια την οδηγούσε, περιστασιακά μόνο, για τσιγάρα, αλκοόλ ή φαγητό. Δυστυχώς, δεν ήταν καλή ιδέα να κάθεται στο τιμόνι. Ήταν πολύ προβληματική. Μπορεί το αυτοκίνητο να έλειπε επί μέρες και η εξαφάνισή του να μην είχε καμιά σχέση με τη φυγή του σκύλου. Κι έπειτα είναι και οι φωτογραφίες που έστειλε με e-mail ο Άνθρωπος της Άμμου στη δρ Σελφ. Τόσο η Ντριου Μάρτιν όσο και η Λίντια είχαν φωτογραφηθεί σε μπανιέρες που έδειχναν γεμάτες με κρύο νερό. Και οι δυο έδειχναν ναρκωμένες, κι όσο γι' αυτά που είχε δει η κυρία Ντούλει... Η υπόθεση έπρεπε να προσεγγιστεί σαν ανθρωποκτονία, όποια κι αν ήταν η αλήθεια. Επειδή -και η Σκαρπέτα το διακήρυσσε αυτό εδώ και είκοσι χρόνια- δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω.
310
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Κι έπειτα η Σκαρπέτα αποτραβιέται στον εαυτό της. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι σκέψεις της επιστρέφουν στην τελευταία φορά που ήταν στο Χίλτον Χεντ, τότε που καθάρισε το διαμέρισμα του Μπέντον. Δεν της είχε περάσει απ* το μυαλό, εκείνη την πιο σκοτεινή από τις σκοτεινές ώρες, πως η δολοφονία του μπορεί να είχε σχεδιαστεί για να τον κρύψει απ* αυτούς που σίγουρα θα τον σκότωναν αν είχαν την ευκαιρία. Πού είναι τώρα αυτοί οι επίδοξοι δολοφόνοι; Έχασαν το ενδιαφέρον τους, αποφάσισαν ότι δεν αποτελούσε πια απειλή ή στόχο εκδίκησης; Έχει ρωτήσει τον Μπέντον. Δεν της λέει τίποτα, λέει ότι δεν μπορεί. Κατεβάζει το παράθυρο του αυτοκινήτου του Τέρκινγκτον και το δαχτυλίδι της αστράφτει στον ήλιο, όμως αυτό δεν την καθησυχάζει κι ο καλός καιρός δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ. Αργότερα εκείνη τη μέρα περιμένουν να ξεσπάσει μια ακόμη καταιγίδα. Ο δρόμος περνάει μέσ' από γήπεδα του γκολφ κι από στενά γεφυράκια πάνω από μικρά κανάλια και λιμνούλες. Σε μια χορταριασμένη πλαγιά, ένας αλιγάτορας μοιάζει με κούτσουρο, οι χελώνες κάθονται ήσυχα στη λάσπη κι ένας κάτασπρος ερωδιός στέκεται στα ρηχά με τα λεπτά του πόδια. Η συζήτηση στα μπροστινά καθίσματα στρέφεται για λίγο στη δρ Σελφ, και το φως μετατρέπεται σε σκιά κάτω απ' τις τεράστιες βαλανιδιές. Τα μούσκλια κρέμονται σαν νεκρά, γκρίζα μαλλιά. Ελάχιστα έχουν αλλάξει. Εδώ κι εκεί έχουν χτιστεί μερικά καινούργια σπίτια, και η Σκαρπέτα θυμάται μεγάλους περιπάτους, αρμυρό αέρα κι άνεμο, ηλιοβασιλέματα στο μπαλκόνι και τη στιγμή που όλα έφτασαν σ' ένα τέλος. Βλέπει αυτό που πίστεψε πως ήταν ο Μπέντον μες στα καμένα ερείπια του κτηρίου όπου υποτίθεται πως είχε πεθάνει. Βλέπει τ' ασημένια του μαλλιά και την καρβουνιασμένη σάρκα μες στα μαυρισμένα ξύλα, και τη μαυρίλα μιας φωτιάς που σιγόκαιγε ακόμη όταν έφτασ' εκεί. Το πρόσωπο του είχε χαθεί, είχαν απομείνει μόνο καμένα κόκαλα και οι φάκελοι της νεκροψίας ήταν πλαστοί. Την είχαν εξαπατήσει. Την είχαν τσακίσει. Την είχαν καταστρέψει, κι άλλαξε για πάντα εξαιτίας αυτού που έκανε ο Μπέντον - πολύ περισσότερο απ' όσο άλλαξε εξαιτίας αυτού που έκανε ο Μαρίνο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
311
Παρκάρουν στο δρομάκι της τεράστιας άσπρης βίλας της Λίντια Γουέμπστερ. Η Σκαρπέτα θυμάται πως την έχει ξαναδεί, απ' την παραλία, και της φαίνεται εξωπραγματικός ο λόγος που βρίσκοντ' εκεί. Περιπολικά είναι παραταγμένα στο δρόμο. «Αγόρασαν το σπίτι πριν από κάνα χρόνο. Προηγουμένως το είχε κάποιος μεγιστάνας απ' το Ντουμπάι», λέει ο Τέρκινγκτον ανοίγοντας την πόρτα. «Πραγματικά θλιβερό. Πάνω που είχαν τελειώσει μια ριζική ανακαίνιση κι είχαν μετακομίσει, το κοριτσάκι πνίγηκε. Δεν ξέρω πώς άντεχε η κυρία Γουέμπστερ να μένει εδώ μετά απ' αυτό». «Μερικές φορές οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' αφήσουν πίσω τους κάποια πράγματα», λέει η Σκαρπέτα καθώς διασχίζουν το πλακόστρωτο που οδηγεί στη διπλή πόρτα από τικ πάνω απ' τα πέτρινα σκαλιά. «Και παραμένουν κολλημένοι σ' ένα μέρος και στις αναμνήσεις του». «Αυτή το παίρνει βάσει της συμφωνίας;» ρωτάει η Λούσι. «Μάλλον θα το έπαιρνε». Σαν να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι νεκρή. «Είναι στα μισά του διαζυγίου. Ο άντρας της ασχολιόταν με hedge funds, επενδύσεις, τέτοια. Πλούσιος όσο κι εσύ». «Γιατί δεν σταματάμε να μιλάμε γι' αυτό;» λέει η Λούσι ενοχλημένη. Ο Τέρκινγκτον ανοίγει την εξώπορτα. Μέσα είναι οι αστυνομικοί που ερευνούν τον τόπο του εγκλήματος. Σ' έναν τοίχο τού χολ είναι ακουμπισμένο ένα παράθυρο με σπασμένο τζάμι. «Η κυρία που έκανε διακοπές», λέει ο Τέρκινγκτον στη Σκαρπέτα. «Η Μαντελάιζα Ντούλεϊ. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, το τζάμι είχε αφαιρεθεί απ' το παράθυρο όταν εκείνη μπήκε μέσ' απ' το πλυσταριό. Αυτό εδώ το κομμάτι». Σκύβει και δείχνει ένα κομμάτι γυαλί στην κάτω δεξιά γωνία του παραθύρου. «Αυτό το αφαίρεσε ο ένοχος και το ξανακόλλησε. Αν κοιτάξετε, μπορείτε να διακρίνετε αμυδρά την κόλλα. Την έκανα να πιστέψει ότι δεν βρήκαμε το σπασμένο τζάμι όταν ερεύνησε η αστυνομία. Ήθελα να δω αν θα άλλαζε την κατάθεσή της και της είπα ότι το τζάμι δεν ήταν σπασμένο».
312
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Φαντάζομαι ότι δεν το περάσατε με αφρό», λέει η Σκαρπέτα. «Την έχω ακουστά αυτή τη μέθοδο», λέει ο Τέρκινγκτον. «Πρέπει ν' αρχίσουμε να την εφαρμόζουμε. Η θεωρία μου είναι ότι αν ισχύουν αυτά που λέει η κυρία Ντούλεϊ, κάτι συνέβη μέσα στο σπίτι αφότου έφυγε». «Θα το περάσουμε με αφρό πριν το τυλίξουμε και το πάρουμε», λέει η Σκαρπέτα, «ώστε να σταθεροποιήσουμε το σπασμένο τζάμι». «Όπως θέλετε». Πηγαίνει προς το σαλόνι, όπου ένας αστυνομικός φωτογραφίζει την ακαταστασία πάνω στο τραπεζάκι, ενώ ένας άλλος σηκώνει τα μαξιλάρια του καναπέ. Η Σκαρπέτα κι η Λούσι ανοίγουν τις μαύρες τσάντες τους. Φοράνε καλύμματα στα παπούτσια τους και γάντια, και μια γυναίκα με στρατιωτικό παντελόνι κι ένα μπλουζάκι που γράφει στην πλάτη ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ βγαίνει απ το δωμάτιο. Είναι σαραντάρα, με καστανά μάτια και κοντά σκούρα μαλλιά. Είναι πολύ μικροκαμωμένη κι η Σκαρπέτα δυσκολεύεται να φανταστεί ότι μια τόσο κοντούλα και λεπτή γυναίκα θα ήθελε ν' ασχοληθεί με την επιβολή του νόμου. «Θα πρέπει να είσαι η Μπέκι», λέει η Σκαρπέτα, και της συστήνεται και συστήνει και τη Λούσι. Η Μπέκι δείχνει το παράθυρο που είναι στηριγμένο στον τοίχο και λέει: «Το κάτω δεξιό τζάμι του παραθύρου. Ο Τόμι θα πρέπει να σας εξήγησε». Εννοεί τον Τέρκινγκτον και δείχνει με το γαντοφορεμένο χέρι της. «Χρησιμοποιήθηκε κόφτης γυαλιού και μετά το τζάμι ξανακολλήθηκε. Ο λόγος που το παρατήρησα;» Φαίνεται περήφανη για τον εαυτό της. «Υπήρχε άμμος στην κόλλα. Βλέπετε;» Κοιτάζουν. Και τη βλέπουν. «Φαίνεται λοιπόν πως όταν η κυρία Ντούλεϊ μπήκε μέσα αναζητώντας τον ιδιοκτήτη», τους λέει η Μπέκι, «το τζάμι θα πρέπει να ήταν κομμένο απ' το παράθυρο και να ήταν κάτω στο χώμα. Μου φαίνεται αληθοφανές να έκανε αυτό που είπε. Να το έβαλε στα πόδια, κι ο δολοφόνος να συμμάζεψε μετά».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
313
Η Λούσι βάζει δυο δοχεία υπό πίεση μέσα σε μια θήκη που είναι συνδεμένη μ' ένα πιστόλι ανάμειξης. «Είναι ανατριχιαστικό να το σκέφτεσαι», λέει η Μπέκι. «Η καημένη η γυναίκα ήταν μάλλον εδώ μέσα την ίδια στιγμή που ήταν κι αυτός. Είπε ότι ένιωσε σαν κάποιος να την παρακολουθούσε. Αυτό είναι το σπρέι κόλλας; Το έχω ακουστά. Κρατάει στη θέση τους τα σπασμένα τζάμια. Από τι είναι φτιαγμένη;» «Κυρίως πολυουρεθάνη και πεπιεσμένο αέριο», λέει η Σκαρπέτα. «Πήρατε φωτογραφίες; Ρίξατε σκόνη για τ' αποτυπώματα; Ερευνήσατε για δείγματα DNA;» Η Λούσι φωτογραφίζει το παράθυρο έτσι κι αλλιώς, με και χωρίς κλίμακα. «Φωτογραφίες και δείγματα, vat. Αποτυπώματα, όχι. Θα δούμε για το DNA, αλλά θα παραξενευτώ πολύ αν βρούμε κάτι μέσα σε τόση καθαριότητα», λέει η Μπέκι. «Προφανώς καθάρισε το παράθυρο, όλο το παράθυρο. Δεν ξέρω πώς έσπασε. Φαίνεται σαν να πέρασε από μέσα ένα μεγάλο πουλί. Ένας πελεκάνος ή κάποιο όρνιο». Η Σκαρπέτα αρχίζει να κρατάει σημειώσεις, καταγράφοντας τις περιοχές του σπασμένου γυαλιού και μετρώντας τες. Η Λούσι βάζει ταινία στις άκρες του πλαισίου και ρωτάει: «Από ποια μεριά νομίζετε;» «Πιστεύω ότι αυτό έσπασε από μέσα», λέει η Σκαρπέτα. «Μπορούμε να το γυρίσουμε απ' την άλλη;» Μαζί με τη Λούσι, σηκώνουν το παράθυρο προσεκτικά και το γυρίζουν, έτσι που να φαίνεται η άλλη πλευρά του. Το ξαναστήνουν στον τοίχο, το ξαναφωτογραφίζουν και κρατάνε κι άλλες σημειώσεις, ενώ η Μπέκι αποτραβιέται και παρακολουθεί. Η Σκαρπέτα της λέει: «Χρειάζομαι λίγη βοήθεια. Μπορείς να σταθείς εδώ;» Η Μπέκι στέκεται δίπλα της. «Δείξε μου στον τοίχο πού θα ήταν το σπασμένο γυαλί αν το παράθυρο ήταν στη θέση του. Σε ένα λεπτό θα πάω να δω από πού το βγάλατε, αλλά προς το παρόν θέλω να πάρω μια ιδέα».
314
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η Μπέκι αγγίζει τον τοίχο. «Φυσικά είμαι κοντή», λέει. «Κάπου στο ύψος του κεφαλιού μου», λέει η Σκαρπέτα μελετώντας το σπασμένο γυαλί. «Το σπάσιμο είναι παρόμοιο μ* αυτό που βλέπουμε σε αυτοκινητικά ατυχήματα. Όταν ο άνθρωπος δεν φοράει ζώνη και το κεφάλι του χτυπάει στο παρμπρίζ. Αυτή η περιοχή δεν τινάχτηκε προς τα έξω». Δείχνει την τρύπα στο γυαλί. «Απλώς δέχτηκε την ορμή της πρόσκρουσης, και πάω στοίχημα ότι θα βρούμε θραύσματα γυαλιού στο πάτωμα. Μέσα στο πλυσταριό. Μπορεί και στο περβάζι». «Τα μάζεψα. Πιστεύετε ότι κάποιος χτύπησε το κεφάλι του στο τζάμι;» ρωτάει η Μπέκι. «Δεν θα υπήρχε αίμα;» «Όχι απαραίτητα». Η Λούσι βάζει καφέ χασαπόχαρτο στη μια πλευρά του τζαμιού. Ανοίγει την εξώπορτα και ζητάει από τη Σκαρπέτα και την Μπέκι να βγουν έξω ενώ εκείνη θα ψεκάζει. «Γνώρισα κάποτε τη Λίντια Γουέμπστερ», συνεχίζει να λέει η Μπέκι ενώ βρίσκονται στη βεράντα. «Τότε που πνίγηκε η κορούλα της και χρειάστηκε να έρθω και να τραβήξω φωτογραφίες. Δεν μπορώ να σας πω πώς ένιωθα, γιατί έχω κι εγώ ένα κοριτσάκι. Ακόμα βλέπω μπροστά μου τη Χόλι με το μοβ μαγιό της, να πλέει κάτω απ' την επιφάνεια του νερού με τα μαλλιά της μαγκωμένα στην αποχέτευση. Έχουμε την άδεια οδήγησης της Λίντια, έχουμε δώσει τα στοιχεία της στους αγνοούμενους, αλλά δεν θα περίμενα πολλά. Είναι περίπου στο ύψος σας. Ταιριάζει να έπεσε αυτή πάνω στο γυαλί και να το 'σπάσε. Δεν ξέρω αν σας το είπε ο Τόμι, αλλά το πορτοφόλι της ήταν εδώ στην κουζίνα. Δεν φαινόταν να το είχε αγγίξει κανένας. Δεν νομίζω ότι το κίνητρο του ανθρώπου που μπήκε εδώ μέσα ήταν η ληστεία». Ακόμα κι έξω απ' το σπίτι, η Σκαρπέτα μυρίζει την πολυουρεθάνη. Κοιτάζει τις μεγάλες βαλανιδιές που είναι τυλιγμένες με μούσκλια κι ένα γαλάζιο υδατόπυργο που υψώνεται πάνω απ' τα πεύκα. Δυο άνθρωποι με ποδήλατα περνούν αργά και κοιτάζουν. «Τώρα μπορείτε να έρθετε πάλι». Η Λούσι είναι στο κατώφλι και βγάζει τα γυαλιά και τη μάσκα της.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
315
Το σπασμένο τζάμι είναι καλυμμένο με παχύ κιτρινωπό αφρό. «Και τι θα το κάνουμε;» ρωτάει η Μπέκι και τα μάτια της στρέφονται προς τη Λούσι. «Θα το τυλίξω και θα το πάρουμε μαζί μας», λέει η Σκαρπέτα. «Και θα το ελέγξετε για τι πράγμα;» «Για την κόλλα. Για οτιδήποτε μικροσκοπικό έχει κολλήσει πάνω της. Τη στοιχειακή ή τη χημική της σύνθεση. Μερικές φορές δεν ξέρεις τι ψάχνεις μέχρι να το βρεις». «Θέλει προσπάθεια για να βάλετε ένα ολόκληρο παράθυρο κάτω απ' το μικροσκόπιο», αστειεύεται η Μπέκι. «Και θέλω και τα σπασμένα τζάμια που μαζέψατε», λέει η Σκαρπέτα. «Τίποτ' άλλο;» «Οτιδήποτε θέλετε να εξεταστεί στο εργαστήριο. Να ρίξουμε μια ματιά στο πλυσταριό;» λέει η Σκαρπέτα. Είναι δίπλα στην κουζίνα, και στα δεξιά της πόρτας, μπαίνοντας, έχει κολληθεί καφέ χαρτί πάνω στο κενό απ' όπου αφαιρέθηκε το παράθυρο. Η Σκαρπέτα είναι πολύ προσεκτική καθώς πλησιάζει αυτό που πιστεύει πως είναι το σημείο εισόδου του δολοφόνου. Κάνει αυτό που κάνει πάντα - στέκεται απέξω και κοιτάζει μέσα, καταγράφοντας κάθε τετραγωνικό εκατοστό. Ρωτάει αν φωτογραφήθηκε το πλυσταριό. Έχει φωτογραφηθεί κι έχει ελεγχθεί γι' αποτυπώματα ποδιών, παπουτσιών ή δακτυλικά. Στον ένα τοίχο υπάρχουν τέσσερα ακριβά πλυντήρια και στεγνωτήρια, και στον απέναντι τοίχο ένα αδειανό κλουβί σκύλου. Έχει ντουλάπια γι' αποθήκευση κι ένα μεγάλο τραπέζι. Σε μια γωνιά, ένα ψάθινο καλάθι είναι γεμάτο βρόμικα ρούχα. «Η πόρτα ήταν κλειδωμένη όταν ήρθατ' εδώ;» ρωτάει η Σκαρπέτα για την αψιδωτή πόρτα από τικ που οδηγεί έξω. «Όχι, και η κυρία Ντούλεϊ λέει πως ήταν ξεκλείδωτη και γι' αυτό μπόρεσε να μπει μέσα. Αυτό που πιστεύω είναι ότι εκείνος έβγαλε το τζάμι κι έχωσε το χέρι του μέσα. Μπορείτε να δείτε», η Μπέκι πλησιάζει τον καλυμμένο με χαρτί χώρο όπου ήταν το παράθυρο, «αν βγάλεις το τζάμι από δω, μπορείς εύκολα να πιά-
316
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
σεις την αμπάρα. Γι' αυτό λέμε στον κόσμο να μη βάζει σύρτες κοντά σε τζάμια. Φυσικά, αν ο συναγερμός ήταν ανοιχτός...» «Ξέρουμε ότι δεν ήταν;» «Δεν ήταν όταν μπήκε η κυρία Ντούλεϊ». «Αλλά δεν ξέρουμε αν ήταν ανοιχτός ή κλειστός όταν μπήκε αυτός;» «Το σκέφτηκα. Φαίνεται ότι και να ήταν, οι ανιχνευτές θορύβου των σπασμένων γυαλιών...» αρχίζει να λέει η Μπέκι, κι ύστερα το ξανασκέφτεται. «Φαντάζομαι ότι δεν θα λειτούργησαν με το κόψιμο του γυαλιού. Αντιδρούν στους θορύβους». «Πράγμα που σημαίνει ότι ο συναγερμός δεν ήταν ανοιχτός όταν έσπασε το άλλο τζάμι. Δηλαδή, αυτός βρισκόταν ήδη μες στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Εκτός κι αν το τζάμι έσπασε νωρίτερα. Αλλά αμφιβάλλω». «Κι εγώ», συμφωνεί η Μπέκι. «Θα φρόντιζε κανείς να το διορθώσει για να κρατήσει έξω τη βροχή και τα ζωύφια. Ή τουλάχιστον θα μάζευε τα σπασμένα τζάμια. Ειδικά μάλιστα αφού εκείνη είχε το σκυλί της εδώ. Αναρωτιέμαι αν του αντιστάθηκε. Αν προσπάθησε να τρέξει προς την πόρτα για να βγει έξω. Προχθές το βράδυ χτύπησε ο συναγερμός της. Δεν ξέρω αν το ξέρετε. Συνέβαινε συχνά, γιατί μεθούσε και ξεχνούσε ότι ο συναγερμός ήταν ενεργοποιημένος κι άνοιγε τη συρόμενη πόρτα, οπότε ο συναγερμός χτυπούσε. Μετά δεν θυμόταν τον κωδικό όταν της τηλεφώνησε η υπηρεσία. Κι έτσι μας έδιωξαν». «Δεν ξαναχτύπησε ο συναγερμός της από τότε;» λέει η Σκαρπέτα. «Είχατε την ευκαιρία να δείτε το ιστορικό από την εταιρεία συναγερμών; Λόγου χάρη, πότε χτύπησε τελευταία φορά; Πότε ενεργοποιήθηκε και πότε απενεργοποιήθηκε τελευταία φορά;» «Ο λανθασμένος συναγερμός που σας είπα ήταν η τελευταία φορά που ενεργοποιήθηκε». Η Σκαρπέτα λέει: «'Οταν πήγε εκεί η αστυνομία, θυμούνται να είδαν την άσπρη Κάντιλακ;» Η Μπέκι λέει όχι. Οι αστυνομικοί δεν θυμούνται να είδαν το αυτοκίνητο εκεί. Αλλά μπορεί να ήταν στο γκαράζ. Και συμπλη-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
317
ρώνει: «Φαίνεται ότι ενεργοποίησε το συναγερμό τη Δευτέρα, την ώρα που σκοτείνιαζε, μετά τον απενεργοποίησε γύρω στις εννέα κι έπειτα τον ενεργοποίησε ξανά. Μετά απενεργοποιήθηκε πάλι στις 4:14 το πρωί. Δηλαδή, χτες». «Και δεν ξαναενεργοποιήθηκε μετά;» λέει η Σκαρπέτα. «Όχι. Μπορεί να είναι η γνώμη μου, αλλά όταν οι άνθρωποι πίνουν και σέρνονται, δεν έχουν κανονικά ωράρια. Κοιμούνται σπαστά στη διάρκεια της ημέρας. Σηκώνονται παράξενες ώρες. Μπορεί λοιπόν να απενεργοποίησε το συναγερμό στις 4:14 για να βγάλει το σκύλο, και ίσως να καπνίσει, κι ο τύπος να την παρακολουθούσε, μπορεί να την παρακολουθούσε από καιρό. Να κατέγραφε τις κινήσεις της, θέλω να πω. Μπορεί ήδη να είχε κόψει το τζάμι και να περίμενε στα σκοτεινά. Υπάρχουν μπαμπού και θάμνοι στο πλάι του σπιτιού κι όλοι οι γείτονες λείπουν· έτσι, ακόμα και με τους προβολείς αναμμένους θα μπορούσε να είναι κρυμμένος εκεί πίσω και κανείς δεν θα τον έβλεπε. Το παράξενο είναι ο σκύλος. Τι ν' απέγινε;» «Έβαλα κάποιον να το ελέγξει», λέει η Σκαρπέτα. «Μπορεί να ξέρει να μιλάει και να μας διαλευκάνει την υπόθεση», χαριτολογεί η Μπέκι. «Πρέπει να τον βρούμε. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να διαλευκάνει μια υπόθεση». «Αν το 'σκάσε, κάποιος θα πρέπει να τον βρήκε», λέει η Μπέκι. «Δεν βλέπεις κάθε μέρα μπασέ, κι ο κόσμος προσέχει τ' αδέσποτα σκυλιά εδώ στην περιοχή. Ένα άλλο θέμα είναι το εξής: αν η κυρία Ντούλεϊ είπε την αλήθεια, τότε ο τύπος θα πρέπει να έμεινε με την κυρία Γουέμπστερ για ένα διάστημα, μπορεί να την κράτησε ζωντανή επί ώρες. Ο συναγερμός ήταν απενεργοποιημένος στις 4:14 χτες το πρωί και η κυρία Ντούλεϊ βρήκε το αίμα κι όλα τ' άλλα γύρω στο μεσημέρι - κάπου οχτώ ώρες αργότερα, κι εκείνος ήταν μάλλον ακόμα μέσα στο σπίτι». Η Σκαρπέτα εξετάζει τα βρόμικα ρούχα μες στο καλάθι. Πάνω πάνω είν' ένα μπλουζάκι χαλαρά διπλωμένο κι εκείνη το πιάνει με το γαντοφορεμένο χέρι της και τ' αφήνει να πέσει ανοιχτό. Είναι
318
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
υγρό και λερωμένο με χώμα. Σηκώνεται και κοιτάζει μέσα στο νεροχύτη. Το ανοξείδωτο ατσάλι είναι λεκιασμένο από στάλες και μια μικρή ποσότητα νερού έχει απομείνει γύρω από το σιφόνι. «Αναρωτιέμαι μήπως αυτός το χρησιμοποίησε για να καθαρίσει το παράθυρο», λέει η Σκαρπέτα. «Είναι ακόμα υγρό, κι είναι βρόμικο, σαν να το χρησιμοποίησε κάποιος για σφουγγαρόπανο. Θέλω να σφραγιστεί σε μια σακούλα και να πάει στο εργαστήριο». «Και να ελεγχθεί για ποιο πράγμα;» ρωτάει πάλι η Μπέκι. «Αν το έπιασε στα χέρια του, μπορεί να βρούμε το DNA του. Μπορεί να υπάρχουν ίχνη. Καλύτερα ν' αποφασίσουμε σε ποιο εργαστήριο θα το στείλουμε». «Το SLED είναι μια χαρά, αλλά θα κάνουν έναν αιώνα. Μπορείτε να μας βοηθήσετε με το εργαστήριο σας;» «Γι' αυτό το έχουμε». Η Σκαρπέτα κοιτάζει το ταμπλό του συναγερμού κοντά στην πόρτα που βγάζει στο χολ. «Μπορεί αυτός να απενεργοποίησε το συναγερμό όταν μπήκε. Δεν νομίζω ότι πρέπει να το αποκλείσουμε. Είναι μια οθόνη αφής LCD αντί για κουμπιά. Καλή επιφάνεια γι' αποτυπώματα. Και ίσως για DNA». «Αν απενεργοποίησε το συναγερμό, σημαίνει πως την ήξερε. Κι είναι λογικό αν σκεφτούμε πόση ώρα ήταν στο σπίτι». «Σημαίνει ότι ξέρει το σπίτι. Δεν σημαίνει πως ήξερε την ίδια», λέει η Σκαρπέτα. «Ποιος είναι ο κωδικός;» «Αυτό που λέμε "Ένα-δύο-τρία, έμπα μέσα σαν κυρία". Πιθανότατα ρυθμισμένος από πριν, κι εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να τον αλλάξει. Μια στιγμή να βεβαιωθώ για τα εργαστήρια πριν αρχίσουμε να σας κόβουμε αποδείξεις. Πρέπει να ρωτήσω τον Τόμι». Ο Τόμι είναι στο χολ με τη Λούσι, η Μπέκι τον ρωτάει για τα εργαστήρια κι εκείνος λέει πως είναι εκπληκτικό πόσα πράγματα γίνονται από ιδιώτες αυτή την εποχή. Μερικές υπηρεσίες προσλαμβάνουν ακόμα και ιδιωτικούς αστυνομικούς. «Εμείς θα πάρουμε», λέει η Λούσι δίνοντας στη Σκαρπέτα ένα ζευγάρι κίτρινα γυαλιά. «Είχαμε και στη Φλόριντα». Το ενδιαφέρον της Μπέκι στρέφεται στο βαλιτσάκι που είναι ανοιχτό στο πάτωμα. Κοιτάζει τις πέντε πηγές φωτός υψηλής
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
319
έντασης που έχουν σχήμα φακού, τις εννιάβολτες μπαταρίες νικελίου, τα γυαλιά και τον πολλαπλό φορτιστή. «Εκλιπαρούσα το σερίφη να πάρει και για μας ένα απ' αυτά τα φορητά σετ φωτισμού. Το καθένα είναι σε διαφορετικό μήκος κύματος, έτσι;» «Ιώδες, κυανούν, κυανοπράσινο και πράσινο φάσμα», λέει η Λούσι. «Κι αυτό το πολύ βολικό λευκό φως ευρέος φάσματος», το παίρνει στα χέρια της, «που του αλλάζεις φίλτρα σε κυανούν, πράσινο και κόκκινο για την ενίσχυση του κοντράστ». «Δουλεύει καλά;» «Σωματικά υγρά, δακτυλικά αποτυπώματα, υπολείμματα ναρκωτικών, ίνες ή στοιχεία από ίχνη. Ναι. Μια χαρά δουλεύει». Επιλέγει ένα ιώδες φως στην κλίμακα των 400 με 430 νανομέτρων και πάνε μαζί με την Μπέκι και τη Σκαρπέτα στο σαλόνι. Όλα τα στόρια είναι ανοιχτά και πίσω τους είναι η πισίνα με το μαύρο πυθμένα, όπου πνίγηκε η Χόλι Γουέμπστερ, και πιο πέρα οι αμμόλοφοι, οι θάμνοι, η ακρογιαλιά. Η θάλασσα είναι γαλήνια κι ο ήλιος στραφταλίζει στην επιφάνειά της σαν μικρά ασημένια ψάρια. «Έχει πολλές πατημασιές εδώ μέσα», λέει η Μπέκι ενώ κοιτάζουν γύρω τους. «Πατημασιές από γυμνά πόδια, από παπούτσια, όλα μικρά, πιθανότατα δικά της. Είναι παράξενο, αλλά δεν υπάρχουν ίχνη ότι εκείνος σκούπισε τα πατώματα πριν φύγει - όπως φαίνεται ότι έκανε με το παράθυρο. Θα πίστευε κανείς ότι θα βρίσκαμε αποτυπώματα παπουτσιών. Τι είν' αυτή η γυαλιστερή πέτρα; Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μπλε πλακάκια. Μοιάζουν με θάλασσα». «Έτσι υποτίθεται ότι πρέπει να μοιάζουν», λέει η Σκαρπέτα. «Μπλε πέτρωμα σοδαλίτη, ίσως λάπις». «Σοβαρά; Κάποτε είχα ένα δαχτυλίδι από λάπις. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος θα 'φτιάχνε ένα ολόκληρο πάτωμα. Κρύβει μια χαρά τη βρομιά», λέει, «αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει πολύν καιρό να καθαριστεί. Πολλή σκόνη και σκουπίδια, όλο το σπίτι είναι έτσι. Ρίξε το φως σε μια γωνιά και θα δεις τι εννοώ. Απλώς δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται και δεν άφησε ούτε μια πατημασιά, ούτε καν στο πλυσταριό απ' όπου μπήκε».
320
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Θα κάνω μια γύρα», λέει η Λούσι. «Και στο επάνω πάτωμα;» «Δεν νομίζω να το χρησιμοποιούσε η κυρία. Αμφιβάλλω αν κι εκείνος ανέβηκε πάνω. Είναι ανέγγιχτο. Ξενώνες, μια αίθουσα με έργα τέχνης και μια αίθουσα παιχνιδιών. Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο σπίτι. Θα πρέπει να είν' ωραίο». «Γι' αυτήν, όχι», λέει η Σκαρπέτα βλέποντας τις μακριές σκούρες τρίχες στο πάτωμα, τα άδεια ποτήρια και το μπουκάλι τής βότκας στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ. «Δεν πιστεύω πως αυτό το σπίτι τής πρόσφερε έστω και μια στιγμή ευτυχίας».
Η Μαντελάιζα είχε γυρίσει μόλις πριν από μια ώρα στο σπίτι όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Παλιότερα, ούτε που θα νοιαζόταν να ρωτήσει ποιος είναι. «Ποιος είναι;» φωνάζει πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. «Ερευνητής Πιτ Μαρίνο από το γραφείο της ιατροδικαστού», λέει μια φωνή, μια βαθιά φωνή με προφορά που της θυμίζει το Βορρά, τους Γιάνκηδες. Η Μαντελάιζα υποπτεύεται αυτό που φοβόταν. Η κυρία στο Χίλτον Χεντ είναι νεκρή. Για ποιον άλλο λόγο θα ερχόταν κάποιος απ' το γραφείο της ιατροδικαστού; Εύχεται να μην είχε αποφασίσει ο Άσλεϊ να πάει για δουλειές μόλις μπήκαν στο σπίτι, αφήνοντάς τη μόνη μετά απ' όσα είχε περάσει. Αφουγκράζεται μην τυχόν ακούσει το μπασέ. Πάλι καλά που κάθεται ήσυχο στον ξενώνα. Ανοίγει την εξώπορτα και κατατρομάζει. Ο τεράστιος άντρας είναι ντυμένος σαν μηχανόβιος αλήτης. Αυτός είναι το τέρας που σκότωσε εκείνη την καημένη τη γυναίκα, κι ακολούθησε τη Μαντελάιζα για να τη σκοτώσει. «Δεν ξέρω τίποτα», λέει προσπαθώντας να κλείσει την πόρτα. Ο αλήτης βάζει το πόδι του στην πόρτα και την εμποδίζει, και μπαίνει κατευθείαν στο σπίτι. «Ηρεμήστε», της λέει κι ανοίγει το πορτοφόλι του για να της δείξει το σήμα του. «Όπως σας είπα, είμαι ο Πιτ Μαρίνο από το γραφείο της ιατροδικαστού». Εκείνη δεν ξέρει τι να κάνει. Αν προσπαθήσει να καλέσει την
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
321
αστυνομία, θα τη σκοτώσει επιτόπου. Οι πάντες μπορούν να έχουν ένα σήμα την σήμερον ημέρα. «Ας καθίσουμε να πούμε μερικά πραγματάκια», της λέει εκείνος. «Μόλις πληροφορήθηκα την επίσκεψή σας στο Τμήμα τού σερίφη του Μπόφορτ Κάουντι, στο Χίλτον Χεντ». «Ποιος σας το είπε;» Νιώθει λιγάκι καλύτερα. «Σας έπιασε εκείνος ο ανακριτής; Αλλά γιατί να το κάνει; Του είπα όλα όσα ήξερα. Δεν με πίστεψε. Ποιος σας είπε πού μένω; Όχι ότι με νοιάζει. Εγώ συνεργάζομαι με τις αρχές κι αυτοί δίνουν τη διεύθυνσή μου». «Έχουμε ένα προβληματάκι με την ιστορία σας», λέει ο Πιτ Μαρίνο.
Τα κίτρινα γυαλιά της Λούσι κοιτάζουν τη Σκαρπέτα. Είναι στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα με τις κλεισμένες κουρτίνες. Πάνω στο καφέ μεταξωτό κάλυμμα του κρεβατιού, αρκετές κηλίδες και λεκέδες φαντάζουν καταπράσινοι στο ιώδες φως υψηλής έντασης. «Μπορεί να είναι σπερματικά υγρά», λέει η Λούσι. «Ή μπορεί να είναι κάτι άλλο». Ελέγχει προσεκτικά το κρεβάτι με το φως. «Σάλια, ούρα, σμήγμα, ιδρώτας», λέει η Σκαρπέτα. Σκύβει πάνω από μια μεγάλη φωσφορίζουσα κηλίδα. «Δεν μυρίζω τίποτα», λέει. «Ρίξε το φως εδώ. Το κακό είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε καθαρίστηκε το κάλυμμα για τελευταία φορά. Η νοικοκυροσύνη δεν ανήκε στις προτεραιότητες. Χαρακτηριστικό των ανθρώπων με κατάθλιψη. Το κάλυμμα να πάει στο εργαστήριο. Χρειαζόμαστε την οδοντόβουρτσα και τη βούρτσα των μαλλιών της. Και φυσικά, τα ποτήρια απ* το τραπεζάκι». «Στα πίσω σκαλιά υπάρχει ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα», λέει η Λούσι. «Δεν νομίζω να συναντήσουμε πρόβλημα με το DNA της. Ή με τ αποτυπώματα των ποδιών της και τα δακτυλικά της αποτυπώματα. Το πρόβλημα είναι αυτός. Ξέρει τι κάνει. Στις μέρες μας, έχουν γίνει όλοι ειδικοί». «Όχι», λέει η Σκαρπέτα. «Απλώς νομίζουν πως είναι».
322
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Βγάζει τα γυαλιά της και οι πράσινοι φωσφορισμοί στο κάλυμμα εξαφανίζονται. Η Λούσι σβήνει τον προβολέα και βγάζει κι αυτή τα γυαλιά της. «Τι κάνουμε;» λέει. Η Σκαρπέτα μελετάει μια φωτογραφία που παρατήρησε όταν πρωτομπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Η δρ Σελφ κάθεται σ' ένα πλατό διακοσμημένο σαν σαλόνι κι απέναντι της κάθεται μια όμορφη γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά. Κοντά τους υπάρχουν κάμερες. Ο κόσμος στο ακροατήριο χειροκροτεί και χαμογελάει. «Είναι από τότε που εμφανίστηκε στην εκπομπή της δρ Σελφ», λέει η Σκαρπέτα στη Λούσι. «Εκείνο που δεν περίμενα όμως είναι αυτή η άλλη φωτογραφία». Η Λίντια με την Ντριου Μάρτιν κι ένα μελαχρινό, μελαμψό άντρα που η Σκαρπέτα υποθέτει πως είναι ο προπονητής τής Ντριου, ο Τζιάνι Λουπάνο. Και οι τρεις χαμογελούν και ζαρώνουν τα μάτια στο φως του ήλιου μες στο γήπεδο του Κέντρου Τένις, μετά το Κύπελλο Family Circle, στο νησί Ντάνιελ, λίγα μίλια απ' το κέντρο του Τσάρλεστον. «Ποιος είναι λοιπόν ο κοινός παρονομαστής;» λέει η Λούσι. «Να μαντέψω; Η δρ "Ο εαυτούλης μου κι εγώ"». «Δεν είναι το τελευταίο τουρνουά», λέει η Σκαρπέτα. «Κοίτα τη διαφορά στις φωτογραφίες». Δείχνει τη φωτογραφία της Λίντια με την Ντριου. Δείχνει τη φωτογραφία της Λίντια με τη δρ Σελφ. «Είναι πολύ καταβεβλημένη. Κοίτα τα μάτια της». Η Λούσι ανάβει το φως του δωματίου. «Όταν τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία στο στάδιο για το Κύπελλο Family Circle, η Λίντια δεν έμοιαζε καθόλου με άνθρωπο που κάνει χρόνια κατάχρηση αλκοόλ και φαρμάκων», λέει. «Ούτε ξερίζωνε τα μαλλιά της», λέει η Λούσι. «Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν αυτό. Τρίχες απ' το κεφάλι, την ήβη. Παντού. Εκείνη η φωτογραφία της στην μπανιέρα. Είναι σαν να της λείπουν τα μισά μαλλιά. Τα φρύδια, οι βλεφαρίδες». «Τριχοτιλλομανία», λέει η Σκαρπέτα. «Μια ψυχαναγκαστική διαταραχή. Άγχος. Κατάθλιψη. Η ζωή της ήταν μια κόλαση».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
323
«Αν ο κοινός παρονομαστής είναι η δρ Σελφ, τότε τι γίνεται με τη γυναίκα που δολοφονήθηκε στο Μπάρι; Την Καναδή τουρίστρια. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη πως πήγε ποτέ στην εκπομπή της δρ Σελφ ή πως τη γνώριζε». «Νομίζω πως τότε ήταν η πρώτη του δοκιμή». «Δοκιμή σε τι;» ρωτάει η Λούσι. «Στο να σκοτώνει πολίτες», λέει η Σκαρπέτα. «Αυτό δεν εξηγεί τη σύνδεση με τη δρ Σελφ». «Το ότι της στέλνει φωτογραφίες δείχνει πως έχει δημιουργήσει ένα ψυχολογικό τοπίο κι ένα τελετουργικό για τα εγκλήματά του. Κι ακόμα, γίνεται ένα παιχνίδι, εξυπηρετεί ένα σκοπό. Τον απομακρύνει απ' τη φρίκη αυτών που κάνει, επειδή το ν' αντιμετωπίσει το γεγονός ότι επιβάλλει σαδιστικά πόνο και θάνατο μπορεί να είναι κάτι που τον ξεπερνάει, που δεν το αντέχει. Κι έτσι πρέπει να του δώσει ένα νόημα. Πρέπει να το κάνει πιο πονηρό». Η Σκαρπέτα παίρνει ένα κάθε άλλο παρά επιστημονικό, μα πολύ πρακτικό πακετάκι με post-it απ' το βαλιτσάκι της. «Είναι σαν τη θρησκεία. Αν κάνεις κάτι εν ονόματι του Θεού, τότε είν' εντάξει. Ο λιθοβολισμός μέχρι θανάτου. Η πυρά. Η Ιερά Εξέταση. Οι Σταυροφορίες. Η καταπίεση των ανθρώπων που δεν είναι σαν εσένα. Έχει δώσει ένα νόημα σ' αυτό που κάνει. Αυτή είναι η γνώμη μου, τουλάχιστον». Ερευνά το κρεβάτι μ' ένα έντονο άσπρο φως και χρησιμοποιεί τα post-it από τη μεριά που έχουν κόλλα για να μαζέψει τυχόν ίνες, τρίχες, σκόνη ή άμμο που βλέπει. «Δηλαδή, πιστεύεις πως η δρ Σελφ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία γι' αυτό τον τύπο; Πως είναι απλώς κομπάρσος στο δράμα του; Πως αρπάχτηκε απλώς από πάνω της επειδή έτυχε αυτή να είν' εκεί; Στον αέρα; Ένα όνομα γνωστό σε κάθε σπίτι;» Η Σκαρπέτα βάζει τα post-it σε μια πλαστική σακούλα συλλογής στοιχείων, τη σφραγίζει με την κίτρινη ταινία των τόπων του εγκλήματος και μ' ένα μαρκαδόρο γράφει τίτλο και ημερομηνία. Αρχίζουν να διπλώνουν το κάλυμμα μαζί με τη Λούσι. «Νομίζω πως είναι πάρα πολύ προσωπικό», λέει η Σκαρπέτα.
324
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Δεν βάζεις κάποιον μέσα στο παιχνίδι ή στο ψυχολογικό σου δράμα αν δεν είναι προσωπικό. Και δεν μπορώ ν' απαντήσω στο γιατί». Ακούγεται ένα σκίσιμο καθώς η Λούσι κόβει ένα μεγάλο κομμάτι καφέ στρατσόχαρτο απ' το ρολό. «Λόγου χάρη, μπορεί να μην τη συνάντησε ποτέ. Απλώς να την παρακολουθεί. Ή μπορεί και να τη συνάντησε», λέει η Σκαρπέτα. «Απ' όσο ξέρουμε, ήταν στην εκπομπή της και πέρασε ένα διάστημα μαζί της». Βάζουν το διπλωμένο κάλυμμα πάνω στο χαρτί. «Έχεις δίκιο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι προσωπικό», αποφαίνεται η Λούσι. «Μπορεί να σκότωσε τη γυναίκα στο Μπάρι και κάνει τα πάντα εκτός απ' το να τ' ομολογήσει στο δρ Μαρόνι, πιστεύοντας ίσως πως η δρ Σελφ θα το ανακαλύψει. Ε, αυτή δεν το ανακαλύπτει. Και μετά;» «Νιώθει ακόμα πιο παραμερισμένος». «Και μετά;» «Κλιμάκωση». «Και τι γίνεται όταν η Μητέρα δεν δίνει σημασία στο βαθιά διαταραγμένο και προβληματικό παιδί της;» ρωτάει η Σκαρπέτα καθώς τυλίγει το κάλυμμα. «Να σκεφτώ», λέει η Λούσι. «Το παιδί μεγαλώνει και γίνεται εγώ;» Η Σκαρπέτα κόβει ένα κομμάτι κίτρινη ταινία και λέει: «Είναι τρομερό. Να βασανίζεις και να σκοτώνεις γυναίκες που ήταν προσκεκλημένες στην εκπομπή σου. Ή να το κάνουν για να σου τραβήξουν την προσοχή».
Η επίπεδη οθόνη των εξήντα ιντσών μιλάει στον Μαρίνο. Του λέει κάτι για τη Μαντελάιζα που μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον της. «Είναι οθόνη πλάσματος;» ρωτάει. «Είναι ίσως η μεγαλύτερη που έχω δει».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
325
Εκείνη είναι υπέρβαρη, με πεσμένα βλέφαρα και της χρειάζεται οδοντίατρος. Τα δόντια της του θυμίζουν ξύλινο φράχτη και την κομμώτριά της θα 'πρεπε να τη στείλουν στο απόσπασμα. Κάθεται σ' ένα λουλουδάτο καναπέ και παίζει νευρικά με τα δάχτυλά της. Λέει: «Ο άντρας μου και τα παιχνιδάκια του. Δεν ξέρω καν τι είναι, πέρ' απ' το ότι είναι μεγάλα κι ακριβά». «Θα είναι ωραία να βλέπεις ματς σ' αυτό το πράγμα. Εγώ θα 'μουνα στημένος συνέχεια μπροστά της, δεν θα 'κανα τίποτ' άλλο». Πράγμα που πιθανότατα κάνει κι η ίδια. Κάθεται μπροστά στην τηλεόραση σαν ζόμπι. «Τι σας αρέσει να βλέπετε;» τη ρωτάει. «Μ' αρέσουν τα αστυνομικά και οι ιστορίες μυστηρίου, γιατί συνήθως βρίσκω τη λύση. Αλλά μετά απ' αυτό που έπαθα, δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να ξαναδώ κάτι βίαιο». «Τότε πρέπει να ξέρετε πολλά για τα ιατροδικαστικά», λέει ο Μαρίνο. «Μιας και παρακολουθείτε όλ' αυτά τα αστυνομικά σίριαλ)). «Ήμουνα ένορκος πριν από ένα χρόνο κι ήξερα περισσότερα για τα ιατροδικαστικά απ' το δικαστή. Αυτό δεν λέει κάτι για το δικαστή. Αλλά ξέρω μερικά πράγματα». «Όπως την ανάκτηση της εικόνας;» «Την έχω ακουστά». «Όπως σε φωτογραφίες, βιντεοσκοπήσεις, ψηφιακές εγγραφές που έχουν σβηστεί». «Θέλετε λίγο κρύο τσάι; Να πάω να φτιάξω;» «Όχι τώρα». «Νομίζω ότι ο Άσλεϊ πήγε να πάρει φαγητό από τα Τζίμι Ντένγκεϊτ. Φάγατε ποτέ τηγανητό κοτόπουλο από κει; Όπου να 'ναι θά 'ρθει, κι αν θέλετε μπορείτε να δοκιμάσετε». «Αυτό που θέλω είναι να πάψετε ν' αλλάζετε θέμα. Βλέπετε, με την ανάκτηση των εικόνων είναι σχεδόν απίθανο ν' απαλλαγείτε από μια ψηφιακή εικόνα που βρίσκεται σ' ένα δίσκο ή σ' ένα φλασάκι ή οτιδήποτε. Μπορείτε να σβήνετε αρχεία όλη μέ-
326
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ρα, αλλά εμείς μπορούμε να τα ξαναβρούμε». Δεν είναι εντελώς αλήθεια, αλλά ο Μαρίνο δεν έχει ενδοιασμούς να πει ψέματα. Η Μαντελάιζα μοιάζει με τρομαγμένο ποντίκι. «Ξέρετε πού θέλω να καταλήξω, σωστά;» λέει ο Μαρίνο και τη φέρνει εκεί που θέλει, αλλά δεν νιώθει καλά, και δεν είναι ούτε ο ίδιος σίγουρος πού θέλει να καταλήξει. 'Οταν του τηλεφώνησε η Σκαρπέτα πριν από λίγο και του είπε ότι ο Τέρκινγκτον είχε υποψίες σχετικά μ* αυτά που έσβησε ο κύριος Ντούλεϊ, γιατί το ανέφερε συνεχώς στη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Μαρίνο είπε ότι θα 'βρίσκε την απάντηση. Εκείνο που θέλει τώρα πάνω απ' όλα είναι να ευχαριστήσει τη Σκαρπέτα, να την πείσει ότι αξίζει ακόμα κάτι. Σοκαρίστηκε όταν του τηλεφώνησε. «Γιατί με ρωτάτε;» λέει η Μαντελάιζα κι αρχίζει να κλαίει. «Είπα ότι δεν ξέρω τίποτ' άλλο πέρα απ' αυτά που είπα ήδη σ' εκείνο τον ανακριτή». Συνεχίζει να κοιτάζει πίσω από τον Μαρίνο, προς το πίσω μέρος του μικρού κίτρινου σπιτιού. Κίτρινη ταπετσαρία, κίτρινη μοκέτα. Ο Μαρίνο δεν έχει ξαναδεί τόσο πολύ κίτρινο. Είναι λες κι ένας διακοσμητής κατούρησε όλα τα υπάρχοντα των Ντούλεϊ. «Ο λόγος που αναφέρω την ανάκτηση των εικόνων είναι ότι ο σύζυγος σας έσβησε ένα μέρος απ' αυτά που έγραψε με την κάμερα στην ακρογιαλιά», λέει ο Μαρίνο, ασυγκίνητος απ' τα δάκρυά της. «Ήμουν εγώ που στεκόμουν μπροστά στο σπίτι χωρίς να έχω πάρει άδεια. Αυτό είναι το μόνο που έσβησε. Φυσικά, δεν πήρα ποτέ άδεια, γιατί πώς ήταν δυνατόν; Και δεν είναι ότι δεν προσπάθησα. Έχω τρόπους». «Δεν μου καίγεται καρφάκι για σας και τους τρόπους σας. Αυτό που με νοιάζει είναι τι κρύβετε από μένα κι όλους τους άλλους». Γέρνει προς το μέρος της. «Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είστε απόλυτα ειλικρινής μαζί μου. Πώς το ξέρω; Χάρη στην επιστήμη». Δεν ξέρει τίποτα. Η ανάκτηση σβησμένων εικόνων από μια ψηφιακή συσκευή δεν είναι σίγουρη. Κι αν μπορεί να γίνει, είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
327
«Σας παρακαλώ, μη», λέει εκείνη. «Λυπάμαι πολύ, αλλά μη μου τον πάρετε. Τον αγαπώ τόσο πολύ». Ο Μαρίνο δεν καταλαβαίνει τι του λέει. Σκέφτεται ότι μπορεί να εννοεί τον άντρα της, αλλά δεν είναι βέβαιος. Λέει: «Αν δεν τον πάρω, τι θα γίνει; Πώς θα το εξηγήσω όταν θα φύγω από δω και με ρωτήσουν;» «Κάντε ότι δεν το ξέρετε». Κλαίει ακόμα πιο πολύ. «Τι σημασία έχει; Δεν έκανε τίποτα. Αχ, το καημενούλι. Ποιος ξέρει τι πέρασε; Έτρεμε κι είχε αίματα πάνω του. Δεν έκανε τίποτα, μόνο τρόμαξε και το 'σκάσε, κι αν τον πάρετε, ξέρετε τι θα γίνει. Θα του κάνουν ευθανασία. Σας παρακαλώ, αφήστε με να τον κρατήσω. Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ!» «Γιατί είχε αίματα πάνω του;» ρωτάει ο Μαρίνο.
Στην κρεβατοκάμαρα, η Σκαρπέτα ρίχνει μια δέσμη φωτός στο πάτωμα από όνυχα, που έχει το χρώμα του ματιού της τίγρης. «Πατημασιές από γυμνά πόδια», λέει απ' το κατώφλι. «Μικρά. Ίσως δικά της. Και τρίχες». «Αν πιστέψουμε αυτά που είπε η Μαντελάιζα Ντούλεϊ, εκείνος πρέπει να περπάτησε εδώ μέσα. Είναι πολύ παράξενο», λέει η Μπέκι καθώς η Λούσι εμφανίζεται μ' ένα μικρό μπλε και κίτρινο κουτί κι ένα μπουκάλι αποσταγμένο νερό. Η Σκαρπέτα μπαίνει στο μπάνιο. Ανοίγει την τιγρέ κουρτίνα του ντους και ρίχνει τη δέσμη του φωτός μέσα στη βαθιά χάλκινη μπανιέρα. Τίποτα. Μετά όμως κάτι της τραβάει την προσοχή και πιάνει ένα πράγμα που μοιάζει με κομμάτι από σπασμένο άσπρο κεραμικό και βρισκόταν ανάμεσα σε μια πλάκα άσπρο σαπούνι και μια θήκη κρεμασμένη δίπλα στην μπανιέρα. Το εξετάζει προσεχτικά. Βγάζει το φακό του κοσμηματοπώλη. «Κομμάτι από θήκη δοντιού», λέει. «Όχι πορσελάνη. Προσωρινή θήκη που έσπασε». «Αναρωτιέμαι πού να είναι η υπόλοιπη», λέει η Μπέκι, ενώ σκύβει στην πόρτα και κοιτάζει το πάτωμα, ανάβοντας το φακό
328
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
της και στρέφοντάς τον προς όλες τις κατευθύνσεις. «Εκτός κι αν δεν είναι κάτι πρόσφατο». «Μπορεί να έπεσε στην αποχέτευση. Πρέπει να ελέγξουμε το σιφόνι. Μπορεί να είναι οπουδήποτε». Η Σκαρπέτα έχει την εντύπωση ότι διακρίνει ίχνη ξεραμένου αίματος πάνω σ' αυτό που θεωρεί τμήμα θήκης ενός μπροστινού δοντιού. «Μπορούμε με κάποιον τρόπο να μάθουμε αν η Λίντια Γουέμπστερ πήγε στον οδοντίατρο πρόσφατα;» «Μπορώ να το ελέγξω. Δεν έχει πολλούς οδοντιάτρους στο νησί. Οπότε, αν δεν πήγε κάπου αλλού, δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να το βρούμε». «Θα πρέπει να είναι πρόσφατο, πολύ πρόσφατο», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν έχει σημασία πόσο παραμελείς την προσωπική σου υγιεινή, αλλά δεν μπορείς ν* αγνοήσεις μια σπασμένη θήκη, ιδίως σ' ένα μπροστινό δόντι». «Μπορεί να είναι δική του», λέει η Λούσι. «Αυτό θα ήταν ακόμα καλύτερο», λέει η Σκαρπέτα. «Χρειαζόμαστε ένα μικρό φάκελο». «Πάω να φέρω», λέει η Λούσι. «Δεν βλέπω τίποτα. Αν έσπασ' εδώ μέσα, δεν βρίσκω την υπόλοιπη. Μπορεί να είναι ακόμα στο δόντι. Κάποτε έσπασε μια θήκη μου και η μισή είχε μείνει ακόμα κολλημένη στο υπόλειμμα του δοντιού». Η Μπέκι κοιτάζει πίσω από τη Σκαρπέτα, προς τη χάλκινη μπανιέρα. «Μιλάμε για τις μεγαλύτερες ψεύτικες θετικές ενδείξεις του κόσμου», συμπληρώνει. «Αυτό πρέπει να γραφτεί στην ιστορία. Μια από τις ελάχιστες φορές που πρέπει να χρησιμοποιήσω λουμινόλ, και η μπανιέρα κι ο νιπτήρας είναι χάλκινα. Ας το ξεχάσουμε». «Δεν χρησιμοποιώ πια λουμινόλ», λέει η Σκαρπέτα, λες κι ο οξειδωτικός παράγοντας είν' ένας άπιστος φίλος. Μέχρι πρόσφατα ήταν μια από τις ιατροδικαστικές σταθερές κι ουδέποτε αρνήθηκε να το χρησιμοποιήσει για να βρει αίμα που δεν φαινόταν πια. Αν το αίμα είχε ξεπλυθεί, ή ακόμα κι αν είχε βαφτεί από πάνω, ο τρόπος για να το ανακαλύψεις ήταν να το
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
329
ψεκάσεις με λουμινόλ και να δεις αν κάτι φωσφόριζε. Τα προβλήματα ήταν πάντα πολλά. Όπως ένα σκυλί που κουνάει την ουρά του σ' όλους τους γείτονες, το λουμινόλ ενεργοποιείται κι από άλλες ουσίες εκτός από την αιμοσφαιρίνη του αίματος και, δυστυχώς, αντιδρά και σε αρκετά πράγματα: μπογιά, βερνίκι, Drano, χλωρίνη, πικραλίδες, γαϊδουράγκαθα, μυρτιά, καλαμπόκι. Και, φυσικά, στο χαλκό. Η Λούσι παίρνει ένα μπουκαλάκι Hemastix για ένα προκαταρκτικό τεστ, ψάχνοντας για τυχόν κατάλοιπα από καθαρισμένο αίμα. Το τεστ δείχνει ότι μπορεί να υπήρξε αίμα εκεί πέρα κι η Σκαρπέτα ανοίγει το κουτί του Bluestar Magnum και βγάζει ένα καφέ γυάλινο μπουκάλι, έναν αλουμινένιο φάκελο κι ένα σπρέι. «Πιο δυνατό, με μεγαλύτερη διάρκεια, και δεν χρειάζεται να γίνεται σε απόλυτο σκοτάδι», εξηγεί στην Μπέκι. «Δεν έχει τετραυδρίτες του υπερβορικού νατρίου κι έτσι δεν είναι τοξικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε χαλκό, γιατί η αντίδραση είναι διαφορετικής έντασης, σε διαφορετικό χρωματικό φάσμα κι έχει διαφορετική διάρκεια απ' ό,τι στο αίμα». Δεν έχει δει αίμα μέσα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Παρά τα όσα είπε η Μαντελάιζα, το πιο έντονο λευκό φως δεν αποκάλυψε την παραμικρή κηλίδα. Αλλά δεν είναι παράξενο. Απ' όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις, μετά τη φυγή της απ' το σπίτι, ο δολοφόνος καθάρισε σχολαστικά τα πάντα. Η Σκαρπέτα διαλέγει τον πιο λεπτό ψεκασμό στο φυσητήρα του σπρέι και ρίχνει κάπου τέσσερις ουγκιές αποσταγμένο νερό. Σ' αυτό προσθέτει δυο ταμπλέτες. Ανακατεύει απαλά μ' ένα λεπτό γυάλινο αναδευτήρα για μερικά λεπτά και μετά ανοίγει το καφέ μπουκάλι και ρίχνει μέσα ένα διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου. Αρχίζει να ψεκάζει και μεμιάς κηλίδες, σταλαγματιές, σχήματα και πιτσιλιές φωσφορίζουν σ' ένα έντονο μπλε του κοβαλτίου σ' όλο το δωμάτιο. Η Μπέκι τραβάει φωτογραφίες. Λίγο αργότερα, όταν η Σκαρπέτα τελειώνει με το καθάρισμα κι αρχίζει να ξαναμαζεύει τα πράγματα στο βαλιτσάκι της, χτυπάει το κινητό της. Είναι ο τεχνικός των αποτυπωμάτων από το εργαστήριο της Λούσι.
330
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Δεν θα το πιστέψεις», της λέει. «Μην αρχίζεις ποτέ μια συζήτηση μ* αυτό τον τρόπο αν δεν το εννοείς». Η Σκαρπέτα δεν αστειεύεται. «Το αποτύπωμα στο χρυσό νόμισμα». Είναι ενθουσιασμένος, μιλάει βιαστικά. «Χτυπήσαμε διάνα - είναι από το άγνωστο αγοράκι που βρέθηκε την προηγούμενη βδομάδα. Το παιδάκι από το Χίλτον Χεντ». «Είσαι βέβαιος; Δεν μπορεί να είσαι βέβαιος. Δεν βγαίνει νόημα». «Μπορεί να μη βγαίνει νόημα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία». «Μην το λες αυτό αν δεν το εννοείς. Η πρώτη μου αντίδραση είναι να σκεφτώ ότι έγινε κάποιο λάθος», λέει η Σκαρπέτα. «Κανένα λάθος. Έβγαλα την κάρτα με τα δέκα αποτυπώματά του που του πήρε ο Μαρίνο στο νεκροτομείο. Το πιστοποίησα και με τα μάτια μου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ίχνος τού μερικού αποτυπώματος από το νόμισμα ταιριάζει με το αποτύπωμα του δεξιού αντίχειρα του άγνωστου παιδιού. Δεν υπάρχει λάθος». «Ένα αποτύπωμα σ' ένα νόμισμα που έχει περαστεί με ατμούς κόλλας; Δεν καταλαβαίνω πώς έγινε». «Πίστεψέ με. Ούτ' εγώ. Όλοι ξέρουμε ότι τ' αποτυπώματα των παιδιών σε προεφηβική ηλικία δεν αντέχουν στους ατμούς τής κόλλας. Είναι κυρίως νερό. Απλός ιδρώτας, αντί για τα λίπη, τα αμινοξέα κι όλα τα υπόλοιπα που έρχονται με την εφηβεία. Ποτέ δεν πέρασα από κόλλα αποτυπώματα παιδιού, και δεν νομίζω ότι θα μπορούσες να το κάνεις εσύ. Όμως αυτό το αποτύπωμα είναι από ένα παιδί, και το παιδί αυτό το έχουμε στο νεκροτομείο». «Μπορεί να μην έγινε αυτό», λέει η Σκαρπέτα. «Μπορεί το νόμισμα να μην περάστηκε από ατμούς κόλλας». «Πρέπει να περάστηκε. Στο αποτύπωμα έχει κάτι που μοιάζει με κόλλα, ακριβώς σαν να περάστηκε από ατμούς». «Μπορεί να είχε κόλλα στο δάχτυλο του και ν' άγγιξε το νόμισμα», λέει. «Και ν' άφησε έτσι το αποτύπωμά του».
18 Εννέα το πρωί. Μια δυνατή βροχή μαστιγώνει το δρόμο μπροστά από την παράγκα του Μαρίνο. Η Λούσι είναι μουσκεμένη ώς το κόκαλο καθώς ανάβει έναν ασύρματο δέκτη με minidisc recorder μεταμφιεσμένο σε iPod. Σε έξι λεπτά η Σκαρπέτα θα τηλεφωνήσει στον Μαρίνο. Αυτή τη στιγμή ο Μαρίνο μαλώνει με τη Σάντι, ό,τι λένε αναμεταδίδεται από το πολλαπλής κατεύθυνσης μικροφωνάκι που είναι συνδεδεμένο στο κομπιούτερ του. Τα βαριά του βήματα, η πόρτα του ψυγείου που ανοίγει, ο ήχος από ένα τενεκάκι που ανοίγει, πιθανότατα μπίρας. Η οργισμένη φωνή της Σάντι ακούγεται στο αυτί της Λούσι: «... Μη μου λες ψέματα. Σε προειδοποιώ. Έτσι στα ξαφνικά; Έτσι στα ξαφνικά αποφάσισες ότι δεν θέλεις δεσμό; Κι εδώ που τα λέμε, ποιος σου είπε ότι δένομαι μαζί σου; Ο μόνος που θα 'πρεπε να δεθεί είσ' εσύ - και μάλιστα με ζουρλομανδύα. Μπορεί ο αρραβωνιαστικός της Μεγάλης Αρχηγού να σου βρει καμιά θέση σε κάνα δωμάτιο εκεί πέρα». Της έχει μιλήσει για τον αρραβώνα της Σκαρπέτα με τον Μπέντον. Η Σάντι χτυπάει τον Μαρίνο εκεί που πονάει, πράγμα που σημαίνει ότι ξέρει πού πονάει. Η Λούσι αναρωτιέται πόσο να το έχει χρησιμοποιήσει εναντίον του, πόσο να τον έχει κοροϊδέψει γι' αυτό. «Δεν είμαι ιδιοκτησία σου. Δεν χρειάζεται να μ' έχεις αν δεν
332
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
σε βολεύω, οπότε καλύτερα να σε ξεφορτωθώ πρώτα εγώ», φωνάζει εκείνος. «Δεν μου κάνεις καλό. Με βάζεις να χρησιμοποιώ αυτές τις κωλοορμόνες - πάλι καλά που δεν έπαθα καμιά συγκοπή. Και δεν έχει περάσει ούτε μια βδομάδα! Τι θα γίνει σ' ένα μήνα, ε; Έχεις διαλέξει και νεκροταφείο; Ή μήπως θες να με στείλεις φυλακή επειδή θα μου στρίψει και θα κάνω καμιά μαλακία;» «Μπορεί να την έκανες ήδη». «Δεν πας στο διάολο!» «Γιατί να μπλέξω μ* ένα γεροχοντρούλιακα σαν εσένα που δεν του σηκώνεται καν χωρίς αυτές τις κωλοορμόνες;» «Κόφ' το, Σάντι. Βαρέθηκα να με ξεφτιλίζεις, ακούς; Αν είμαι τόσο άχρηστος, γιατί κάθεσαι μαζί μου; Χρειάζομαι λίγο χώρο, χρόνο για να σκεφτώ. Όλα είναι σκατά τώρα. Η δουλειά πάει χάλια, καπνίζω, δεν πάω γυμναστήριο, πίνω πολύ, μαστουρώνω. Όλα πάνε κατά διαόλου και το μόνο που κάνεις είναι να με μπλέκεις σε όλο και χειρότερους μπελάδες». Χτυπάει το κινητό του. Δεν απαντάει. Χτυπάει αδιάκοπα. «Σήκωσέ το!» λέει η Λούσι δυνατά μέσα στη δυνατή, αδιάκοπη βροχή. «Ναι», ακούγεται η φωνή του στ' ακουστικό της. Δόξα τω Θεώ. Μένει σιωπηλός για μια στιγμή κι ακούει, κι ύστερα λέει στη Σκαρπέτα στην άλλη άκρη της γραμμής: «Δεν μπορεί να είναι έτσι». Η Λούσι δεν μπορεί ν* ακούσει τι λέει η Σκαρπέτα, αλλά ξέρει τι είναι. Λέει στον Μαρίνο ότι δεν υπήρχαν καταχωρίσεις στο ΝΙΒΙΝ ή στο IAFIS για το σειριακό αριθμό του Κολτ 38, ούτε για τ' αποτυπώματα ή τμήματα αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στο όπλο και στις σφαίρες που βρήκε ο Μπουλ στο δρομάκι της. «Κι εκείνου;» λέει ο Μαρίνο. Εννοεί τον Μπουλ. Η Σκαρπέτα δεν μπορεί ν' απαντήσει. Τ' αποτυπώματα του Μπουλ δεν θα υπήρχαν στο IAFIS, γιατί ποτέ δεν καταδικάστηκε για έγκλημα, και το γεγονός ότι συνελήφθη πριν από μερικές εβδομάδες δεν μετράει. Αν το Κολτ είναι δικό του, αλλά δεν είναι κλεμμένο, ούτε χρησιμοποιήθηκε σε
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
333
έγκλημα και κατέληξε στο δρόμο, δεν θα υπήρχε στο ΝΙΒΙΝ. Ή δ η η Σκαρπέτα έχει πει στον Μπουλ ότι θα τους βοηθούσε πολύ αν του έπαιρναν τ' αποτυπώματα για να μπορέσουν να τον αποκλείσουν, όμως εκείνος δεν το χει κάνει ακόμα. Δεν μπορεί να του το ξαναθυμίσει, γιατί δεν έχει καταφέρει να τον βρει, παρ' όλο που και αυτή και η Λούσι προσπάθησαν αρκετές φορές από τότε που έφυγαν απ' το σπίτι της Λίντια Γουέμπστερ. Η μητέρα τού Μπουλ λέει ότι βγήκε με τη βάρκα του να μαζέψει στρείδια. Κι είναι παράξενο που έκανε κάτι τέτοιο μ' αυτό τον καιρό. «Μμμ, μμμ». Η φωνή του Μαρίνο στο αυτί της Λούσι, και τον ακούει να βηματίζει πάλι πάνω κάτω, προσέχοντας τι λέει μπροστά στη Σάντι. Η Σκαρπέτα θα πει στον Μαρίνο και για το μερικό αποτύπωμα πάνω στο χρυσό νόμισμα. Κι ίσως αυτό ακριβώς να του λέει τώρα, επειδή εκείνος βγάζει ένα επιφώνημα έκπληξης. Και μετά λέει: «Καλά που μου το είπες». Κι ύστερα σταματάει και πάλι να μιλάει. Η Λούσι τον ακούει να βηματίζει. Πηγαίνει πιο κοντά στο κομπιούτερ και στο φλασάκι, και μια καρέκλα σέρνεται στο ξύλινο πάτωμα σαν να την τράβηξε για να καθίσει. Η Σάντι είναι εντελώς αμίλητη, πιθανότατα προσπαθεί να καταλάβει για ποιο πράγμα μιλάει ο Μαρίνο και με ποιον. «Εντάξει», λέει εκείνος τελικά. «Μπορούμε να το κοιτάξουμε αργότερα; Τώρα έχω μια δουλειά». Όχι. Η Λούσι είναι βέβαιη πως η θεία της θα τον αναγκάσει να μιλήσει για ό,τι θέλει εκείνη, ή ν' ακούσει τουλάχιστον. Δεν πρόκειται να κλείσει το τηλέφωνο χωρίς να του υπενθυμίσει πως την περασμένη εβδομάδα άρχισε κι αυτός να φοράει ένα παλιό ασημένιο δολάριο του Μόργκαν σε μια αλυσίδα. Μπορεί να μην έχει σχέση με το μενταγιόν με το χρυσό νόμισμα που κάποια στιγμή το κράτησε το νεκρό αγοράκι που βρίσκεται στο ψυγείο της Σκαρπέτα. Αλλά πού βρήκε ο Μαρίνο αυτό το φανταχτερό καινούργιο του μενταγιόν; Ακόμα κι αν τον ρώτησε, ο Μαρίνο δεν απαντάει. Δεν μπορεί. Η Σάντι είναι μπροστά κι ακούει. Και
334
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
καθώς η Λούσι στέκεται μες στο σκοτάδι και τη βροχή, κι η βροχή μουσκεύει το καπέλο της και στάζει μέσ' από το γιακά τού αδιάβροχού της, σκέφτεται αυτό που έκανε ο Μαρίνο στη θεία της και νιώθει ξανά το ίδιο συναίσθημα. Ένα συναίσθημα επίπεδο, χωρίς κανένα φόβο. «Ναι, κανένα πρόβλημα», λέει ο Μαρίνο. «Έπεσε σαν ώριμο σύκο». Η Λούσι συμπεραίνει πως η θεία της τον ευχαριστεί. Τι ειρωνεία, τον ευχαριστεί! Πώς διάολο μπορεί να τον ευχαριστεί; Η Λούσι ξέρει γιατί, αλλά είναι άνω ποταμών. Η Σκαρπέτα τον ευχαριστεί που μίλησε με τη Μαντελάιζα, πράγμα που κατέληξε στην ομολογία της ότι εκείνη είχε πάρει το μπασέ και μετά τους έδειξε ένα σορτς που είχε αίματα επάνω. Αυτό το αίμα ήταν στο σκύλο. Η Μαντελάιζα το είχε σκουπίσει με το σορτς της, πράγμα που έδειχνε ότι πρέπει να έφτασε στη σκηνή αμέσως μόλις κάποιος τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε, μιας και το αίμα στο σκύλο ήταν ακόμη νωπό. Ο Μαρίνο πήρε το σορτς. Την άφησε να κρατήσει το σκύλο. Η ιστορία, της είπε, θα ήταν ότι ο δολοφόνος έκλεψε το μπασέ, κι ίσως το σκότωσε και το 'θαψε κάπου. Είναι εκπληκτικό πόσο ευγενικός κι εντάξει είναι με γυναίκες που δεν γνωρίζει. Η βροχή είναι ανελέητα κρύα δάχτυλα που χτυπάνε την κορφή του κεφαλιού της Λούσι. Βηματίζει, κρυμμένη πάντα, μην τυχόν ο Μαρίνο ή η Σάντι πλησιάσουν σε κάποιο παράθυρο. Μπορεί να είναι σκοτάδι, αλλά η Λούσι δεν το ρισκάρει. Ο Μαρίνο έχει κλείσει τώρα το τηλέφωνο. «Νομίζεις πως είμαι τόσο ηλίθια που δεν καταλαβαίνω με ποιον μιλούσες και προσπαθούσες να μην καταλάβω τι έλεγες; Με άλλα λόγια, μιλούσες κρυπτογραφικά». Η Σάντι τσιρίζει. «Λες κι είμαι τόσο ηλίθια που να μην το καταλάβω. Με τη Μεγάλη Αρχηγό μιλούσες!» «Δεν είναι δική σου δουλειά. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Θα μιλάω μ' όποιον διάολο θέλω». «Όλα είναι δουλειά μου! Πέρασες τη νύχτα μαζί της, βρομο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
335
ψεύταρε! Είδα τη μοτοσικλέτα σου έξω απ' το σπίτι της το άλλο πρωί! Για χαζή με περνάς; Καλά ήταν; Ξέρω ότι το 'θελες σ' όλη σου τη ζωή! Καλά ήταν, χοντρομαλάκα;» «Δεν ξέρω ποιος σου 'βαλε στο κακομαθημένο σου μυαλό ότι τα πάντα είναι δουλειά σου. Ένα έχω να σου πω. Δεν είναι». Μετά από μερικά ακόμη άι γαμήσου και βρισίδια κι απειλές, η Σάντι φεύγει τρέχοντας και βροντώντας πίσω της την πόρτα. Από κει που είναι κρυμμένη η Λούσι, τη βλέπει να περπατάει θυμωμένη κάτω απ' την ψαροκαλύβα ώς τη μοτοσικλέτα της, να την καβαλάει οργισμένη μέσα στη μικροσκοπική αυλή του Μαρίνο και μετά να φεύγει με ταχύτητα προς τη γέφυρα Μπεν Σόγιερ. Η Λούσι περιμένει λίγο για να βεβαιωθεί πως η Σάντι δεν θα ξαναγυρίσει. Δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο το μακρινό βουητό της κυκλοφορίας κι οι δυνατοί χτύποι της βροχής. Πάει στην μπροστινή βεράντα του Μαρίνο και χτυπάει την πόρτα. Εκείνος την ανοίγει διάπλατα, τ' οργισμένο πρόσωπο του μένει ξαφνικά ανέκφραστο κι έπειτα γίνεται ανήσυχο, οι εκφράσεις του περνάνε απ' το ένα συναίσθημα στο άλλο σαν τις εικόνες στους κουλοχέρηδες. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρωτάει, κοιτάζοντας πίσω της σαν ν' ανησυχεί μήπως μπουκάρει η Σκαρπέτα. Η Λούσι μπαίνει μέσα στο θλιβερό καταφύγιο που το ξέρει καλύτερα απ' όσο νομίζει ο Μαρίνο. Παρατηρεί το κομπιούτερ του, το φλασάκι είναι ακόμα μέσα. Το ψεύτικο iPod και το ακουστικό της είναι χωμένα σε μια τσέπη του αδιάβροχού της. Ο Μαρίνο κλείνει την πόρτα, στέκεται μπροστά της και δείχνει να νιώθει όλο και πιο άβολα καθώς η Λούσι κάθεται στον καρό καναπέ που μυρίζει μούχλα. «Έμαθα ότι μας κατασκόπευες εμένα και τη Σάντι όταν ήμασταν στο νεκροτομείο, λες κι είσαι ο κινούμενος Νόμος περί Πατριωτισμού». Επιτίθεται πρώτος, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που έχει έρθει η Λούσι. «Δεν έχεις μάθει ώς τώρα να μη μου κάνεις τέτοιες μαλακίες;» Εντελώς ανόητα, προσπαθεί να την τρομάξει, ενώ ξέρει πολύ καλά ότι ουδέποτε την έχει τρομάξει, ούτε καν όταν ήταν μικρή.
336
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Ούτε καν όταν ήταν έφηβη και τη γελοιοποιούσε -μερικές φορές κοροιδεύοντάς τη και κάνοντάς την πέρα- γι' αυτό που ήταν. «Το συζήτησα ήδη με τη Γιατρό», συνεχίζει ο Μαρίνο. «Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να πούμε, οπότε μη μ' αρχίζεις». «Κι αυτό έκανες μόνο μαζί της; Το συζήτησες;» Η Λούσι γέρνει μπροστά, βγάζει το Γκλοκ της από τη θήκη στον αστράγαλο της και το στρέφει προς το μέρος του. «Πες μου ένα λόγο να μη σε σκοτώσω», λέει χωρίς κανένα συναίσθημα. Δεν της απαντάει. «Ένα λόγο», ξαναλέει η Λούσι. «Εσύ κι η Σάντι μαλώνατε σαν τα σκυλιά. Τα ουρλιαχτά της ακούγονταν απ* το δρόμο». Σηκώνεται απ' τον καναπέ, πλησιάζει στο τραπέζι κι ανοίγει το συρτάρι. Τραβάει το Σμιθ & Γουέσον 357 που είχε δει το προηγούμενο βράδυ, ξανακάθεται και βάζει το Γκλοκ στη θήκη τού αστραγάλου της. Σημαδεύει τον Μαρίνο με το δικό του όπλο. «Τ' αποτυπώματα της Σάντι είναι παντού εδώ μέσα. Φαντάζομαι ότι έχει και μπόλικο DNA της. Μαλώνετε, σε πυροβολεί και φεύγει με τη μηχανή της. Είναι σκέτη σκύλα, παθολογικά ζηλιάρα». Σηκώνει τον κόκορα του περιστρόφου. Ο Μαρίνο δεν δειλιάζει. Δεν δείχνει να νοιάζεται. «Ένα λόγο», του λέει. «Δεν έχω κανένα λόγο», λέει εκείνος. «Κάνε ό,τι θες. Εγώ ήθελα, όμως εκείνη δεν ήθελε». Εννοεί τη Σκαρπέτα. «Έπρεπε να θέλει. Αλλά δεν ήθελε, οπότε κάνε ό,τι θες. Δεν με νοιάζει αν κατηγορήσουν τη Σάντι. Θα σε βοηθήσω μάλιστα. Υπάρχουν εσώρουχα της στο δωμάτιο μου. Πάρε το DNA της. Θα βρουν το DNA της πάνω στο όπλο, αυτό μόνο χρειάζεται. Όλοι στο μπαρ ξέρουν τι τύπος είναι. Ρώτα την Τζες. Κανείς δεν θα παραξενευόταν». Και μετά σωπαίνει. Για μια στιγμή μένουν κι οι δυο ακίνητοι. Εκείνος στέκεται μπροστά στην πόρτα, με τα χέρια κρεμασμένα. Η Λούσι είναι στον καναπέ με το πιστόλι να σημαδεύει το κεφάλι του. Δεν της χρειάζεται ο μεγαλύτερος στόχος του στήθους του. Κι εκείνος το ξέρει καλά.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
337
Χαμηλώνει το όπλο. «Κάτσε κάτω», του λέει. Εκείνος κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κομπιούτερ του. «Θα 'πρεπε να το φανταστώ ότι θα σου το 'λεγε», λέει. «Θα 'πρεπε να σου λέει κάτι το γεγονός ότι δεν μου το είπε. Δεν είπε λέξη σε κανέναν. Συνεχίζει να σε προστατεύει. Καλό κι αυτό, ε;» λέει η Λούσι. «Είδες τι έκανες στους καρπούς της;» Η απάντησή του είναι μια γυαλάδα στα κοκκινισμένα του μάτια. Η Λούσι δεν τον έχει δει ποτέ να κλαίει. Συνεχίζει. «Το πρόσεξε η Ρόουζ. Εκείνη μου το είπε. Σήμερα το πρωί που πήγαμε στο εργαστήριο, τις είδα και μόνη μου - τις μελανιές στους καρπούς της θείας Κέι. Κι όπως σου είπα. Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Προσπαθεί ν' απωθήσει τις εικόνες αυτού που φαντάζεται ότι έκανε ο Μαρίνο στη θεία της. Η ιδέα πως την είδε, πως την άγγιξε, κάνει τη Λούσι να νιώθει πιο βιασμένη απ' ό,τι θα ήταν αν το είχε υποστεί η ίδια. Κοιτάζει τα τεράστια χέρια και τα μπράτσα του Μαρίνο και προσπαθεί ν' απωθήσει αυτό που φαντάζεται πως έκανε. «Ό,τι έγινε έγινε», λέει εκείνος. «Απλά και καθαρά. Υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναχρειαστεί να μ' έχει κοντά της. Ούτε κανείς από σας. Αλλιώς μπορείς να μου ρίξεις, όπως είπες ότι θα κάνεις, και να γλιτώσεις, όπως τα καταφέρνεις πάντα. Όπως έκανες και παλιά. Μπορείς να γλιτώσεις απ' ό,τι θέλεις. Κάνε ό,τι θες. Αν της έκανε κάποιος άλλος αυτό που έκανα εγώ, θα τον σκότωνα. Θα ήταν ήδη νεκρός». «Είσαι θρασύδειλος και άθλιος. Τουλάχιστον ζήτα της συγγνώμη αντί να το βάζεις στα πόδια ή ν' αυτοκτονείς αφήνοντας έναν αστυνομικό να σε σκοτώσει». «Τι νόημα έχει να ζητήσω συγγνώμη; Τελείωσε. Γι' αυτό τ' ανακαλύπτω όλα κατόπιν εορτής. Κανείς δεν μου είπε να πάω στο Χίλτον Χεντ». «Μην κάνεις σαν μωρό. Η θεία Κέι σου ζήτησε να πας να δεις τη Μαντελάιζα Ντούλει. Δεν το πίστευα. Μου ήρθε αηδία». «Δεν πρόκειται να μου ξαναζητήσει τίποτ' άλλο. Ειδικά από τη
338
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στιγμή που ήρθες εδώ. Δεν θέλω να μου ζητήσει τίποτα καμιά από τις δυο σας», λέει ο Μαρίνο. «Τέλειωσε πια». «Θυμάσαι τι έκανες;» Δεν της απαντάει. Θυμάται. «Ζήτα της συγγνώμη», λέει. «Πες της ότι ήσουνα τόσο μεθυσμένος, που δεν θυμάσαι τι έκανες. Πες της ότι το θυμήθηκες και λυπάσαι πολύ που δεν μπορείς να το πάρεις πίσω, αλλά της ζητάς συγγνώμη. Δες τι θα κάνει. Δεν θα σε πυροβολήσει. Δεν θα σε διώξει καν. Είναι καλύτερος άνθρωπος από μένα». Η Λούσι σφίγγει ακόμα πιο πολύ το όπλο. «Γιατί; Απλώς πες μου γιατί. Είχες ξαναβρεθεί μεθυσμένος κοντά της. Βρέθηκες μόνος μαζί της εκατομμύρια φορές, ακόμα και σε δωμάτια ξενοδοχείων. Γιατί; Πώς μπόρεσες;» Εκείνος ανάβει τσιγάρο, τα χέρια του τρέμουν άσχημα. «Είναι όλα μαζί. Ξέρω ότι δεν υπάρχει δικαιολογία. Έχασα τα μυαλό μου. Είναι όλα μαζί και ξέρω ότι δεν έχει πια σημασία. Γύρισε με το δαχτυλίδι και παλάβωσα, δεν ξέρω». «Ξέρεις». «Δεν έπρεπε να στείλω e-mail στη δρ Σελφ. Μου γάμησε το μυαλό. Και μετά, τα φάρμακα της Σάντι. Το αλκοόλ. Είναι σαν να ξύπνησε μέσα μου ένα τέρας», λέει ο Μαρίνο. «Δεν ξέρω από πού ήρθε». Η Λούσι σηκώνεται αηδιασμένη και πετάει το περίστροφο στον καναπέ. Περνάει δίπλα του και πάει προς την πόρτα. «Άκουσέ με», της λέει. «Η Σάντι μου έδωσε αυτό το σταφ. Δεν είμαι ο πρώτος που του το δίνει. Ο τελευταίος είχε στύση επί τρεις μέρες. Κι εκείνης της φάνηκε αστείο». «Ποιο σταφ;» Παρ' όλο που ξέρει. «Ζελέ ορμονών. Με τρελαίνει, σαν να θέλω να γαμήσω τους πάντες, να σκοτώσω τους πάντες. Κι εκείνη δεν χορταίνει με τίποτα. Ποτέ δεν μου έτυχε γυναίκα που να μη σταματάει με τίποτα». Η Λούσι ακουμπάει στην πόρτα και σταυρώνει τα μπράτσα. «Τεστοστερόνη που την έγραψε ένας σκιτζής πρωκτολόγος από το Σάρλοτ».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
339
Ο Μαρίνο φαίνεται σαστισμένος. «Πώς και...;» Το πρόσωπο του σκοτεινιάζει. «Μάλιστα, κατάλαβα. Μπήκες εδώ μέσα. Είναι ολοφάνερο, γαμώτο!» «Ποιος είναι ο καριόλης με την τσόπερ, Μαρίνο; Ποιο είναι το καθίκι που παραλίγο να σκοτώσεις στο πάρκινγκ του Kick 'Ν Horse; Αυτός που υποτίθεται ότι θέλει να διώξει τη θεία Κέι από την πόλη;» «Μακάρι να 'ξερα». «Νομίζω πως ξέρεις». «Αλήθεια σου λέω, στ' ορκίζομαι. Η Σάντι θα πρέπει να τον ξέρει. Αυτή πρέπει να θέλει να διώξει τη Γιατρό από την πόλη. Σκάει από τη ζήλια της η καριόλα». «Ή μπορεί να είναι η δρ Σελφ». «Ανάθεμά με αν ξέρω». «Μπορεί να έπρεπε να την τσεκάρεις την καριόλα σου τη ζηλιάρα», λέει η Λούσι. «Μπορεί στέλνοντας e-mail στη δρ Σελφ για να κάνεις τη θεία Κέι να ζηλέψει, να ξύπνησες το κοιμισμένο φίδι. Αλλά μάλλον σ' απασχολούσε περισσότερο να κάνεις σεξ παίρνοντας τεστοστερόνη και να βιάσεις τη θεία Κέι». «Δεν έκανα κάτι τέτοιο». «Και πώς τ' ονομάζεις εσύ;» «Το χειρότερο πράγμα που έκανα ποτέ μου», λέει ο Μαρίνο. Η Λούσι δεν τραβάει το βλέμμα της απ' το δικό του. «Κι εκείνο το μενταγιόν με το ασημένιο δολάριο που φοράς; Πού το βρήκες;» «Ξέρεις πού». «Η Σάντι σου είπε ποτέ ότι έγινε διάρρηξη στο σπίτι του πατατάκια του μπαμπά της λίγο πριν μετακομίσουν εδώ; Και η διάρρηξη έγινε αμέσως μετά το θάνατο του. Είχε μια συλλογή με νομίσματα και λίγο ρευστό. Χάθηκαν όλα. Η αστυνομία υποψιάστηκε πως ήταν δουλειά από μέσα, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει». «Το χρυσό νόμισμα που βρήκε ο Μπουλ», λέει ο Μαρίνο. «Η Σάντι δεν είπε ποτέ τίποτα για κάποιο χρυσό νόμισμα. Το μόνο νόμισμα που είδα εγώ ήταν αυτό το ασημένιο δολάριο. Πώς ξέ-
340
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ρεις ότι δεν το 'χασε ο Μπουλ; Αυτός βρήκε το παιδί, και το νόμισμα έχει πάνω το αποτύπωμα του παιδιού, σωστά;» «Κι αν το νόμισμα είχε κλαπεί από το νεκρό πατέρα της Σάντι;» λέει η Λούσι. «Τι σου λέει αυτό;» «Δεν σκότωσε αυτή το παιδί», λέει ο Μαρίνο με μια χροιά αμφιβολίας. «Θέλω να πω, δεν έχει πει ποτέ τίποτα για παιδιά. Αν το νόμισμα έχει κάποια σχέση μαζί της, πιθανότατα το χάρισε σε κάποιον. Όταν μου έδωσε το δικό μου, γέλασε, είπε πως ήταν σαν ταυτότητα σκύλου για να μην ξεχνάω ότι είμαι ένα απ' τα στρατιωτάκια της. Ότι της ανήκω. Δεν ήξερα ότι το εννοούσε κυριολεκτικά». «Το να πάρουμε το DNA της είναι μια πολύ καλή ιδέα», λέει η Λούσι. Ο Μαρίνο σηκώνεται κι απομακρύνεται. Γυρίζει με το κόκκινο κιλοτάκι. Το βάζει σε μια χαρτοσακούλα. Το δίνει στη Λούσι. «Είναι παράξενο να μην ξέρεις πού μένει», λέει η Λούσι. «Δεν ξέρω τίποτα για κείνη. Αυτή είναι η αλήθεια, γαμώτο», λέει ο Μαρίνο. «Θα σου πω πού ακριβώς μένει. Στο ίδιο νησί. Ένα όμορφο σπιτάκι κοντά στην παραλία. Πολύ ρομαντικό. Α, ξέχασα να σου πω, όταν το τσέκαρα, πρόσεξα εκεί μια μοτοσικλέτα. Μια παλιά τσόπερ με μια πινακίδα από κοντραπλακέ στο ντουλαπάκι. Κανείς δεν ήταν σπίτι». «Ποτέ δεν το περίμενα να γίνει έτσι. Δεν ήμουν έτσι εγώ». «Ο τύπος δεν πρόκειται να πλησιάσει τη θεία Κέι ούτε στα χίλια μίλια. Τον κανόνισα εγώ, γιατί δεν σ' εμπιστευόμουν. Η τσόπερ του είναι παλιά. Ένας ντενεκές με δυο κρεμάστρες για τιμόνι. Δεν νομίζω πως είναι ασφαλής». Ο Μαρίνο δεν την κοιτάζει τώρα. Λέει: «Δεν ήμουν έτσι εγώ». Η Λούσι ανοίγει τον πόρτα. «Δεν πας να τσακιστείς και να φύγεις απ' τη ζωή μας;» του λέει ενώ στέκεται στη βεράντα του μες στη βροχή. «Δεν μου καίγεται πια καρφάκι για σένα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
341
Το παλιό τουβλόχτιστο κτήριο κοιτάζει τον Μπέντον με άδεια μάτια, πολλά απ' τα παράθυρά του είναι σπασμένα. Η εγκαταλειμμένη εταιρεία πούρων δεν έχει φώτα, το πάρκινγκ της είναι θεοσκότεινο. Το λάπτοπ του ισορροπεί πάνω στους μηρούς του καθώς μπαίνει στο ασύρματο δίκτυο του λιμανιού, κλέβει σύνδεση και περιμένει μέσα στο μαύρο Σουμπαρού SUV της Λούσι, ένα αυτοκίνητο που συνήθως δεν συνδυάζεται με την επιβολή του νόμου. Κατά διαστήματα κοιτάζει έξω από το παρμπρίζ. Η βροχή κυλάει αργά στα τζάμια, σαν να κλαίει η νύχτα. Κοιτάζει την περίφραξη με συρματόπλεγμα γύρω από το άδειο ναυπηγείο πέρ' από το δρόμο, βλέπει τα σχήματα των κοντέινερ που είναι εγκαταλειμμένα σαν παλιά βαγόνια τρένου. «Καμία δραστηριότητα», λέει. Η φωνή της Λούσι ακούγεται στο ακουστικό του. «Ας το κρατήσουμε όσο αντέχεις». Η ραδιοσυχνότητα είναι ασφαλής. Οι ικανότητες της Λούσι στην τεχνολογία ξεπερνούν τον Μπέντον, κι ας μην είναι αδαής. Το μόνο που ξέρει είναι πως η Λούσι έχει διάφορους τρόπους να εξασφαλίσει το 'να και τ' άλλο, να κάνει παρεμβολές, και πως πιστεύει ότι είναι καλό να μπορεί να κατασκοπεύει τους άλλους χωρίς εκείνοι να μπορούν να την κατασκοπεύσουν. Ελπίζει να έχει δίκιο η Λούσι. Σχετικά μ' αυτό και με πολλά άλλα πράγματα, μεταξύ των οποίων κι η θεία της. Όταν ζήτησε από τη Λούσι να του στείλει το αεροπλάνο της, της είπε ότι δεν ήθελε να το μάθει η Σκαρπέτα. «Γιατί;» είχε ρωτήσει η Λούσι. «Γιατί πιθανότατα θα είμ' αναγκασμένος να καθίσω σ' ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο όλη νύχτα, παρακολουθώντας το λιμάνι», είχε πει αυτός. Θα ήταν πολύ χειρότερο να μάθει η Σκαρπέτα ότι βρίσκετ' εδώ, λίγα μόλις μίλια από το σπίτι της. Μπορεί να επέμενε να καθίσει μαζί του. Πράγμα που έκανε τη Λούσι να του πει ότι ήταν τρελός. Δεν υπήρχε περίπτωση η Σκαρπέτα να παρακολουθήσει το
342
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
λιμάνι μαζί του. Όπως το διατύπωσε η Λούσι, δεν ήταν δουλειά της θείας της. Δεν είναι μυστική πράκτορας. Δεν της αρέσουν ιδιαίτερα τα όπλα, αν και ξέρει να τα χρησιμοποιεί, και προτιμάει να φροντίζει τα θύματα και ν' αφήνει τη Λούσι και τον Μπέντον να φροντίσουν όλους τους άλλους. Αυτό που εννοεί στην πραγματικότητα η Λούσι είναι ότι μπορεί η αναμονή εδώ στο λιμάνι να είν* επικίνδυνη, και δεν θέλει να συμμετέχει η Σκαρπέτα. Παράξενο να μην αναφέρει καν η Λούσι τον Μαρίνο. Να πει ότι θα μπορούσε να βοηθήσει. Ο Μπέντον κάθεται μέσα στο μαύρο Σουμπαρού. Μυρίζει σαν καινούργιο - μυρίζει δέρμα. Παρακολουθεί τη βροχή και κοιτάζει πέρ' απ' το δρόμο, κι ελέγχει το λάπτοπ για να βεβαιωθεί ότι ο Άνθρωπος της Άμμου δεν έχει υποκλέψει το ασύρματο δίκτυο του λιμανιού και δεν έχει μπει μέσα. Όμως από πού να το έκανε; Όχι απ' αυτό το πάρκινγκ. Ούτε από το δρόμο, γιατί δεν θα τολμούσε να σταματήσει το αυτοκίνητο του στη μέση του δρόμου για να στείλει ένα ακόμα διαβολικό e-mail στη διαβολική δρ Σελφ, που κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να είναι πια στη Νέα Τόρκη, στο ρετιρέ της στο Δυτικό Σέντραλ Παρκ. Είναι εκνευριστικό. Ακόμα κι αν στο τέλος ο Άνθρωπος της Άμμου δεν γλιτώσει για τα εγκλήματα του, η δρ Σελφ κατά πάσα πιθανότητα θα γλιτώσει, παρ' όλο που φταίει όσο κι ο Άνθρωπος της Άμμου για τους φόνους, γιατί απέκρυψε πληροφορίες, δεν τις κοίταξε, δεν ενδιαφέρθηκε. Ο Μπέντον τη μισεί. Εύχεται να μην τη μισούσε. Αλλά τη μισεί περισσότερο απ' όσο έχει μισήσει ποτέ άνθρωπο στη ζωή του. Η βροχή χτυπάει αλύπητα την οροφή του SUV, η ομίχλη τυλίγει τα μακρινά φώτα των δρόμων κι ο Μπέντον δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον ορίζοντα απ' τη θάλασσα, το λιμάνι απ' τον ουρανό. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τίποτα μ' αυτό τον Καιρό, μέχρι που κάτι κινείται. Μένει εντελώς ακίνητος κι η καρδιά του χτυπάει δυνατά καθώς μια σκοτεινή σιλουέτα κινείται αργά κατά μήκος του φράχτη στην άλλη πλευρά του δρόμου. αΈχουμε δραστηριότητα», μεταδίδει στη Λούσι. «Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, γιατί δεν τον βλέπω».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
343
αΚανείς δεν είναι στο δίκτυο». Η φωνή της έρχεται μέσ' απ* τ' ακουστικό κι επιβεβαιώνει ότι ο Άνθρωπος της Άμμου δεν έχει μπει στο ασύρματο δίκτυο του λιμανιού. «Τι είδους δραστηριότητα;» τον ρωτάει. «Στο φράχτη. Στις 90 μοίρες, δεν κινείται. Παραμένει εκεί». «Είμ' εκεί σε δέκα λεπτά. Ή και λιγότερο». «Βγαίνω», λέει ο Μπέντον κι ανοίγει αργά την πόρτα του αυτοκινήτου του* το εσωτερικό φως είναι σβηστό. Απόλυτο σκοτάδι, κι η βροχή ακούγεται πιο δυνατή. Χώνει το χέρι κάτω απ' το μπουφάν του και βγάζει το όπλο του, χωρίς να κλείσει τελείως την πόρτα του αυτοκινήτου. Δεν κάνει κανένα θόρυβο. Ξέρει πολύ καλά πώς να το κάνει, το 'χει κάνει τόσες φορές που δεν θέλει καν να τις θυμάται. Κινείται σαν φάντασμα, σκοτεινό κι αθόρυβο, μέσ' από γούρνες με νερά, μες στη βροχή. Κάθε δυο βήματα σταματάει, κι είναι βέβαιος ότι ο άνθρωπος στην απέναντι μεριά του δρόμου δεν τον έχει δει. Τί κάνει εκεί; Απλώς στέκεται δίπλα στο φράχτη χωρίς να κινείται. Ο Μπέντον πλησιάζει κι η σιλουέτα δεν κουνιέται. Ο Μπέντον ίσα που τον διακρίνει μέσ' απ' τα πέπλα του νερού και δεν ακούει τίποτ' άλλο απ' το πλατάγισμα της βροχής. «Καλά είσαι;» Η φωνή της Λούσι μες στο κεφάλι του. Δεν της απαντάει. Σταματάει πίσω από ένα στύλο του τηλεφώνου και νιώθει τη μυρωδιά του κρεόζωτου. Η σιλουέτα στο φράχτη κινείται προς τ' αριστερά, στις 30 μοίρες, κι αρχίζει να διασχίζει το δρόμο. Η Λούσι λέει: «Είσ' εντάξει;» Ο Μπέντον δεν απαντάει κι η σιλουέτα είναι τόσο κοντά του, που μπορεί να διακρίνει τη σκιά ενός προσώπου και το καθαρό περίγραμμα ενός καπέλου, κι ύστερα μπράτσα και πόδια να κινούνται. Ο Μπέντον κάνει ένα βήμα και τον σημαδεύει με τ' όπλο. «Μην κουνηθείς». Το λέει ήρεμα κι επιτακτικά. «Έχω ένα εννιάρι πιστόλι που σημαδεύει το κεφάλι σου, γι' αυτό μείνε εντελώς ακίνητος».
344
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Ο άντρας - κ ι ο Μπέντον είναι βέβαιος ότι πρόκειται για άντρα- έχει μείνει άγαλμα. Δεν βγάζει άχνα. «Βγες απ* το δρόμο, αλλά όχι προς το μέρος μου. Πήγαινε προς τ αριστερά. Πολύ αργά. Τώρα πέσε στα γόνατα και βάλε τα χέρια στο κεφάλι σου». Και μετά λέει στη Λούσι: «Τον έχω. Μπορείς να πλησιάσεις». Λες κι είναι δυο βήματα παραπέρα. «Στάσου». Η φωνή της δείχνει ένταση. «Στάσου. Έρχομαι». Ο Μπέντον ξέρει πως είναι μακριά - τόσο μακριά, που δεν μπορεί να τον βοηθήσει αν υπάρξει πρόβλημα. Ο άντρας έχει τα χέρια πάνω στο κεφάλι του κι είναι γονατισμένος πάνω στη ραγισμένη υγρή άσφαλτο. Λέει: «Σε παρακαλώ, μη μου ρίξεις». «Ποιος είσαι;» λέει ο Μπέντον, «Πες μου ποιος είσαι». «Μη μου ρίξεις». «Ποιος είσαι;» Ο Μπέντον υψώνει τη φωνή του για ν' ακουστεί μες στη βροχή. «Τι κάνεις εδώ; Πες ποιος είσαι!» «Μη ρίξεις». «Πανάθεμά σε. Πες μου ποιος είσαι. Τι κάνεις στο λιμάνι; Μη με κάνεις να σε ξαναρωτήσω». «Ξέρω ποιος είσαι. Σε αναγνώρισα. Τα χέρια μου είναι στο κεφάλι μου, οπότε δεν χρειάζεται να ρίξεις», λέει η φωνή καθώς η βροχή πέφτει, κι ο Μπέντον διακρίνει μια ξένη προφορά. «Ήρθα εδώ για να πιάσω ένα δολοφόνο, όπως κι εσείς. Δίκιο δεν έχω, Μπέντον Γουέσλι; Σας παρακαλώ, πάρτε το όπλο σας. Είμαι ο Ότο Πόμα. Βρίσκομ' εδώ για τον ίδιο λόγο που βρίσκεστε κι εσείς. Είμαι ο λοχαγός Ότο Πόμα. Σας παρακαλώ, πάρτε το όπλο».
Η Ταβέρνα του Πόε, λίγα λεπτά απόσταση από την ψαροκαλύβα του Μαρίνο. Του χρειάζονται μια-δυο μπίρες. Ο δρόμος είναι μουσκεμένος και γυαλίζει κατάμαυρος, κι ο αέρας έχει το άρωμα της βροχής και τη μυρωδιά της θάλασσας και των βάλτων. Ηρεμεί καθώς τρέχει με τη Roadmaster του μέσα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
345
στη σκοτεινή, βροχερή νύχτα, ξέροντας ότι δεν θα 'πρεπε να πιει αλλά μην ξέροντας πώς να συγκρατηθεί - κι εν πάση περιπτώσει, τι σημασία έχει; Από τότε που συνέβη αυτό, έχει μια αρρώστια στην ψυχή του, ένα συναίσθημα τρόμου. Το κτήνος μέσα του έχει αναδυθεί, το κτήνος φανερώθηκε, κι αυτό που πάντα φοβόταν είναι τώρα μπροστά του. Ο Πίτερ Ρόκο Μαρίνο δεν είν' εντάξει άνθρωπος. Όπως όλοι σχεδόν οι εγκληματίες, πιστεύει πως ο ίδιος δεν ευθύνεται για τίποτα στη ζωή του, πως είναι απ' τη φύση του καλός, γενναίος και καλοπροαίρετος, ενώ η αλήθεια είναι εντελώς αντίθετη. Είν' εγωιστής, άρρωστος και κακός. Κακός, κακός, κακός. Γι' αυτό τον παράτησε η γυναίκα του. Γι' αυτό η καριέρα του πήγε κατά διαόλου. Γι' αυτό τον μισεί η Λούσι. Γι' αυτό κατέστρεψε το καλύτερο πράγμα που είχε ποτέ του. Η σχέση του με τη Σκαρπέτα είναι νεκρή. Τη σκότωσε. Την κακοποίησε. Την πρόδωσε ξανά και ξανά εξαιτίας ενός πράγματος που δεν είναι δική της ευθύνη. Ποτέ δεν τον ήθελε, και γιατί να τον θέλει; Ποτέ δεν την προσέλκυσε. Πώς θα μπορούσε; Κι έτσι, αυτός την τιμώρησε. Ανεβάζει ταχύτητα κι ανοίγει το γκάζι. Τρέχει υπερβολικά, οι στάλες της βροχής είναι σαν βελόνες στο γυμνό του δέρμα, τρέχει προς τη λωρίδα, όπως λέει τα στέκια του νησιού Σάλιβαν. Δεν υπάρχουν άλλες μοτοσικλέτες εκτός απ' τη δική του, εξαιτίας του καιρού. Είναι παγωμένος, τα χέρια του μούδιασαν και νιώθει αβάσταχτο πόνο και ντροπή, μαζί με μια φαρμακερή οργή. Λύνει τον άχρηστο κουβά που φοράει για κράνος, τον κρεμάει απ' το τιμόνι και κλειδώνει το μπροστινό πιρούνι της μηχανής. Το αδιάβροχο μπουφάν του κάνει θόρυβο καθώς μπαίνει σ' ένα μαγαζί από άβαφτο, φθαρμένο ξύλο, ανεμιστήρες στην οροφή και κορνιζαρισμένες αφίσες με κοράκια κι από κάθε ταινία σχετική με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε που γυρίστηκε ποτέ. Το μπαρ είναι γεμάτο κι η καρδιά του χτυπάει δυνατά και φτερουγίζει σαν ξαφνιασμένο πουλί όταν βλέπει τη Σάντι ανάμεσα σε δυο άντρες - ο ένας φοράει μπαντάνα, είν' αυτός που παραλίγο να πυροβολήσει ο Μαρίνο τις προάλλες. Η Σάντι του μιλάει, πιέζοντας το κορμί της πάνω στο μπράτσο του.
346
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Ο Μαρίνο στέκεται κοντά στην πόρτα και τα νερά στάζουν στο τριμμένο πάτωμα, κοιτάει κι αναρωτιέται τι πρέπει να κάνει, ενώ οι πληγές μέσα του πρήζονται κι η καρδιά του χτυπάει δυνατά λες και τρέχουν άλογα στο σβέρκο του. Η Σάντι κι ο άντρας με την μπαντάνα πίνουν μπίρα και σφηνάκια τεκίλα και τσιμπολογάνε νάτσος με τυρί, τα ίδια που παραγγέλνουν πάντα με τον Μαρίνο όποτε έρχοντ' εδώ. Όποτε έρχονταν. Παλιά. Τέρμα και τελείωσε. Σήμερα το πρωί δεν χρησιμοποίησε το ζελέ με τις ορμόνες. Το πέταξε διστακτικά, ενώ το άθλιο πλάσμα μες στο σκοτάδι του τον κορόιδευε ψιθυριστά. Δεν μπορεί να πιστέψει πως η Σάντι έχει τόσο θράσος ώστε να έρχετ' εδώ μ' αυτό τον άνθρωπο, και το νόημα είναι σαφές. Αυτή τον έβαλε ν* απειλήσει τη Γιατρό. Όσο κακιά κι αν είναι η Σάντι, όσο κακός κι αν είναι ο τύπος, όσο κακοί κι αν είναι κι οι δυο μαζί, ο Μαρίνο είναι χειρότερος. Αυτό που έκαναν στη Γιατρό δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτό που έκανε ο ίδιος. Πλησιάζει στο μπαρ χωρίς να κοιτάξει προς τη μεριά τους, κάνει πως δεν τους έχει δει, αναρωτιέται πώς και δεν είδε την BMW της Σάντι. Μπορεί να είναι παρκαρισμένη σε κάποιον παράδρομο, πάντα ανησυχούσε μήπως της κοπανήσει κανείς τις πόρτες. Αναρωτιέται πού να είναι η τσόπερ του τύπου με την μπαντάνα και θυμάται τι του είπε η Λούσι. Πως της είχε φανεί επικίνδυνη. Κάτι της έκανε. Και μετά μπορεί να κάνει κάτι και στη μοτοσικλέτα του Μαρίνο. «Τι θα πάρεις, κούκλε; Πού ήσουνα;» Η μπαργούμαν μοιάζει καμιά δεκαπενταριά χρονών, όπως φαίνονται όλοι οι νέοι στον Μαρίνο αυτό τον καιρό. Είναι τόσο χάλια, τόσο αφηρημένος, που δεν μπορεί καν να θυμηθεί τ' όνομά της, του φαίνεται πως τη λένε Σέλι, αλλά διστάζει να το πει. Μπορεί να είναι Κέλι. «Μια Bud λάιτ». Γέρνει προς το μέρος της. «Μην κοιτάξεις. Εκείνος εκεί ο τύπος με τη Σάντι;» «Ναι, έχουν ξανάρθει εδώ». «Από πότε;» ρωτάει ο Μαρίνο καθώς εκείνη σπρώχνει μια μπίρα προς το μέρος του κι εκείνος της δίνει ένα πεντοδόλαρο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
347
«Δύο στην τιμή της μιας. Θα σου φέρω κι άλλη μια, κούκλε. Τι να σου πω; Έρχονται πότε πότε από τότε που δουλεύω εδώ, κούκλε. Από πέρσι, μάλλον. Δεν μ' αρέσει κανείς τους, κι αυτό μεταξύ μας. Μη με ρωτήσεις τ' όνομά του. Δεν ξέρω. Αλλά δεν έρχεται μόνο μ' αυτόν. Μου φαίνεται πως είναι παντρεμένη». «Πλάκα μου κάνεις;» «Ελπίζω να χώρισες μαζί της. Μια κι έξω, κούκλε». «Ξεμπέρδεψα μαζί της», λέει ο Μαρίνο πίνοντας την μπίρα του. «Δεν ήταν τίποτα». «Κακός μπελάς είναι, μου φαίνεται», λέει η Σέλι ή Κέλι. Ο Μαρίνο νιώθει το βλέμμα της Σάντι. Έχει σταματήσει να μιλάει στον τύπο με την μπαντάνα και τώρα ο Μαρίνο αναρωτιέται αν όλον αυτό τον καιρό έκανε σεξ και μαζί του. Ο Μαρίνο αναρωτιέται σχετικά με τα κλεμμένα νομίσματα και πού βρίσκει εκείνη χρήματα. Μπορεί ο μπαμπάς της να μην της άφησε τίποτα κι εκείνη να νόμισε ότι έπρεπε να κλέψει. Ο Μαρίνο αναρωτιέται για πολλά πράγματα κι εύχεται να τα είχε σκεφτεί από πριν. Η Σάντι τον κοιτάζει καθώς εκείνος σηκώνει το αφρισμένο ποτήρι του και πίνει μια γουλιά. Τα μάτια της έχουν τη λάμψη της τρέλας. Ο Μαρίνο σκέφτεται να πάει προς το μέρος της, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ξέρει ότι δεν πρόκειται να του πουν τίποτα. Είναι σίγουρος ότι θα τον κοροϊδέψουν. Η Σάντι σκουντάει τον τύπο με την μπαντάνα. Εκείνος κοιτάζει τον Μαρίνο και καγχάζει, θα πρέπει να του φαίνεται πολύ αστείο να κάθετ' εκεί και να βάζει χέρι στη Σάντι, ξέροντας ότι δεν ήταν ούτε στιγμή η γυναίκα του Μαρίνο. Με ποιους άλλους πλαγιάζει, γαμώτο; Ο Μαρίνο βγάζει το μενταγιόν του με το ασημένιο δολάριο και το ρίχνει μες στην μπίρα του. Εκείνο κάνει ένα πλοπ και βουλιάζει στον πάτο. Τσουλάει το ποτήρι του πάνω στον πάγκο κι εκείνο σταματάει κοντά τους, κι έπειτα βγαίνει έξω ελπίζοντας να τον ακολουθήσουν. Η βροχή έχει σταματήσει, το πεζοδρόμιο αχνίζει κάτω απ' τα φώτα του δρόμου κι εκείνος κάθεται στο βρεγμένο κάθισμα της μοτοσικλέτας του και περιμένει ελπίζοντας να τον
348
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ακολουθήσουν. Κοιτάζει την πόρτα της Ταβέρνας του Πόε, περιμένοντας κι ελπίζοντας. Μπορεί να καταφέρει να ξεκινήσει έναν καβγά. Μπορεί αυτοί να καταφέρουν να τον τελειώσουν. Εύχεται να χτυπούσε πιο αργά η καρδιά του και να σταματούσε να πονάει το στήθος του. Μπορεί να πάθει καμιά καρδιακή προσβολή. Η καρδιά του θα 'πρεπε να τον προσβάλει, τόσο άθλιος που είναι. Περιμένει κοιτάζοντας την πόρτα, κοιτάζοντας τους ανθρώπους πίσω απ' τα φωτισμένα παράθυρα, όλοι ευτυχισμένοι, εκτός απ' τον ίδιο. Περιμένει, ανάβει τσιγάρο και κάθετ' εκεί, στη μουσκεμένη μοτοσικλέτα του με το μουσκεμένο μπουφάν του, καπνίζοντας και περιμένοντας. Είν' ένα τίποτα, δεν μπορεί ούτε να κάνει τους άλλους να θυμώσουν. Δεν μπορεί να προκαλέσει κανέναν σε καβγά. Είν' ένα τίποτα, κάθετ' εκεί έξω μες στο σκοτάδι και τη βροχή, καπνίζοντας και κοιτάζοντας την πόρτα, με την ευχή να βγει η Σάντι ή ο τύπος με την μπαντάνα ή και οι δυο και να τον κάνουν να νιώσει πως έχει απομείνει κάτι μέσα του που ν' αξίζει. Ωστόσο η πόρτα δεν ανοίγει. Δεν τους νοιάζει. Δεν φοβούνται. Νομίζουν ότι ο Μαρίνο είναι της πλάκας. Περιμένει και καπνίζει. Ξεκλειδώνει το πιρούνι της μηχανής του και τη βάζει μπροστά. Ανοίγει το γκάζι, τα λάστιχα στριγκλίζουν και φεύγει με ταχύτητα. Αφήνει τη μηχανή κάτω απ' την ψαροκαλύβα κι αφήνει πάνω το κλειδί, γιατί δεν τη χρειάζεται πια. Εκεί που πάει δεν θα καβαλάει μοτοσικλέτες. Περπατάει γρήγορα, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο χτυπάει η καρδιά του, και μες στο σκοτάδι ανεβαίνει τα σκαλιά της αποβάθρας και σκέφτεται τη Σάντι που κορόιδευε τη γέρικη ψωλή του, λέγοντας πως ήταν μακριά, λεπτή και στραβή σαν ροζιασμένο παλούκι. Εκείνος νόμιζε πως ήταν έξυπνη και καλή στα λογοπαίγνια όταν το είπε την πρώτη φορά που την έφερ' εδώ κι έκαναν έρωτα όλη τη νύχτα. Πριν από δέκα μέρες. Τόσο μόνο. Αναγκάζεται να σκεφτεί πως τον παγίδεψε, πως δεν ήταν σύμπτωση που τον φλέρταρε το ίδιο βράδυ της μέρας που βρέθηκε το νεκρό αγοράκι. Μπορεί να ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Μαρίνο για να πάρει πληροφορίες. Κι αυτός την άφησε. Μό-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
349
νο και μόνο για ένα δαχτυλίδι. Η Γιατρός πήρε ένα δαχτυλίδι κι ο Μαρίνο τρελάθηκε. Οι τεράστιες μπότες του χτυπούν δυνατά πάνω στην αποβάθρα και τ' ανεμοδαρμένα ξύλα της τρίζουν κάτω απ* το βάρος του, ενώ οι σκνίπες τριγυρνούν σαν σύννεφο γύρω του, λες κι είναι σε καρτούν. Στην άκρη της αποβάθρας σταματάει βαριανασαίνοντας, χιλιάδες αόρατα δόντια τον τρώνε ζωντανό, ενώ δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια του και το στήθος του ανεβοκατεβαίνει γοργά, όπως έχει δει να συμβαίνει σε ανθρώπους που τους έχουν κάνει τη θανατηφόρα ένεση, λίγο πριν το πρόσωπο τους μελανιάσει και πεθάνουν. Έχει τόσο σκοτάδι και τόσα σύννεφα, ο ουρανός και το νερό είναι ένα, και κάτω απ' τα πόδια του το νερό παφλάζει απαλά στους στύλους. Μια φωνή βγαίνει από μέσα του, μια φωνή που δεν είναι δική του, καθώς εκσφενδονίζει το κινητό και το ακουστικό του όσο πιο μακριά μπορεί. Τα ρίχνει τόσο μακριά που δεν τ' ακούει καν να πέφτουν.
19 Συγκρότημα Εθνικής Ασφαλείας Υ-12. Η Σκαρπέτα σταματάει το νοικιασμένο της αυτοκίνητο σ' ένα φυλάκιο ελέγχου ανάμεσα σε τσιμεντένιους τοίχους και φράχτες με συρματοπλέγματα. Κατεβάζει το παράθυρο της για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε λεπτά και δείχνει το σήμα της. Ο φρουρός μπαίνει μέσα στο φυλάκιο για να κάνει ένα τηλεφώνημα, ενώ ένας άλλος φρουρός ερευνά το πορτμπαγκάζ της κόκκινης Ντοτζ Stratus που βρήκε η Σκαρπέτα, προς μεγάλη της δυσαρέσκεια, να την περιμένει στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων όταν προσγειώθηκε στη Νόξβιλ πριν από μια ώρα. Είχε ζητήσει ένα SUV. Δεν οδηγεί κόκκινα αυτοκίνητα. Δεν φοράει καν κόκκινα. Οι φρουροί φαίνονται πιο προσεκτικοί απ' όσο ήταν παλιότερα, λες και το αυτοκίνητο τους κάνει επιφυλακτικούς, κι ήδη είναι αρκετά επιφυλακτικοί. Το Υ-12 έχει το μεγαλύτερο απόθεμα εμπλουτισμένου ουρανίου στη χώρα. Τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια και η Σκαρπέτα δεν ενοχλεί ποτέ τους επιστήμονες εδώ, εκτός κι αν έχει κάποια πολύ ειδική ανάγκη που έχει φτάσει, όπως λέει, στην κρίσιμη μάζα. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου είναι το τυλιγμένο σε καφέ χαρτί παράθυρο από το πλυσταριό της Λίντια Γουέμπστερ κι ένα μικρό κουτί που έχει το χρυσό νόμισμα με το αποτύπωμα του άγνωστου παιδιού. Στο βάθος του συγκροτήματος είν' ένα εργαστήριο από κόκκινα τούβλα που μοιάζει με όλα τ' άλλα, έχει όμως μέσα το μεγαλύτερο μικροσκόπιο ηλεκτρονίων του κόσμου.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
351
«Μπορείτε να παρκάρετε εκεί», της υποδεικνύει ένας φρουρός. «Κι έρχεται αμέσως. Θα σας πάει αυτός μέσα». Εκείνη προχωρεί και παρκάρει περιμένοντας το μαύρο Ταχόε που οδηγεί ο δρ Φραντς, ο διευθυντής του επιστημονικού εργαστηρίου υλικών. Πάντα αυτός την οδηγεί. Όσες φορές κι αν ήρθε εδώ, όχι μόνο δεν μπορεί να βρει το δρόμο, αλλά και δεν τολμάει να προσπαθήσει. Το να χαθεί σε χώρους όπου κατασκευάζονται πυρηνικά όπλα δεν συζητιέται. Το Ταχόε πλησιάζει, κάνει στροφή επιτόπου και το μπράτσο του δρ Φραντς της γνέφει απ* το παράθυρο, κάνοντάς της νόημα να προχωρήσει. Τον ακολουθεί ανάμεσα σε απροσδιόριστα κτήρια με ασαφή ονόματα, ύστερα το τοπίο αλλάζει ριζικά και βλέπουν δάση κι ανοιχτά λιβάδια και τέλος το μονώροφο εργαστήριο που είναι γνωστό σαν Technology 2020. Το τοπίο είναι απατηλά βουκολικό. Η Σκαρπέτα κι ο δρ Φραντς βγαίνουν από τ' αυτοκίνητά τους. Εκείνη παίρνει το τυλιγμένο παράθυρο απ' το πίσω κάθισμα, όπου το είχε ασφαλίσει με τη ζώνη. «Τι παράξενα πράγματα μας φέρνετε», της λέει. «Την περασμένη φορά ήταν μια ολόκληρη πόρτα». «Και βρήκαμε το αποτύπωμα μιας μπότας, έτσι δεν είναι; Εκεί που κανείς δεν πίστευε πως υπήρχε». «Πάντα υπάρχει κάτι». Το σλόγκαν του δρ Φραντς. Στην ηλικία της περίπου, φοράει μπλουζάκι πόλο και τζιν μπάγκι, και δεν θυμίζει καθόλου την εικόνα που έχει κανείς για έναν πυρηνικό μεταλλειολόγο μηχανικό ο οποίος θεωρεί πολύ ενδιαφέρον να περνάει το χρόνο του μεγεθύνοντας το ρίνισμα ενός εργαλείου, τον ιστό μιας αράχνης και κομματάκια από ένα διαστημόπλοιο ή ένα υποβρύχιο. Τον ακολουθεί μέσα σ' ένα χώρο που θα φαινόταν σαν ένα συνηθισμένο εργαστήριο, αν δεν υπήρχε ο τεράστιος μεταλλικός θάλαμος που στηρίζεται σε τέσσερις στύλους χοντρούς σαν δέντρα. To VisiTech Large Chamber Scanning Electron Microscope (LC-SEM) ζυγίζει δέκα τόνους και χρειάστηκε ένας γερανός σαράντα τόνων για να το εγκαταστήσει. Με λίγα λόγια, είναι το μεγαλύτερο μικροσκόπιο στον κόσμο και αρ-
352
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
χικά δεν προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της ιατροδικαστικής επιστήμης, αλλά για την ανάλυση της αντοχής υλικών όπως τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στα όπλα. Όμως η τεχνολογία είναι τεχνολογία, κατά τη γνώμη της Σκαρπέτα, και ήδη το Υ-12 έχει συνηθίσει τα επίμονα παρακάλια της. Ο δρ Φραντς ξετυλίγει το παράθυρο. Το βάζει μαζί με το νόμισμα πάνω α έναν ατσάλινο περιστρεφόμενο δίσκο τριών ιντσών κι αρχίζει να ρυθμίζει ένα όπλο ηλεκτρονίων στο μέγεθος μικρού βλήματος και τους ανιχνευτές που βρίσκονται πίσω του, χαμηλώνοντάς τους όσο περισσότερο μπορεί στις ύποπτες περιοχές της άμμου, της κόλλας και του σπασμένου γυαλιού. Μ' ένα αξονικό τηλεκοντρόλ, μετακινεί και γέρνει. Μουρμουρίζει και πατάει κουμπιά. Σταματάει στις ακραίες θέσεις -ή στάσεις- που εμποδίζουν τα πολύτιμα εξαρτήματα να πέσουν πάνω στα δείγ.ματα, να συγκρουστούν μεταξύ τους ή να ξεφύγουν. Κλείνει την πόρτα έτσι ώστε να μπορέσει να μειώσει την πίεση στο δέκα στη μείον έξι, εξηγεί. Έπειτα θα φέρει την πίεση στο δέκα στη μείον δύο, προσθέτει, και δεν θα μπορέσει κανείς να την ανοίξει όσο κι αν προσπαθήσει. Και της δείχνει. Κι αυτό που βασικά δημιουργούν είναι συνθήκες διαστήματος, της εξηγεί. Ούτε υγρασία, ούτε οξυγόνο, μόνο τα μόρια ενός εγκλήματος. Ακούγεται ο ήχος της αντλίας κι απλώνεται μια μυρωδιά ηλεκτρικού, και το δωμάτιο αρχίζει να ζεσταίνεται. Η Σκαρπέτα κι ο δρ Φραντς βγαίνουν, κλείνοντας μια εξωτερική πόρτα, πηγαίνοντας στο εργαστήριο, και μια στήλη από κόκκινα, κίτρινα, πράσινα κι άσπρα φώτα τούς υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει άνθρωπος μες στο θάλαμο, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε άμεσο θάνατο. Θα ήταν σαν να βγαίνεις να περπατήσεις στο διάστημα χωρίς στολή, λέει ο δρ Φραντς. Κάθεται μπροστά στην κονσόλα ενός υπολογιστή και πολλές μεγάλες επίπεδες οθόνες και λέει στη Σκαρπέτα: «Γιά να δούμε. Πόση μεγέθυνση; Μπορούμε ν' ανέβουμε ώς τις 200.000 φορές». Θα μπορούσαν, αλλά αστειεύεται. «Κι ένας κόκκος άμμου θα φαίνεται σαν πλανήτης και μπορεί
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
353
ν' ανακαλύψουμε μικροσκοπικά ανθρωπάκια να ζουν επάνω του», λέει εκείνη. «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». Κάνει κλικ πάνω σ' ένα σωρό επιλογές από το μενού. Εκείνη κάθεται δίπλα του, η μεγάλη αντλία κενού τής θυμίζει μαγνητικό τομογράφο, και μετά η αντλία σβήνει κι ακολουθεί μια σιωπή που διακόπτεται μόνο κατά διαστήματα από τις θυρίδες αφύγρανσης του αέρα, που βγάζουν ένα μακρόσυρτο, βαθύ αναστεναγμό σαν της φάλαινας. Περιμένουν λίγο, κι όταν απλώνετ' ένα πράσινο φως, αρχίζουν να βλέπουν αυτά που βλέπει και το όργανο καθώς η ακτίνα των ηλεκτρονίων χτυπάει πάνω σε μια περιοχή του τζαμιού του παραθύρου. «Άμμος», λέει ο δρ Φραντς. «Και τι διάολο;» Ανάμεσα στα διαφορετικά σχήματα και μεγέθη των κόκκων της άμμου, που μοιάζουν με θραύσματα κι απολεπίσεις πέτρας, υπάρχουν σφαίρες με κρατήρες που μοιάζουν με μικροσκοπικούς μετεωρίτες και φεγγάρια. Η στοιχειακή ανάλυση δείχνει ότι, εκτός από το πυρίτιο της άμμου, υπάρχει βάριο, αντιμόνιο και μόλυβδος. «Στην υπόθεση αυτή υπήρχαν πυροβολισμοί;» λέει ο δρ Φραντς. «Όχι, απ' όσο ξέρω», απαντάει η Σκαρπέτα, και συμπληρώνει: «Είναι σαν της Ρώμης». «Μπορεί να είν' ένα στοιχείο σχετικό με το περιβάλλον ή με την ενασχόληση», εικάζει εκείνος. «Φυσικά, το υψηλότερο σε ποσοστό είναι το πυρίτιο. Μαζί με ίχνη καλίου, νατρίου, ασβεστίου και, δεν ξέρω γιατί, ελάχιστα ίχνη αλουμινίου. Θ' αφαιρέσω το υπόβαθρο, που είναι το γυαλί». Τώρα μιλάει στον εαυτό του. «Αυτό είναι παρόμοιο -πολύ παρεμφερές- μ' αυτό που βρέθηκε στη Ρώμη». Η Σκαρπέτα το λέει ξανά. «Με την άμμο που βρέθηκε στα μάτια της Ντριου Μάρτιν. Είναι το ίδιο, και δεν μπορώ να το πιστέψω, γι' αυτό το λέω και το ξαναλέω. Βέβαια, δεν το καταλαβαίνω. Αυτό που μοιάζει με υπολείμματα πυρίτιδας. Κι αυτές οι σκοτεινές περιοχές εδώ;» Δείχνει. «Αυτές οι στρώσεις;» «Η κόλλα», λέει εκείνος. «Τολμώ να πω ότι η άμμος δεν είναι
354
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
από δω - ούτε από τη Ρώμη ή τα περίχωρα. Και η άμμος στα μάτια της Ντριου Μάρτιν; Δεν υπήρχε βασάλτης ή κάτι άλλο που να δείχνει ηφαιστειακή δραστηριότητα, όπως θα περίμενε κανείς σ' εκείνη την περιοχή. Επομένως, είχε φέρει την άμμο μαζί του στη Ρώμη;» «Ξέρω ότι ποτέ δεν θεωρήθηκε πως η άμμος προερχόταν από κει. Τουλάχιστον δεν ήταν από την κοντινή ακτή της Όστια. Δεν ξέρω τι έκανε. Μπορεί η άμμος να είναι συμβολική, να 'χει κάποιο νόημα. Αλλά έχω δει μεγεθυσμένη άμμο, έχω δει μεγεθυσμένο χώμα. Και ποτέ δεν έχω δει κάτι τέτοιο». Ο δρ Φραντς συνεχίζει να ρυθμίζει την αντίθεση και τη μεγέθυνση. Λέει: «Και τώρα γίνεται ακόμα πιο παράξενο». «Επιθήλια; Επιδερμίδα;» Η Σκαρπέτα εξετάζει αυτό που είναι στην οθόνη. «Δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο στην περίπτωση της Ντριου Μάρτιν. Πρέπει να μιλήσω με το λοχαγό Πόμα. Τα πάντα εξαρτώνται απ' το τι κρίθηκε σημαντικό. Ή απ' το τι έγινε αντιληπτό. Και όσο εξοπλισμένα κι αν είναι τα εργαστήρια της αστυνομίας, δεν πρόκειται να έχουν όργανα με ποιότητα R&D. Δεν πρόκειται να έχουν κάτι τέτοιο». Εννοεί το LC-SEM. «Ελπίζω να μη χρησιμοποίησαν φασματογράφους μάζας και να μην έπνιξαν όλο το δείγμα στα οξέα. Αλλιώς δεν θα 'χει μείνει τίποτα για επανεξέταση». «Όχι», λέει εκείνη. «Ανάλυση στερεού με ακτίνες Χ. Φασματοσκοπία Raman. Αν υπήρχαν κύτταρα επιδερμίδας, θα παρέμεναν στην άμμο, αλλά, όπως είπα, δεν έμαθα κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει τίποτα στην αναφορά. Κανείς δεν το ανέφερε. Πρέπει να μιλήσω με το λοχαγό Πόμα». «Είναι εφτά το απόγευμα εκεί». «Βρίσκεται εδώ. Στο Τσάρλεστον». «Τώρα μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο. Νομίζω ότι μου είπες πως είναι Καραμπινιέρος. Όχι αστυνομικός του Τσάρλεστον». «Εμφανίστηκε ξαφνικά στο Τσάρλεστον χτες το βράδυ. Μη με ρωτάς. Είμαι πιο μπερδεμένη από σένα». Είναι ακόμα πικαρισμένη. Η έκπληξη να εμφανιστεί ο Μπέ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
355
ντον στο σπίτι της το προηγούμενο βράδυ μαζί με το λοχαγό Πόμα δεν ήταν ευχάριστη. Για μια στιγμή είχε μείνει άναυδη, και μετά τον καφέ και τη σούπα έφυγαν το ίδιο ξαφνικά όπως είχαν έρθει. Δεν ξαναείδε τον Μπέντον από τότε κι είναι δυστυχισμένη και πληγωμένη, και δεν ξέρει τι να του πει όταν τον δει όποτε κι αν γίνει αυτό. Πριν έρθει με το αεροπλάνο εδώ σήμερα το πρωί, σκέφτηκε να βγάλει το δαχτυλίδι της. «DNA», λέει ο δρ Φραντς. «Ας μην το καταστρέψουμε με χλώρια. Αλλά το σήμα θα ήταν καλύτερο αν μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε τα σκουπιδάκια και τα λίπη της επιδερμίδας. Αν πρόκειται για κάτι τέτοιο». Είναι σαν να κοιτάς αστερισμούς. Μοιάζουν με ζώα ή έστω με μια κουτάλα; Έχει πράγματι το φεγγάρι ένα πρόσωπο; Τι βλέπει στην πραγματικότητα η Σκαρπέτα; Κι αποδιώχνει τον Μπέντον από τις σκέψεις της για να μπορέσει να συγκεντρωθεί. «Όχι χλώρια, και, για να είμαστε σίγουροι, θα πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε το DNA», λέει. «Και παρ' όλο που η ανεύρεση επιθηλίων είναι συνηθισμένη στα κατάλοιπα πυρίτιδας, αυτό συμβαίνει μόνο όταν τα χέρια ενός υπόπτου περαστούν με κολλώδες καρμπόν διπλής όψεως. Επομένως, αν αυτό που βλέπουμε είν' επιδερμίδα, δεν βγαίνει νόημα, εκτός κι αν τα κύτταρα της επιδερμίδας μεταφέρθηκαν απ' τα χέρια του δολοφόνου. Ή βρίσκονταν ήδη πάνω στο τζάμι. Αλλά το παράξενο σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι το τζάμι καθαρίστηκε, σκουπίστηκε, κι απόδειξη είναι οι ίνες που βλέπουμε. Δείχνουν να είναι από λευκό βαμβάκι, και το μπλουζάκι που βρήκα στ' άπλυτα είναι από λευκό βαμβάκι, αλλά τι σημαίνει αυτό; Όχι τίποτα ιδιαίτερο. Το πλυσταριό θα πρέπει να είναι μια ζούγκλα από μικροσκοπικές ίνες». «Σε μια τέτοια μεγέθυνση, όλα γίνονται ζούγκλα». Κάνοντας κλικ με το ποντίκι, ο δρ Φραντς ρυθμίζει κι αλλάζει θέση, και η δέσμη ηλεκτρονίων χτυπάει μια περιοχή σπασμένου γυαλιού. Κάτω από το στρώμα του αφρού πολυουρεθάνης, που στέγνωσε και φαίνεται διάφανος, οι ρωγμές μοιάζουν με φαράγγια. Τα θαμπά λευκά σχήματα μπορεί να είν' επίσης επιθήλια, και οι
356
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
γραμμές και οι πόροι είν' ένα αποτύπωμα επιδερμίδας από κάποιο σημείο του σώματος που χτύπησε το τζάμι. Υπάρχουν τμήματα από τρίχες. «Κάποιος έπεσε πάνω του ή του έριξε μπουνιά», εικάζει ο δρ Φραντς. «Μπορεί έτσι να έσπασε, ε;» «Όχι με το χέρι ή με φτέρνα», τονίζει η Σκαρπέτα. «Δεν έχουμε στοιχεία τριβής». Δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τη Ρώμη. Λέει: «Μπορεί τα κατάλοιπα πυρίτιδας να μη μεταφέρθηκαν από τα χέρια κάποιου, αλλά να βρίσκονταν ήδη στην άμμο». «Θες να πεις - πριν την αγγίξει;» «Μπορεί. Η Ντριου Μάρτιν δεν πυροβολήθηκε. Αυτό είναι βέβαιο. Κι όμως η άμμος που βρέθηκε στα μάτια της είχε ίχνη βαρίου, αντιμονίου και μολύβδου». Το ξανασκέφτεται προσπαθώντας να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. «Έβαλε την άμμο μέσα και μετά της κόλλησε τα βλέφαρα. Αυτό λοιπόν που μοιάζει με κατάλοιπα πυρίτιδας μπορεί να ήταν στα χέρια του και να μεταφέρθηκε στην άμμο, επειδή ασφαλώς την άγγιξε. Αν όμως αυτά τα κατάλοιπα ήταν από πριν εκεί;» «Πρώτη φορά ακούω να κάνουν κάτι τέτοιο. Μα σε τι κόσμο ζούμε;» «Ελπίζω να είναι η τελευταία φορά που ακούμε να κάνουν κάτι τέτοιο, και την ίδια ερώτηση κάνω στον εαυτό μου μια ζωή», λέει εκείνη. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν ήδη εκεί», συμφωνεί ο δρ Φραντς. «Με άλλα λόγια, σ' αυτή την περίπτωση», και δείχνει τις εικόνες στην οθόνη, «έχουμε την άμμο πάνω απ' την κόλλα ή την κόλλα πάνω απ' την άμμο; Και η άμμος ήταν στα χέρια του ή τα χέρια του μες στην άμμο; Η κόλλα στη Ρώμη. Είπες ότι δεν χρησιμοποίησαν φασματογραφία μάζας. Την ανέλυσαν με υπέρυθρη φασματογραφία κατά Fourier;» «Δεν νομίζω. Είναι κυανοακρυλική. Αυτό μόνο ξέρω», λέει εκείνη. «Ας δοκιμάσουμε την υπέρυθρη φασματογραφία κατά Fourier να δούμε τι αποτυπώματα θα βρούμε». «Εντάξει».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
357
«Στην κόλλα από το παράθυρο και στην κόλλα πάνω στο νόμισμα;» «Ασφαλώς». Η υπέρυθρη φασματογραφία κατά Fourier είναι απλούστερη απ' όσο υπονοεί τ' όνομά της. Οι χημικοί δεσμοί ενός μορίου απορροφούν τα μήκη κύματος του φωτός και παράγουν ένα συγκεκριμένο φάσμα που είναι τόσο μοναδικό όσο κι ένα δακτυλικό αποτύπωμα. Αρχικά, αυτό που βρίσκουν δεν τους προκαλεί καμιά έκπληξη. Τα φάσματα είναι ίδια και για την κόλλα στο παράθυρο και για την κόλλα στο νόμισμα. Και τα δυο είναι κυανοακρυλικά, αλλά όχι κάτι που ν' αναγνωρίζει η Σκαρπέτα ή ο δρ Φραντς. Η μοριακή δομή τους δεν είναι το αιθυλοκυανοακρυλικό της συνηθισμένης ισχυρής κόλλας. Είναι κάτι διαφορετικό. «2-οκτυλοκυανοακρυλικό», λέει ο δρ Φραντς, και η μέρα κυλάει. Η ώρα είναι δυόμισι. «Δεν έχω ιδέα τι είναι, εκτός βέβαια απ' το ότι είναι κάτι συγκολλητικό. Και η κόλλα στη Ρώμη; Η μοριακή δομή της;» «Δεν είμαι σίγουρη ότι ρώτησε κανείς», λέει εκείνη.
Ιστορικά κτήρια με απαλό φωτισμό και το λευκό καμπαναριό τού Σεντ Μάικλ που στρέφει την κορφή του προς το φεγγάρι. Από το υπέροχο δωμάτιο της, η δρ Σελφ δεν μπορεί να ξεχωρίσει το λιμάνι και τη θάλασσα απ' τον ουρανό, γιατί δεν έχει αστέρια. Η βροχή έχει σταματήσει, αλλά όχι για πολύ. «Μ' αρέσει το σιντριβάνι-ανανάς, αν και δεν φαίνεται από δω». Μιλάει στα φώτα της πόλης έξω απ' το παράθυρο της, γιατί είναι πιο ευχάριστο απ' το να μιλάει στη Σάντι. «Πέρα, κοντά στη θάλασσα, πέρ' από την αγορά. Και τα παιδάκια, κυρίως τα μη προνομιούχα, πάνε και πλατσουρίζουν το καλοκαίρι. Να σου πω, αν έχεις ένα ακριβό διαμέρισμα στην περιοχή, ο θόρυβος θα σου χαλάει τη διάθεση'. Ακούγετ' ένα ελικόπτερο. Το ακούς;» λέει η δρ Σελφ. «Η Ακτοφυλακή. Κι αυτά τα τεράστια αεροπλάνα που έχει η αεροπορία. Μοιάζουν με ιπτάμενα πολεμικά πλοία, περ-
358
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
νάνε συνέχεια πάνω απ' τα κεφάλια μας, όμως αυτά τα ξέρεις. Σπαταλάνε τα λεφτά των φορολογουμένων, και γιατί;» «Δεν θα σου το έλεγα αν ήξερα ότι θα σταματούσες να με πληρώνεις», λέει η Σάντι από μια πολυθρόνα δίπλα σ' ένα παράθυρο, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για τη θέα. «Κι άλλες απώλειες, κι άλλοι θάνατοι», λέει η δρ Σελφ. «Και ξέρουμε τι γίνεται όταν αυτά τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, γυρίζουν στην πατρίδα. Το ξέρουμε καλά, έτσι, Σάντι;» «Δώσ' μου αυτά που συμφωνήσαμε και μπορεί να σ' αφήσω ήσυχη. Απλώς θέλω ό,τι θέλουν όλοι. Δεν είναι κακό. Δεν δίνω δεκάρα για το Ιράκ», λέει η Σάντι. «Δεν μ' ενδιαφέρει να κάθομ' εδώ επί ώρες και να μιλάω για τα πολιτικά σας. Αν θες να μάθεις για την αληθινή πολιτική, έλα ν' αράξεις στο μπαρ». Γελάει μ' ένα μάλλον κακό τρόπο. «Ωραία εικόνα κι αυτή, εσύ στο μπαρ. Εσύ μες στο χοιροστάσιο». Κουδουνίζει τον πάγο στο ποτό της. «Μια πολέμιος του Μπους στη γενέτειρα του Μπους». «Μπορεί να είστε και άξεστοι». «Επειδή μισούμε τους Άραβες και τις αδερφές και δεν μας αρέσει να πετάμε τα μωρά στις τουαλέτες ή να πουλάμε τα όργανά τους στους γιατρούς. Μας αρέσει η μηλόπιτα, οι φτερούγες κοτόπουλου, η Budweiser κι ο Ιησούς. Α, ναι - και το γαμήσι. Δώσ' μου αυτό που ήρθα να πάρω και θα το βουλώσω και θα πάω σπίτι μου». «Σαν ψυχίατρος, πάντα έλεγα γνώρισε τον εαυτό σου. Αλλ' αυτό δεν ισχύει για σένα, αγαπητή μου. Σε συμβουλεύω να μη γνωρίσεις καθόλου τον εαυτό σου». «Ένα είναι σίγουρο», λέει ύπουλα η Σάντι. «Ο Μαρίνο σε ξεπέρασε για τα καλά με το που πέρασε απ' τα χέρια μου». «Έκανε αυτό ακριβώς που είχα προβλέψει. Σκέφτεται με λάθος κεφάλι», λέει η δρ Σελφ. «Μπορεί να είσαι όσο πλούσια και διάσημη είναι η Όπρα, όμως όλη η δύναμη κι η δόξα του κόσμου δεν μπορούν ν' ανάψουν έναν άντρα όπως τον ανάβω εγώ. Είμαι νέα και γλυκιά και ξέρω τι θέλουν, και μπορώ ν' αντέξω όσο αντέχουν και να τους κάνω να συ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
359
νεχίζουν τόσο που ούτε στα όνειρά τους δεν το 'χαν δει», λέει η Σάντι. «Μιλάς για το σεξ ή για το Ντέρμπι του Κεντάκι;» «Μιλάω για το ότι είσαι γριά», λέει η Σάντι. «Θα 'πρεπε ίσως να σε καλέσω στην εκπομπή μου. Τι συναρπαστικές ερωτήσεις θα μπορούσα να σου κάνω! Τι βλέπουν σ' εσένα οι άντρες. Τι μαγικό μόσχο εκκρίνεις για να τους κάνεις να σ' ακολουθούν όπως σ' ακολουθεί το κωλαράκι σου. Θα σε δείξουμε όπως ακριβώς είσαι τώρα, με μαύρο δερμάτινο παντελόνι, κολλητό σαν δεύτερη επιδερμίδα, βαμβακερό σακάκι και τίποτ' από κάτω. Και τις μπότες σου, φυσικά. Και το piece de resistance - μια μπαντάνα που μοιάζει να χει πάρει φωτιά. Στο μαύρο της το χάλι, για να το θέσω ευγενικά, αλλ' ανήκει στον καημένο το φίλο σου που μόλις είχε ένα τρομερό ατύχημα. Το κοινό μου θα το βρει πολύ συγκινητικό που φοράς την μπαντάνα του στο λαιμό σου και λες ότι δεν θα τη βγάλεις μέχρι να γίνει καλά. Διστάζω να σου πω ότι όταν ένα κεφάλι σπάσει σαν αυγό κι ο εγκέφαλος εκτεθεί στο περιβάλλον, πράγμα που περιλαμβάνει και το οδόστρωμα, είναι μάλλον σοβαρό». Η Σάντι πίνει. «Υποπτεύομαι ότι μετά από εξήντα λεπτά -και δεν βλέπω να υπάρχει συνέχεια, θα είναι απλώς ένα μέρος μίας μόνο εκπομπήςθα καταλήξουμε στο ότι είσαι γοητευτική κι όμορφη, με αναμφισβήτητη ευελιξία και προκλητικότητα», λέει η δρ Σελφ. «Επίσης, μπορεί προς το παρόν να γλιτώνεις με τα αηδιαστικά γούστα σου, αλλά όταν φτάσεις στην ηλικία που νομίζεις ότι είμαι, η βαρύτητα θα σε κάνει πιο έντιμη. Είναι όπως το λέω στην εκπομπή μου: Δεν γλιτώνεις απ' τη βαρύτητα. Η ζωή τείνει προς την πτώση. Και δεν αναφέρομαι στο να στεκόμαστε ή να πετάμε, ούτε καν στο να καθόμαστε. Αλλά στο να πέφτουμε, όπως έπεσε ο Μαρίνο. Όταν σε παρακίνησα να τον βρεις, αφού ο ίδιος στάθηκε τόσο ανόητος ώστε να ψάξει πρώτος να με βρει, η πιθανότητα να πέσει φαινόταν μάλλον μικρή. Θα δημιουργούσες όσα προβλήματα μπορούσες, αγαπητή μου. Εξάλλου, πόσο θα μπορούσε να πέσει ο Μαρίνο, αφού ποτέ δεν ανέβηκε ιδιαίτερα;»
360
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Δώσ' μου τα λεφτά», λέει η Σάντι. «Ή μάλλον, ίσως πρέπει να σε πληρώσω εγώ για να μη χρειάζεται να σ' ακούω πια. Δεν είναι ν' απορείς που...» «Μην το πεις», λέει κοφτά αλλά με χαμόγελο η δρ Σελφ. «Συμφωνήσαμε ποιον δεν πρόκειται ν' αναφέρουμε και ποια ονόματα δεν πρέπει ποτέ να ξεστομίσουμε. Για το δικό σου το καλό, λέω. Να μην το ξεχνάς αυτό. Έχεις ν' ανησυχείς για πολύ περισσότερα απ' όσα εγώ». «Θα πρέπει να χαίρεσαι», λέει η Σάντι. «Ποια είναι η αλήθεια; Σου έκανα μια χάρη, γιατί δεν θα 'χεις πια ν' ασχοληθείς μαζί μου, και μάλλον με συμπαθείς όσο συμπαθείς και το δρ Φιλ». «Εμφανίστηκε στην εκπομπή μου». «Βρες μου το αυτόγραφο του». «Δεν χαίρομαι», λέει η δρ Σελφ. «Δεν έπρεπε να μου τηλεφωνήσεις για να μου πεις τ' αηδιαστικά σου νέα, που μου τα είπες μόνο και μόνο για να σε πληρώσω και να σε κρατήσω έξω απ' τη φυλακή. Είσαι ξύπνια. Δεν με συμφέρει να σ' έχω στη φυλακή». «Δεν έπρεπε να σου τηλεφωνήσω. Δεν ήξερα ότι θα σταματούσες τους ελέγχους, επειδή...» «Επειδή; Ποιος θα πλήρωνε; Αυτό για το οποίο πλήρωνα δεν μου χρειάζεται πια». «Δεν έπρεπε να στο πω. Αλλά πάντα μου έλεγες να είμαι ειλικρινής». «Αν στο είπα, πήγαν στράφι τα λόγια μου», λέει η δρ Σελφ. «Κι απορείς γιατί...;» «Απορώ γιατί μ' ενοχλείς παραβιάζοντας τον κανόνα μας. Υπάρχουν μερικά θέματα που δεν πρέπει να τ' αναφέρουμε». «Μπορώ ν' αναφέρω τον Μαρίνο. Και το κάνω», κοροϊδεύει η Σάντι. «Σου το είπα; Ακόμα θέλει να γαμήσει τη Μεγάλη Αρχηγό. Κι αυτό θα πρέπει να σ' ενοχλεί, μιας κι εσείς οι δυο έχετε περίπου την ίδια ηλικία». Η Σάντι τσακίζει τα ορντέβρ λες κι είναι τα Kentucky Fried Chicken. «Μπορεί και να σε γαμούσε αν του το ζητούσες ευγενικά. Αλ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
361
λά, αν μπορούσε, εκείνη εκεί θα τη γαμούσε πριν καν γαμήσει εμένα. Μα το φαντάζεσαι;» λέει. Αν το μπέρμπον ήταν αέρας, δεν θα είχε απομείνει τίποτα για ν' ανασάνει μες στο δωμάτιο. Η Σάντι πήρε τόσο πολύ απ' το σαλόνι του Club Level, που χρειάστηκε να ζητήσει ένα δίσκο απ' το ρεσεψιονίστ, ενώ η δρ Σελφ έφτιαξε ένα ζεστό χαμομήλι και κοιτάζει αλλού. αΘα πρέπει να είναι πολύ σπέσιαλ», λέει η Σάντι. «Πολύ φυσικό να τη μισείς τόσο πολύ». Ήταν μεταφορικό. Όλα όσα αντιπροσωπεύει η Σάντι κάνουν τη δρ Σελφ να γυρίζει αλλού το κεφάλι, και κοίταζε αλλού τόσο πολύ καιρό, που δεν είδε τι ερχόταν κατά πάνω της. «Νά λοιπόν τι θα κάνουμε», λέει η δρ Σελφ. «Θα φύγεις απ' αυτή την πανέμορφη πόλη και δεν θα ξανάρθεις ποτέ. Ξέρω ότι θα σου λείψει το σπιτάκι σου στην παραλία, αλλά μιας και το αποκαλώ δικό σου μόνο από ευγένεια, προβλέπω ότι θα το ξεπεράσεις πολύ σύντομα. Προτού τα μαζέψεις, θα το ξεγυμνώσεις ολότελα. Θυμάσαι τις ιστορίες για το διαμέρισμα της πριγκίπισσας Νταϊάνα; Τι έγινε μετά το θάνατο της; Σκίσανε τα χαλιά και τις ταπετσαρίες, πήρανε ακόμα και τους γλόμπους, περάσανε από πρέσα το αυτοκίνητο της και το κάνανε κύβο». «Κανείς δεν θ' αγγίξει την BMW ή τη μοτοσικλέτα μου». «Θα ξεκινήσεις απόψε. Τρίψε, βάψε, πέρνα με χλωρίνη. Κάψε πράγματα - δεν με νοιάζει. Αλλά ούτε μια στάλα αίμα, σπέρμα ή σάλιο, ούτε ένα ρούχο, ούτε μια τρίχα ή ίνα ή κομματάκι τροφής. Πρέπει να ξαναγυρίσεις στο Σάρλοτ όπου ανήκεις. Μπες στην Εκκλησία του Μπαρ των Σπορ και λάτρεψε το θεό του χρήματος. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου ήταν πιο σοφός από μένα. Δεν σου άφησε τίποτα, κι εγώ πρέπει να σου αφήσω κάτι. Το έχω στην τσέπη μου. Και μετά σε ξεφορτώνομαι». «Εσύ όμως είπες ότι πρέπει να μείνω εδώ στο Τσάρλεστον για να...» «Κι έχω κάθε δικαίωμα ν' αλλάξω γνώμη». «Δεν μπορείς να μ' αναγκάσεις να κάνω τίποτα, γαμώτο. Χέ-
362
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στηκα yta το ποια είσαι και βαρέθηκα να μου λες τι να πω. Ή να μην πω». «Είμαι αυτή που είμαι και μπορώ να σε βάλω να κάνεις ό,τι θέλω», λέει η δρ Σελφ. «Και τώρα θα πρέπει να είσ' ευγενική μαζί μου. Ζήτησες τη βοήθειά μου και νά με. Σου είπα τι να κάνεις για να μπορέσεις να γλιτώσεις απ' τις αμαρτίες σου. Θα 'πρεπε να πεις "Ευχαριστώ" και "Οι επιθυμίες σου είναι διαταγές μου" και "Δεν θα κάνω ποτέ τίποτα που να σε αναστατώσει ή να σου δημιουργήσει προβλήματα"». «Τότε δώσ' το μου. Μου τέλειωσε το μπέρμπον και πάω να τρελαθώ. Με κάνεις να νιώθω σαν παγιδευμένο ποντίκι». «Μη βιάζεσαι. Δεν τελειώσαμε ακόμα τη φιλική μας κουβεντούλα. Τι έκανες με τον Μαρίνο;» «Είναι μπούφος». «Μπούφος. Είσαι καλά διαβασμένη τελικά. Τα μυθιστορήματα είναι η καλύτερη πραγματικότητα κι η δημοσιογραφία των ηλιθίων είναι πιο αληθινή απ' την αλήθεια. Η μόνη εξαίρεση είναι ο πόλεμος, μιας και η μυθοπλασία μάς οδήγησε σ' αυτόν. Κι αυτό μιας φέρνει στα όσα έκανες, σ' αυτό το αποτρόπαιο πράγμα που έκανες. Είναι τρομερό να το σκεφτεί κανείς», λέει η δρ Σελφ. «Βρίσκεσ' εδώ αυτή τη στιγμή, σ' αυτήν εδώ την πολυθρόνα, εξαιτίας του Τζορτζ Μπους. Κι εγώ βρίσκομ' εδώ εξαιτίας του. Το να κάθομαι να σ' ακούω δεν μου ταιριάζει καθόλου, και, ειλικρινά σου μιλάω, είναι η τελευταία φορά που τρέχω να σε σώσω». «Θα χρειαστώ άλλο σπίτι. Δεν μπορώ να πάω σε κάποιο μέρος χωρίς να έχω ένα σπίτι», λέει η Σάντι. «Δεν είμαι βέβαιη ότι θα ξεπεράσω ποτέ την ειρωνεία. Σου ζήτησα να το γλεντήσεις λιγάκι με τον Μαρίνο επειδή εγώ ήθελα να το γλεντήσω λιγάκι με τη Μεγάλη Αρχηγό, όπως τη λες. Δεν ζήτησα όλα τα υπόλοιπα. Δεν τα ήξερα τα υπόλοιπα. Τώρα τα ξέρω. Ελάχιστοι άνθρωποι με βάζουν κάτω και κανένας απ' όσους γνώρισα δεν είναι χειρότερος από σένα. Προτού τα μαζέψεις, καθαρίσεις και πας εκεί που πάνε οι άνθρωποι σαν εσένα, μια τελευταία ερώτηση. Υπήρξε έστω και μία στιγμή που να σ' ενο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
363
χλήσει; Δεν μιλάμε για ελλιπή έλεγχο των παρορμήσεων, αγαπητή μου. Δεν πρόκειται γι' αυτό όταν κάτι τόσο αποτρόπαιο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Πώς το έβλεπες μέρα με την ημέρα; Εγώ δεν μπορώ να δω ούτε ένα κακοποιημένο σκυλί». «Δώσε μου μόνο αυτό για το οποίο ήρθα», λέει η Σάντι. «Ο Μαρίνο έφυγε». Αυτή τη φορά αποφεύγει να πει μπούφος. «Έκανα ό,τι μου είπες...» «Δεν σου είπα να κάνεις αυτό που μ' ανάγκασε να έρθω στο Τσάρλεστον, ενώ είχα άπειρα καλύτερα πράγματα να κάνω. Και δεν πρόκειται να φύγω αν δεν είμαι σίγουρη ότι θα φύγεις κι εσύ». «Μου χρωστάς». «Να υπολογίσουμε πόσα μου έχεις κοστίσει μέσα σ' αυτά τα χρόνια;» «Ναι, μου χρωστάς, επειδή δεν ήθελα να το κρατήσω κι εσύ μ' ανάγκασες. Βαρέθηκα να ζω το παρελθόν σου. Να κάνω μαλακίες επειδή έτσι εσύ νιώθεις καλύτερα για τις δικές σου μαλακίες. Θα μπορούσες να το πάρεις οποτεδήποτε από πάνω μου, αλλά ούτ' εσύ το ήθελες. Αυτό κατάλαβα τελικά. Δεν το ήθελες ούτ' εσύ. Οπότε, γιατί να υποφέρω εγώ;» «Καταλαβαίνεις ότι αυτό το όμορφο ξενοδοχείο είναι στη Μίτινγκ Στριτ κι ότι αν η σουίτα μου έβλεπε βόρεια αντί για νότια θα βλέπαμε το νεκροτομείο;» «Αυτή η γυναίκα είναι σκέτη Ναζί κι είμαι βέβαιη πως τη γάμησε, όχι μόνο πως το ήθελε, αλλά πως το έκανε στ' αλήθεια. Μου είπε ψέματα για να μπορέσει να περάσει τη νύχτα στο σπίτι της. Και πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό; Θα πρέπει να είναι πολύ σπέσιαλ η τύπισσα. Αυτός την έχει πατήσει χοντρά μαζί της, θα γάβγιζε σαν σκύλος ή θα έμπαινε στο σπιτάκι του αν του το ζητούσε. Μου χρωστάς που αναγκάστηκα να τ' αντέξω όλ' αυτά. Και δεν θα συνέβαινε αν δεν είχες σκαρώσει πάλι ένα από τα κόλπα σου και δεν έλεγες, "Σάντι; Είναι ένας κόπανος χοντρομπάτσος, θα μου κάνεις μια χάρη;"». «Στον εαυτό σου έκανες χάρη. Απέκτησες πληροφορίες που δεν ήξερα ότι χρειαζόσουν», λέει η δρ Σελφ. «Κι έτσι εγώ σου
364
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
έκανα μια πρόταση, αλλά εσύ δεν τη δέχτηκες απλώς για να μου κάνεις τη χάρη. Ήταν μια ευκαιρία για σένα. Πάντα ήσουνα πολύ ικανή στο να εκμεταλλεύεσαι τις ευκαιρίες. Θα 'λεγα πως είσαι ιδιοφυής. Και τώρα, αυτή η θαυμαστή αποκάλυψη. Μπορεί να είναι η ανταμοιβή μου για όλα όσα μου κόστισες. Αυτή ν' απατηθεί; Η δρ Κέι Σκαρπέτα ν' απατηθεί; Αναρωτιέμαι αν το ξέρει ο αρραβωνιαστικός της». «Κι εγώ; Αυτός ο μαλάκας με απάτησε. Κανείς δεν μου το κάνει αυτό. Μπορούσα να έχω όποιον άντρα γουστάρω κι αυτός ο χοντρομαλάκας με απατάει;» «Να σου πω τι θα κάνεις». Η δρ Σελφ βγάζει ένα φάκελο απ' την τσέπη της μεταξωτής ρόμπας της. «Θα το πεις στον Μπέντον Γουέσλι». «Είσαι αριστούργημα». «Το σωστό είναι να το μάθει. Το τσεκ σου. Πριν το ξεχάσω». Σηκώνει το φάκελο. «Και τώρα πας να μου παίξεις άλλο παιχνιδάκι;» «Δεν είναι παιχνιδάκι, χρυσή μου. Και τυχαίνει να έχω το email του Μπέντον», λέει η δρ Σελφ. «Το λάπτοπ μου είναι πάνω στο γραφείο».
Το δωμάτιο συνεδριάσεων της Σκαρπέτα. «Τίποτα το ασυνήθιστο», λέει η Λούσι. «Φαινόταν ίδιος». «Ίδιος;» ρωτάει ο Μπέντον. «Ίδιος με τι;» Οι τέσσερις τους είναι συγκεντρωμένοι γύρω από ένα μικρό τραπέζι σ' αυτό που κάποτε ήταν δωμάτιο υπηρεσίας κι όπου κατά πάσα πιθανότητα έμενε μια νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Μαίρη, μια απελεύθερη που δεν εννοούσε ν' αφήσει την οικογένεια μετά τον Πόλεμο. Η Σκαρπέτα προσπάθησε πολύ να μάθει την ιστορία του κτηρίου της. Αυτή τη στιγμή εύχεται να μην το είχε αγοράσει ποτέ. «Θα ρωτήσω ξανά», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Υπήρξαν τίποτα δυσκολίες μαζί του; Προβλήματα ίσως στη δουλειά του;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
365
Η Λούσι λέει: «Και πότε δεν είχε προβλήματα σ' οποιαδήποτε δουλειά;» Κανείς δεν είχε νέα του Μαρίνο. Η Σκαρπέτα του τηλεφώνησε πέντ'-έξι φορές, μπορεί και περισσότερες, κι εκείνος δεν την πήρε. Η Λούσι, καθώς ερχόταν προς τα δω, σταμάτησε στην ψαροκαλύβα του. Η μοτοσικλέτα του ήταν αφημένη από κάτω, αλλά το φορτηγάκι του έλειπε. Δεν της άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν εκεί. Λέει ότι κοίταξε απ' το παράθυρο, αλλά η Σκαρπέτα ξέρει ότι δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Ξέρει τη Λούσι. «Ναι, έτσι ήταν», λέει η Σκαρπέτα. «Θα 'λεγα πως ήταν δυστυχισμένος. Του λείπει η Φλόριντα και μετάνιωσε που ήρθ' εδώ, και μάλλον δεν του αρέσει να δουλεύει για μένα. Αλλά δεν είναι κατάλληλη στιγμή ν' ασχολούμαστε με τις δοκιμασίες και τα προβλήματα του Μαρίνο». Νιώθει το βλέμμα του Μπέντον πάνω της. Κρατάει σημειώσεις σ' ένα ντοσιέ και κοιτάζει κάποιες προηγούμενες σημειώσεις της. Ελέγχει τις προκαταρκτικές εργαστηριακές αναφορές, παρ' όλο που ξέρει πολύ καλά τι λένε. «Δεν άλλαξε σπίτι», λέει η Λούσι. «Ή, αν άλλαξε, άφησε όλα του τα πράγματα εκεί». «Και τα είδες όλ' αυτά μέσ' από το παράθυρο;» λέει ο λοχαγός Πόμα και δείχνει ιδιαίτερη περιέργεια για τη Λούσι. Την παρακολουθεί απ' τη στιγμή που συγκεντρώθηκαν στο δωμάτιο. Δείχνει να τη βρίσκει διασκεδαστική, ενώ η δική της αντίδραση είναι να τον αγνοεί. Και τη Σκαρπέτα την κοιτάζει όπως ακριβώς την κοίταζε στη Ρώμη. «Σαν πολλά είδατε μέσ' από το παράθυρο», λέει στη Σκαρπέτα, παρ' όλο που απευθύνεται στη Λούσι. «Δεν έχει πάρει ούτε τα e-mail του», λέει η Λούσι. «Μπορεί να υποπτεύεται πως τα παρακολουθώ. Καμιά επαφή με τη δρ Σελφ». «Με άλλα λόγια», λέει η Σκαρπέτα, «βρίσκεται έξω απ' την οθόνη του ραντάρ. Εντελώς». Σηκώνεται και κατεβάζει τα στόρια των παραθύρων, γιατί έχει σκοτεινιάσει. Βρέχει ξανά, κι αυτό συνεχίζεται απ' την ώρα που
366
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
πήγε η Λούσι. να την πάρει από τη Νόξβιλ και τα βουνά έμοιαζαν να μην υπάρχουν εξαιτίας της ομίχλης. Η Λούσι έβγαινε απ' την πορεία όπου μπορούσε, πετούσε πολύ αργά ακολουθώντας τα ποτάμια και βρίσκοντας τα χαμηλότερα υψώματα. Η τύχη ή η θεία χάρη τις βοήθησε να μην γκρεμοτσακιστούν. Οι προσπάθειες ανεύρεσης της Λίντια Γουέμπστερ από αέρος είχαν σταματήσει, συνεχίζονταν μόνο οι επίγειες. Δεν είχε βρεθεί πουθενά, ζωντανή ή νεκρή. Κανείς δεν είχε δει την Κάντιλάκ της. «Ας οργανώσουμε τις σκέψεις μας», λέει η Σκαρπέτα, γιατί δεν θέλει να μιλήσει για τον Μαρίνο. Φοβάται ότι ο Μπέντον θα διαισθανθεί πώς νιώθει. Ένοχη κι οργισμένη, κι όλο και πιο φοβισμένη. Φαίνεται ότι ο Μαρίνο έπαιξε το χαρτί της εξαφάνισης, μπήκε στο φορτηγάκι του κι έφυγε απροειδοποίητα, χωρίς καμιά προσπάθεια να επανορθώσει το κακό που είχε κάνει. Ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια και τώρα αυτό που χρειάζεται να διορθώσει υπερβαίνει τις δυνατότητές του. Η Σκαρπέτα προσπάθησε να τον παραμερίσει, να μη νοιαστεί, αλλά είναι σαν την επίμονη ομίχλη. Τον σκέφτεται κι όλα σκοτεινιάζουν γύρω της, και το ένα ψέμα διαδέχεται το άλλο. Είπε στον Μπέντον πως οι μελανιές στους καρπούς της είναι από την πίσω πόρτα του SUV, που έπεσε κατά λάθος πάνω στα χέρια της. Δεν ξεντύθηκε μπροστά του. «Ας προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια άκρη απ' αυτά που ξέρουμε», λέει σε όλους. «Θα ήθελα να μιλήσω για την άμμο. Πυρίτιο - ή κουάρτζ, και ασβεστόλιθος, και στη μεγάλη μεγέθυνση θραύσματα κοχυλιών και κοραλλιών, χαρακτηριστικά της άμμου στις υποτροπικές περιοχές. Και το πιο ενδιαφέρον και παράξενο απ' όλα: τα υπολείμματα της πυρίτιδας. Και θα τα ονομάζω υπολείμματα πυρίτιδας από δω και πέρα, μιας και δεν μπορούμε να βρούμε καμιά άλλη εξήγηση για το βάριο, το αντιμόνιο και το μόλυβδο που υπάρχουν στην άμμο της θάλασσας». «Αν είναι άμμος της θάλασσας», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Μπορεί να μην είναι. Ο δρ Μαρόνι λέει ότι ο ασθενής που πήγε να τον δει ισχυρίστηκε πως είχε μόλις επιστρέψει απ' το Ιράκ. Θα περίμενα υπολείμματα πυρίτιδας σε πολλές περιοχές του Ιράκ.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
367
Μπορεί να έφερε άμμο από το Ιράκ, επειδή παραφρόνησε εκεί πέρα και η άμμος λειτουργεί σαν υπενθύμιση». «Δεν βρήκαμε γύψο, κι ο γύψος είναι συνηθισμένος στην άμμο της ερήμου», λέει η Σκαρπέτα. «Αλλά εξαρτάται από το ποια περιοχή του Ιράκ είναι, και δεν πιστεύω ότι ο δρ Μαρόνι ξέρει την απάντηση». «Δεν μου είπε από πού ακριβώς», λέει ο Μπέντον. «Κι οι σημειώσεις του;» ρωτάει η Λούσι. «Δεν αναφέρει τίποτα». «Η άμμος στο Ιράκ έχει διαφορετική σύνθεση και μορφολογία ανά περιοχή», λέει η Σκαρπέτα. «Εξαρτάται από την εναπόθεση των ιζημάτων, και παρ' όλο που μια υψηλή συγκέντρωση αλατιού δεν αποδεικνύει πως η άμμος είναι από ακρογιαλιά, τα δύο δείγματα που έχουμε -από το πτώμα της Ντριου Μάρτιν κι από το σπίτι της Λίντια Γουέμπστερ- έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι». «Νομίζω πως αυτό που έχει σημασία είναι το γιατί θεωρεί την άμμο τόσο σημαντική», λέει ο Μπέντον. «Τι μας λέει η άμμος γι' αυτό τον άνθρωπο; Αυτοαποκαλείται Άνθρωπος της Άμμου. Συμβολίζει αυτόν που βάζει τους ανθρώπους για ύπνο; Μπορεί. Ένα είδος ευθανασίας που μπορεί να έχει σχέση με την κόλλα, με κάποιο ιατρικό συστατικό; Μπορεί». Η κόλλα. 2-οκτυλοκυανοακρυλικό. Χειρουργική κόλλα, που χρησιμοποιείται κυρίως από τους πλαστικούς χειρουργούς και άλλους γιατρούς για να κλείνουν μικρές τομές ή πληγές, και στο στρατό για να θεραπεύουν τις φουσκάλες απ' την τριβή. Η Σκαρπέτα λέει: «Τη χειρουργική κόλλα μπορεί να την είχε χάρη σ' αυτό που κάνει ή που είναι. Μπορεί να μην είναι απλά ένας συμβολισμός». «Υπάρχει κάποιο πλεονέκτημα;» ρωτάει ο λοχαγός Πόμα. «Χειρουργική κόλλα αντί για τη συνηθισμένη ισχυρή κόλλα; Δεν ξέρω καλά τι ακριβώς κάνουν οι πλαστικοί χειρουργοί». «Η χειρουργική κόλλα είναι βιοδιασπώμενη», λέει εκείνη. «Και δεν είναι καρκινογόνος».
368
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Υγιεινή κόλλα». Της χαμογελάει. «Μπορείς να το πεις κι έτσι». «Μήπως πιστεύει πως ανακουφίζει τους άλλους απ' τα βάσανα; Μπορεί», συνοψίζει ο Μπέντον σαν να αγνοεί τους υπόλοιπους. «Είπες πως είναι σεξουαλικό», επισημαίνει ο λοχαγός Πόμα. Φοράει σκούρο μπλε κουστούμι, μαύρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα, λες και βγήκε από πρεμιέρα του Χόλιγουντ ή διαφήμιση του Αρμάνι. Φαίνεται ολοκάθαρα ότι δεν έχει καμιά σχέση με το Τσάρλεστον και ο Μπέντον δεν δείχνει να τον συμπαθεί περισσότερο απ' όσο τον συμπαθούσε στη Ρώμη. «Δεν είπα πως ήταν μόνο σεξουαλικό», απαντάει ο Μπέντον. «Είπα ότι έχει κι ένα σεξουαλικό στοιχείο. Μπορεί κι ο ίδιος να μην το συνειδητοποιεί, κι εμείς δεν ξέρουμε αν επιτίθεται σεξουαλικά στα θύματά του, απλώς ξέρουμε ότι τα βασανίζει». «Και δεν είμαστε καν βέβαιοι γι' αυτό». «Είδες τις φωτογραφίες που έστειλε στη δρ Σελφ. Πώς τ' ονομάζεις όταν κάποιος αναγκάζει μια γυναίκα να καθίσει γυμνή σε μια μπανιέρα με παγωμένο νερό; Και πιθανόν να τη βουτάει μέσα;» «Δεν ξέρω πώς θα τ' ονόμαζα, γιατί δεν ήμουν εκεί όταν το έκανε», λέει ο λοχαγός Πόμα. «Αν ήσουν, δεν θα βρισκόσουν εδώ, γιατί θα είχαμε διαλευκάνει αυτές τις υποθέσεις». Τα μάτια του Μπέντον είναι σαν ατσάλι. «Μου φαίνεται φανταστικό να νομίζει πως ανακουφίζει τους άλλους απ' τα βάσανά τους», του λέει ο λοχαγός Πόμα. «Ειδικά αν η θεωρία σου είναι σωστή και τους βασανίζει. Φαίνεται σαν να προκαλεί μαρτύρια. Όχι ν' ανακουφίζει απ' αυτά». «Προφανώς τα προκαλεί. Αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ορθολογικό νου, απλώς μ' έναν οργανωμένο νου. Δρα υπολογισμένα και σκόπιμα. Είναι ευφυής κι οξυδερκής. Ξέρει να μπαίνει και να διαρρηγνύει και να μην αφήνει ίχνη. Προφανώς ασχολείται με τον κανιβαλισμό, και πιθανόν να πιστεύει πως είναι ένα με τα θύματά του, πως αυτά είναι κομμάτι του. Πως έχει μια σημαντική σχέση μαζί τους και πως είναι σπλαχνικός».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
369
«Τα στοιχεία». Η Λούσι ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο γι' αυτά. «Νομίζεις ότι μπορεί να ξέρει για την πυρίτιδα που υπάρχει μες στην άμμο;» «Μπορεί», λέει ο Μπέντον. «Πολύ αμφιβάλλω», λέει η Σκαρπέτα. «Πάρα πολύ. Ακόμα κι αν η άμμος προέρχεται από κάποιο πεδίο μάχης, ας πούμε, από κάποιο μέρος που έχει νόημα γι' αυτόν, δεν σημαίνει ότι ξέρει τη στοιχειακή σύνθεσή της. Γιατί να την ξέρει;» «Σωστή η παρατήρηση. Πιστεύω ότι φέρνει την άμμο μαζί του», λέει ο Μπέντον. «Πολύ πιθανό να φέρνει τα δικά του εργαλεία και τα κοπίδια. Ό,τι κι αν κουβαλάει μαζί του, δεν είναι απλώς χρήσιμο. Ο κόσμος του βρίθει από σύμβολα και ενεργεί με παρορμήσεις που θ' αποκτήσουν νόημα μόνο όταν καταλάβουμε αυτά τα σύμβολα». «Πραγματικά δεν μ' ενδιαφέρουν τα σύμβολά του», λέει η Λούσι. «Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι ότι έστειλε e-mail στη δρ Σελφ. Αυτό είναι το κουμπί, κατά τη γνώμη μου. Γιατί σ' αυτήν; Και γιατί να χακέψει το ασύρματο δίκτυο του λιμανιού; Γιατί να σκαρφαλώσει πάνω απ' το φράχτη - υποθέτουμε. Και να χρησιμοποιήσει ένα εγκαταλειμμένο κοντέινερ; Λες κι ο ίδιος είν' ένα φορτίο». Η Λούσι ήταν όπως συνήθως. Σκαρφάλωσε στο φράχτη τού ναυπηγείου νωρίτερα κι έψαξε γιατί είχε ένα προαίσθημα. Από πού θα μπορούσε κάποιος να χακέψει το δίκτυο του λιμανιού χωρίς να τον δουν; Βρήκε την απάντηση μέσα σ' ένα ταλαιπωρημένο κοντέινερ, όπου ανακάλυψε ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα ασύρματο ρούτερ. Η Σκαρπέτα σκέφτηκε πολύ για τον Μπουλ, για τη βραδιά που τον πιάσανε να καπνίζει χόρτο κοντά σ' εγκαταλειμμένα κοντέινερ και τον μαχαιρώσανε. Ήταν εκεί ο Άνθρωπος της Άμμου; Μήπως ο Μπουλ πλησίασε υπερβολικά; Θέλει να τον ρωτήσει, αλλά έχει να τον δει από τότε που έψαξαν μαζί το δρομάκι και βρήκαν το όπλο και το χρυσό νόμισμα. «Τ' άφησα όλα στη θέση τους», λέει η Λούσι. «Ελπίζω να μην καταλάβει ότι μπήκα. Αλλά μπορεί και να το καταλάβει. Δεν ξέ-
370
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ρω. Δεν έχει στείλει e-mail απ' το λιμάνι απόψε, αλλά έτσι κι αλλιώς έχει καιρό να στείλει». «Και ο καιρός;» λέει η Σκαρπέτα προσέχοντας την ώρα. «Θα πρέπει να καθαρίσει ώς τα μεσάνυχτα. Θα περάσω απ' το εργαστήριο και μετά θα πάω στο αεροδρόμιο», λέει η Λούσι. Σηκώνεται. Ο λοχαγός Πόμα τη μιμείται. Ο Μπέντον μένει στην καρέκλα του, η Σκαρπέτα συναντάει το βλέμμα του και την ξαναπιάνουν οι φοβίες της. Της λέει: «Πρέπει να σου μιλήσω ένα λε7ττό». Η Λούσι κι ο λοχαγός Πόμα φεύγουν και η Σκαρπέτα κλείνει την πόρτα. «Ίσως πρέπει ν' αρχίσω εγώ. Εμφανίστηκες στο Τσάρλεστον απροειδοποίητα», του λέει. «Δεν τηλεφώνησες. Είχα μέρες να πάρω νέα σου και χτες το βράδυ μου εμφανίζεσαι ξαφνικά μαζί του...» «Κέι», της λέει πιάνοντας το χαρτοφύλακά του και βάζοντάς τον πάνω στα πόδια του. «Δεν χρειάζονται αυτά τώρα». «Δεν μου μίλησες καν». «Μπορούμε να...;» κάνει εκείνος. «Όχι, δεν μπορούμε να το αναβάλουμε γι' αργότερα. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Πρέπει να πάω στο σπίτι της Ρόουζ, έχω τόσα πράγματα να κάνω, τόσα πράγματα, κι όλα διαλύονται, και ξέρω για ποιο πράγμα θες να μου μιλήσεις. Δεν μπορώ να σου πω πώς νιώθω. Στ' αλήθεια δεν μπορώ. Δεν σε κατηγορώ αν 7ΐήρες μια απόφαση. Πραγματικά καταλαβαίνω». «Δεν σκόπευα να προτείνω να το αναβάλουμε γι' αργότερα», λέει ο Μπέντον. «Απλώς θα πρότεινα να πάψουμε να διακόπτουμε ο ένας τον άλλο». Αυτό την μπερδεύει. Η λάμψη στα μάτια του. Πάντα πίστευε ότι αυτό που έχει στα μάτια του ήταν μόνο για κείνη και τώρα φοβάται ότι δεν είναι και δεν ήταν ποτέ. Την κοιτάζει κι εκείνη αποστρέφει το βλέμμα. «Για ποιο πράγμα θες να μου μιλήσεις, Μπέντον;» «Γι' αυτόν». «Τον Ότο;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
371
«Δεν τον εμπιστεύομαι. Να περιμένει τον Άνθρωπο της Άμμου να εμφανιστεί και να στείλει κι άλλα e-mail; Σου είχε πει ότι θα 'ρχόταν;» «Υποθέτω ότι κάποιος τον ενημέρωσε για το τι συμβαίνει. Κάποια σχέση της υπόθεσης της Ντριου Μάρτιν με το Τσάρλεστον, με το Χίλτον Χεντ». «Μπορεί να του μίλησε ο δρ Μαρόνι», σκέφτεται ο Μπέντον. «Δεν ξέρω. Είναι σαν φάντασμα». Εννοεί το λοχαγό. «Ξεφυτρώνει εκεί που δεν τον περιμένεις. Δεν τον εμπιστεύομαι». «Μπορεί να μην εμπιστεύεσαι εμένα», λέει εκείνη. «Ίσως πρέπει να μου το πεις για να ξεμπερδεύεις». «Δεν τον εμπιστεύομαι καθόλου». «Τότε δεν πρέπει να περνάς τόσο χρόνο μαζί του». «Δεν περνάω χρόνο μαζί του. Δεν ξέρω τι κάνει και πού το κάνει. Μόνο που νομίζω ότι ήρθε στο Τσάρλεστον για σένα. Είναι προφανές τι θέλει. Να γίνει ο ήρωας. Να σ' εντυπωσιάσει. Να σε φλερτάρει. Δεν μπορώ να πω ότι σε κατηγορώ. Είναι ωραίος και γοητευτικός. Αυτό του το αναγνωρίζω». «Γιατί τον ζηλεύεις; Είν' ένα τίποτα μπροστά σ' εσένα. Δεν έχω κάνει τίποτα που να το δικαιολογεί. Εσύ είσ' αυτός που ζει εκεί πάνω και με παρατάει μόνη. Καταλαβαίνω ότι δεν τη θες πια αυτή τη σχέση. Απλώς πες το μου να τελειώνουμε». Η Σκαρπέτα κοιτάζει το αριστερό της χέρι με το δαχτυλίδι. «Να το βγάλω;» Κάνει να το βγάλει. «Όχι», λέει ο Μπέντον. «Σε παρακαλώ, μη. Δεν πιστεύω ότι θες κάτι τέτοιο». «Δεν έχει σημασία τι θέλω. Αυτό μου αξίζει». «Δεν κατηγορώ τους άντρες που σ' ερωτεύονται. Ή που σε θέλουν στο κρεβάτι τους. Ξέρεις τι έγινε;» «Πρέπει να σου δώσω πίσω το δαχτυλίδι». «Άσε με να σου πω τι έγινε», λέει ο Μπέντον. «Είναι καιρός να το μάθεις. Όταν πέθανε ο πατέρας σου, πήρε ένα κομμάτι σου μαζί του». «Σε παρακαλώ, μην είσαι σκληρός».
372
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Επειδή σε λάτρευε», λέει ο Μπέντον. «Πώς αλλιώς να γινόταν; Το όμορφο κοριτσάκι του. Το πανέξυπνο κοριτσάκι του. Το φρόνιμο κοριτσάκι του». «Μη με πληγώνεις έτσι». «Σου λέω την αλήθεια, Κέι. Κι είναι πολύ σημαντική». Εκείνη η λάμψη στα μάτια του ξανά. Δεν μπορεί να τον κοιτάξει. «Από κει και πέρα, ένα κομμάτι σου αποφάσισε πως ήταν πολύ επικίνδυνο να παρατηρείς τον τρόπο που σε κοιτάζει κάποιος όταν σε λατρεύει ή σε θέλει σεξουαλικά. Αν σε λατρεύει και πεθάνει; Νομίζεις ότι δεν μπορείς να το αντέξεις ξανά. Αν σε θέλει ερωτικά; Τότε πώς μπορείς και δουλεύεις με μπάτσους και εισαγγελείς, όταν νομίζεις πως φαντάζονται αυτό που έχεις κάτω απ' τα ρούχα σου και τι θα μπορούσαν να κάνουν μαζί σου;» «Σταμάτα. Δεν μου αξίζει αυτό». «Ποτέ δεν σου άξιζε». «Επειδή επιλέγω να μην το παρατηρώ, δεν σημαίνει ότι μου άξιζε κι αυτό που μου 'κανε». «Ποτέ». «Δεν θέλω πια να ζήσω εδώ», λέει εκείνη. «Πρέπει να σου επιστρέψω το δαχτυλίδι. Ήταν της προγιαγιάς σου». «Και να το σκάσεις; Όπως έκανες όταν δεν σου απέμεινε κανείς άλλος εκτός απ' τη μητέρα σου και την Ντόροθι; Το 'σκασες χωρίς να πας πουθενά. Χάθηκες μες στις γνώσεις και στα επιτεύγματα. Το 'βαλες στα πόδια, χωρίς να έχεις χρόνο ν' ασχοληθείς. Και τώρα θες πάλι να το βάλεις στα πόδια, όπως έκανε κι ο Μαρίνο». «Ποτέ δεν έπρεπε να τον βάλω στο σπίτι». «Το 'κάνες επί είκοσι χρόνια. Γιατί να μην τον έβαζες κι εκείνο το βράδυ; Και μάλιστα αφού ήταν τόσο μεθυσμένος κι επικίνδυνος για τον εαυτό του. Είσ' ευγενικός άνθρωπος». «Σου το είπε η Ρόουζ. Μπορεί και η Λούσι». «Ένα e-mail από τη δρ Σελφ, έμμεσα. Εσύ κι ο Μαρίνο έχετε σχέση. Τα υπόλοιπα τ' ανακάλυψα από τη Λούσι. Την αλήθεια. Κοίταξέ με, Κέι. Σε κοιτάζω».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
373
«Υποσχέσου μου ότι δεν θα του κάνεις τίποτα. Και θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα, γιατί θα γίνεις σαν αυτόν. Γι' αυτό με απέφευγες, δεν μου είπες ότι θα 'ρχόσουν στο Τσάρλεστον. Ούτε που μου τηλεφωνούσες καν». «Δεν σε απέφευγα. Από πού ν' αρχίσω; Είναι τόσο πολλά». «Τι άλλο;» «Είχαμε μια ασθενή», λέει. «Η δρ Σελφ έγινε φίλη της - χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρεία έννοια. Βασικά, αποκαλούσε την ασθενή ηλίθια, κι όταν κάτι τέτοιο βγαίνει από τα χείλη της δρ Σελφ, δεν είναι απλός χαρακτηρισμός ούτε αστείο. Ήταν μια κρίση, μια διάγνωση. Κι ήταν ακόμα χειρότερο επειδή το είπε η δρ Σελφ, και η ασθενής επρόκειτο να πάει σπίτι της όπου δεν ήταν ασφαλής. Μπήκε στην πρώτη κάβα που βρήκε. Πρέπει να ήπιε ένα πέμ7ττο του λίτρου βότκα και μετά κρεμάστηκε. Και είχα να κάνω μ' αυτό. Κι είναι πολλά ακόμα που δεν ξέρεις. Γι' αυτό κρατιόμουνα σε απόσταση. Δεν σου πολυμίλησα τις προηγούμενες μέρες». Ανοίγει το χαρτοφύλακά του και βγάζει το λάτττοπ του. «Δίσταζα πολύ να χρησιμοποιήσω τα τηλέφωνα του νοσοκομείου, το ασύρματο δίκτυο τους, πρόσεχα από κάθε άποψη. Ακόμα και στο σπίτι. Αυτός είν' ένας λόγος που ήθελα να φύγω από κει. Κι αν με ρωτήσεις τι συμβαίνει, θα σου απαντήσω ότι δεν ξέρω. Αλλά έχει να κάνει με τα ηλεκτρονικά αρχεία του Πάουλο. Αυτά στα οποία μπήκε η Λούσι, μιας κι εκείνος τα είχε αφήσει εντελώς αφύλαχτα, ευάλωτα, στη διάθεση οποιουδήποτε ήθελε να τα δει». «Ευάλωτα αν ήξερες πού να κοιτάξεις. Η Λούσι δεν είναι ο οποιοσδήποτε». «Είχε κι αυτή περιορισμένες δυνατότητες, γιατί έπρεπε να μπει στο κομπιούτερ του από μακριά και δεν είχε πρόσβαση στην ίδια τη συσκευή». Ανάβει το λάπτοπ του. Βάζει ένα CD μέσα στο ντράιβ. «Έλα πιο κοντά». Φέρνει την καρέκλα της κολλητά στη δική του και κοιτάζει τι κάνει. Για μια στιγμή, ένα κείμενο εμφανίζεται στην οθόνη. «Οι σημειώσεις που έχουμε ήδη δει», λέει εκείνη, αναγνωρίζοντας το φάκελο που είχε βρει η Λούσι.
374
ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΥΕΛ
,
«Όχι ακριβώς», λέει ο Μπέντον. «Με όλο μου το σεβασμό απέναντι στη Λούσι, έχω κι εγώ πρόσβαση σε μερικούς τετραπέρατους ανθρώπους. Όχι τόσο έξυπνους όσο είναι η Λούσι, αλλά στα ζόρια τα καταφέρνουν. Αυτό που βλέπεις είν* ένα αρχείο που είχε σβηστεί και μετά ανακτήθηκε. Δεν είναι αυτό που είδες, αυτό που βρήκε η Λούσι κλέβοντας τον κωδικό του συστήματος από τον Τζος. Εκείνος ο φάκελος απείχε αρκετά αντίγραφα απ* αυτόν. Αντίγραφα που έγιναν αργότερα». Εκείνη κατεβαίνει με το βελάκι προς τα κάτω και λέει. «Μοιάζει να ναι ο ίδιος». «Η διαφορά δεν είναι στο κείμενο. Είναι σ' αυτό». Αγγίζει το όνομα του φακέλου στην κορυφή της οθόνης. «Παρατηρείς το ίδιο που παρατήρησα κι εγώ όταν μου το πρωτοέδειξε ο Τζος;» «Ο Τζος; Ελπίζω να τον εμπιστεύεσαι». «Τον εμπιστεύομαι, και μάλιστα για έναν πολύ καλό λόγο. Έκανε το ίδιο που έκανε κι η Λούσι. Μπήκε εκεί που δεν έπρεπε, αυτοί οι δυο είναι ίδια φάρα. Ευτυχώς που είναι σύμμαχοι και δεν την κατηγορεί που του την έφερε. Για να πούμε την αλήθεια, εντυπωσιάστηκε». «Το όνομα του φακέλου είναι MSNote-10-21-06», λέει η Σκαρπέτα. «Απ' όσο καταλαβαίνω, MSNotes είναι τα αρχικά του ασθενούς κι οι σημειώσεις που κράτησε ο δρ Μαρόνι. Και 10-21-06 είναι 21 Οκτωβρίου 2006». «Μόλις το είπες. Είπες MSNotes και το όνομα του φακέλου είναι MSNote». Αγγίζει ξανά την οθόνη. «Ένας φάκελος που έχει αντιγραφεί τουλάχιστον μία φορά και το όνομα αλλάζει απροσδόκητα. Δακτυλογραφικό λάθος. Δεν ξέρω πώς ακριβώς. Ή μπορεί και να ήταν σκόπιμο, ώστε να μην ξαναγράψει πάνω στον παλιό φάκελο. Μερικές φορές το κάνω κι εγώ, όταν δεν θέλω να χάσω ένα παλιότερο αρχείο. Το σημαντικό είναι πως όταν ο Τζος ανέκτησε κάθε σβησμένο φάκελο που ανήκει στον ασθενή που μας ενδιαφέρει, βρήκαμε ότι το πρώτο πρώτο αρχείο γράφτηκε πριν από δυο βδομάδες». «Μπορεί να είναι το πρώτο αρχείο που αποθήκευσε στο συγκε-
• |
.
[
j j
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
375
κριμένο σκληρό δίσκο;» προτείνει εκείνη. «Ή μπορεί ν' άνοιξε το αρχείο πριν από δυο βδομάδες και να το έσωσε, πράγμα που θ' άλλαζε την ημερομηνία του; Αλλά τότε το ερώτημα είναι γιατί να κοίταξε αυτές τις σημειώσεις πριν καν μάθουμε πως είχε δει τον Άνθρωπο της Άμμου σαν ασθενή; Όταν ο δρ Μαρόνι έφυγε για τη Ρώμη, εμείς δεν είχαμε καν ακουστά τον Άνθρωπο της Άμμου». «Ένα είναι αυτό», λέει ο Μπέντον. «Και μετά είναι το στήσιμο αυτού του φακέλου. Γιατί είναι στημένος. Ναι, ο Πάουλο έγραψε αυτές τις σημειώσεις λίγο πριν φύγει για τη Ρώμη. Τις έγραψε την ίδια μέρα που η δρ Σελφ εισήχθη στο ΜακΛίν, στις 27 Απριλίου. Για να είμαστε ακριβείς, λίγες ώρες πριν φτάσει στο ΜακΛίν. Κι ο λόγος που το λέω με κάποια βεβαιότητα είναι ότι ο Πάουλο μπορεί να άδειασε τον κάδο απορριμμάτων του, όμως αυτά τα αρχεία δεν χάθηκαν. Ο Τζος τα ανέκτησε». Ανοίγει ένα άλλο αρχείο, είν* ένα προσχέδιο των σημειώσεων που ήδη ξέρει η Σκαρπέτα, όμως σ' αυτή την εκδοχή τα αρχικά του ασθενούς δεν είναι MS, αλλά WR. «Τότε η δρ Σελφ θα πρέπει να τηλεφώνησε στον Πάουλο. Έτσι υποθέτουμε τουλάχιστον, γιατί δεν μπορεί να εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά στο νοσοκομείο. Ό,τι κι αν του είπε στο τηλέφωνο, τον ώθησε να γράψει αυτές τις σημειώσεις», λέει η Σκαρπέτα. «Άλλη μια ένδειξη παραποίησης», λέει ο Μπέντον. Να χρησιμοποιείς τα αρχικά ενός ασθενούς για να δώσεις όνομα σ' ένα αρχείο. Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να το κάνουμε. Ακόμα κι αν ξέφυγε απ' το πρωτόκολλο και την ορθή κρίση, δεν δικαιολογείται το ότι άλλαξε τα αρχικά του ασθενούς. Γιατί; Για να του προσφέρει ένα ψευδώνυμο; Ο Πάουλο δεν θα έκανε κάτι τέτοιο». «Μπορεί ο ασθενής να μην υπάρχει», λέει η Σκαρπέτα. «Εκεί θέλω να καταλήξω», λέει ο Μπέντον. «Δεν νομίζω ότι ο Άνθρωπος της Άμμου ήταν ποτέ ασθενής του Πάουλο».
20 Ο Εντ ο θυρωρός είναι άφαντος όταν η Σκαρπέτα μπαίνει στην πολυκατοικία της Ρόουζ γύρω στις δέκα. Ψιλοβρέχει, και η πυκνή ομίχλη διαλύεται και τα σύννεφα τρέχουν στον ουρανό καθώς το μέτωπο κινείται προς τη θάλασσα. Μπαίνει στο γραφείο του και κοιτάζει γύρω της. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα πάνω στο γραφείο, ένα Ρόλοντεξ, ένα σημειωματάριο που γράφει Ένοικοι στο εξώφυλλο, μια στοίβα κλειστά γράμματα -του Εντ και των άλλων δύο θυρωρών-, στιλό, ένα συρραπτικό, προσωπικά αντικείμενα, όπως μια πλακέτα μ' ένα ρολόι επάνω, ένα βραβείο από μια αλιευτική λέσχη, ένα κινητό, ένας κρίκος με κλειδιά, ένα πορτοφόλι. Ελέγχει το πορτοφόλι. Του Εντ. Έχει υπηρεσία απόψε, κι έχει όλα κι όλα τρία δολάρια πάνω του. Η Σκαρπέτα βγαίνει έξω, κοιτάζει, αλλά ο Εντ δεν φαίνεται πουθενά. Επιστρέφει στο γραφείο και ξεφυλλίζει το βιβλίο των Ενοίκων, ώσπου βρίσκει το διαμέρισμα του Τζιάνι Λουπάνο στον τελευταίο όροφο. Παίρνει το ασανσέρ και στήνει αυτί έξω απ' την πόρτα του. Ακούγεται μουσική, αλλά όχι δυνατά, κι η Σκαρπέτα χτυπάει το κουδούνι κι ακούει κάποιον να κινείται μέσα. Ξαναχτυπάει το κουδούνι και χτυπάει και με το χέρι. Βήματα* η πόρτα ανοίγει κι η Σκαρπέτα βρίσκεται μπροστά στον Εντ. «Πού είναι ο Τζιάνι Λουπάνο;» Προσπερνάει τον Εντ και την τυλίγει η surround μουσική του Σαντάνα. Ο αέρας μπαίνει από ένα ορθάνοιχτο παράθυρο στο σαλόνι.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
377
Τα μάτια του Εντ είναι πανικόβλητα και μιλάει σαν τρελός. «Δεν ήξερα τι να κάνω. Είναι τρομερό. Δεν ήξερα τι να κάνω». Η Σκαρπέτα κοιτάζει από το ανοιχτό παράθυρο. Κοιτάζει κάτω, αλλά δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα μες στο σκοτάδι, μόνο πυκνούς θάμνους, ένα πεζοδρόμιο και το δρόμο πιο πέρα. Κάνει πίσω και περιεργάζεται το πολυτελές διαμέρισμα με τα μάρμαρα και τους παστέλ χρωματισμούς, τα περίτεχνα γύψινα, τα δερμάτινα ιταλικά έπιπλα και τα τολμηρά έργα τέχνης. Τα ράφια είναι γεμάτα με παλιά, όμορφα δεμένα βιβλία που τ' αγόρασε με το μέτρο κάποιος διακοσμητής εσωτερικών χώρων, κι ένας ολόκληρος τοίχος καταλαμβάνεται από ένα σύστημα ήχου-εικόνας, πολύ εξεζητημένο για έναν τόσο μικρό χώρο. «Τι συνέβη;» λέει στον Εντ. «Μου τηλεφωνεί πριν από είκοσι περίπου λεπτά». Ταραγμένος. «Μου λέει στην αρχή: "Εντ, έβαλες μπροστά το αμάξι μου;" Κι εγώ λέω: "Ναι, γιατί ρωτάτε;" Και ήμουν κάπως ανήσυχος». Η Σκαρπέτα παρατηρεί πέντ'-έξι ρακέτες του τένις στις θήκες τους, στηριγμένες στον τοίχο πίσω από τον καναπέ, μια στοίβα παπούτσια του τένις που είναι ακόμη στα κουτιά τους. Πάνω σ' ένα γυάλινο τραπεζάκι με βάση από ιταλικό κρύσταλλο είναι μια στοίβα περιοδικά για το τένις. Στο εξώφυλλο του πάνω πάνω περιοδικού είναι η Ντριου Μάρτιν, έτοιμη να χτυπήσει μια ψηλή μπαλιά. «Ανήσυχος για ποιο πράγμα;» τον ρωτάει. «Για κείνη τη νεαρή κυρία. Τη Λούσι. Έβαλε μπροστά το αμάξι του επειδή ήθελε να δει κάτι και φοβήθηκα μήπως εκείνος το είχε ανακαλύψει. Αλλά δεν ήταν αυτό, γιατί αμέσως μετά μου είπε: "Πάντα το φρόντιζες πάρα πολύ και θέλω να το κρατήσεις". Κι εγώ είπα: "Τι; Τι είν* αυτά που λέτε, κύριε Λουπάνο; Δεν μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο σας. Γιατί θέλετε να το δώσετε τέτοιο ωραίο αυτοκίνητο;" Και μετά μου είπε: "Εντ, θα το γράψω σ' ένα χαρτί για να ξέρουν κι οι άλλοι ότι στο χάρισα το αυτοκίνητο". Κι έτσι ανέβηκα εδώ πάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και βρήκα την πόρτα ξεκλείδωτη, σαν να ήθελε να μας διευκολύνει να μπούμε μέσα. Κι ύστερα βρήκα το παράθυρο ανοιχτό».
378
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Προχωρεί προς τα κει και το δείχνει, λες κι η Σκαρπέτα δεν μπορεί να το δει. Καθώς βγαίνουν τρέχοντας στο διάδρομο, εκείνη καλεί το 911. Λέει στην τηλεφωνήτρια ότι ίσως κάποιος ττήδηξε απ* το παράθυρο και δίνει τη διεύθυνση. Στο ασανσέρ ο Εντ συνεχίζει να μιλάει ασυνάρτητα, λέει ότι πρέπει να ψάξουν το διαμέρισμα του Λουπάνο για να βεβαιωθούν και ότι βρήκε το χαρτί, αλλά το άφησ' εκεί που ήταν, στο κρεβάτι, κι ότι τον φώναζε αδιάκοπα κι ετοιμαζόταν να καλέσει την αστυνομία όταν εμφανίστηκε η Σκαρπέτα. Στο χολ της εισόδου, μια γριά μ' ένα μπαστούνι διασχίζει το μαρμάρινο δάπεδο. Η Σκαρπέτα και ο Εντ την προσπερνούν τρέχοντας και βγαίνουν απ* το κτήριο. Στρίβουν γρήγορα στη γωνία, στα σκοτεινά, και σταματούν ακριβώς κάτω από το ανοιχτό παράθυρο του Λουπάνο. Το φως ξεχύνεται απ' την κορυφή του κτηρίου. Η Σκαρπέτα διασχίζει τους ψηλούς θάμνους, τα κλαδιά τη μαστιγώνουν και τη γρατζουνούν, και βρίσκει αυτό που φοβόταν. Το πτώμα είναι γυμνό και στρεβλωμένο, τα μέλη του κι ο λαιμός είναι σε αφύσικες γωνίες πάνω στον τουβλόχτιστο τοίχο του κτηρίου, το αίμα γυαλίζει στα σκοτεινά. Ακουμπάει τα δυο της δάχτυλα στην καρωτίδα του και δεν νιώθει σφυγμό. Βάζει το πτώμα ανάσκελα κι αρχίζει την τεχνητή αναπνοή. Όταν σηκώνει το κεφάλι, σκουπίζει το αίμα απ' το πρόσωπο της, απ' το στόμα της. Σειρήνες ουρλιάζουν, μπλε και κόκκινα φώτα αναβοσβήνουν λίγα τετράγωνα πιο πέρα στο Ιστ Μπέι. Σηκώνεται και ξαναδιασχίζει τους θάμνους. «Έλα δω», λέει η Σκαρπέτα στον Εντ. «Ρίξε μια ματιά και πες μου αν είν' αυτός». «Αν είναι...;» «Ρίξε μια ματιά». Ο Εντ περνάει απ' τους θάμνους κι ύστερα επιστρέφει βιαστικά. «Θεέ και Κύριε», λέει. «Αχ, όχι. Αχ, Θεέ μου». «Αυτός είναι;» τον ρωτάει, και ο Εντ γνέφει ναι. Κάπου στο βάθος του μυαλού της την ενοχλεί η σκέψη ότι έκανε τεχνητή αναπνοή χωρίς προφυλάξεις. «Πριν σου τηλεφωνήσει για την Πόρσε του, πού ήσουν;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
379
«Καθόμουν στο γραφείο μου». Ο Εντ είναι φοβισμένος, τα μάτια του πετάγονται πέρα δώθε. Ιδρώνει, περνάει συνεχώς τη γλώσσα του πάνω απ' τα χείλη και ξεροβήχει. «Μήπως μπήκε κανείς στο κτήριο εκείνη περίπου την ώρα ή λίγο πριν σου τηλεφωνήσει;» Οι σειρήνες σβήνουν μ' ένα κλαψούρισμα καθώς τα περιπολικά κι ένα ασθενοφόρο σταματάνε στο δρόμο, τα κόκκινα και γαλάζια φώτα τους στέλνουν τις λάμψεις τους στο πρόσωπο του Εντ. «Όχι», λέει. Εκτός από μερικούς ενοίκους, λέει, δεν είδε κανέναν άλλο. Πόρτες χτυπούν, ασύρματοι τιτιβίζουν, μηχανές πετρελαίου γουργουρίζουν. Οι αστυνομικοί και οι τραυματιοφορείς βγαίνουν απ' τα οχήματά τους. Η Σκαρπέτα λέει στον Εντ: «Το πορτοφόλι σου είναι πάνω στο γραφείο. Μήπως έβγαλες το πορτοφόλι σου και μετά δέχτηκες την κλήση; Δίκιο δεν έχω;» Μετά λέει σ' έναν αστυνομικό με πολιτικά: «Από κει». Δείχνει προς τους θάμνους. «Έπεσε από κει πάνω». Δείχνει το φωτισμένο παράθυρο στον τελευταίο όροφο. «Είστε η καινούργια ιατροδικαστής». Ο ντετέκτιβ την.κοιτάζει, δεν φαίνεται απόλυτα σίγουρος. «Ναι». «Βγάλατε διάγνωση;» «Αυτό πρέπει να το κάνει ο αρμόδιος πολιτικός εκπρόσωπος». Ο ντετέκτιβ αρχίζει να προχωράει προς τους θάμνους, ενώ εκείνη επιβεβαιώνει ότι ο άντρας -ο Λουπάνο, καταπώς φαίνεταιείναι νεκρός. «Θα χρειαστώ μια δήλωσή σας, γι' αυτό μην απομακρύνεστε», της φωνάζει εκείνος. Οι θάμνοι τρίζουν και θροΐζουν καθώς περνάει ανάμεσά τους. «Δεν καταλαβαίνω τι είναι όλ' αυτά για το πορτοφόλι μου», λέει ο Εντ. Η Σκαρπέτα κάνει στην άκρη ώστε να περάσουν οι τραυματιοφορείς με το φορείο και τα σύνεργά τους. Πάνε προς την πέρα γωνία του κτηρίου για να μπορέσουν να κάνουν το γύρο των θάμνων, αντί να τους διασχίσουν.
380
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Το πορτοφόλι σου είναι πάνω στο γραφείο σου. Κι η πόρτα είναι ορθάνοιχτη. Το συνηθίζεις αυτό;» ρωτάει τον Εντ. «Μπορούμε να μιλήσουμε μέσα;» «Ας δώσουμε τις δηλώσεις μας πρώτα στον αστυνομικό», λέει εκείνη. «Και μετά θα μιλήσουμε μέσα». Παρατηρεί κάποιον στο πεζοδρόμιο να 'ρχεται προς το μέρος τους, μια γυναίκα με ρόμπα. Η γυναίκα φαίνεται γνώριμη, και πράγματι είναι η Ρόουζ. Η Σκαρπέτα τη σταματάει βιαστικά. «Μην έρχεσ' εδώ κοντά», της λέει η Σκαρπέτα. «Λες και δεν τα 'χω ξαναδεί όλ' αυτά». Η Ρόουζ κοιτάζει το φωτισμένο ανοιχτό παράθυρο. «Εκεί έμενε, ε;» «Ποιος;» «Ποιος θα 'πρεπε να 'ναι μετά απ' όλα όσα έγιναν;» λέει εκείνη βήχοντας και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Τι του απέμενε;» «Το ζήτημα είναι η στιγμή». «Μπορεί η Λίντια Γουέμπστερ. Είναι σ' όλα τα δελτία. Εσύ κι εγώ ξέρουμε πως είναι νεκρή», λέει η Ρόουζ. Η Σκαρπέτα στέκεται και την ακούει, απορώντας με μερικά προφανή πράγματα. Γιατί η Ρόουζ να υποθέσει ότι ο Λουπάνο επηρεάστηκε απ' αυτό που συνέβη στη Λίντια Γουέμπστερ; Γιατί να ξέρει πως είναι νεκρός; «Φαινόταν πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του όταν τον συνάντησα», λέει η Ρόουζ κοιτάζοντας προς τους σκοτεινούς θάμνους κάτω απ' το παράθυρο. «Δεν ήξερα ότι τον είχες συναντήσει». «Μόνο μια φορά. Δεν ήξερα πως ήταν αυτός, μέχρι που είπε κάτι ο Εντ. Μιλούσε με τον Εντ στο γραφείο όταν τον είδα, πάει καιρός. Κάπως άξεστος. Νόμιζα πως ήταν κάποιος συντηρητής του κτηρίου, δεν είχα ιδέα πως ήταν ο προπονητής της Ντριου Μάρτιν». Η Σκαρπέτα κοιτάζει στο σκοτεινό πεζοδρόμιο και βλέπει τον Εντ να μιλάει με τον ντετέκτιβ. Οι τραυματιοφορείς φορτώνουν το φορείο στο ασθενοφόρο, ενώ τα φώτα των σειρήνων αστράφτουν κι οι αστυνομικοί τριγυρνούν με τους φακούς τους.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
381
«Ντριου Μάρτιν βρίσκεις μόνο μία φορά στη ζωή σου. Τι του είχε απομείνει;» λέει η Ρόουζ. «Ίσως τίποτα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν δεν τους απομένει πια τίποτα. Δεν τους κατηγορώ». «Έλα. Δεν πρέπει να στέκεσ' εδώ στην υγρασία. Θα σε πάω μέσα», λέει η Σκαρπέτα. Στρίβουν από τη γωνία του κτηρίου την ίδια στιγμή που ο Χένρι Χόλινγκς κατεβαίνει τα σκαλιά της εισόδου. Δεν κοιτάζει προς το μέρος τους, περπατάει γρήγορα κι αποφασιστικά. Η Σκαρπέτα τον βλέπει να χάνεται μες στο σκοτάδι δίπλα στον κυματοθραύστη, προς την Ιστ Μπέι Στριτ. «Έφτασ' εδώ πριν από την αστυνομία;» λέει η Σκαρπέτα. «Μένει πέντε λεπτά από δω», λέει η Ρόουζ. «Έχει ένα πολύ ωραίο σπίτι στο Μπάτερι». Η Σκαρπέτα κοιτάζει προς την κατεύθυνση που έφυγε ο Χόλινγκς. Στον ορίζοντα του λιμανιού, δυο φωτισμένα πλοία μοιάζουν με κίτρινα LEGO. Ο καιρός καθαρίζει. Μπορεί να διακρίνει μερικά αστέρια. Δεν λέει στη Ρόουζ ότι ο διευθυντής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας μόλις προσπέρασε ένα πτώμα και δεν μπήκε στον κόπο να ρίξει μια ματιά. Δεν το δήλωσε. Δεν έκανε τίποτα. Μπαίνουν στο κτήριο και παίρνουν το ασανσέρ, ενώ η Ρόουζ δεν μπορεί να κρύψει ότι δεν θέλει τη Σκαρπέτα μαζί της. «Μια χαρά είμαι», λέει η Ρόουζ, κρατώντας ανοιχτή την πόρτα, χωρίς ν' αφήνει το ασανσέρ να κινηθεί. «Θα ξαναγυρίσω στο κρεβάτι μου. Σίγουρα θα θέλουν να σου μιλήσουν εκεί κάτω». «Δεν είναι δική μου υπόθεση». «Ο κόσμος πάντα θέλει να σου μιλήσει». «Μόλις βεβαιωθώ πως είσαι σώα κι ασφαλής στο σπίτι σου». «Μιας και ήσουν εδώ, πρέπει να υπέθεσε ότι θα το φροντίσεις», λέει η Ρόουζ, ενώ οι πόρτες κλείνουν κι η Σκαρπέτα πιέζει το κουμπί του ορόφου. «Εννοείς τον πολιτικό εκπρόσωπο». Παρ' όλο που η Σκαρπέτα δεν τον έχει αναφέρει καθόλου, ούτε σχολίασε το γεγονός ότι έφυγε χωρίς να κάνει τη δουλειά του. Η Ρόουζ έχει λαχανιάσει και δεν μπορεί να μιλήσει καθώς προ-
382
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
χωρούν στο διάδρομο προς το διαμέρισμά της. Στέκεται μπροστά στην πόρτα και χτυπάει χαϊδευτικά το μπράτσο της Σκαρπέτα. «Άνοιξε την πόρτα και θα φύγω», της λέει η Σκαρπέτα. Η Ρόουζ βγάζει το κλειδί της. Δεν θέλει ν' ανοίξει την πόρτα όσο η Σκαρπέτα στέκετ' εκεί. «Μπες μέσα», λέει η Σκαρπέτα. Η Ρόουζ δεν μπαίνει. Κι όσο περισσότερο διστάζει, τόσο πεισμώνει η Σκαρπέτα. Τελικά η Σκαρπέτα της παίρνει το κλειδί και μπαίνει μαζί της. Δυο καρέκλες είναι τραβηγμένες μπροστά στο παράθυρο που βλέπει στο λιμάνι κι ανάμεσά τους είν* ένα τραπεζάκι με δυο ποτήρια κρασί κι ένα μπολ με ξηρούς καρπούς. «Ο άνθρωπος που συναντάς», λέει η Σκαρπέτα μπαίνοντας απρόσκλητη στο σπίτι. «Ο Χένρι Χόλινγκς». Κλείνει την πόρτα και κοιτάζει κατάματα τη Ρόουζ. «ΙΥ αυτό βιάστηκε να φύγει. Η αστυνομία τον κάλεσε για τον Λουπάνο κι αυτός σου το είπε και μετά έφυγε, για να μπορέσει να ξανάρθει χωρίς να μάθει κανείς ότι βρισκόταν ήδη εδώ». Πηγαίνει κοντά στο παράθυρο λες και θα μπορούσε να τον δει κάτω στο δρόμο. Κοιτάζει προς τα κάτω. Το διαμέρισμα της Ρόουζ δεν είναι μακριά από του Λουπάνο. «Είναι δημόσιο πρόσωπο και πρέπει να προσέχει», λέει η Ρόουζ ενώ κάθεται στον καναπέ, εξαντλημένη και χλομή. «Δεν έχουμε δεσμό. Η γυναίκα του έχει πεθάνει». «Γι' αυτό έφυγε κρυφά;» Η Σκαρπέτα κάθεται δίπλα της. «Με συγχωρείς. Απλώς δεν βγάζω άκρη». «Για να με προστατέψει». Μια βαθιά ανάσα. «Από τι;» «Αν μαθευτεί ότι ο πολιτικός εκπρόσωπος συναντιέται με τη γραμματέα σου, κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Ασφαλώς θα φτάσει στις ειδήσεις». «Κατάλαβα». «Όχι, δεν κατάλαβες», λέει η Ρόουζ. «Ό,τι σε κάνει ευτυχισμένη, με κάνει κι εμένα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
383
«Μέχρι που τον επισκέφτηκες, νόμιζε ότι τον μισούσες. Κι αυτό δεν βοήθησε», λέει η Ρόουζ. «Τότε φταίω εγώ που δεν του έδωσα μια ευκαιρία», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν μπορούσα να τον πείσω για το αντίθετο, έτσι δεν είναι; Φανταζόσουν τα χειρότερα γι' αυτόν, όπως ακριβώς φανταζόταν κι εκείνος τα χειρότερα για σένα». Η Ρόουζ πασχίζει να πάρει ανάσα και συνεχώς χειροτερεύει. Ο καρκίνος την καταστρέφει μπροστά στα μάτια της Σκαρπέτα. «Θα είναι αλλιώς τώρα», λέει στη Ρόουζ. «Χάρηκε τόσο πολύ όταν πήγες να τον δεις», λέει η Ρόουζ, και βήχοντας απλώνει το χέρι να πάρει ένα χαρτομάντιλο. «Γι' αυτό ήρθ' εδώ απόψε. Για να μου το πει. Δεν σταματούσε να μιλάει γι' αυτό. Σε συμπαθεί. Θέλει να δουλέψετε μαζί. Όχι ο ένας εναντίον του άλλου». Συνεχίζει να βήχει και στάλες αίμα εμφανίζονται στο χαρτομάντιλο. «Το ξέρει;» «Φυσικά. Απ' την αρχή». Το πρόσωπο της παίρνει μια έκφραση πόνου. «Σ' εκείνο το οινοπωλείο στην Ιστ Μπέι. Ήταν ακαριαίο. Μόλις γνωριστήκαμε. Αρχίσαμε να μιλάμε για το Βουργουνδίας σε σύγκριση με το Μπορντό. Λες κι εγώ ξέρω. Εντελώς ξαφνικά, μου προτείνει να δοκιμάσουμε μερικά. Δεν ήξερε πού δουλεύω, οπότε δεν το 'κανε γι' αυτό. Πολύ αργότερα έμαθε ότι δουλεύω για σένα». «Δεν έχει σημασία τι ήξερε. Δεν μ' ενδιαφέρει». «Μ' αγαπάει. Του είπα να μη μ' αγαπάει. Λέει ότι αν αγαπάς κάποιον, αυτό είναι. Και ποιος μπορεί να ξέρει πόσον καιρό θα ζήσει ο καθένας μας. Αυτή είναι η εξήγηση του Χένρι για τη ζωή». «Τότε είμαι φίλη του», λέει η Σκαρπέτα. Αποχαιρετάει τη Ρόουζ και βρίσκει τον Χόλινγκς να μιλάει με τον ντετέκτιβ, στέκονται κοντά στους θάμνους όπου βρέθηκε το πτώμα. Το ασθενοφόρο και το όχημα της πυροσβεστικής έχουν φύγει, τα μόνα παρκαρισμένα αυτοκίνητα εκεί κοντά είναι ένα χωρίς διακριτικά της αστυνομίας κι ένα περιπολικό.
384
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Νόμιζα ότι μας παρατήσατε», λέει ο ντετέκτιβ καθώς τους πλησιάζει η Σκαρπέτα. Εκείνη λέει στον Χόλινγκς: «Σιγουρεύτηκα πως η Ρόουζ γύρισε καλά στο σπίτι της». «Να σας ενημερώσω», λέει ο Χόλινγκς. «Το πτώμα είναι καθ' οδόν προς το Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και η νεκροψία θα γίνει το πρωί. Είστε ευπρόσδεκτη να συμμετάσχετε με όποιον τρόπο νομίζετε. Ή να μη συμμετάσχετε, αν θέλετε». «Δεν υπάρχει τίποτα προς το παρόν που να δείχνει ότι δεν πρόκειται γι' αυτοκτονία», λέει ο ντετέκτιβ. «Το μόνο που με προβληματίζει είναι ότι δεν φορούσε ρούχα. Αν πήδηξε, γιατί έβγαλε τα ρούχα του;» «Μπορεί η τοξικολογική να σας δώσει την απάντηση», λέει η Σκαρπέτα. «Ο θυρωρός λέει ότι ο Λουπάνο ακουγόταν μεθυσμένος όταν του τηλεφώνησε λίγο πριν πεθάνει. Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε δει αρκετά ώστε να ξέρουμε πως όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν ν' αυτοκτονήσουν, μπορούν να κάνουν πράγματα που μοιάζουν παράλογα, ακόμα και ύποπτα. Επί τη ευκαιρία, μήπως βρήκατε ρούχα μέσα που μπορεί να είναι αυτά που έβγαλε;» «Είναι αρκετοί επάνω αυτή τη στιγμή. Τα ρούχα ήταν στο κρεβάτι του. Τζιν, πουκάμισο. Τίποτα ασυνήθιστο σχετικά μ' αυτά. Κανένα ίχνος πως ήταν και κάποιος άλλος εκεί μέσα όταν πήδηξε απ' το παράθυρο». «Είπε τίποτα ο Εντ για το αν μπήκε κανένας άγνωστος μέσα απόψε;» τη ρωτάει ο Χόλινγκς. «Ή κάποιος που ήρθε να επισκεφτεί τον Λουπάνο; Και σας λέω, ο Εντ είναι πολύ ζόρικος και δεν αφήνει τους ξένους να περάσουν εύκολα». «Δεν το συζητήσαμε τόσο πολύ», λέει η Σκαρπέτα. «Τον ρώτησα γιατί είχε έξω το πορτοφόλι του, αφημένο σε κοινή θέα πάνω στο γραφείο. Είπε πως ήταν πάνω στο γραφείο του όταν πήρε το τηλεφώνημα του Λουπάνο κι έτρεξε πάνω». «Είχε παραγγείλει πίτσα», λέει ο ντετέκτιβ. «Έτσι μου είπε εμένα, και μόλις είχε βγάλει ένα εκατονταδόλαρο απ' το πορτο-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
385
φόλι του όταν τον πήρε ο Λουπάνο. Ο Εντ πράγματι παράγγειλε πίτσα. Από το Mama Mia. Δεν εμφανίστηκε να την παραλάβει και ο τύπος έφυγε. Με προβληματίζει αυτό που είπε για το εκατονταδόλαρο. Νόμιζε ότι ο ντελιβεράς θα είχε ρέστα;» «Καλύτερα να τον ρωτήσετε ποιος τηλεφώνησε πρώτος». «Καλή ιδέα», λέει ο Χόλινγκς. «Ο Λουπάνο ήταν γνωστός για τον πολυτελή τρόπο ζωής του, για τ* ακριβά του γούστα και για το ότι είχε πάντα πάνω του πολύ ρευστό. Αν είχε ξαναγυρίσει στο κτήριο την ώρα που είχε βάρδια ο Εντ, ο Εντ θα ήξερε πως ήταν στο σπίτι. Δίνει την παραγγελία για την πίτσα, μετά βλέπει ότι έχει όλα κι όλα τρία δολάρια και ένα εκατονταδόλαρο». Η Σκαρπέτα δεν σκοπεύει να του πει πως την προηγούμενη μέρα η Λούσι ήταν μέσα στο αυτοκίνητο του Λουπάνο και τσέκαρε το GPS του. Λέει: «Νά τι μπορεί να έγινε. Ο Εντ τηλεφώνησε στον Λουπάνο για ψιλά. Κι εκείνη τη στιγμή ο Λουπάνο είναι ήδη μεθυσμένος, φτιαγμένος ίσως, παραλογίζεται. Ο Εντ ανησυχεί κι ανεβαίνει πάνω». «Ή μπορεί ν' ανέβηκε πάνω να πάρει ψιλά», λέει ο Χόλινγκς. «Και πάλι υπονοείτε πως του τηλεφώνησε πρώτος ο Εντ». Ο ντετέκτιβ απομακρύνεται και λέει: «Θα τον ρωτήσω». «Έχω την αίσθηση ότι εσείς κι εγώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα», της λέει ο Χόλινγκς. Εκείνη κοιτάζει τον ουρανό και σκέφτεται πτήσεις. «Δεν βρίσκουμε ένα απομονωμένο μέρος να μιλήσουμε;» λέει. Στην άλλη μεριά του δρόμου είναι οι Κήποι Γουάιτ Πόιντ, αρκετά στρέμματα με μνημεία του Εμφυλίου Πολέμου, τεράστιες βαλανιδιές και βουλωμένα κανόνια στραμμένα προς το Φορτ Σάμτερ. Η Σκαρπέτα κι ο Χόλινγκς κάθονται σ' ένα παγκάκι. «Ξέρω για τη Ρόουζ», του λέει. «Το φαντάστηκα». «Αρκεί να τη φροντίζετε». «Φαίνεται ότι κι εσείς τα καταφέρνετε μια χαρά. Δοκίμασα το ψητό σας λίγο νωρίτερα».
386
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Πριν φύγετε και ξαναγυρίσετε. Ώστε κανείς να μην καταλάβει ότι βρισκόσασταν ήδη μες στο κτήριο», λέει η Σκαρπέτα. «Ώστε δεν σας πειράζει», λέει εκείνος, λες και χρειάζεται την έγκρισή της. «Όσο είστε καλός μαζί της. Γιατί αν δεν είστε, θ* αναγκαστώ να παρέμβω». «Σας πιστεύω». «Πρέπει να σας ρωτήσω για τον Λουπάνο», λέει εκείνη. «Μήπως ήρθατε σ' επαφή μαζί του αφότου έφυγα από το γραφείο κηδειών σας σήμερα;» «Μπορώ να ρωτήσω πώς σας δημιουργήθηκε αυτή η απορία;» «Επειδή μιλήσαμε γι' αυτόν. Σας ρώτησα γιατί μπορεί να παρευρέθηκε στην κηδεία της Χόλι Γουέμπστερ. Πιστεύω ότι ξέρετε τι μπορεί να πέρασε απ' το μυαλό μου». «Ότι τον ρώτησα σχετικά». «Τον ρωτήσατε;» «Ναι». «Στις ειδήσεις λένε πως η Λίντια Γουέμπστερ αγνοείται και πιθανόν να είναι νεκρή», λέει η Σκαρπέτα. «Την ήξερε. Πολύ καλά. Μιλήσαμε πολλή ώρα. Ήταν καταταραγμένος». «Η Λίντια ήταν ο λόγος που είχε διαμέρισμα εδώ;» «Κέι -ελπίζω να μη σας πειράζει να σας λέω έτσι-, ήξερα πολύ καλά ότι ο Τζιάνι είχε παραστεί στην κηδεία της Χόλι το καλοκαίρι. Απλώς δεν μπορούσα να το πω. Θα πρόδιδα μια εμπιστευτική πληροφορία». «Έχω κουραστεί απ' τους ανθρώπους και τις εκμυστηρεύσεις τους». «Δεν προσπάθησα να σας φέρω εμπόδια. Αν το μαθαίνατε από μόνη σας...» «Κι αυτό μ' έχει κουράσει. Να τα μαθαίνω όλα από μόνη μου». «Αν το μαθαίνατε από μόνη σας ότι πήγε στην κηδεία τής Χόλι, δεν πείραζε. Έτσι σας έδωσα πρόσβαση στα βιβλία των επισκεπτών. Καταλαβαίνω την απογοήτευσή σας. Αλλά κι εσείς
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
387
θα κάνατε το ίδιο. Δεν θα προδίδατε μια εκμυστήρευση, σωστά;» «Εξαρτάται. Αυτό περίπου θ' αποφάσιζα». Ο Χόλινγκς κοιτάζει το φωτισμένο παράθυρο της πολυκατοικίας. Λέει: «Και τώρα πρέπει ν' ανησυχώ μήπως είμαι κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνος». «Τι εκμυστήρευση;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Μιας και μιλάμε για εκμυστηρεύσεις και δείχνετε να έχετε κάποιο μυστικό». «Ότι γνώρισε τη Λίντια πριν από μερικά χρόνια, όταν το Κύττελλο Family Circle διοργανωνόταν στο Χίλτον Χεντ. Είχαν σχέση, η οποία συνεχίστηκε, και γι' αυτό κρατούσε το διαμέρισμα εδώ. Εκείνη η μέρα του Ιουλίου ήταν η τιμωρία τους. Εκείνος κι η Λίντια ήταν στην κρεβατοκάμαρά της, συμπληρώστε μόνη σας τα υπόλοιπα. Κανείς δεν πρόσεχε τη Χόλι και η μικρή πνίγηκε. Χωρίσανε. Ο άντρας της την εγκατέλειψε. Κι εκείνη κατέρρευσε ολοκληρωτικά». «Κι εκείνος άρχισε να κοιμάται με την Ντριου;» «Ένας θεός ξέρει με πόσες κοιμήθηκε, Κέι». «Γιατί συνέχισε να κρατάει το διαμέρισμα; Αφού η σχέση του με τη Λίντια είχε τελειώσει;» «Ίσως για να έχει ένα κρησφύγετο και να βρίσκεται με την Ντριου. Με το πρόσχημα της προπόνησης. Ίσως ετιειδή, όπως έλεγε ο ίδιος, οι ζωηρόχρωμες φυλλωσιές, ο καιρός, οι σιδεριές και τα παλιά σπίτια με το στούκο τού θύμιζαν την Ιταλία. Συνέχισε τη φιλία του με τη Λίντια - σύμφωνα με τον ίδιο. Πήγαινε και την επισκε7ΐτόταν πότε πότε». «Πότε ήταν η τελευταία φορά; Είπε;» «Πριν από μερικές εβδομάδες. Έφυγε από το Τσάρλεστον όταν η Ντριου κέρδισε το τουρνουά εδώ, και μετά ξαναγύρισε». «Μάλλον δεν μπορώ να συνδέσω πολύ καλά τα κομμάτια». Το κινητό της Σκαρπέτα χτυπάει. «Γιατί να ξαναγυρίσει; Γιατί δεν πήγε με την Ντριου στη Ρώμη; Ή μήπως 7ΐήγε; Πλησίαζαν το ιταλικό Open και το Γουίμπλεντον. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί εκείνη αποφάσισε ξαφνικά να φύγει με τις φίλες της αντί να προ-
388
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
πονηθεί για μια από τις μεγαλύτερες νίκες της καριέρας της. Και πάει στη Ρώμη; Όχι για να προπονηθεί για το ιταλικό Open. Αλλά για να γλεντήσει; Δεν το καταλαβαίνω». Η Σκαρπέτα δεν απαντάει στο τηλέφωνο της. Δεν κοιτάζει καν να δει ποιος είναι. «Μου είπε ότι πήγε στη Νέα Υόρκη μόλις η Ντριου κέρδισε το τουρνουά εδώ. Δεν πάει ούτε μήνας. Μου είναι αδύνατο να το πιστέψω». Το τηλέφωνο της σταματάει να χτυπάει. Και ο Χόλινγκς λέει: «Ο Τζιάνι δεν πήγε με την Ντριου, επειδή εκείνη τον είχε μόλις απολύσει». «Τον είχε απολύσει;» λέει η Σκαρπέτα. «Κι έγινε γνωστό το γεγονός;» «Όχι». «Γιατί τον απέλυσε;» Το τηλέφωνο της χτυπάει ξανά. «Επειδή της το είπε η δρ Σελφ», λέει ο Χόλινγκς. «Γι' αυτό εκείνος πήγε στη Νέα Υόρκη. Για να την αντιμετωπίσει. Για να προσπαθήσει να κάνει την Ντριου ν' αλλάξει γνώμη». «Καλύτερα να δω ποιος είναι». Η Σκαρπέτα απαντάει στο τηλέφωνο. «Πρέπει να περάσεις από δω καθώς θα πηγαίνεις στο αεροδρόμιο», της λέει η Λούσι. «Δεν είναι στο δρόμο μου». «Άλλη μία ώρα, μιάμιση, και νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε. Ο καιρός θα είναι καλός μέχρι τότε. Πρέπει να περάσεις απ* το εργαστήριο». Η Λούσι λέει στη Σκαρπέτα πού θα συναντηθούν και προσθέτει: «Δεν θέλω να το συζητήσω απ' το τηλέφωνο». Η Σκαρπέτα λέει ότι θα πάει. Και λέει στον Χένρι Χόλινγκς: «Υποθέτω πως η Ντριου δεν άλλαξε γνώμη». «Δεν ήθελε να του μιλήσει». «Και η δρ Σελφ;» «Εκείνος πήγε και της μίλησε. Στο διαμέρισμά της. Προσέξτε, αυτά μου τα είπε εκείνος. Κι εκείνη του είπε ότι δεν ήταν καλός για την Ντριου, ήταν νοσηρή επιρροή, κι ότι θα συνέχιζε να
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
389
τη συμβουλεύει να μείνει μακριά του. Καθώς μου μιλούσε, ταραζόταν όλο και πιο πολύ και θύμωνε, και τώρα καταλαβαίνω ότι θα 'πρεπε να το υποψιαστώ. Θα 'πρεπε να είχα έρθει εδώ αμέσως, να καθίσω μαζί του. Να κάνω κάτι». «Και τι άλλο έγινε με τη δρ Σελφ;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Η Ντριου πήγε στη Νέα Τόρκη και την άλλη μέρα έφυγε για τη Ρώμη. Πριν περάσουν καλά καλά είκοσι τέσσερις ώρες, η Ντριου εξαφανίζεται και καταλήγει δολοφονημένη, πιθανότατα απ' τον ίδιο άνθρωπο που σκότωσε και τη Λίντια. Κι εγώ τώρα πρέπει να πάω στο αεροδρόμιο. Είστε ευπρόσδεκτος να έρθετε. Αν σταθούμε τυχεροί, θα σας χρειαστούμε έτσι κι αλλιώς». «Στο αεροδρόμιο;» Σηκώνεται απ' το παγκάκι. «Τώρα;» «Δεν θέλω να περιμένουμε άλλη μια μέρα. Το πτώμα της χειροτερεύει ώρα με την ώρα». Αρχίζουν να περπατούν. «Τώρα; Και πρέπει να έρθω μαζί σας μες στη νύχτα, χωρίς να έχω ιδέα για ποιο πράγμα μου λέτε;» απορεί ο Χόλινγκς. «Θερμικές υπογραφές», λέει εκείνη. «Υπέρυθρες. Κάθε θερμική αλλαγή θα φαίνεται καλύτερα στα σκοτεινά, και οι κάμπιες μπορούν ν' ανεβάσουν τη θερμοκρασία του αποσυντιθέμενου πτώματος ώς τους είκοσι βαθμούς. Είναι πάνω από δυο μέρες, γιατί όταν έφυγε απ' το σπίτι της, είμαι βέβαιη ότι δεν ήταν ζωντανή. Χωρίς να βασίζομαι στα όσα βρήκαμε. Τι άλλο συνέβη με τη δρ Σελφ; Σας είπε τίποτ' άλλο ο Λουπάνο;» Έχουν σχεδόν φτάσει στο αυτοκίνητο της. «Είπε πως είχε θιχτεί πάρα πολύ», λέει ο Χόλινγκς. «Του μίλησε πολύ περιφρονητικά και δεν ήθελε να του πει πώς να βρει την Ντριου. Εκείνος έφυγε, αλλά της ξανατηλεφώνησε. Υποτίθεται πως θα ήταν η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του κι εκείνη του την κατέστρεψε, και τότε του έριξε και τη χαριστική βολή. Του είπε πως η Ντριου έμενε μαζί της, πως ήταν μέσα στο διαμέρισμα όλη εκείνη την ώρα που αυτός παρακαλούσε τη δρ Σελφ να επανορθώσει αυτό που είχε κάνει. Δεν θα έρθω μαζί σας. Δεν με χρειάζεστε και, τέλος πάντων, θέλω να δω τι κάνει η Ρόουζ».
390
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η Σκαρπέτα ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο της και σκέφτεται την αλληλουχία των γεγονότων. Η Ντριου μένει στο διαμέρισμα της δρ Σελφ και την άλλη μέρα πετάει για Ρώμη. Την επόμενη μέρα, στις 17 του μήνα, εξαφανίζεται. Στις 18 ανακαλύπτεται το πτώμα της. Στις 27 η Σκαρπέτα κι ο Μπέντον βρίσκονται στη Ρώμη κι ερευνούν το θάνατο της Ντριου. Την ίδια μέρα η δρ Σελφ εισάγεται στο ΜακΛίν και ο δρ Μαρόνι στήνει ένα φάκελο που υποτίθεται πως ήταν οι σημειώσεις που κράτησε όταν είδε τον Άνθρωπο της Άμμου σαν ασθενή - κάτι που ο Μπέντον πιστεύει πως είναι ψέμα. Η Σκαρπέτα κάθεται στο τιμόνι. Ο Χόλινγκς είναι κύριος και δεν σκοπεύει να φύγει μέχρι εκείνη να βάλει μπροστά και να κλειδώσει την πόρτα της. Του λέει: «Όταν ο Λουπάνο ήταν στο διαμέρισμα της δρ Σελφ, ήταν και κανένας άλλος εκεί;» «Η Ντριου». «Θέλω να πω, κάποιος που να τον ήξερε ο Λουπάνο;» Ο Χόλινγκς σκέφτεται για μια στιγμή και μετά λέει: «Μπορεί να ήταν». Διστάζει. «Είπε ότι έφαγε στο σπίτι της. Νομίζω πως ήταν μεσημέρι. Κι έκανε ένα σχόλιο για τον σεφ της δρ Σελφ».
21 Το Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής. Το κεντρικό κτήριο είναι από κόκκινο τούβλο και μπετόν, με μεγάλα υαλοστάσια που έχουν προστασία από τις υπεριώδεις ακτίνες κι επένδυση καθρέφτη, ώστε ο κόσμος απέξω να βλέπει μια αντανάκλασή του, κι αυτό που είναι μέσα προστατεύεται από τ' αδιάκριτα μάτια και τις βλαβερές ακτίνες του ήλιου. Ένα μικρότερο κτήριο στέκεται ημιτελές κι όλο το οικόπεδο είναι γεμάτο λάσπη. Η Σκαρπέτα κάθεται στο αυτοκίνητο της, κοιτάζει μια μεγάλη γκαραζόπορτα που ανεβαίνει αργά κι εύχεται να μην έκανε τόσο θόρυβο η δική της. Το να έχεις μια πόρτα που βογκάει και τρίζει σαν κρεμαστή γέφυρα επιδεινώνει τη βαριά ατμόσφαιρα ενός νεκροτομείου. Μέσα όλα είναι καινούργια και περιποιημένα, φωτεινά και βαμμένα σε αποχρώσεις του άσπρου και του γκρι. Μερικά από τα εργαστήρια που προσπερνάει είναι άδεια δωμάτια, ενώ άλλα είναι πλήρως εξοπλισμένα. Οι πάγκοι είναι αδειανοί, οι χώροι εργασίας καθαροί κι εκείνη περιμένει ανυπόμονα τη μέρα που θα νιώσει πως το μέρος κατοικείται. Φυσικά, είναι αργά, όμως ακόμα κι έτσι καμιά εικοσαριά άνθρωποι έρχονται για δουλειά και περίπου οι μισοί απ' αυτούς ακολούθησαν τη Λούσι από το προηγούμενο εργαστήριο της στη Φλόριντα. Στο τέλος θα έχει τις τελειότερες ιατροδικαστικές εγκαταστάσεις σ' όλη τη χώρα, και η Σκαρπέτα συνειδητοποιεί ότι αυτό της προκαλεί περισσότερη
392
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ανησυχία παρά χαρά. Από επαγγελματική άποψη, η Λούσι είναι όσο πιο επιτυχημένη θα μπορούσε να είναι, αλλά η ζωή της είναι θλιβερά λειψή, όπως και της Σκαρπέτα. Καμιά τους δεν καταφέρνει να έχει ή να συντηρήσει προσωπικές σχέσεις και μέχρι τώρα η Σκαρπέτα αρνιόταν να δει ότι αυτό είναι το στοιχείο που τις ενώνει. Παρά την ευγένεια του Μπέντον, στην ουσία εκείνο που έκανε συζητώντας μαζί της ήταν να της υπενθυμίσει γιατί το χρειαζόταν αυτό. Αυτά που της είπε ήταν αλήθεια, όσο κι αν ήταν καταθλιπτικά. Έτρεχε τόσο γρήγορα επί πενήντα χρόνια, ώστε δεν είχε να επιδείξει πολλά πέρ' από μια ασυνήθιστη ικανότητα ν* αντέχει τον πόνο και το άγχος, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο το πρόβλημα που έχει ν' αντιμετωπίσει. Είναι πολύ πιο εύκολο να κάνει τη δουλειά της και να ζει τη ζωή με αμέτρητες ασχολίες και μεγάλους αδειανούς χώρους. Αν θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, όταν ο Μπέντον της έδωσε το δαχτυλίδι, δεν ένιωσε ούτε χαρούμενη ούτε ασφαλής. Συμβολίζει αυτό που την τρομάζει απίστευτα - ότι αυτό που της δίνει μπορεί να το πάρει πίσω ή ν' ανακαλύψει πως δεν το εννοεί. Φυσικό είναι που παρεκτράπηκε έτσι ο Μαρίνο. Ναι, ήταν μεθυσμένος και φτιαγμένος με ορμόνες, και πιθανότατα η Σάντι και η δρ Σελφ τον εξώθησαν να το κάνει. Αν όμως η Σκαρπέτα τον είχε παρατηρήσει καλά όλ' αυτά τα χρόνια, μάλλον θα μπορούσε να τον σώσει απ' τον εαυτό του και ν' αποφύγει μια παρεκτροπή που πιθανόν ήταν και δική της. Τον είχε κακοποιήσει κι αυτή, γιατί δεν στάθηκε ειλικρινής κι αξιόπιστη φίλη. Δεν του είπε όχι παρά μόνο όταν εκείνος έφτασε πολύ μακριά, κι αυτό το όχι θα μπορούσε να του το είχε πει πριν από είκοσι χρόνια. Δεν είμερωτευμένη μαζί σου, Μαρίνο, ούτε θα είμαι ποτέ. Δεν είσαι, ο τύπος μου, Μαρίνο. Κι αυτό δεν σημαίνει πως είμαι καλύτερη από σένα, Μαρίνο. Απλώς σημαίνει ότι δεν μπορώ. Φαντάζεται τι θα μπορούσε να είχε πει κι απαιτεί μια απάντηση στο γιατί δεν το είπε. Μπορεί ο Μαρίνο να την παρατούσε. Μπορεί εκείνη να έχανε τη συνεχή παρουσία του, όσο κι αν
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
393
ήταν ενοχλητική μερικές φορές. Μπορεί να του επέβαλλε το ίδιο πράγμα που η ίδια κατάφερε τόσο καλά ν' αποφύγει: την προσωπική απόρριψη και την απώλεια, και τώρα τα έχει και τα δυο, το ίδιο κι αυτός. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν στο δεύτερο όροφο κι η Σκαρπέτα ακολουθεί έναν άδειο διάδρομο με μια σειρά από εργαστήρια που το καθένα είναι σφραγισμένο με μια μεταλλική πόρτα και κλειδαριά αέρος. Σ' ένα εξωτερικό δωμάτιο φοράει μια άσπρη ιατρική μπλούζα μιας χρήσης, φιλέ στα μαλλιά, καλύμματα παπουτσιών, γάντια και μια μάσκα στο πρόσωπο. Περνάει σε μια άλλη σφραγισμένη περιοχή απολύμανσης με υπεριώδες φως κι από κει μπαίνει σ' ένα πλήρως αυτοματοποιημένο εργαστήριο, όπου εξάγεται το DNA κι αντιγράφεται - κι όπου η Λούσι, ντυμένη επίσης στα άσπρα απ' την κορφή ώς τα νύχια, της είχε πει να συναντηθούν για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους. Κάθεται κοντά σε μια συσκευή απορρόφησης αναθυμιάσεων και μιλάει μ' έναν επιστήμονα που είν' επίσης καλυμμένος ολόκληρος, κι επομένως δεν αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά. «Θεία Κει;» λέει η Λούσι. «Σίγουρα θυμάσαι τον Άαρον. Είναι ο προσωρινός διευθυντής μας». Το πρόσωπο πίσω από την πλαστική καλύπτρα χαμογελάει και ξαφνικά γίνεται γνώριμο, και κάθονται και οι τρεις μαζί. «Ξέρω πως είστε ειδικός», λέει η Σκαρπέτα. «Αλλά δεν ήξερα ότι αναλάβατε μια καινούργια θέση». Ρωτάει τι απέγινε ο προηγούμενος διευθυντής των εργαστηρίων. «Παραιτήθηκε. Εξαιτίας αυτών που έγραψε η δρ Σελφ στο Ίντερνετ», λέει η Λούσι και τα μάτια της είναι οργισμένα. «Παραιτήθηκε;» λέει η Σκαρπέτα. «Έτσι;» «Νόμισε ότι θα πεθάνω και βιάστηκε να βρει άλλη δουλειά. Τέλος πάντων, ήταν μαλάκας κι ήθελα να τον ξεφορτωθώ. Τι ειρωνεία! Αυτή η καριόλα μου έκανε μια εξυπηρέτηση. Αλλά δεν ήρθαμε να μιλήσουμε γι' αυτό. Έχουμε εργαστηριακά αποτελέσματα». «Αίμα, σάλιο, κύτταρα του επιθηλίου», λέει ο Άαρον. «Ας αρχίσουμε με την οδοντόβουρτσα της Λίντια Γουέμπστερ και το αί-
394
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
μα απ' το πάτωμα του μπάνιου. Έχουμε μια σαφή ιδέα του DNA της, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό γιατί έτσι θα μπορούμε να την αποκλείσουμε. Ή να την αναγνωρίσουμε τελικά». Σαν να μην υπάρχει αμφιβολία πως είναι νεκρή. «Μετά υπάρχει ένα διαφορετικό προφίλ στα κύτταρα της επιδερμίδας, στην κόλλα και στην άμμο που πήραμε από το σπασμένο παράθυρο στο πλυσταριό. Κι από το πληκτρολόγιο του συναγερμού. Το βρόμικο μακό στα άπλυτα. Και τα τρία έχουν το DNA της, πράγμα που δεν είναι παράξενο. Αλλά και το προφίλ ενός άλλου». «Και το σορτσάκι της Μαντελάιζα Ντούλεϊ;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Το αίμα που ήταν εκεί;» 0 Άαρον λέει: «Από τον ίδιο δότη όπως τα τρία που ανέφερα». «Το δολοφόνο, όπως πιστεύουμε», λέει η Λούσι. «Ή όποιον μπήκε μέσα στο σπίτι της». «Νομίζω ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί μ' αυτές τις δηλώσεις», λέει η Σκαρπέτα. «Είχαν μπει κι άλλοι άνθρωποι στο σπίτι της, μεταξύ των οποίων κι ο άντρας της». «Το DNA δεν είναι δικό του, και θα σου πω το γιατί σ' ένα λεπτό», λέει η Λούσι. Ο Άαρον λέει: «Αυτό που κάναμε ήταν δική σου ιδέα, να πάμε πέρ' από το συνηθισμένο συσχετισμό των προφίλ στο CODIS και να διευρύνουμε την έρευνα χρησιμοποιώντας την πλατφόρμα της τεχνολογίας του DNAPrint που συζητήσατε εσύ κι η Λούσι - μια ανάλυση που χρησιμοποιεί τους δείκτες πατρότητας κι αδερφικής σχέσης για να καταλήξουμε σε μια πιθανότητα συγγένειας». «Πρώτη ερώτηση», λέει η Λούσι. «Γιατί ο πρώην άντρας της ν' αφήσει ίχνη αίματος πάνω στο σορτσάκι της Μαντελάιζα Ντούλεϊ;» «Εντάξει», συμφωνεί η Σκαρπέτα. «Λογικό επιχείρημα. Κι αν το αίμα είναι του Ανθρώπου της Άμμου -και για να είμαι σαφής, θα τον αποκαλώ έτσι-, τότε θα πρέπει κάπως να τραυματίστηκε». «Μπορεί να ξέρουμε πώς», λέει η Λούσι. «Κι έχουμε αρχίσει να σχηματίζουμε και μια ιδέα για το από ποιον».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
395
Ο Άαρον διαλέγει ένα ντοσιέ. Βγάζει μια αναφορά και τη δίνει στη Σκαρπέτα. «Το άγνωστο αγοράκι και ο Άνθρωπος της Άμμου», λέει ο Άαρον. «Ξέροντας ότι ο καθένας από τους γονείς προσφέρει περίπου το μισό από το γενετικό υλικό του στο παιδί, θα πρέπει να περιμένουμε ότι δείγματα από ένα γονέα κι ένα παιδί θα υποδείξουν τη σχέση τους. Και στην περίπτωση του Ανθρώπου της Άμμου και του αγοριού υπάρχει μια πολύ στενή οικογενειακή σχέση». Η Σκαρπέτα κοιτάζει τ' αποτελέσματα των τεστ. «Θα πω το ίδιο που είπα κι όταν πήραμε την αναγνώριση του αποτυπώματος», λέει. «Είμαστε βέβαιοι ότι δεν έχει γίνει κάποιο λάθος; Κάποια πρόσμειξη, λόγου χάρη;» «Δεν κάνουμε λάθη. Όχι τέτοια», λέει η Λούσι. «Έχεις μία μόνο πιθανότητα, κι αυτό είναι όλο». «Το αγόρι είναι γιος του Ανθρώπου της Άμμου;» θέλει να βεβαιωθεί η Σκαρπέτα. «Θα ήθελα συσχετισμούς και έρευνα, αλλά, όπως και να 'χει, το υποψιάζομαι», απαντάει ο Άαρον. «Τουλάχιστον, όπως είπα, έχουν πολύ στενή συγγενική σχέση». «Είπες ότι τραυματίστηκε», λέει η Λούσι. «Το αίμα του Ανθρώπου της Άμμου στο σορτσάκι; Και είναι επίσης στη σπασμένη θήκη δοντιού που βρήκες στην μπανιέρα της Λίντια Γουέμπστερ;» «Μπορεί να τον δάγκωσε», λέει η Σκαρπέτα. «Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα», λέει η Λούσι. «Ας επιστρέψουμε στο αγοράκι», λέει η Σκαρπέτα. «Αν υπονοούμε ότι ο Άνθρωπος της Άμμου σκότωσε τον ίδιο του το γιο, δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Η κακοποίηση συνεχιζόταν για καιρό. Το παιδί θα πρέπει να το φρόντιζε κάποιος όσο ο Άνθρωπος της Άμμου ήταν στο Ιράκ και στην Ιταλία, αν οι πληροφορίες που έχουμε είναι σωστές». «Μπορώ να σου πω για τη μητέρα του παιδιού», λέει η Λούσι. «Έχουμε αυτό το συσχετισμό, εκτός κι αν το DNA στα εσώρουχα της Σάντι Σνουκ ανήκε σε κάποια άλλη. Μπορεί αυτό να εξηγεί γιατί είχε τόση πρεμούρα να κάνει βόλτα στο νεκροτομείο
396
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
για να δει το πτώμα του και ν' ανακαλύψει τι μπορεί να ήξερες εσύ για την υπόθεση. Ν' ανακαλύψει τι μπορεί να ήξερε ο Μαρίνο». «Μίλησες στην αστυνομία;» λέει η Σκαρπέτα. «Και μπορώ να μάθω πώς βρήκες το εσώρουχο της;» Ο Άαρον χαμογελάει. Η Σκαρπέτα συνειδητοποιεί γιατί η ερώτηση μπορεί να φαίνεται αστεία. «Ο Μαρίνο», λέει η Λούσι. «Και το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για το δικό του DNA. Έχουμε το προφίλ του για να μπορούμε να τον αποκλείσουμε, όπως έχουμε και το δικό σου, το δικό μου. Η αστυνομία θα χρειαστεί περισσότερα για να προχωρήσει, δεν αρκούν τα εσώρουχα που βρέθηκαν στο πάτωμα του Μαρίνο, όμως ακόμα κι αν δεν σκότωσε η ίδια το γιο της στο ξύλο, θα πρέπει να ξέρει ποιος το έκανε». «Αναγκαστικά αναρωτιέμαι αν το έκανε ο Μαρίνο», λέει η Σκαρπέτα. «Είδες το βίντεο με τον Μαρίνο κι αυτή στο νεκροτομείο», λέει η Λούσι. «Δεν μου φάνηκε να ξέρει κάτι. Εξάλλου, μπορεί να είναι τούτο κι εκείνο, αλλά ποτέ δεν θα προστάτευε κάποια που θα έκανε κάτι τέτοιο σ' ένα παιδί». Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία. Όλα δείχνουν τον Άνθρωπο της Άμμου κι αποκαλύπτουν ένα άλλο εκπληκτικό γεγονός. Τα δύο δείγματα DNA από τα νύχια της Ντριου Μάρτιν ανήκουν στον Άνθρωπο της Άμμου και σε κάποιον άλλο που είναι στενός συγγενής του. «Άντρας», εξηγεί ο Άαρον. «Σύμφωνα με τους Ιταλούς αναλυτές, 99% Ευρωπαίος. Ίσως ένας άλλος γιος; Ο αδερφός του Ανθρώπου της Άμμου μήπως; Ο πατέρας του;» «Τρεις πηγές DNA από την ίδια οικογένεια;» Η Σκαρπέτα είναι κατάπληκτη. «Κι ένα ακόμα έγκλημα», λέει η Λούσι. Ο Άαρον δίνει στη Σκαρπέτα άλλη μια έκθεση και λέει: «Μια σύνδεση μ' ένα βιολογικό δείγμα από ένα άλλο άλυτο έγκλημα που κανείς δεν συνέδεσε με την Ντριου Μάρτιν, τη Λίντια Γουέμπστερ ή κάποια άλλη υπόθεση».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
397
«Πρόκειται για ένα βιασμό το 2004», λέει η Λούσι. «Φαίνεται ότι ο άνθρωπος που μπήκε στο σπίτι της Λίντια Γουέμπστερ, και πιθανότατα σκότωσε επίσης την Ντριου Μάρτιν, βίασε και μια τουρίστρια στη Βενετία πριν από τρία χρόνια. Το προφίλ του DNA από κείνη την υπόθεση βρίσκεται στην ιταλική βάση δεδομένων, που αποφασίσαμε να την ερευνήσουμε. Φυσικά, δεν υπάρχει αντιστοιχία με υπόπτους, μιας και δεν μπορούν εκ των υστέρων να εισαγάγουν τα προφίλ γνωστών ατόμων. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε κανένα όνομα. Μόνο σπέρμα». «Προς Θεού, πρέπει να προστατευτούν τα προσωπικά δεδομένα των βιαστών και των δολοφόνων», λέει ο Άαρον. «Οι ειδήσεις ήταν ελάχιστες», λέει η Λούσι. «Εικοσάχρονη φοιτήτρια στη Βενετία, ένα θερινό πρόγραμμα καλλιτεχνικών σπουδών. Πήγε σ' ένα μπαρ αργά το βράδυ, γυρνούσε με τα πόδια στο ξενοδοχείο της κοντά στη Γέφυρα των Στεναγμών και δέχτηκε επίθεση. Μέχρι τώρα, αυτά είναι τα μόνα που ξέρουμε για την υπόθεση. Αλλά μιας και ήταν στην αρμοδιότητα των Καραμπινιέρων, ο φίλος σου ο λοχαγός θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες». «Ίσως το πρώτο βίαιο έγκλημα του Ανθρώπου της Άμμου», λέει η Σκαρπέτα. «Ως πολίτη, τουλάχιστον. Αν υποθέσουμε πως υπηρέτησε πραγματικά στο Ιράκ. Συχνά, ένας πρωτόβγαλτος εγκληματίας αφήνει ίχνη, αλλά μετά βάζει μυαλό. Αυτός ο τύπος είναι έξυπνος και η μέθοδος του έχει εξελιχθεί σημαντικά. Είναι προσεκτικός να μην αφήσει ίχνη κι έχει γίνει πολύ πιο βίαιος, κι αφού τελειώσει, τα θύματά του δεν ζουν πια για να μιλήσουν. Ευτυχώς, δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να άφηνε το DNA του στη χειρουργική κόλλα. Τα ξέρει αυτά ο Μπέντον;» λέει. «Ναι. Και ξέρει ότι έχουμ' ένα πρόβλημα με το χρυσό σου νόμισμα», λέει η Λούσι μπαίνοντας σ' αυτό το θέμα. «Το DNA πάνω σ' αυτό και πάνω στην αλυσίδα είναι του Ανθρώπου της Άμμου, κι αυτό τον τοποθετεί ακριβώς πίσω απ' το σπίτι σου τη νύχτα που εσύ κι ο Μπουλ βρήκατε το όπλο στο στενάκι. Αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό για τον Μπουλ. Το μενταγιόν μπορεί να ήταν δι-
398
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
κό του. Έχω ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Δεν έχουμε το DNA του Μπουλ για να ξέρουμε». «Αν είναι ο Άνθρωπος της Άμμου;» Η Σκαρπέτα για μια στιγμή δεν το πιστεύει. «Απλώς λέω ότι δεν έχουμε το DNA του», λέει η Λούσι. «Και το όπλο; Τα φυσίγγια;» ρωτάει η Σκαρπέτα. «Δεν υπήρχε το DNA του Ανθρώπου της Άμμου σε κανένα από τα δείγματα», λέει η Λούσι. «Αλλ' αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Εντάξει ν' αφήσει το DNA του σ' ένα μενταγιόν. Το να τ' αφήσει σ' ένα όπλο όμως είναι διαφορετικό, γιατί μπορεί να πήρε το όπλο από κάποιον άλλο. Μπορεί να πρόσεξε να μην αφήσει το DNA του ή τα δακτυλικά του αποτυπώματα πάνω του και να μας είπε την ιστορία που μας είπε - ότι ο μαλάκας που σε απείλησε είναι αυτός που έχασε το όπλο, όταν εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε όρκο ότι ο τύπος πλησίασε ποτέ στο σπίτι σου. Αυτό το λέει ο Μπουλ, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες». «Υπονοείς ότι ο Μπουλ -αν υποθέσουμε πως είναι αυτός ο Άνθρωπος της Άμμου, πράγμα που δεν το πιστεύω- μπορεί να έχασε σκόπιμα το όπλο. Αλλά δεν ήθελε να χάσει το μενταγιόν», λέει η Σκαρπέτα. «Αυτό δεν έχει νόημα για δύο λόγους. Γιατί έσπασε το μενταγιόν του; Και δεύτερον, αν μέχρι τη στιγμή που το βρήκε δεν ήξερε ότι έσπασε και του 'πεσε, γιατί να μου το δείξει; Γιατί να μην το χώσει στην τσέπη του; Θα μπορούσα να συμπληρώσω ότι το τρίτο παράξενο είναι να είχε ένα μενταγιόν με χρυσό νόμισμα που θυμίζει πολύ το μενταγιόν με το ασημένιο δολάριο που έδωσε η Σάντι στον Μαρίνο». «Καλό θα ήταν να πάρουμε τ' αποτυπώματα του Μπουλ», λέει ο Άαρον. «Σίγουρα θα έπρεπε να είχαμε δείγματά του. Και μ' ενοχλεί η ιδέα ότι εξαφανίστηκε». «Αυτά έχουμε προς το παρόν», λέει η Λούσι. «Θα τον κλωνοποιήσουμε. Θα κάνουμε ένα αντίγραφο του σ' ένα δισκίο Πέτρι για να ξέρουμε ποιος είναι», λέει αστειευόμενη. «Θυμάμαι ότι πριν από λίγο καιρό έπρεπε να περιμένω βδομάδες, μήνες για το DNA». Η Σκαρπέτα λυπάται για κείνη την
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
399
εποχή, που της υπενθυμίζει επώδυνα πόσοι άνθρωποι κακοποιήθηκαν και δολοφονήθηκαν επειδή ένας βίαιος εγκληματίας δεν μπορούσε να ταυτοποιηθεί σύντομα. «Εντάξει», λέει η Λούσι στη Σκαρπέτα. «Τώρα μένει να δούμε τι πουλιά θα πιάσουμε με το ελικόπτερο, σε μια ωραία πτήση εξ όψεως. Θα σε δω στο αεροδρόμιο».
Μέσα στο γραφείο του Μαρίνο, τα κύπελλά του από το μπόουλινγκ διαγράφονται με φόντο τον παλιό σοβατισμένο τοίχο κι η ατμόσφαιρα έχει μια αίσθηση κενού. Ο Μπέντον κλείνει την πόρτα και δεν ανάβει το φως. Κάθεται στα σκοτεινά στο γραφείο του Μαρίνο και για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι, παρ' όλα όσα είπε, ουδέποτε πήρε τον Μαρίνο στα σοβαρά ή του έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα. Αν θέλει να είναι ειλικρινής, πάντα τον θεωρούσε παιδί για τα θελήματα της Σκαρπέτα - έναν αδαή, κοντόφθαλμο, άξεστο μπάτσο που δεν ανήκε στο σύγχρονο κόσμο, πράγμα που μαζί με μερικούς άλλους παράγοντες είχε σαν αποτέλεσμα να είναι δυσάρεστο να τον έχεις κοντά σου και να μην μπορεί να προσφέρει ιδιαίτερη βοήθεια. Ο Μπέντον απλώς τον ανεχόταν. Τον είχε υποτιμήσει από μερικές απόψεις και τον καταλάβαινε απόλυτα από άλλες, αλλά δεν είχε καταφέρει ν' αναγνωρίσει το προφανές. Ενώ κάθεται στο ελάχιστα χρησιμοποιημένο γραφείο του Μπέντον και κοιτάζει τα φώτα του Τσάρλεστον έξω απ' το παράθυρο, εύχεται να είχε δώσει μεγαλύτερη προσοχή και στον Μαρίνο και σε όλα. Αυτό που έπρεπε να ξέρει βρίσκεται και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του. Η ώρα στη Βενετία είναι περίπου τέσσερις το πρωί. Είναι φυσικό που ο Πάουλο Μαρόνι έφυγε από το ΜακΛίν, και τώρα από τη Ρώμη. «Ρτοπίο», απαντάει στο τηλέφωνο. «Κοιμόσουν;» ρωτάει ο Μπέντον. «Αν σ' ένοιαζε, δεν θα μου τηλεφωνούσες. Τι συμβαίνει κι εί-
400
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ναι ανάγκη να μου τηλεφωνήσεις τέτοια ακατάλληλη ώρα; Κάποια εξέλιξη στην υπόθεση, ελπίζω». «Όχι κατ' ανάγκη καλή». «Τότε τι;» Στη φωνή του δρ Μαρόνι διακρίνεται ένα ίχνος δισταγμού, ή ίσως αυτό που ακούει ο Μπέντον να είναι παραίτηση. «Ο ασθενής που είχες». «Σου είπα γι' αυτόν». «Μου είπες αυτά που ήθελες να μου πεις, Πάουλο». «Σε τι άλλο μπορούσα να σε βοηθήσω;» λέει ο δρ Μαρόνι. «Εκτός απ' αυτά που σου είπα, διάβασες και τις σημειώσεις μου. Σου στάθηκα φίλος και δεν σε ρώτησα πώς έγινε. Δεν κατηγόρησα τη Λούσι, λόγου χάρη». «Μπορεί να θελήσεις να κατηγορήσεις τον εαυτό σου. Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα πως ήθελες να έχουμε πρόσβαση στους φακέλους του ασθενούς σου; Τους άφησες στο δίκτυο του νοσοκομείου. Άφησες το file-sharing ανοιχτό, πράγμα που σημαίνει ότι όποιος μπορούσε να φανταστεί πού είναι, μπορούσε να τους βρει. Για τη Λούσι, ναι, δεν θα ήταν κανένας κόπος. Για σένα όμως δεν ήταν λάθος. Είσαι πολύ έξυπνος και δεν κάνεις τέτοια λάθη». «Επομένως, παραδέχεσαι πως η Λούσι παραβίασε τους απόρρητους ηλεκτρονικούς μου φακέλους». «Ήξερες ότι θα θέλαμε να δούμε τις σημειώσεις σου για τους ασθενείς. Έτσι το κανόνισες πριν φύγεις για Ρώμη. Πράγμα που συνέβη νωρίτερα απ' όσο σχεδίαζες, επί τη ευκαιρία. Πολύ βολικά, αμέσως μόλις έμαθες πως η δρ Σελφ θα έμπαινε στο ΜακΛίν ως ασθενής. Το επέτρεψες. Δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή στο Παβίλιον αν δεν το επέτρεπες εσύ». «Ήταν μανιακή». «Ήταν υπολογίστρια. Το ξέρει;» «Να ξέρει τι;» «Μη μου λες ψέματα». «Είναι ενδιαφέρον να νομίζεις ότι μπορεί να σου λέω ψέματα», λέει ο δρ Μαρόνι. «Μίλησα με τη μητέρα της δρ Σελφ». Azara
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
401
«Είναι ακόμα τόσο αντιπαθητική;» «Φαντάζομαι ότι δεν άλλαξε», λέει ο Μπέντον. «Σπάνια αλλάζουν τέτοιοι άνθρωποι. Μερικές φορές ξεθυμαίνουν καθώς γερνάνε. Στη δική της περίπτωση, έχει γίνει μάλλον χειρότερη. Όπως θα γίνει και η Μέριλιν. Όπως είναι ήδη». «Φαντάζομαι πως ούτε αυτή έχει αλλάξει πολύ. Αν και η μητέρα της ρίχνει την ευθύνη για τη διαταραχή προσωπικότητας της κόρης της σ' εσένα», λέει ο Μπέντον. «Και ξέρουμε καλά ότι δεν έγινε έτσι. Δεν έχει διαταραχή προσωπικότητας εξαιτίας του Πάουλο. Την απέκτησε από μόνη της». «Δεν το βρίσκω καθόλου διασκεδαστικό». «Και βέβαια δεν είναι». «Πού βρίσκεται;» ρωτάει ο Μπέντον. «Και ξέρεις πολύ καλά ποιον εννοώ». «Τα παλιά εκείνα χρόνια, ένας άνθρωπος σε ηλικία δεκαέξι χρονών ήταν ακόμη ανήλικος. Καταλαβαίνεις;» «Κι εσύ ήσουν είκοσι εννιά». «Είκοσι δύο. Η Γκλάντις θέλει να με προσβάλλει παρουσιάζοντάς με τόσο μεγαλύτερο. Σίγουρα καταλαβαίνεις γιατί αναγκάστηκα να φύγω», λέει ο δρ Μαρόνι. «Να φύγεις ή να το βάλεις στα πόδια; Αν ρωτήσουμε τη δρ Σελφ, περιγράφει μ' αυτή τη δεύτερη φράση τη βιαστική έξοδό σου πριν από μερικές εβδομάδες. Της φέρθηκες άπρεπα και το 'σκασες στην Ιταλία. Πού βρίσκεται εκείνος, Πάουλο; Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, και μην το κάνεις σε κανέναν άλλο». «Θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι αυτή μου φέρθηκε άπρεπα;» «Δεν έχει σημασία. Δεν μ* ενδιαφέρει καθόλου. Πού βρίσκεται εκείνος;» λέει ο Μπέντον. «Θα το χαρακτήριζαν βιασμό ανηλίκου, ξέρεις. Η μητέρα της με απείλησε, και πράγματι ήθελε να πιστεύει πως η Μέριλιν δεν θα έκανε σεξ μ' έναν άντρα που έτυχε να γνωρίσει στις ανοιξιάτικες διακοπές. Ήταν τόσο όμορφη και συναρπαστική, και μου πρόσφερε την παρθενιά της, κι εγώ την πήρα. Την αγαπούσα. Το 'σκασα από κοντά της, είν' αλήθεια. Είχα καταλάβει από τότε
402
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
πως ήταν φαρμακερή. Αλλά δεν ξαναγύρισα στην Ιταλία, όπως την άφησα να πιστεύει. Ξαναγύρισα στο Χάρβαρντ για να τελειώσω την Ιατρική, κι εκείνη ποτέ δεν έμαθε πως ήμουν ακόμα στην Αμερική». «Κάναμε το DNA, Πάουλο». «Όταν γεννήθηκε το παιδί, δεν το ήξερε ακόμα. Της έγραφα, ξέρεις. Κι έβαζα να μου ταχυδρομούν τα γράμματα από τη Ρώμη»· «Πού βρίσκεται, Πάουλο; Πού είναι ο γιος σου;» «Την παρακάλεσα να μην κάνει έκτρωση, γιατί είναι ενάντια στις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις. Είπε ότι αν γεννούσε το παιδί, θα 'πρεπε να το μεγαλώσω εγώ. Κι έκανα ό,τι μπορούσα γι' αυτό που αποδείχτηκε τέρας της φύσεως, ένας δαίμονας με υψηλό IQ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ιταλία κι ένα διάστημα μαζί της μέχρι που έγινε δεκαοχτώ. Αυτός είναι είκοσι εννιά τώρα. Ίσως η Γκλάντις να έπαιζε τα παιχνιδάκια της... Από πολλές απόψεις, δεν ανήκει σε κανέναν μας και μας μισεί και τους δυο. Τη Μέριλιν περισσότερο από μένα, αν και την τελευταία φορά που τον είδα, φοβήθηκα για την ασφάλειά μου. Ίσως και για τη ζωή μου. Νόμιζα ότι θα με χτυπήσει μ' ένα κομμάτι από αρχαίο άγαλμα, αλλά κατάφερα να τον ηρεμήσω». «Και πότε έγινε αυτό;» «Μόλις έφτασα εδώ. Ήταν στη Ρώμη». «Ήταν στη Ρώμη και όταν δολοφονήθηκε η Ντριου Μάρτιν. Κάποια στιγμή επέστρεψε στο Τσάρλεστον. Ξέρουμε ότι πριν από λίγο ήταν στο Χίλτον Χεντ». «Τι να πω, Μπέντον; Ξέρεις την απάντηση. Η μπανιέρα στη φωτογραφία είναι η μπανιέρα του διαμερίσματος μου στην Πιάτσα Ναβόνα, αλλά εσύ δεν ήξερες ότι έμενα στην Πιάτσα Ναβόνα. Αν το ήξερες, μπορεί να μου έκανες ερωτήσεις για το διαμέρισμά μου που βρίσκεται πολύ κοντά στο εργοτάξιο όπου βρέθηκε το πτώμα της Ντριου Μάρτιν. Μπορεί ν' αναρωτιόσουνα για τη σύμπτωση να οδηγώ μια μαύρη Αάντσια εδώ. Πιθανότατα τη σκότωσε στο διαμέρισμά μου και τη μετέφερε με το αυτοκίνητο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
403
μου λίγο πιο πέρα. Ίσως μόλις ένα τετράγωνο. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό πιστεύω πως έγινε. Κι έτσι, μπορεί να ήταν προτιμότερο να με χτυπούσε στο κεφάλι μ* εκείνο το αρχαίο πόδι. Αυτό που έκανε είναι αδιανόητο, αποτρόπαιο. Αλλά είναι ο γιος τής Μέριλιν». «Και δικός σου». «Είναι ένας Αμερικανός πολίτης που δεν ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο και συνέχισε την ανοησία του με το να καταταγεί στην Αμερικανική Αεροπορία για να γίνει φωτογράφος στο φασιστικό σας πόλεμο, όπου και τραυματίστηκε. Στο πόδι. Πιστεύω πως το προκάλεσε ο ίδιος αφότου έβγαλε το φίλο του απ' τη δυστυχία του πυροβολώντας τον στο κεφάλι. Αλλά πέρα απ' αυτά, μπορεί να ήταν ήδη ανισόρροπος όταν έφυγε, αλλά ήταν ψυχολογικά και διανοητικά αγνώριστος όταν γύρισε πίσω. Ομολογώ ότι δεν ήμουν ο πατέρας που θα 'πρεπε να είμαι. Του έστελνα προμήθειες. Εργαλεία, μπαταρίες, φαρμακευτικό υλικό. Αλλά δεν πήγα να τον δω όταν όλα τελείωσαν. Δεν μ' ένοιαζε. Το παραδέχομαι» . «Πού είναι τώρα;» «Αφότου μπήκε στην Αεροπορία, ένιψα τας χείρας μου. Το παραδέχομαι. Δεν μου ήταν τίποτα. Μετά απ' όλ' αυτά -μετά από τόσες θυσίες που έκανα για να τον κρατήσω σ' αυτό τον κόσμο, ενώ η Μέριλιν δεν το ήθελε-, δεν σήμαινε τίποτα πια για μένα. Φαντάσου ειρωνεία. Του έσωσα τη ζωή επειδή η Εκκλησία λέει πως η έκτρωση είναι φόνος, και κοίτα τι κάνει. Σκοτώνει ανθρώπους. Εκεί πέρα τους σκότωσε επειδή ήταν η δουλειά του και τώρα τους σκοτώνει εξαιτίας της τρέλας του». «Και το παιδί του;» «Η Μέριλιν και τα πρότυπά της. Άπαξ κι έχει ένα πρότυπο, γιά προσπάθησε να της το παραβιάσεις - είπε στη μητέρα να το κρατήσει, όπως είχα πει εγώ στην ίδια να κρατήσει το γιο μας. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα λάθος. Ο γιος μας δεν κάνει για πατέρας, έστω κι αν αγαπάει πολύ το γιο του». «Το αγοράκι του είναι νεκρό», λέει ο Μπέντον. «Το άφησαν να
404
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
πεθάνει της πείνας, το ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου και το παράτησαν σ' ένα έλος να το φάνε τα σκουλήκια και τα καβούρια». «Λυπάμαι που τ* ακούω. Δεν το γνώρισα ποτέ το παιδί». «Είσαι πολύ φιλεύσπλαχνος, Πάουλο. Πού είναι ο γιος σου;» «Δεν ξέρω». «Θα πρέπει να καταλαβαίνεις πόσο σοβαρό είναι. Θες να πας στη φυλακή;» «Την τελευταία φορά που ήταν εδώ, τον συνόδεψα μέχρι έξω στο δρόμο, όπου ήταν ασφαλές να του μιλήσω, και του είπα ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ. Ήταν μερικοί τουρίστες στο εργοτάξιο όπου βρέθηκε το πτώμα της Ντριου. Είχε σωρούς με λουλούδια και λούτρινα ζωάκια. Τα είδα όλ' αυτά ενώ του έλεγα να φύγει και να μην ξανάρθει, κι αν δεν συμμορφωνόταν με την επιθυμία μου, θα πήγαινα στην αστυνομία. Ύστερα καθάρισα στην εντέλεια το διαμέρισμά μου. Και κάλεσα τον Ότο για να προσφέρω τη βοήθειά μου στην υπόθεση, επειδή ήταν σημαντικό να μάθω τι ήξερε η αστυνομία». «Δεν πιστεύω ότι δεν ξέρεις πού είναι», λέει ο Μπέντον. «Δεν πιστεύω ότι δεν ξέρεις πού μένει ή πού ζει ή -το πιο πιθανό τώρα- πού κρύβεται. Δεν θέλω να πάω στη γυναίκα σου. Υποθέτω πως δεν έχει ιδέα». «Σε παρακαλώ, μην μπλέκεις τη γυναίκα μου σ' αυτό. Δεν ξέρει τίποτα». «Μπορεί να ξέρεις κάτι άλλο», λέει ο Μπέντον. «Η μητέρα του νεκρού σου εγγονού. Είναι ακόμα με το γιο σου;» «Είναι κάπως σαν αυτό που είχα εγώ με τη Μέριλιν. Πληρώνεις μια ολόκληρη ζωή το σεξ, που έκανες με κάποια. Αυτές οι γυναίκες; Μένουν σκόπιμα έγκυες, ξέρεις. Για να σε κρατάνε δεμένο. Είναι παράξενο. Το κάνουν και μετά δεν θέλουν το παιδί, γιατί αυτό που ήθελαν στην πραγματικότητα ήσουν εσύ». «Δεν ρώτησα αυτό». «Ποτέ δεν τη γνώρισα. Η Μέριλιν μου είπε πως τη λένε Σάντι και πως είναι μια πόρνη. Κι ανόητη». «Είναι ακόμη μαζί της ο γιος σου; Αυτό ρώτησα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
405
«Κάνανε μαζί το παιδί. Αλλ' αυτό είναι όλο. Η ίδια ιστορία ξανά. Οι αμαρτίες του πατέρα. Γεγονότα που επαναλαμβάνονται. Και τώρα ειλικρινά λέω: εύχομαι να μην είχε γεννηθεί ο γιος μου». «Η Μέριλιν προφανώς ξέρει τη Σάντι», λέει ο Μπέντον. «Κι αυτό με φέρνει στον Μαρίνο». «Δεν τον ξέρω, ούτε ποια σχέση έχει με όλ' αυτά». Ο Μπέντον του λέει. Ενημερώνει το δρ Μαρόνι για τα πάντα, εκτός απ' αυτό που έκανε ο Μαρίνο στη Σκαρπέτα. «Θέλεις λοιπόν να στο αναλύσω;» λέει ο δρ Μαρόνι. «Βασιζόμενος στα όσα ξέρω για τη Μέριλιν, βασιζόμενος σ' αυτά που μόλις είπες, θα τολμούσα να πω ότι ο Μαρίνο έκανε πολύ μεγάλο λάθος όταν έστειλε το e-mail στη Μέριλιν. Της έδειξε δυνατότητες που, καταλαβαίνεις, δεν είχαν καμιά σχέση με το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στο ΜακΛίν. Τώρα εκείνη μπορεί να επιτεθεί στο μοναδικό άνθρωπο που μισεί πραγματικά, την Κέι, βέβαια. Ποιος καλύτερος τρόπος υπάρχει απ' το να βασανίσει τους ανθρώπους που αγαπάει;» «Αυτή είναι η αιτία που ο Μαρίνο γνώρισε τη Σάντι;» «Έτσι μαντεύω. Αλλά όχι όλη η αιτία που η Σάντι ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ γι' αυτόν. Είναι και το αγόρι. Η Μέριλιν δεν το ξέρει. Ή δεν το ήξερε. Αλλιώς θα μου το *λεγε. Δεν νομίζω ότι θα της άρεσε να κάνει κάτι τέτοιο ένας άνθρωπος». «Είναι τόσο σπλαχνική όσο κι εσύ», λέει ο Μπέντον. «Και μιας και το 'φερε η κουβέντα, βρίσκεται εδώ». «Εννοείς στη Νέα Υόρκη». «Εννοώ στο Τσάρλεστον. Πήρα ένα ανώνυμο e-mail με πληροφορίες που δεν θέλω να συζητήσω, κι εντόπισα το IP στο ξενοδοχείο Τσάρλεστον Πλέις, αναγνώρισα το Machine Access Code. Μάντεψε ποιος μένει εκεί». «Σε προειδοποιώ να προσέξεις τι θα της πεις. Δεν ξέρει για τον Γουίλ». «Τον Γουίλ;» «Τον Γουίλ Ράμπο. Όταν η Μέριλιν άρχισε να γίνεται διάσημη, εκείνος άλλαξε τ' όνομά του από Γουίλαρντ Σελφ σε Γουίλ
406
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Ράμπο. Διάλεξε το Ράμπο, ένα συμπαθητικό σουηδικό όνομα. Είναι ό,τι μπορείς να φανταστείς εκτός από Ράμπο, κι αυτό είναι εν μέρει το πρόβλημά του. Ο Γουίλ είναι μάλλον μικροκαμωμένος. Είναι όμορφο παιδί, αλλά μικροκαμωμένο». «Όταν η Μέριλιν πήρε τα e-mail του Ανθρώπου της Άμμου δεν είχε ιδέα πως ήταν ο γιος της;» λέει ο Μπέντον, κι είναι αλλόκοτο ν' ακούει ν' αναφέρονται στον Άνθρωπο της Άμμου σαν να πρόκειται για ένα παιδί. «Όχι. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Ακόμα δεν το ξέρει, απ* όσο καταλαβαίνω. Όχι συνειδητά, αλλά πώς μπορώ να ξέρω τι καταλαβαίνει μες στα βάθη του μυαλού της; Όταν εισήχθη στο ΜακΛίν και μου είπε για το e-mail, τη φωτογραφία της Ντριου Μάρτιν...» «Σου το είπε;» «Φυσικά». Του Μπέντον του 'ρχεται να ορμήσει μέσ' από το τηλέφωνο και να τον αρπάξει απ' το λαιμό. Θα 'πρεπε να τον χώσουν φυλακή. Θα 'πρεπε να τον ρίξουν στην κόλαση. «Τώρα που το σκέφτομαι, είναι τραγικά ολοφάνερο. Το υποψιαζόμουν από την αρχή, αλλά ποτέ δεν της το ανέφερα. Θέλω να πω - από την αρχή, όταν μου τηλεφώνησε για να μου τον συστήσει, κι ο Γουίλ ήξερε ότι έτσι ακριβώς θα έκανε. Φυσικά, είχε το e-mail της. Η Μέριλιν είναι πολύ γενναιόδωρη στα περιστασιακά e-mail σε ανθρώπους που δεν προλάβαινε να δει. Αυτός άρχισε να της στέλνει τα παράξενα e-mail που ήξερε ότι θα την αιχμαλώτιζαν, γιατί είναι τόσο άρρωστος ώστε να την ξέρει απέξω κι ανακατωτά. Είμαι σίγουρος ότι το διασκέδασε όταν εκείνη του συνέστησε να δει εμένα, κι όταν εκείνος τηλεφώνησε στο ιατρείο μου στη Ρώμη για να κλείσει ραντεβού, το πράγμα κατέληξε, φυσικά, όχι σε μια ιατρική επίσκεψη, αλλά στο να δειπνήσουμε μαζί. Ανησύχησα για την πνευματική του υγεία, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε απ' το μυαλό ότι μπορούσε να σκοτώσει κάποιον. Όταν άκουσα για τη δολοφονία της τουρίστριας στο Μπάρι, το απώθησα». «Βίασε και μια γυναίκα στη Βενετία. Πάλι τουρίστρια».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
407
«Δεν με παραξενεύει. Άσε με να μαντέψω. Αφότου άρχισε ο πόλεμος και μετά. Κάθε φορά που συμμετείχε στον πόλεμο, γινόταν χειρότερα». «Επομένως οι σημειώσεις για την υπόθεση δεν ήταν απ' τα ραντεβού σου μαζί του. Προφανώς, επειδή είναι γιος σου και δεν υ7ΐήρξε ποτέ ασθενής σου». «Ήταν πλαστές οι σημειώσεις. Περίμενα πως θα το μάντευες». «Γιατί;» «Για να φτάσουμε σ' αυτό. Να τον βρεις εσύ, μιας κι εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τον καταδώσω. Έπρεπε να μου κάνεις εσύ τις ερωτήσεις για ν' απαντήσω, όπως και έκανα». «Αν δεν τον βρούμε σύντομα, Πάουλο, θα σκοτώσει ξανά. Είναι και κάτι άλλο, ξέρεις. Μήπως έχεις καμιά φωτογραφία του;» «Όχι πρόσφατη». «Στείλε μου ό,τι έχεις». «Αυτά που χρειάζεσαι, πρέπει να τα έχει η Αεροπορία. Ίσως και τα δακτυλικά του αποτυπώματα και το DNA του. Κι ασφαλώς, φωτογραφία του. Καλύτερα να τα πάρεις απ' αυτούς». «Και μέχρι να περάσω απ' όλες αυτές τις συμπληγάδες», λέει ο Μπέντον, «θα είναι πια πολύ αργά». «Δεν θα ξαναγυρίσω», λέει ο δρ Μαρόνι. «Είμαι βέβαιος ότι δεν θα προσπαθήσεις να με φέρεις πίσω και θα μ' αφήσεις ήσυχο, μιας και σου έδειξα σεβασμό, οπότε θα πρέπει να με σεβαστείς κι εσύ. Και, όπως και να 'χει, θα ήταν μάταιο, Μπέντον», λέει. «Έχω πάρα πολλούς.φίλους εδώ».
22 Η Λούσι κάνει τον έλεγχο πριν απ' την απογείωση. Φώτα προσγείωσης, διακόπτης Nr, όριο ΟΕΙ, βαλβίδες καυσίμων. Ελέγχει τις ενδείξεις των οργάνων πτήσης και του υψομέτρου, ανάβει την μπαταρία. Βάζει μπροστά την πρώτη μηχανή, ενώ η Σκαρπέτα βγαίνει από το FBO, τη βάση επιχειρήσεων, και διασχίζει το διάδρομο. Ανοίγει την πίσω πόρτα του ελικοπτέρου και βάζει τη βαλίτσα με τα σύνεργά της και το φωτογραφικό εξοπλισμό στο δάπεδο, μετά ανοίγει την αριστερή μπροστινή πόρτα. Πατάει στο πέδιλο προσγείωσης και μπαίνει μέσα. Η πρώτη μηχανή κλειδώνει στη νεκρά εδάφους και η Λούσι βάζει μπροστά τη δεύτερη μηχανή. Οι τουρμπίνες στριγκλίζουν, οι γδούποι γίνονται πιο δυνατοί κι η Σκαρπέτα δένεται με τη ζώνη ασφαλείας τεσσάρων σημείων. Ένας επόπτης βγαίνει στη ράμπα, κάνοντάς τους σήματα με τις μπαγκέτες του, κι η Σκαρπέτα φοράει τ' ακουστικά της. «Για όνομα του Θεού», λέει η Λούσι στο μικρόφωνο της. «Έι!» Λες κι ο επόπτης μπορεί να την ακούσει. «Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου. Θα στηθεί εκεί κάμποση ώρα». Η Λούσι ανοίγει την πόρτα της και προσπαθεί να τον διώξει με νοήματα. «Δεν είμαστε αεροπλάνο». Λέει περισσότερα απ' αυτά που μπορεί ν' ακούσει ο επόπτης. «Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου για ν' απογειωθούμε. Φύγε». «Έχεις φοβερή ένταση». Η φωνή της Σκαρπέτα ακούγεται
Azara
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
409
μέσ' από τ' ακουστικά της Λούσι. «Είχαμε νεότερα απ' αυτούς που κάνουν έρευνες;» «Τίποτα. Κανένα ελικόπτερο στην περιοχή του Χίλτον Χεντ, έχει ακόμα πολλή ομίχλη. Κανένα αποτέλεσμα με τις επίγειες έρευνες. To FLIR είναι σε αναμονή». Η Λούσι ανοίγει το διακόπτη πάνω απ' το κεφάλι της. «Χρειαζόμαστε περίπου οκτώ λεπτά για να κρυώσει. Μετά φύγαμε. Έι!» Λες κι ο επόπτης φοράει ακουστικά και μπορεί να την ακούσει. «Φύγε! Έχουμε και δουλειές. Γαμώτο, θα πρέπει να ναι καινούργιος». Ο επόπτης στέκεται εκεί με τα χέρια και τις πορτοκαλιές ράβδους να κρέμονται, χωρίς να δίνει εντολές σε κανέναν. Ο πύργος λέει στη Λούσι. «Έχεις το βαρύ C-17 κόντρα στον άνεμο...» Το στρατιωτικό μεταγωγικό είν' ένας όγκος από μεγάλα, εκτυφλωτικά φώτα και δείχνει σαν να μην κινείται, αιωρείται πελώριο στον αέρα και η Λούσι ειδοποιεί πως το βλέπει. Το «βαρύ ΟΙ 7» και τα φτερά κι οι στροβιλισμοί του δεν την επηρεάζουν, μιας και θέλει να πάει προς το κέντρο της πόλης, προς τη γέφυρα του ποταμού Κούπερ. Εννοεί τη γέφυρα Άρθουρ Ράβενελ Τζούνιορ. Προς τα κει που βρίσκεται αυτό που θέλει. Κάνοντας οχτάρια στον αέρα, αν θέλει. Πετώντας ξυστά πάνω απ' το νερό ή το χώμα, αν θέλει. Γιατί δεν είναι αεροπλάνο. Δεν το εξηγεί έτσι στη γλώσσα των αεροδρομίων, αλλ' αυτό εννοεί. «Μίλησα με τον Τέρκινγκτον», λέει μετά στη Σκαρπέτα. «Τον ενημέρωσα. Με πήρε ο Μπέντον, οπότε φαντάζομαι ότι του μίλησες κι εσύ και σ' έχει ενημερώσει. Θα πρέπει να έρθει από στιγμή σε στιγμή, και καλά θα κάνει να έρθει, γιατί δεν θα κάθομ' εδώ αιωνίως. Ξέρουμε ποιο είναι το κάθαρμα». «Απλώς δεν ξέρουμε πού είναι», λέει η Σκαρπέτα. «Υποθέτω ότι δεν έχουμε ιδέα ακόμα πού είναι ο Μαρίνο». «Αν θες τη γνώμη μου, θα έπρεπε να ψάχνουμε τον Άνθρωπο της Άμμου κι όχι ένα πτώμα». «Μέσα στην επόμενη ώρα, όλοι θα τον ψάχνουν. Ο Μπέντον ειδοποίησε την αστυνομία, την τοπική και τη στρατιωτική. Κάποιος πρέπει ν' αναζητήσει κι εκείνη. Αυτή είναι η δουλειά μου
410
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
και σκοπεύω να την κάνω. Έφερες το δίχτυ φόρτωσης; Κι έχουμε καμιά είδηση απ* τον Μαρίνο; Τίποτα;» «Έφερα το δίχτυ». «Έχουμε όλο τον εξοπλισμό;» Ο Μπέντον προχωράει προς τον επόπτη. Του δίνει φιλοδώρημα και η Λούσι βάζει τα γέλια. «Δηλαδή, κάθε φορά που σε ρωτάω για τον Μαρίνο, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις», λέει η Σκαρπέτα καθώς ο Μπέντον πλησιάζει. «Ίσως θα 'πρεπε να 'σαι ειλικρινής με τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι θα παντρευτείς». Η Λούσι κοιτάζει τον Μπέντον. «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι δεν ήμουν;» «Δεν ξέρω τι έκανες». «Μίλησα με τον Μπέντον», λέει η Σκαρπέτα κοιτάζοντάς τη. «Κι έχεις δίκιο, θα 'πρεπε να 'μαι ειλικρινής, και ήμουν». Ο Μπέντον ανοίγει την πίσω πόρτα και μπαίνει μέσα. «Ωραία. Γιατί όσο περισσότερο εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, τόσο πιο εγκληματικό είναι να του λες ψέματα. Ή να κρύβεις την αλήθεια», λέει η Λούσι. Ακούγονται τριξίματα και συρσίματα καθώς ο Μπέντον φοράει τ' ακουστικά του. «Πρέπει να το ξεπεράσω αυτό», λέει η Λούσι. «Εγώ πρέπει να το ξεπεράσω», λέει η Σκαρπέτα. «Και δεν μπορούμε να το συζητήσουμε τώρα». «Τι είν' αυτό που δεν μπορούμε να συζητήσουμε;» Η φωνή τού Μπέντον στ' ακουστικά της Λούσι. «Τις μαντικές ικανότητες της θείας Κέι», λέει η Λούσι. «Είμαι σίγουρη ότι ξέρει πού βρίσκεται το πτώμα. Εν πάση περιπτώσει, έχω μαζί μου τον εξοπλισμό και τα χημικά για την αποσύνθεση. Και σάκους για πτώματα, αν χρειαστεί να το πάρουμε κρεμασμένο απ' το ελικόπτερο. Συγγνώμη που δείχνω αναίσθητη, αλλά δεν σκοπεύω να βάλω ένα αποσυντεθειμένο πτώμα εδώ πίσω». «Δεν είναι μαντικές ικανότητες. Απλώς κατάλοιπα πυρίτιδας», λέει η Σκαρπέτα. «Και θέλει κι αυτός να τη βρούμε».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
411
«Τότε θα 'πρεπε να το κάνει ευκολότερο», λέει η Λούσι κι ανεβάζει τις στροφές της μηχανής. «Τι τρέχει με τα κατάλοιπα της πυρίτιδας;» ρωτάει ο Μπέντον. «Έχω μια ιδέα. Αν με ρωτήσεις ποια άμμος εδώ τριγύρω μπορεί να έχει κατάλοιπα πυρίτιδας». «Χριστέ μου», λέει η Λούσι. «Κοντεύει να τον πάρει ο αέρας. Κοιτάξτε τον. Στέκετ' εκεί με τους κώνους του σαν ένας διαιτητής-ζόμπι της Εθνικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου. Χαίρομαι που του έδωσες φιλοδώρημα, Μπέντον. Ο καημένος. Προσπαθεί». «Ναι, φιλοδώρημα. Μόνο που δεν ήταν εκατονταδόλαρο», λέει η Σκαρπέτα καθώς η Λούσι προσπαθεί να βγει στον ασύρματο. Η κίνηση στους αεροδιάδρομους είναι τεράστια, γιατί όλη την ημέρα υπήρχαν καθυστερήσεις πτήσεων και τώρα ο πύργος ελέγχου τρέχει και δεν φτάνει. «Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, εσύ τι έκανες;» λέει η Λούσι στη Σκαρπέτα. «Μου έστελνες πότε πότε εκατό δολάρια. Χωρίς λόγο. Αυτό έγραφες πάντα κάτω απ' την επιταγή». «Ε, δεν ήταν και πολλά». Η φωνή της Σκαρπέτα μπαίνει ίσια στο μυαλό της Λούσι. «Βιβλία. Φαγητό. Ρούχα. Κομπιουτερίστικα πράγματα». Μικρόφωνα που ενεργοποιούνται με τη φωνή κι άνθρωποι που μιλάνε με κουτσουρεμένες λέξεις. «Τι να πω;» λέει η Σκαρπέτα. «Ήταν ευγενικό εκ μέρους σου. Πολλά λεφτά για έναν άνθρωπο σαν τον Εντ». «Μπορεί να τον δωροδόκησα». Η Λούσι γέρνει προς τη Σκαρπέτα για να ελέγξει τη βιντεοοθόνη του FLIR, «Έτοιμη και σε αναμονή», λέει. «Φεύγουμε αμέσως μόλις μας το επιτρέψετε», λες κι ο πύργος ελέγχου μπορεί να την ακούσει. «Ένα κωλοελικόπτερο είμαστε, πανάθεμά με! Δεν χρειαζόμαστε διάδρομο απογείωσης. Και δεν χρειαζόμαστε οδηγίες. Με τρελαίνει». «Μήπως είσαι υπερβολικά εκνευρισμένη για να πετάξεις;» Η φωνή του Μπέντον. Η Λούσι ξαναμιλάει με τον πύργο κι επιτέλους είν' ελεύθερη ν' απογειωθεί προς τα νοτιοανατολικά.
412
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Πάμε όσο τα πράγματα πάνε καλά», λέει, και το ελικόπτερο σηκώνεται ανάλαφρα. Ο επόπτης κάνει νοήματα σαν να θέλει να τους βάλει να παρκάρουν. «Ίσως πρέπει να βρει δουλειά τροχονόμου», λέει η Λούσι, κάνοντας το τρεισήμισι τόνων πουλί να σταθεί στον αέρα. «Θ' ακολουθήσουμε για λίγο τον ποταμό Άσλει και μετά θα πάμε ανατολικά και θα πάρουμε την ακτή προς το Φόλι Μπιτς». Αιωρείται πάνω απ' τη διασταύρωση δύο λωρίδων για ταξί. «Ανοίγω το FLIR». Γυρίζει το διακόπτη από το standby στο on και η οθόνη γίνεται σκούρα γκρίζα, διάστικτη από φωτεινές λευκές κηλίδες. Το C-17 αγγίζει μ' εκκωφαντικό θόρυβο το διάδρομο προσγείωσης, ξανασηκώνεται, τον ξαναγγίζει, ενώ οι μηχανές του ξερνούν μακριές ουρές από λευκή φωτιά. Φωτισμένο παράθυρο του FBO. Τα φώτα στους διαδρόμους προσγείωσης. Όλα φαίνονται εξωπραγματικά με τις υπέρυθρες. «Χαμηλά και αργά, και θα σκανάρουμε τα πάντα καθώς προχωράμε. Δουλεύουμε με κάνναβο;» λέει η Λούσι. Η Σκαρπέτα βγάζει τη Μονάδα Ελέγχου Συστήματος από τη λαβή της, συνδέει το FLIR με τον προβολέα που είναι ακόμα σβηστός. Γκρίζες και λευκές εικόνες εμφανίζονται στο μόνιτορ κοντά στο αριστερό της γόνατο. Περνούν απ' το λιμάνι, τα πολύχρωμα κοντέινερ στοιβαγμένα σαν οικοδομικά συγκροτήματα. Μπροστά τους το λιμάνι είναι σκοτεινό. Δεν έχει αστέρια, το φεγγάρι είναι μια γκρίζα μουντζούρα πίσω από τα πυκνά σύννεφα, επίπεδα στην κορφή σαν αμόνια. «Πού ακριβώς πάμε;» λέει ο Μπέντον. Η Σκαρπέτα ρυθμίζει το κουμπί του FLIR, μεταφέροντας τις εικόνες μέσα κι έξω απ' την οθόνη. Η Λούσι μειώνει στους 80 κόμβους και κρατιέται σε υψόμετρο 500 πόδια. Η Σκαρπέτα λέει: «Φαντάσου τι θα έβρισκες αν ανέλυες στο μικροσκόπιο την άμμο της Ιβοζίμα. Αρκεί η άμμος να είχε φυλαχτεί όλ' αυτά τα χρόνια». «Μακριά από τη θάλασσα», λέει η Λούσι. «Σε αμμόλοφους, ας πούμε».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
413
«Της Ιβοζίμα;» λέει ειρωνικά η φωνή του Μπέντον. «Πάμε για Ιαπωνία;» Έξω, από την πλευρά της Σκαρπέτα, απλώνονται οι επαύλεις του Μπάτερι, τα φώτα τους είναι φωτεινές άσπρες μουντζούρες στις υπέρυθρες. Σκέφτεται τον Χένρι Χόλινγκς. Σκέφτεται τη Ρόουζ. Τα φώτα γίνονται όλο και πιο αραιά καθώς πλησιάζουν στην ακτή του νησιού Τζέιμς και την προσπερνούν αργά. Η Σκαρπέτα λέει: «Μια ακτή που έμεινε ανέγγιχτη απ' τον καιρό του Εμφυλίου. Σ' έναν τέτοιο χώρο, αν η άμμος είναι προστατευμένη, πιθανόν να βρεθούν υπολείμματα πυρίτιδας. Και πιστεύω ότι αυτό είναι». Στη Λούσι: «Σχεδόν από κάτω μας». Το ελικόπτερο μένει σχεδόν μετέωρο και κατεβαίνει στα 300 πόδια πάνω απ* το πιο βορινό άκρο του νησιού Μόρις. Είναι ακατοίκητο και προσβάσιμο μόνο μ* ελικόπτερο ή βάρκα, εκτός κι αν έχουν χαμηλώσει πάρα πολύ τα νερά με την άμπωτη, οπότε μπορείς να έρθεις τσαλαβουτώντας από το Φόλι Μπιτς. Η Λούσι κοιτάζει κάτω: 3.000 στρέμματα ακατοίκητης προστατευόμενης περιοχής που στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου είχε γίνει θέατρο αιματηρών μαχών. «Πιθανότατα δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στα τελευταία εκατόν σαράντα χρόνια», λέει η Σκαρπέτα, ενώ η Λούσι κατεβαίνει άλλα 100 πόδια. «Εκεί όπου σφαγιάστηκε το Αφροαμερικανικό Σύνταγμα, το 54ο της Μασαχουσέτης», λέει η φωνή του Μπέντον. «Εκείνη η ταινία που είχαν κάνει σχετικά με τα γεγονότα, πώς λεγόταν;» «Κοίτα από την πλευρά σου», του λέει η Λούσι. «Πες μας αν δεις τίποτα, κι εμείς θα ψάχνουμε με τον προβολέα». «Την έλεγαν Glory», λέει η Σκαρπέτα. «Όχι ακόμα τον προβολέα», συμπληρώνει. «Θα επηρεάσει τις υπέρυθρες». Η οθόνη δείχνει γκρίζες κηλίδες στο έδαφος και μια κυματιστή περιοχή που είναι το νερό, κι αυτό το νερό στραφταλίζει σαν λιωμένο μολύβι καθώς κυλάει προς την ακτή, σπάζοντας στην άμμο σε άσπρες δαντέλες. «Δεν βλέπω τίποτα εδώ κάτω εκτός από τα σκοτεινά σχήμα-
414
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
τα των αμμόλοφων κι αυτό τον καταραμένο φάρο που μας ακολουθεί παντού», λέει η Σκαρπέτα. «Καλά θα ήταν να τον ξανάναβαν για να μην πέσουν πάνω του άνθρωποι σαν εμάς», λέει η Λούσι. «Τώρα νιώθω καλύτερα». Η φωνή του Μπέντον. «Θ' αρχίσω να δουλεύω με κάνναβο. Εξήντα κόμβους, 200 πόδια, κάθε ίντσα απ' όλα όσα είν' εκεί κάτω», λέει η Λούσι. Δεν χρειάζεται να δουλέψουν με τον κάνναβο για πολύ. «Στέκεσαι λίγο πάνω από εκεί;» Η Σκαρπέτα δείχνει κάτι που μόλις είδε και η Λούσι. «Αυτό που μόλις προσπεράσαμε. Εκείνη την περιοχή. Όχι, όχι, πίσω, προς τα κει. Ξεκάθαρη θερμική διαφορά». Η Λούσι κατεβάζει τη μύτη του ελικοπτέρου και κάνει στροφή, κι ο φάρος έξω απ' την πόρτα της εμφανίζεται κοντόχοντρος και ριγωτός μες στις υπέρυθρες ακτίνες, περιτριγυρισμένος από τα φουσκωμένα, μολυβένια νερά στις παρυφές του κόλπου. Πέρα μακριά, ένα κρουαζιερόπλοιο θυμίζει πλοίο-φάντασμα με άσπρα πυρακτωμένα παράθυρα και μια μακριά στήλη καπνού απ' την καμινάδα του. «Εκεί. Είκοσι μοίρες αριστερά από κείνο τον αμμόλοφο», λέει η Σκαρπέτα. «Νομίζω πως είδα κάτι». «Το βλέπω κι εγώ», λέει η Λούσι. Η εικόνα είναι κατάλευκη στην οθόνη μες στη θολή, πιτσιλωτή γκριζάδα. Η Λούσι κοιτάζει κάτω, προσπαθώντας να πάρει τη σωστή θέση. Κάνει κύκλους κατεβαίνοντας χαμηλότερα. Η Σκαρπέτα ζουμάρει και το τρεμουλιαστό άσπρο σχήμα γίνετ' ένα σώμα, απόκοσμα φωτεινό -σαν αστέρι- στην άκρη ενός παλιρροϊκού ρυακιού που αστράφτει σαν γυαλί. Η Λούσι σταματάει το FLIR κι ανάβει έναν προβολέα των 10.000.000 κηρίων. Οι θάμνοι γέρνουν προς το έδαφος και στρόβιλοι άμμου υψώνονται καθώς προσγειώνεται το ελικόπτερο.
Azara
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
415
Μια μαύρη γραβάτα που ανεμίζει καθώς ο έλικας κόβει ταχύτητα. Η Σκαρπέτα κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο της, και λίγο πιο πέρα, πάνω στην άμμο, ένα πρόσωπο αστράφτει στο φως του περιστροφικού προβολέα, άσπρα δόντια που μορφάζουν πάνω σ' ένα παραμορφωμένο πρόσωπο που δεν καταλαβαίνεις αν είναι αντρικό ή γυναικείο. Αν δεν ήταν το κουστούμι κι η γραβάτα, δεν θα είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. «Τι διάολο;» Η φωνή του Μπέντον στ' ακουστικά της. «Δεν είν' αυτή», λέει η Λούσι κλείνοντας διακόπτες. «Δεν ξέρω για σας, αλλά παίρνω μαζί και τ' όπλο μου. Κάτι δεν πάει καλά». Σβήνει την μπαταρία κι οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνουν όλοι έξω, η άμμος είναι μαλακή κάτω απ' τα πόδια τους. Η μπόχα είναι ανυπόφορη μέχρι που πάνε απ' τη μεριά που φυσάει ο άνεμος και τη διώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι φακοί τους ερευνούν, τα πιστόλια είναι έτοιμα. Το ελικόπτερο είναι μια τεράστια λιβελούλα στη σκοτεινή παραλία κι ο μόνος ήχος είναι τα κύματα. Η Σκαρπέτα μετατοπίζει τη δέσμη του φακού της και σταματάει στα φαρδιά ίχνη από σύρσιμο που οδηγούν σ έναν αμμόλοφο και σταματούν λίγο πριν. «Κάποιος είχε μια βάρκα», λέει η Λούσι και προχωρεί προς τους αμμόλοφους. «Μια βάρκα χωρίς καρίνα». Οι αμμόλοφοι περιβάλλονται από θάμνους κι άλλα φυτά κι απλώνονται ώς εκεί που φτάνει το μάτι, ανέγγιχτοι από τις παλίρροιες. Η Σκαρπέτα σκέφτεται τις μάχες που έγιναν εδώ και φαντάζεται ζωές που χάθηκαν σ' έναν αγώνα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός απ' αυτόν του Νότου. Τα δεινά της δουλείας. Μαύροι στρατιώτες του Βορρά που αφανίστηκαν. Φαντάζεται πως ακούει τα βογκητά και τους ψιθύρους τους μες στα ψηλά χόρτα και λέει στη Λούσι και στον Μπέντον να μην απομακρυνθούν πολύ. Βλέπει τους φακούς τους να χαράζουν το σκοτάδι σαν μακριές, φωτεινές λεπίδες. «Εδώ πέρα», λέει η Λούσι απ' το σκοτάδι ανάμεσα σε δυο αμμόλοφους. «Παναγία μου», κάνει. «Θεία Κέι, μπορείς να φέρεις μάσκες;»
416
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Η Σκαρπέτα ανοίγει το χώρο των αποσκευών και πιάνει μια μεγάλη βαλίτσα με σύνεργα. Την ακουμπάει στην άμμο και ψάχνει για τις μάσκες. Θα πρέπει να είναι πολύ χάλια η κατάσταση για να ζητάει μάσκες η Λούσι. «Δεν μπορούμε να τους πάρουμε και τους δυο από δω», ακούγεται η φωνή του Μπέντον μες στον άνεμο. «Τι διάολο έχουμ' εδώ πέρα;» Η φωνή της Λούσι. «Το άκουσες αυτό;» Ένα πλατάγισμα. Μακριά στους αμμόλοφους. Η Σκαρπέτα προχωρεί προς το φως των φακών κι η αποφορά γίνεται χειρότερη. 0 αέρας μοιάζει να γίνεται πιο πηχτός και τα μάτια της καίνε. Μοιράζει τις μάσκες και φοράει κι αυτή μία, επειδή δυσκολεύεται να πάρει ανάσα. Πάει κοντά στη Λούσι και στον Μπέντον σε μια γούβα ανάμεσα στους αμμόλοφους, σ' ένα ύψος που την κάνει αόρατη από την ακτή. Η γυναίκα είναι γυμνή και σε τυμπανιαία κατάσταση μετά από τόσες μέρες που έμεινε εκτεθειμένη. Είναι γεμάτη κάμπιες, το πρόσωπο της φαγωμένο, τα χείλη και τα μάτια της δεν υπάρχουν πια, τα δόντια της εκτεθειμένα. Στη δέσμη του φακού της Σκαρπέτα φαίνεται ένα εμφύτευμα από τιτάνιο όπου κάποτε υπήρχε μια θήκη. Το δέρμα του κρανίου της έχει ξεκολλήσει απ' τα κόκαλα, τα μακριά μαλλιά της απλώνονται στην άμμο. Η Λούσι διασχίζει τους θάμνους και τα χόρτα, πηγαίνοντας προς τα κει απ' όπου έρχεται το πλατάγισμα, που το ακούει κι η Σκαρπέτα, και δεν ξέρει τι να κάνει, σκέφτεται τα υπολείμματα της πυρίτιδας, την άμμο κι αυτό το μέρος, κι αναρωτιέται τι να σημαίνει για κείνο τον άνθρωπο. Έχει φτιάξει το δικό του πεδίο μάχης. Πόσοι νεκροί ακόμη θα ήταν σκόρπιοι εδώ αν εκείνη δεν είχε βρει αυτό το σημείο, χάρη στο βάριο, το αντιμόνιο και το μόλυβδο, πράγματα που ίσως εκείνος να μην τα ήξερε, και τότε τον αισθάνεται. Το άρρωστο πνεύμα του μοιάζει να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. «Μια τέντα», φωνάζει η Λούσι, κι όλοι πάνε προς τα κει. Είναι πίσω από έναν άλλο αμμόλοφο, και οι αμμόλοφοι είναι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
417
σκοτεινά κύματα που κυλούν μακριά τους, ανάκατοι με θάμνους και χόρτα, κι εκείνος ή κάποιος άλλος έχει φτιάξει ένα σπιτικό κάτω από μια τέντα. Στύλοι από αλουμίνιο κι ένας μουσαμάς, και μέσ' από μια σχισμή σ' ένα φύλλο του μουσαμά που χτυπάει απ* τον αέρα διακρίνετ' ένα δωμάτιο. Έχει μέσα ένα στρώμα, στρωμένο προσεκτικά με μια κουβέρτα, καθώς και μια λάμπα. Η Λούσι ανοίγει ένα φορητό ψυγειάκι με το πόδι. Μέσα έχει μερικά εκατοστά νερό. Βάζει το δάχτυλο της κι ανακοινώνει πως είναι χλιαρό. «Έχω ένα φορείο στο πίσω μέρος του ελικοπτέρου», λέει. «Πώς θες να το κάνουμε, θεία Κέι;» «Πρέπει να φωτογραφίσουμε τα πάντα. Να μετρήσουμε. Να καλέσουμε την αστυνομία αμέσως». Έχουν πολλά να κάνουν. «Υπάρχει περίπτωση να σηκώσουμε δύο μαζί;» «Με ένα φορείο, όχι». «Θέλω να κοιτάξω τα πάντα εδώ μέσα», λέει ο Μπέντον. «Τότε θα τους βάλουμε σε σάκους και θα τους μεταφέρεις έναν-έναν», λέει η Σκαρπέτα. «Πού θες να τους πας, Λούσι; Κάπου διακριτικά, όχι στο FBO, όπου εκείνος ο φιλόπονος επόπτης πιθανότατα κάνει ακόμα σήματα στα κουνούπια. Θα πάρω τηλέφωνο τον Χόλινγκς να δω ποιος μπορεί να σε υποδεχτεί». 'Υστερα μένουν σιω7Π)λοί, ακούγοντας το πλατάγισμα της αυτοσχέδιας τέντας, το θρόισμα των χορταριών, τον απαλό, υγρό παφλασμό των κυμάτων. Ο φάρος μοιάζει με τεράστιο, σκοτεινό πιόνι του σκακιού μες στην απέραντη πεδιάδα της ρυτιδιασμένης μαύρης θάλασσας. Εκείνος βρίσκεται κάπου εκεί έξω, κι αυτό μοιάζει εξωπραγματικό. Ένας άτυχος μισθοφόρος, αλλά η Σκαρπέτα δεν νιώθει κανέναν οίκτο. «Ας ξεκινήσουμε», λέει και πιάνει το τηλέφωνο της. Φυσικά, δεν έχει σήμα. «Θα πρέπει να τον πάρεις ενώ θα πετάς», λέει στη Λούσι. «Δοκίμασε στης Ρόουζ». «Στης Ρόουζ;» «Απλώς δοκίμασε».
418
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Γιατί;» «Υποπτεύομαι ότι θα ξέρει πού να τον βρει». Παίρνουν το φορείο, τους σάκους για τα πτώματα, τα πλαστικοποιημένα σεντόνια κι όλο τον εξοπλισμό για τους βιολογικούς κινδύνους. Αρχίζουν από τη γυναίκα. Είναι χαλαρή, η νεκρική ακαμψία ήρθε και πέρασε, λες και παραιτήθηκε απ' το να διαμαρτύρεται επίμονα για το θάνατο της, και την ανέλαβαν τα έντομα και τα μικροσκοπικά καβούρια. Έχουν φάει ό,τι ήταν μαλακό και πληγωμένο. Το πρόσωπο της είναι πρησμένο, το σώμα της φουσκωμένο από τα αέρια των βακτηριδίων, η επιδερμίδα της σαν γκριζοπράσινο μάρμαρο χαραγμένο από τις διακλαδώσεις των αιμοφόρων αγγείων. Ο αριστερός γλουτός και το πίσω μέρος τού μηρού της είναι κομμένα άτσαλα, αλλά δεν υπάρχουν άλλα εμφανή τραύματα ή σημάδια ακρωτηριασμού, και καμιά ένδειξη του τι τη σκότωσε. Τη σηκώνουν και τη βάζουν στο κέντρο του σεντονιού και μετά σ' ένα σάκο. Η Σκαρπέτα κλείνει το φερμουάρ. Στρέφουν την προσοχή τους στον άντρα στην ακτή, που έχει μια διάφανη πλαστική θήκη στα σφιγμένα του δόντια κι ένα λαστιχάκι στο δεξιό καρπό. Το κουστούμι κι η γραβάτα του είναι μαύρα και το άσπρο του πουκάμισο έχει σκούρους λεκέδες από εκκρίσεις και αίμα. Πλήθος μικρά σκισίματα στο μπροστινό και στο πίσω μέρος του σακακιού του δείχνουν ότι μαχαιρώθηκε επανειλημμένα. Οι πληγές του είναι γεμάτες σκουλήκια και μάζες ολόκληρες σαλεύουν κάτω απ' τα ρούχα του. Σε μια τσέπη τού παντελονιού είν' ένα πορτοφόλι που ανήκε στον Λούσιους Μέντικ. 0 δολοφόνος δεν ενδιαφέρθηκε για πιστωτικές κάρτες ή μετρητά. Κι άλλες φωτογραφίες και σημειώσεις, κι η Σκαρπέτα με τον Μπέντον βάζουν το τυλιγμένο σώμα της γυναίκας - τ ο τυλιγμένο σώμα της Λίντια Γουέμπστερ- στο φορείο, ενώ η Λούσι παίρνει ένα δεκαπεντάμετρο σκοινί κι ένα δίχτυ από το πίσω μέρος του ελικοπτέρου. Δίνει στη Σκαρπέτα το όπλο της. «Το χρειάζεσαι περισσότερο από μένα», λέει. Μπαίνει στο ελικόπτερο και βάζει μπροστά τις μηχανές, οι
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
419
έλικες γυρίζουν σαν λεπίδες σπρώχνοντας κατά πίσω τον αέρα. Τα φώτα αστράφτουν και το ελικόπτερο υψώνεται απαλά και παίρνει στροφή. Υψώνεται αργά, μέχρι που το σκοινί τεντώνεται και το δίχτυ με το μακάβριο φορτίο του σηκώνεται πάνω απ* την άμμο. Το ελικόπτερο απομακρύνεται και το φορτίο αιωρείται απαλά σαν εκκρεμές. Η Σκαρπέτα κι ο Μπέντον επιστρέφουν στην τέντα. Αν ήταν μέρα, οι μύγες θα ήταν σύννεφο κι ο αέρας θα ήταν πηχτός και θα βρομούσε από τη σήψη. «Εδώ κοιμάται», λέει ο Μπέντον. «Όχι πάντα, βέβαια». Σκουντάει το μαξιλάρι με το πόδι του. Από κάτω είναι η άκρη μιας κουβέρτας και το στρώμα. Μέσα σε μια σακούλα είν' ένα κουτί σπίρτα, για να κρατιούνται στεγνά, αλλά ο τύπος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τα βιβλία. Είναι μουσκεμένα, οι σελίδες τους κολλημένες - μυθιστορήματα με οικογενειακές ιστορίες και ρομάντζα σαν αυτά που αγοράζει κανείς απ' το περίπτερο όταν δεν τον νοιάζει τι θα διαβάσει. Πίσω απ' αυτό το αυτοσχέδιο υπόστεγο είν' ένας λάκκος όπου εκείνος άναβε φωτιά, χρησιμοποιώντας κάρβουνα και μια σκουριασμένη σχάρα από μια ψηστιέρα ακουμπισμένη σε πέτρες. Ολόγυρα τενεκάκια μπίρας. Η Σκαρπέτα κι ο Μπέντον δεν αγγίζουν τίποτα και ξαναγυρνούν στην ακτή, εκεί όπου είχε προσγειωθεί το ελικόπτερο, με τα σημάδια του βαθιά μέσα στην άμμο. Τ αστέρια είναι τώρα πιο πολλά και η αποφορά είναι μεν αισθητή, αλλά δεν κάνει πια τόσο αποπνικτικό τον αέρα. «Στην αρχή νόμισες πως ήταν αυτός. Το είδα στο πρόσωπο σου», λέει ο Μπέντον. «Ελπίζω να είναι καλά και να μην έκανε καμιά ανοησία», λέει εκείνη. «Θα ήταν άλλο ένα φταίξιμο της δρ Σελφ. Να καταστρέψει αυτό που είχαμε όλοι μεταξύ μας. Να μας χωρίσει. Δεν μου είπες πώς το ανακάλυψες». Θυμώνει. Παλιός θυμός και καινούργιος. «Είναι η αγαπημένη της ενασχόληση. Να χωρίζει τους ανθρώπους». Περιμένουν κοντά στο νερό, ο άνεμος φυσάει προς το μαύρο κουκούλι που τυλίγει τον Λούσιους Μέντικ παίρνοντας την μπό-
420
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
χα μακριά τους. Η Σκαρπέτα μυρίζει τη θάλασσα κι ακούει την ανάσα της και τους απαλούς παφλασμούς της στην ακτή. Ο ορίζοντας είναι μαύρος κι ο φάρος δεν προειδοποιεί για τίποτα πια. Λίγο αργότερα, φώτα αναβοσβήνουν πέρα μακριά, η Λούσι προσγειώνεται κι εκείνοι γυρνούν απ' την άλλη μεριά για να προφυλαχτούν απ' τα σύννεφα της άμμου. Με το πτώμα του Λούσιους Μέντικ ασφαλισμένο στο δίχτυ, απογειώνονται και τον μεταφέρουν στο Τσάρλεστον. Τα φώτα των περιπολικών αναβοσβήνουν στο διάδρομο και ο Χένρι Χόλινγκς με το λοχαγό Πόμα στέκονται κοντά σ' ένα φορτηγάκι χωρίς παράθυρα. Η Σκαρπέτα πάει μπροστά τους. Την οδηγεί ο θυμός. Μετά βίας ακούει μια συζήτηση ανάμεσα σε τέσσερα άτομα, πως η νεκροφόρα του Λούσιους Μέντικ βρέθηκε παρκαρισμένη πίσω από το Γραφείο Κηδειών του Χόλινγκς, με τα κλειδιά στη μηχανή. Πώς κατέληξε εκεί; Μόνο αν την άφησε ο ίδιος ο δολοφόνος - ή ίσως η Σάντι. Η Μπόνι κι ο Κλάιντ - έτσι τους αποκαλεί ο λοχαγός Πόμα, και μετά αναφέρει τον Μπουλ. Πού είναι; Τι μπορεί να ξέρει; Η μητέρα του Μπουλ λέει ότι δεν είναι σπίτι, αυτό λέει εδώ και μέρες. Και κανένα ίχνος του Μαρίνο, και τώρα η αστυνομία τον ψάχνει και ο Χόλινγκς λέει ότι τα πτώματα θα πάνε κατευθείαν στο νεκροτομείο. Όχι στο νεκροτομείο της Σκαρπέτα. Στο νεκροτομείο του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, όπου τα περιμένουν δύο ιατροδικαστές που πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας πάνω από το πτώμα του Τζιάνι Λουπάνο. «Θα μπορούσατε να κάνετε εσείς τη νεκροψία, αν θέλετε», λέει ο Χόλινγκς στη Σκαρπέτα. «Εσείς τους βρήκατε, άρα εσείς πρέπει να τελειώσετε τη δουλειά. Αν δεν σας πειράζει». «Η αστυνομία πρέπει να πάει τώρα στο νησί Μόρις και να προστατεύσει τον τόπο», λέει εκείνη. «Τα Ζόντιακ έχουν ξεκινήσει. Καλύτερα να σας δώσω οδηγίες για το νεκροτομείο». «Έχω ξαναπάει εκεί. Είπατε ότι η υπεύθυνη ασφαλείας είναι φίλη σας», λέει εκείνη. «Στο ξενοδοχείο Τσάρλεστον Πλέις. Πώς τη λένε;»
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
421
Περπατούν. Ο Χόλινγκς λέει: «Αυτοκτονία. Αμβλύ τραύμα από πτώση ή άλμα στο κενό. Τίποτα δεν δείχνει κάτι ύποπτο. Εκτός κι αν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον ότι εξώθησε τον άλλο. Και σ' αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να κατηγορηθεί η δρ Σελφ. Η φίλη μου στο ξενοδοχείο λέγεται Ρουθ». Τα φώτα είναι πιο δυνατά μέσα στο FBO κι η Σκαρπέτα μπαίνει στις γυναικείες τουαλέτες να πλύνει τα χέρια, το πρόσωπο της και το εσωτερικό της μύτης της. Ψεκάζει μπόλικο αποσμητικό χώρου και κινείται μες στο σύννεφο του και πλένει τα δόντια της. Όταν επιστρέφει, ο Μπέντον στέκετ' εκεί και την περιμένει. «Πρέπει να πας στο σπίτι», της λέει. «Λες και μπορώ να κοιμηθώ». Την ακολουθεί καθώς το φορτηγάκι χωρίς παράθυρα απομακρύνεται και ο Χόλινγκς μιλάει στο λοχαγό Πόμα και στη Λούσι. «Έχω κάτι να κάνω», λέει η Σκαρπέτα. Ο Μπέντον την αφήνει να φύγει. Πάει προς το SUV της μόνη.
Το γραφείο της Ρουθ είναι κοντά στην κουζίνα, όπου το ξενοδοχείο αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με κλοπές. Με τις γαρίδες, ιδιαίτερα. Πονηροί μικρολωποδύτες που παριστάνουν τους σεφ. Αφηγείται τη μια διασκεδαστική ιστορία μετά την άλλη και η Σκαρπέτα την ακούει προσεκτικά, επειδή θέλει κάτι απ' αυτήν κι ο μόνος τρόπος να το αποκτήσει είναι να παραστήσει το κοινό στην παράσταση της υπεύθυνης ασφαλείας. Η Ρουθ είναι μια κομψή ηλικιωμένη γυναίκα που είναι λοχαγός της Εθνοφρουράς αλλά μοιάζει περισσότερο με σοβαρή βιβλιοθηκάριο. Για να πούμε την αλήθεια, θυμίζει λιγάκι τη Ρόουζ. «Αλλά δεν ήρθατε να με δείτε γι' αυτό», λέει η Ρουθ πίσω από ένα γραφείο που πιθανότατα είναι απ' τα περισσεύματα του ξενοδοχείου. «Θέλετε να μάθετε για την Ντριου Μάρτιν, και πιθανότατα ο κύριος Χόλινγκς σας είπε πως την τελευταία φορά που ήταν εδώ, δεν ήταν ποτέ στο δωμάτιο της».
422
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Μου το είπε», λέει η Σκαρπέτα, αναζητώντας με το βλέμμα το όπλο της Ρουθ κάτω απ' το σακάκι της. «Ήρθε εδώ ποτέ ο προπονητής της;» «Έτρωγε στο Γκριλ πότε πότε. Πάντα παράγγελνε το ίδιο πράγμα, χαβιάρι και Dom Perignon. Δεν άκουσα να είχε πάει ποτέ κι αυτή εκεί, αλλά δεν φαντάζομαι ότι μια επαγγελματίας παίκτρια του τένις θα έτρωγε βαριά φαγητά ή θα έπινε σαμπάνια πριν από ένα μεγάλο αγώνα. Όπως σας είπα, προφανώς είχε κάποια άλλη ζωή κάπου αλλού και δεν ερχόταν ποτέ εδώ». «Έχετε και μια άλλη διάσημη φιλοξενούμενη εδώ», λέει η Σκαρπέτα. «Έχουμε συνεχώς διάσημους φιλοξενούμενους». «Θα μπορούσα να πηγαίνω πόρτα πόρτα και να χτυπάω». «Δεν μπορείτε να πάτε στον όροφο ασφαλείας χωρίς κλειδί. Υπάρχουν σαράντα σουίτες εκεί. Είναι πολλές οι πόρτες». «Η πρώτη μου ερώτηση είναι αν βρίσκεται ακόμη εδώ, και υποθέτω πως η κράτηση δεν έγινε στ' όνομά της. Αλλιώς, απλώς θα της τηλεφωνούσα», λέει η Σκαρπέτα. «Έχουμε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο room service. Είμαι πολύ κοντά στην κουζίνα. Ακούω τα τρόλεϊ να περνούν», λέει η Ρουθ. «Ώστε σηκώθηκε ήδη. Ωραία. Δεν θα 'θελα να την ξυπνήσω». Οργή. Ξεκινάει πίσω απ' τα μάτια της Σκαρπέτα κι αρχίζει να κατεβαίνει. «Καφέ κάθε πρωί στις πέντε. Δεν αφήνει ιδιαίτερα φιλοδωρήματα. Δεν την πολυσυμπαθούμε», λέει η Ρουθ. Η δρ Σελφ είναι σε μια γωνιακή σουίτα στον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου κι η Σκαρπέτα βάζει μια μαγνητική κάρτα στο ασανσέρ και μετά από λίγο βρίσκεται μπροστά στην πόρτα της. Τη νιώθει να κοιτάζει απ' το ματάκι. Η δρ Σελφ ανοίγει την πόρτα λέγοντας: «Βλέπω ότι κάποιος στάθηκε αδιάκριτος. Γεια σου, Κέι». Φοράει μια φανταχτερή κόκκινη μεταξωτή ρόμπα, χαλαρά δεμένη στη μέση, και μαύρα μεταξωτά πασουμάκια. «Τι ευχάριστη έκπληξη. Αναρωτιέμαι ποιος σου το είπε. Πα-
Azara
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
423
ρακαλώ». Παραμερίζει για ν* αφήσει τη Σκαρπέτα να περάσει. «Για καλή μας τύχη, έφεραν δύο φλιτζάνια και μια επιπλέον καφετιέρα. Στάσου να μαντέψω πώς με βρήκες, και δεν εννοώ απλώς αυτό το υπέροχο δωμάτιο». Η δρ Σελφ κάθεται στον καναπέ μαζεύοντας τις γάμπες από κάτω της. «Η Σάντι. Φαίνεται ότι παίρνοντας από μένα αυτό που ζητούσε, έχασε τις πηγές της. Απ' αυτή την πλευρά θα το έβλεπε, όπως και να 'χει». «Δεν συνάντησα τη Σάντι», λέει η Σκαρπέτα από μια πολυθρόνα κοντά σ' ένα παράθυρο που βλέπει όλη την πόλη. «Όχι προσωπικά, εννοείς», λέει η δρ Σελφ. «Αλλά πιστεύω πως την είδες. Στην αποκλειστική ξενάγηση του νεκροτομείου σου. Θυμάμαι εκείνες τις άτυχες μέρες στο δικαστήριο, Κει, κι αναρωτιέμαι πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν ο κόσμος ήξερε ποια πράγματι είσαι. Ότι κάνεις ξεναγήσεις στο νεκροτομείο και κάνεις τα πτώματα θέαμα. Ιδίως το αγοράκι που έγδαρες και πετσόκοψες. Γιατί του έβγαλες τα μάτια; Πόσα τραύματα έπρεπε να τεκμηριώσεις προτού αποφασίσεις τι το σκότωσε; Τα μάτια του; Ειλικρινά, Κέι...» «Ποιος σου είπε για την ξενάγηση;» «Η Σάντι κοκορεύτηκε. Φαντάσου τι θα έλεγαν οι ένορκοι. Φαντάσου τι θα έλεγαν οι ένορκοι στη Φλόριντα αν ήξεραν ποια είσαι». «Η ετυμηγορία τους δεν σου έκανε κακό», λέει η Σκαρπέτα. «Τίποτα δεν σου κάνει το κακό που καταφέρνεις να προκαλείς εσύ σ' όλους τους άλλους. Έμαθες πως η φίλη σου η Κάρεν αυτοκτόνησε μόλις είκοσι τέσσερις ώρες αφότου έφυγε από το ΜακΛίν;» Το πρόσωπο της δρ Σελφ φωτίζεται. «Τότε η θλιβερή της ιστορία είχε το κατάλληλο φινάλε». Κοιτάζει κατάματα τη Σκαρπέτα. «Μη νομίζεις ότι πρόκειται να υποκριθώ. Αυτό που θα με αναστάτωνε είναι να μου 'λεγες πως η Κάρεν ξαναγύρισε στην αποτοξίνωση για να ξενερώσει. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια ζωή βουβής απόγνωσης. Χένρι Θορό. Το κομμάτι του κόσμου που αφορά τον Μπέντον. Κι όμως, εσύ μένεις εδώ κάτω. Πώς θα τα
424
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
καταφέρεις όταν παντρευτείτε;» Το βλέμμα της συναντάει το δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι της Σκαρπέτα. «Ή θα το διαλύσετε; Εσείς οι δυο δεν πολυείστε της δέσμευσης. Δηλαδή, ο Μπέντον είναι. Αλλά έχει ν' αντιμετωπίσει μια διαφορετική δέσμευση εκεί πάνω. Το μικρό του πειραματάκι ήταν σκέτη γλύκα κι ανυπομονώ να το συζητήσω». «Η αγωγή στη Φλόριντα δεν σου στέρησε τίποτα εκτός από χρήματα, που πιθανότατα καλύφθηκαν από την ασφάλειά σου για πλημμελή άσκηση επαγγέλματος. Αυτά τα ασφάλιστρα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα υψηλά. Απλησίαστα. Απορώ πώς σε αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες». «Πρέπει να μαζέψω τα πράγματά μου. Πίσω στη Νέα Τόρκη, ξαναβγαίνω στον αέρα. Σου το είπα; Μια ολοκαίνουργια εκπομπή για το εγκληματικό μυαλό. Μην ανησυχείς, δεν θέλω να συμμετάσχεις». «Η Σάντι κατά πάσα πιθανότητα σκότωσε το γιο της», λέει η Σκαρπέτα. «Αναρωτιέμαι τι πρόκειται να κάνεις». «Την απέφευγα για όσο διάστημα μπορούσα», λέει η δρ Σελφ. «Μια κατάσταση παρόμοια με τη δική σου, Κέι. Γιατί πάνε και μπλέκονται στα πλοκάμια τέτοιων φαρμακερών ανθρώπων; Ακούω τον εαυτό μου να μιλάει και κάθε μου φράση μού φέρνει μια ιδέα για εκπομπή. Είναι εξοντωτικό αλλά και διασκεδαστικό να διαπιστώνεις πως οι εκπομπές σου δεν θα τελειώσουν ποτέ. Ο Μαρίνο θα 'πρεπε να φανεί πιο μυαλωμένος. Είναι τόσο απλοϊκός. Είχες νεότερά του;» «Εσύ ήσουν η αρχή και το τέλος», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν μπορούσες να τον αφήσεις ήσυχο;» «Αυτός ήρθε πρώτος σ' επαφή μαζί μου». «Τα e-mail του ήταν γράμματα ενός απελπιστικά δυστυχισμένου και τρομαγμένου ανθρώπου. Ήσουν η ψυχίατρος του». «Πριν από χρόνια. Ούτε που το θυμάμαι». «Ξέρεις καλύτερα απ' όλους πώς είναι και τον χρησιμοποίησες. Τον εκμεταλλεύτηκες επειδή ήθελες να κάνεις κακό σ' εμένα. Δεν με νοιάζει να κάνεις κακό σ' εμένα, αλλά εκείνον δεν
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
425
έπρεπε να τον πληγώσεις. Κι ύστερα ξαναπροσπάθησες, σωστά; Να κάνεις κακό στον Μπέντον. Γιατί; Για να πάρεις εκδίκηση από μένα για τη Φλόριντα; Νόμιζα ότι θα είχες καλύτερα πράγματα να κάνεις». «Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, Κέι. Βλέπεις, η Σάντι πρέπει να πάθει αυτό που της αξίζει, και ήδη ο Πάουλο το χει συζητήσει πολύ με τον Μπέντον, καλά δεν λέω; Φυσικά, ο Πάουλο με πήρε τηλέφωνο. Κατάφερα να βγάλω άκρη συνενώνοντας τα κομμάτια». «Για να σου πει ότι ο Άνθρωπος της Άμμου είναι ο γιος σου», λέει. «Ο Πάουλο σου τηλεφώνησε για να σου το πει». «Το ένα κομμάτι είναι η Σάντι. Το άλλο είναι ο Γουίλ. Κι ένα τρίτο κομμάτι είναι ο Μικρός Γουίλ, έτσι τον έλεγα πάντα. Ο Γουίλ μου επέστρεψε στην πατρίδα από έναν πόλεμο και μπήκε σ' έναν άλλο πόλεμο, ακόμα πιο απάνθρωπο. Νομίζεις ότι αυτό δεν τον εξώθησε πιο πέρα από το πέρα; Όχι πως ήταν φυσιολογικός. Είμαι η πρώτη που θα πω ότι ούτε τα δικά μου μέσα δεν μπόρεσαν να ωφελήσουν το μυαλό του. Αυτό έγινε πριν από ένα, ενάμιση χρόνο, Κέι. Γύρισε και βρήκε το γιο του μισοπεθαμένο απ* την πείνα, κακοποιημένο και μελανιασμένο». «Η Σάντι», λέει η Σκαρπέτα. «Δεν το έκανε ο Γουίλ αυτό. Ό,τι κι αν έκανε τώρα τελευταία, πάντως αυτό δεν το έκανε. Ο γιος μου δεν θα έκανε ποτέ κακό σε παιδί. Η Σάντι μάλλον πίστεψε πως ήταν μεγάλη μαγκιά να κακοποιήσει εκείνο το παιδί μόνο και μόνο επειδή είχε αυτή τη δυνατότητα. Ήταν ενοχλητικό παιδί. Έτσι θα σας πει. Σαν μωρό είχε συνέχεια κολικούς και σαν παιδάκι ήταν πολύ κακότροπο». «Και κατάφερνε να τον κρύβει απ' τον κόσμο;» «Ο Γουίλ ήταν στην Αεροπορία. Κράτησε το γιο της στο Σάρλοτ μέχρι που πέθανε ο πατέρας της. Ύστερα την παρότρυνα να μετακομίσει εδώ, και τότε άρχισε να τον κακοποιεί. Πολύ σοβαρά». «Και παράτησε το πτώμα του μες στο έλος; Τη νύχτα;» «Αυτή; Αποκλείεται. Δεν μπορώ να το διανοηθώ. Δεν έχει καν βάρκα».
426
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
«Πώς ξέρεις ότι χρησιμοποιήθηκε βάρκα; Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο να θεωρήθηκε δεδομένο». «Δεν θα ήξερε τα ρεύματα και τις παλίρροιες, ποτέ δεν θα 'βγαίνε νυχτιάτικα στο νερό. Ένα μικρό μυστικό - δεν ξέρει κολύμπι. Προφανώς, θα χρειάστηκε βοήθεια». «Έχει βάρκα ο γιος σου; Και ξέρει τα ρεύματα και τις παλίρροιες;» «Κάποτε είχε μία και του άρεσε να βγαίνει με τον μικρό για "περιπέτειες". Εκδρομές. Κάμπινγκ σε έρημα νησιά. Ν' ανακαλύπτουν Χώρες του Ποτέ, μόνοι οι δυο τους. Τόσο ευφάνταστος και ξεροκέφαλος - ήταν κι ο ίδιος σαν παιδί, για να λέμε την αλήθεια. Φαίνεται πως την τελευταία φορά που έφυγε γι' αποστολή, η Σάντι πούλησε πολλά απ' τα πράγματά του. Δεν είμαι καν βέβαιη αν εκείνος έχει αυτοκίνητο τώρα. Αλλά είναι επινοητικός. Γρήγορος και σβέλτος. Και, φυσικά, κινείται αθόρυβα. Μάλλον το έμαθ' εκεί πέρα». Εννοεί το Ιράκ. Η Σκαρπέτα σκέφτεται τη βάρκα του Μαρίνο, χωρίς καρίνα, με πολύ δυνατή εξωλέμβια μηχανή, με μάγκανο για συρτή και κουπιά. Τη βάρκα του που έχει μήνες να τη χρησιμοποιήσει και δείχνει να την έχει ξεχάσει τελείως. Ιδίως τώρα τελευταία. Ιδίως μετά τη Σάντι. Εκείνη θα ήξερε για τη βάρκα, έστω κι αν δεν είχαν πάει ποτέ βόλτα μαζί. Μπορεί εκείνη να το είπε στον Γουίλ. Μπορεί εκείνος να τη δανείστηκε. Θα πρέπει να ερευνηθεί η βάρκα του Μαρίνο. Η Σκαρπέτα αναρωτιέται πώς θα μπορέσει να τα εξηγήσει όλ' αυτά στην αστυνομία. «Ποιος θα φρόντιζε το προβληματάκι της Σάντι; Το πτώμα. Τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει ο γιος μου;» λέει η δρ Σελφ. «Έτσι γίνεται, σωστά; Η αμαρτία του άλλου γίνεται δική σου. Ο Γουίλ αγαπούσε το γιο του. Αλλά όταν ο μπαμπάς φεύγει για τον πόλεμο, η μαμά πρέπει να υποκαταστήσει και τους δυο γονείς. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μαμά είν' ένα τέρας. Πάντα την απεχθανόμουν». «Τη συντηρούσες», λέει η Σκαρπέτα. «Και γενναιόδωρα μάλιστα».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
427
«Γιά να δούμε. Πώς το ξέρεις; Κάτσε να μαντέψω. Η Λούσι παραβίασε τον ιδιωτικό της χώρο, πιθανότατα ξέρει τι έχει -ή τι είχε- στην τράπεζα. Δεν θα είχα καν μάθει ότι ο εγγονός μου είναι νεκρός αν δεν μου είχε τηλεφωνήσει η Σάντι. Φαντάζομαι πως ήταν τη μέρα που βρέθηκε το πτώμα. Ήθελε χρήματα. Κι άλλα χρήματα. Και τη συμβουλή μου». «Ο λόγος που βρίσκεσ' εδώ είναι αυτή και τα όσα σου είπε;» «Η Σάντι τα κατάφερε μια χαρά να μ* εκβιάζει όλ' αυτά τα χρόνια. Ο κόσμος δεν ξέρει ότι έχω ένα γιο. Κι ασφαλώς δεν ξέρουν πως είχα έναν εγγονό. Αν γινόταν γνωστό, θα με θεωρούσαν αδιάφορη. Φριχτή μάνα. Φριχτή γιαγιά. Όλ' αυτά τα πράγματα που η αγα7ΐητή μου μητέρα λέει για μένα. Όταν πια έγινα διάσημη, ήταν πολύ αργά να γυρίσω πίσω και να καλύψω την απόσταση που είχα βάλει σκόπιμα μεταξύ μας. Δεν είχα άλλη επιλογή απ* το να συνεχίσω. Η γλυκιά μανούλα -κι εννοώ τη Σάντιφύλαξε το μυστικό μου με αντάλλαγμα επιταγές». «Και τώρα σκοπεύεις να φυλάξεις το μυστικό της με τι αντάλλαγμα;» λέει η Σκαρπέτα. «Κακοποίησε το γιο της μέχρι θανάτου κι εσύ θέλεις να γλιτώσει, αλλά τι σου προσφέρει;» «Υποθέτω πως ένα σώμα ενόρκων θα ήθελε πολύ να δει το βίντεο μ' εκείνη στο νεκροτομείο σου, στο ψυγείο σου, ενώ κοιτάζει το νεκρό γιο της. Η δολοφόνος μέσα στο νεκροτομείο σου. Φαντάσου τι αίσθηση θα δημιουργούσε. Με συντηρητικούς υπολογισμούς, λέω πως θα ήταν το τέλος της σταδιοδρομίας σου, Κέι. Αν το λάβεις αυτό υπόψη σου, θα πρέπει να μ' ευχαριστείς. Η ασφάλειά μου εγγυάται τη δική σου». «Τότε δεν με ξέρεις καλά». «Ξέχασα να σου προσφέρω καφέ. Δύο σερβίτσια». Χαμογελάει. «Δεν θα ξεχάσω τι έκανες», λέει η Σκαρπέτα και σηκώνεται. «Τι έκανες στη Λούσι, στον Μπέντον, σ* εμένα. Δεν είμαι σίγουρη τι έκανες στον Μαρίνο». «Δεν είμαι σίγουρη τι έκαν' εκείνος σ' εσένα. Αλλά ξέρω αρκετά. Πώς το αντιμετωπίζει ο Μπέντον;» Ξαναγεμίζει το φλιτζάνι της με καφέ. «Πολύ παράξενο αν το σκεφτείς». Γέρνει πίσω
428
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
στα μαξιλάρια. «Ξέρεις, όταν μ' επισκεπτόταν ο Μαρίνο στη Φλόριντα, η λαγνεία του δεν κρυβόταν, το επόμενο βήμα θα ήταν να με αρπάξει και να μου σκίσει τα ρούχα. Είναι οιδιπόδειο κι αξιοθρήνητο. Θέλει να γαμήσει τη μάνα του - το πιο δυνατό πρόσωπο στη ζωή του, και θα κυνηγάει παντοτινά την άκρη του οιδιπόδειου ουράνιου τόξου. Δεν υπήρχε κανένα ειδικό έπαθλο όταν έκανε σεξ μαζί σου. Επιτέλους, επιτέλους. Μπράβο του! Πάλι καλά που δεν αυτοκτόνησε». Η Σκαρπέτα στέκεται στην πόρτα και την κοιτάζει. «Τι σόι εραστής είναι;» ρωτάει η δρ Σελφ. «Τον Μπέντον τον φαντάζομαι. Αλλά ο Μαρίνο; Έχω μέρες να πάρω νέα του. Τα βρήκατε οι δυο σας; Και τι λέει ο Μπέντον;» «Αν δεν σου το είπε ο Μαρίνο, τότε ποιος σου το είπε;» ρωτάει ήρεμα η Σκαρπέτα. «Ο Μαρίνο; Α, όχι. Όχι, βέβαια. Δεν μου μίλησε για το μικρό σας γλέντι. Κάποιος τον ακολούθησε ώς το σπίτι σου από κείνο το... αχ, πώς το λένε εκείνο το μπαρ; Ένας από τα καθάρματα της Σάντι, αυτός που είχε την εντολή να σε βάλει να σκεφτείς σοβαρά να μετακομίσεις». «Εσύ το έκανες αυτό, λοιπόν. Το είχα σκεφτεί». «Για να σε βοηθήσω». «Είναι τόσο άδεια η ζωή σου που αναγκάζεσαι να εξουδετερώνεις τους άλλους;» «Το Τσάρλεστον δεν είναι καλό για σένα, Κέι». Η Σκαρπέτα κλείνει την πόρτα πίσω της. Φεύγει απ* το ξενοδοχείο. Διασχίζει το λιθόστρωτο, περνάει μπροστά από ένα σιντριβάνι με άλογα και μπαίνει στο γκαράζ του ξενοδοχείου. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη και θα 'πρεπε να καλέσει την αστυνομία, αλλά το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι πόση δυστυχία μπορεί να προκαλέσει ένας άνθρωπος. Η πρώτη σκιά του πανικού την αγγίζει σε μια έρημη έκταση από τσιμέντο κι αυτοκίνητα και σκέφτεται ένα σχόλιο που έκανε η δρ Σελφ. Πάλι καλά που δεν αυτοκτόνησε. Έκανε άραγε μια πρόβλεψη, εξέφραζε μια προσδοκία, ή υπαι-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
429
νισσόταν κάποιο άλλο τρομερό μυστικό που ήξερε; Τώρα η Σκαρπέτα δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτ' άλλο και δεν μπορεί να τηλεφωνήσει στη Λούσι ή στον Μπέντον. Η αλήθεια είναι πως δεν του έχουν καμιά συμπάθεια, μπορεί ακόμα και να ελπίζουν να έβαλε το όπλο του στο στόμια ή να έπεσε από καμιά γέφυρα με το αυτοκίνητο, κι η Σκαρπέτα φαντάζεται τον Μαρίνο νεκρό μέσα στο φορτηγάκι του στον πάτο του ποταμού Κούπερ. Αποφασίζει να τηλεφωνήσει στη Ρόουζ και βγάζει το κινητό της, αλλά δεν έχει σήμα και προχωρεί προς το SUV της, χωρίς να καλοπροσέξει την άσπρη Κάντιλακ που είναι παρκαρισμένη δίπλα του. Παρατηρεί ένα οβάλ αυτοκόλλητο στον πίσω προφυλακτήρα, αναγνωρίζει το XX του Χίλτον Χεντ και νιώθει αυτό που πρόκειται να συμβεί πριν καν το συνειδητοποιήσει, και κάνει μεταβολή τη στιγμή που ο λοχαγός Πόμα ορμάει πίσω από μια κολόνα από μπετόν. Νιώθει ή ακούει τον αέρα να κινείται πίσω της κι εκείνος ορμάει, κι εκείνη κάνει στροφή καθώς κάτι την αρπάζει απ' το μπράτσο. Για μια στιγμή μετέωρη στο χρόνο, ένα πρόσωπο βρίσκεται απέναντι στο δικό της, ένα νεανικό αντρικό πρόσωπο με κοντά μαλλιά και κόκκινο πρησμένο αυτί, ένα πρόσωπο που την κοιτάζει αγριεμένο. Ο νεαρός πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο της, ενώ ένα μαχαίρι κατρακυλάει στα πόδια της κι ο λοχαγός τον γρονθοκοπάει και ουρλιάζει.
Azara
23 Ο Μπουλ κρατάει το καπέλο του στα χέρια του. Είναι λίγο σκυφτός στο μπροστινό κάθισμα, προσέχει γιατί χτυπάει το κεφάλι του στην οροφή αν καθίσει στητός, κι είναι επιρρεπής σ' αυτό. Ο Μπουλ περπατάει περήφανος, ακόμα κι όταν έχει μόλις βγει με εγγύηση απ* τη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έχει κάνει. «Σας ευχαριστώ που με φέρατε, δρ Κει», λέει ενώ εκείνη παρκάρει μπροστά απ* το σπίτι της. «Με συγχωρείτε που σας έβαλα σε κόπο». «Πάψε να το επαναλαμβάνεις, Μπουλ. Αυτή τη στιγμή είμαι έξω φρενών». «Το ξέρω, και λυπάμαι πολύ, γιατί δεν φταίτ' εσείς σε τίποτα». Ανοίγει την πόρτα του και βγαίνει σιγά σιγά απ* το μπροστινό κάθισμα. «Προσπάθησα να βγάλω τη λάσπη από τις μπότες μου, αλλά μάλλον σας έκανα χάλια το πατάκι, οπότε καλύτερα να σας το καθαρίσω ή τουλάχιστον να το τινάξω». «Πάψε να ζητάς συγγνώμη, Μπουλ. Αυτό κάνεις απ' την ώρα που φύγαμε απ' τη φυλακή, κι είμαι πολύ θυμωμένη, έξω φρενών, και την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο, αν δεν μου τηλεφωνήσεις αμέσως, θα θυμώσω και μαζί σου». Ήταν μια ατέλειωτη μέρα, γεμάτη επώδυνες εικόνες, παρ' ολίγον αποτυχίες κι άσχημες μυρωδιές, κι ύστερα τηλεφώνησε η Ρόουζ. Η Σκαρπέτα ήταν χωμένη μέχρι τους αγκώνες στο αποσυντεθειμέ-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
431
νο πτώμα της Λίντια Γουέμπστερ, όταν εμφανίστηκε ο Χόλινγκς στο τραπέζι της νεκροψίας και είπε ότι είχε νέα κι έπρεπε να την ενημερώσει. Δεν ήταν εντελώς ξεκάθαρο πώς το είχε πληροφορηθεί η Ρόουζ, αλλά μια γειτόνισσά της που ήξερε τη γειτόνισσα μιας γειτόνισσας της Σκαρπέτα -κάποια που δεν έχει γνωρίσει ποτέ τ η ς - άκουσε μια φήμη πως η γειτόνισσα που γνώριζε η Σκαρπέτα -η κυρία Γκρίμπολ- έβαλε να συλλάβουν τον Μπουλ για καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας κι απόπειρα διάρρηξης. Κρυβόταν πίσω από ένα θάμνο στην αριστερή μεριά της μπροστινής βεράντας της Σκαρπέτα και η κυρία Γκρίμπολ, που κοίταζε απ* το παράθυρο του πρώτου ορόφου, έτυχε να τον δει. Ήταν νύχτα. Η Σκαρπέτα δεν μπορεί να κατηγορήσει μια γειτόνισσα που τρομοκρατήθηκε από ένα τέτοιο θέαμα νυχτιάτικα, εκτός κι αν αυτή η γειτόνισσα είναι η κυρία Γκρίμπολ. Και δεν της έφτασε το ότι πήρε το 911 να καταγγείλει ότι υπήρχε ένας ύποπτος. Έπρεπε να διανθίσει την ιστορία της και να πει ότι ο Μπουλ κρυβόταν στο δικό της οικόπεδο κι όχι στης Σκαρπέτα, και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Μπουλ -που είχε ξανασυλληφθεί στο παρελθόν- πήγε στη φυλακή, όπου ήταν από τα μέσα της εβδομάδας κι όπου πιθανότατα θα συνέχιζε να είναι αν η Ρόουζ δεν διέκοπτε μια νεκροψία. Αφότου η Σκαρπέτα δέχτηκε επίθεση μέσα σ' ένα πάρκινγκ. Και τώρα στη φυλακή βρίσκεται ο Γουίλ Ράμπο κι όχι ο Μπουλ. Και τώρα η μητέρα του Μπουλ μπορεί να ηρεμήσει. Δεν χρειάζεται να λέει ψέματα, να λέει ότι πήγε για στρείδια ή απλώς λείπει και τέρμα, επειδή το τελευταίο πράγμα που θέλει για το γιο της είναι να τον δει ν' απολύεται ξανά. «Έχω ξεπαγώσει βραστό», λέει η Σκαρπέτα ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα. «Έχει μπόλικο, και μπορώ να φανταστώ τι έτρωγες τις τελευταίες μέρες». Ο Μπουλ την ακολουθεί στο χολ κι η Σκαρπέτα στρέφει την προσοχή της στην ομπρελοθήκη και κοντοστέκεται νιώθοντας απαίσια. Χώνει μέσα το χέρι της και βγάζει το κλειδί της μοτοσικλέτας του Μαρίνο και το γεμιστήρα του Γκλοκ του, και μετά το ίδιο το Γκλοκ από ένα συρτάρι. Νιώθει τόσο ταραγμένη, που
432
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
ζαλίζεται. Ο Μπουλ δεν λέει τίποτα, αλλά η Σκαρπέτα το νιώθει πως αναρωτιέται τι ήταν αυτό που έβγαλε απ' την ομπρελοθήκη και γιατί αυτά τα αντικείμενα ήταν εκεί μέσα. Περνάει λίγη ώρα ώσπου να μπορέσει να μιλήσει. Κλειδώνει το κλειδί, το γεμιστήρα και το πιστόλι στο μεταλλικό κουτί όπου φυλάει το μπουκάλι με το χλωροφόρμιο. Ζεσταίνει το βραστό, καθώς και σπιτικό ψωμί, στρώνει το τραπέζι, βάζει ένα μεγάλο ποτήρι με παγωμένο τσάι ροδάκινο και ρίχνει μέσα μια πρέζα φρέσκο δυόσμο. Λέει στον Μπουλ να καθίσει να φάει κι ότι εκείνη θα είναι στην επάνω βεράντα με τον Μπέντον, κι αν χρειαστεί κάτι, να τους φωνάξει. Του υπενθυμίζει ότι αν παραποτίζει τη δάφνη, θα ζαρώσει και θα μαραθεί σε μια βδομάδα, κι ότι πρέπει να καθαρίσει τους μαραμένους πανσέδες, κι εκείνος κάθεται και τον σερβίρει. «Δεν ξέρω γιατί στα λέω αυτά», λέει η Σκαρπέτα. «Εσύ ξέρεις περισσότερα από μένα για την κηπουρική». «Δεν πειράζει να στα υπενθυμίζουν», λέει εκείνος. «Ίσως πρέπει να φυτέψουμε καμιά δάφνη κοντά στην εξώπορτα για να μυρίζει το άρωμά της η κυρία Γκρίμπολ. Μπορεί να την κάνει πιο ευγενική». «Προσπαθούσε να κάνει το σωστό». Ο Μπουλ ανοίγει την πετσέτα του και τη χώνει στο πουκάμισο του. «Δεν έπρεπε να κρυφτώ, αλλά μετά από κείνη τη φορά που εμφανίστηκε στο στενάκι ο μηχανόβιος με όπλο, είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Είχα ένα προαίσθημα». «Πιστεύω ότι πρέπει να δείχνουμε εμπιστοσύνη στα προαισθήματα». «Εγώ πάντως τα πιστεύω. Υπάρχει κάποιος λόγος», λέει ο Μπουλ δοκιμάζοντας το τσάι του. «Και κάτι μου έλεγε να περιμένω κρυμμένος στους θάμνους εκείνη τη μέρα. Παρακολουθούσα την πόρτα σας, αλλά το θέμα είναι ότι θα 'πρεπε να παρακολουθώ το δρομάκι. Γιατί μου είπατε ότι μάλλον εκεί ήταν η νεκροφόρα όταν δολοφονήθηκε ο Λούσιους, πράγμα που σημαίνει ότι κι ο δολοφόνος ήταν εκεί».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
433
((Χαίρομαι που δεν ήσουν κι εσύ εκεί». Σκέφτεται το νησί Μόρις και τι βρήκαν εκεί. «Εγώ εύχομαι να ήμουν». «Καλά θα έκανε η κυρία Γκρίμπολ να ειδοποιήσει την αστυνομία σχετικά με τη νεκροφόρα», λέει η Σκαρπέτα. «Σ' έχωσε στη φυλακή, αλλά δεν νοιάστηκε να ειδοποιήσει για μια νεκροφόρα που ήταν στο στενάκι μου αργά τη νύχτα». «Τον είδα να τον φέρνουν στη φυλακή», λέει ο Μπουλ. «Τον κλείδωσαν μέσα κι εκείνος έκανε φασαρία γιατί τον πονούσε τ' αυτί του, κι ένας απ' τους φύλακες τον ρώτησε τι είχε πάθει κι εκείνος είπε ότι τον δάγκωσε σκύλος και μολύνθηκε και χρειαζόταν γιατρό. Όλοι συζητούσαν γι' αυτόν, έλεγαν για την Κάντιλάκ του με την κλεμμένη πινακίδα κι άκουσα έναν αστυνομικό να λέει ότι ο τύπος έψησε μια κυρία στη σχάρα». Ο Μπουλ πίνει το τσάι του. «Σκέφτηκα πως η κυρία Γκρίμπολ μπορεί να είδε την Κάντιλάκ του, αλλά όσο νοιάστηκε ν' αναφέρει τη νεκροφόρα άλλο τόσο νοιάστηκε και γι' αυτήν. Τι παράξενο, οι άνθρωποι νομίζουν ότι κάτι που είδαν είναι σημαντικό, ενώ κάτι άλλο όχι. Δεν νιώθουν την ανάγκη ν' αναρωτηθούν μήπως μια νεκροφόρα στο στενάκι τη νύχτα σημαίνει ότι κάποιος πέθανε και να πάνε να ρίξουν μια ματιά. Κι αν ήταν κάποιος γνωστός της; Δεν θα της αρέσει που θα πάει στο δικαστήριο». «Σε κανέναν μιας δεν αρέσει». «Σ' αυτήν πολύ περισσότερο απ' τους άλλους», λέει ο Μπουλ σηκώνοντας το κουτάλι του, αλλά η ευγένεια δεν του επιτρέπει να φάει ενώ μιλάει. «Νομίζει ότι θα παραστήσει την έξυπνη στο δικαστή. Θα πλήρωνα ακόμα και εισιτήριο για να το δω. Πριν από μερικά χρόνια δούλευα σ' αυτόν ακριβώς τον κήπο και την είδα να πετάει έναν κουβά νερό σε μια γάτα κάτω απ' το σπίτι της, γιατί είχε μόλις γεννήσει». «Μη λες τίποτ' άλλο, Μπουλ. Δεν το αντέχω». Ανεβαίνει τη σκάλα και περνώντας απ' την κρεβατοκάμαρα βγαίνει στο μικρό μπαλκόνι πάνω απ' τον κήπο. Ο Μπέντον μιλάει στο τηλέφωνο, και πιθανότατα μιλάει συνεχώς από τότε που
434
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Azara
τον είδε τελευταία φορά. Έχει αλλάξει, φοράει χακί παντελόνι και μπλουζάκι πόλο, μυρίζει καθαριότητα, τα μαλλιά του είναι υγρά και πίσω του είν* ένα πλέγμα από χαλκοσωλήνες που έφτιαξε η Σκαρπέτα για να σκαρφαλώνουν τα νυχτολούλουδα σαν εραστής στο μπαλκόνι της. Κάτω είναι το πλακοστρωμένο αίθριο και μετά η ρηχή λιμνούλα, που τη γεμίζει μ' ένα παλιό, τρύπιο λάστιχο. Ανάλογα με την εποχή του χρόνου, ο κήπος της είναι μια διαφορετική συμφωνία φυτών. Μυρτιές, καμέλιες, κρίνα, υάκινθοι, ορτανσίες, νάρκισσοι και ντάλιες. Όσες ροδοδάφνες κι αγγελικές κι αν βάλει, δεν είναι ποτέ αρκετά, γιατί αγαπάει ό,τι έχει γλυκιά μυρωδιά. Ο ήλιος έχει βγει και ξαφνικά νιώθει τόσο κουρασμένη που θολώνουν τα μάτια της. «Ήταν ο λοχαγός», λέει ο Μπέντον ακουμπώντας το τηλέφωνο α ένα κρυστάλλινο τραπεζάκι. «Πεινάς; Θες να σου φέρω λίγο τσάι;» ρωτάει εκείνη. «Γιατί να μη σου φέρω εγώ κάτι;» Ο Μπέντον την κοιτάζει. «Βγάλε τα γυαλιά σου για να βλέπω τα μάτια σου», λέει η Σκαρπέτα. «Αυτή τη στιγμή δεν μ' αρέσει να βλέπω τα μαύρα σου γυαλιά. Είμαι τόσο κουρασμένη. Δεν ξέρω γιατί είμαι τόσο κουρασμένη. Παλιά δεν κουραζόμουν τόσο πολύ». Ο Μπέντον βγάζει τα γυαλιά του, τα διπλώνει και τ' αφήνει στο τραπεζάκι. «Ο Πάουλο παραιτήθηκε και δεν θα γυρίσει απ' την Ιταλία - και δεν νομίζω ότι θα πάθει τίποτα. Ο πρόεδρος του νοσοκομείου κάνει απλώς ελέγχους για βλάβες, επειδή η φίλη μας η δρ Σελφ ήταν στο σόου του Χάουαρντ Στερν και μιλούσε για πειράματα βγαλμένα απευθείας από τον Φρανχενστάιν της Μαίρης Σέλεϊ. Ελπίζω να τη ρώτησε πόσο μεγάλα είναι τα βυζιά της κι αν είναι αληθινά. Ξέχνα το. Εκείνη θα του το έλεγε. Μπορεί και να του τα έδειχνε». «Φαντάζομαι ότι δεν έχουμε νεότερα για τον Μαρίνο». «Κοίτα. Δώσε μου λίγο χρόνο, Κέι. Και μη ρίχνεις το φταίξιμο στον εαυτό σου. Θα βρούμε τον τρόπο να το ξεπεράσουμε. Θέλω να σ' αγγίξω ξανά χωρίς να τον σκεφτόμαστε. Ορίστε, στο εί-
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Azara
435
πα. Ναι, μ* ενοχλεί απίστευτα». Απλώνει το χέρι του στο δικό της. «Επειδή νιώθω ότι εν μέρει είμαι κι εγώ υπεύθυνος. Ίσως περισσότερο από εν μέρει. Τίποτα δεν θα συνέβαινε αν ήμουν εδώ. Κι αυτό σκοπεύω να το αλλάξω. Εκτός αν δεν θες εσύ». «KaL βέβαια θέλω». «Θα χαιρόμουν αν ο Μαρίνο κρατιόταν μακριά», λέει ο Μπέντον. «Αλλά δεν θέλω να πάθει κακό, κι ελπίζω να μην του έχει συμβεί τίποτα. Προσπαθώ να δεχτώ το γεγονός ότι τον υπερασπίζεσαι, ότι ανησυχείς γι' αυτόν, ότι νοιάζεσαι ακόμα γι' αυτόν». «Ο γεωπόνος έρχεται σε μία ώρα. Έχουμε τετράνυχο». «Κι εγώ που νόμιζα ότι έχω πονοκέφαλο». «Αν έπαθε κάτι, και ιδίως αν το προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του, δεν θα το ξεπεράσω», λέει η Σκαρπέτα. «Ίσως να είναι το χειρότερο ελάττωμά μου. Συγχωρώ τους ανθρώπους που αγαπώ, κι ύστερα αυτοί μπορεί να κάνουν πάλι τα ίδια. Σε παρακαλώ, βρες τον». «Όλοι προσπαθούν να τον βρουν, Κέι». Μια μεγάλη σιωπή, δεν ακούγεται τίποτ' άλλο εκτός απ' τα πουλιά. Ο Μπουλ βγαίνει στον κήπο. Αρχίζει να ξετυλίγει το λάστιχο. «Πρέπει να κάνω ένα ντους», λέει η Σκαρπέτα. «Είμαι σε κακό χάλι, δεν έκανα ντους εκεί πέρα. Τ' αποδυτήριά τους δεν πρόσφεραν απομόνωση και δεν είχα τίποτα για ν' αλλάξω. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς με ανέχεσαι. Μην ανησυχείς για τη δρ Σελφ. Λίγοι μήνες στη φυλακή θα της κάνουν καλό». «Θα γυρίζει τις εκπομπές της εκεί και θα βγάλει περισσότερα εκατομμύρια. Κάποια κρατούμενη θα γίνει σκλάβα της και θα της πλέξει ένα σάλι». Το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Ο Μπέντον λέει «Αχ, Θεέ μου» και το σηκώνει. Ακούει, γιατί έχει μάθει ν' ακούει, και, αν μη τι άλλο, δεν μιλάει πολύ, κι η Σκαρπέτα του το λέει όταν νιώθει μοναξιά. «Όχι», λέει ο Μπέντον. «Το εκτιμώ πολύ, αλλά συμφωνώ ότι δεν υπάρχει λόγος να έρθουμ' εκεί. Δεν μιλάω για λογαριασμό της Κέι, αλλά δεν νομίζω ότι θα κάναμε τίποτα περισσότερο από το να μπλεκόμαστε στα πόδια σας».
436
ΠΛΤΡΙΣΙΑ ΚΟΡΝΓΟΤΕΛ ι
Κλείνει το τηλέφωνο και της λέει: «Ο λοχαγός. Ο ιππότης σου με την αστραφτερή πανοπλία». «Μην το λες αυτό. Μην είσαι τόσο κυνικός. Δεν του αξίζει η οργή σου. Θα 'πρεπε να νιώθεις ευγνωμοσύνη». «Πάει στη Νέα Τόρκη. Θα ερευνήσουν το διαμέρισμα της δρ Σελφ». «Για να βρουν τι;» «Η Ντριου ήταν εκεί το βράδυ πριν πάει στη Ρώμη. Ποιος άλλος ήταν εκεί; Πιθανόν ο γιος της δρ Σελφ. Προφανώς ο άνθρωπος που ο Χόλινγκς είπε πως ήταν ο σεφ. Η πιο πεζή απάντηση είναι τις περισσότερες φορές η σωστή», λέει ο Μπέντον. «Έβαλα να ελέγξουν την πτήση. Alitalia. Μάντεψε ποιος ήταν στο ίδιο αεροπλάνο με την Ντριου». «Υπονοείς πως εκείνη τον περίμενε στα Ισπανικά Σκαλιά;» «Δεν ήταν ο χρυσοβαμμένος μίμος. Ήταν ένα πρόσχημα, γιατί στην πραγματικότητα περίμενε τον Γουίλ και δεν ήθελε να το μάθουν οι φίλες της. Αυτή είναι η θεωρία μου». «Είχε μόλις ξεμπερδέψει με τον προπονητή της». Η Σκαρπέτα κοιτάζει τον Μπουλ που γεμίζει τη ρηχή λιμνούλα. «Αφού η δρ Σελφ της έκανε πλύση εγκεφάλου για να το κάνει. Θες μια άλλη θεωρία; Ο Γουίλ ήθελε να γνωρίσει την Ντριου και η μητέρα του δεν κάθισε να δει πόσο κάνουν ένα κι ένα και να καταλάβει ότι αυτός ήταν που έστελνε τα μανιακά e-mail με την υπογραφή Άνθρωπος της Άμμου. Άθελά της έκανε το προξενιό ανάμεσα στην Ντριου και στο δολοφόνο της». «Είναι απ' αυτές τις λεπτομέρειες που ποτέ δεν θα μάθουμε», λέει ο Μπέντον. «Οι άνθρωποι δεν λένε την αλήθεια. Και μετά από ένα διάστημα δεν την ξέρουν καν». Ο Μπουλ σκύβει να καθαρίσει τους μαραμένους πανσέδες. Σηκώνει το κεφάλι την ίδια στιγμή που η κυρία Γκρίμπολ κοιτάζει απ' το παράθυρο του επάνω ορόφου. Ο Μπουλ κλείνει μια σακούλα με ξερά φύλλα και δεν της δίνει σημασία. Η Σκαρπέτα βλέπει την κουτσομπόλα γειτόνισσα να φέρνει το τηλέφωνο στο αυτί της.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
437
«Αυτό ήταν», λέει η Σκαρπέτα, ενώ σηκώνεται χαμογελώντας και της κουνάει το χέρι. Η κυρία Γκρίμπολ κοιτάζει προς το μέρος τους κι ανοίγει το παράθυρο της, ενώ ο Μπέντον παρακολουθεί ανέκφραστος κι η Σκαρπέτα συνεχίζει να κουνάει το χέρι σαν να έχει να της πει κάτι πολύ επείγον. «Μόλις βγήκε απ' τη φυλακή», φωνάζει η Σκαρπέτα. «Κι αν τον ξαναστείλετε μέσα, θα σας κάψω το σπίτι». Το παράθυρο κλείνει απότομα. Το πρόσωπο της κυρίας Γκρίμπολ εξαφανίζεται πίσω απ' το τζάμι. «Δεν πιστεύω ότι είπες τέτοιο πράγμα», λέει ο Μπέντον. «Θα λέω ό,τι μου καπνίσει», λέει η Σκαρπέτα. «Εδώ μένω».